Τι είναι το κράτος;
§1
Ο Πλάτων έλεγε πως ο φιλοσοφικός έρως είναι γιος του πόρου και της πενίας. Ποιος είναι ο πόρος; Ο λόγος και η εξ αυτού οδός έρευνας: η στροφή του ενδιαφέροντος των ανθρώπων προς τη φιλοσοφική απορία. Πώς εκδηλώνεται η φιλοσοφική απορία; Πρωτίστως ως ενδιάθετη ορμή να σκεφτεί κανείς πέρα από αυτό που πιστεύει ως ορθό· επομένως ως στοχαστική τόλμη να απαλλαγεί από το αδιερεύνητο της πίστης και να διανοιχθεί σε μια ερωτηματική, απορητική στάση ζωής. Ετούτη η στάση ζωής επέτρεψε στους αρχαίους Έλληνες να μην αρκούνται στα δεδομένα της εμπειρίας, αλλά να προχωρούν στην καλλιέργεια του λόγου και δι’ αυτού του τρόπου στην ελεύθερη ανάπτυξη της σκέψης. Μια τέτοια ελευθερία σκέψης δεν νοούταν ως κατατριβή σε απόμακρα ζητήματα από το πολιτικό γίγνεσθαι της αρχαίας πόλης, αλλά κυρίως ως καθολική και εμβριθή ενασχόληση με τη σχέση μεταξύ πολίτη και πόλεως-κράτους· ως αναζήτηση εκείνης της συγκεκριμένης μορφής του πολίτη, που θα τον καθιστούσε πρακτικά ελεύθερο σε μια αυτοκυβερνώμενη πολιτεία ή καλύτερα κοινότητα, που ανταποκρίνεται στον αληθινό χαρακτήρα της ελληνικής πόλεως-κράτους. Σε μια τέτοια κοινότητα οι πολίτες δεν θυσιάζονταν σε ή για κάποια κρατική εξουσία υπό το πρόσχημα υπηρέτησης του γενικού καλού και στην πράξη για τα συμφέροντα του κρατιστή δεσπότη ή μονάρχη, κάτι που γινόταν στα δεσποτικά καθεστώτα της Ανατολής ή γίνεται και στην εποχή μας σε «δημοκρατικά» καθεστώτα· απεναντίας διεκδικούσαν ισότιμο ρόλο συνδιοίκησης και επίδρασης στο δημόσιο βίο. Το κοινό συμφέρον έτσι συλλαμβανόταν στην αυθεντική του ουσία και μορφή.
§2
Η αρχαία ελληνική αντίληψη για το κράτος αναγνώριζε ως υπέρτατη συνεκτική δύναμη πολίτη και κοινότητας το νόμο και όχι την υποταγή του ατόμου στην υποκειμενικότητα της εξουσίας, είτε η εν λόγω υποκειμενικότητα ήταν εξατομικευμένη, π.χ. μονάρχης, βασιλιάς κ.λπ., είτε συλλογική, για παράδειγμα η αθηναϊκή δημοκρατία. Αντίστοιχα, το κοινό συμφέρον είχε ως θεμέλιο την κοινωνική ηθική ή κοινωνική ζωή, την κατά Χέγκελ Sittlichkeit, και όχι τις πάσης φύσεως συντεχνιακές ενώσεις, σαν αυτές, ας πούμε, της σημερινής μας «δημοκρατίας», που λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο και εν πολλοίς αποτελούν παράκεντρα εξουσίας, δηλαδή ένα «παρακράτος δίπλα στο κράτος» (Σαρτρ). Η ατομικότητα, ως τέτοια, δεν αναζητούσε την υπεράσπισή της σε τέτοιες ενώσεις, γιατί ήταν πνευματικά ανεξάρτητη και ήξερε να υπερασπίζεται την αυτονομία της από οποιαδήποτε εξουσιαστική επιβολή μέσα από την από κοινού με την πόλη-κράτος εφαρμογή του Δικαίου. Εξάλλου, μια τέτοια αυτονομία, μια αναγκαία δηλαδή απόσπαση/απόσταση του ατόμου από την πόλη-κράτος, είχε διασφαλισθεί από την ίδια τη ζωή της πόλεως. Ακριβώς επειδή μια τέτοια απόσπαση αναζωογονούσε τη σχέση πολίτη–κοινότητας , κατέστη δυνατή και η φιλοσοφική θεώρηση της πολιτικής: αναπτύχθηκε η πολιτική φιλοσοφία κυρίως ως φιλοσοφική αποτίμηση της κοινότητας, ως η φιλοσοφική σκέψη της κοινότητας. Μια τέτοια αποτίμηση αποτέλεσε καλή προϋπόθεση, για να ευδοκιμήσει και η πιο εύρωστη πολιτική σκέψη. Ως προς την τελευταία παρατηρούμε πως όχι μόνο τα αμιγώς φιλοσοφικά κείμενα, αλλά και τα άλλα κείμενα –ποιητικά, ρητορικά, πανηγυρικοί, επιτάφιοι, ιστορικά κ.α.– επεξεργάζονται μια άκρως πολιτική σκέψη και γίνονται αποδεκτά από την κοινότητα ως κείμενα που «παιδεύουν» πολιτικά τους πολίτες.
§3
Απ’ αυτή την άποψη, το άτομο δεν είναι τύποις μόνο πολίτης, αλλά στην κυριολεκτική του σημασία. Είναι μια πολιτική ατομικότητα που συσχετίζεται με μια άλλη πολιτική ατομικότητα, την πόλη-κράτος. Έχει πολιτική συνείδηση, που του επιτρέπει να κρίνει και να διακρίνει εν πολλοίς το ορθό από το εσφαλμένο, το ιδιωτικό από το δημόσιο, την αυθεντική κατανόηση των δημοκρατικών αρχών από την κατάχρησή τους. Ακόμη και οι θεσμικοί δολοφόνοι του Σωκράτη ή δημαγωγοί, όπως ο Κλέων, ή ακόμη και η αντιπροσωπεία των Αθηναίων στη Μήλο, διακρίνονται για τη σαφή επίγνωση του τι πράττουν. Ο πολίτης, είναι σε θέση να εκφραστεί επί του πολιτικού με παρρησία και όχι μετά από κομματική, συντεχνιακή άδεια ή εντολή, δηλαδή ως στεγνός προπαγανδιστής που δεν ξέρει τι λέει, όπως συμβαίνει στο μετανεωτερικό μας σήμερα. Από την πλευρά του, το κράτος, με τη μορφή της αρχαίας πόλεως, υφίσταται στην αληθινή του ουσία ως μια αυτάρκης ατομικότητα. Τούτο σημαίνει ότι δεν υπήρχε μια α-νοηματική ομοιογένεια πόλεων-κρατών, αλλά καθεμιά πόλη βίωνε την ύπαρξή της ως ένα ολοκληρωμένο όλο, που το ανατροφοδοτούσε η προαναφερθείσα κοινωνική ηθική ή ζωή και το οποίο αισθανόταν τον εαυτό του ως ένα αυτοδιοικούμενο όλο. Αυτό το όλο ο Αριστοτέλης κατονομάζει ως πολίτευμα, που δεν το εννοεί, όπως το ζούμε σήμερα, αποκλειστικά ως διαρρύθμιση ή διακανονισμό αξιωμάτων, αλλά μέσω μιας τέτοιας διευθέτησης ως τρόπο του ευ ζην.
§4
Όπως προκύπτει, η ουσία του κράτους δεν είναι κάποια νομική οργάνωση ή ένα νομικά διαρθρωμένο μόρφωμα, αλλά μια κοινωνικά ηθική οντότητα, μια κοινότητα δικαίου, η οποία μάχεται, υφίσταται υποστασιακά, για το ευ ζην των πολιτών και όχι για τον υλικό πλουτισμό των ηγεμόνων. Σε μια τέτοια ηθική ένωση το άτομο υπολογίζεται ως μια αυταξία και ως εκ τούτου ως σπουδαίος παράγοντας για την λειτουργία αυτής της ένωσης. Ως τέτοια αυταξία, τα άτομα δεν ασχολούνταν με τη διεκδίκηση δικαιωμάτων. Τα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι μεταγενέστερη επινόηση, όταν από τη ρωμαϊκή εποχή και εντεύθεν το κράτος μεταποιήθηκε σε μηχανισμό εξουσίας και χώρισε τους πολίτες σε αφέντες και σε δουλοπάροικους. Ο λόγος δηλαδή για ανθρώπινα δικαιώματα άρχισε να αναπτύσσεται, όταν η δομή του κράτους δεν εγγυόταν την ύπαρξή τους ή τη διασφάλισή τους. Έκτοτε η θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εισήλθε στην κοινωνική και πολιτική ζωή ως ιδεολογική σκευή της κάθε εξουσίας ή παράκεντρης εξουσίας. Παρόμοια και με την έννοια του «κράτους δικαίου». Η έννοια τούτη, όπως και τα «ανθρώπινα δικαιώματα», ιστορικά εμφανίστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όταν το κράτος από ηθική Ουσία είχε μεταβληθεί σε νομικό και πολιτικό καθεστώς. Από τότε και μέχρι σήμερα αμφότερες οι έννοιες χρησιμοποιούνται συνήθως κατ’ ευφημισμό: όπου ακούει κανείς σήμερα πληθωρικούς ρητορισμούς περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ή περί «κράτους δικαίου», χρειάζεται και αξίζει να καταλαβαίνει το αντίθετο: δηλαδή πως στην πράξη δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα ούτε δίκαιο κράτος.
§1
Ο Πλάτων έλεγε πως ο φιλοσοφικός έρως είναι γιος του πόρου και της πενίας. Ποιος είναι ο πόρος; Ο λόγος και η εξ αυτού οδός έρευνας: η στροφή του ενδιαφέροντος των ανθρώπων προς τη φιλοσοφική απορία. Πώς εκδηλώνεται η φιλοσοφική απορία; Πρωτίστως ως ενδιάθετη ορμή να σκεφτεί κανείς πέρα από αυτό που πιστεύει ως ορθό· επομένως ως στοχαστική τόλμη να απαλλαγεί από το αδιερεύνητο της πίστης και να διανοιχθεί σε μια ερωτηματική, απορητική στάση ζωής. Ετούτη η στάση ζωής επέτρεψε στους αρχαίους Έλληνες να μην αρκούνται στα δεδομένα της εμπειρίας, αλλά να προχωρούν στην καλλιέργεια του λόγου και δι’ αυτού του τρόπου στην ελεύθερη ανάπτυξη της σκέψης. Μια τέτοια ελευθερία σκέψης δεν νοούταν ως κατατριβή σε απόμακρα ζητήματα από το πολιτικό γίγνεσθαι της αρχαίας πόλης, αλλά κυρίως ως καθολική και εμβριθή ενασχόληση με τη σχέση μεταξύ πολίτη και πόλεως-κράτους· ως αναζήτηση εκείνης της συγκεκριμένης μορφής του πολίτη, που θα τον καθιστούσε πρακτικά ελεύθερο σε μια αυτοκυβερνώμενη πολιτεία ή καλύτερα κοινότητα, που ανταποκρίνεται στον αληθινό χαρακτήρα της ελληνικής πόλεως-κράτους. Σε μια τέτοια κοινότητα οι πολίτες δεν θυσιάζονταν σε ή για κάποια κρατική εξουσία υπό το πρόσχημα υπηρέτησης του γενικού καλού και στην πράξη για τα συμφέροντα του κρατιστή δεσπότη ή μονάρχη, κάτι που γινόταν στα δεσποτικά καθεστώτα της Ανατολής ή γίνεται και στην εποχή μας σε «δημοκρατικά» καθεστώτα· απεναντίας διεκδικούσαν ισότιμο ρόλο συνδιοίκησης και επίδρασης στο δημόσιο βίο. Το κοινό συμφέρον έτσι συλλαμβανόταν στην αυθεντική του ουσία και μορφή.
§2
Η αρχαία ελληνική αντίληψη για το κράτος αναγνώριζε ως υπέρτατη συνεκτική δύναμη πολίτη και κοινότητας το νόμο και όχι την υποταγή του ατόμου στην υποκειμενικότητα της εξουσίας, είτε η εν λόγω υποκειμενικότητα ήταν εξατομικευμένη, π.χ. μονάρχης, βασιλιάς κ.λπ., είτε συλλογική, για παράδειγμα η αθηναϊκή δημοκρατία. Αντίστοιχα, το κοινό συμφέρον είχε ως θεμέλιο την κοινωνική ηθική ή κοινωνική ζωή, την κατά Χέγκελ Sittlichkeit, και όχι τις πάσης φύσεως συντεχνιακές ενώσεις, σαν αυτές, ας πούμε, της σημερινής μας «δημοκρατίας», που λυμαίνονται τον δημόσιο πλούτο και εν πολλοίς αποτελούν παράκεντρα εξουσίας, δηλαδή ένα «παρακράτος δίπλα στο κράτος» (Σαρτρ). Η ατομικότητα, ως τέτοια, δεν αναζητούσε την υπεράσπισή της σε τέτοιες ενώσεις, γιατί ήταν πνευματικά ανεξάρτητη και ήξερε να υπερασπίζεται την αυτονομία της από οποιαδήποτε εξουσιαστική επιβολή μέσα από την από κοινού με την πόλη-κράτος εφαρμογή του Δικαίου. Εξάλλου, μια τέτοια αυτονομία, μια αναγκαία δηλαδή απόσπαση/απόσταση του ατόμου από την πόλη-κράτος, είχε διασφαλισθεί από την ίδια τη ζωή της πόλεως. Ακριβώς επειδή μια τέτοια απόσπαση αναζωογονούσε τη σχέση πολίτη–κοινότητας , κατέστη δυνατή και η φιλοσοφική θεώρηση της πολιτικής: αναπτύχθηκε η πολιτική φιλοσοφία κυρίως ως φιλοσοφική αποτίμηση της κοινότητας, ως η φιλοσοφική σκέψη της κοινότητας. Μια τέτοια αποτίμηση αποτέλεσε καλή προϋπόθεση, για να ευδοκιμήσει και η πιο εύρωστη πολιτική σκέψη. Ως προς την τελευταία παρατηρούμε πως όχι μόνο τα αμιγώς φιλοσοφικά κείμενα, αλλά και τα άλλα κείμενα –ποιητικά, ρητορικά, πανηγυρικοί, επιτάφιοι, ιστορικά κ.α.– επεξεργάζονται μια άκρως πολιτική σκέψη και γίνονται αποδεκτά από την κοινότητα ως κείμενα που «παιδεύουν» πολιτικά τους πολίτες.
§3
Απ’ αυτή την άποψη, το άτομο δεν είναι τύποις μόνο πολίτης, αλλά στην κυριολεκτική του σημασία. Είναι μια πολιτική ατομικότητα που συσχετίζεται με μια άλλη πολιτική ατομικότητα, την πόλη-κράτος. Έχει πολιτική συνείδηση, που του επιτρέπει να κρίνει και να διακρίνει εν πολλοίς το ορθό από το εσφαλμένο, το ιδιωτικό από το δημόσιο, την αυθεντική κατανόηση των δημοκρατικών αρχών από την κατάχρησή τους. Ακόμη και οι θεσμικοί δολοφόνοι του Σωκράτη ή δημαγωγοί, όπως ο Κλέων, ή ακόμη και η αντιπροσωπεία των Αθηναίων στη Μήλο, διακρίνονται για τη σαφή επίγνωση του τι πράττουν. Ο πολίτης, είναι σε θέση να εκφραστεί επί του πολιτικού με παρρησία και όχι μετά από κομματική, συντεχνιακή άδεια ή εντολή, δηλαδή ως στεγνός προπαγανδιστής που δεν ξέρει τι λέει, όπως συμβαίνει στο μετανεωτερικό μας σήμερα. Από την πλευρά του, το κράτος, με τη μορφή της αρχαίας πόλεως, υφίσταται στην αληθινή του ουσία ως μια αυτάρκης ατομικότητα. Τούτο σημαίνει ότι δεν υπήρχε μια α-νοηματική ομοιογένεια πόλεων-κρατών, αλλά καθεμιά πόλη βίωνε την ύπαρξή της ως ένα ολοκληρωμένο όλο, που το ανατροφοδοτούσε η προαναφερθείσα κοινωνική ηθική ή ζωή και το οποίο αισθανόταν τον εαυτό του ως ένα αυτοδιοικούμενο όλο. Αυτό το όλο ο Αριστοτέλης κατονομάζει ως πολίτευμα, που δεν το εννοεί, όπως το ζούμε σήμερα, αποκλειστικά ως διαρρύθμιση ή διακανονισμό αξιωμάτων, αλλά μέσω μιας τέτοιας διευθέτησης ως τρόπο του ευ ζην.
§4
Όπως προκύπτει, η ουσία του κράτους δεν είναι κάποια νομική οργάνωση ή ένα νομικά διαρθρωμένο μόρφωμα, αλλά μια κοινωνικά ηθική οντότητα, μια κοινότητα δικαίου, η οποία μάχεται, υφίσταται υποστασιακά, για το ευ ζην των πολιτών και όχι για τον υλικό πλουτισμό των ηγεμόνων. Σε μια τέτοια ηθική ένωση το άτομο υπολογίζεται ως μια αυταξία και ως εκ τούτου ως σπουδαίος παράγοντας για την λειτουργία αυτής της ένωσης. Ως τέτοια αυταξία, τα άτομα δεν ασχολούνταν με τη διεκδίκηση δικαιωμάτων. Τα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι μεταγενέστερη επινόηση, όταν από τη ρωμαϊκή εποχή και εντεύθεν το κράτος μεταποιήθηκε σε μηχανισμό εξουσίας και χώρισε τους πολίτες σε αφέντες και σε δουλοπάροικους. Ο λόγος δηλαδή για ανθρώπινα δικαιώματα άρχισε να αναπτύσσεται, όταν η δομή του κράτους δεν εγγυόταν την ύπαρξή τους ή τη διασφάλισή τους. Έκτοτε η θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εισήλθε στην κοινωνική και πολιτική ζωή ως ιδεολογική σκευή της κάθε εξουσίας ή παράκεντρης εξουσίας. Παρόμοια και με την έννοια του «κράτους δικαίου». Η έννοια τούτη, όπως και τα «ανθρώπινα δικαιώματα», ιστορικά εμφανίστηκε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όταν το κράτος από ηθική Ουσία είχε μεταβληθεί σε νομικό και πολιτικό καθεστώς. Από τότε και μέχρι σήμερα αμφότερες οι έννοιες χρησιμοποιούνται συνήθως κατ’ ευφημισμό: όπου ακούει κανείς σήμερα πληθωρικούς ρητορισμούς περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ή περί «κράτους δικαίου», χρειάζεται και αξίζει να καταλαβαίνει το αντίθετο: δηλαδή πως στην πράξη δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα ούτε δίκαιο κράτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου