ΠΡΥ. ἄνοιγε τὴν θύραν σύ. παραχωρεῖν σ᾽ ἔδει.
ὑμεῖς, τί κάθησθε; μῶν ἐγὼ τῇ λαμπάδι
ὑμᾶς κατακαύσω; φορτικὸν τὸ χωρίον.
οὐκ ἂν ποήσαιμ᾽. εἰ δὲ πάνυ δεῖ τοῦτο δρᾶν,
1220 ὑμῖν χαρίζεσθαι ταλαιπωρήσομεν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν.
ΠΡΥ. οὐκ ἄπιτε; κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά.
οὐκ ἄπιθ᾽, ὅπως ἂν οἱ Λάκωνες ἔνδοθεν
καθ᾽ ἡσυχίαν ἀπίωσιν εὐωχημένοι;
1225 ΑΘ. οὔπω τοιοῦτον συμπόσιον ὄπωπ᾽ ἐγώ.
ἦ καὶ χαρίεντες ἦσαν οἱ Λακωνικοί·
ἡμεῖς δ᾽ ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι.
ΠΡΥ. ὀρθῶς γ᾽, ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν.
ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω λέγων,
1230 μεθυόντες ἀεὶ πανταχοῖ πρεσβεύσομεν.
νῦν μὲν γὰρ ὅταν ἔλθωμεν εἰς Λακεδαίμονα
νήφοντες, εὐθὺς βλέπομεν ὅ τι ταράξομεν·
ὥσθ᾽ ὅ τι μὲν ἂν λέγωσιν οὐκ ἀκούομεν,
ἃ δ᾽ οὐ λέγουσι, ταῦθ᾽ ὑπονενοήκαμεν,
1235 ἀγγέλλομεν δ᾽ οὐ ταὐτὰ τῶν αὐτῶν πέρι.
νυνὶ δ᾽ ἅπαντ᾽ ἤρεσκεν· ὥστ᾽ εἰ μέν γέ τις
ᾄδοι Τελαμῶνος, Κλειταγόρας ᾄδειν δέον,
ἐπῃνέσαμεν ἂν καὶ πρὸς ἐπιωρκήσαμεν.
ἀλλ᾽ οὑτοιὶ γὰρ αὖθις ἔρχονται πάλιν
1240 εἰς ταὐτόν. οὐκ ἐρρήσετ᾽, ὦ μαστιγίαι;
ΑΘ. νὴ τὸν Δί᾽· ὡς ἤδη γε χωροῦσ᾽ ἔνδοθεν.
ΛΑ. ὦ πολυχαρείδα, λαβὲ τὰ φυἁτήρια,
ἵν᾽ ἐγὼν διποδιάξω τε κἀείὡ καλὸν
ἐς τὼς Ἀσαναίως τε χἄμ᾽ ἄεισμ᾽ ἁμᾶ.
1245 ΠΡΥ. λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας πρὸς τῶν θεῶν·
ὡς ἥδομαί γ᾽ ὑμᾶς ὁρῶν ὀρχουμένους.
***
ΠΡΥ. (Στις άλλες γυναίκες)
Κι ελόγου σας τί κάθεστε; Σας τρώει
και φωτιά θα σας βάλω στα φουστάνια
με ευτούνο το δαδί. Να ᾽χετε χάρη!
Δε θα το κάνω. Η τιμωρία βαριά!
1220 Αν όμως είναι ανάγκη, θα σας κάψω.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Κι εμείς από κοντά θα σε βοηθήσουμε.
ΠΡΥ. Κουνηθείτε ή θ᾽ ανάψω τα τσουλούφια σας.
(Φέρνει κοντά το δαδί. Οι γυναίκες φεύγουν)
(Στο χορό των γερόντων)
Άιντε! δρόμο! Να καλοφάνε πρέπει,
για να φύγουν χορτάτ᾽ οι Μοραΐτες.
(Οι γέροι φεύγουν)
(Βγαίνει ένας Αθηναίος)
ΑΘΗ. Δε ματαείδα τόσο τρανό τσιμπούσι.
Τους Μοραΐτες να ᾽βλεπες, τί κέφι!
Μα κι εμείς παλικάρια στο ποτήρι!
ΠΡΥ. Σωστά! Καμιά δουλειά στα νηστικάτα
δεν προκόβει. Γι᾽ αυτό σας ορμηνεύω
1230 πάντα οι πρεσβείες μας να ᾽ναι μεθυσμένες.
Τα θαλασσώνουν, όταν είναι ακράσωτες.
Ό,τι οι άλλοι μας λένε, δεν τ᾽ ακούμε
κι ό,τι δε λένε, αυτό καταλαβαίνουμε
κι όταν γυρίζουμε, άλλ᾽ αντ᾽ άλλων λέμε.
Μα τώρ᾽ όλα πηγαίνανε καλά.
Αν ήθελε κανένας Μοραΐτης
του τόπου του να τραγουδήσει κάτι,
ενώ ήτανε των Αθηναίων σειρά,
«ορίστε παλικάρι»! του φωνάζαμε.
(Ξαναγυρίζουν οι γέροι που είχανε φύγει)
Νά τους! Ξαναγυρίσαν οι διωγμένοι.
1240 Γκρεμιστείτε απ᾽ εδώ, καρπαζολόγοι!
(Οι γέροι ξαναφεύγουν)
ΑΘΗ. Ναι μά τον Δία, καλά ξεκουμπιστήκανε.
Νά! βγαίνουν απ᾽ το κάστρο οι χορευτάδες.
(Μπαίνουνε μαζί οι χοροί Αθηναίων και Λακώνων. Μαζί τους ένας με σουραύλι. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς βγαίνουν κι οι γυναίκες από την Ακρόπολη μ᾽ επικεφαλής τη Λυσιστράτη).
ΛΑΚ. (Στο σουραυλιστή)
Χάιντε, φούσκωσε, φίλε το σουραύλι
να χορέψω τον πηδηχτό κι ωραία
να τραγουδήσω για τους Αθηναίους
και για μας τους Σπαρτιάτες. ΠΡΥ. Με το δίκιο του!
Βάλε μπρος τη φλογέρα, ευλογημένε.
Μου αρέσει να τους βλέπω να χορεύουνε!
ὑμεῖς, τί κάθησθε; μῶν ἐγὼ τῇ λαμπάδι
ὑμᾶς κατακαύσω; φορτικὸν τὸ χωρίον.
οὐκ ἂν ποήσαιμ᾽. εἰ δὲ πάνυ δεῖ τοῦτο δρᾶν,
1220 ὑμῖν χαρίζεσθαι ταλαιπωρήσομεν.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν.
ΠΡΥ. οὐκ ἄπιτε; κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά.
οὐκ ἄπιθ᾽, ὅπως ἂν οἱ Λάκωνες ἔνδοθεν
καθ᾽ ἡσυχίαν ἀπίωσιν εὐωχημένοι;
1225 ΑΘ. οὔπω τοιοῦτον συμπόσιον ὄπωπ᾽ ἐγώ.
ἦ καὶ χαρίεντες ἦσαν οἱ Λακωνικοί·
ἡμεῖς δ᾽ ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι.
ΠΡΥ. ὀρθῶς γ᾽, ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν.
ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω λέγων,
1230 μεθυόντες ἀεὶ πανταχοῖ πρεσβεύσομεν.
νῦν μὲν γὰρ ὅταν ἔλθωμεν εἰς Λακεδαίμονα
νήφοντες, εὐθὺς βλέπομεν ὅ τι ταράξομεν·
ὥσθ᾽ ὅ τι μὲν ἂν λέγωσιν οὐκ ἀκούομεν,
ἃ δ᾽ οὐ λέγουσι, ταῦθ᾽ ὑπονενοήκαμεν,
1235 ἀγγέλλομεν δ᾽ οὐ ταὐτὰ τῶν αὐτῶν πέρι.
νυνὶ δ᾽ ἅπαντ᾽ ἤρεσκεν· ὥστ᾽ εἰ μέν γέ τις
ᾄδοι Τελαμῶνος, Κλειταγόρας ᾄδειν δέον,
ἐπῃνέσαμεν ἂν καὶ πρὸς ἐπιωρκήσαμεν.
ἀλλ᾽ οὑτοιὶ γὰρ αὖθις ἔρχονται πάλιν
1240 εἰς ταὐτόν. οὐκ ἐρρήσετ᾽, ὦ μαστιγίαι;
ΑΘ. νὴ τὸν Δί᾽· ὡς ἤδη γε χωροῦσ᾽ ἔνδοθεν.
ΛΑ. ὦ πολυχαρείδα, λαβὲ τὰ φυἁτήρια,
ἵν᾽ ἐγὼν διποδιάξω τε κἀείὡ καλὸν
ἐς τὼς Ἀσαναίως τε χἄμ᾽ ἄεισμ᾽ ἁμᾶ.
1245 ΠΡΥ. λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας πρὸς τῶν θεῶν·
ὡς ἥδομαί γ᾽ ὑμᾶς ὁρῶν ὀρχουμένους.
***
ΠΡΥ. (Στις άλλες γυναίκες)
Κι ελόγου σας τί κάθεστε; Σας τρώει
και φωτιά θα σας βάλω στα φουστάνια
με ευτούνο το δαδί. Να ᾽χετε χάρη!
Δε θα το κάνω. Η τιμωρία βαριά!
1220 Αν όμως είναι ανάγκη, θα σας κάψω.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Κι εμείς από κοντά θα σε βοηθήσουμε.
ΠΡΥ. Κουνηθείτε ή θ᾽ ανάψω τα τσουλούφια σας.
(Φέρνει κοντά το δαδί. Οι γυναίκες φεύγουν)
(Στο χορό των γερόντων)
Άιντε! δρόμο! Να καλοφάνε πρέπει,
για να φύγουν χορτάτ᾽ οι Μοραΐτες.
(Οι γέροι φεύγουν)
(Βγαίνει ένας Αθηναίος)
ΑΘΗ. Δε ματαείδα τόσο τρανό τσιμπούσι.
Τους Μοραΐτες να ᾽βλεπες, τί κέφι!
Μα κι εμείς παλικάρια στο ποτήρι!
ΠΡΥ. Σωστά! Καμιά δουλειά στα νηστικάτα
δεν προκόβει. Γι᾽ αυτό σας ορμηνεύω
1230 πάντα οι πρεσβείες μας να ᾽ναι μεθυσμένες.
Τα θαλασσώνουν, όταν είναι ακράσωτες.
Ό,τι οι άλλοι μας λένε, δεν τ᾽ ακούμε
κι ό,τι δε λένε, αυτό καταλαβαίνουμε
κι όταν γυρίζουμε, άλλ᾽ αντ᾽ άλλων λέμε.
Μα τώρ᾽ όλα πηγαίνανε καλά.
Αν ήθελε κανένας Μοραΐτης
του τόπου του να τραγουδήσει κάτι,
ενώ ήτανε των Αθηναίων σειρά,
«ορίστε παλικάρι»! του φωνάζαμε.
(Ξαναγυρίζουν οι γέροι που είχανε φύγει)
Νά τους! Ξαναγυρίσαν οι διωγμένοι.
1240 Γκρεμιστείτε απ᾽ εδώ, καρπαζολόγοι!
(Οι γέροι ξαναφεύγουν)
ΑΘΗ. Ναι μά τον Δία, καλά ξεκουμπιστήκανε.
Νά! βγαίνουν απ᾽ το κάστρο οι χορευτάδες.
(Μπαίνουνε μαζί οι χοροί Αθηναίων και Λακώνων. Μαζί τους ένας με σουραύλι. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς βγαίνουν κι οι γυναίκες από την Ακρόπολη μ᾽ επικεφαλής τη Λυσιστράτη).
ΛΑΚ. (Στο σουραυλιστή)
Χάιντε, φούσκωσε, φίλε το σουραύλι
να χορέψω τον πηδηχτό κι ωραία
να τραγουδήσω για τους Αθηναίους
και για μας τους Σπαρτιάτες. ΠΡΥ. Με το δίκιο του!
Βάλε μπρος τη φλογέρα, ευλογημένε.
Μου αρέσει να τους βλέπω να χορεύουνε!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου