ΧΟ. οὔπω δέδωκας ἀλλ᾽ ἴσως δώσεις δίκην·
1025 ἀλίμενόν τις ὡς ἐς ἄντλον πεσὼν
λέχριος ἐκπεσῇ φίλας καρδίας,
ἀμέρσας βίον. τὸ γὰρ ὑπέγγυον
δίκᾳ καὶ θεοῖσιν οὗ συμπίτνει,
1030 ὀλέθριον ὀλέθριον κακόν.
ψεύσει σ᾽ ὁδοῦ τῆσδ᾽ ἐλπὶς ἥ σ᾽ ἐπήγαγεν
θανάσιμον πρὸς Ἀίδαν, ὦ τάλας,
ἀπολέμωι δὲ χειρὶ λείψεις βίον.
ΠΟ. (ἔσωθεν)
1035 ὤμοι, τυφλοῦμαι φέγγος ὀμμάτων τάλας.
ΧΟ. ἠκούσατ᾽ ἀνδρὸς Θρῃκὸς οἰμωγήν, φίλαι;
ΠΟ. ὤμοι μάλ᾽ αὖθις, τέκνα, δυστήνου σφαγῆς.
ΧΟ. φίλαι, πέπρακται καίν᾽ ἔσω δόμων κακά.
ΠΟ. ἀλλ᾽ οὔτι μὴ φύγητε λαιψηρῷ ποδί·
1040 βάλλων γὰρ οἴκων τῶνδ᾽ ἀναρρήξω μυχούς.
ἰδού, βαρείας χειρὸς ὁρμᾶται βέλος.
ΧΟ. βούλεσθ᾽ ἐπεσπέσωμεν; ὡς ἀκμὴ καλεῖ
Ἑκάβῃ παρεῖναι Τρῳάσιν τε συμμάχους.
ΕΚ. ἄρασσε, φείδου μηδέν, ἐκβάλλων πύλας·
1045 οὐ γάρ ποτ᾽ ὄμμα λαμπρὸν ἐνθήσεις κόραις,
οὐ παῖδας ὄψῃ ζῶντας οὓς ἔκτειν᾽ ἐγώ.
ΧΟ. ἦ γὰρ καθεῖλες Θρῇκα καὶ κρατεῖς ξένον,
δέσποινα, καὶ δέδρακας οἷάπερ λέγεις;
ΕΚ. ὄψῃ νιν αὐτίκ᾽ ὄντα δωμάτων πάρος
1050 τυφλὸν τυφλῷ στείχοντα παραφόρῳ ποδί,
παίδων τε δισσῶν σώμαθ᾽, οὓς ἔκτειν᾽ ἐγὼ
σὺν ταῖσδ᾽ ἀρίσταις Τρῳάσιν· δίκην δέ μοι
δέδωκε. χωρεῖ δ᾽, ὡς ὁρᾷς, ὅδ᾽ ἐκ δόμων.
ἀλλ᾽ ἐκποδὼν ἄπειμι κἀποστήσομαι
1055 θυμῷ ῥέοντι Θρῃκὶ δυσμαχωτάτῳ.
***
ΧΟΡΟΣ
Δεν πλήρωσες ακόμα, θα πληρώσεις·
όπως αυτός που ρίχτηκε
σε πέλαγος βαθύ χωρίς λιμάνι,
έτσι και συ, αφού σκότωσες,
θα χάσεις τη ζωή σου.
Πάντα ο χαμός ακολουθά,
πάντα ο χαμός, αν πατηθεί
1030 το χρέος προς τους θεούς και μαζί
των θεών το σέβας. Αλί σου,
η ελπίδα που σε τράβηξε, δύστυχε,
σε τούτον τον δρόμο, σε γέλασε
και στον Άδη γοργά θα σε φέρει.
Άπραγο, απόλεμο χέρι
της ζωής σου θα κόψει το νήμα.
(Ακούγονται φωνές, ουρλιάσματα.)
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Αλίμονο, μου παίρνουν των ματιών μου το φως.
ΧΟΡΟΣ
Κοπέλες, ακούσατε το βογκητό του Θρακιώτη;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Τρισαλίμονο, σφάζουν τα δύστυχα παιδιά μου.
ΧΟΡΟΣ
Καλές μου, κι άλλα φοβερά έχουν γίνει εκεί μέσα.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Όχι, δεν θα το βάλετε στα πόδια.
1040 Όλα εδώ μέσα θα σας τα ρημάξω.
ΧΟΡΟΣ
Άκου πώς πέφτει το βαρύ του χέρι.
Τί λέτε, ορμάμε; Δύσκολη στιγμή. Η Εκάβη
κι οι Τρωαδίτισσες χρειάζονται βοήθεια.
ΕΚΑΒΗ (βγαίνοντας.)
Χτύπα όσο θέλεις κι ό,τι θέλεις· σπάε τις πόρτες·
το φως στα μάτια σου δεν θα ξαναγυρίσει·
κι ούτε τους γιους σου θα δεις ζωντανούς·
τους έχω σφάξει.
ΧΟΡΟΣ
Ώστε είν᾽ αλήθεια; Τον Θρακιώτη νίκησες,
κυρά μου, κι έχεις πράξει αυτά που λες;
ΕΚΑΒΗ
Τώρα θα τονε δεις κι αυτόν μπρος στη σκηνή
1050 να περπατά τυφλός με άστατο βήμα·
και τα κορμιά των παιδιών του, που τα σκότωσα
εγώ με τις Τρωαδίτισσες τις άξιες. Πήρα
το δίκιο μου. Τον βλέπεις; Βγαίνει απ᾽ τη σκηνή.
Καλύτερα να πάω παράμερα, μακριά
απ᾽ την οργή του μανιασμένου του Θρακιώτη.
1025 ἀλίμενόν τις ὡς ἐς ἄντλον πεσὼν
λέχριος ἐκπεσῇ φίλας καρδίας,
ἀμέρσας βίον. τὸ γὰρ ὑπέγγυον
δίκᾳ καὶ θεοῖσιν οὗ συμπίτνει,
1030 ὀλέθριον ὀλέθριον κακόν.
ψεύσει σ᾽ ὁδοῦ τῆσδ᾽ ἐλπὶς ἥ σ᾽ ἐπήγαγεν
θανάσιμον πρὸς Ἀίδαν, ὦ τάλας,
ἀπολέμωι δὲ χειρὶ λείψεις βίον.
ΠΟ. (ἔσωθεν)
1035 ὤμοι, τυφλοῦμαι φέγγος ὀμμάτων τάλας.
ΧΟ. ἠκούσατ᾽ ἀνδρὸς Θρῃκὸς οἰμωγήν, φίλαι;
ΠΟ. ὤμοι μάλ᾽ αὖθις, τέκνα, δυστήνου σφαγῆς.
ΧΟ. φίλαι, πέπρακται καίν᾽ ἔσω δόμων κακά.
ΠΟ. ἀλλ᾽ οὔτι μὴ φύγητε λαιψηρῷ ποδί·
1040 βάλλων γὰρ οἴκων τῶνδ᾽ ἀναρρήξω μυχούς.
ἰδού, βαρείας χειρὸς ὁρμᾶται βέλος.
ΧΟ. βούλεσθ᾽ ἐπεσπέσωμεν; ὡς ἀκμὴ καλεῖ
Ἑκάβῃ παρεῖναι Τρῳάσιν τε συμμάχους.
ΕΚ. ἄρασσε, φείδου μηδέν, ἐκβάλλων πύλας·
1045 οὐ γάρ ποτ᾽ ὄμμα λαμπρὸν ἐνθήσεις κόραις,
οὐ παῖδας ὄψῃ ζῶντας οὓς ἔκτειν᾽ ἐγώ.
ΧΟ. ἦ γὰρ καθεῖλες Θρῇκα καὶ κρατεῖς ξένον,
δέσποινα, καὶ δέδρακας οἷάπερ λέγεις;
ΕΚ. ὄψῃ νιν αὐτίκ᾽ ὄντα δωμάτων πάρος
1050 τυφλὸν τυφλῷ στείχοντα παραφόρῳ ποδί,
παίδων τε δισσῶν σώμαθ᾽, οὓς ἔκτειν᾽ ἐγὼ
σὺν ταῖσδ᾽ ἀρίσταις Τρῳάσιν· δίκην δέ μοι
δέδωκε. χωρεῖ δ᾽, ὡς ὁρᾷς, ὅδ᾽ ἐκ δόμων.
ἀλλ᾽ ἐκποδὼν ἄπειμι κἀποστήσομαι
1055 θυμῷ ῥέοντι Θρῃκὶ δυσμαχωτάτῳ.
***
ΧΟΡΟΣ
Δεν πλήρωσες ακόμα, θα πληρώσεις·
όπως αυτός που ρίχτηκε
σε πέλαγος βαθύ χωρίς λιμάνι,
έτσι και συ, αφού σκότωσες,
θα χάσεις τη ζωή σου.
Πάντα ο χαμός ακολουθά,
πάντα ο χαμός, αν πατηθεί
1030 το χρέος προς τους θεούς και μαζί
των θεών το σέβας. Αλί σου,
η ελπίδα που σε τράβηξε, δύστυχε,
σε τούτον τον δρόμο, σε γέλασε
και στον Άδη γοργά θα σε φέρει.
Άπραγο, απόλεμο χέρι
της ζωής σου θα κόψει το νήμα.
(Ακούγονται φωνές, ουρλιάσματα.)
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Αλίμονο, μου παίρνουν των ματιών μου το φως.
ΧΟΡΟΣ
Κοπέλες, ακούσατε το βογκητό του Θρακιώτη;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Τρισαλίμονο, σφάζουν τα δύστυχα παιδιά μου.
ΧΟΡΟΣ
Καλές μου, κι άλλα φοβερά έχουν γίνει εκεί μέσα.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Όχι, δεν θα το βάλετε στα πόδια.
1040 Όλα εδώ μέσα θα σας τα ρημάξω.
ΧΟΡΟΣ
Άκου πώς πέφτει το βαρύ του χέρι.
Τί λέτε, ορμάμε; Δύσκολη στιγμή. Η Εκάβη
κι οι Τρωαδίτισσες χρειάζονται βοήθεια.
ΕΚΑΒΗ (βγαίνοντας.)
Χτύπα όσο θέλεις κι ό,τι θέλεις· σπάε τις πόρτες·
το φως στα μάτια σου δεν θα ξαναγυρίσει·
κι ούτε τους γιους σου θα δεις ζωντανούς·
τους έχω σφάξει.
ΧΟΡΟΣ
Ώστε είν᾽ αλήθεια; Τον Θρακιώτη νίκησες,
κυρά μου, κι έχεις πράξει αυτά που λες;
ΕΚΑΒΗ
Τώρα θα τονε δεις κι αυτόν μπρος στη σκηνή
1050 να περπατά τυφλός με άστατο βήμα·
και τα κορμιά των παιδιών του, που τα σκότωσα
εγώ με τις Τρωαδίτισσες τις άξιες. Πήρα
το δίκιο μου. Τον βλέπεις; Βγαίνει απ᾽ τη σκηνή.
Καλύτερα να πάω παράμερα, μακριά
απ᾽ την οργή του μανιασμένου του Θρακιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου