Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Η ακρασία του Αριστοτέλη και η σύγχρονη οικονομική θεωρία

Το άτομο δεν υποτιμά ένα μεγαλύτερο ποσό και δεν προτιμά ένα μικρότερο μόνον επειδή φοβάται. Πολύ συχνά κάνει ακριβώς το ίδιο αλλά για έναν άλλο λόγο: Επειδή το μεγαλύτερο ποσό θα το λάβει έπειτα από καιρό, ενώ το μικρότερο θα το λάβει τώρα. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «μυωπία» και συνδέεται άμεσα με ένα φαινόμενο που είχε εντοπιστεί από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, την ακρασία.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι κάποια από τα στοιχεία της συμπεριφοράς ορισμένες φορές μάς εμποδίζουν να αποφασίσουμε ορθολογικά. Αυτά τα στοιχεία της συμπεριφοράς είναι τα λεγόμενα «πάθη». Τα πάθη θα τα ορίσουμε εδώ πρόχειρα και προσωρινά ως εκείνες τις νοητικές διεργασίες οι οποίες σε εμποδίζουν να πραγματοποιήσεις τους στόχους σου.

Για να το καταλάβουμε καλύτερα, ας δούμε ένα παράδειγμα:

Έχω δύο επιλογές, την Α και τη Β. Με βάση τις επιθυμίες και τις πεποιθήσεις που έχω, η Α ικανοποιεί καλύτερα τις προτιμήσεις μου από τη Β. Αποφασίζω, λοιπόν, ως ορθολογικό άτομο να επιλέξω την Α. Αλλά, τελικά, επιλέγω τη Β. Γιατί; Διότι ενώ γνωρίζω ότι η Α εξυπηρετεί καλύτερα τους σκοπούς μου, «αναγκάστηκα» να επιλέξω τη Β γιατί ήμουν «αιχμάλωτος των παθών μου».

Τι συμβαίνει και κάνουμε άλλες επιλογές από αυτές που θα θέλαμε; Γιατί κάνουμε το Β, ενώ θα θέλαμε το Α και γνωρίζουμε ότι το Α μας συμφέρει, είναι καλύτερο για εμάς; Τι είναι αυτό που μας υποχρεώνει να μην αποφασίζουμε με βάση τις προτιμήσεις μας και τις πεποιθήσεις που έχουμε σχηματίσει για το τι είναι καλό για εμάς; Αυτό το φαινόμενο ο Αριστοτέλης το ονόμασε ακρασία και οι μεταγενέστεροι σχολιαστές διατήρησαν τον όρο στα αγγλικά (akrasia), ορίζοντάς την ως «αδυναμία της θέλησης».

Ο Σωκράτης, ωστόσο, απέρριπτε την έννοια της ακρασίας. Στον διάλογό του με τον Πρωταγόρα υποστηρίζει ότι ακρασία δεν υπάρχει, απλώς κάνουμε αυτό που μας αρέσει. Ας δούμε πώς το διατυπώνει ο ίδιος:

«Και φυσικά κανείς δεν κάνει με τη θέλησή του κάτι που θα τον βλάψει ή που νομίζει ότι θα τον βλάψει. Ο άνθρωπος προφανώς από τη φύση του δεν επιθυμεί να πετύχει κάτι που θεωρεί ότι είναι κακό γι’ αυτόν και, φυσικά, δεν προτιμά κάτι που είναι κακό γι’ αυτόν από κάτι που το θεωρεί καλό. Ακόμα κι όταν αναγκαστεί να επιλέξει μεταξύ δύο κακών, κανείς δεν θα διαλέξει το χειρότερο από το λιγότερο κακό [και με αυτά όλοι μας συμφωνήσαμε]».

Για τον Σωκράτη, λοιπόν, ακρασία δεν υπάρχει. Αν θέλεις να κάνεις το Α και κάνεις, τελικά, το Β, αυτό σημαίνει ότι από την αρχή ήθελες το Β ή (αν, πράγματι, ήθελες το Α) ότι όταν ήρθε η ώρα της επιλογής, απλώς άλλαξες γνώμη και διάλεξες το Β. Διότι, σύμφωνα με τον Σωκράτη, αποκλείεται να θεωρούσες πιο ευχάριστο για σένα το Α και να επέλεξες το Β. Δεδομένου ότι κανείς δεν σε έπιασε από τον λαιμό, προφανώς προτιμούσες το Β την ώρα που επέλεγες (ή απλώς το Β ήταν λιγότερο δυσάρεστο από το Α). Αλλά ας δούμε το επιχείρημα του Σωκράτη λίγο πιο προσεκτικά, παρακολουθώντας με προσοχή τον συλλογισμό του.

Το πρόβλημα της ακρασίας είναι το εξής: Ο άνθρωπος έχει να επιλέξει μεταξύ του Α, το οποίο θέλει να επιλέξει γιατί το θεωρεί καλό και ωφέλιμο γι’ αυτόν, και του Β, το οποίο δεν θέλει να επιλέξει, γιατί το θεωρεί κακό γι’ αυτόν. Αλλά επιλέγει το Β γιατί είναι ευχάριστο. Έτσι:

Ι.Ένα άτομο με τη θέλησή του κάνει μια πράξη που γνωρίζει ότι είναι κακή για το ίδιο, διότι υπερνικά η ευχαρίστηση.

Αλλά η ευχαρίστηση, σύμφωνα με τον Σωκράτη, είναι καλό πράγμα! Άρα μπορούμε να αναδιατυπώσουμε την i ως εξής:

ΙΙ. Ένα άτομο με τη θέλησή του κάνει μια πράξη που γνωρίζει ότι είναι κακή για το ίδιο, διότι υπερνικά το καλό.

Αλλά αυτή η πρόταση είναι, σύμφωνα με τον Σωκράτη, γελοία («γελοίον»). Και δεν φτάνει αυτό, η πρόταση μπορεί να γίνει ακόμα πιο γελοία, καθώς το κακό είναι, φυσικά, κάτι το οποίο το άτομο αποφεύγει γιατί είναι οδυνηρό. Από την Ι. μπορούμε, λοιπόν, να καταλήξουμε και στην ΙΙΙ:

ΙΙΙ. Ένα άτομο με τη θέλησή του κάνει μια πράξη που γνωρίζει ότι είναι οδυνηρή για το ίδιο, διότι υπερνικά η ευχαρίστηση.

Όπως καταλαβαίνετε, οι τρεις προτάσεις λένε το ίδιο πράγμα, απλώς αλλάξαμε (ο Σωκράτης, για την ακρίβεια) τις λέξεις, αντικαθιστώντας τες με ισοδύναμες. Ο Σωκράτης αποδεικνύει έτσι με μεγάλη ευκολία το παράδοξο της έννοιας της ακρασίας:

Εφόσον εσύ αποφασίζεις τι θα κάνεις με βάση τις επιθυμίες σου και τις πεποιθήσεις σου, αυτό που κάνεις είναι αυτό που πραγματικά ικανοποιεί τις επιθυμίες σου σύμφωνα με τις πεποιθήσεις σου, αλλιώς δεν θα το έκανες. Αν το Α σε ικανοποιούσε περισσότερο, θα το είχες επιλέξει. Εφόσον, τελικά, έκανες το Β, αυτό σε ικανοποιεί – και γι’ αυτό το επέλεξες. Ό,τι επιλέγεις σε ικανοποιεί – ό,τι σε ικανοποιεί το επιλέγεις.

Το επιχείρημα του Σωκράτη είναι απόλυτα συμβατό με τη ΘΟΕ (θεωρία της ορθολογικής επιλογής) και ίσως αποτελεί και την πρώτη διατύπωσή της. Όμως είναι μια προβληματική διατύπωση (άλλωστε προκύπτει από ένα παράδοξο!) για διάφορους λόγους.

Καταρχάς είναι ταυτολογική (όπως είναι και η ΘΟΕ σε μεγάλο βαθμό). Επιπλέον, δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη τα λάθη στις πεποιθήσεις. Αυτό το πρόβλημα, όμως, ο Σωκράτης το αναγνώρισε: Οι άνθρωποι μπορεί να επιλέξουν λάθος διότι δεν έχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες. Αν κάνεις κακό στον εαυτό σου με τη θέλησή σου, αυτό σημαίνει ότι μάλλον δεν ήξερες τι έκανες: Ο Πλάτωνας, μαθητής του Σωκράτη (και δάσκαλος του Αριστοτέλη), θεωρούσε όχι μόνο ότι ο δάσκαλός του δεν είχε δίκιο, αλλά ότι οι άνθρωποι κυριαρχούνται από τα πάθη τους (συναισθήματα και προσδοκία ηδονών) σε βάρος της λογικής. Είναι πολύ δύσκολο, πίστευε, να βρεις ανθρώπους που ο ορθός λόγος διέπει την κρίση τους στα περισσότερα από όσα κάνουν.

Ένας άλλος μαθητής του Σωκράτη, ο Ξενοφών, διαφωνούσε με τον Πλάτωνα.

«Εντάξει, ο Σωκράτης προφανώς υπερβάλλει όταν θεωρεί κάθε επιλογή μας εκούσια, αλλά δεν είμαστε και έρμαια των παθών μας, όπως φοβάται ο Πλάτωνας. Η κρίση μας διέπεται από τον ορθό λόγο αλλά τα πάθη συχνά την μπερδεύουν, εμπλέκονται με τον ορθό λόγο και το αποτέλεσμα είναι να πράττουμε κάποιες φορές διαφορετικά από τον τρόπο που θεωρούμε σωστό».

Ο Αριστοτέλης, όμως, δεν αρκέστηκε στις επιφανειακές συζητήσεις του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, αλλά μελέτησε με προσοχή την ακρασία. Οι παρατηρήσεις του είναι ως επί το πλείστον εμπειρικές (κάτι που συνήθιζε ο Αριστοτέλης) και έχουν περίπου ως εξής:

Υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: οι εγκρατείς και οι ακρατείς. Οι εγκρατείς κάνουν αυτό που θεωρούν καλύτερο χωρίς να επηρεάζονται από τα πάθη αλλά μόνο από τον ορθό λόγο. Αντίθετα, οι ακρατείς πράττουν υπό την επήρεια των παθών. Αλλά δεν είναι όλοι οι ακρατείς ίδιοι.

Αυτοί που έχουν ασθενική θέληση γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό, αλλά δεν το κάνουν. Παρασύρονται από το πάθος τους. Από την άλλη, οι προπετείς παρασύρονται από τα πάθη τους χωρίς καν πριν να προσπαθήσουν να αναζητήσουν τη σωστή απόφαση με βάση τον ορθό λόγο. Απλά δρουν παρορμητικά όντας έρμαια των παθών. Οι πρώτοι βασανίζονται γιατί ξέρουν το σωστό αλλά δεν μπορούν να το κάνουν, οι δεύτεροι δεν προβληματίζονται καθόλου. Αλλά και οι δύο (και ο ασθενής και ο προπετής) μετανιώνουν. Συνήθως, τα δύο πάθη που ελέγχουν τους ακρατείς είναι ο θυμός και η ηδονή.

Ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε, πάντως, ότι οι άνθρωποι άγονται και φέρονται από τα «ανορθολογικά» πάθη. Θεωρούσε ότι η ακρασία είναι ένα είδος ασθένειας της βούλησης, που προσβάλλει ορισμένους ανθρώπους που συστηματικά φέρονται ανορθολογικά. Αλλά τι είδος ασθένειας είναι; Ο Αριστοτέλης, τελικά, παραδέχεται ότι δεν είναι ακριβώς ασθένεια αλλά άγνοια (είχε δίκιο τελικά ο Σωκράτης!). Ο ασθενής και ο προπετής δεν έχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιλέξουν σωστά.

Αυτό, όμως, που ο Σωκράτης δεν έλαβε υπόψη του είναι ο χρόνος. Ο χρόνος επηρεάζει καταλυτικά τις επιλογές μας για έναν απλό λόγο: Προτιμάμε το παρόν από το μέλλον. Είμαστε κατά κάποιον τρόπο «μυωπικοί». Αυτό μπορεί να συμβαίνει για πολλούς λόγους αλλά ίσως ένας είναι η αίσθηση της θνητότητάς μας.

Ας το δούμε πάλι αριθμητικά. Αν κάποιος μας προσφέρει σήμερα 1.000 ευρώ ή του χρόνου 1.100 ευρώ, θα πρέπει να επιλέξουμε τα 1.100 ευρώ γιατί ο πληθωρισμός είναι μικρότερος του 10%, αλλά από την άλλη τα «1.100 ευρώ του χρόνου» δεν έχουν για εμάς την αξία των «1.100 ευρώ σήμερα», αλλά πολύ μικρότερη, ίσως ακόμα και 900 ευρώ (άσε που μπορεί να τα πάρεις σε δραχμές)! Αυτός είναι ο λόγος που θα προτιμήσουμε τώρα τα 1.000 ευρώ. Επειδή η επιλογή θα γίνει τώρα, θα πρέπει να συγκρίνουμε τώρα τα 1.000 ευρώ με τα 1.100 ευρώ: τα 1.000 είναι 1.000 αλλά τα 1.100 είναι 1.100 επί την έκπτωση της χρονικής απόστασης. Αλλά αυτή η τάση να κάνουμε εκπτώσεις για το μέλλον δεν περιορίζεται στα χρήματα. Γενικά υποτιμάμε το μέλλον. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι διάφοροι εθισμοί:

«Ας καπνίσω τώρα, και στο μέλλον θα το κόψω!»

«Ας φάμε τώρα, κι από τη Δευτέρα δίαιτα!»

«Ακόμα ένα ποτηράκι, και αύριο δεν θα πιω γουλιά!»

«Νυστάζω, θα πλύνω τα δόντια μου το πρωί».

Όλες αυτές τις μεγάλες κουβέντες τις είπαν άνθρωποι που συνέχισαν να υποτιμούν το μέλλον προς όφελος του παρόντος. Ένας από τους λόγους που το κάνουμε αυτό όλοι είναι ότι δεν είμαστε κάθε μέρα οι ίδιοι. Τι σχέση έχουν οι επιθυμίες μας, οι στόχοι μας και οι πεποιθήσεις μας τώρα με εκείνες που είχαμε όταν ήμασταν πέντε ετών ή με εκείνες όταν θα είμαστε εξήντα πέντε; «Δεν μπορώ να επιστρέφω στο παρελθόν, ήμουν ένα άλλο πρόσωπο τότε», γράφει ο Λιούις Κάρολ.

Αλλά όσοι κι αν είναι οι εαυτοί, ένα είναι το σίγουρο: Στον μελλοντικό μου εαυτό εγώ θα είμαι πάλι μέσα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, εγώ θα την πληρώσω γιατί ποιοτικά οι εαυτοί μας είναι πολλοί αλλά ποσοτικά είναι ένας. Αυτό συμβαίνει με όλες τις μελλοντικές συνέπειες. Εμείς θα τις υποστούμε, όσο μακρινό κι αν μας φαίνεται τώρα αυτό.

Όμως αυτές ακριβώς οι αποφάσεις που φαίνονται παράλογες και ανορθολογικές, αν η θεωρία για τους πολλαπλούς εαυτούς δεν μας πείθει, ίσως φαίνονται περισσότερο ορθολογικές εάν υιοθετήσουμε τη θεωρία για τον ορθολογικό εθισμό του Gary Becker. Ορθολογικά εθισμένος είναι αυτός που ξέρει τις συνέπειες των πράξεών του και τις αποδέχεται ορθολογικά, καθώς η σημερινή ευχαρίστηση είναι μεγαλύτερη από το προσδοκώμενο όφελος της σημερινής εγκράτειας. Όπως γράφει ο συγγραφέας Kingsley Amis:

«Δεν αξίζει να αρνηθούμε καμία απόλαυση για να κερδίσουμε δύο χρόνια επιπλέον σ’ ένα γηροκομείο».

Η θεωρία του Becker (που τη διατύπωσε σε συνεργασία με τον Kevin Murphy) είναι πιο εκλεπτυσμένη και αρκετά πειστική για αρκετές περιπτώσεις. Σύμφωνα με τους Becker και Murphy, είναι κάποιος ορθολογικός εφόσον έχει συνεπές πλάνο μεγιστοποίησης της ωφελιμότητας σε βάθος χρόνου.

Ένας ισχυρός εθισμός (όπως το τσιγάρο ή τα ναρκωτικά) έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται καταλυτικά η παρούσα κατανάλωση ενός αγαθού από την κατανάλωσή του στο παρελθόν (επειδή κάπνιζα τα τελευταία δέκα χρόνια δύο πακέτα την ημέρα, τώρα δεν μπορώ να σταματήσω, ούτε καν να το μειώσω!). Αυτό το γνωρίζει το ορθολογικό άτομο, αλλά παρά ταύτα επιλέγει να εθιστεί. Ξέρει ότι με το να καπνίσει σήμερα θα μειώσει το προσδόκιμο ζωής του και επιπλέον θα είναι δυσκολότερο να το κόψει αύριο, αλλά το προτιμά από το να μην καπνίσει σήμερα, καθώς υποτιμά το μέλλον (όπως ο Amis).

Όμως το κάνει μέχρι ένα σημείο. Αν η τιμή των τσιγάρων αυξηθεί, αυτό θα επηρεάσει την απόφασή του. Αν μάθει ότι η τιμή θα διπλασιαστεί σε έναν χρόνο, ίσως σκεφτεί την πιθανότητα να καπνίζει λιγότερο. Το ότι είναι εθισμένος δεν σημαίνει ότι δεν συγκρίνει το σημερινό όφελος με το μελλοντικό προσδοκώμενο κόστος – κάθε άλλο! Δεν είναι βλάκας, είναι απλά ορθολογικά εθισμένος!

Η θεωρία του ορθολογικού εθισμού έχει επιβεβαιωθεί σε σειρά εμπειρικών ερευνών αλλά, φυσικά, έχει υποστεί και έντονη κριτική. Βρίσκεται στα όρια της Θεωρίας της Ορθολογικής Επιλογής και η βασική αντίρρηση που μπορεί να διατυπώσει κάποιος είναι η εξής (που ισχύει για την ακρασία γενικά): Γιατί να πρέπει να αποδείξουμε ότι όλες οι πράξεις και όλοι οι άνθρωποι είναι ορθολογικοί; Γιατί να μην υπάρχουν εξαιρέσεις; Ακόμα κι αν οι εξαιρέσεις είναι πολλές, ακόμα κι αν είναι περισσότερες από τις «κανονικές» περιπτώσεις και πάλι μια θεωρία ορθολογικότητας δεν χάνει την προβλεπτική της ισχύ, καθώς, ενώ οι ορθολογικές συμπεριφορές μπορούν να μοντελοποιηθούν, οι ανορθολογικές δεν μπορούν διότι δεν ανήκουν σε μια κατηγορία με συνέπεια και ομοιογένεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου