Πώς μας κοροϊδεύει το μυαλό μας για την κλιματική αλλαγή, τον Δημιουργισμό και τη σχέση εμβολιασμού-αυτισμού. «Ένας Πεπεισμένος Άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που δύσκολα αλλάζει. Πες του ότι διαφωνείς και σε αποστρέφεται. Δείξ' του γεγονότα ή σχήματα, και αμφισβητεί τις πηγές σου.
Απευθύνσου στη λογική του και δεν θα καταλάβει αυτό που θες να πεις». Αυτά έγραψε ο Leon Festinger, βραβευμένος ψυχολόγος του Πανεπιστημίου του Stanford, σε μία ενότητα που θα μπορούσε να σχετίζεται με την μη αποδοχή της κλιματικής αλλαγής -την επίμονη απόρριψη από πολλούς ανθρώπους σήμερα, αυτού που γνωρίζουμε για την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις ανθρωπογενείς αιτίες της.
Ο Festinger και διάφοροι συνάδελφοί του είχαν διεισδύσει στην ομάδα 'the Seekers', μια σέχτα του Chicago στην Αμερική της οποίας τα μέλη πίστευαν ότι επικοινωνούν με εξωγήινους, συμπεριλαμβανομένου του «Sananda», τον οποίον πίστευαν ως την πνευματική ενσάρκωση του Ιησού Χριστού. Η ιδρυτής της σέχτας αυτής ήταν η Dorothy Martin, αφοσιωμένη στη μεταφυσική θεωρία της Διανόησης, η οποία μετέφερε τα διαγαλαξιακά μηνύματα από τους εξωγήινους μέσω πνευματικής και αυτόματης γραφής.
Μέσω της Dorothy Martin, οι εξωγήινοι είχαν ανακοινώσει την ακριβή ημερομηνία της καταστροφής του κόσμου: 21 Δεκεμβρίου 1954. Κάποιοι από τους οπαδούς της Martin παραιτήθηκαν από τις δουλειές τους και πούλησαν την περιουσία τους, περιμένοντας να σωθούν από έναν ιπτάμενο δίσκο όταν η αμερικανική ήπειρος θα διαλύονταν και μια καινούρια θάλασσα θα κατάπινε το μεγαλύτερο τμήμα της. Κάποιοι υπερέβαλαν τόσο που έβγαλαν τα σουτιέν και ξήλωσαν τα φερμουάρ τους –πίστευαν ότι το μέταλλο θα δημιουργούσε πρόβλημα στο διαστημόπλοιο.
Ο Festinger και οι συνεργάτες του ήταν με τη σέχτα όταν η προφητεία δεν επαληθεύτηκε. Αρχικά, «τα παιδιά από ψηλά» (όπως συχνά ονομάζονται οι εξωγήινοι) δεν εμφανίστηκαν να διασώσουν τους οπαδούς 'the Seekers' της σέχτας. Στη συνέχεια, έφτασε η 21η Δεκέμβρη χωρίς να συμβεί το μοιραίο γεγονός. Αυτή ήταν και η στιγμή που ο Festinger περίμενε: πώς θα αντιδρούσαν οι άνθρωποι που είχαν επενδύσει συναισθηματικά τόσο πολύ σε μία πεποίθηση, η οποία τώρα ήταν καταφανώς λανθασμένη;
Στην αρχή η ομάδα πάσχιζε να βρει μια εξήγηση. Μετά ξεκίνησε η προσπάθεια αιτιολόγησης με λογικά επιχειρήματα: Ένα νέο μήνυμα είχαν δεχθεί, που ανακοίνωνε ότι η ανθρωπότητα είχε σωθεί τελευταία στιγμή. Ο Festinger συνοψίζει την επίσημη ανακοίνωση των εξωγήινων ως εξής: «Αυτή η μικρή ομάδα πιστών, αγρυπνώντας όλη νύχτα, διέχυσε τόσο φως που ο Θεός έσωσε τον κόσμο από την καταστροφή». Η θέλησή τους να πιστέψουν στην προφητεία έσωσε τη Γη από αυτήν!
Από εκείνη την ημέρα και μετά, οι 'the Seekers', αν και αρχικά διστακτικοί με τον Τύπο καθώς και αδιάφοροι προς την κατήχηση, άρχισαν να προσηλυτίζουν. «Η αίσθηση της εσωτερικής τους δύναμης ήταν τεράστια», έγραψε ο Festinger. Η κατάρριψη όλων αυτών που πίστευαν τους έκανε ακόμα πιο σταθερούς στα ίδια «πιστεύω».
Στα χρονικά της Άρνησης ως πνευματικής κατάστασης, τα πράγματα δεν έχουν υπάρξει πολύ πιο ακραία από την περίπτωση των 'the Seekers'. Οι άνθρωποι αυτοί έχασαν τις δουλειές τους, γελοιοποιήθηκαν από τον Τύπο και έγιναν προσπάθειες να κρατηθούν μακριά από επιρρεπή νεαρά μυαλά. Αν και η περίπτωση αυτή αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης αυταπάτης, υπάρχουν πολλές, λιγότερο κραυγαλέες αλλά, παρόμοιες συμπεριφορές.
Από την εποχή του Festinger και μετά, ένα φάσμα ανακαλύψεων στον τομέα της ψυχολογίας και των νεύρο-επιστημών έδειξε ότι περισσότερο τα προϋπάρχοντα «πιστεύω» μας και πολύ λιγότερο τα γεγονότα του παρόντος, είναι ικανά να διαμορφώνουν τις απόψεις μας και να επηρεάζουν ακόμα και τα πιο προφανή λογικά συμπεράσματα.
Η τάση αυτή που ονομάστηκε «υποκινούμενη αιτιολόγηση» (η επεξεργασία μιας πληροφορίας με σκοπό να υπηρετηθεί μια ειλημμένη πεποίθηση ή συμπέρασμα) βοηθά στο να εξηγήσουμε το γιατί υπάρχουν ομάδες ανθρώπων τόσο πολωμένης αντίληψης σε ζητήματα που οι αποδείξεις είναι τόσο αδιαμφισβήτητες: κλιματική αλλαγή, εμβόλια, «Ομάδες Θανατικής Καταδίκης», ο τόπος γέννησης και το θρήσκευμα του Προέδρου Obama της Αμερικής και πολλά άλλα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το να περιμένουμε από τους ανθρώπους να πεισθούν από τα γεγονότα, αντικρούεται από τα γεγονότα.
Η θεωρία της υποκινούμενης αιτιολόγησης αποτελεί το κλειδί για τις σύγχρονες νευρό-επιστήμες: το συναίσθημα διαπερνά (ή «επηρεάζει», σύμφωνα με τους ερευνητές) την αιτιολόγηση. Τα δύο αυτά δεν είναι απλώς αδιαχώριστα, αλλά το θετικό ή το αρνητικό μας συναίσθημα προς τους ανθρώπους, τα πράγματα και τις ιδέες έρχεται στην επιφάνεια πολύ πιο γρήγορα απ' ότι οι συνειδητές μας σκέψεις –σε μερικά μιλι-δευτερόλεπτα - τόσο ακαριαία ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί μέσω ηλεκτρο-εγκεφαλογραφήματος, αλλά πολύ πριν το αντιληφθούμε εμείς οι ίδιοι.
Αυτό δεν θα 'πρεπε να εκπλήσσει: η θεωρία της εξέλιξης υπαγορεύει στιγμιαίες αντιδράσεις σε ένα εξωτερικό ερέθισμα –πριν από τη συνειδητή μας απόφαση για δράση. Πρόκειται για «βασική ικανότητα επιβίωσης του ανθρώπου», εξηγεί ο πολιτικός επιστήμων Arthur Lupia του πανεπιστημίου του Michigan. Απωθούμε μακριά την απειλητική και τραβάμε κοντά την φιλική προς εμάς πληροφορία. Εφαρμόζουμε την αντανακλαστική τακτική «μάχη ή αποχώρηση» όχι μόνο στα απειλητικά όντα αλλά και στα απειλητικά δεδομένα και πληροφορίες.
Δεν αγόμαστε και φερόμαστε μόνο από τα συναισθήματα, φυσικά, αλλά και από τη λογική και τη σκέψη. Αλλά η λογική έπεται, λειτουργεί σε πιο αργούς ρυθμούς –και ακόμη και τότε, δεν λαμβάνει χώρα εντός μιας 'συναισθηματικά κενής περιοχής' του εαυτού μας. Αντίθετα, τα ακαριαία συναισθήματά μας, μας θέτουν εντός ενός έντονα προκατειλημμένου τρόπου σκέψης, ιδιαίτερα πάνω σε ζητήματα που μας ενδιαφέρουν πολύ.
Σκεφθείτε έναν άνθρωπο που άκουσε για ένα επιστημονικό εύρημα, το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τα πιστεύω του σχετικά με τη Θεϊκή προέλευση της Ζωής – για μία νέα εξελικτική αλυσίδα, ας πούμε, που επιβεβαιώνει τις ανθρώπινες ρίζες. Αυτό που λαμβάνει χώρα στη συνέχεια, εξηγεί ο πολιτικός επιστήμων Charles Taber του Πανεπιστημίου του Stony Brook της Νέας Υόρκης, είναι μία υποσυνείδητη δυσάρεστη αντίδραση σ' αυτή τη νέα πληροφορία – και αυτή η αντίδραση, με τη σειρά της, καθοδηγεί τον τύπο των σκέψεων και των συνάψεων που θα σχηματίσει ο συνειδητός νους. «Ο άνθρωπος αυτός θα δημιουργήσει σκέψεις συμβατές με τα υπάρχοντα πιστεύω του», εξηγεί ο Taber, «και θα τις καθοδηγήσει στο να χτίσουν επιχειρήματα τα οποία θα αμφισβητούν αυτό που μόλις άκουσε».
Με άλλα λόγια, όταν νομίζουμε ότι σκεφτόμαστε με τη λογική, αντ΄ αυτού πιθανώς προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τη στάση μας με λογική επιχειρηματολογία. Ή κατ' αναλογία, μέσω του ψυχολόγου του Πανεπιστημίου της Virginia Jonathan Haidt: Πιθανώς νομίζουμε ότι γινόμαστε επιστήμονες, αλλά κατ' ουσία γινόμαστε δικηγόροι.
Η λογική μας επιχειρηματολογία χρησιμοποιείται ως μέσο για το προκαθορισμένο τέλος «να κερδίσουμε την υπόθεση» και είναι γεμάτη με προκαταλήψεις. Αυτές περιέχουν «επιβεβαιωτικά σφάλματα», στα οποία δίνουμε μεγαλύτερη βάση θεωρώντας τα ως αποδείξεις και επιχειρήματα που ενισχύουν τα «πιστεύω» μας και «μη επιβεβαιωτικά σφάλματα», στα οποία ξοδεύουμε πολύ λιγότερη ενέργεια προσπαθώντας να τα αποδείξουμε ως λανθασμένα, εφόσον μας είναι δυσάρεστα.
Παρόλο που τα παραπάνω περιέχουν πολλούς επιστημονικούς όρους, σε όλους είναι κατανοητοί οι μηχανισμοί αυτοί στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων. Εάν κάποιος δεν θέλει να πιστέψει ότι ο σύντροφός του τον απατά, ή ότι το παιδί του είναι τραμπούκος, μπορεί να φτάσει στα άκρα προσπαθώντας να υποβιβάσει συμπεριφορές που φαίνονται προφανείς σε οποιονδήποτε άλλον – ή τέλος πάντων, σε όποιον δεν έχει επενδύσει συναισθηματικά στο να αποδεχθεί την αλήθεια. Η δήλωση αυτή δεν υποδηλώνει ότι δεν μας ενδιαφέρει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όπως αληθινά είναι –μας ενδιαφέρει.
Ούτε ότι ποτέ δεν μπορεί να αλλάξουμε γνώμη –αλλάζουμε. Αυτό που συμβαίνει όμως είναι πως έχουμε και άλλες αξίες εκτός της αλήθειας –συμπεριλαμβανομένων της ατομικής επιβεβαίωσης και της αυτοπροστασίας- και συνήθως αυτές οι επιδιώξεις, μας κάνουν πολύ αντιδραστικούς στο να αλλάξουμε τα πιστεύω μας, ακόμα και όταν τα γεγονότα το υπαγορεύουν.
Απευθύνσου στη λογική του και δεν θα καταλάβει αυτό που θες να πεις». Αυτά έγραψε ο Leon Festinger, βραβευμένος ψυχολόγος του Πανεπιστημίου του Stanford, σε μία ενότητα που θα μπορούσε να σχετίζεται με την μη αποδοχή της κλιματικής αλλαγής -την επίμονη απόρριψη από πολλούς ανθρώπους σήμερα, αυτού που γνωρίζουμε για την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις ανθρωπογενείς αιτίες της.
Ο Festinger και διάφοροι συνάδελφοί του είχαν διεισδύσει στην ομάδα 'the Seekers', μια σέχτα του Chicago στην Αμερική της οποίας τα μέλη πίστευαν ότι επικοινωνούν με εξωγήινους, συμπεριλαμβανομένου του «Sananda», τον οποίον πίστευαν ως την πνευματική ενσάρκωση του Ιησού Χριστού. Η ιδρυτής της σέχτας αυτής ήταν η Dorothy Martin, αφοσιωμένη στη μεταφυσική θεωρία της Διανόησης, η οποία μετέφερε τα διαγαλαξιακά μηνύματα από τους εξωγήινους μέσω πνευματικής και αυτόματης γραφής.
Μέσω της Dorothy Martin, οι εξωγήινοι είχαν ανακοινώσει την ακριβή ημερομηνία της καταστροφής του κόσμου: 21 Δεκεμβρίου 1954. Κάποιοι από τους οπαδούς της Martin παραιτήθηκαν από τις δουλειές τους και πούλησαν την περιουσία τους, περιμένοντας να σωθούν από έναν ιπτάμενο δίσκο όταν η αμερικανική ήπειρος θα διαλύονταν και μια καινούρια θάλασσα θα κατάπινε το μεγαλύτερο τμήμα της. Κάποιοι υπερέβαλαν τόσο που έβγαλαν τα σουτιέν και ξήλωσαν τα φερμουάρ τους –πίστευαν ότι το μέταλλο θα δημιουργούσε πρόβλημα στο διαστημόπλοιο.
Ο Festinger και οι συνεργάτες του ήταν με τη σέχτα όταν η προφητεία δεν επαληθεύτηκε. Αρχικά, «τα παιδιά από ψηλά» (όπως συχνά ονομάζονται οι εξωγήινοι) δεν εμφανίστηκαν να διασώσουν τους οπαδούς 'the Seekers' της σέχτας. Στη συνέχεια, έφτασε η 21η Δεκέμβρη χωρίς να συμβεί το μοιραίο γεγονός. Αυτή ήταν και η στιγμή που ο Festinger περίμενε: πώς θα αντιδρούσαν οι άνθρωποι που είχαν επενδύσει συναισθηματικά τόσο πολύ σε μία πεποίθηση, η οποία τώρα ήταν καταφανώς λανθασμένη;
Στην αρχή η ομάδα πάσχιζε να βρει μια εξήγηση. Μετά ξεκίνησε η προσπάθεια αιτιολόγησης με λογικά επιχειρήματα: Ένα νέο μήνυμα είχαν δεχθεί, που ανακοίνωνε ότι η ανθρωπότητα είχε σωθεί τελευταία στιγμή. Ο Festinger συνοψίζει την επίσημη ανακοίνωση των εξωγήινων ως εξής: «Αυτή η μικρή ομάδα πιστών, αγρυπνώντας όλη νύχτα, διέχυσε τόσο φως που ο Θεός έσωσε τον κόσμο από την καταστροφή». Η θέλησή τους να πιστέψουν στην προφητεία έσωσε τη Γη από αυτήν!
Από εκείνη την ημέρα και μετά, οι 'the Seekers', αν και αρχικά διστακτικοί με τον Τύπο καθώς και αδιάφοροι προς την κατήχηση, άρχισαν να προσηλυτίζουν. «Η αίσθηση της εσωτερικής τους δύναμης ήταν τεράστια», έγραψε ο Festinger. Η κατάρριψη όλων αυτών που πίστευαν τους έκανε ακόμα πιο σταθερούς στα ίδια «πιστεύω».
Στα χρονικά της Άρνησης ως πνευματικής κατάστασης, τα πράγματα δεν έχουν υπάρξει πολύ πιο ακραία από την περίπτωση των 'the Seekers'. Οι άνθρωποι αυτοί έχασαν τις δουλειές τους, γελοιοποιήθηκαν από τον Τύπο και έγιναν προσπάθειες να κρατηθούν μακριά από επιρρεπή νεαρά μυαλά. Αν και η περίπτωση αυτή αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης αυταπάτης, υπάρχουν πολλές, λιγότερο κραυγαλέες αλλά, παρόμοιες συμπεριφορές.
Από την εποχή του Festinger και μετά, ένα φάσμα ανακαλύψεων στον τομέα της ψυχολογίας και των νεύρο-επιστημών έδειξε ότι περισσότερο τα προϋπάρχοντα «πιστεύω» μας και πολύ λιγότερο τα γεγονότα του παρόντος, είναι ικανά να διαμορφώνουν τις απόψεις μας και να επηρεάζουν ακόμα και τα πιο προφανή λογικά συμπεράσματα.
Η τάση αυτή που ονομάστηκε «υποκινούμενη αιτιολόγηση» (η επεξεργασία μιας πληροφορίας με σκοπό να υπηρετηθεί μια ειλημμένη πεποίθηση ή συμπέρασμα) βοηθά στο να εξηγήσουμε το γιατί υπάρχουν ομάδες ανθρώπων τόσο πολωμένης αντίληψης σε ζητήματα που οι αποδείξεις είναι τόσο αδιαμφισβήτητες: κλιματική αλλαγή, εμβόλια, «Ομάδες Θανατικής Καταδίκης», ο τόπος γέννησης και το θρήσκευμα του Προέδρου Obama της Αμερικής και πολλά άλλα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το να περιμένουμε από τους ανθρώπους να πεισθούν από τα γεγονότα, αντικρούεται από τα γεγονότα.
Η θεωρία της υποκινούμενης αιτιολόγησης αποτελεί το κλειδί για τις σύγχρονες νευρό-επιστήμες: το συναίσθημα διαπερνά (ή «επηρεάζει», σύμφωνα με τους ερευνητές) την αιτιολόγηση. Τα δύο αυτά δεν είναι απλώς αδιαχώριστα, αλλά το θετικό ή το αρνητικό μας συναίσθημα προς τους ανθρώπους, τα πράγματα και τις ιδέες έρχεται στην επιφάνεια πολύ πιο γρήγορα απ' ότι οι συνειδητές μας σκέψεις –σε μερικά μιλι-δευτερόλεπτα - τόσο ακαριαία ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί μέσω ηλεκτρο-εγκεφαλογραφήματος, αλλά πολύ πριν το αντιληφθούμε εμείς οι ίδιοι.
Αυτό δεν θα 'πρεπε να εκπλήσσει: η θεωρία της εξέλιξης υπαγορεύει στιγμιαίες αντιδράσεις σε ένα εξωτερικό ερέθισμα –πριν από τη συνειδητή μας απόφαση για δράση. Πρόκειται για «βασική ικανότητα επιβίωσης του ανθρώπου», εξηγεί ο πολιτικός επιστήμων Arthur Lupia του πανεπιστημίου του Michigan. Απωθούμε μακριά την απειλητική και τραβάμε κοντά την φιλική προς εμάς πληροφορία. Εφαρμόζουμε την αντανακλαστική τακτική «μάχη ή αποχώρηση» όχι μόνο στα απειλητικά όντα αλλά και στα απειλητικά δεδομένα και πληροφορίες.
Δεν αγόμαστε και φερόμαστε μόνο από τα συναισθήματα, φυσικά, αλλά και από τη λογική και τη σκέψη. Αλλά η λογική έπεται, λειτουργεί σε πιο αργούς ρυθμούς –και ακόμη και τότε, δεν λαμβάνει χώρα εντός μιας 'συναισθηματικά κενής περιοχής' του εαυτού μας. Αντίθετα, τα ακαριαία συναισθήματά μας, μας θέτουν εντός ενός έντονα προκατειλημμένου τρόπου σκέψης, ιδιαίτερα πάνω σε ζητήματα που μας ενδιαφέρουν πολύ.
Σκεφθείτε έναν άνθρωπο που άκουσε για ένα επιστημονικό εύρημα, το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με τα πιστεύω του σχετικά με τη Θεϊκή προέλευση της Ζωής – για μία νέα εξελικτική αλυσίδα, ας πούμε, που επιβεβαιώνει τις ανθρώπινες ρίζες. Αυτό που λαμβάνει χώρα στη συνέχεια, εξηγεί ο πολιτικός επιστήμων Charles Taber του Πανεπιστημίου του Stony Brook της Νέας Υόρκης, είναι μία υποσυνείδητη δυσάρεστη αντίδραση σ' αυτή τη νέα πληροφορία – και αυτή η αντίδραση, με τη σειρά της, καθοδηγεί τον τύπο των σκέψεων και των συνάψεων που θα σχηματίσει ο συνειδητός νους. «Ο άνθρωπος αυτός θα δημιουργήσει σκέψεις συμβατές με τα υπάρχοντα πιστεύω του», εξηγεί ο Taber, «και θα τις καθοδηγήσει στο να χτίσουν επιχειρήματα τα οποία θα αμφισβητούν αυτό που μόλις άκουσε».
Με άλλα λόγια, όταν νομίζουμε ότι σκεφτόμαστε με τη λογική, αντ΄ αυτού πιθανώς προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τη στάση μας με λογική επιχειρηματολογία. Ή κατ' αναλογία, μέσω του ψυχολόγου του Πανεπιστημίου της Virginia Jonathan Haidt: Πιθανώς νομίζουμε ότι γινόμαστε επιστήμονες, αλλά κατ' ουσία γινόμαστε δικηγόροι.
Η λογική μας επιχειρηματολογία χρησιμοποιείται ως μέσο για το προκαθορισμένο τέλος «να κερδίσουμε την υπόθεση» και είναι γεμάτη με προκαταλήψεις. Αυτές περιέχουν «επιβεβαιωτικά σφάλματα», στα οποία δίνουμε μεγαλύτερη βάση θεωρώντας τα ως αποδείξεις και επιχειρήματα που ενισχύουν τα «πιστεύω» μας και «μη επιβεβαιωτικά σφάλματα», στα οποία ξοδεύουμε πολύ λιγότερη ενέργεια προσπαθώντας να τα αποδείξουμε ως λανθασμένα, εφόσον μας είναι δυσάρεστα.
Παρόλο που τα παραπάνω περιέχουν πολλούς επιστημονικούς όρους, σε όλους είναι κατανοητοί οι μηχανισμοί αυτοί στο επίπεδο των διαπροσωπικών σχέσεων. Εάν κάποιος δεν θέλει να πιστέψει ότι ο σύντροφός του τον απατά, ή ότι το παιδί του είναι τραμπούκος, μπορεί να φτάσει στα άκρα προσπαθώντας να υποβιβάσει συμπεριφορές που φαίνονται προφανείς σε οποιονδήποτε άλλον – ή τέλος πάντων, σε όποιον δεν έχει επενδύσει συναισθηματικά στο να αποδεχθεί την αλήθεια. Η δήλωση αυτή δεν υποδηλώνει ότι δεν μας ενδιαφέρει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο όπως αληθινά είναι –μας ενδιαφέρει.
Ούτε ότι ποτέ δεν μπορεί να αλλάξουμε γνώμη –αλλάζουμε. Αυτό που συμβαίνει όμως είναι πως έχουμε και άλλες αξίες εκτός της αλήθειας –συμπεριλαμβανομένων της ατομικής επιβεβαίωσης και της αυτοπροστασίας- και συνήθως αυτές οι επιδιώξεις, μας κάνουν πολύ αντιδραστικούς στο να αλλάξουμε τα πιστεύω μας, ακόμα και όταν τα γεγονότα το υπαγορεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου