500 ΜΑ. μή νυν τρέσηις ἔτ᾽ ἐχθρὸν Ἀργείων δόρυ·
ἐγὼ γὰρ αὐτὴ πρὶν κελευσθῆναι, γέρον,
θνήισκειν ἑτοίμη καὶ παρίστασθαι σφαγῆι.
τί φήσομεν γάρ, εἰ πόλις μὲν ἀξιοῖ
κίνδυνον ἡμῶν οὕνεκ᾽ αἴρεσθαι μέγαν,
505 αὐτοὶ δὲ προστιθέντες ἄλλοισιν πόνους,
παρόν σφε σῶσαι, φευξόμεσθα μὴ θανεῖν;
οὐ δῆτ᾽, ἐπεί τοι καὶ γέλωτος ἄξια,
στένειν μὲν ἱκέτας δαιμόνων καθημένους,
πατρὸς δ᾽ ἐκείνου φύντας οὗ πεφύκαμεν
510 κακοὺς ὁρᾶσθαι· ποῦ τάδ᾽ ἐν χρηστοῖς πρέπει;
κάλλιον, οἶμαι, τῆσδ᾽—ὃ μὴ τύχοι ποτέ—
πόλεως ἁλούσης χεῖρας εἰς ἐχθρῶν πεσεῖν
κἄπειτ᾽ ἄτιμα πατρὸς οὖσαν εὐγενοῦς
παθοῦσαν Ἅιδην μηδὲν ἧσσον εἰσιδεῖν.
515 ἀλλ᾽ ἐκπεσοῦσα τῆσδ᾽ ἀλητεύσω χθονός;
κοὐκ αἰσχυνοῦμαι δῆτ᾽, ἐὰν δή τις λέγηι
Τί δεῦρ᾽ ἀφίκεσθ᾽ ἱκεσίοισι σὺν κλάδοις
αὐτοὶ φιλοψυχοῦντες; ἔξιτε χθονός·
κακοῖς γὰρ ἡμεῖς οὐ προσωφελήσομεν.
520 ἀλλ᾽ οὐδὲ μέντοι, τῶνδε μὲν τεθνηκότων,
αὐτὴ δὲ σωθεῖσ᾽, ἐλπίδ᾽ εὖ πράξειν ἔχω·
πολλοὶ γὰρ ἤδη τῆιδε προύδοσαν φίλους.
τίς γὰρ κόρην ἔρημον ἢ δάμαρτ᾽ ἔχειν
ἢ παιδοποιεῖν ἐξ ἐμοῦ βουλήσεται;
525 οὔκουν θανεῖν ἄμεινον ἢ τούτων τυχεῖν
ἀναξίαν; ἄλληι δὲ κἂν πρέποι τινὶ
μᾶλλον τάδ᾽, ἥτις μὴ ᾽πίσημος ὡς ἐγώ.
ἡγεῖσθ᾽ ὅπου δεῖ σῶμα κατθανεῖν τόδε
καὶ στεμματοῦτε καὶ †κατάρχεσθ᾽ εἰ δοκεῖ†·
530 νικᾶτε δ᾽ ἐχθρούς· ἥδε γὰρ ψυχὴ πάρα
ἑκοῦσα κοὐκ ἄκουσα, κἀξαγγέλλομαι
θνήισκειν ἀδελφῶν τῶνδε κἀμαυτῆς ὕπερ.
εὕρημα γάρ τοι μὴ φιλοψυχοῦσ᾽ ἐγὼ
κάλλιστον ηὕρηκ᾽, εὐκλεῶς λιπεῖν βίον.
535 ΧΟ. φεῦ φεῦ, τί λέξω παρθένου μέγαν λόγον
κλύων, ἀδελφῶν ἣ πάρος θέλει θανεῖν;
τούτων τίς ἂν λέξειε γενναίους λόγους
μᾶλλον, τίς ἂν δράσειεν ἀνθρώπων ἔτι;
***
500 ΜΑΚ. Πια μην το τρέμεις, γέροντα, το εχθρικό δόρυ·
πριν με διατάξουν έτοιμ᾽ είμαι ν᾽ αποθάνω
μόνη μου εγώ και να σταθώ για να με σφάξουν.
Και πώς θα δικαιολογηθούμε αν τούτ᾽ η πόλη
σωστό το βρίσκει για μας κίνδυνο μεγάλο
να δέχεται, κι εμείς, που δίνομε στους άλλους
βάσανα, ενώ στα χέρια μας είναι ο σωμός μας,
θέλει αρνηθούμε ν᾽ αποθάνουμε; δεν πάει!
Γιατί για γέλια θα ᾽μασταν, ενώ θρηνάμε
των θεών ικέτες καθισμένοι κι από τέτοιον
πατέρα είμαστε γεννημένοι που μας έχει
γεννήσει, να φαινόμαστε δειλοί· πώς τούτα
510 ταιριάζουν στους φιλότιμους ανθρώπους; Κάλλιο
νομίζω, που ποτές να μη γενεί, αν η πόλη
αυτή παρθεί, να πέσω στων οχτρών τα χέρια
κι έπειτα, ενώ είμαι από τρανόν πατέρα, πάλι
πολλά παθώντας τρομερά να πάω στον Άδη.
Αλλά φευγάτη από τη χώρ᾽ αυτήν θα τρέχω
και δεν θα ντρέπομαι, αν κανένας θέλει λέγει:
«Τί ήρθατ᾽ εδώ με τα ικετευτικά κλαριά σας,
αφού φιλαργυρεύεστε τη ζωή σας τόσο;
φευγάτε· τους δειλούς εμείς δεν τους βοηθάμε».
520 Αλλ᾽ όμως ούτε κι αν τ᾽ αδέρφια μου πεθάνουν
κι εγώ σωθώ, έχω κάποια ελπίδα να ευτυχήσω·
γιατί πολλοί τους φίλους κι έτσι τους προδίνουν.
Τι ποιός μιαν έρμη κόρη θα ᾽θελε να πάρει
γυναίκα του ή από δαύτηνε παιδιά να κάνει;
Δεν είναι κάλλιο να πεθάνω, παρά τύχη
ανάξια νά ᾽βρω; ετούτα πιότερο ταιριάζουν
σε άλλων, που να μην είναι, όπως εγώ, από σόι
επίσημο. Οδηγάτε πια το σώμ᾽ αυτό, όπου
του πρέπει να θανατωθεί, στεφανωμένο,
κι αρχίστε αμέσως τη θυσία, αν σας αρέσει.
530 Νικάτε τους οχτρούς· δοσμέν᾽ είναι η ψυχή μου
και θέλοντας και μη· και σ᾽ όλους το φωνάζω,
πως για τ᾽ αδέρφια μου αποθνήσκω και για μένα.
Γιατί έτσι, τη ζωή αψηφώντας, τύχη βρήκα
ζηλευτή, το ν᾽ αποθάνω δοξασμένη!
ΧΟΡ. Αλί μου! τί να πω ακούοντας τον μεγάλο
τον λόγο της, πως για τ᾽ αδέρφια της βουλιέται
να σκοτωθεί; ποιός θα ᾽λεε πιο παλληκαρίσια
λόγια και ποιός θενα μπορούσε να τα κάνει;
ἐγὼ γὰρ αὐτὴ πρὶν κελευσθῆναι, γέρον,
θνήισκειν ἑτοίμη καὶ παρίστασθαι σφαγῆι.
τί φήσομεν γάρ, εἰ πόλις μὲν ἀξιοῖ
κίνδυνον ἡμῶν οὕνεκ᾽ αἴρεσθαι μέγαν,
505 αὐτοὶ δὲ προστιθέντες ἄλλοισιν πόνους,
παρόν σφε σῶσαι, φευξόμεσθα μὴ θανεῖν;
οὐ δῆτ᾽, ἐπεί τοι καὶ γέλωτος ἄξια,
στένειν μὲν ἱκέτας δαιμόνων καθημένους,
πατρὸς δ᾽ ἐκείνου φύντας οὗ πεφύκαμεν
510 κακοὺς ὁρᾶσθαι· ποῦ τάδ᾽ ἐν χρηστοῖς πρέπει;
κάλλιον, οἶμαι, τῆσδ᾽—ὃ μὴ τύχοι ποτέ—
πόλεως ἁλούσης χεῖρας εἰς ἐχθρῶν πεσεῖν
κἄπειτ᾽ ἄτιμα πατρὸς οὖσαν εὐγενοῦς
παθοῦσαν Ἅιδην μηδὲν ἧσσον εἰσιδεῖν.
515 ἀλλ᾽ ἐκπεσοῦσα τῆσδ᾽ ἀλητεύσω χθονός;
κοὐκ αἰσχυνοῦμαι δῆτ᾽, ἐὰν δή τις λέγηι
Τί δεῦρ᾽ ἀφίκεσθ᾽ ἱκεσίοισι σὺν κλάδοις
αὐτοὶ φιλοψυχοῦντες; ἔξιτε χθονός·
κακοῖς γὰρ ἡμεῖς οὐ προσωφελήσομεν.
520 ἀλλ᾽ οὐδὲ μέντοι, τῶνδε μὲν τεθνηκότων,
αὐτὴ δὲ σωθεῖσ᾽, ἐλπίδ᾽ εὖ πράξειν ἔχω·
πολλοὶ γὰρ ἤδη τῆιδε προύδοσαν φίλους.
τίς γὰρ κόρην ἔρημον ἢ δάμαρτ᾽ ἔχειν
ἢ παιδοποιεῖν ἐξ ἐμοῦ βουλήσεται;
525 οὔκουν θανεῖν ἄμεινον ἢ τούτων τυχεῖν
ἀναξίαν; ἄλληι δὲ κἂν πρέποι τινὶ
μᾶλλον τάδ᾽, ἥτις μὴ ᾽πίσημος ὡς ἐγώ.
ἡγεῖσθ᾽ ὅπου δεῖ σῶμα κατθανεῖν τόδε
καὶ στεμματοῦτε καὶ †κατάρχεσθ᾽ εἰ δοκεῖ†·
530 νικᾶτε δ᾽ ἐχθρούς· ἥδε γὰρ ψυχὴ πάρα
ἑκοῦσα κοὐκ ἄκουσα, κἀξαγγέλλομαι
θνήισκειν ἀδελφῶν τῶνδε κἀμαυτῆς ὕπερ.
εὕρημα γάρ τοι μὴ φιλοψυχοῦσ᾽ ἐγὼ
κάλλιστον ηὕρηκ᾽, εὐκλεῶς λιπεῖν βίον.
535 ΧΟ. φεῦ φεῦ, τί λέξω παρθένου μέγαν λόγον
κλύων, ἀδελφῶν ἣ πάρος θέλει θανεῖν;
τούτων τίς ἂν λέξειε γενναίους λόγους
μᾶλλον, τίς ἂν δράσειεν ἀνθρώπων ἔτι;
***
500 ΜΑΚ. Πια μην το τρέμεις, γέροντα, το εχθρικό δόρυ·
πριν με διατάξουν έτοιμ᾽ είμαι ν᾽ αποθάνω
μόνη μου εγώ και να σταθώ για να με σφάξουν.
Και πώς θα δικαιολογηθούμε αν τούτ᾽ η πόλη
σωστό το βρίσκει για μας κίνδυνο μεγάλο
να δέχεται, κι εμείς, που δίνομε στους άλλους
βάσανα, ενώ στα χέρια μας είναι ο σωμός μας,
θέλει αρνηθούμε ν᾽ αποθάνουμε; δεν πάει!
Γιατί για γέλια θα ᾽μασταν, ενώ θρηνάμε
των θεών ικέτες καθισμένοι κι από τέτοιον
πατέρα είμαστε γεννημένοι που μας έχει
γεννήσει, να φαινόμαστε δειλοί· πώς τούτα
510 ταιριάζουν στους φιλότιμους ανθρώπους; Κάλλιο
νομίζω, που ποτές να μη γενεί, αν η πόλη
αυτή παρθεί, να πέσω στων οχτρών τα χέρια
κι έπειτα, ενώ είμαι από τρανόν πατέρα, πάλι
πολλά παθώντας τρομερά να πάω στον Άδη.
Αλλά φευγάτη από τη χώρ᾽ αυτήν θα τρέχω
και δεν θα ντρέπομαι, αν κανένας θέλει λέγει:
«Τί ήρθατ᾽ εδώ με τα ικετευτικά κλαριά σας,
αφού φιλαργυρεύεστε τη ζωή σας τόσο;
φευγάτε· τους δειλούς εμείς δεν τους βοηθάμε».
520 Αλλ᾽ όμως ούτε κι αν τ᾽ αδέρφια μου πεθάνουν
κι εγώ σωθώ, έχω κάποια ελπίδα να ευτυχήσω·
γιατί πολλοί τους φίλους κι έτσι τους προδίνουν.
Τι ποιός μιαν έρμη κόρη θα ᾽θελε να πάρει
γυναίκα του ή από δαύτηνε παιδιά να κάνει;
Δεν είναι κάλλιο να πεθάνω, παρά τύχη
ανάξια νά ᾽βρω; ετούτα πιότερο ταιριάζουν
σε άλλων, που να μην είναι, όπως εγώ, από σόι
επίσημο. Οδηγάτε πια το σώμ᾽ αυτό, όπου
του πρέπει να θανατωθεί, στεφανωμένο,
κι αρχίστε αμέσως τη θυσία, αν σας αρέσει.
530 Νικάτε τους οχτρούς· δοσμέν᾽ είναι η ψυχή μου
και θέλοντας και μη· και σ᾽ όλους το φωνάζω,
πως για τ᾽ αδέρφια μου αποθνήσκω και για μένα.
Γιατί έτσι, τη ζωή αψηφώντας, τύχη βρήκα
ζηλευτή, το ν᾽ αποθάνω δοξασμένη!
ΧΟΡ. Αλί μου! τί να πω ακούοντας τον μεγάλο
τον λόγο της, πως για τ᾽ αδέρφια της βουλιέται
να σκοτωθεί; ποιός θα ᾽λεε πιο παλληκαρίσια
λόγια και ποιός θενα μπορούσε να τα κάνει;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου