Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Άνταμ Σμιθ. Μετά τον “Πλούτο των Εθνών”, οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους με διαφορετικά μάτια

Tι είδους άνθρωπος ήταν αυτός ο ευγενικός φιλόσοφος;

 «Είμαι εραστής των Βιβλίων μου και μόνο». Έτσι περιέγραψε κάποτε ο Άνταμ Σμιθ τον εαυτό του σε κάποιον φίλο του, ενώ ταυτόχρονα επιδείκνυε με καμάρι τη βιβλιοθήκη του. Σίγουρα δεν ήταν όμορφος άντρας. Το προφίλ του πάνω σε κάποιο μετάλλιο μάς δείχνει ότι είχε προεξέχον κάτω χείλος ενώ η μύτη του ήταν γαμψή και τα εξόφθαλμα μάτια του προεξείχαν κάτω από βαριά βλέφαρα. Σε όλη του τη ζωή ο Σμιθ έπασχε από καταθλίψεις. Το κεφάλι του έτρεμε και μιλούσε μ’ ένα περίεργο τραύλισμα. Επιπλέον, υπήρχε και η διαβόητη αφηρημάδα του.

Αυτός ο “αφηρημένος” καθηγητής γεννήθηκε το 1723 στην πόλη Κερκόντι (Kirkcaldy), στην κομητεία Φάιφ της Σκοτίας. Το Κερκόντι είχε πληθυσμό χιλίων πεντακόσιοι κατοίκων. Την εποχή που γεννήθηκε ο Σμιθ, κάποιοι από τους κατοίκους χρησιμοποιούσαν ακόμα καρφιά για χρήματα.

Από την αρχή, ο Σμιθ ήταν επιμελής μαθητής παρ’ όλο που, και σαν παιδί ακόμα, περνούσε κρίσεις αφηρημάδας. Ήταν προφανώς φτιαγμένος για καθηγητής, κι έτσι στα δεκαεπτά του, πήγε στην Οξφόρδη με υποτροφία -κάνοντας το ταξίδι με άλογο- και παρέμεινε εκεί για έξι χρόνια. Τότε, βέβαια, η Οξφόρδη δεν ήταν ακόμα το κάστρο της μάθησης που έγινε αργότερα. Οι πιο πολλοί από τους διορισμένους καθηγητές είχαν πάψει ακόμα και να προσποιούνται ότι διδάσκουν.

Εφόσον λοιπόν η διδασκαλία ήταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας, ο Σμιθ πέρασε τα φοιτητικά του χρόνια χωρίς ιδιαίτερη καθοδήγηση, διαβάζοντας μόνος του ό,τι αυτός θεωρούσε σωστό. Μια φορά, μάλιστα, παραλίγο να αποβληθεί από το πανεπιστήμιο γιατί βρέθηκε στο δωμάτιό του ένα αντίτυπο από το βιβλίο του Ντέιβιντ Χιουμ Πραγματεία πάνω στην ανθρώπινη φύση. Ο Χιουμ δεν θεωρούνταν τότε κατάλληλο ανάγνωσμα ούτε για έναν μελλοντικό φιλόσοφο.

Το 1751 -πριν γίνει είκοσι οκτώ ετών- προσφέρθηκε στον Σμιθ η έδρα της Λογικής στο πανεπιστήμιο τις Γλασκόβης, και, αμέσως μετά, του δόθηκε η έδρα της Φιλοσοφίας της Ηθικής. Σε αντίθεση με την Οξφόρδη, η Γλασκόβη ήταν ένα σοβαρό κέντρο αυτού που αργότερα ονομάστηκε «ο Σκοτσέζικος Διαφωτισμός», και διακρινόταν για τα ταλέντα της. Παρ’ όλα αυτά, διέφερε πολύ από τη σύγχρονη έννοια του πανεπιστημίου. Το σεμνότυφο καθηγητικό κατεστημένο δεν ενέκρινε τον ενθουσιασμό και την έλλειψη σοβαρότητας στη συμπεριφορά του Σμιθ. Κατηγορήθηκε ότι μερικές φορές χαμογελούσε την ώρα της θείας λειτουργίας (προφανώς στη διάρκεια κάποιας από τις ονειροπολήσεις του), ότι ήταν πιστός φίλος εκείνου του απαράδεκτου Χιουμ, ότι δεν έκανε κατηχητικό τις Κυριακές, ότι έκανε αίτηση στη Σύγκλητο να του επιτρέψει να καταργήσει την προσευχή στην αρχή του μαθήματος, και ότι οι προσευχές του θύμιζαν «φυσική θρησκεία».

Οι αποδοκιμασίες δεν πρέπει να ήταν πολύ έντονες μια και το 1758 ο Σμιθ έγινε Κοσμήτορας. Αναμφισβήτητα ήταν ευτυχισμένος στη Γλασκόβη. Τα βράδια έπαιζε χαρτιά -η αφηρημάδα του τον έκανε κάπως αναξιόπιστο ως παίκτη, ήταν μέλος διαφόρων ομίλων διανοουμένων και ζούσε μια ήσυχη ζωή. Ήταν αγαπητός στους φοιτητές του, διακεκριμένος ομιλητής ακόμα και ο Μπόσγουελ πήγε να τον ακούσει- ενώ το περπάτημά του και ο περίεργος τρόπος ομιλίας του δημιούργησαν σχολή. Ακόμα και μικρές προτομές του εμφανίστηκαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

Δεν ήταν, όμως, μόνο η εκκεντρική του προσωπικότητα που του έδινε κύρος. Το 1759 εξέδωσε ένα βιβλίο που αμέσως δημιούργησε αίσθηση. Είχε τον τίτλο Η Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων (The Theory of Moral Sentiments), και κατέταξε τον Σμιθ αμέσως στην πρωτοκαθεδρία των Άγγλων φιλοσόφων. Η Θεωρία ήταν μια έρευνα για την προέλευση της ηθικής επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, ο οποίος είναι πλάσμα ιδιοτελές, να διατυπώνει ηθικές κρίσεις στις οποίες η ιδιοτέλεια φαίνεται να αναστέλλεται ή να μεταστοιχειώνεται σε κάτι ανώτερο; Ο Σμιθ υποστήριζε ότι η απάντηση βρίσκεται στην ικανότητά μας να μπαίνουμε στη θέση κάποιου τρίτου, κάποιου αντικειμενικού παρατηρητή, και, μ’ αυτό τον τρόπο, να διαμορφώνουμε μια αίσθηση ομοφροσύνης με την αντικειμενική (σε αντίθεση με την εγωιστική) υπόσταση της υπόθεσης.

Το βιβλίο και τα προβλήματα που προσέγγιζε προσέλκυσαν το ευρύτερο ενδιαφέρον. Στη Γερμανία, το «πρόβλημα του Άνταμ Σμιθ» (das Adam Smith Problem) έγινε ένα προσφιλές θέμα συζητήσεων. Και, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό από τη δική μας σκοπιά, η πραγματεία έτυχε της εύνοιας ενός πολύ ενδιαφέροντος ανθρώπου, του Καρόλου Τάουνσεντ.

Ο Τάουνσεντ είναι μια από εκείνες τις υπέροχες μορφές που κόσμησαν το δέκατο όγδοο αιώνα. Πνευματώδης και μορφωμένος, ο Τάουνσεντ ήταν, όπως τον περιέγραφε ο Οράτιος Γουόλπολ, «άνθρωπος προικισμένος με όλα τα μεγάλα ταλέντα, ο οποίος θα ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος της εποχής του αν διέθετε κοινή ειλικρίνεια, κοινή σταθερότητα και κοινή λογική». Η αστάθεια του χαρακτήρα του ήταν διαβόητη: ένα χωρατό της εποχής αναφέρει ότι ο κύριος Τάουνσεντ είχε ένα πόνο στο πλευρό κάποτε, αλλά αρνιόταν να διευκρινίσει σε ποιο πλευρό τον είχε. Απόδειξη της έλλειψης κοινής λογικής που τον χαρακτήριζε, ήταν το ότι ο Τάουνσεντ, ως υπουργός των οικονομικών, συνέβαλε στην επίσπευση της Αμερικανικής Επανάστασης, πρώτον, με το να αρνηθεί στους άποικους το δικαίωμα να εκλέγουν τους δικαστές τους και, δεύτερον, επιβάλλοντας βαρύτατους δασμούς στο αμερικάνικο τσάι.

Αλλά, παρά την έλλειψη πολιτικής διορατικότητας που τον χαρακτήριζε, ο Τάουνσεντ ήταν σοβαρός μελετητής της φιλοσοφίας και της πολιτικής, και, ως εκ τούτου, οπαδός του Άνταμ Σμιθ. Το σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι είχε τη δυνατότητα να κάνει στον Σμιθ μια ασυνήθιστη προσφορά. Το 1754, ο Τάουνσεντ είχε κάνει έναν λαμπρό και επωφελή γάμο με τη κόμισσα του Νταλκίθ, χήρα του δούκα του Μπεκλού, και τώρα έψαχνε να βρει καθηγητή για το γιο της γυναίκας του. Η μόρφωση ενός νέου της υψηλής κοινωνίας περιλάμβανε πρωτίστως την περιήγηση των μεγαλύτερων πολιτιστικών κέντρων της Ευρώπης, όπου μπορούσε να αποκτήσει το λούστρο που τόσο εγκωμίαζε ο Λόρδος Τσέστερφιλντ. Ο δρ Άνταμ Σμιθ θα ήταν ιδανικός συνοδός για το νεαρό δούκα, σκέφθηκε ο Τάουνσεντ, κι έτσι του πρόσφερε πεντακόσιες λίρες ετησίως, συν τα έξοδά του, συν μια ετήσια σύνταξη πεντακοσίων λιρών για το υπόλοιπο του βίου του. Ήταν το είδος της προσφοράς που δύσκολα αρνιέται κανείς. Ο Σμιθ, στην καλύτερη περίπτωση, δεν έβγαζε πάνω από εκατόν εβδομήντα λίρες από δίδακτρα, τα οποία, εκείνη την εποχή, οι καθηγητές εισέπρατταν απευθείας απ’ τους φοιτητές. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι φοιτητές του αρνήθηκαν να δεχτούν επιστροφή των διδάκτρων από τον δρα Σμιθ όταν έφυγε, λέγοντας ότι είχαν αποζημιωθεί με το παραπάνω.

Ο καθηγητής και ο νεαρός ευγενής έφυγαν για τη Γαλλία το 1764. Για να διασκεδάσει την πλήξη της επαρχίας, ο Σμιθ άρχισε να προετοιμάζει μια πραγματεία πάνω στην πολιτική οικονομία – ένα θέμα που είχε διδάξει στη Γλασκόβη, το είχε συζητήσει πολλές βραδιές στην Ένωση Επίλεκτων του Εδιμβούργου, και το είχε αναλύσει διεξοδικά με τον αγαπημένο του φίλο Ντέιβιντ Χιουμ. Επρόκειτο για το βιβλίο Ο πλούτος των εθνών (The Wealth of Nations), το οποίο όμως χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να το ολοκληρώσει.

Το 1766 η περιήγηση σταμάτησε απότομα. Ο μικρότερος αδελφός του δούκα, ο οποίος είχε πάει να τους συναντήσει, παρουσίασε πυρετό και, παρά τις απεγνωσμένες φροντίδες του Σμιθ (ο οποίος φώναξε ακόμα και τον Κεναί), πέθανε μέσα σε παραλήρημα. Ο μαθητής του επέστρεψε στα κτήματά του στο Νταλκίθ και ο Σμιθ πήγε πρώτα στο Λονδίνο και μετά στο Κερκόντι. Παρά τις εκκλήσεις του Χιουμ, έζησε εκεί το μεγαλύτερο μέρος από τα επόμενα δέκα χρόνια δίνοντας σάρκα και οστά στη μεγάλη πραγματεία του. Το μεγαλύτερο κομμάτι της το υπαγόρευσε ακουμπώντας την πλάτη του στο τζάκι και τρίβοντας νευρικά το κεφάλι του πάνω στον τοίχο, μέχρι που δημιουργήθηκε ένας σκούρος λεκές πάνω στην ξύλινη επένδυση. Καμιά φορά πήγαινε να επισκεφτεί τον πρώην μαθητή του στα κτήματά του στο Νταλκίθ, και πού και πού πήγαινε στο Λονδίνο, όπου συζητούσε τις ιδέες του με τους λόγιους της εποχής. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο δρ Σάμιουελ, Τζόνσον, στου οποίου την εκλεκτή ομήγυρη ανήκε ο Σμιθ.

Ο Σμιθ γνώρισε επίσης έναν γοητευτικό και έξυπνο Αμερικανό που τον έλεγαν Βενιαμίν Φραγκλίνο, ο οποίος του μετέφερε πληροφορίες ανεκτίμητης αξίας για τις αμερικανικές αποικίες και μια βαθιά εκτίμηση του ρόλου που θα μπορούσαν να παίξουν μια μέρα. Δεν χωρά αμφιβολία ότι στην επίδραση του Φραγκλίνου οφείλεται αυτό που έγραψε ο Σμιθ για τις αποικίες, ότι αποτελούσαν έθνος «το οποίο, πράγματι, φαίνεται πολύ πιθανό ότι θα γίνει από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος».

Το 1776 εκδόθηκε ο Πλούτος των εθνών. Δυο χρόνια αργότερα ο Σμιθ διορίστηκε Διευθυντής των Τελωνείων του Εδιμβούργου, που ήταν μια αργομισθία της τάξης των εξακοσίων λιρών το χρόνο. Με τη μητέρα του, που έζησε μέχρι τα ενενήντα της, ο Σμιθ πέρασε την εργένικη ζωή του εν ειρήνη. Γαλήνιος, ευχαριστημένος, και σίγουρα αφηρημένος μέχρι το τέλος.

Και το βιβλίο;

Ο Πλούτος των εθνών δεν είναι ένα εντελώς πρωτότυπο βιβλίο, αλλά αναμφισβήτητα είναι ένα αριστούργημα.

Μια ματιά στο ευρετήριο που συντάχθηκε αργότερα από τον Κάναν (Cannan) δείχνει το φάσμα των αναφορών και σκέψεων του Σμιθ.

Το ευρετήριο καλύπτει με μικρά γράμματα εξήντα τρεις σελίδες. Μέσα σ’ αυτές έχει θίξει τα πάντα: «Πλούτη, η κυριότερη απόλαυσή τους, έγκειται στην επίδειξή τους. Φτώχεια, ενίοτε ωθεί το έθνος σε απάνθρωπα έθιμα. Στομάχι, η επιθυμία για τροφή περιορίζεται από το μέγεθος του. Χασάπης, άγρια και απαίσια εργασία». Όταν διαβάσουμε και τις εννιακόσιες σελίδες του βιβλίου έχουμε μια ζωντανή εικόνα της Αγγλίας στη δεκαετία του 1770, με παραγιούς και μεροκαματιάρηδες, ανερχόμενους καπιταλιστές, γαιοκτήμονες, κληρικούς και βασιλιάδες, εργαστήρια, αγροκτήματα και διεθνές εμπόριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου