115 ΜΥ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἄν, κἂν ὡσπερεὶ ψῆτταν δοκῶ,
δοῦναι ἂν ἐμαυτῆς παρατεμοῦσα θἤμισυ.
ΛΑ. ἐγὼν δὲ καί κα ποττὸ Ταΰγετον ἄνω
ἔλσοιμ᾽ ὅπα μέλλοιμί γ᾽ εἰράναν ἰδῆν.
ΛΥ. λέγοιμ᾽ ἄν· οὐ δεῖ γὰρ κεκρύφθαι τὸν λόγον.
120 ἡμῖν γάρ, ὦ γυναῖκες, εἴπερ μέλλομεν
ἀναγκάσειν τοὺς ἄνδρας εἰρήνην ἄγειν,
ἀφεκτέ᾽ ἐστὶ— ΚΛ. τοῦ; φράσον. ΛΥ. ποήσετ᾽ οὖν;
ΚΛ. ποήσομεν, κἂν ἀποθανεῖν ἡμᾶς δέῃ.
ΛΥ. ἀφεκτέα τοίνυν ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους.
125 τί μοι μεταστρέφεσθε; ποῖ βαδίζετε;
αὗται, τί μοιμυᾶτε κἀνανεύετε;
τί χρὼς τέτραπται; τί δάκρυον κατείβεται;
ποήσετ᾽ ἢ οὐ ποήσετ᾽; ἢ τί μέλλετε;
130 ΚΛ. οὐκ ἂν ποήσαιμ᾽, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω.
ΜΥ. μὰ Δί᾽ οὐδ᾽ ἔγωγ᾽ ἄν, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω.
ΛΥ. ταυτὶ σὺ λέγεις, ὦ ψῆττα; καὶ μὴν ἄρτι γε
ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ.
ΚΛ. ἄλλ᾽, ἄλλ᾽ ὅ τι βούλει. κἄν με χρῇ, διὰ τοῦ πυρὸς
ἐθέλω βαδίζειν. τοῦτο μᾶλλον τοῦ πέους·
135 οὐδὲν γὰρ οἷον, ὦ φίλη Λυσιστράτη.
ΛΥ. τί δαὶ σύ; ΜΥ. κἀγὼ βούλομαι διὰ τοῦ πυρός.
ΛΥ. ὦ παγκατάπυγον θἠμέτερον ἅπαν γένος.
οὐκ ἐτὸς ἀφ᾽ ἡμῶν εἰσιν αἱ τραγῳδίαι·
οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη.
140 ἀλλ᾽, ὦ φίλη Λάκαινα, —σὺ γὰρ ἐὰν γένῃ
μόνη μετ᾽ ἐμοῦ, τὸ πρᾶγμ᾽ ἀνασωσαίμεσθ᾽ ἔτ᾽ ‹ἄν›, —
ξυμψήφισαί μοι. ΛΑ. χαλεπὰ μὲν ναὶ τὼ σιὼ
γυναῖκας ὑπνῶν ἐστ᾽ ἄνευ ψωλᾶς μόνας.
ὅμως γα μάν· δεῖ τᾶς γὰρ εἰράνας μάλ᾽ αὖ.
145 ΛΥ. ὦ φιλτάτη σὺ καὶ μόνη τούτων γυνή.
ΚΛ. εἰ δ᾽ ὡς μάλιστ᾽ ἀπεχοίμεθ᾽ οὗ σὺ δὴ λέγεις, —
ὃ μὴ γένοιτο, —μᾶλλον ἂν διὰ τουτογὶ
γένοιτ᾽ ἂν εἰρήνη; ΛΥ. πολύ γε νὴ τὼ θεώ.
εἰ γὰρ καθῄμεθ᾽ ἔνδον ἐντετριμμέναι,
150 κἀν τοῖς χιτωνίοισι τοῖς Ἀμοργίονις
γυμναὶ παρίοιμεν δέλτα παρατετιλμέναι,
στύοιντο δ᾽ ἅνδρες κἀπιθυμοῖεν σπλεκοῦν,
ἡμεῖς δὲ μὴ προσιείμεθ᾽, ἀλλ᾽ ἀπεχοίμεθα,
σπονδὰς ποήσαιντ᾽ ἂν ταχέως, εὖ οἶδ᾽ ὅτι.
155 ΛΑ. ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα
γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος.
***
ΜΥΡ. Κι εγώ κόβω σα σφήκα το κορμί μου
στα δυο, για να χαρίσω το μισό.
ΛΑΜ. Κι εγώ στην κορυφή του Ταϋγέτου
θ᾽ ανέβω να ξαμώσω την ειρήνη.
ΛΥΣ. Τότε λοιπόν κι εγώ θα φανερώσω
το μυστικό μου· δεν το κρύβω πια:
120 Αν θέλουμε, ω γυναίκες, ν᾽ αναγκάσουμε
τους άντρες μας να φιλιωθούνε, πρέπει
να κάνουμε αποχήν… ΚΛΕ. Από τί πράμα;
Γρήγορα λέγε! ΛΥΣ. Θα το κάνετε όμως;
ΚΛΕ. Μετά χαράς! Και τη ζωή μας δίνουμε!
ΛΥΣ. Θα κάνουμε αποχήν απ᾽ το εργαλείο!
(Οι γυναίκες ταράζονται και κάνουνε να φύγουν)
Ε;… τις πλάτες γυρνάτε;… Και για πού
το βάλατε; Γιατί μου κατσουφιάσατε;
Γιατί με το κεφάλι κάνετε «όχι»;…
Σας κόπηκε το χρώμα και βουρκώσανε
τα μάτια σας!… Τί στέκεστε σαν κούτσουρα;
ΚΛΕ. Δεν το δέχομαι! Ας πάει να σούρνει ο πόλεμος!
130 ΜΥΡ. Ούτε κι εγώ κι ας πάει να σούρνει ο πόλεμος!
ΛΥΣ. Και συ, ρε σφήκα, που ᾽λεες τώρα δα,
πως το κορμί σου θα ᾽κοβες στα δυο;
ΚΛΕ. Ό,τι άλλο θες, ό,τι άλλο κι όχι αυτό!
Άκου με, προτιμώ να περπατήσω
ξυπόλυτη σε κάρβουν᾽ αναμμένα
παρά να στερηθώ τ᾽ αντρός τη γλύκα.
ΛΥΣ. (Στη Μυρρίνη)
Και συ τί προτιμάς; ΜΥΡ. Κι εγώ τα κάρβουνα!
ΛΥΣ. Ρε τί κωλογενιά ᾽μαστε οι γυναίκες!
Καλά μας συγυρίζουνε στα θέατρα!
Για τίποτα δεν κάνουμε παρά
για καβάλα και γέννες. Αν ερθείς
140 με το μέρος μου εσύ, καλή Σπαρτιάτισσα,
υπάρχει ελπίδα τότ᾽ εμείς να σώσουμε
την κατάσταση! Δώσε μου την ψήφο σου!
ΛΑΜ. Το ξέρεις πόσο δύσκολο η γυναίκα
να πέφτει στο κρεβάτι χωρίς άντρα!…
Για να τον έχει, πρέπει να ᾽ναι ειρήνη.
ΛΥΣ. Γεια σου λεβέντρα, η μόνη άξια γυναίκα!
ΚΛΕ. Κι αν κάνουμε αποχή απ᾽ αυτό που λες
(ο Θεός φυλάξoι!) πώς αυτή η θυσία
θα φέρει την ειρήνη; ΛΥΣ. Δίχως άλλο.
Και νά το πώς, μά τους θεούς: Αν όλες
στο σπίτι μας καλοβαμμένες σειόμαστε,
150 καταδιάφανη ρόμπ᾽ αχνοφορώντας,
το τουρλωτό να φαίνεται αποκοίλι μας,
καλά αποτριχωμένο, θα κορώναν
οι άντρες μας, θα χιμούσαν ορεξάτοι
να μας ανασκελώσουν· τότ᾽ εμείς
θα τους σπρώχναμε πέρα: «Ή σταματάτε
τον πόλεμο ή δεν… έχει!» Δίχως άλλο
ανακωχή θα τρέχανε να κλείσουν!
ΛΑΜ. Όμοια το ᾽παθε κάποτε ο Μενέλας.
Σα χίμηξε να σφάξει την Ελένη
κι αντίκρισε τ᾽ αφράτα της κυδώνια
γυμνά, πέταξε πέρα το σπαθί του!
δοῦναι ἂν ἐμαυτῆς παρατεμοῦσα θἤμισυ.
ΛΑ. ἐγὼν δὲ καί κα ποττὸ Ταΰγετον ἄνω
ἔλσοιμ᾽ ὅπα μέλλοιμί γ᾽ εἰράναν ἰδῆν.
ΛΥ. λέγοιμ᾽ ἄν· οὐ δεῖ γὰρ κεκρύφθαι τὸν λόγον.
120 ἡμῖν γάρ, ὦ γυναῖκες, εἴπερ μέλλομεν
ἀναγκάσειν τοὺς ἄνδρας εἰρήνην ἄγειν,
ἀφεκτέ᾽ ἐστὶ— ΚΛ. τοῦ; φράσον. ΛΥ. ποήσετ᾽ οὖν;
ΚΛ. ποήσομεν, κἂν ἀποθανεῖν ἡμᾶς δέῃ.
ΛΥ. ἀφεκτέα τοίνυν ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους.
125 τί μοι μεταστρέφεσθε; ποῖ βαδίζετε;
αὗται, τί μοιμυᾶτε κἀνανεύετε;
τί χρὼς τέτραπται; τί δάκρυον κατείβεται;
ποήσετ᾽ ἢ οὐ ποήσετ᾽; ἢ τί μέλλετε;
130 ΚΛ. οὐκ ἂν ποήσαιμ᾽, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω.
ΜΥ. μὰ Δί᾽ οὐδ᾽ ἔγωγ᾽ ἄν, ἀλλ᾽ ὁ πόλεμος ἑρπέτω.
ΛΥ. ταυτὶ σὺ λέγεις, ὦ ψῆττα; καὶ μὴν ἄρτι γε
ἔφησθα σαυτῆς κἂν παρατεμεῖν θἤμισυ.
ΚΛ. ἄλλ᾽, ἄλλ᾽ ὅ τι βούλει. κἄν με χρῇ, διὰ τοῦ πυρὸς
ἐθέλω βαδίζειν. τοῦτο μᾶλλον τοῦ πέους·
135 οὐδὲν γὰρ οἷον, ὦ φίλη Λυσιστράτη.
ΛΥ. τί δαὶ σύ; ΜΥ. κἀγὼ βούλομαι διὰ τοῦ πυρός.
ΛΥ. ὦ παγκατάπυγον θἠμέτερον ἅπαν γένος.
οὐκ ἐτὸς ἀφ᾽ ἡμῶν εἰσιν αἱ τραγῳδίαι·
οὐδὲν γάρ ἐσμεν πλὴν Ποσειδῶν καὶ σκάφη.
140 ἀλλ᾽, ὦ φίλη Λάκαινα, —σὺ γὰρ ἐὰν γένῃ
μόνη μετ᾽ ἐμοῦ, τὸ πρᾶγμ᾽ ἀνασωσαίμεσθ᾽ ἔτ᾽ ‹ἄν›, —
ξυμψήφισαί μοι. ΛΑ. χαλεπὰ μὲν ναὶ τὼ σιὼ
γυναῖκας ὑπνῶν ἐστ᾽ ἄνευ ψωλᾶς μόνας.
ὅμως γα μάν· δεῖ τᾶς γὰρ εἰράνας μάλ᾽ αὖ.
145 ΛΥ. ὦ φιλτάτη σὺ καὶ μόνη τούτων γυνή.
ΚΛ. εἰ δ᾽ ὡς μάλιστ᾽ ἀπεχοίμεθ᾽ οὗ σὺ δὴ λέγεις, —
ὃ μὴ γένοιτο, —μᾶλλον ἂν διὰ τουτογὶ
γένοιτ᾽ ἂν εἰρήνη; ΛΥ. πολύ γε νὴ τὼ θεώ.
εἰ γὰρ καθῄμεθ᾽ ἔνδον ἐντετριμμέναι,
150 κἀν τοῖς χιτωνίοισι τοῖς Ἀμοργίονις
γυμναὶ παρίοιμεν δέλτα παρατετιλμέναι,
στύοιντο δ᾽ ἅνδρες κἀπιθυμοῖεν σπλεκοῦν,
ἡμεῖς δὲ μὴ προσιείμεθ᾽, ἀλλ᾽ ἀπεχοίμεθα,
σπονδὰς ποήσαιντ᾽ ἂν ταχέως, εὖ οἶδ᾽ ὅτι.
155 ΛΑ. ὁ γῶν Μενέλαος τᾶς Ἑλένας τὰ μᾶλά πα
γυμνᾶς παραϊδὼν ἐξέβαλ᾽, οἰῶ, τὸ ξίφος.
***
ΜΥΡ. Κι εγώ κόβω σα σφήκα το κορμί μου
στα δυο, για να χαρίσω το μισό.
ΛΑΜ. Κι εγώ στην κορυφή του Ταϋγέτου
θ᾽ ανέβω να ξαμώσω την ειρήνη.
ΛΥΣ. Τότε λοιπόν κι εγώ θα φανερώσω
το μυστικό μου· δεν το κρύβω πια:
120 Αν θέλουμε, ω γυναίκες, ν᾽ αναγκάσουμε
τους άντρες μας να φιλιωθούνε, πρέπει
να κάνουμε αποχήν… ΚΛΕ. Από τί πράμα;
Γρήγορα λέγε! ΛΥΣ. Θα το κάνετε όμως;
ΚΛΕ. Μετά χαράς! Και τη ζωή μας δίνουμε!
ΛΥΣ. Θα κάνουμε αποχήν απ᾽ το εργαλείο!
(Οι γυναίκες ταράζονται και κάνουνε να φύγουν)
Ε;… τις πλάτες γυρνάτε;… Και για πού
το βάλατε; Γιατί μου κατσουφιάσατε;
Γιατί με το κεφάλι κάνετε «όχι»;…
Σας κόπηκε το χρώμα και βουρκώσανε
τα μάτια σας!… Τί στέκεστε σαν κούτσουρα;
ΚΛΕ. Δεν το δέχομαι! Ας πάει να σούρνει ο πόλεμος!
130 ΜΥΡ. Ούτε κι εγώ κι ας πάει να σούρνει ο πόλεμος!
ΛΥΣ. Και συ, ρε σφήκα, που ᾽λεες τώρα δα,
πως το κορμί σου θα ᾽κοβες στα δυο;
ΚΛΕ. Ό,τι άλλο θες, ό,τι άλλο κι όχι αυτό!
Άκου με, προτιμώ να περπατήσω
ξυπόλυτη σε κάρβουν᾽ αναμμένα
παρά να στερηθώ τ᾽ αντρός τη γλύκα.
ΛΥΣ. (Στη Μυρρίνη)
Και συ τί προτιμάς; ΜΥΡ. Κι εγώ τα κάρβουνα!
ΛΥΣ. Ρε τί κωλογενιά ᾽μαστε οι γυναίκες!
Καλά μας συγυρίζουνε στα θέατρα!
Για τίποτα δεν κάνουμε παρά
για καβάλα και γέννες. Αν ερθείς
140 με το μέρος μου εσύ, καλή Σπαρτιάτισσα,
υπάρχει ελπίδα τότ᾽ εμείς να σώσουμε
την κατάσταση! Δώσε μου την ψήφο σου!
ΛΑΜ. Το ξέρεις πόσο δύσκολο η γυναίκα
να πέφτει στο κρεβάτι χωρίς άντρα!…
Για να τον έχει, πρέπει να ᾽ναι ειρήνη.
ΛΥΣ. Γεια σου λεβέντρα, η μόνη άξια γυναίκα!
ΚΛΕ. Κι αν κάνουμε αποχή απ᾽ αυτό που λες
(ο Θεός φυλάξoι!) πώς αυτή η θυσία
θα φέρει την ειρήνη; ΛΥΣ. Δίχως άλλο.
Και νά το πώς, μά τους θεούς: Αν όλες
στο σπίτι μας καλοβαμμένες σειόμαστε,
150 καταδιάφανη ρόμπ᾽ αχνοφορώντας,
το τουρλωτό να φαίνεται αποκοίλι μας,
καλά αποτριχωμένο, θα κορώναν
οι άντρες μας, θα χιμούσαν ορεξάτοι
να μας ανασκελώσουν· τότ᾽ εμείς
θα τους σπρώχναμε πέρα: «Ή σταματάτε
τον πόλεμο ή δεν… έχει!» Δίχως άλλο
ανακωχή θα τρέχανε να κλείσουν!
ΛΑΜ. Όμοια το ᾽παθε κάποτε ο Μενέλας.
Σα χίμηξε να σφάξει την Ελένη
κι αντίκρισε τ᾽ αφράτα της κυδώνια
γυμνά, πέταξε πέρα το σπαθί του!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου