οἳ δ᾽ αὖτ᾽ ἐς ταλάρους ἐφόρευν. παρὰ δέ σφισιν ὄρχος
χρύσεος ἦν, κλυτὰ ἔργα περίφρονος Ἡφαίστοιο,
[τοί γε μὲν αὖ παίζοντες ὑπ᾽ αὐλητῆρι ἕκαστος
σειόμενος φύλλοισι καὶ ἀργυρέῃσι κάμαξι,]
300 βριθόμενος σταφυλῇσι· μελάνθησάν γε μὲν αἵδε.
οἵ γε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ᾽ ἤρυον. οἳ δὲ μάχοντο
πύξ τε καὶ ἑλκηδόν· τοὶ δ᾽ ὠκύποδας λαγὸς ᾕρευν
ἄνδρες θηρευταί, καὶ καρχαρόδοντε κύνε πρό,
ἱέμενοι μαπέειν, οἳ δ᾽ ἱέμενοι ὑπαλύξαι.
305 πὰρ δ᾽ αὐτοῖς ἱππῆες ἔχον πόνον, ἀμφὶ δ᾽ ἀέθλῳ
δῆριν ἔχον καὶ μόχθον· ἐυπλεκέων δ᾽ ἐπὶ δίφρων
ἡνίοχοι βεβαῶτες ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους
ῥυτὰ χαλαίνοντες, τὰ δ᾽ ἐπικροτέοντα πέτοντο
ἅρματα κολλήεντ᾽, ἐπὶ δὲ πλῆμναι μέγ᾽ ἀύτευν.
310 οἳ μὲν ἄρ᾽ ἀίδιον εἶχον πόνον, οὐδέ ποτέ σφιν
νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ᾽ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον.
τοῖσι δὲ καὶ προύκειτο μέγας τρίπος ἐντὸς ἀγῶνος,
χρύσειος, κλυτὰ ἔργα περίφρονος Ἡφαίστοιο.
Ἀμφὶ δ᾽ ἴτυν ῥέεν Ὠκεανὸς πλήθοντι ἐοικώς,
315 πᾶν δὲ συνεῖχε σάκος πολυδαίδαλον· οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὸν
κύκνοι ἀερσιπόται μεγάλ᾽ ἤπυον, οἵ ῥά τε πολλοὶ
νῆχον ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ· παρὰ δ᾽ ἰχθύες ἐκλονέοντο·
θαῦμα ἰδεῖν καὶ Ζηνὶ βαρυκτύπῳ, οὗ διὰ βουλὰς
Ἥφαιστος ποίησε σάκος μέγα τε στιβαρόν τε,
320 ἀρσάμενος παλάμῃσι. τὸ μὲν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς
πάλλεν ἐπικρατέως· ἐπὶ δ᾽ ἱππείου θόρε δίφρου,
εἴκελος ἀστεροπῇ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο,
κοῦφα βιβάς· τῷ δ᾽ ἡνίοχος κρατερὸς Ἰόλαος
δίφρου ἐπεμβεβαὼς ἰθύνετο καμπύλον ἅρμα.
***
Κι άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν τα σταφύλια. Δίπλα τους
σειρά με κλήματα ήτανε χρυσή, του φρόνιμου Ήφαιστου έργο ξακουστό,
[άλλοι χορεύοντας στου αυλητή τους ήχους ο καθένας τους,]
που σειότανε στα φύλλα και στις ασημένιες βέργες,
300 βαριά απ᾽ τα σταφύλια. Είχαν μαυρίσει πια εκείνα.
Άλλοι τα πάταγαν κι άλλοι το γλεύκος τράβαγαν. Άλλοι αγωνίζονταν
με γροθιές και με τραβήγματα. Άλλοι έπιαναν γοργοπόδαρους λαγούς,
άντρες κυνηγοί. Σκύλοι με δόντια κοφτερά πήγαιναν μπρος
με πόθο να τους πιάσουν, ενώ οι λαγοί ποθούσαν να ξεφύγουν.
Δίπλα σ᾽ αγώνα κόπιαζαν αρματοδρόμοι, για το βραβείο
είχαν μόχθο κι έριδα. Πάνω σε άρματα καλόδετα
ανεβασμένοι οι ηνίοχοι τ᾽ άλογα αμολούσαν τα γοργά,
τα ηνία χαλαρώνοντας. Και τ᾽ άρματα καλόφτιαχτα
πετάγανε με κρότο και μαζί οι τρύπες των τροχών βροντούσαν δυνατά.
310 Κι ήταν ο αγώνας δίχως τελειωμό κι ούτε ποτέ τη νίκη τους
ολοκληρώνανε, μα δίχως να κριθεί έμενε το βραβείο.
Εμπρός τους, στο χώρο του αγώνα, κειτόταν έπαθλο τρίποδας μέγας,
χρυσός, του φρόνιμου Ήφαιστου έργο ξακουστό.
Γύρω στον κύκλο της ασπίδας έρεε ο Ωκεανός ωσάν πλημμυρισμένος,
που όλη την ασπίδα έκλεινε την πολυποίκιλτη. Στα μέρη του
κύκνοι φωνάζαν δυνατά καθώς ψηλά πετούσαν, μα οι πιο πολλοί
απάνω στο νερό κολύμπαγαν. Δίπλα χοροπηδούσαν ψάρια.
Έργο θαυμάσιο κι ο Δίας να το βλέπει ακόμη ο βαρύβροντος,
που με δική του θέληση έφτιαξε ο Ήφαιστος τη μεγάλη και στιβαρή ασπίδα,
320 αφού με τις παλάμες τη συνάρμοσε. Και την ασπίδα τούτη
του Δία ο ρωμαλέος γιος ορμητικά την έσειε. Πάνω στο άρμα των αλόγων
πήδηξε, σαν αστραπή του αιγιδοφόρου Δία, του πατέρα,
ανάλαφρα βαδίζοντας. Ηνίοχός του ο Ιόλαος ο δυνατός
ανέβηκε στο δίφρο και το καμπύλο άρμα διεύθυνε.
χρύσεος ἦν, κλυτὰ ἔργα περίφρονος Ἡφαίστοιο,
[τοί γε μὲν αὖ παίζοντες ὑπ᾽ αὐλητῆρι ἕκαστος
σειόμενος φύλλοισι καὶ ἀργυρέῃσι κάμαξι,]
300 βριθόμενος σταφυλῇσι· μελάνθησάν γε μὲν αἵδε.
οἵ γε μὲν ἐτράπεον, τοὶ δ᾽ ἤρυον. οἳ δὲ μάχοντο
πύξ τε καὶ ἑλκηδόν· τοὶ δ᾽ ὠκύποδας λαγὸς ᾕρευν
ἄνδρες θηρευταί, καὶ καρχαρόδοντε κύνε πρό,
ἱέμενοι μαπέειν, οἳ δ᾽ ἱέμενοι ὑπαλύξαι.
305 πὰρ δ᾽ αὐτοῖς ἱππῆες ἔχον πόνον, ἀμφὶ δ᾽ ἀέθλῳ
δῆριν ἔχον καὶ μόχθον· ἐυπλεκέων δ᾽ ἐπὶ δίφρων
ἡνίοχοι βεβαῶτες ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους
ῥυτὰ χαλαίνοντες, τὰ δ᾽ ἐπικροτέοντα πέτοντο
ἅρματα κολλήεντ᾽, ἐπὶ δὲ πλῆμναι μέγ᾽ ἀύτευν.
310 οἳ μὲν ἄρ᾽ ἀίδιον εἶχον πόνον, οὐδέ ποτέ σφιν
νίκη ἐπηνύσθη, ἀλλ᾽ ἄκριτον εἶχον ἄεθλον.
τοῖσι δὲ καὶ προύκειτο μέγας τρίπος ἐντὸς ἀγῶνος,
χρύσειος, κλυτὰ ἔργα περίφρονος Ἡφαίστοιο.
Ἀμφὶ δ᾽ ἴτυν ῥέεν Ὠκεανὸς πλήθοντι ἐοικώς,
315 πᾶν δὲ συνεῖχε σάκος πολυδαίδαλον· οἳ δὲ κατ᾽ αὐτὸν
κύκνοι ἀερσιπόται μεγάλ᾽ ἤπυον, οἵ ῥά τε πολλοὶ
νῆχον ἐπ᾽ ἄκρον ὕδωρ· παρὰ δ᾽ ἰχθύες ἐκλονέοντο·
θαῦμα ἰδεῖν καὶ Ζηνὶ βαρυκτύπῳ, οὗ διὰ βουλὰς
Ἥφαιστος ποίησε σάκος μέγα τε στιβαρόν τε,
320 ἀρσάμενος παλάμῃσι. τὸ μὲν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς
πάλλεν ἐπικρατέως· ἐπὶ δ᾽ ἱππείου θόρε δίφρου,
εἴκελος ἀστεροπῇ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο,
κοῦφα βιβάς· τῷ δ᾽ ἡνίοχος κρατερὸς Ἰόλαος
δίφρου ἐπεμβεβαὼς ἰθύνετο καμπύλον ἅρμα.
***
Κι άλλοι μες σε κοφίνια κουβαλούσαν τα σταφύλια. Δίπλα τους
σειρά με κλήματα ήτανε χρυσή, του φρόνιμου Ήφαιστου έργο ξακουστό,
[άλλοι χορεύοντας στου αυλητή τους ήχους ο καθένας τους,]
που σειότανε στα φύλλα και στις ασημένιες βέργες,
300 βαριά απ᾽ τα σταφύλια. Είχαν μαυρίσει πια εκείνα.
Άλλοι τα πάταγαν κι άλλοι το γλεύκος τράβαγαν. Άλλοι αγωνίζονταν
με γροθιές και με τραβήγματα. Άλλοι έπιαναν γοργοπόδαρους λαγούς,
άντρες κυνηγοί. Σκύλοι με δόντια κοφτερά πήγαιναν μπρος
με πόθο να τους πιάσουν, ενώ οι λαγοί ποθούσαν να ξεφύγουν.
Δίπλα σ᾽ αγώνα κόπιαζαν αρματοδρόμοι, για το βραβείο
είχαν μόχθο κι έριδα. Πάνω σε άρματα καλόδετα
ανεβασμένοι οι ηνίοχοι τ᾽ άλογα αμολούσαν τα γοργά,
τα ηνία χαλαρώνοντας. Και τ᾽ άρματα καλόφτιαχτα
πετάγανε με κρότο και μαζί οι τρύπες των τροχών βροντούσαν δυνατά.
310 Κι ήταν ο αγώνας δίχως τελειωμό κι ούτε ποτέ τη νίκη τους
ολοκληρώνανε, μα δίχως να κριθεί έμενε το βραβείο.
Εμπρός τους, στο χώρο του αγώνα, κειτόταν έπαθλο τρίποδας μέγας,
χρυσός, του φρόνιμου Ήφαιστου έργο ξακουστό.
Γύρω στον κύκλο της ασπίδας έρεε ο Ωκεανός ωσάν πλημμυρισμένος,
που όλη την ασπίδα έκλεινε την πολυποίκιλτη. Στα μέρη του
κύκνοι φωνάζαν δυνατά καθώς ψηλά πετούσαν, μα οι πιο πολλοί
απάνω στο νερό κολύμπαγαν. Δίπλα χοροπηδούσαν ψάρια.
Έργο θαυμάσιο κι ο Δίας να το βλέπει ακόμη ο βαρύβροντος,
που με δική του θέληση έφτιαξε ο Ήφαιστος τη μεγάλη και στιβαρή ασπίδα,
320 αφού με τις παλάμες τη συνάρμοσε. Και την ασπίδα τούτη
του Δία ο ρωμαλέος γιος ορμητικά την έσειε. Πάνω στο άρμα των αλόγων
πήδηξε, σαν αστραπή του αιγιδοφόρου Δία, του πατέρα,
ανάλαφρα βαδίζοντας. Ηνίοχός του ο Ιόλαος ο δυνατός
ανέβηκε στο δίφρο και το καμπύλο άρμα διεύθυνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου