ΠΗ. οἴμοι, καθ᾽ Ἑλλάδ᾽ ὡς κακῶς νομίζεται·
ὅταν τροπαῖα πολεμίων στήσῃ στρατός,
695 οὐ τῶν πονούντων τοὔργον ἡγοῦνται τόδε,
ἀλλ᾽ ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται,
ὃς εἷς μετ᾽ ἄλλων μυρίων πάλλων δόρυ,
οὐδὲν πλέον δρῶν ἑνός, ἔχει πλείω λόγον.
σεμνοὶ δ᾽ ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι κατὰ πτόλιν
700 φρονοῦσι δήμου μεῖζον, ὄντες οὐδένες·
οἳ δ᾽ εἰσὶν αὐτῶν μυρίῳ σοφώτεροι,
εἰ τόλμα προσγένοιτο βούλησίς θ᾽ ἅμα.
ὡς καὶ σὺ σός τ᾽ ἀδελφὸς ἐξωγκωμένοι
Τροίᾳ κάθησθε τῇ τ᾽ ἐκεῖ στρατηγίᾳ,
705 μόχθοισιν ἄλλων καὶ πόνοις ἐπηρμένοι.
δείξω δ᾽ ἐγώ σοι μὴ τὸν Ἰδαῖον Πάριν
ἥσσω νομίζειν Πηλέως ἐχθρόν ποτε,
εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἀπὸ στέγης
καὶ παῖς ἄτεκνος, ἣν ὅ γ᾽ ἐξ ἡμῶν γεγὼς
710 ἐλᾷ δι᾽ οἴκων τήνδ᾽ ἐπισπάσας κόμης·
ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος οὐκ ἀνέξεται
τίκτοντας ἄλλους, οὐκ ἔχουσ᾽ αὐτὴ τέκνα.
ἀλλ᾽, εἰ τὸ κείνης δυστυχεῖ παίδων πέρι,
ἄπαιδας ἡμᾶς δεῖ καταστῆναι τέκνων;
715 φθείρεσθε τῆσδε, δμῶες, ὡς ἂν ἐκμάθω
εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας.
ἔπαιρε σαυτήν· ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων
πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι.
ὧδ᾽, ὦ κάκιστε, τῆσδ᾽ ἐλυμήνω χέρας;
720 βοῦν ἢ λέοντ᾽ ἤλπιζες ἐντείνειν βρόχοις;
ἢ μὴ ξίφος λαβοῦσ᾽ ἀμυνάθοιτό σε
ἔδεισας; ἕρπε δεῦρ᾽ ὑπ᾽ ἀγκάλας, βρέφος,
ξύλλυε δεσμὰ μητρός· ἐν Φθίᾳ σ᾽ ἐγὼ
θρέψω μέγαν τοῖσδ᾽ ἐχθρόν. εἰ δ᾽ ἀπῆν δορὸς
725 τοῖς Σπαρτιάταις δόξα καὶ μάχης ἀγών,
τἄλλ᾽ ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες.
ΧΟ. ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν ἔφυ
καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο.
***
ΠΗΛΕΑΣ
Αλίμονο, πόσο κακή συνήθεια
υπάρχει στην Ελλάδα. Όταν νικά ο στρατός
και στήνει τρόπαια, το έργο δεν λογαριάζεται
εκείνων που κοπιάσανε, αλλά τη δόξα παίρνει
ο στρατηγός, που τίποτ᾽ άλλο δεν κατέχει
παρά να παίζει το κοντάρι, όπως χιλιάδες άλλοι,
κι όμως εκείνος είναι ο ξακουστός.
Κάποιοι τάχα σπουδαίοι στρογγυλοκάθονται
στην εξουσία
καταφρονώντας το λαό στη χώρα,
700 κι ας μην αξίζουν τίποτα· μα οι άλλοι
είναι πολύ πιο ανώτεροι από δαύτους·
χρειαζόταν μόνο θέληση και τόλμη.
Έτσι κι εσύ κι ο αδερφός σου είστε περήφανοι
γιατί νικήσατε στην Τροία και φουσκώνετε
ακουμπώντας στα βάσανα και τους κόπους των άλλων.
Μα θα σε μάθω εγώ να μη θεωρείς
τον Πάρι εχθρό σου πιο επίφοβο
απ᾽ τον Πηλέα,
αν δεν χαθείς το γρηγορότερο απ᾽ αυτό το σπίτι
κι εσύ και η στείρα θυγατέρα σου, ειδαλλιώς
ο εγγονός μου θα τη διώξει σέρνοντάς την
710 απ᾽ τα μαλλιά·
στείρα δαμάλα, δεν ανέχεται, η λεγάμενη
τις άλλες που γεννούν παιδιά, όταν αυτή δεν έχει.
Αν όμως η αφεντιά της κακοτύχησε,
άτεκνοι θα ᾽πρεπε να μείνουμε κι εμείς;
Εσείς οι δούλοι, λέω, τραβηχτείτε μακριά της,
για να δω αν κανείς θα μ᾽ εμποδίσει
να της λύσω τα χέρια.
(Στην Ανδρομάχη.)
Σήκω επάνω.
Εγώ, κι ας τρέμω, τους κόμπους των λουριών
θα τους λύσω.
(Της λύνει τα δεσμά. Στον Μενέλαο.)
Πώς λάβωσες, κακούργε, αυτά τα χέρια;
720 Ταύρο ή λιοντάρι νόμισες πως σφιχτοδένεις;
Ή μήπως και φοβήθηκες
ότι θ᾽ αρπάξει το σπαθί να σε χτυπήσει;
(Στο παιδί.)
Μικρέ μου, έλα κοντά μου, να βοηθήσεις
να λύσω τα δεσμά της μάνας σου. Θα σε αναθρέψω
εγώ στη Φθία και θα γίνεις φοβερός
εχθρός για δαύτους.
(Στον Μενέλαο.)
Αν έλειπε από σας τους Σπαρτιάτες
η αξιοσύνη στο κοντάρι, η πείρα του πολέμου,
σε τίποτα δεν θα ᾽σαστε ανώτεροι
από κανέναν.
ΧΟΡΟΣ
Δεν τους κρατάς τους γέροντες με τίποτα
και δύσκολο
να φυλαχτεί κανείς απ᾽ τον θυμό τους.
ὅταν τροπαῖα πολεμίων στήσῃ στρατός,
695 οὐ τῶν πονούντων τοὔργον ἡγοῦνται τόδε,
ἀλλ᾽ ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται,
ὃς εἷς μετ᾽ ἄλλων μυρίων πάλλων δόρυ,
οὐδὲν πλέον δρῶν ἑνός, ἔχει πλείω λόγον.
σεμνοὶ δ᾽ ἐν ἀρχαῖς ἥμενοι κατὰ πτόλιν
700 φρονοῦσι δήμου μεῖζον, ὄντες οὐδένες·
οἳ δ᾽ εἰσὶν αὐτῶν μυρίῳ σοφώτεροι,
εἰ τόλμα προσγένοιτο βούλησίς θ᾽ ἅμα.
ὡς καὶ σὺ σός τ᾽ ἀδελφὸς ἐξωγκωμένοι
Τροίᾳ κάθησθε τῇ τ᾽ ἐκεῖ στρατηγίᾳ,
705 μόχθοισιν ἄλλων καὶ πόνοις ἐπηρμένοι.
δείξω δ᾽ ἐγώ σοι μὴ τὸν Ἰδαῖον Πάριν
ἥσσω νομίζειν Πηλέως ἐχθρόν ποτε,
εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἀπὸ στέγης
καὶ παῖς ἄτεκνος, ἣν ὅ γ᾽ ἐξ ἡμῶν γεγὼς
710 ἐλᾷ δι᾽ οἴκων τήνδ᾽ ἐπισπάσας κόμης·
ἣ στεῖρος οὖσα μόσχος οὐκ ἀνέξεται
τίκτοντας ἄλλους, οὐκ ἔχουσ᾽ αὐτὴ τέκνα.
ἀλλ᾽, εἰ τὸ κείνης δυστυχεῖ παίδων πέρι,
ἄπαιδας ἡμᾶς δεῖ καταστῆναι τέκνων;
715 φθείρεσθε τῆσδε, δμῶες, ὡς ἂν ἐκμάθω
εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας.
ἔπαιρε σαυτήν· ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων
πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι.
ὧδ᾽, ὦ κάκιστε, τῆσδ᾽ ἐλυμήνω χέρας;
720 βοῦν ἢ λέοντ᾽ ἤλπιζες ἐντείνειν βρόχοις;
ἢ μὴ ξίφος λαβοῦσ᾽ ἀμυνάθοιτό σε
ἔδεισας; ἕρπε δεῦρ᾽ ὑπ᾽ ἀγκάλας, βρέφος,
ξύλλυε δεσμὰ μητρός· ἐν Φθίᾳ σ᾽ ἐγὼ
θρέψω μέγαν τοῖσδ᾽ ἐχθρόν. εἰ δ᾽ ἀπῆν δορὸς
725 τοῖς Σπαρτιάταις δόξα καὶ μάχης ἀγών,
τἄλλ᾽ ὄντες ἴστε μηδενὸς βελτίονες.
ΧΟ. ἀνειμένον τι χρῆμα πρεσβυτῶν ἔφυ
καὶ δυσφύλακτον ὀξυθυμίας ὕπο.
***
ΠΗΛΕΑΣ
Αλίμονο, πόσο κακή συνήθεια
υπάρχει στην Ελλάδα. Όταν νικά ο στρατός
και στήνει τρόπαια, το έργο δεν λογαριάζεται
εκείνων που κοπιάσανε, αλλά τη δόξα παίρνει
ο στρατηγός, που τίποτ᾽ άλλο δεν κατέχει
παρά να παίζει το κοντάρι, όπως χιλιάδες άλλοι,
κι όμως εκείνος είναι ο ξακουστός.
Κάποιοι τάχα σπουδαίοι στρογγυλοκάθονται
στην εξουσία
καταφρονώντας το λαό στη χώρα,
700 κι ας μην αξίζουν τίποτα· μα οι άλλοι
είναι πολύ πιο ανώτεροι από δαύτους·
χρειαζόταν μόνο θέληση και τόλμη.
Έτσι κι εσύ κι ο αδερφός σου είστε περήφανοι
γιατί νικήσατε στην Τροία και φουσκώνετε
ακουμπώντας στα βάσανα και τους κόπους των άλλων.
Μα θα σε μάθω εγώ να μη θεωρείς
τον Πάρι εχθρό σου πιο επίφοβο
απ᾽ τον Πηλέα,
αν δεν χαθείς το γρηγορότερο απ᾽ αυτό το σπίτι
κι εσύ και η στείρα θυγατέρα σου, ειδαλλιώς
ο εγγονός μου θα τη διώξει σέρνοντάς την
710 απ᾽ τα μαλλιά·
στείρα δαμάλα, δεν ανέχεται, η λεγάμενη
τις άλλες που γεννούν παιδιά, όταν αυτή δεν έχει.
Αν όμως η αφεντιά της κακοτύχησε,
άτεκνοι θα ᾽πρεπε να μείνουμε κι εμείς;
Εσείς οι δούλοι, λέω, τραβηχτείτε μακριά της,
για να δω αν κανείς θα μ᾽ εμποδίσει
να της λύσω τα χέρια.
(Στην Ανδρομάχη.)
Σήκω επάνω.
Εγώ, κι ας τρέμω, τους κόμπους των λουριών
θα τους λύσω.
(Της λύνει τα δεσμά. Στον Μενέλαο.)
Πώς λάβωσες, κακούργε, αυτά τα χέρια;
720 Ταύρο ή λιοντάρι νόμισες πως σφιχτοδένεις;
Ή μήπως και φοβήθηκες
ότι θ᾽ αρπάξει το σπαθί να σε χτυπήσει;
(Στο παιδί.)
Μικρέ μου, έλα κοντά μου, να βοηθήσεις
να λύσω τα δεσμά της μάνας σου. Θα σε αναθρέψω
εγώ στη Φθία και θα γίνεις φοβερός
εχθρός για δαύτους.
(Στον Μενέλαο.)
Αν έλειπε από σας τους Σπαρτιάτες
η αξιοσύνη στο κοντάρι, η πείρα του πολέμου,
σε τίποτα δεν θα ᾽σαστε ανώτεροι
από κανέναν.
ΧΟΡΟΣ
Δεν τους κρατάς τους γέροντες με τίποτα
και δύσκολο
να φυλαχτεί κανείς απ᾽ τον θυμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου