Ιστορικά η έννοια του τραύματος αναδεικνύεται αρχικά στη ψυχαναλυτική θεωρία, όταν ο Freud τοποθετούσε το τραύμα στη βάση των νευρώσεων. Αυτό που διακρίνει το τραύμα είναι η ύπαρξη μιας καθηλωτικής εμπειρίας, η επίδραση της οποίας εντοπίζεται κυρίως εκ των υστέρων.
Μια από τις βασικές ανθρώπινες άμυνες είναι η απώθηση, ή αλλιώς η διαγραφή μιας εμπειρίας από τη συνειδητή σκέψη και η μετακίνηση της στο ασυνείδητο. Ότι όμως απωθείται στο ασυνείδητο δε σημαίνει ότι δεν είναι ενεργή. Υπάρχουν πάντοτε ρωγμές στο ασυνείδητο, οι οποίες αφήνουν να διαρρεύσουν οι απωθημένες εμπειρίες και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν. Όταν κάνουμε σαν κάτι να μην υπάρχει ή σαν κάτι να μην έχει συμβεί, εκείνο επανέρχεται σαν χείμαρρος, σαν μια κραυγή. Μπορεί να υποφέρουμε από επαναλαμβανόμενους εφιάλτες, να αντιδρούμε ακραία σε καταστάσεις, να δυσκολευόμαστε με τις, ή τους συντρόφους μας και γενικότερα να μας χαρακτηρίζει μια εγωκεντρική οπτική στα πράγματα. Η βία, η συναισθηματική εγκατάλειψη, η κακομεταχείριση, η σεξουαλική διέγερση, η μη κατανόηση, η απουσία γονεϊκής πλαισίωσης, η μετανάστευση κτλ., μπορεί να εκλαμβάνονται ως έλλειψη αποδοχής του ατόμου από το περιβάλλον του και ενδεχομένως να οδηγήσουν στον τραυματισμό της ευάλωτης φύσης του ως παιδιού και στην απώλεια του αυθορμητισμού και της συναισθηματικής του αυτονομίας κατά την ενήλικη ζωή.
«…Από τους πρώτους μήνες, το παιδί διδάσκεται όχι μόνο τι να κάνει, αλλά επίσης τι να δει, τι να ακούσει, τι να αγγίξει, τι να σκεφτεί και τι να αισθανθεί. Και πέραν αυτών, του λένε ακόμη αν θα είναι κερδισμένος ή χαμένος και πως θα τελειώσει η ζωή του. Όλες αυτές οι οδηγίες προγραμματίζονται στο μυαλό του και στον εγκέφαλό του τόσο σταθερά, σαν κάρτες προγραμμάτων στον υπολογιστή...» (EricBerne, 1963).
Όταν στο παιδί επιτρέπεται να υπάρχει ως παιδί και ότι αυτό συνεπάγεται, χωρίς όμως αυτό να παραπέμπει σε μια αόριστη κατάσταση, τότε το εσωτερικό παιδί ταυτίζεται με την εξωτερική εικόνα του παιδιού. Όταν όμως το παιδί καλείται να καταπιέσει τη φύση του και εξ ανάγκης να συμμορφωθεί, τότε ενδεχομένως να χρειαστεί να απαλλαγεί από την πραγματική του εσωτερική φωνή υιοθετώντας έναν ψευδή ή συνεξαρτημένο εαυτό προκειμένου να επιβιώσει, ασχέτως εάν ο μη αυθεντικός εαυτός δεν γνωρίζει το πως να ζει. Το ζήτημα είναι όμως ότι η αυθεντική φωνή της αλήθειας έχει αποσιωπηθεί. Ωστόσο, βρίσκεται απλά σε κατάσταση αναμονής, και με κάθε αφορμή δοθείσα ουρλιάζει, για να ακουστεί! Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το τραύμα, διαφαίνεται με κάθε ευκαιρία. Μπορεί ο ενήλικας να αντιμετωπίζει το γεγονός ενός διαζυγίου και λόγω ενός τραύματος που αφορά στα πρώτα χρόνια της ζωής του, να αναβιώνει μια εκδοχή της ίδιας ιστορίας, να αισθάνεται δηλαδή ότι τον εγκαταλείπουν, ή ότι έχει εξαπατηθεί, ή ότι δεν ήταν αρκετός κτλ. Αλλά προσοχή τα ινία έχει πάρει εδώ η ύπαρξη μιας εσωτερικής φωνής που έχει σμιλευτεί από το τραύμα και αναπαράγει τη φωνή ενός ή περισσότερων από τα βασικά άτομα φροντίδας που τον αντιμετώπιζαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίζει το άτομο τον εαυτό του επί του παρόντος, ως ένα άτομο που δεν είναι άξιο να αγαπηθεί, ή ένα άτομο που δεν μπορεί να εμπιστευτεί τους άλλους τελικά. Η φωνή του εσωτερικού παιδιού βρίσκεται όμως θαμμένη κάτω από όλο αυτό τον άχρηστο σωρό σχημάτων.
Ο στόχος, λοιπόν, είναι να αυξηθεί η επίγνωση του «εγώ» και η ανάδειξη του αληθινού μας εαυτού.
Όσο θα ενδυναμώνεται η επικοινωνία με το εσωτερικό μας παιδί, θα δυναμώνει και η φωνή του, υποστηρίζοντας πλέον τον εαυτό του ενάντια στην εγκατάλειψη, τον χειρισμό ή την κακοποιητική αυτοκριτική. Το παιδί θα απαιτεί πλέον την επαρκή φροντίδα και προστασία και δε θα συμβιβάζεται με ψίχουλα. Όσο αυξάνεται, λοιπόν, η επίγνωση του ατόμου αυξάνεται και το εύρος των επιλογών του, ενάντια στα δυσλειτουργικά πρότυπα συμπεριφοράς του.
Οι αντιδράσεις του ψυχισμού μας σε κάποιο τραυματικό γεγονός
Καθηλωτική εμπειρία, σημαίνει ότι έχει συμβεί κάποιο στρεσσογόνο γεγονός σε πρώιμη ηλικία και το ίδιο το άτομο το έχει ερμηνεύσει με τέτοιο τρόπο που το έχει καθηλώσει συναισθηματικά και έτσι το ξαναζεί, γυρίζει επανειλημμένα πίσω σε αυτό και αδυνατεί να προχωρήσει. Αυτά τα ανεπίλυτα τραύματα, που έχουν συμβεί στην αρχή της ζωής και μέχρι την προεφηβεία, φαίνεται, δηλαδή, να εισβάλλουν στο παρόν. Όλα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν σε επίπεδο ασυνειδήτου και με την αφορμή μιας δύσκολης συνθήκης στην ενήλικη ζωή, έρχεται η καινούρια εμπειρία και επικάθεται στην παλιά, μέσω της παλινδρόμησης, όπου συναντούμε αντιδράσεις σε αποχρώσεις εκδραμάτισης.Μια από τις βασικές ανθρώπινες άμυνες είναι η απώθηση, ή αλλιώς η διαγραφή μιας εμπειρίας από τη συνειδητή σκέψη και η μετακίνηση της στο ασυνείδητο. Ότι όμως απωθείται στο ασυνείδητο δε σημαίνει ότι δεν είναι ενεργή. Υπάρχουν πάντοτε ρωγμές στο ασυνείδητο, οι οποίες αφήνουν να διαρρεύσουν οι απωθημένες εμπειρίες και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν. Όταν κάνουμε σαν κάτι να μην υπάρχει ή σαν κάτι να μην έχει συμβεί, εκείνο επανέρχεται σαν χείμαρρος, σαν μια κραυγή. Μπορεί να υποφέρουμε από επαναλαμβανόμενους εφιάλτες, να αντιδρούμε ακραία σε καταστάσεις, να δυσκολευόμαστε με τις, ή τους συντρόφους μας και γενικότερα να μας χαρακτηρίζει μια εγωκεντρική οπτική στα πράγματα. Η βία, η συναισθηματική εγκατάλειψη, η κακομεταχείριση, η σεξουαλική διέγερση, η μη κατανόηση, η απουσία γονεϊκής πλαισίωσης, η μετανάστευση κτλ., μπορεί να εκλαμβάνονται ως έλλειψη αποδοχής του ατόμου από το περιβάλλον του και ενδεχομένως να οδηγήσουν στον τραυματισμό της ευάλωτης φύσης του ως παιδιού και στην απώλεια του αυθορμητισμού και της συναισθηματικής του αυτονομίας κατά την ενήλικη ζωή.
Το παιδί που έχουμε όλοι μέσα μας
Η Luccia Capacchione, έχει διερευνήσει με αρκετή λεπτομέρεια το ζήτημα του εσωτερικού παιδιού και ειδικά του μη αναγνωρισμένου εσωτερικού παιδιού, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μας συνοδεύει η αποσιωπημένη φωνή του δια βίου. Μόνο όταν δημιουργούμε τον απαραίτητο χώρο για να ακουστεί η φωνή του εσωτερικού μας παιδιού μπορούμε να αισθανθούμε ότι βρισκόμαστε σε επαφή με τις αληθινές μας ανάγκες και άρα να μπορέσουμε να τις φροντίσουμε. Ποιά είναι, όμως, αυτή η εσωτερική φωνή και ποιά η σχέση της με το τραύμα; Εσωτερική φωνή μέσα μας είναι η αυθεντική μας φωνή, ο αληθινός μας εαυτός που χαρακτηρίζεται από το αποτύπωμα κάθε παγιωμένου μνημονικού μας ίχνους από την αρχή της ζωής μας. Η ιστορία μας ως παιδιών έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Καταρχάς, μπαίνουμε σε ένα κόσμο ενηλίκων και αναφέρω ενηλίκων γιατί από αυτούς εξαρτάται το βρέφος και αργότερα το παιδί, οι οποίοι ενήλικες συχνά μας πιέζουν να γίνουμε μικρογραφίες δικές τους.«…Από τους πρώτους μήνες, το παιδί διδάσκεται όχι μόνο τι να κάνει, αλλά επίσης τι να δει, τι να ακούσει, τι να αγγίξει, τι να σκεφτεί και τι να αισθανθεί. Και πέραν αυτών, του λένε ακόμη αν θα είναι κερδισμένος ή χαμένος και πως θα τελειώσει η ζωή του. Όλες αυτές οι οδηγίες προγραμματίζονται στο μυαλό του και στον εγκέφαλό του τόσο σταθερά, σαν κάρτες προγραμμάτων στον υπολογιστή...» (EricBerne, 1963).
Όταν στο παιδί επιτρέπεται να υπάρχει ως παιδί και ότι αυτό συνεπάγεται, χωρίς όμως αυτό να παραπέμπει σε μια αόριστη κατάσταση, τότε το εσωτερικό παιδί ταυτίζεται με την εξωτερική εικόνα του παιδιού. Όταν όμως το παιδί καλείται να καταπιέσει τη φύση του και εξ ανάγκης να συμμορφωθεί, τότε ενδεχομένως να χρειαστεί να απαλλαγεί από την πραγματική του εσωτερική φωνή υιοθετώντας έναν ψευδή ή συνεξαρτημένο εαυτό προκειμένου να επιβιώσει, ασχέτως εάν ο μη αυθεντικός εαυτός δεν γνωρίζει το πως να ζει. Το ζήτημα είναι όμως ότι η αυθεντική φωνή της αλήθειας έχει αποσιωπηθεί. Ωστόσο, βρίσκεται απλά σε κατάσταση αναμονής, και με κάθε αφορμή δοθείσα ουρλιάζει, για να ακουστεί! Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το τραύμα, διαφαίνεται με κάθε ευκαιρία. Μπορεί ο ενήλικας να αντιμετωπίζει το γεγονός ενός διαζυγίου και λόγω ενός τραύματος που αφορά στα πρώτα χρόνια της ζωής του, να αναβιώνει μια εκδοχή της ίδιας ιστορίας, να αισθάνεται δηλαδή ότι τον εγκαταλείπουν, ή ότι έχει εξαπατηθεί, ή ότι δεν ήταν αρκετός κτλ. Αλλά προσοχή τα ινία έχει πάρει εδώ η ύπαρξη μιας εσωτερικής φωνής που έχει σμιλευτεί από το τραύμα και αναπαράγει τη φωνή ενός ή περισσότερων από τα βασικά άτομα φροντίδας που τον αντιμετώπιζαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετωπίζει το άτομο τον εαυτό του επί του παρόντος, ως ένα άτομο που δεν είναι άξιο να αγαπηθεί, ή ένα άτομο που δεν μπορεί να εμπιστευτεί τους άλλους τελικά. Η φωνή του εσωτερικού παιδιού βρίσκεται όμως θαμμένη κάτω από όλο αυτό τον άχρηστο σωρό σχημάτων.
Όταν το παιδί μέσα μας απουσιάζει
Η απουσία του παιδιού εντός μας, μας αφήνει μια επώδυνη αίσθηση κενού, σαν κάτι να λείπει μονίμως από τη ζωή μας. Όταν το τιμόνι της ζωής μας έχει αναλάβει ο ψευδής ή συνεξαρτημένος εαυτός μας, προσπαθούμε να γεμίσουμε αυτό το κενό με διάφορους τρόπους, με ανθρώπους, μέρη πράγματα, συμπεριφορές και γενικότερα με εμπειρίες από έξω προς τα μέσα. Μπορεί να χρειαστεί αρκετός χρόνος προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές οι πρακτικές δεν λειτουργούν γιατί η αίσθηση του κενού δεν δημιουργήθηκε από την απουσία εξωτερικών συνθηκών αλλά από το παιδί που χρειάστηκε να κρυφτεί, δηλαδή από την απουσία του αληθινού μας εαυτού που οδήγησε στην απώλεια της ικανότητας μας να συνδεόμαστε ουσιαστικά με τους άλλους. Όταν λοιπόν δίνουμε πίσω τη φωνή στο εσωτερικό μας παιδί, μας δίνεται η δυνατότητα να βγούμε από τη λήθη και να συνάψουμε ειρήνη με την ουσία της ύπαρξης μας. Ο τρόπος για να το καταφέρουμε είναι να γίνουμε εμείς οι ίδιοι οι φροντιστές του και οι προστάτες του, στρέφοντας την προσοχή μας στις σωματικές, συναισθηματικές, πνευματικές και δημιουργικές μας ανάγκες. Όταν αποφασίζουμε να γίνουμε εμείς οι φροντιστές του εσωτερικού μας παιδιού εξαφανίζεται η ανάγκη να βρούμε γονεϊκά υποκατάστατα και γινόμαστε εμείς οι φροντιστές του εαυτού μας. Καθώς συμβαίνει αυτό μεταμορφώνονται και τα κριτήρια βάσει των οποίων επιλέγουμε τους ανθρώπους γύρω μας, και κυρίως ο τρόπος που συνδεόμαστε με αυτούς, ενώ στις ερωτικές μας σχέσεις μπαίνουμε ολόκληροι, χαρούμενοι, με αυθορμητισμό αλλά και με αρκετή λογική.Ο στόχος, λοιπόν, είναι να αυξηθεί η επίγνωση του «εγώ» και η ανάδειξη του αληθινού μας εαυτού.
Όσο θα ενδυναμώνεται η επικοινωνία με το εσωτερικό μας παιδί, θα δυναμώνει και η φωνή του, υποστηρίζοντας πλέον τον εαυτό του ενάντια στην εγκατάλειψη, τον χειρισμό ή την κακοποιητική αυτοκριτική. Το παιδί θα απαιτεί πλέον την επαρκή φροντίδα και προστασία και δε θα συμβιβάζεται με ψίχουλα. Όσο αυξάνεται, λοιπόν, η επίγνωση του ατόμου αυξάνεται και το εύρος των επιλογών του, ενάντια στα δυσλειτουργικά πρότυπα συμπεριφοράς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου