Ο σύγχρονος κόσμος είναι επιφυλακτικός με τη συμπόνια επειδή, κατά κάποιον τρόπο, έχει αποδεχτεί πως η ζωή είναι μια ζούγκλα και ότι ο άνθρωπος μέσα σε αυτήν θέλει να πατήσει επί πτωμάτων. Αν δούμε τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά, μέσα σε μια καταναλωτική κοινωνία, η συμπόνια στην καλύτερη περίπτωση μοιάζει με πολυτέλεια και στη χειρότερη με μια ηττοπαθή ανοησία και αυταπάτη των αδυνάμων.
Η επιστήμη της εξέλιξης όμως υποστηρίζει πως η συνεργασία και τα βασικά συναισθήματα που τη δομούν, δηλαδή η ενσυναίσθηση, η συμπόνια και η γενναιοδωρία, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Η συμπόνια αποβαίνει προς ίδιον όφελος – οι εξελικτικοί βιολόγοι το ονόμασαν «αμοιβαίο αλτρουισμό». Δηλαδή, εσύ μου δίνεις σήμερα, εγώ σου δίνω αύριο.
Η συμφωνία αυτή ήταν και είναι θεμελιώδης για την επιβίωσή μας. Φαίνεται ότι παιδιά ηλικίας έξι μηνών δείχνουν σαφή προτίμηση σε παιχνίδια στα οποία είναι εμφανής η αναγκαιότητα της αλληλεγγύης, παρά σε εκείνα που την παρεμποδίζουν ή την κρύβουν. Όταν βοηθάμε τους άλλους, νιώθουμε συχνά μια ανεξήγητη ευφορία. Αυτό συμβαίνει επειδή στον εγκέφαλό μας απελευθερώνονται ενδορφίνες, οι οποίες προκαλούν μια κατάσταση ευφορίας.
Τα ίδια κέντρα επιβράβευσης που βρίσκονται στον εγκέφαλό μας ενεργοποιούνται όταν συμπάσχουμε με τους άλλους, όπως ακριβώς ενεργοποιούνται όταν σκεφτόμαστε τη σοκολάτα. Το ζεστό αυτό συναίσθημα που νιώθουμε όταν βοηθάμε τους άλλους οφείλεται στην έκκριση της ωκυτοκίνης, ορμόνης που απελευθερώνεται κυρίως στις μητέρες που θηλάζουν. Η ορμόνη αυτή συνδέεται με πολλά άλλα οφέλη για την υγεία και φαίνεται να μειώνει τις πιθανότητες φλεγμονής στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Η συμπόνια επομένως μας κάνει κυριολεκτικά εγκάρδιους, δηλαδή με ευτυχισμένη και υγιή καρδιά. Επιπλέον, η συμπόνια έχει την τάση να είναι μεταδοτική. Όταν οι άλλοι είναι συμπονετικοί, νιώθουμε κι εμείς έτσι, γεγονός που μας προκαλεί ένα είδος «ηθικής ανύψωσης», όπως επισημαίνει ο Πολ Έκμαν. Πρόσφατες έρευνες, που διενήργησαν οι κοινωνιολόγοι Νικόλας Χρηστάκης και Τζέιμς Φόουλερ, μας λένε ότι αυτή η τάση μετάδοσης μπορεί να φτάσει σε δύο ή και τρία επίπεδα κοινωνικών κύκλων πέρα από εμάς.
Σε πειράματα όπου συμμετείχε μεγάλος αριθμός ατόμων φάνηκε ότι αν είμαστε ευγενικοί και συμπονετικοί, τότε είναι πιθανότερο και οι φίλοι μας, οι φίλοι των φίλων μας, ακόμα και άλλοι παραπέρα, να είναι ή να γίνουν και εκείνοι ευγενικοί και συμπονετικοί. Πολλές φορές, όμως, είμαστε επιφυλακτικοί με τη συμπόνια, μήπως τυχόν καταλήξουμε να γίνουμε αδύναμοι ή ευάλωτοι έχοντας ανοίξει την καρδιά μας.
Ο ψυχολόγος Πολ Γκίλμπερτ ανακάλυψε ότι υπάρχουν άνθρωποι που αποφεύγουν να νιώσουν συμπόνια επειδή φοβούνται μήπως οι άλλοι τους εκμεταλλευτούν ή νιώσουν εξάρτηση από αυτούς ή μήπως τελικά δεν καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τη δυστυχία των άλλων. Η διαφορά μεταξύ ενσυναίσθησης και συμπόνιας έγκειται στο ότι η ενσυναίσθηση είναι απλώς μια εμπειρία εμβάθυνσης στα συναισθήματα των άλλων, ενώ η συμπόνια είναι μια πιο ισχυρή κατάσταση, στην οποία επιζητάμε και το καλό των άλλων.
Αν δούμε έναν άνθρωπο να τον έχει πλακώσει ένας βράχος, το ζητούμενο δεν είναι να χωθούμε κι εμείς κάτω από τον βράχο για να του συμπαρασταθούμε· το ζητούμενο είναι πώς θα μετακινήσουμε τον βράχο. Επίσης, πολλοί άνθρωποι δεν αποδέχονται τη συμπόνια επειδή φοβούνται πως οι άλλοι θα τους ζητήσουν κάτι σε αντάλλαγμα ή ότι στην καλύτερη περίπτωση θα νιώσουν υποχρεωμένοι.
Κάποιοι άλλοι άνθρωποι, τέλος, αποφεύγουν να αφεθούν να νιώσουν συμπόνια για τον ίδιο τους τον εαυτό, επειδή φοβούνται ότι αυτό θα τους κάνει αδύναμους ή λιγότερο εργατικούς ή θλιμμένους. Ο Γκίλμπερτ λέει σχετικά: «Η συμπόνια μπορεί να ρέει ομαλά στη ζωή μας όταν την καταλάβουμε και προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε τους φόβους και τις αντιστάσεις μας. Η συμπόνια είναι από τα πιο δύσκολα και θαρραλέα κίνητρα που έχουμε στη ζωή, όπως και από τα πιο θεραπευτικά και ευεργετικά».
Η επιστήμη της εξέλιξης όμως υποστηρίζει πως η συνεργασία και τα βασικά συναισθήματα που τη δομούν, δηλαδή η ενσυναίσθηση, η συμπόνια και η γενναιοδωρία, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Η συμπόνια αποβαίνει προς ίδιον όφελος – οι εξελικτικοί βιολόγοι το ονόμασαν «αμοιβαίο αλτρουισμό». Δηλαδή, εσύ μου δίνεις σήμερα, εγώ σου δίνω αύριο.
Η συμφωνία αυτή ήταν και είναι θεμελιώδης για την επιβίωσή μας. Φαίνεται ότι παιδιά ηλικίας έξι μηνών δείχνουν σαφή προτίμηση σε παιχνίδια στα οποία είναι εμφανής η αναγκαιότητα της αλληλεγγύης, παρά σε εκείνα που την παρεμποδίζουν ή την κρύβουν. Όταν βοηθάμε τους άλλους, νιώθουμε συχνά μια ανεξήγητη ευφορία. Αυτό συμβαίνει επειδή στον εγκέφαλό μας απελευθερώνονται ενδορφίνες, οι οποίες προκαλούν μια κατάσταση ευφορίας.
Τα ίδια κέντρα επιβράβευσης που βρίσκονται στον εγκέφαλό μας ενεργοποιούνται όταν συμπάσχουμε με τους άλλους, όπως ακριβώς ενεργοποιούνται όταν σκεφτόμαστε τη σοκολάτα. Το ζεστό αυτό συναίσθημα που νιώθουμε όταν βοηθάμε τους άλλους οφείλεται στην έκκριση της ωκυτοκίνης, ορμόνης που απελευθερώνεται κυρίως στις μητέρες που θηλάζουν. Η ορμόνη αυτή συνδέεται με πολλά άλλα οφέλη για την υγεία και φαίνεται να μειώνει τις πιθανότητες φλεγμονής στο καρδιαγγειακό σύστημα.
Η συμπόνια επομένως μας κάνει κυριολεκτικά εγκάρδιους, δηλαδή με ευτυχισμένη και υγιή καρδιά. Επιπλέον, η συμπόνια έχει την τάση να είναι μεταδοτική. Όταν οι άλλοι είναι συμπονετικοί, νιώθουμε κι εμείς έτσι, γεγονός που μας προκαλεί ένα είδος «ηθικής ανύψωσης», όπως επισημαίνει ο Πολ Έκμαν. Πρόσφατες έρευνες, που διενήργησαν οι κοινωνιολόγοι Νικόλας Χρηστάκης και Τζέιμς Φόουλερ, μας λένε ότι αυτή η τάση μετάδοσης μπορεί να φτάσει σε δύο ή και τρία επίπεδα κοινωνικών κύκλων πέρα από εμάς.
Σε πειράματα όπου συμμετείχε μεγάλος αριθμός ατόμων φάνηκε ότι αν είμαστε ευγενικοί και συμπονετικοί, τότε είναι πιθανότερο και οι φίλοι μας, οι φίλοι των φίλων μας, ακόμα και άλλοι παραπέρα, να είναι ή να γίνουν και εκείνοι ευγενικοί και συμπονετικοί. Πολλές φορές, όμως, είμαστε επιφυλακτικοί με τη συμπόνια, μήπως τυχόν καταλήξουμε να γίνουμε αδύναμοι ή ευάλωτοι έχοντας ανοίξει την καρδιά μας.
Ο ψυχολόγος Πολ Γκίλμπερτ ανακάλυψε ότι υπάρχουν άνθρωποι που αποφεύγουν να νιώσουν συμπόνια επειδή φοβούνται μήπως οι άλλοι τους εκμεταλλευτούν ή νιώσουν εξάρτηση από αυτούς ή μήπως τελικά δεν καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τη δυστυχία των άλλων. Η διαφορά μεταξύ ενσυναίσθησης και συμπόνιας έγκειται στο ότι η ενσυναίσθηση είναι απλώς μια εμπειρία εμβάθυνσης στα συναισθήματα των άλλων, ενώ η συμπόνια είναι μια πιο ισχυρή κατάσταση, στην οποία επιζητάμε και το καλό των άλλων.
Αν δούμε έναν άνθρωπο να τον έχει πλακώσει ένας βράχος, το ζητούμενο δεν είναι να χωθούμε κι εμείς κάτω από τον βράχο για να του συμπαρασταθούμε· το ζητούμενο είναι πώς θα μετακινήσουμε τον βράχο. Επίσης, πολλοί άνθρωποι δεν αποδέχονται τη συμπόνια επειδή φοβούνται πως οι άλλοι θα τους ζητήσουν κάτι σε αντάλλαγμα ή ότι στην καλύτερη περίπτωση θα νιώσουν υποχρεωμένοι.
Κάποιοι άλλοι άνθρωποι, τέλος, αποφεύγουν να αφεθούν να νιώσουν συμπόνια για τον ίδιο τους τον εαυτό, επειδή φοβούνται ότι αυτό θα τους κάνει αδύναμους ή λιγότερο εργατικούς ή θλιμμένους. Ο Γκίλμπερτ λέει σχετικά: «Η συμπόνια μπορεί να ρέει ομαλά στη ζωή μας όταν την καταλάβουμε και προσπαθήσουμε να απομακρύνουμε τους φόβους και τις αντιστάσεις μας. Η συμπόνια είναι από τα πιο δύσκολα και θαρραλέα κίνητρα που έχουμε στη ζωή, όπως και από τα πιο θεραπευτικά και ευεργετικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου