Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΟΜΗΡΟΣ – Ἰλιὰς Δ 422-456

Η έναρξη της μάχης

Στην αρχή της τρίτης ραψωδίας οι Έλληνες και οι Τρώες παρουσιάζονται αντιμέτωποι, έτοιμοι να συγκρουστούν. Με την προσφιλή ωστόσο στον ποιητή τεχνική της επιβράδυνσης η έναρξη της μάχης αναστέλλεται. Παρεμβάλλεται η τειχοσκοπία, η μονομαχία του Μενελάου με τον Πάρη, οι παρεπόμενοι όρκοι και η επιορκία των Τρώων και, τέλος, η επιθεώρηση του στρατού από τον Αγαμέμνονα. Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής, πριν από την περιγραφή της μάχης, εισάγειή φωτίζει καλύτερα κεντρικά πρόσωπα του έπους (την Ελένη, τον Μενέλαο, τον Πάρη, τον Πρίαμο, τον Αγαμέμνονα, τους δύο Αίαντες, τον Διομήδη κ.ά.).

Στο απόσπασμα που ακολουθεί, μέσα από εντυπωσιακές εικόνες και παρομοιώσεις, που, κατά κάποιον τρόπο, δίνουν στην κίνηση των αντιπάλων στρατών διάσταση φυσικής δύναμης, περιγράφεται η στιγμή που Έλληνες και Τρώες βαδίζουν ο ένας εναντίον του άλλου και εμπλέκονται σε μια γενικευμένη μάχη.

Ἰλιὰς Δ 422-456
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέϊ κῦμα θαλάσσης
ὄρνυτ᾽ ἐπασσύτερον Ζεφύρου ὕπο κινήσαντος·
πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
425 χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκρας
κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται, ἀποπτύει δ᾽ ἁλὸς ἄχνην·
ὣς τότ᾽ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες
νωλεμέως πόλεμόνδε· κέλευε δὲ οἷσιν ἕκαστος
ἡγεμόνων· οἱ δ᾽ ἄλλοι ἀκὴν ἴσαν, οὐδέ κε φαίης
430 τόσσον λαὸν ἕπεσθαι ἔχοντ᾽ ἐν στήθεσιν αὐδήν,
σιγῇ δειδιότες σημάντορας· ἀμφὶ δὲ πᾶσι
τεύχεα ποικίλ᾽ ἔλαμπε, τὰ εἱμένοι ἐστιχόωντο.
Τρῶες δ᾽, ὥς τ᾽ ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ
μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν,
435 ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν,
ὣς Τρώων ἀλαλητὸς ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν ὀρώρει·
οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος οὐδ᾽ ἴα γῆρυς,
ἀλλὰ γλῶσσ᾽ ἐμέμικτο, πολύκλητοι δ᾽ ἔσαν ἄνδρες.
ὦρσε δὲ τοὺς μὲν Ἄρης, τοὺς δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη
440 Δεῖμός τ᾽ ἠδὲ Φόβος καὶ Ἔρις ἄμοτον μεμαυῖα,
Ἄρεος ἀνδροφόνοιο κασιγνήτη ἑτάρη τε,
ἥ τ᾽ ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη καὶ ἐπὶ χθονὶ βαίνει·
ἥ σφιν καὶ τότε νεῖκος ὁμοίϊον ἔμβαλε μέσσῳ
445 ἐρχομένη καθ᾽ ὅμιλον, ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν.
οἱ δ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο,
σύν ῥ᾽ ἔβαλον ῥινούς, σὺν δ᾽ ἔγχεα καὶ μένε᾽ ἀνδρῶν
χαλκεοθωρήκων· ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι
ἔπληντ᾽ ἀλλήλῃσι, πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει.
450 ἔνθα δ᾽ ἅμ᾽ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν
ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, ῥέε δ᾽ αἵματι γαῖα.
ὡς δ᾽ ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ᾽ ὄρεσφι ῥέοντες
ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄβριμον ὕδωρ
κρουνῶν ἐκ μεγάλων κοίλης ἔντοσθε χαράδρης,
455 τῶν δέ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν·
ὣς τῶν μισγομένων γένετο ἰαχή τε πόνος τε.

***
 Όπως στον πολυθόρυβο γιαλό σηκώνεται το ένα κύμα της θάλασσας πίσω από το άλλο, καθώς το σπρώχνει ο Ζέφυρος, και πρώτα υψώνεται βαθιά μέσα στο πέλαγος, και ύστερα σπάζοντας στην ξηρά βουίζει τρομερά,
[425] και καμπουριασμένο σηκώνεται ψηλά γύρω από τους κάβους και τινάζει πέρα την άχνη της θάλασσας· έτσι προχωρούσαν τότε και οι φάλαγγες των Δαναών* ακατάπαυτα, η μια πίσω από την άλλη, να μπουν στον πόλεμο· και καθένας από τους αρχηγούς πρόσταζε τους δικούς του.
[430] Οι άλλοι προχωρούσαν βουβοί (θα έλεγες πως δεν είχε φωνή στα στήθη του τόσο πολύς στρατός που ακολουθούσε), δίχως μιλιά, γιατί φοβόνταν τους αρχηγούς τους· και γύρω απ᾽ όλους έλαμπαν τα πλουμισμένα όπλα που φορούσαν προχωρώντας στη γραμμή.

Οι Τρώες πάλι, όπως τα πρόβατα κάποιου βοσκού που έχει πολλά κοπάδια στέκονται αμέτρητα, καθώς τους αρμέγουν το άσπρο γάλα
[435] και αδιάκοπα βελάζουν ακούγοντας τις φωνές των αρνιών τους· έτσι και η οχλοβοή των Τρώων υψώνονταν από τη μιαν άκρη ως την άλλη στο πλατύ στρατόπεδο· γιατί δεν ήταν ολωνών ίδιος ο θόρυβος ούτε η ομιλία τους μία· οι γλώσσες τους ήταν ανακατωμένες και ήταν άνθρωποι από πολλές μεριές συναγμένοι. Αυτούς τους ξεσήκωνε ο Άρης, τους άλλους η Αθηνά με τα γαλανά μάτια,
[440] και ο Πανικός και ο Φόβος και η Έριδα**, που λυσσομανάει άπαυτα, του αντροφόνου Άρη αδερφή μαζί και συντρόφισσα· που στην αρχή σηκώνεται σιγά σιγά, έπειτα όμως ακουμπά στον ουρανό το κεφάλι της και περπατά πάνω στη γη. Αυτή τότε έριξε ανάμεσά τους σκληρό πόλεμο,
[445] τριγυρίζοντας μέσα στους πολεμιστές, πληθαίνοντας το βόγγο των αντρών.

Κι εκείνοι, όταν πια προχωρώντας έσμιξαν στο ίδιο μέρος, έγιναν ένα οι ασπίδες τους, ένα τα κοντάρια τους, ένα η ορμή των πολεμιστών που φορούσαν χαλκένιους θώρακες. Οι ασπίδες που είχαν αφαλό στη μέση χτυπούσαν η μια την άλλη, και σηκώνονταν πολλή αντάρα·
[450] κι ακούγονταν οιμωγές μαζί και καυχησιές, αυτών που σκότωναν κι αυτών που σκοτώνονταν, και η γη πλημμύριζε από το αίμα. Όπως όταν βρέξει και κατεβάζουν τα ξεροπόταμα από τα βουνά και ρίχνουν μαζί το νερό από κρουνούς μεγάλους εκεί που σμίγουν τα δυο φαράγγια τους, μέσα από βαθιά χαράδρα,
[455] και το βόγγο τους τον ακούει από μακριά πάνω στα βουνά ο βοσκός - έτσι, καθώς έσμιγαν κι αυτοί, ακούγονταν ξεφωνητά και παλέματα.
----------------------------
*Ομηρική ονομασία των Ελλήνων. Συχνότερα ονομάζονται Αργείοι και Αχαιοί.

**Ο Πανικός (στο πρωτότυπο: Δεῖμος), ο Φόβος, που σε άλλο σημείο του έπους εμφανίζεται ως γιος του Άρη, και η Έριδα είναι δαίμονες του πολέμου που πλαισιώνουν τον Άρη και εμβάλλουν τον φόβο στους μαχόμενους ή τους ξεσηκώνουν. Όπως έχει γραφεί, δεν είναι μορφές πλήρως προσωποποιημένες και έχουν λίγα χαρακτηριστικά, πέρα από αυτά που εξυπακούονται από το όνομά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου