[XII] Ἑκουσίῳ δὲ μᾶλλον ἔοικεν ἡ ἀκολασία τῆς δειλίας. ἣ μὲν γὰρ δι᾽ ἡδονήν, ἣ δὲ διὰ λύπην, ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν· καὶ ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν, ἡ δὲ ἡδονὴ οὐδὲν τοιοῦτο ποιεῖ. μᾶλλον δὴ ἑκούσιον. διὸ καὶ ἐπονειδιστότερον· καὶ γὰρ ἐθισθῆναι ῥᾷον πρὸς αὐτά· πολλὰ γὰρ ἐν τῷ βίῳ τὰ τοιαῦτα, καὶ οἱ ἐθισμοὶ ἀκίνδυνοι, ἐπὶ δὲ τῶν φοβερῶν ἀνάπαλιν. δόξειε δ᾽ ἂν οὐχ ὁμοίως ἑκούσιον ἡ δειλία εἶναι τοῖς καθ᾽ ἕκαστον· αὐτὴ μὲν γὰρ ἄλυπος, ταῦτα δὲ διὰ λύπην ἐξίστησιν, ὥστε καὶ τὰ ὅπλα ῥιπτεῖν καὶ τἆλλα ἀσχημονεῖν· διὸ καὶ δοκεῖ βίαια εἶναι. τῷ δ᾽ ἀκολάστῳ ἀνάπαλιν τὰ μὲν καθ᾽ ἕκαστα ἑκούσια (ἐπιθυμοῦντι γὰρ καὶ ὀρεγομένῳ), τὸ δ᾽ ὅλον ἧττον· οὐθεὶς γὰρ ἐπιθυμεῖ ἀκόλαστος εἶναι. τὸ δ᾽ ὄνομα τῆς ἀκολασίας καὶ ἐπὶ τὰς παιδικὰς ἁμαρτίας φέρομεν· ἔχουσι
[1119b] γάρ τινα ὁμοιότητα. πότερον δ᾽ ἀπὸ ποτέρου καλεῖται, οὐθὲν πρὸς τὰ νῦν διαφέρει, δῆλον δ᾽ ὅτι τὸ ὕστερον ἀπὸ τοῦ προτέρου. οὐ κακῶς δ᾽ ἔοικε μετενηνέχθαι· κεκολάσθαι γὰρ δεῖ τὸ τῶν αἰσχρῶν ὀρεγόμενον καὶ πολλὴν αὔξησιν ἔχον, τοιοῦτον δὲ μάλιστα ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ παῖς· κατ᾽ ἐπιθυμίαν γὰρ ζῶσι καὶ τὰ παιδία, καὶ μάλιστα ἐν τούτοις ἡ τοῦ ἡδέος ὄρεξις. εἰ οὖν μὴ ἔσται εὐπειθὲς καὶ ὑπὸ τὸ ἄρχον, ἐπὶ πολὺ ἥξει· ἄπληστος γὰρ ἡ τοῦ ἡδέος ὄρεξις καὶ πανταχόθεν τῷ ἀνοήτῳ, καὶ ἡ τῆς ἐπιθυμίας ἐνέργεια αὔξει τὸ συγγενές, κἂν μεγάλαι καὶ σφοδραὶ ὦσι, καὶ τὸν λογισμὸν ἐκκρούουσιν. διὸ δεῖ μετρίας εἶναι αὐτὰς καὶ ὀλίγας, καὶ τῷ λόγῳ μηθὲν ἐναντιοῦσθαι —τὸ δὲ τοιοῦτον εὐπειθὲς λέγομεν καὶ κεκολασμένον— ὥσπερ δὲ τὸν παῖδα δεῖ κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, οὕτω καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸν κατὰ τὸν λόγον. διὸ δεῖ τοῦ σώφρονος τὸ ἐπιθυμητικὸν συμφωνεῖν τῷ λόγῳ· σκοπὸς γὰρ ἀμφοῖν τὸ καλόν, καὶ ἐπιθυμεῖ ὁ σώφρων ὧν δεῖ καὶ ὡς δεῖ καὶ ὅτε· οὕτω δὲ τάττει καὶ ὁ λόγος. ταῦτ᾽ οὖν ἡμῖν εἰρήσθω περὶ σωφροσύνης.
***
[12] Η ακολασία, τώρα, είναι σε μεγαλύτερο βαθμό εκούσια από ό,τι η δειλία. Γιατί, ενώ η πρώτη γεννιέται από την ηδονή, η δεύτερη γεννιέται από τη λύπη, και από τα δύο αυτά πράγματα το ένα το επιδιώκουμε, ενώ το άλλο κοιτάζουμε πώς να το αποφύγουμε· και ενώ η λύπη ανατρέπει και φθείρει τη φυσική κατάσταση αυτού που την αισθάνεται, η ηδονή δεν κάνει τίποτε τέτοιο. Η ακολασία, επομένως, είναι πιο εκούσια· γι᾽ αυτό και πιο επονείδιστη· γιατί ο εθισμός στις ηδονές είναι πιο εύκολος: τα ευχάριστα πράγματα είναι στη ζωή πολλά, και ο εθισμός σ᾽ αυτά είναι ακίνδυνος, ενώ με τα πράγματα που προκαλούν φόβο συμβαίνει το αντίθετο.
Θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να θεωρήσει κανείς ότι η δειλία είναι κάτι το εκούσιο με διαφορετικό από ό,τι οι επιμέρους πράξεις δειλίας τρόπο. Η ίδια, πράγματι, η δειλία είναι άλυπη, ενώ οι επιμέρους πράξεις δειλίας, εξαιτίας της λύπης που προκαλούν, βγάζουν το άτομο τελείως από τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να φτάνει ακόμη και τα όπλα του να πετάει και άλλες πράξεις που δεν τον ντροπιάζουν να κάνει (γι᾽ αυτό και οι πράξεις αυτές θεωρούνται ότι γίνονται υπό το κράτος βίας). Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση του ακόλαστου: οι επιμέρους πράξεις του είναι εκούσιες (αφού τις κάνει κινημένος από την επιθυμία και τον πόθο), η ίδια όμως η κατάσταση αυτή είναι —συνολικά— λιγότερο εκούσια· κανένας, πράγματι, δεν επιθυμεί να είναι ακόλαστος.
Τη λέξη «ακολασία» τη χρησιμοποιούμε και για τα σφάλματα των παιδιών· υπάρχει, πράγματι,
[1119b] κάποια ομοιότητα ανάμεσά τους. Ποιά από τις δύο περιπτώσεις πήρε το όνομά της από την άλλη, είναι κάτι που αυτή τη στιγμή δεν έχει σημασία, είναι ωστόσο φανερό ότι η «ακολασία» των μεγάλων είναι που πήρε το όνομά της από την «ακολασία» των παιδιών. Η μεταφορά, πάντως, δεν είναι κακή, αφού καθετί που επιθυμεί τα άσχημα πράγματα και επιδέχεται μεγάλη εξέλιξη πρέπει να φρονηματίζεται μέσω της τιμωρίας — και φυσικά, τέτοιας λογής είναι κατά κύριο λόγο η επιθυμία και το παιδί· γιατί και των παιδιών η ζωή κατευθύνεται από την επιθυμία, και κυρίως σ᾽ αυτά γίνεται εμφανής η επιδίωξη του ευχάριστου. Αν λοιπόν η επιθυμία δεν είναι υπάκουη και υποταγμένη σ᾽ αυτό που άρχει, τότε η επιδίωξη του ευχάριστου θα προχωρήσει πολύ μακριά· γιατί η επιθυμία του ευχάριστου είναι αχόρταγη, και έρχεται στον δίχως νου άνθρωπο από παντού, και η άσκηση της επιθυμίας αυξάνει την έμφυτη, την εσωτερική δύναμη, με αποτέλεσμα, αν οι επιθυμίες είναι μεγάλες και δυνατές, να μπορούν ακόμη και να αχρηστέψουν τη σκέψη. Γι᾽ αυτό και πρέπει οι επιθυμίες να είναι μέτριες και λίγες, και με κανέναν τρόπο να μην εναντιώνονται στον λόγο — και είναι σ᾽ αυτήν ακριβώς την περίπτωση που μιλούμε για «υπακοή» και για «φρονηματισμό μέσω της τιμωρίας»: όπως το παιδί πρέπει να ζει σύμφωνα με τις προσταγές του παιδαγωγού, έτσι και το επιθυμητικό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες του λόγου. Γι᾽ αυτό το επιθυμητικό στοιχείο του σώφρονα ανθρώπου πρέπει να βρίσκεται σε αρμονική σχέση με το λογικό του στοιχείο· γιατί ο στόχος και των δύο είναι το ηθικά ωραίο, και ο σώφρων άνθρωπος επιθυμεί αυτά που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και τη στιγμή που πρέπει: αυτό ακριβώς ορίζει και ο λόγος.
Αυτά είναι όσα είχαμε να πούμε για τη σωφροσύνη.
[1119b] γάρ τινα ὁμοιότητα. πότερον δ᾽ ἀπὸ ποτέρου καλεῖται, οὐθὲν πρὸς τὰ νῦν διαφέρει, δῆλον δ᾽ ὅτι τὸ ὕστερον ἀπὸ τοῦ προτέρου. οὐ κακῶς δ᾽ ἔοικε μετενηνέχθαι· κεκολάσθαι γὰρ δεῖ τὸ τῶν αἰσχρῶν ὀρεγόμενον καὶ πολλὴν αὔξησιν ἔχον, τοιοῦτον δὲ μάλιστα ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ παῖς· κατ᾽ ἐπιθυμίαν γὰρ ζῶσι καὶ τὰ παιδία, καὶ μάλιστα ἐν τούτοις ἡ τοῦ ἡδέος ὄρεξις. εἰ οὖν μὴ ἔσται εὐπειθὲς καὶ ὑπὸ τὸ ἄρχον, ἐπὶ πολὺ ἥξει· ἄπληστος γὰρ ἡ τοῦ ἡδέος ὄρεξις καὶ πανταχόθεν τῷ ἀνοήτῳ, καὶ ἡ τῆς ἐπιθυμίας ἐνέργεια αὔξει τὸ συγγενές, κἂν μεγάλαι καὶ σφοδραὶ ὦσι, καὶ τὸν λογισμὸν ἐκκρούουσιν. διὸ δεῖ μετρίας εἶναι αὐτὰς καὶ ὀλίγας, καὶ τῷ λόγῳ μηθὲν ἐναντιοῦσθαι —τὸ δὲ τοιοῦτον εὐπειθὲς λέγομεν καὶ κεκολασμένον— ὥσπερ δὲ τὸν παῖδα δεῖ κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, οὕτω καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸν κατὰ τὸν λόγον. διὸ δεῖ τοῦ σώφρονος τὸ ἐπιθυμητικὸν συμφωνεῖν τῷ λόγῳ· σκοπὸς γὰρ ἀμφοῖν τὸ καλόν, καὶ ἐπιθυμεῖ ὁ σώφρων ὧν δεῖ καὶ ὡς δεῖ καὶ ὅτε· οὕτω δὲ τάττει καὶ ὁ λόγος. ταῦτ᾽ οὖν ἡμῖν εἰρήσθω περὶ σωφροσύνης.
***
[12] Η ακολασία, τώρα, είναι σε μεγαλύτερο βαθμό εκούσια από ό,τι η δειλία. Γιατί, ενώ η πρώτη γεννιέται από την ηδονή, η δεύτερη γεννιέται από τη λύπη, και από τα δύο αυτά πράγματα το ένα το επιδιώκουμε, ενώ το άλλο κοιτάζουμε πώς να το αποφύγουμε· και ενώ η λύπη ανατρέπει και φθείρει τη φυσική κατάσταση αυτού που την αισθάνεται, η ηδονή δεν κάνει τίποτε τέτοιο. Η ακολασία, επομένως, είναι πιο εκούσια· γι᾽ αυτό και πιο επονείδιστη· γιατί ο εθισμός στις ηδονές είναι πιο εύκολος: τα ευχάριστα πράγματα είναι στη ζωή πολλά, και ο εθισμός σ᾽ αυτά είναι ακίνδυνος, ενώ με τα πράγματα που προκαλούν φόβο συμβαίνει το αντίθετο.
Θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να θεωρήσει κανείς ότι η δειλία είναι κάτι το εκούσιο με διαφορετικό από ό,τι οι επιμέρους πράξεις δειλίας τρόπο. Η ίδια, πράγματι, η δειλία είναι άλυπη, ενώ οι επιμέρους πράξεις δειλίας, εξαιτίας της λύπης που προκαλούν, βγάζουν το άτομο τελείως από τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να φτάνει ακόμη και τα όπλα του να πετάει και άλλες πράξεις που δεν τον ντροπιάζουν να κάνει (γι᾽ αυτό και οι πράξεις αυτές θεωρούνται ότι γίνονται υπό το κράτος βίας). Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση του ακόλαστου: οι επιμέρους πράξεις του είναι εκούσιες (αφού τις κάνει κινημένος από την επιθυμία και τον πόθο), η ίδια όμως η κατάσταση αυτή είναι —συνολικά— λιγότερο εκούσια· κανένας, πράγματι, δεν επιθυμεί να είναι ακόλαστος.
Τη λέξη «ακολασία» τη χρησιμοποιούμε και για τα σφάλματα των παιδιών· υπάρχει, πράγματι,
[1119b] κάποια ομοιότητα ανάμεσά τους. Ποιά από τις δύο περιπτώσεις πήρε το όνομά της από την άλλη, είναι κάτι που αυτή τη στιγμή δεν έχει σημασία, είναι ωστόσο φανερό ότι η «ακολασία» των μεγάλων είναι που πήρε το όνομά της από την «ακολασία» των παιδιών. Η μεταφορά, πάντως, δεν είναι κακή, αφού καθετί που επιθυμεί τα άσχημα πράγματα και επιδέχεται μεγάλη εξέλιξη πρέπει να φρονηματίζεται μέσω της τιμωρίας — και φυσικά, τέτοιας λογής είναι κατά κύριο λόγο η επιθυμία και το παιδί· γιατί και των παιδιών η ζωή κατευθύνεται από την επιθυμία, και κυρίως σ᾽ αυτά γίνεται εμφανής η επιδίωξη του ευχάριστου. Αν λοιπόν η επιθυμία δεν είναι υπάκουη και υποταγμένη σ᾽ αυτό που άρχει, τότε η επιδίωξη του ευχάριστου θα προχωρήσει πολύ μακριά· γιατί η επιθυμία του ευχάριστου είναι αχόρταγη, και έρχεται στον δίχως νου άνθρωπο από παντού, και η άσκηση της επιθυμίας αυξάνει την έμφυτη, την εσωτερική δύναμη, με αποτέλεσμα, αν οι επιθυμίες είναι μεγάλες και δυνατές, να μπορούν ακόμη και να αχρηστέψουν τη σκέψη. Γι᾽ αυτό και πρέπει οι επιθυμίες να είναι μέτριες και λίγες, και με κανέναν τρόπο να μην εναντιώνονται στον λόγο — και είναι σ᾽ αυτήν ακριβώς την περίπτωση που μιλούμε για «υπακοή» και για «φρονηματισμό μέσω της τιμωρίας»: όπως το παιδί πρέπει να ζει σύμφωνα με τις προσταγές του παιδαγωγού, έτσι και το επιθυμητικό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες του λόγου. Γι᾽ αυτό το επιθυμητικό στοιχείο του σώφρονα ανθρώπου πρέπει να βρίσκεται σε αρμονική σχέση με το λογικό του στοιχείο· γιατί ο στόχος και των δύο είναι το ηθικά ωραίο, και ο σώφρων άνθρωπος επιθυμεί αυτά που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και τη στιγμή που πρέπει: αυτό ακριβώς ορίζει και ο λόγος.
Αυτά είναι όσα είχαμε να πούμε για τη σωφροσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου