Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ποιητική (1450b-1451a)

[VII] Διωρισμένων δὲ τούτων, λέγωμεν μετὰ ταῦτα ποίαν τινὰ δεῖ τὴν σύστασιν εἶναι τῶν πραγμάτων, ἐπειδὴ τοῦτο καὶ πρῶτον καὶ μέγιστον τῆς τραγῳδίας ἐστίν. κεῖται δὴ ἡμῖν τὴν τραγῳδίαν τελείας καὶ ὅλης πράξεως εἶναι μίμησιν ἐχούσης τι μέγεθος· ἔστιν γὰρ ὅλον καὶ μηδὲν ἔχον μέγεθος. ὅλον δέ ἐστιν τὸ ἔχον ἀρχὴν καὶ μέσον καὶ τελευτήν. ἀρχὴ δέ ἐστιν ὃ αὐτὸ μὲν μὴ ἐξ ἀνάγκης μετ᾽ ἄλλο ἐστίν, μετ᾽ ἐκεῖνο δ᾽ ἕτερον πέφυκεν εἶναι ἢ γίνεσθαι· τελευτὴ δὲ τοὐναντίον ὃ αὐτὸ μὲν μετ᾽ ἄλλο πέφυκεν εἶναι ἢ ἐξ ἀνάγκης ἢ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, μετὰ δὲ τοῦτο ἄλλο οὐδέν· μέσον δὲ ὃ καὶ αὐτὸ μετ᾽ ἄλλο καὶ μετ᾽ ἐκεῖνο ἕτερον. δεῖ ἄρα τοὺς συνεστῶτας εὖ μύθους μήθ᾽ ὁπόθεν ἔτυχεν ἄρχεσθαι μήθ᾽ ὅπου ἔτυχε τελευτᾶν, ἀλλὰ κεχρῆσθαι ταῖς εἰρημέναις ἰδέαις. ἔτι δ᾽ ἐπεὶ τὸ καλὸν καὶ ζῷον καὶ ἅπαν πρᾶγμα ὃ συνέστηκεν ἐκ τινῶν οὐ μόνον ταῦτα τεταγμένα δεῖ ἔχειν ἀλλὰ καὶ μέγεθος ὑπάρχειν μὴ τὸ τυχόν· τὸ γὰρ καλὸν ἐν μεγέθει καὶ τάξει ἐστίν, διὸ οὔτε πάμμικρον ἄν τι γένοιτο καλὸν ζῷον (συγχεῖται γὰρ ἡ θεωρία ἐγγὺς τοῦ ἀναισθήτου χρόνου γινομένη) οὔτε παμμέγεθες (οὐ γὰρ

[1451a] ἅμα ἡ θεωρία γίνεται ἀλλ᾽ οἴχεται τοῖς θεωροῦσι τὸ ἓν καὶ τὸ ὅλον ἐκ τῆς θεωρίας) οἷον εἰ μυρίων σταδίων εἴη ζῷον· ὥστε δεῖ καθάπερ ἐπὶ τῶν σωμάτων καὶ ἐπὶ τῶν ζῴων ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν μύθων ἔχειν μὲν μῆκος, τοῦτο δὲ εὐμνημόνευτον εἶναι. τοῦ δὲ μήκους ὅρος ‹ὁ› μὲν πρὸς τοὺς ἀγῶνας καὶ τὴν αἴσθησιν οὐ τῆς τέχνης ἐστίν· εἰ γὰρ ἔδει ἑκατὸν τραγῳδίας ἀγωνίζεσθαι, πρὸς κλεψύδρας ἂν ἠγωνίζοντο, ὥσπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτέ φασιν. ὁ δὲ κατ᾽ αὐτὴν τὴν φύσιν τοῦ πράγματος ὅρος, ἀεὶ μὲν ὁ μείζων μέχρι τοῦ σύνδηλος εἶναι καλλίων ἐστὶ κατὰ τὸ μέγεθος· ὡς δὲ ἁπλῶς διορίσαντας εἰπεῖν, ἐν ὅσῳ μεγέθει κατὰ τὸ εἰκὸς ἢ τὸ ἀναγκαῖον ἐφεξῆς γιγνομένων συμβαίνει εἰς εὐτυχίαν ἐκ δυστυχίας ἢ ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μεταβάλλειν, ἱκανὸς ὅρος ἐστὶν τοῦ μεγέθους.

[VIII] Μῦθος δ᾽ ἐστὶν εἷς οὐχ ὥσπερ τινὲς οἴονται ἐὰν περὶ ἕνα ᾖ· πολλὰ γὰρ καὶ ἄπειρα τῷ ἑνὶ συμβαίνει, ἐξ ὧν ἐνίων οὐδέν ἐστιν ἕν· οὕτως δὲ καὶ πράξεις ἑνὸς πολλαί εἰσιν, ἐξ ὧν μία οὐδεμία γίνεται πρᾶξις. διὸ πάντες ἐοίκασιν ἁμαρτάνειν ὅσοι τῶν ποιητῶν Ἡρακληίδα Θησηίδα καὶ τὰ τοιαῦτα ποιήματα πεποιήκασιν· οἴονται γάρ, ἐπεὶ εἷς ἦν ὁ Ἡρακλῆς, ἕνα καὶ τὸν μῦθον εἶναι προσήκειν. ὁ δ᾽ Ὅμηρος ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα διαφέρει καὶ τοῦτ᾽ ἔοικεν καλῶς ἰδεῖν, ἤτοι διὰ τέχνην ἢ διὰ φύσιν· Ὀδύσσειαν γὰρ ποιῶν οὐκ ἐποίησεν ἅπαντα ὅσα αὐτῷ συνέβη, οἷον πληγῆναι μὲν ἐν τῷ Παρνασσῷ, μανῆναι δὲ προσποιήσασθαι ἐν τῷ ἀγερμῷ, ὧν οὐδὲν θατέρου γενομένου ἀναγκαῖον ἦν ἢ εἰκὸς θάτερον γενέσθαι, ἀλλὰ περὶ μίαν πρᾶξιν οἵαν λέγομεν τὴν Ὀδύσσειαν συνέστησεν, ὁμοίως δὲ καὶ τὴν Ἰλιάδα. χρὴ οὖν, καθάπερ καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις μιμητικαῖς ἡ μία μίμησις ἑνός ἐστιν, οὕτω καὶ τὸν μῦθον, ἐπεὶ πράξεως μίμησίς ἐστι, μιᾶς τε εἶναι καὶ ταύτης ὅλης, καὶ τὰ μέρη συνεστάναι τῶν πραγμάτων οὕτως ὥστε μετατιθεμένου τινὸς μέρους ἢ ἀφαιρουμένου διαφέρεσθαι καὶ κινεῖσθαι τὸ ὅλον· ὃ γὰρ προσὸν ἢ μὴ προσὸν μηδὲν ποιεῖ ἐπίδηλον, οὐδὲν μόριον τοῦ ὅλου ἐστίν.

***
[7] Τώρα που τα έχουμε καθορίσει όλα αυτά, ας πούμε στη συνέχεια ποια πρέπει να είναι η πλοκή των γεγονότων, αφού αυτή είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό μέρος της τραγωδίας. Έχουμε, βέβαια, δεχτεί ότι η τραγωδία είναι μίμηση πράξεως η οποία α) αποτελεί ένα όλον και είναι ολοκληρωμένη, και β) έχει και κάποιο μέγεθος (γιατί υπάρχει και όλον που δεν έχει άξιο λόγου μέγεθος). Όλον είναι κάτι που έχει αρχή, μέσον και τέλος. «Αρχή» είναι αυτό που δεν έρχεται κατανάγκην ύστερα από κάτι άλλο, ύστερα όμως από αυτό υπάρχει κατά φυσικό τρόπο, ή γεννιέται κατά φυσικό τρόπο, κάτι άλλο. «Τέλος» είναι, αντίθετα, αυτό που υπάρχει κατά φυσικό τρόπο, κατανάγκην ή συνηθέστατα ύστερα από κάτι άλλο, και που ύστερα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο. «Μέσον» είναι αυτό που βρίσκεται ύστερα από κάτι άλλο και πριν από κάτι άλλο. Συμπέρασμα: Ένας καλά συγκροτημένος μύθος δεν πρέπει ούτε να αρχίζει από όπου να ᾽ναι ούτε να τελειώνει όπου να ᾽ναι, αλλά να τηρεί τους κανόνες που μόλις τώρα είπαμε.

Επίσης: Δεδομένου ότι το ωραίο, είτε πρόκειται για ζωντανό πλάσμα είτε για οτιδήποτε άλλο που αποτελείται από διάφορα μέρη, πρέπει όχι μόνο να έχει τα μέρη αυτά τακτοποιημένα με μια ορισμένη τάξη, αλλά επιπλέον να έχει και κάποιο μέγεθος όχι το τυχόν (γιατί το ωραίο έχει να κάνει με το μέγεθος και με την τάξη), γι᾽ αυτό ούτε ένα υπερβολικά μικρό ζωντανό πλάσμα είναι δυνατό να είναι ωραίο (αφού η θέα του χάνεται, καθώς γίνεται σε σχεδόν ανεπαίσθητο χρόνο) ούτε ένα υπερβολικά μεγάλο (αφού

[1451a] το μάτι του θεατή δεν συλλαμβάνει διαμιάς ολόκληρη τη θέα, αλλά χάνεται από το μάτι του η ενότητα και το σύνολο — όπως, ας πούμε, αν ήταν ένα ζωντανό πλάσμα μήκους 10.000 σταδίων). Όπως λοιπόν είναι ανάγκη τα άψυχα σώματα και τα ζωντανά πλάσματα να έχουν μέγεθος, αυτό όμως να είναι ευσύνοπτο, έτσι και οι μύθοι πρέπει να έχουν μήκος, τέτοιο όμως που η μνήμη μας να μπορεί εύκολα να το συγκρατήσει. Το όριο του μήκους, τόσο σε σχέση προς τους δραματικούς αγώνες όσο και σε σχέση προς τις δυνατότητες των θεατών, δεν είναι δουλειά της ποιητικής τέχνης να το καθορίσει. Γιατί αν ήταν να διαγωνισθούν εκατό τραγωδίες, τότε θα έπρεπε να διαγωνίζονται με την κλεψύδρα, όπως λένε ότι γινόταν άλλοτε. Όσο για τον καθορισμό ορίου με βάση την ίδια τη φύση του πράγματος, είναι, βέβαια, πάντοτε ωραιότερος —σε ό,τι αφορά την έκτασή του— ο μεγαλύτερος μύθος, όταν μπορεί να γίνεται αντιληπτός από τους θεατές στο σύνολό του. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε δίνοντας έναν γενικό ορισμό, το σωστό όριο της έκτασης ενός μύθου είναι αυτό μέσα στο οποίο, καθώς τα πράγματα ξετυλίγονται το ένα μετά το άλλο με μια πιθανή ή αναγκαία αλληλουχία, συντελείται η μεταβολή από τη δυστυχία στην ευτυχία ή από την ευτυχία στη δυστυχία.

[8] Ο μύθος είναι ένας όχι, όπως φαντάζονται μερικοί, αν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο· γιατί σε έναν άνθρωπο συμβαίνουν αμέτρητα πολλά πράγματα, μερικά όμως από αυτά δεν απαρτίζουν ενότητα. Και πράξεις, επίσης, ενός ανθρώπου υπάρχουν πολλές, από τις οποίες όμως μπορεί να μη προέρχεται καμιά ενιαία πράξη. Γι᾽ αυτό, φαίνεται, έχουν κάνει λάθος οι ποιητές που έγραψαν Ηρακληίδα, Θησηίδα ή άλλα παρόμοια ποιήματα. Φαντάζονται δηλαδή ότι επειδή ο Ηρακλής ήταν ένας, δεν μπορεί παρά να είναι ένας και ο μύθος. Ο Όμηρος όμως, που υπερέχει και από κάθε άλλη άποψη, φαίνεται ότι και αυτό το συνέλαβε σωστά, είτε εξαιτίας της τέχνης του είτε λόγω του φυσικού του ταλέντου: Συνθέτοντας Οδύσσεια δεν συμπεριέλαβε στο ποίημά του όλα όσα συνέβησαν στον Οδυσσέα, ότι πληγώθηκε π.χ. στον Παρνασσό ή ότι κατά τη συγκέντρωση του στρατού προσποιήθηκε τον τρελό, γιατί δεν ήταν καθόλου αναγκαίο ή πιθανό, επειδή συνέβη το ένα από τα γεγονότα αυτά, να συμβεί και το άλλο. Σύνθεσε λοιπόν την Οδύσσειά του γύρω από μία ενιαία, όπως την ορίσαμε, πράξη — το ίδιο και την Ιλιάδα του. Όπως λοιπόν και στις άλλες μιμητικές τέχνες η μία μίμηση είναι μίμηση ενός πράγματος, έτσι ακριβώς πρέπει και ο μύθος στην ποίηση, ως μίμηση πράξεως, να είναι μίμηση μιας πράξεως, πράξεως που να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύνολο· τα μέρη, επίσης, των πραγμάτων πρέπει να βρίσκονται σε τόσο στενή μεταξύ τους σχέση, ώστε η μετακίνηση ή η αφαίρεση ενός από αυτά να οδηγεί στην αποδιοργάνωση και στην καταστροφή του συνόλου. Γιατί καθετί που η ύπαρξη ή η μη ύπαρξή του δεν προκαλεί αίσθηση δεν είναι ούτε καν (οργανικό) μέλος του συνόλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου