HEGEL: Διαλεκτική του Διαφωτισμού
§1. Ο Διαφωτισμός σχετίζεται με εκείνο το πνευματικό κίνημα της Δύσης, που έδωσε έμφαση στον ορθό Λόγο έναντι της θρησκευτικής πίστης και τον προήγαγε ως τη μόνη αυθεντική αρχή και πηγή της ανθρώπινης ζωής. Πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία κατά το τέλος του 17ου αι. και έφτασε στο αποκορύφωμά του στη Γαλλία κατά τον 18ο αι. Παράλληλα εξαπλώθηκε στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και πέραν τούτης.
O Hegel, ενώ κατά τα έτη των σπουδών του στο Τύμπικεν (Tübingen) ήταν, μαζί με τον Schelling και τον Hölderlin, ένθερμος θιασώτης του Διαφωτισμού αλλά και της Γαλλικής Επανάστασης, στα μετέπειτα χρόνια, ειδικά κατά την περίοδο που έγραψε τη Φαινομενολογία του πνεύματος αποστασιοποιήθηκε αισθητά από τον Διαφωτισμό για να αποστασιοποιηθεί ακόμη περισσότερο στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, ο Χέγκελ θεωρεί πως η περίοδος του Διαφωτισμού αποτελεί σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού της νεωτερικής εποχής. Είναι το αποκορύφωμα ενός πολιτισμού (Bildung), κατά τη μακρά πορεία του οποίου ο αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπινου πνεύματος διαμεσολαβείται από την αλλοτρίωση και τον αυτοδιχασμό του. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος πραγματεύεται τον Διαφωτισμό στο τμήμα: Το αυτo-αλλοτριωμένο πνεύμα[1]. Καθ’ όλη την πραγμάτευση παρουσιάζει μια κίνηση του πνεύματος, που δια της αποξένωσης από τη φύση και την κοινωνία, αισθάνεται την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό τους και τελειοποίησή τους. Πρόκειται για μια κριτική στάση του Χέγκελ απέναντι στο πνεύμα της νεωτερικότητας.
§2. Αλλά πώς εννοεί ο φιλόσοφος το πνεύμα (Geist); Ως την ακατάλυτη μορφή της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτή η μορφή δεν είναι απλώς συνείδηση του εαυτού, αλλά η συνείδηση, που μέσα από τον ιστορικο-φιλοσοφικό διάλογο[2] έφτασε να γνωρίζει τον εαυτό της ως την αλήθεια του διέποντος τον κόσμο Λόγου. Το πνεύμα έτσι, από άποψη αρχής, είναι η ολόκληρη πραγματικότητα, ο σύμπας κόσμος, ιδεατά ιδωμένος ως η απόλυτη ενότητα του περατού και του απείρου, του παραστασιακού και του νοητού. Στη ρεαλιστική του ύπαρξη, αυτό το πνεύμα το γνωρίζουμε να είναι η διχοτόμηση του κόσμου σε Πίστη και Λόγο (Glaube und Vernunft). Η Πίστη αντιστοιχεί στο Λόγο της θρησκείας, ο Λόγος απηχεί τον Λόγο του Διαφωτισμού, τον διαφωτιστικό Λόγο του ανθρώπου. Αυτή η αντίθεση ομιλεί τη γλώσσα της διχασμένης συνείδησης του νεωτερικού κόσμου και συγχρόνως εκφράζει την αρχή του τέλους αυτής της αλλοτρίωσης. Ενόσω αυτή η συνείδηση δεν έφτασε να γίνει φιλοσοφική συνείδηση, δηλαδή απόλυτη Γνώση ή συμφιλίωση της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας υπό το νόημα της πνευματικής ολοκλήρωσης, η μεν Πίστη δραπετεύει σε ένα αφηρημένο επέκεινα, ο δε Λόγος περιορίζεται σε έναν κόσμο αισθητών πραγμάτων. Έτσι ο μεν Λόγος της θρησκευτικής συνείδησης μας γνωρίζει με το Απόλυτο ως μια κενή έννοια ενός υπέρτατου όντος, ο δε Λόγος του Διαφωτισμού μας καθηλώνει σε μια απολυτοποίηση της περατότητας.
§3. Αμφότερες οι μορφές του Λόγου παραγνωρίζουν τη σημασία του ανθρώπινου υποκειμένου. Ούτε η Πίστη ούτε ο Λόγος μπορούν να συμφιλιώσουν τον αισθητό με τον νοητό κόσμο. Γι’ αυτό, το ζητούμενο παραμένει: η πρόοδος που επιφέρει ο Διαφωτισμός είναι πρόοδος της αλλοτρίωσης του πολιτισμού. Αυτή η πρόοδος εγκλείει κριτική του χρόνου, εντός του οποίου συμβαίνει, ο Διαφωτισμός ως πολιτισμός να βιώνει αυτή την κριτική ως διαμάχη με τον εαυτό του: η κριτική του διαφωτιστικού Λόγου στην πίστη είναι στην πράξη μια κριτική του πολιτισμού που απευθύνεται στον εαυτό του. Εν τέλει, αυτή η κριτική φέρνει σε ισχύ την αξίωση του Λόγου της νεωτερικής εποχής για διαλεκτικό εξ-ορθολογισμό τόσο της ιστορικής πραγματικότητας όσο και των ανθρώπινων ατόμων που την αναζωογονούν. Τούτη η αξίωση στηρίζεται στη ρητή συνειδητοποίηση των προϋποθέσεων του πνευματικού πολιτισμού και στην αναγνώριση της γλώσσας του ως της σταθερής δύναμης ή ικανότητας του ιστορικού ανθρώπου, που πραγματώνει ή ενσαρκώνει την ολότητα του πνεύματος, να δια-λέγεται με τον εαυτό του και με τον κόσμο.
§4. Ο Διαφωτισμός προτάσσει την καθαρή διανόηση[3] του Λόγου. Ανάμεσα σε τούτη και στην θρησκευτική πίστη ο Χέγκελ διακρίνει μια ταυτότητα, που κείται στη βάση αμφοτέρων: και οι δυο αναζητούν μια απόλυτη ενότητα πέρα από τα φαινόμενα. Η πίστη συλλαμβάνει αυτή την απόλυτη ενότητα ως θεό, απρόσιτο στην κατανόηση. Η καθαρή διανόηση χρησιμοποιεί τον Λόγο για να αναζητήσει κάποια πηγή ή αρχή πίσω από όλα τα πράγματα - κάποια τελική προϋπόθεση ή όρο, μια έσχατη εξήγηση για το γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι. Η καθαρή διανόηση βέβαια υπονομεύει και γελοιοποιεί τη θρησκεία, αλλά και οι δύο εμπλέκονται, κατά τον Χέγκελ, σε μεταφυσικούς σκοπούς, οι οποίοι, τελικά, είναι ουσιαστικά δυσδιάκριτοι. Για παράδειγμα, ο υλισμός (ένα από τα συνηθισμένα δόγματα του Διαφωτισμού) αποδίδει τα πάντα σε μια αφαίρεση που ονομάζεται «ύλη» η οποία τελικά είναι εξίσου μυστηριώδης, αινιγματική, όπως και η αφαίρεση που ονομάζεται «θεός». Στην πραγματικότητα, ο υλισμός και ο αθεϊσμός ‒τουλάχιστο δυνητικά‒ του Διαφωτισμού ευθύς αποβαίνουν δόγμα και ο Διαφωτισμός γίνεται ένα άλλο είδος θρησκείας που υποκαθιστά την θρησκευτική πίστη. Τελικά, ο Διαφωτισμός καταλήγει να είναι μια απόλυτα εγκόσμια άποψη του κόσμου, βλέποντας τα πάντα από την άποψη της ωφελιμότητας. Έχοντας καταστρέψει την ιδέα ότι τα πράγματα έχουν κάποια αξία ή σημασία σε σχέση με ένα Επέκεινα, θέτει την αξία των πραγμάτων εξ ολοκλήρου σε σχέση με την ωφελιμότητά τους. Αυτό τείνει αναπόφευκτα να έχει ως αποτέλεσμα να βλέπει κανείς τον εαυτό του από την άποψη της ωφελιμότητας, τουτέστι από την πλευρά μιας απάνθρωπης ιδεολογίας. Τούτο δεν απέχει και πολύ από τον «Τρόμο» της Γαλλικής Επανάστασης[4].
---------------------------------
[1] Βλ. Φαινομενολογία του πνεύματος τ. ΙΙ
[2] Βλ. Hegel, Διαλεκτική του Συγκεκριμένου. Εκδ. Διανόηση Αθήνα 2019, σσ. 68 κ.εξ.
[3] Φαινομενολογία του πνεύματος, ό.π., σσ. 369 κ.εξ.
[4] Ό.π., σσ. 432 κ.εξ.
§1. Ο Διαφωτισμός σχετίζεται με εκείνο το πνευματικό κίνημα της Δύσης, που έδωσε έμφαση στον ορθό Λόγο έναντι της θρησκευτικής πίστης και τον προήγαγε ως τη μόνη αυθεντική αρχή και πηγή της ανθρώπινης ζωής. Πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία κατά το τέλος του 17ου αι. και έφτασε στο αποκορύφωμά του στη Γαλλία κατά τον 18ο αι. Παράλληλα εξαπλώθηκε στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και πέραν τούτης.
O Hegel, ενώ κατά τα έτη των σπουδών του στο Τύμπικεν (Tübingen) ήταν, μαζί με τον Schelling και τον Hölderlin, ένθερμος θιασώτης του Διαφωτισμού αλλά και της Γαλλικής Επανάστασης, στα μετέπειτα χρόνια, ειδικά κατά την περίοδο που έγραψε τη Φαινομενολογία του πνεύματος αποστασιοποιήθηκε αισθητά από τον Διαφωτισμό για να αποστασιοποιηθεί ακόμη περισσότερο στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, ο Χέγκελ θεωρεί πως η περίοδος του Διαφωτισμού αποτελεί σημαντικό στάδιο στην ανάπτυξη του πνευματικού πολιτισμού της νεωτερικής εποχής. Είναι το αποκορύφωμα ενός πολιτισμού (Bildung), κατά τη μακρά πορεία του οποίου ο αυτοπροσδιορισμός του ανθρώπινου πνεύματος διαμεσολαβείται από την αλλοτρίωση και τον αυτοδιχασμό του. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος πραγματεύεται τον Διαφωτισμό στο τμήμα: Το αυτo-αλλοτριωμένο πνεύμα[1]. Καθ’ όλη την πραγμάτευση παρουσιάζει μια κίνηση του πνεύματος, που δια της αποξένωσης από τη φύση και την κοινωνία, αισθάνεται την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό τους και τελειοποίησή τους. Πρόκειται για μια κριτική στάση του Χέγκελ απέναντι στο πνεύμα της νεωτερικότητας.
§2. Αλλά πώς εννοεί ο φιλόσοφος το πνεύμα (Geist); Ως την ακατάλυτη μορφή της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτή η μορφή δεν είναι απλώς συνείδηση του εαυτού, αλλά η συνείδηση, που μέσα από τον ιστορικο-φιλοσοφικό διάλογο[2] έφτασε να γνωρίζει τον εαυτό της ως την αλήθεια του διέποντος τον κόσμο Λόγου. Το πνεύμα έτσι, από άποψη αρχής, είναι η ολόκληρη πραγματικότητα, ο σύμπας κόσμος, ιδεατά ιδωμένος ως η απόλυτη ενότητα του περατού και του απείρου, του παραστασιακού και του νοητού. Στη ρεαλιστική του ύπαρξη, αυτό το πνεύμα το γνωρίζουμε να είναι η διχοτόμηση του κόσμου σε Πίστη και Λόγο (Glaube und Vernunft). Η Πίστη αντιστοιχεί στο Λόγο της θρησκείας, ο Λόγος απηχεί τον Λόγο του Διαφωτισμού, τον διαφωτιστικό Λόγο του ανθρώπου. Αυτή η αντίθεση ομιλεί τη γλώσσα της διχασμένης συνείδησης του νεωτερικού κόσμου και συγχρόνως εκφράζει την αρχή του τέλους αυτής της αλλοτρίωσης. Ενόσω αυτή η συνείδηση δεν έφτασε να γίνει φιλοσοφική συνείδηση, δηλαδή απόλυτη Γνώση ή συμφιλίωση της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας υπό το νόημα της πνευματικής ολοκλήρωσης, η μεν Πίστη δραπετεύει σε ένα αφηρημένο επέκεινα, ο δε Λόγος περιορίζεται σε έναν κόσμο αισθητών πραγμάτων. Έτσι ο μεν Λόγος της θρησκευτικής συνείδησης μας γνωρίζει με το Απόλυτο ως μια κενή έννοια ενός υπέρτατου όντος, ο δε Λόγος του Διαφωτισμού μας καθηλώνει σε μια απολυτοποίηση της περατότητας.
§3. Αμφότερες οι μορφές του Λόγου παραγνωρίζουν τη σημασία του ανθρώπινου υποκειμένου. Ούτε η Πίστη ούτε ο Λόγος μπορούν να συμφιλιώσουν τον αισθητό με τον νοητό κόσμο. Γι’ αυτό, το ζητούμενο παραμένει: η πρόοδος που επιφέρει ο Διαφωτισμός είναι πρόοδος της αλλοτρίωσης του πολιτισμού. Αυτή η πρόοδος εγκλείει κριτική του χρόνου, εντός του οποίου συμβαίνει, ο Διαφωτισμός ως πολιτισμός να βιώνει αυτή την κριτική ως διαμάχη με τον εαυτό του: η κριτική του διαφωτιστικού Λόγου στην πίστη είναι στην πράξη μια κριτική του πολιτισμού που απευθύνεται στον εαυτό του. Εν τέλει, αυτή η κριτική φέρνει σε ισχύ την αξίωση του Λόγου της νεωτερικής εποχής για διαλεκτικό εξ-ορθολογισμό τόσο της ιστορικής πραγματικότητας όσο και των ανθρώπινων ατόμων που την αναζωογονούν. Τούτη η αξίωση στηρίζεται στη ρητή συνειδητοποίηση των προϋποθέσεων του πνευματικού πολιτισμού και στην αναγνώριση της γλώσσας του ως της σταθερής δύναμης ή ικανότητας του ιστορικού ανθρώπου, που πραγματώνει ή ενσαρκώνει την ολότητα του πνεύματος, να δια-λέγεται με τον εαυτό του και με τον κόσμο.
§4. Ο Διαφωτισμός προτάσσει την καθαρή διανόηση[3] του Λόγου. Ανάμεσα σε τούτη και στην θρησκευτική πίστη ο Χέγκελ διακρίνει μια ταυτότητα, που κείται στη βάση αμφοτέρων: και οι δυο αναζητούν μια απόλυτη ενότητα πέρα από τα φαινόμενα. Η πίστη συλλαμβάνει αυτή την απόλυτη ενότητα ως θεό, απρόσιτο στην κατανόηση. Η καθαρή διανόηση χρησιμοποιεί τον Λόγο για να αναζητήσει κάποια πηγή ή αρχή πίσω από όλα τα πράγματα - κάποια τελική προϋπόθεση ή όρο, μια έσχατη εξήγηση για το γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι. Η καθαρή διανόηση βέβαια υπονομεύει και γελοιοποιεί τη θρησκεία, αλλά και οι δύο εμπλέκονται, κατά τον Χέγκελ, σε μεταφυσικούς σκοπούς, οι οποίοι, τελικά, είναι ουσιαστικά δυσδιάκριτοι. Για παράδειγμα, ο υλισμός (ένα από τα συνηθισμένα δόγματα του Διαφωτισμού) αποδίδει τα πάντα σε μια αφαίρεση που ονομάζεται «ύλη» η οποία τελικά είναι εξίσου μυστηριώδης, αινιγματική, όπως και η αφαίρεση που ονομάζεται «θεός». Στην πραγματικότητα, ο υλισμός και ο αθεϊσμός ‒τουλάχιστο δυνητικά‒ του Διαφωτισμού ευθύς αποβαίνουν δόγμα και ο Διαφωτισμός γίνεται ένα άλλο είδος θρησκείας που υποκαθιστά την θρησκευτική πίστη. Τελικά, ο Διαφωτισμός καταλήγει να είναι μια απόλυτα εγκόσμια άποψη του κόσμου, βλέποντας τα πάντα από την άποψη της ωφελιμότητας. Έχοντας καταστρέψει την ιδέα ότι τα πράγματα έχουν κάποια αξία ή σημασία σε σχέση με ένα Επέκεινα, θέτει την αξία των πραγμάτων εξ ολοκλήρου σε σχέση με την ωφελιμότητά τους. Αυτό τείνει αναπόφευκτα να έχει ως αποτέλεσμα να βλέπει κανείς τον εαυτό του από την άποψη της ωφελιμότητας, τουτέστι από την πλευρά μιας απάνθρωπης ιδεολογίας. Τούτο δεν απέχει και πολύ από τον «Τρόμο» της Γαλλικής Επανάστασης[4].
---------------------------------
[1] Βλ. Φαινομενολογία του πνεύματος τ. ΙΙ
[2] Βλ. Hegel, Διαλεκτική του Συγκεκριμένου. Εκδ. Διανόηση Αθήνα 2019, σσ. 68 κ.εξ.
[3] Φαινομενολογία του πνεύματος, ό.π., σσ. 369 κ.εξ.
[4] Ό.π., σσ. 432 κ.εξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου