Α. -Να μια πυροβολαρχία που ρίχνει κανονιές στ’ αυτιά μας· έχετε την ελευθερία επιλογής να την ακούτε ή να μην την ακούτε;
Β. -Χωρίς αμφιβολία, δεν μπορώ να εμποδίσω τον εαυτό μου να την ακούει.
Α. -Μήπως θα θέλατε αυτή η κανονιά να πάρει το δικό σας το κεφάλι, το κεφάλι της γυναίκας σας και της κόρης σας, που κάνουν περίπατο μαζί σας;
Β. -Μα τι είναι αυτό που μου προτείνετε; Όσο θα έχω τα μυαλά μου, δεν μπορώ να θέλω κάτι τέτοιο· μου είναι αδύνατο.
Α. -Ωραία. Τότε αυτό το κανόνι το ακούτε αναγκαστικά και αναγκαστικά δεν θέλετε να πεθάνετε την ώρα του περιπάτου από μια βολή κανονιού, ούτε εσείς ούτε η οικογένειά σας· δεν έχετε ούτε τη δυνατότητα να μην ακούτε μήτε τη δυνατότητα να θέλετε να μείνετε εδώ.
Β. -Αυτό είναι σαφές.
Α. -Επομένως, προχωρήσατε καμιά τριανταριά βήματα για να προφυλαχτείτε από το κανόνι, είχατε λοιπόν τη δύναμη να κάνετε μαζί μου αυτά τα λίγα βήματα;
Β. -Αυτό είναι ακόμα πιο σαφές.
Α. -Δεν είναι αλήθεια ότι εάν ήσαστε παράλυτος, δεν θα είχατε αποφύγει να εκτεθείτε σ’ αυτήν την πυροβολαρχία; Ότι δεν θα είχατε τη δύναμη να παραμείνετε εκεί που είστε; Ότι θα είχατε αναγκαστικά ακούσει και δεχθεί τη βολή του κανονιού και θα είχατε αναγκαστικά πεθάνει;
Β. -Τίποτα δεν είναι περισσότερο αληθές.
Α. -Σε τι ακριβώς συνίσταται η ελευθερία σας, αν όχι στη δύναμη που έχει το άτομο σας, να πράξει αυτό που απαιτούσε η βούλησή σας, με μια απόλυτη αναγκαιότητα;
Β. -Με βάζετε σε δύσκολη θέση. Ελευθερία συνεπώς δεν είναι τίποτε άλλο από τη δύναμη να κάνω αυτό που θέλω;
Α. -Σκεφτείτε το και δείτε μήπως η ελευθερία μπορεί να έχει άλλο νόημα.
Β. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το κυνηγόσκυλό μου είναι το ίδιο ελεύθερο όπως κι εγώ. Έχει κατ’ ανάγκην την επιθυμία να τρέξει όταν βλέπει ένα λαγό και τη δύναμη να τρέξει εάν δεν του πονούν τα πόδια. Άρα, δεν έχω τίποτα παραπάνω από το σκύλο μου, με υποβιβάζετε στην κατάσταση του ζώου.
Α. -Ιδού τα ευτελή σοφίσματα των ευτελών σοφιστών που σας μόρφωσαν. Ορίστε, αρρωστήσατε επειδή είστε ελεύθερος όπως και ο σκύλος σας! Ε, και λοιπόν! Μήπως δεν μοιάζετε σε χίλια δυο πράγματα με το σκύλο σας; Η πείνα, η δίψα, η αγρυπνία, ο ύπνος, οι πέντε αισθήσεις δεν είναι κοινές σ’ εσάς και στο σκύλο; Θα θέλατε μήπως να οσφραίνεσθε με διαφορετικό τρόπο και όχι από τη μύτη; Γιατί θέλετε, λοιπόν, να είστε ελεύθερος με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ο σκύλος;
Β. -Όμως εγώ έχω ψυχή που συλλογίζεται πολύ, ενώ ο σκύλος μου δεν σκέφτεται καθόλου. Δεν έχει παρά απλές ιδέες, ενώ εγώ έχω χίλιες δυο μεταφυσικές ιδέες.
A. -Ε, και λοιπόν! Είστε χίλιες φορές πιο ελεύθερος από κείνον: δηλαδή έχετε χίλιες φορές μεγαλύτερη ικανότητα να σκέφτεστε απ’ ότι εκείνος· αλλά δεν είστε με διαφορετικό τρόπο ελεύθερος από κείνον.
Β. -Πώς! Δεν είμαι ελεύθερος να θέλω αυτό που θέλω;
Α. -Τι ακριβώς εννοείτε;
Β. -Εννοώ αυτό που όλος ο κόσμος εννοεί. Δεν λέμε κάθε ημέρα: «Η βούληση είναι ελεύθερη»;
Α. -Μια παροιμία δεν είναι λόγος· εξηγηθείτε καλύτερα.
Β. -Εννοώ ότι είμαι ελεύθερος να θέλω ότι μου αρέσει.
Α. -Εάν μου επιτρέπετε, αυτό δεν έχει νόημα· δεν βλέπετε ότι είναι γελοίο να λέτε: «Θέλω ότι θέλω»; Κατ’ ανάγκην θέλετε, συνεπώς έχετε ιδέες που σας έρχονται. Θέλετε να παντρευτείτε, ναι ή όχι;
Β. -Εάν όμως σας έλεγα ότι δεν θέλω ούτε το ένα ούτε το άλλο;
Α. -Θα απαντούσατε όπως αυτός που έλεγε: «Οι μεν νομίζουν ότι ο καρδινάλιος Μαζαρίνος είναι νεκρός, οι δε πως είναι ζωντανός κι εγώ δεν νομίζω ούτε το ένα ούτε το άλλο».
Β. -Καλά λοιπόν! Θέλω να παντρευτώ.
Α. -Αυτό κι αν είναι απάντηση. Γιατί θέλετε να παντρευτείτε;
Β. -Επειδή είμαι ερωτευμένος με μια νέα κοπέλα, όμορφη, γλυκιά, με καλή ανατροφή, αρκετά πλούσια, που τραγουδάει πολύ ωραία, που οι γονείς της είναι πολύ καθωσπρέπει άνθρωποι, και επειδή με κολακεύει η ιδέα πω: κι εκείνη μ’ αγαπάει και πως είμαι καλοδεχούμενος στην οικογένειά της.
Α. -Αυτός είναι ένας λόγος. Βλέπετε πως δεν μπορείτε να θέλετε χωρίς κάποιο λόγο. Σας δηλώνω, ότι είστε ελεύθερος να παντρευτείτε· δηλαδή ότι έχετε τη δυνατότητα να υπογράψετε το συμβόλαιο.
Β. -Πώς! Δεν μπορώ να θέλω χωρίς λόγο; Και τι θ’ απογίνει αυτή η παροιμία: Sit pro ratione voluntas: η βούλησή μου είναι ο λόγος μου, αιτία μου, θέλω επειδή θέλω;
Α. -Τούτο είναι παράλογο, καλέ μου φίλε, τότε θα υπήρχε σε σας ένα αποτέλεσμα χωρίς αιτία.
Β. -Πως! Όταν παίζω μονά ζυγά, έχω κάποιο λόγο για να διαλέξω τα ζυγά αντί τα μονά;
Α. -Ναι, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Β. -Και ποιος είναι αυτός ο λόγος, παρακαλώ;
Α. -Είναι ότι στο μυαλό σας παρουσιάστηκε η ιδέα του ζυγού αριθμού και όχι η αντίθετη ιδέα. Θα ήταν αστείο να υπάρχουν περιπτώσεις όπου θέλετε κάτι επειδή υπάρχει κάποια αιτία γι’ αυτό και να υπάρχουν μερικές περιπτώσεις όπου θα θέλατε κάτι χωρίς αιτία. Όταν θέλετε να παντρευτείτε, αισθάνεστε προφανώς τον κυρίαρχο λόγο· δεν τον αισθάνεστε όταν παίζετε μονά ζυγά, παρ’ όλ’ αυτά πρέπει να υπάρχουν κάποιοι λόγοι.
Β. -Αλλά, για μια ακόμη φορά, δεν είμαι, λοιπόν, ελεύθερος;
Α. -Η βούλησή σας δεν είναι ελεύθερη, αλλά οι πράξεις σας είναι. Είστε ελεύθερος να κάνετε κάτι όταν έχετε τη δυνατότητα να το κάνετε.
Β. -Αλλά όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει σχετικά με την απροσδιόριστη ελευθερία...
Α. -Είναι βλακείες: δεν υπάρχει απροσδιόριστη ελευθερία· είναι μια λέξη απογυμνωμένη από κάθε νόημα. Την επινόησαν άνθρωποι που διόλου δεν την είχαν.
Β. -Χωρίς αμφιβολία, δεν μπορώ να εμποδίσω τον εαυτό μου να την ακούει.
Α. -Μήπως θα θέλατε αυτή η κανονιά να πάρει το δικό σας το κεφάλι, το κεφάλι της γυναίκας σας και της κόρης σας, που κάνουν περίπατο μαζί σας;
Β. -Μα τι είναι αυτό που μου προτείνετε; Όσο θα έχω τα μυαλά μου, δεν μπορώ να θέλω κάτι τέτοιο· μου είναι αδύνατο.
Α. -Ωραία. Τότε αυτό το κανόνι το ακούτε αναγκαστικά και αναγκαστικά δεν θέλετε να πεθάνετε την ώρα του περιπάτου από μια βολή κανονιού, ούτε εσείς ούτε η οικογένειά σας· δεν έχετε ούτε τη δυνατότητα να μην ακούτε μήτε τη δυνατότητα να θέλετε να μείνετε εδώ.
Β. -Αυτό είναι σαφές.
Α. -Επομένως, προχωρήσατε καμιά τριανταριά βήματα για να προφυλαχτείτε από το κανόνι, είχατε λοιπόν τη δύναμη να κάνετε μαζί μου αυτά τα λίγα βήματα;
Β. -Αυτό είναι ακόμα πιο σαφές.
Α. -Δεν είναι αλήθεια ότι εάν ήσαστε παράλυτος, δεν θα είχατε αποφύγει να εκτεθείτε σ’ αυτήν την πυροβολαρχία; Ότι δεν θα είχατε τη δύναμη να παραμείνετε εκεί που είστε; Ότι θα είχατε αναγκαστικά ακούσει και δεχθεί τη βολή του κανονιού και θα είχατε αναγκαστικά πεθάνει;
Β. -Τίποτα δεν είναι περισσότερο αληθές.
Α. -Σε τι ακριβώς συνίσταται η ελευθερία σας, αν όχι στη δύναμη που έχει το άτομο σας, να πράξει αυτό που απαιτούσε η βούλησή σας, με μια απόλυτη αναγκαιότητα;
Β. -Με βάζετε σε δύσκολη θέση. Ελευθερία συνεπώς δεν είναι τίποτε άλλο από τη δύναμη να κάνω αυτό που θέλω;
Α. -Σκεφτείτε το και δείτε μήπως η ελευθερία μπορεί να έχει άλλο νόημα.
Β. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το κυνηγόσκυλό μου είναι το ίδιο ελεύθερο όπως κι εγώ. Έχει κατ’ ανάγκην την επιθυμία να τρέξει όταν βλέπει ένα λαγό και τη δύναμη να τρέξει εάν δεν του πονούν τα πόδια. Άρα, δεν έχω τίποτα παραπάνω από το σκύλο μου, με υποβιβάζετε στην κατάσταση του ζώου.
Α. -Ιδού τα ευτελή σοφίσματα των ευτελών σοφιστών που σας μόρφωσαν. Ορίστε, αρρωστήσατε επειδή είστε ελεύθερος όπως και ο σκύλος σας! Ε, και λοιπόν! Μήπως δεν μοιάζετε σε χίλια δυο πράγματα με το σκύλο σας; Η πείνα, η δίψα, η αγρυπνία, ο ύπνος, οι πέντε αισθήσεις δεν είναι κοινές σ’ εσάς και στο σκύλο; Θα θέλατε μήπως να οσφραίνεσθε με διαφορετικό τρόπο και όχι από τη μύτη; Γιατί θέλετε, λοιπόν, να είστε ελεύθερος με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι ο σκύλος;
Β. -Όμως εγώ έχω ψυχή που συλλογίζεται πολύ, ενώ ο σκύλος μου δεν σκέφτεται καθόλου. Δεν έχει παρά απλές ιδέες, ενώ εγώ έχω χίλιες δυο μεταφυσικές ιδέες.
A. -Ε, και λοιπόν! Είστε χίλιες φορές πιο ελεύθερος από κείνον: δηλαδή έχετε χίλιες φορές μεγαλύτερη ικανότητα να σκέφτεστε απ’ ότι εκείνος· αλλά δεν είστε με διαφορετικό τρόπο ελεύθερος από κείνον.
Β. -Πώς! Δεν είμαι ελεύθερος να θέλω αυτό που θέλω;
Α. -Τι ακριβώς εννοείτε;
Β. -Εννοώ αυτό που όλος ο κόσμος εννοεί. Δεν λέμε κάθε ημέρα: «Η βούληση είναι ελεύθερη»;
Α. -Μια παροιμία δεν είναι λόγος· εξηγηθείτε καλύτερα.
Β. -Εννοώ ότι είμαι ελεύθερος να θέλω ότι μου αρέσει.
Α. -Εάν μου επιτρέπετε, αυτό δεν έχει νόημα· δεν βλέπετε ότι είναι γελοίο να λέτε: «Θέλω ότι θέλω»; Κατ’ ανάγκην θέλετε, συνεπώς έχετε ιδέες που σας έρχονται. Θέλετε να παντρευτείτε, ναι ή όχι;
Β. -Εάν όμως σας έλεγα ότι δεν θέλω ούτε το ένα ούτε το άλλο;
Α. -Θα απαντούσατε όπως αυτός που έλεγε: «Οι μεν νομίζουν ότι ο καρδινάλιος Μαζαρίνος είναι νεκρός, οι δε πως είναι ζωντανός κι εγώ δεν νομίζω ούτε το ένα ούτε το άλλο».
Β. -Καλά λοιπόν! Θέλω να παντρευτώ.
Α. -Αυτό κι αν είναι απάντηση. Γιατί θέλετε να παντρευτείτε;
Β. -Επειδή είμαι ερωτευμένος με μια νέα κοπέλα, όμορφη, γλυκιά, με καλή ανατροφή, αρκετά πλούσια, που τραγουδάει πολύ ωραία, που οι γονείς της είναι πολύ καθωσπρέπει άνθρωποι, και επειδή με κολακεύει η ιδέα πω: κι εκείνη μ’ αγαπάει και πως είμαι καλοδεχούμενος στην οικογένειά της.
Α. -Αυτός είναι ένας λόγος. Βλέπετε πως δεν μπορείτε να θέλετε χωρίς κάποιο λόγο. Σας δηλώνω, ότι είστε ελεύθερος να παντρευτείτε· δηλαδή ότι έχετε τη δυνατότητα να υπογράψετε το συμβόλαιο.
Β. -Πώς! Δεν μπορώ να θέλω χωρίς λόγο; Και τι θ’ απογίνει αυτή η παροιμία: Sit pro ratione voluntas: η βούλησή μου είναι ο λόγος μου, αιτία μου, θέλω επειδή θέλω;
Α. -Τούτο είναι παράλογο, καλέ μου φίλε, τότε θα υπήρχε σε σας ένα αποτέλεσμα χωρίς αιτία.
Β. -Πως! Όταν παίζω μονά ζυγά, έχω κάποιο λόγο για να διαλέξω τα ζυγά αντί τα μονά;
Α. -Ναι, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Β. -Και ποιος είναι αυτός ο λόγος, παρακαλώ;
Α. -Είναι ότι στο μυαλό σας παρουσιάστηκε η ιδέα του ζυγού αριθμού και όχι η αντίθετη ιδέα. Θα ήταν αστείο να υπάρχουν περιπτώσεις όπου θέλετε κάτι επειδή υπάρχει κάποια αιτία γι’ αυτό και να υπάρχουν μερικές περιπτώσεις όπου θα θέλατε κάτι χωρίς αιτία. Όταν θέλετε να παντρευτείτε, αισθάνεστε προφανώς τον κυρίαρχο λόγο· δεν τον αισθάνεστε όταν παίζετε μονά ζυγά, παρ’ όλ’ αυτά πρέπει να υπάρχουν κάποιοι λόγοι.
Β. -Αλλά, για μια ακόμη φορά, δεν είμαι, λοιπόν, ελεύθερος;
Α. -Η βούλησή σας δεν είναι ελεύθερη, αλλά οι πράξεις σας είναι. Είστε ελεύθερος να κάνετε κάτι όταν έχετε τη δυνατότητα να το κάνετε.
Β. -Αλλά όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει σχετικά με την απροσδιόριστη ελευθερία...
Α. -Είναι βλακείες: δεν υπάρχει απροσδιόριστη ελευθερία· είναι μια λέξη απογυμνωμένη από κάθε νόημα. Την επινόησαν άνθρωποι που διόλου δεν την είχαν.
α. Ένας πτωχός τω πνεύματι, σ’ ένα μικρό, έντιμο ευγενικό και κυρίως λογικό γραπτό, παρατηρεί ότι εάν ο ηγεμόνας διατάξει τον Β να εκθέσει τον εαυτό του στο κανόνι, ο Β θα το κάνει. Ναι, βεβαίως, εάν έχει περισσότερο θάρος ή εάν, κυρίως, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, ο φόβος του μήπως ντροπιαστεί είναι πιο ισχυρός από την αγάπη του για τη ζωή. Πρώτον, εδώ πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Δεύτερον, όταν το ένστικτο του φόβου της ντροπής υπερισχύει του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, τότε ο άνθρωπος βρίσκεται τόσο κάτω υπό την επήρεια της ανάγκης να παραμένει εκτεθειμένος στο κανόνι, όσο και να τραπεί σε φυγή, όταν δεν ντρέπεται να το βάλει στα πόδια. Και ο φτωχός τω πνεύματι είναι αναγκασμένος να κάνει γελοίες παρατηρήσεις και να πει και μερικές βρισιές και οι φιλόσοφοι αναγκασμένοι να τον κοροϊδέψουν λιγάκι και να τον συγχωρέσουν. (Πρόσθετη σημείωση του Βολταίρου για την έκδοση Varbeg 1761).
Βολταίρος, Φιλοσοφικό λεξικό
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου