Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἄλκηστις (393-434)

ΕΥΜΗΛΟΣ
ἰώ μοι τύχας. μαῖα δη κάτω [στρ.]
βέβακεν, οὐκέτ᾽ ἔστιν, ὦ
395 πάτερ, ὑφ᾽ ἁλίῳ.
προλιποῦσα δ᾽ ἀμὸν
βίον ὠρφάνισσε τλάμων.
ἴδε γὰρ ἴδε βλέφαρον καὶ παρατόνους χέρας.
400 ὑπάκουσον ἄκουσον, ὦ μᾶτερ, ἀντιάζω.
ἐγὼ σ᾽ ἐγώ, μᾶτερ,
καλοῦμαι σ᾽ ὁ σὸς ποτὶ σοῖσι πίτ-
νων στόμασιν νεοσσός.

ΑΔ. τὴν οὐ κλύουσαν οὐδ᾽ ὁρῶσαν· ὥστ᾽ ἐγὼ
405 καὶ σφὼ βαρείᾳ συμφορᾷ πεπλήγμεθα.

ΕΥ. νέος ἐγώ, πάτερ, λείπομαι φίλας [αντ.]
μονόστολός τε ματρός· ὦ
σχέτλια δὴ παθὼν
ἐγὼ ἔργα ‹. . .›,
410 σύ τέ μοι σύγκασι κούρα
συνέτλας· ‹. . .› ὦ πάτερ,
ἀνόνατ᾽ ἀνόνατ᾽ ἐνύμφευσας οὐδὲ γήρως
ἔβας τέλος σὺν τᾷδ᾽·
ἔφθιτο γὰρ πάρος· οἰχομένας δὲ σοῦ,
415 μᾶτερ, ὄλωλεν οἶκος.

ΧΟ. Ἄδμητ᾽, ἀνάγκη τάσδε συμφορὰς φέρειν·
οὐ γάρ τι πρῶτος οὐδὲ λοίσθιος βροτῶν
γυναικὸς ἐσθλῆς ἤμπλακες· γίγνωσκε δὲ
ὡς πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται.
420 ΑΔ. ἐπίσταμαί γε, κοὐκ ἄφνω κακὸν τόδε
προσέπτατ᾽· εἰδὼς δ᾽ αὔτ᾽ ἐτειρόμην πάλαι.
ἀλλ᾽, ἐκφορὰν γὰρ τοῦδε θήσομαι νεκροῦ,
πάρεστε καὶ μένοντες ἀντηχήσατε
παιᾶνα τῷ κάτωθεν ἀσπόνδῳ θεῷ.
425 πᾶσιν δὲ Θεσσαλοῖσιν ὧν ἐγὼ κρατῶ
πένθους γυναικὸς τῆσδε κοινοῦσθαι λέγω
κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ·
τέθριππά θ᾽ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας
πώλους, σιδήρῳ τέμνετ᾽ αὐχένων φόβην.
430 αὐλῶν δὲ μὴ κατ᾽ ἄστυ, μὴ λύρας κτύπος
ἔστω σελήνας δώδεκ᾽ ἐκπληρουμένας·
οὐ γάρ τιν᾽ ἄλλον φίλτερον θάψω νεκρὸν
τοῦδ᾽ οὐδ᾽ ἀμείνον᾽ εἰς ἔμ᾽· ἀξία δέ μοι
τιμῆς, ἐπεὶ τέθνηκεν ἀντ᾽ ἐμοῦ μόνη.

***
ΕΥΜΗΛΟΣ
Τί κακό! Τη μάνα μας,
αχ, την πήρε η μαύρη γη
και ήλιος δεν τη βλέπει πια.
Πάει, πατέρα, κι άφησε
τη ζωή μας ορφανή.
Νά, τα βλέφαρα νεκρά
και τα χέρια ασάλευτα.
400 Μάνα μου, άκουσε, άκουσε,
σ᾽ εξορκίζω· μάνα, εγώ,
τ᾽ ακριβό σου το παιδί,
σε φιλώ και σου μιλώ.
ΑΔΜ. Δε βλέπει, δεν ακούει· κι εσάς τους δυο
κι εμένα συμφορά βαριά μας βρήκε.
ΕΥΜ. Αχ, πατέρα, η μάνα μου
μ᾽ άφησε έρμο κι ορφανό
ν᾽ αρμενίζω στη ζωή·
με χτυπούν οι συμφορές,
410 μα κι εσέ, μικρή αδερφή·
τί πικρή για σε παντρειά,
πατερούλη μου· γραφτό
δε σας ήτανε, μαζί
να σας βρουν τα γερατειά·
έφυγες, μανούλα μου,
και το σπίτι ρήμαξε.

ΚΟΡ. Άδμητε, ανάγκη υπομονή να δείξεις·
χάνεις καλή γυναίκα, μα ούτε ο πρώτος
δεν είσαι, ούτ᾽ ο στερνός, κι όλοι μας, όλοι
μια μέρα θα πεθάνουμε· το ξέρεις.
420 ΑΔΜ. Το ξέρω· και το πρόσμενα· κι η σκέψη
αυτή πολύν καιρό με τυραννούσε.
Μη φύγετε· θα κάμω την κηδεία·
μείνετε και τονίστε έναν παιάνα
στον αλύγιστο θεό του κάτω κόσμου.
Και ορίζω: Οι Θεσσαλοί, που είμ᾽ αρχηγός τους,
στο πένθος μου να λάβουν όλοι μέρος,
με στολές μαύρες και μαλλιά κομμένα·
κι όσοι έχουν άτια της καβάλας, κι όσοι
άλογα ζεύουν σε άρματα, όλοι πρέπει
τις χαίτες τους με σίδερο να κόψουν.
Ώσπου να κλείσουν δώδεκα φεγγάρια,
430 να μην ηχήσει αυλός στην πόλη ή λύρα·
θάβω νεκρό που άλλος κανείς δε μου είναι
τόσο ακριβός· κανείς που να ᾽χει δείξει
τόση σ᾽ εμέ αφοσίωση· της αξίζει
κάθε τιμή, αφού πέθανε για μένα.
Παίρνουν τη νεκρή και μπαίνουν όλοι στο παλάτι· στην ορχήστρα μόνος ο Χορός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου