[XIX] Περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἤδη εἴρηται, λοιπὸν δὲ περὶ λέξεως καὶ διανοίας εἰπεῖν. τὰ μὲν οὖν περὶ τὴν διάνοιαν ἐν τοῖς περὶ ῥητορικῆς κείσθω· τοῦτο γὰρ ἴδιον μᾶλλον ἐκείνης τῆς μεθόδου. ἔστι δὲ κατὰ τὴν διάνοιαν ταῦτα, ὅσα ὑπὸ τοῦ λόγου δεῖ παρασκευασθῆναι. μέρη δὲ τούτων τό τε ἀποδεικνύναι καὶ τὸ λύειν καὶ τὸ πάθη παρασκευάζειν (οἷον
[1456b] ἔλεον ἢ φόβον ἢ ὀργὴν καὶ ὅσα τοιαῦτα) καὶ ἔτι μέγεθος καὶ μικρότητας. δῆλον δὲ ὅτι καὶ ἐν τοῖς πράγμασιν ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἰδεῶν δεῖ χρῆσθαι ὅταν ἢ ἐλεεινὰ ἢ δεινὰ ἢ μεγάλα ἢ εἰκότα δέῃ παρασκευάζειν· πλὴν τοσοῦτον διαφέρει, ὅτι τὰ μὲν δεῖ φαίνεσθαι ἄνευ διδασκαλίας, τὰ δὲ ἐν τῷ λόγῳ ὑπὸ τοῦ λέγοντος παρασκευάζεσθαι καὶ παρὰ τὸν λόγον γίγνεσθαι. τί γὰρ ἂν εἴη τοῦ λέγοντος ἔργον, εἰ φαίνοιτο ᾗ δέοι καὶ μὴ διὰ τὸν λόγον; τῶν δὲ περὶ τὴν λέξιν ἓν μέν ἐστιν εἶδος θεωρίας τὰ σχήματα τῆς λέξεως, ἅ ἐστιν εἰδέναι τῆς ὑποκριτικῆς καὶ τοῦ τὴν τοιαύτην ἔχοντος ἀρχιτεκτονικήν, οἷον τί ἐντολὴ καὶ τί εὐχὴ καὶ διήγησις καὶ ἀπειλὴ καὶ ἐρώτησις καὶ ἀπόκρισις καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον. παρὰ γὰρ τὴν τούτων γνῶσιν ἢ ἄγνοιαν οὐδὲν εἰς τὴν ποιητικὴν ἐπιτίμημα φέρεται ὅ τι καὶ ἄξιον σπουδῆς. τί γὰρ ἄν τις ὑπολάβοι ἡμαρτῆσθαι ἃ Πρωταγόρας ἐπιτιμᾷ, ὅτι εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν «Μῆνιν ἄειδε θεά»; τὸ γὰρ κελεῦσαι, φησίν, ποιεῖν τι ἢ μὴ ἐπίταξίς ἐστιν. διὸ παρείσθω ὡς ἄλλης καὶ οὐ τῆς ποιητικῆς ὂν θεώρημα.
***
[19] Για όλα τα άλλα έχουμε ήδη πει όσα είχαμε να πούμε· μας μένει λοιπόν να μιλήσουμε για το ύφος του λόγου και για τη διάνοια.
Τα σχετικά με τη διάνοια ας πούμε μόνο ότι έχουν τη θέση τους εκεί όπου ο λόγος είναι για τα θέματα με τα οποία ασχολείται η ρητορική· πρόκειται, πράγματι, για κάτι που ανήκει κατά κύριο λόγο σ᾽ εκείνον τον κλάδο της έρευνας. Εν πάση περιπτώσει η διάνοια πρέπει να πραγματώνεται μέσω του λόγου· συγκεκριμένα: με τη διαδικασία της απόδειξης αλλά και της αναίρεσης επιχειρημάτων, με τη διέγερση παθών (της συμπόνιας π.χ.,
[1456b] του φόβου, της οργής και των παρόμοιων), με τη μεγαλοποίηση ή τη μείωση της αξίας και σημασίας των πραγμάτων.
Είναι φανερό ότι και στην πραγμάτευση γεγονότων και πράξεων ο ποιητής πρέπει να ξεκινάει από τις ίδιες αρχές, όταν θέλει όλα αυτά να τα παρουσιάζει ως πράγματα που προκαλούν τη συμπόνια ή τον φόβο, ως μεγάλα ή ως πιθανά. Η διαφορά βρίσκεται σε τούτο μόνο, ότι στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει καμιά ανάγκη για εξήγηση, ενώ στην πρώτη αυτά που λέγονται πρέπει να είναι δημιούργημα του ομιλούντος και να προκύπτουν εξαιτίας του λόγου. Ποιο, αλήθεια, θα ήταν το έργο τού ομιλούντος, αν οι σκέψεις θα γίνονταν φανερές με τον πρέποντα τρόπο.
Ενσχέσει, τώρα, με το ύφος του λόγου:
Ένα μέρος της σχετικής έρευνας έχει να κάνει με τους εκφραστικούς τρόπους. Αυτών όμως η γνώση ανήκει στην τέχνη της ηθοποιίας και σε όλους αυτούς που κατέχουν αυτήν την τέχνη με τρόπο συστηματικό/επαγγελματικό· που ξέρουν, επιπαραδείγματι, τι είναι προσταγή και τι ευχή, τι είναι πρόταση-κρίση και τι απειλή, τι είναι ερώτηση και τι απάντηση, και όλα τα παρόμοια. Για τη γνώση, πράγματι, ή την άγνοια των εκφραστικών αυτών τρόπων καμιά άξια λόγου κριτική παρατήρηση δεν γίνεται στον ποιητή από την άποψη της τέχνης του. Αλήθεια, τι λάθος μπορεί κανείς να βρει στη φράση του Ομήρου «Τραγούδα μου, θεά, τη μάνητα», που την επέκρινε ο Πρωταγόρας λέγοντας ότι ο ποιητής φαντάζεται ότι παρακαλεί, ενώ στην πραγματικότητα διατάζει; Το να πεις σε κάποιον, λέει, να κάνει ή να μην κάνει κάτι είναι προσταγή.
Ας τα αφήσουμε λοιπόν αυτά καταμέρος, για τον λόγο ότι δεν αποτελούν αντικείμενο της τέχνης της ποίησης αλλά κάποιας άλλης τέχνης.
[1456b] ἔλεον ἢ φόβον ἢ ὀργὴν καὶ ὅσα τοιαῦτα) καὶ ἔτι μέγεθος καὶ μικρότητας. δῆλον δὲ ὅτι καὶ ἐν τοῖς πράγμασιν ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἰδεῶν δεῖ χρῆσθαι ὅταν ἢ ἐλεεινὰ ἢ δεινὰ ἢ μεγάλα ἢ εἰκότα δέῃ παρασκευάζειν· πλὴν τοσοῦτον διαφέρει, ὅτι τὰ μὲν δεῖ φαίνεσθαι ἄνευ διδασκαλίας, τὰ δὲ ἐν τῷ λόγῳ ὑπὸ τοῦ λέγοντος παρασκευάζεσθαι καὶ παρὰ τὸν λόγον γίγνεσθαι. τί γὰρ ἂν εἴη τοῦ λέγοντος ἔργον, εἰ φαίνοιτο ᾗ δέοι καὶ μὴ διὰ τὸν λόγον; τῶν δὲ περὶ τὴν λέξιν ἓν μέν ἐστιν εἶδος θεωρίας τὰ σχήματα τῆς λέξεως, ἅ ἐστιν εἰδέναι τῆς ὑποκριτικῆς καὶ τοῦ τὴν τοιαύτην ἔχοντος ἀρχιτεκτονικήν, οἷον τί ἐντολὴ καὶ τί εὐχὴ καὶ διήγησις καὶ ἀπειλὴ καὶ ἐρώτησις καὶ ἀπόκρισις καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον. παρὰ γὰρ τὴν τούτων γνῶσιν ἢ ἄγνοιαν οὐδὲν εἰς τὴν ποιητικὴν ἐπιτίμημα φέρεται ὅ τι καὶ ἄξιον σπουδῆς. τί γὰρ ἄν τις ὑπολάβοι ἡμαρτῆσθαι ἃ Πρωταγόρας ἐπιτιμᾷ, ὅτι εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν «Μῆνιν ἄειδε θεά»; τὸ γὰρ κελεῦσαι, φησίν, ποιεῖν τι ἢ μὴ ἐπίταξίς ἐστιν. διὸ παρείσθω ὡς ἄλλης καὶ οὐ τῆς ποιητικῆς ὂν θεώρημα.
***
[19] Για όλα τα άλλα έχουμε ήδη πει όσα είχαμε να πούμε· μας μένει λοιπόν να μιλήσουμε για το ύφος του λόγου και για τη διάνοια.
Τα σχετικά με τη διάνοια ας πούμε μόνο ότι έχουν τη θέση τους εκεί όπου ο λόγος είναι για τα θέματα με τα οποία ασχολείται η ρητορική· πρόκειται, πράγματι, για κάτι που ανήκει κατά κύριο λόγο σ᾽ εκείνον τον κλάδο της έρευνας. Εν πάση περιπτώσει η διάνοια πρέπει να πραγματώνεται μέσω του λόγου· συγκεκριμένα: με τη διαδικασία της απόδειξης αλλά και της αναίρεσης επιχειρημάτων, με τη διέγερση παθών (της συμπόνιας π.χ.,
[1456b] του φόβου, της οργής και των παρόμοιων), με τη μεγαλοποίηση ή τη μείωση της αξίας και σημασίας των πραγμάτων.
Είναι φανερό ότι και στην πραγμάτευση γεγονότων και πράξεων ο ποιητής πρέπει να ξεκινάει από τις ίδιες αρχές, όταν θέλει όλα αυτά να τα παρουσιάζει ως πράγματα που προκαλούν τη συμπόνια ή τον φόβο, ως μεγάλα ή ως πιθανά. Η διαφορά βρίσκεται σε τούτο μόνο, ότι στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει καμιά ανάγκη για εξήγηση, ενώ στην πρώτη αυτά που λέγονται πρέπει να είναι δημιούργημα του ομιλούντος και να προκύπτουν εξαιτίας του λόγου. Ποιο, αλήθεια, θα ήταν το έργο τού ομιλούντος, αν οι σκέψεις θα γίνονταν φανερές με τον πρέποντα τρόπο.
Ενσχέσει, τώρα, με το ύφος του λόγου:
Ένα μέρος της σχετικής έρευνας έχει να κάνει με τους εκφραστικούς τρόπους. Αυτών όμως η γνώση ανήκει στην τέχνη της ηθοποιίας και σε όλους αυτούς που κατέχουν αυτήν την τέχνη με τρόπο συστηματικό/επαγγελματικό· που ξέρουν, επιπαραδείγματι, τι είναι προσταγή και τι ευχή, τι είναι πρόταση-κρίση και τι απειλή, τι είναι ερώτηση και τι απάντηση, και όλα τα παρόμοια. Για τη γνώση, πράγματι, ή την άγνοια των εκφραστικών αυτών τρόπων καμιά άξια λόγου κριτική παρατήρηση δεν γίνεται στον ποιητή από την άποψη της τέχνης του. Αλήθεια, τι λάθος μπορεί κανείς να βρει στη φράση του Ομήρου «Τραγούδα μου, θεά, τη μάνητα», που την επέκρινε ο Πρωταγόρας λέγοντας ότι ο ποιητής φαντάζεται ότι παρακαλεί, ενώ στην πραγματικότητα διατάζει; Το να πεις σε κάποιον, λέει, να κάνει ή να μην κάνει κάτι είναι προσταγή.
Ας τα αφήσουμε λοιπόν αυτά καταμέρος, για τον λόγο ότι δεν αποτελούν αντικείμενο της τέχνης της ποίησης αλλά κάποιας άλλης τέχνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου