[XII] Διωρισμένων δὲ τούτων ἐπισκεψώμεθα περὶ τῆς εὐδαιμονίας πότερα τῶν ἐπαινετῶν ἐστὶν ἢ μᾶλλον τῶν τιμίων· δῆλον γὰρ ὅτι τῶν γε δυνάμεων οὐκ ἔστιν. φαίνεται δὴ πᾶν τὸ ἐπαινετὸν τῷ ποιόν τι εἶναι καὶ πρός τι πῶς ἔχειν ἐπαινεῖσθαι· τὸν γὰρ δίκαιον καὶ τὸν ἀνδρεῖον καὶ ὅλως τὸν ἀγαθόν τε καὶ τὴν ἀρετὴν ἐπαινοῦμεν διὰ τὰς πράξεις καὶ τὰ ἔργα, καὶ τὸν ἰσχυρὸν δὲ καὶ τὸν δρομικὸν καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον τῷ ποιόν τινα πεφυκέναι καὶ ἔχειν πως πρὸς ἀγαθόν τι καὶ σπουδαῖον. δῆλον δὲ τοῦτο καὶ ἐκ τῶν περὶ τοὺς θεοὺς ἐπαίνων· γελοῖοι γὰρ φαίνονται πρὸς ἡμᾶς ἀναφερόμενοι, τοῦτο δὲ συμβαίνει διὰ τὸ γίνεσθαι τοὺς ἐπαίνους δι᾽ ἀναφορᾶς, ὥσπερ εἴπομεν. εἰ δ᾽ ἐστὶν ὁ ἔπαινος τῶν τοιούτων, δῆλον ὅτι τῶν ἀρίστων οὐκ ἔστιν ἔπαινος, ἀλλὰ μεῖζόν τι καὶ βέλτιον, καθάπερ καὶ φαίνεται· τούς τε γὰρ θεοὺς μακαρίζομεν καὶ εὐδαιμονίζομεν καὶ τῶν ἀνδρῶν τοὺς θειοτάτους [μακαρίζομεν]. ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ἀγαθῶν· οὐδεὶς γὰρ τὴν εὐδαιμονίαν ἐπαινεῖ καθάπερ τὸ δίκαιον, ἀλλ᾽ ὡς θειότερόν τι καὶ βέλτιον μακαρίζει. δοκεῖ δὲ καὶ Εὔδοξος καλῶς συνηγορῆσαι περὶ τῶν ἀριστείων τῇ ἡδονῇ· τὸ γὰρ μὴ ἐπαινεῖσθαι τῶν ἀγαθῶν οὖσαν μηνύειν ᾤετο ὅτι κρεῖττόν ἐστι τῶν ἐπαινετῶν, τοιοῦτον δ᾽ εἶναι τὸν θεὸν καὶ τἀγαθόν· πρὸς ταῦτα γὰρ καὶ τἆλλα ἀναφέρεσθαι. ὁ μὲν γὰρ ἔπαινος τῆς ἀρετῆς· πρακτικοὶ γὰρ τῶν καλῶν ἀπὸ ταύτης· τὰ δ᾽ ἐγκώμια τῶν ἔργων ὁμοίως καὶ τῶν σωματικῶν καὶ τῶν ψυχικῶν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως οἰκειότερον ἐξακριβοῦν τοῖς περὶ τὰ ἐγκώμια πεπονημένοις· ἡμῖν δὲ δῆλον ἐκ τῶν
[1102a] εἰρημένων ὅτι ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία τῶν τιμίων καὶ τελείων. ἔοικε δ᾽ οὕτως ἔχειν καὶ διὰ τὸ εἶναι ἀρχή· ταύτης γὰρ χάριν τὰ λοιπὰ πάντα πάντες πράττομεν, τὴν ἀρχὴν δὲ καὶ τὸ αἴτιον τῶν ἀγαθῶν τίμιόν τι καὶ θεῖον τίθεμεν.
***
[12] Αφού τελειώσαμε τη συζήτηση των θεμάτων αυτών, ας εξετάσουμε τώρα και το αν η ευδαιμονία είναι από τα πράγματα που αξίζουν τον έπαινο ή μήπως μάλλον από τα πράγματα που αξίζουν την τιμή και τον σεβασμό μας — ότι δεν είναι από τα πράγματα που απλώς μπορούν να είναι αγαθά, αυτό είναι, βέβαια, φανερό.
Είναι φανερό ότι κάθε φορά που επαινούμε κάτι, το επαινούμε α) επειδή έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα, και β) επειδή βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση προς κάτι άλλο. Επαινούμε, πράγματι, τον δίκαιο, τον ανδρείο και γενικά τον καλό άνθρωπο και την αρετή εξαιτίας των πράξεων και των έργων τους· επαινούμε, επίσης, τον δυνατό αθλητή, τον δρομέα και όλους τους υπόλοιπους επειδή έχουν κάποιες φυσικές ιδιότητες και επειδή βρίσκονται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση με κάτι καλό και αξιόλογο. Αυτό γίνεται φανερό και από τους επαίνους που λέγονται για τους θεούς: οι έπαινοι αυτοί φαίνονται αστείοι, γιατί οι θεοί επαινούνται με τα μέτρα που ισχύουν για μας τους ανθρώπους· αυτό όμως συμβαίνει, επειδή ο έπαινος γίνεται, όπως είπαμε, ενσχέσει με κάτι άλλο. Αν ο έπαινος είναι για πράγματα σαν αυτά που περιγράψαμε, είναι φανερό ότι για τα άριστα πράγματα δεν ταιριάζει ο έπαινος, αλλά κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο, όπως δείχνουν και τα ίδια τα πράγματα· τις λέξεις, πράγματι, «μακαρίζω» και «ευδαιμονίζω» τις λέμε για τους θεούς και, ύστερα, και για τους πιο θεϊκούς μεταξύ των ανθρώπων. Το ίδιο και για τα αγαθά· κανένας, πράγματι, δεν επαινεί την ευδαιμονία όπως επαινεί τη δικαιοσύνη, αλλά τη μακαρίζει, σαν κάτι το θεϊκότερο και καλύτερο.
Έτσι και ο Εύδοξος άσκησε με πολλή επιτυχία το έργο του συνηγόρου υποστηρίζοντας την απονομή του αριστείου στην ηδονή: ήταν, δηλαδή, της γνώμης ότι το γεγονός πως η ηδονή, παρόλο ότι είναι ένα από τα αγαθά, δεν επαινείται, δηλώνει ότι είναι κάτι ανώτερο από τα πράγματα στα οποία ταιριάζει να απονέμεται έπαινος· τέτοια θεωρούσε ότι είναι η περίπτωση του θεού και του υπέρτατου αγαθού — γιατί όλα τα άλλα κρίνονται ενσχέσει με αυτά.
Ο έπαινος είναι για την αρετή (αυτή κάνει τον άνθρωπο ικανό να πράττει το ωραίο), ενώ τα εγκώμια προορίζονται για τις πράξεις, τις πράξεις του σώματος και τις πράξεις της ψυχής. Ίσως όμως η διαπίστωση και η διατύπωση λεπτών διακρίσεων στα θέματα αυτά ανήκει περισσότερο σ᾽ αυτούς που έχουν ασχοληθεί με τα εγκώμια. Για μας έχει γίνει φανερό από όσα
[1102a] ειπώθηκαν ότι η ευδαιμονία είναι από τα πράγματα που, ως τέλεια, αξίζουν την τιμή και τον σεβασμό μας. Ότι έτσι έχει το πράγμα προκύπτει λογικά και από το ότι η ευδαιμονία είναι αρχή· για χάρη της πράγματι κάνουμε όλοι όλα τα άλλα. Αυτό όμως που είναι η αρχή και η αιτία των αγαθών λέμε ότι είναι κάτι το άξιο τιμής, κάτι το θεϊκό.
[1102a] εἰρημένων ὅτι ἐστὶν ἡ εὐδαιμονία τῶν τιμίων καὶ τελείων. ἔοικε δ᾽ οὕτως ἔχειν καὶ διὰ τὸ εἶναι ἀρχή· ταύτης γὰρ χάριν τὰ λοιπὰ πάντα πάντες πράττομεν, τὴν ἀρχὴν δὲ καὶ τὸ αἴτιον τῶν ἀγαθῶν τίμιόν τι καὶ θεῖον τίθεμεν.
***
[12] Αφού τελειώσαμε τη συζήτηση των θεμάτων αυτών, ας εξετάσουμε τώρα και το αν η ευδαιμονία είναι από τα πράγματα που αξίζουν τον έπαινο ή μήπως μάλλον από τα πράγματα που αξίζουν την τιμή και τον σεβασμό μας — ότι δεν είναι από τα πράγματα που απλώς μπορούν να είναι αγαθά, αυτό είναι, βέβαια, φανερό.
Είναι φανερό ότι κάθε φορά που επαινούμε κάτι, το επαινούμε α) επειδή έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα, και β) επειδή βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση προς κάτι άλλο. Επαινούμε, πράγματι, τον δίκαιο, τον ανδρείο και γενικά τον καλό άνθρωπο και την αρετή εξαιτίας των πράξεων και των έργων τους· επαινούμε, επίσης, τον δυνατό αθλητή, τον δρομέα και όλους τους υπόλοιπους επειδή έχουν κάποιες φυσικές ιδιότητες και επειδή βρίσκονται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση με κάτι καλό και αξιόλογο. Αυτό γίνεται φανερό και από τους επαίνους που λέγονται για τους θεούς: οι έπαινοι αυτοί φαίνονται αστείοι, γιατί οι θεοί επαινούνται με τα μέτρα που ισχύουν για μας τους ανθρώπους· αυτό όμως συμβαίνει, επειδή ο έπαινος γίνεται, όπως είπαμε, ενσχέσει με κάτι άλλο. Αν ο έπαινος είναι για πράγματα σαν αυτά που περιγράψαμε, είναι φανερό ότι για τα άριστα πράγματα δεν ταιριάζει ο έπαινος, αλλά κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο, όπως δείχνουν και τα ίδια τα πράγματα· τις λέξεις, πράγματι, «μακαρίζω» και «ευδαιμονίζω» τις λέμε για τους θεούς και, ύστερα, και για τους πιο θεϊκούς μεταξύ των ανθρώπων. Το ίδιο και για τα αγαθά· κανένας, πράγματι, δεν επαινεί την ευδαιμονία όπως επαινεί τη δικαιοσύνη, αλλά τη μακαρίζει, σαν κάτι το θεϊκότερο και καλύτερο.
Έτσι και ο Εύδοξος άσκησε με πολλή επιτυχία το έργο του συνηγόρου υποστηρίζοντας την απονομή του αριστείου στην ηδονή: ήταν, δηλαδή, της γνώμης ότι το γεγονός πως η ηδονή, παρόλο ότι είναι ένα από τα αγαθά, δεν επαινείται, δηλώνει ότι είναι κάτι ανώτερο από τα πράγματα στα οποία ταιριάζει να απονέμεται έπαινος· τέτοια θεωρούσε ότι είναι η περίπτωση του θεού και του υπέρτατου αγαθού — γιατί όλα τα άλλα κρίνονται ενσχέσει με αυτά.
Ο έπαινος είναι για την αρετή (αυτή κάνει τον άνθρωπο ικανό να πράττει το ωραίο), ενώ τα εγκώμια προορίζονται για τις πράξεις, τις πράξεις του σώματος και τις πράξεις της ψυχής. Ίσως όμως η διαπίστωση και η διατύπωση λεπτών διακρίσεων στα θέματα αυτά ανήκει περισσότερο σ᾽ αυτούς που έχουν ασχοληθεί με τα εγκώμια. Για μας έχει γίνει φανερό από όσα
[1102a] ειπώθηκαν ότι η ευδαιμονία είναι από τα πράγματα που, ως τέλεια, αξίζουν την τιμή και τον σεβασμό μας. Ότι έτσι έχει το πράγμα προκύπτει λογικά και από το ότι η ευδαιμονία είναι αρχή· για χάρη της πράγματι κάνουμε όλοι όλα τα άλλα. Αυτό όμως που είναι η αρχή και η αιτία των αγαθών λέμε ότι είναι κάτι το άξιο τιμής, κάτι το θεϊκό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου