ΠΡ. ἐπεὶ προθυμεῖσθ᾽, οὐκ ἐναντιώσομαι
τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν πᾶν ὅσον προσχρῄζετε.
σοὶ πρῶτον, Ἰοῖ, πολύδονον πλάνην φράσω,
ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν.
790 ὅταν περάσῃς ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον,
πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς
πόντου περῶσα φλοῖσβον, ἔστ᾽ ἂν ἐξίκῃ
πρὸς Γοργόνεια πεδία Κισθήνης, ἵνα
αἱ Φορκίδες ναίουσι, δηναιαὶ κόραι
795 τρεῖς κυκνόμορφοι, κοινὸν ὄμμ᾽ ἐκτημέναι,
μονόδοντες, ἃς οὔθ᾽ ἥλιος προσδέρκεται
ἀκτῖσιν οὔθ᾽ ἡ νύκτερος μήνη ποτέ.
πέλας δ᾽ ἀδελφαὶ τῶνδε τρεῖς κατάπτεροι,
δρακοντόμαλλοι Γοργόνες βροτοστυγεῖς,
800 ἃς θνητὸς οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοάς·
τοιοῦτο μέν σοι τοῦτο φρούριον λέγω.
ἄλλην δ᾽ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν·
ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνας
γρῦπας φύλαξαι, τόν τε μουνῶπα στρατὸν
805 Ἀριμασπὸν ἱπποβάμον᾽, οἳ χρυσόρρυτον
οἰκοῦσιν ἀμφὶ νᾶμα Πλούτωνος πόρου·
τούτοις σὺ μὴ πέλαζε. τηλουρὸν δὲ γῆν
ἥξεις, κελαινὸν φῦλον, οἳ πρὸς ἡλίου
ναίουσι πηγαῖς, ἔνθα ποταμὸς Αἰθίοψ.
810 τούτου παρ᾽ ὄχθας ἕρφ᾽, ἕως ἂν ἐξίκῃ
καταβασμόν, ἔνθα Βυβλίνων ὀρῶν ἄπο
ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος.
οὗτός σ᾽ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα
Νειλῶτιν, οὗ δὴ τὴν μακρὰν ἀποικίαν,
815 Ἰοῖ, πέπρωται σοί τε καὶ τέκνοις κτίσαι.
τῶνδ᾽ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον,
ἐπανδίπλαζε καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε·
σχολὴ δὲ πλείων ἢ θέλω πάρεστί μοι.
ΧΟ. εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ἢ παρειμένον
820 ἔχεις γεγωνεῖν τῆς πολυφθόρου πλάνης,
λέγ᾽· εἰ δὲ πάντ᾽ εἴρηκας, ἡμῖν αὖ χάριν
δὸς ἣν πρὶν ᾐτούμεσθα· μέμνησαι δέ που.
***
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Στην τόση σας επιθυμιά δεν είναι τρόπος
ν᾽ αντισταθώ, κι όλα θα σας τα πω που ακόμα
λαχταράτε ν᾽ ακούσετε· και πρώτα εσένα
τους πολυπλάνητούς σου, Ιώ, θα πω τους δρόμους,
και γράφ᾽ τους στα θυμητικά του νου δεφτέρια.
790 Αφού θενα διαβείς το ρέμα που χωρίζει
τη μια απ᾽ την άλλην ήπειρο, θα στρέψεις κάτω
στην πυρωμένη ανατολή που δέρνει ο ήλιος,
και του πελάου το σάλαγο περνώντας θά ᾽ρθεις
κατά τους κάμπους τους Γοργόνειους της Κισθήνης,
που οι τρεις παμπάλαιες κατοικούν Φορκίδες κόρες
κυκνόμορφες, μονόδοντες, μ᾽ ένα μονάχα
μάτι και για τις τρεις των, π᾽ ούδε του ήλιου αχτίδες
ποτέ τις βλέπουν, ουδέ της νυχτιάς το φεγγάρι.
Κι οι ανθρωπομίσητες κοντά τρεις αδερφές των
οι φτερωτές και φιδοπλόκαμες Γοργόνες,
800 που άνθρωπος να τις δει, δεν έχει πια να ζήσει·
και σου το λέω αυτό τα μέτρα σου να λάβεις.
Μ᾽ άκουσε κι άλλο φοβερό θέαμ᾽ ακόμη·
γιατί και τους ακρόχολους του Δία τους σκύλους
τους Γρύπες, με το σουβλερό μουσούνι, πρέπει
να φυλαχτείς κι απ᾽ το στρατό τον καβαλάρη
των μονοφθάλμων Αριμάσπων, που στις όχθες
του χρυσορρόα του Πλούτωνα κάθουνται γύρω.
αυτούς μην τους ζυγώνεις συ· και θενα φτάσεις
σε χώρα αλαργινή μαύρων ανθρώπων πέρα
κατά του Ήλιου τις πηγές, που τους ποτίζει
810 ο Αιθίοπας ποταμός· αυτού τις όχθες πάρε
και τράβα ώσπου να βρεις τον καταρράχτην, όπου
τ᾽ άγια καλόπιοτα νερά του κατεβάζει
ο Νείλος ποταμός από τα Βύβλινα όρη·
κι αυτός στην τρίγωνη θα σε στρατέψει χώρα,
την Αίγυπτο, όπου την τρανή την αποικία
εσύ κι οι γιοι σου είναι γραφτό να θεμελιώσεις.
Αν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά ψευδό και δεν το νιώθεις,
ρώτα με πάλι ξάστερα να σου εξηγήσω·
γιατ᾽ άδειαν έχω πιότερη κι απ᾽ όση θέλω.
ΧΟΡΟΣ
Αν μένει απ᾽ τους πολύφθορους αυτής τους δρόμους,
820 ή έχεις αφήσει τίποτε να πεις ακόμη,
λέγε· μ᾽ αν όλα τα ᾽χεις πει, κάμε τη χάρη
και μας που σου ζητήσαμε· βέβαια θυμάσαι.
τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν πᾶν ὅσον προσχρῄζετε.
σοὶ πρῶτον, Ἰοῖ, πολύδονον πλάνην φράσω,
ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν.
790 ὅταν περάσῃς ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον,
πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς
πόντου περῶσα φλοῖσβον, ἔστ᾽ ἂν ἐξίκῃ
πρὸς Γοργόνεια πεδία Κισθήνης, ἵνα
αἱ Φορκίδες ναίουσι, δηναιαὶ κόραι
795 τρεῖς κυκνόμορφοι, κοινὸν ὄμμ᾽ ἐκτημέναι,
μονόδοντες, ἃς οὔθ᾽ ἥλιος προσδέρκεται
ἀκτῖσιν οὔθ᾽ ἡ νύκτερος μήνη ποτέ.
πέλας δ᾽ ἀδελφαὶ τῶνδε τρεῖς κατάπτεροι,
δρακοντόμαλλοι Γοργόνες βροτοστυγεῖς,
800 ἃς θνητὸς οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοάς·
τοιοῦτο μέν σοι τοῦτο φρούριον λέγω.
ἄλλην δ᾽ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν·
ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνας
γρῦπας φύλαξαι, τόν τε μουνῶπα στρατὸν
805 Ἀριμασπὸν ἱπποβάμον᾽, οἳ χρυσόρρυτον
οἰκοῦσιν ἀμφὶ νᾶμα Πλούτωνος πόρου·
τούτοις σὺ μὴ πέλαζε. τηλουρὸν δὲ γῆν
ἥξεις, κελαινὸν φῦλον, οἳ πρὸς ἡλίου
ναίουσι πηγαῖς, ἔνθα ποταμὸς Αἰθίοψ.
810 τούτου παρ᾽ ὄχθας ἕρφ᾽, ἕως ἂν ἐξίκῃ
καταβασμόν, ἔνθα Βυβλίνων ὀρῶν ἄπο
ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος.
οὗτός σ᾽ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα
Νειλῶτιν, οὗ δὴ τὴν μακρὰν ἀποικίαν,
815 Ἰοῖ, πέπρωται σοί τε καὶ τέκνοις κτίσαι.
τῶνδ᾽ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον,
ἐπανδίπλαζε καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε·
σχολὴ δὲ πλείων ἢ θέλω πάρεστί μοι.
ΧΟ. εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ἢ παρειμένον
820 ἔχεις γεγωνεῖν τῆς πολυφθόρου πλάνης,
λέγ᾽· εἰ δὲ πάντ᾽ εἴρηκας, ἡμῖν αὖ χάριν
δὸς ἣν πρὶν ᾐτούμεσθα· μέμνησαι δέ που.
***
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Στην τόση σας επιθυμιά δεν είναι τρόπος
ν᾽ αντισταθώ, κι όλα θα σας τα πω που ακόμα
λαχταράτε ν᾽ ακούσετε· και πρώτα εσένα
τους πολυπλάνητούς σου, Ιώ, θα πω τους δρόμους,
και γράφ᾽ τους στα θυμητικά του νου δεφτέρια.
790 Αφού θενα διαβείς το ρέμα που χωρίζει
τη μια απ᾽ την άλλην ήπειρο, θα στρέψεις κάτω
στην πυρωμένη ανατολή που δέρνει ο ήλιος,
και του πελάου το σάλαγο περνώντας θά ᾽ρθεις
κατά τους κάμπους τους Γοργόνειους της Κισθήνης,
που οι τρεις παμπάλαιες κατοικούν Φορκίδες κόρες
κυκνόμορφες, μονόδοντες, μ᾽ ένα μονάχα
μάτι και για τις τρεις των, π᾽ ούδε του ήλιου αχτίδες
ποτέ τις βλέπουν, ουδέ της νυχτιάς το φεγγάρι.
Κι οι ανθρωπομίσητες κοντά τρεις αδερφές των
οι φτερωτές και φιδοπλόκαμες Γοργόνες,
800 που άνθρωπος να τις δει, δεν έχει πια να ζήσει·
και σου το λέω αυτό τα μέτρα σου να λάβεις.
Μ᾽ άκουσε κι άλλο φοβερό θέαμ᾽ ακόμη·
γιατί και τους ακρόχολους του Δία τους σκύλους
τους Γρύπες, με το σουβλερό μουσούνι, πρέπει
να φυλαχτείς κι απ᾽ το στρατό τον καβαλάρη
των μονοφθάλμων Αριμάσπων, που στις όχθες
του χρυσορρόα του Πλούτωνα κάθουνται γύρω.
αυτούς μην τους ζυγώνεις συ· και θενα φτάσεις
σε χώρα αλαργινή μαύρων ανθρώπων πέρα
κατά του Ήλιου τις πηγές, που τους ποτίζει
810 ο Αιθίοπας ποταμός· αυτού τις όχθες πάρε
και τράβα ώσπου να βρεις τον καταρράχτην, όπου
τ᾽ άγια καλόπιοτα νερά του κατεβάζει
ο Νείλος ποταμός από τα Βύβλινα όρη·
κι αυτός στην τρίγωνη θα σε στρατέψει χώρα,
την Αίγυπτο, όπου την τρανή την αποικία
εσύ κι οι γιοι σου είναι γραφτό να θεμελιώσεις.
Αν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά ψευδό και δεν το νιώθεις,
ρώτα με πάλι ξάστερα να σου εξηγήσω·
γιατ᾽ άδειαν έχω πιότερη κι απ᾽ όση θέλω.
ΧΟΡΟΣ
Αν μένει απ᾽ τους πολύφθορους αυτής τους δρόμους,
820 ή έχεις αφήσει τίποτε να πεις ακόμη,
λέγε· μ᾽ αν όλα τα ᾽χεις πει, κάμε τη χάρη
και μας που σου ζητήσαμε· βέβαια θυμάσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου