ΕΡ. τοιάδε μέντοι τῶν φρενοπλήκτων
1055 βουλεύματ᾽ ἔπη τ᾽ ἔστιν ἀκοῦσαι.
τί γὰρ ἐλλείπει μὴ ‹οὐ› παραπαίειν
ἡ τοῦδ᾽ εὐχή; τί χαλᾷ μανιῶν;
ἀλλ᾽ οὖν ὑμεῖς γ᾽ αἱ πημοσύναις
συγκάμνουσαι ταῖς τοῦδε τόπων
1060 μετά ποι χωρεῖτ᾽ ἐκ τῶνδε θοῶς,
μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώσῃ
βροντῆς μύκημ᾽ ἀτέραμνον.
ΧΟ. ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ᾽
ὅ τι καὶ πείσεις· οὐ γὰρ δή που
1065 τοῦτό γε τλητὸν παρέσυρας ἔπος.
πῶς με κελεύεις κακότητ᾽ ἀσκεῖν;
μετὰ τοῦδ᾽ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἐθέλω·
τοὺς προδότας γὰρ μισεῖν ἔμαθον,
κοὐκ ἔστι νόσος
1070 τῆσδ᾽ ἥντιν᾽ ἀπέπτυσα μᾶλλον.
ΕΡ. ἀλλ᾽ οὖν μέμνησθ᾽ ἁγὼ προλέγω,
μηδὲ πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι
μέμψησθε τύχην, μηδέ ποτ᾽ εἴπηθ᾽
ὡς Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον
1075 πῆμ᾽ εἰσέβαλεν· μὴ δῆτ᾽, αὐταὶ δ᾽
ὑμᾶς αὐτάς. εἰδυῖαι γὰρ
κοὐκ ἐξαίφνης οὐδὲ λαθραίως
εἰς ἀπέρατον δίκτυον ἄτης
ἐμπλεχθήσεσθ᾽ ὑπ᾽ ἀνοίας.
1080 ΠΡ. καὶ μὴν ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ
χθὼν σεσάλευται.
βρυχία δ᾽ ἠχὼ παραμυκᾶται
βροντῆς, ἕλικες δ᾽ ἐκλάμπουσι
στεροπῆς ζάπυροι, στρόμβοι δὲ κόνιν
1085 εἱλίσσουσιν· σκιρτᾷ δ᾽ ἀνέμων
πνεύματα πάντων εἰς ἄλληλα
στάσιν ἀντίπνουν [ἀποδεικνύμενα]··
ξυντετάρακται δ᾽ αἰθὴρ πόντῳ.
τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ ῥιπὴ Διόθεν
1090 τεύχουσα φόβον στείχει φανερῶς.
ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας, ὦ πάντων
αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων,
ἐσορᾷς ὡς ἔκδικα πάσχω.
***
ΕΡΜΗΣ
Τέτοια ξώφρενα λόγια δεν είναι ν᾽ ακούς
μόνο ενός που του σάλεψε σίγουρα ο νους;
Γιατ᾽ αλήθεια τί λείπει να μην είν᾽ αυτή
του νου βλάβη η ευχή του και τρέλα σωστή;
Μα εσείς τώρα που κάθεστε κι έτσι αυτουνού
συμπονάτε τα πάθη, βιαστείτε απ᾽ εδώ
1060 να τραβήξετε γρήγορ᾽ αλλού πουθενά,
για να μη της βροντής το φριχτό μουγγητό
σας ζαλώσει τα φρένα.
ΧΟΡΟΣ
Άλλο τίποτ᾽ αν έχεις να λες που μπορεί
να με πείσεις· γιατί, όσο βέβαια για αυτά,
που ξεστόμισες τώρα, δε στέκουν για με.
Πώς με βάζεις να κάμω μια πράξη κακή;
κάλλιο ό,τι ᾽ναι μαζί του να πάθω κι εγώ,
που έχω μάθει από πάντα σαν τί να μισώ
τον προδότη, και που άλλη καμιά σαν αυτή
1070 δε φοβούμαι χειρότερη αρρώστια.
ΕΡΜΗΣ
Λοιπόν ό,τι προλέγω θυμάστε καλά,
κι όταν η άδικη ώρα θ᾽ αδράξει και σας,
με την τύχη μην έχετε τότε αφορμή,
μηδέ πείτε σ᾽ απρόβλεπτα ο Δίας κακά
πως σας έριξε μέσα· μα μόνο σε σας
θα ᾽ν᾽ το φταίξιμο, μια που το ξέρατε πριν
κι όχι ανύποπτα κι άξαφνα μες στου χαμού
θα μπλεχθείτε τ᾽ απέραντα βρόχια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
1080 Όχι πια με τα λόγια, μα ιδού αληθινά
που τραντάζεται η γης
και μαζί μουκανιέται βαρύ της βροντής
τ᾽ αντιλάλημ᾽ απόγεια και γλώσσες στριφτές
οι αστραπές σαϊτεύουν φωτιάς.
Άγριος σίφουνας στρίβει ψηλά κορνιαχτό,
όλοι οι ανέμοι σκιρτούν, και μ᾽ αντίπνοη οργή
στήνουν πόλεμο ο ένας στον άλλο αντικρύ,
και ταράχτηκε ο αιθέρας με τον πόντο μαζί.
Βέβαια τέτοια απ᾽ το Δία χυμάει φανερά
1090 κατά πάνω μου αντάρα, που τρόμο γεννά.
Μα ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω που συ
μες στο φως σου τυλίγεις, αιθέρα, το παν,
πόσον άδικα, δείτε με, πάσχω!
1055 βουλεύματ᾽ ἔπη τ᾽ ἔστιν ἀκοῦσαι.
τί γὰρ ἐλλείπει μὴ ‹οὐ› παραπαίειν
ἡ τοῦδ᾽ εὐχή; τί χαλᾷ μανιῶν;
ἀλλ᾽ οὖν ὑμεῖς γ᾽ αἱ πημοσύναις
συγκάμνουσαι ταῖς τοῦδε τόπων
1060 μετά ποι χωρεῖτ᾽ ἐκ τῶνδε θοῶς,
μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώσῃ
βροντῆς μύκημ᾽ ἀτέραμνον.
ΧΟ. ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ᾽
ὅ τι καὶ πείσεις· οὐ γὰρ δή που
1065 τοῦτό γε τλητὸν παρέσυρας ἔπος.
πῶς με κελεύεις κακότητ᾽ ἀσκεῖν;
μετὰ τοῦδ᾽ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἐθέλω·
τοὺς προδότας γὰρ μισεῖν ἔμαθον,
κοὐκ ἔστι νόσος
1070 τῆσδ᾽ ἥντιν᾽ ἀπέπτυσα μᾶλλον.
ΕΡ. ἀλλ᾽ οὖν μέμνησθ᾽ ἁγὼ προλέγω,
μηδὲ πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι
μέμψησθε τύχην, μηδέ ποτ᾽ εἴπηθ᾽
ὡς Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον
1075 πῆμ᾽ εἰσέβαλεν· μὴ δῆτ᾽, αὐταὶ δ᾽
ὑμᾶς αὐτάς. εἰδυῖαι γὰρ
κοὐκ ἐξαίφνης οὐδὲ λαθραίως
εἰς ἀπέρατον δίκτυον ἄτης
ἐμπλεχθήσεσθ᾽ ὑπ᾽ ἀνοίας.
1080 ΠΡ. καὶ μὴν ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ
χθὼν σεσάλευται.
βρυχία δ᾽ ἠχὼ παραμυκᾶται
βροντῆς, ἕλικες δ᾽ ἐκλάμπουσι
στεροπῆς ζάπυροι, στρόμβοι δὲ κόνιν
1085 εἱλίσσουσιν· σκιρτᾷ δ᾽ ἀνέμων
πνεύματα πάντων εἰς ἄλληλα
στάσιν ἀντίπνουν [ἀποδεικνύμενα]··
ξυντετάρακται δ᾽ αἰθὴρ πόντῳ.
τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ ῥιπὴ Διόθεν
1090 τεύχουσα φόβον στείχει φανερῶς.
ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας, ὦ πάντων
αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων,
ἐσορᾷς ὡς ἔκδικα πάσχω.
***
ΕΡΜΗΣ
Τέτοια ξώφρενα λόγια δεν είναι ν᾽ ακούς
μόνο ενός που του σάλεψε σίγουρα ο νους;
Γιατ᾽ αλήθεια τί λείπει να μην είν᾽ αυτή
του νου βλάβη η ευχή του και τρέλα σωστή;
Μα εσείς τώρα που κάθεστε κι έτσι αυτουνού
συμπονάτε τα πάθη, βιαστείτε απ᾽ εδώ
1060 να τραβήξετε γρήγορ᾽ αλλού πουθενά,
για να μη της βροντής το φριχτό μουγγητό
σας ζαλώσει τα φρένα.
ΧΟΡΟΣ
Άλλο τίποτ᾽ αν έχεις να λες που μπορεί
να με πείσεις· γιατί, όσο βέβαια για αυτά,
που ξεστόμισες τώρα, δε στέκουν για με.
Πώς με βάζεις να κάμω μια πράξη κακή;
κάλλιο ό,τι ᾽ναι μαζί του να πάθω κι εγώ,
που έχω μάθει από πάντα σαν τί να μισώ
τον προδότη, και που άλλη καμιά σαν αυτή
1070 δε φοβούμαι χειρότερη αρρώστια.
ΕΡΜΗΣ
Λοιπόν ό,τι προλέγω θυμάστε καλά,
κι όταν η άδικη ώρα θ᾽ αδράξει και σας,
με την τύχη μην έχετε τότε αφορμή,
μηδέ πείτε σ᾽ απρόβλεπτα ο Δίας κακά
πως σας έριξε μέσα· μα μόνο σε σας
θα ᾽ν᾽ το φταίξιμο, μια που το ξέρατε πριν
κι όχι ανύποπτα κι άξαφνα μες στου χαμού
θα μπλεχθείτε τ᾽ απέραντα βρόχια.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
1080 Όχι πια με τα λόγια, μα ιδού αληθινά
που τραντάζεται η γης
και μαζί μουκανιέται βαρύ της βροντής
τ᾽ αντιλάλημ᾽ απόγεια και γλώσσες στριφτές
οι αστραπές σαϊτεύουν φωτιάς.
Άγριος σίφουνας στρίβει ψηλά κορνιαχτό,
όλοι οι ανέμοι σκιρτούν, και μ᾽ αντίπνοη οργή
στήνουν πόλεμο ο ένας στον άλλο αντικρύ,
και ταράχτηκε ο αιθέρας με τον πόντο μαζί.
Βέβαια τέτοια απ᾽ το Δία χυμάει φανερά
1090 κατά πάνω μου αντάρα, που τρόμο γεννά.
Μα ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω που συ
μες στο φως σου τυλίγεις, αιθέρα, το παν,
πόσον άδικα, δείτε με, πάσχω!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου