Ὣς εἰπὼν κνημῖδας ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ,
Ἡφαίστου κλυτὰ δῶρα, περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε.
δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε
125 καλὸν χρύσειον πολυδαίδαλον, ὅν οἱ ἔδωκε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, ὁππότ᾽ ἔμελλε
τὸ πρῶτον στονόεντας ἐφορμήσεσθαι ἀέθλους.
θήκατο δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα σίδηρον,
δεινὸς ἀνήρ· κοίλην δὲ περὶ στήθεσσι φαρέτρην
130 κάββαλεν ἐξόπιθεν· πολλοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀιστοὶ
ῥιγηλοί, θανάτοιο λαθιφθόγγοιο δοτῆρες·
πρόσθεν μὲν θάνατόν τ᾽ εἶχον καὶ δάκρυσι μῦρον,
μέσσοι δὲ ξεστοί, περιμήκεες, αὐτὰρ ὄπισθε
μόρφνοιο φλεγύαο καλυπτόμενοι πτερύγεσσιν.
135 εἵλετο δ᾽ ὄβριμον ἔγχος, ἀκαχμένον αἴθοπι χαλκῷ.
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην ἐύτυκτον ἔθηκε,
δαιδαλέην, ἀδάμαντος, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖαν,
ἥ τ᾽ εἴρυτο κάρη Ἡρακλῆος θείοιο.
***
Έτσι είπε και κνημίδες απ᾽ ορείχαλκο λαμπρό,
του Ήφαιστου δώρα ξακουστά, γύρω απ᾽ τις κνήμες βάζει.
Κι ύστερα γύρω στα στήθη φόρεσε το θώρακα,
ωραίο, χρυσό, πολυποίκιλτο, που η Αθηνά Παλλάδα
του τον έδωσε, του Δία η κόρη, τότε που έμελλε
πρώτη φορά του να ριχτεί στους πολυστένακτους τους άθλους.
Γύρω στους ώμους έβαλε το σιδερένιο ξίφος προστάτη από τον όλεθρο,
ο φοβερός ο άντρας. Πλατιά φαρέτρα γύρω στα στήθη φόρεσε
130 και πίσω στην πλάτη του την έριξε. Κι ήτανε μέσα της βέλη πολλά,
που φέρνουν ρίγος και δίνουν θάνατο που τη μιλιά την κόβει.
Μπροστά είχαν το θάνατο και δάκρυα στάζανε,
στη μέση ήτανε σκαλιστά και μακρουλά, και πίσω τους
είχανε κάλυμμα φτερά από μαυραετό φλογάτο.
Πήρε και δυνατό κοντάρι με αιχμή από χαλκό που αστράφτει,
καλοφτιαγμένη περικεφαλαία επάνω στο ρωμαλέο κεφάλι του έβαλε,
πλουμιστή, από αδάμαντα, στερεωμένη στους κροτάφους του,
που του Ηρακλή του θεϊκού την κεφαλή προστάτευε.
Ἡφαίστου κλυτὰ δῶρα, περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε.
δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνε
125 καλὸν χρύσειον πολυδαίδαλον, ὅν οἱ ἔδωκε
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, ὁππότ᾽ ἔμελλε
τὸ πρῶτον στονόεντας ἐφορμήσεσθαι ἀέθλους.
θήκατο δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα σίδηρον,
δεινὸς ἀνήρ· κοίλην δὲ περὶ στήθεσσι φαρέτρην
130 κάββαλεν ἐξόπιθεν· πολλοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀιστοὶ
ῥιγηλοί, θανάτοιο λαθιφθόγγοιο δοτῆρες·
πρόσθεν μὲν θάνατόν τ᾽ εἶχον καὶ δάκρυσι μῦρον,
μέσσοι δὲ ξεστοί, περιμήκεες, αὐτὰρ ὄπισθε
μόρφνοιο φλεγύαο καλυπτόμενοι πτερύγεσσιν.
135 εἵλετο δ᾽ ὄβριμον ἔγχος, ἀκαχμένον αἴθοπι χαλκῷ.
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην ἐύτυκτον ἔθηκε,
δαιδαλέην, ἀδάμαντος, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖαν,
ἥ τ᾽ εἴρυτο κάρη Ἡρακλῆος θείοιο.
***
Έτσι είπε και κνημίδες απ᾽ ορείχαλκο λαμπρό,
του Ήφαιστου δώρα ξακουστά, γύρω απ᾽ τις κνήμες βάζει.
Κι ύστερα γύρω στα στήθη φόρεσε το θώρακα,
ωραίο, χρυσό, πολυποίκιλτο, που η Αθηνά Παλλάδα
του τον έδωσε, του Δία η κόρη, τότε που έμελλε
πρώτη φορά του να ριχτεί στους πολυστένακτους τους άθλους.
Γύρω στους ώμους έβαλε το σιδερένιο ξίφος προστάτη από τον όλεθρο,
ο φοβερός ο άντρας. Πλατιά φαρέτρα γύρω στα στήθη φόρεσε
130 και πίσω στην πλάτη του την έριξε. Κι ήτανε μέσα της βέλη πολλά,
που φέρνουν ρίγος και δίνουν θάνατο που τη μιλιά την κόβει.
Μπροστά είχαν το θάνατο και δάκρυα στάζανε,
στη μέση ήτανε σκαλιστά και μακρουλά, και πίσω τους
είχανε κάλυμμα φτερά από μαυραετό φλογάτο.
Πήρε και δυνατό κοντάρι με αιχμή από χαλκό που αστράφτει,
καλοφτιαγμένη περικεφαλαία επάνω στο ρωμαλέο κεφάλι του έβαλε,
πλουμιστή, από αδάμαντα, στερεωμένη στους κροτάφους του,
που του Ηρακλή του θεϊκού την κεφαλή προστάτευε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου