Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ: Η ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Σχετική εικόναΟ Θουκυδίδης συνέγραψε τον Πόλεμο των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Αναγνωρίζουμε αυτό το έργο, όχι μόνο για το πνευματικό επίτευγμα και τη βαθιά γνώση της ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης αλλά επίσης και για την πρόοδο που αντιπροσωπεύει στην εξέλιξη της γραφής ως μέσου επικοινωνίας. Με τον Θουκυδίδη η αρχαία ελληνική γραφή έχει προχωρήσει πέρα από την απλή καταγραφή των όσων λέγονται. Ο Θουκυδίδης, όπως παρατηρούμε, είναι ένας αληθινός συγγραφέας που απευθύνεται άμεσα, ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία, σε ένα κοινό που διαβάζει. Ο Πόλεμος των Πελοποννησίων και των Αθηναίων είναι ένα ‘αναγνώσιμο’ κείμενο, μια συζήτηση που προορίζεται για άμεση πρόσληψη μέσα από τη γραπτή σελίδα χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας φωνής που διαβάζει. Ως προς αυτό υπάρχει μια φυσική αντίθεση ανάμεσα στον Θουκυδίδη και στις ‘ακουστικές’ Ιστορίες του Ηροδότου, ένα έργο που προορίζεται να ακουστεί σε δημόσια διάλεξη και που έχει πολλά γνωρίσματα που συνδέονται με την παρουσία μιας φωνής.[1] Η αντίθεση αποτελεί, από την οπτική γωνία του ίδιου του Θουκυδίδη, όχι μόνο ένα ζήτημα μέσου αλλά και ένα ζήτημα ανθεκτικότητας του μηνύματος. Η γραφή του Θουκυδίδη τον διευκολύνει να απευθυνθεί σε ένα αναγνωστικό κοινό πέρα από το ακροατήριό του εκείνης της στιγμής: το κτῆμα ἐς αἰεΐ είναι ισχυρότερο από το ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν. Η γραφή επικρατεί του προφορικού λόγου.
 
            Μια τέτοιου είδους σύγκριση όμως ανάμεσα στον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο δεν σημαίνει ότι η γραφή του Θουκυδίδη είναι αυταπόδεικτη ή χωρίς προβλήματα. Μάλιστα, ακριβώς η επιμονή του έργου στον ίδιο τον γραπτό χαρακτήρα του θα έπρεπε να μας προειδοποιήσει να μη θεωρούμε τα πράγματα εντελώς δεδομένα. Η ερώτηση που πρέπει να τεθεί είναι πώς ένας Αθηναίος στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. θα είχε συλλάβει κείμενα που δεν προορίζονταν να αποτελέσουν τις γραπτές σημειώσεις μιας προφορικής διάλεξης ή τη γραπτή αποτύπωση ενός δημόσιου λόγου.
 
Ας αρχίσουμε με τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο ο Θουκυδίδης παρουσιάζει το έργο του σε σχέση με τη γραφή. Η πρώτη περίοδος του έργου παρουσιάζει τη γραφή ως ένα μεταβατικό σύνδεσμο ανάμεσα στο όνομα του συγγραφέα και τον Πόλεμο:
 
Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τόν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καί Ἀθη­ναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρός ἀλλήλους (1.1.1)
 
Ο Αθηναίος Θουκυδίδης έγραψε την ιστορία του πολέμου των Πελοποννησίων και Αθηναίων, πώς πολέμησαν μεταξύ τους.
 
Η στενή σύνδεση ανάμεσα στο όνομα και τον πόλεμο, καθώς ενώνονται με το μεταβατικό ρήμα ξυνέγραψε, επαναλαμβάνεται σε ολόκληρο το έργο, στο τέλος κάθε ενότητας που πραγματεύεται ένα νέο έτος της σύρραξης:
 
καί [τό] δεύτερον ἔτος ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ τῷδε ὅν Θουκυδίδης ξυνέγραφεν (2.70.4)
 
κι έκλεισε ο δεύτερος χρόνος του πολέμου τον οποίο ιστορεί ο Θουκυδίδης.[2]
 
Επιπλέον, η ταύτιση του Αθηναίου στρατηγού στην Αμφίπολη με τον συγγραφέα του κειμένου γίνεται με έναν παρόμοιο λογότυπο:
 
Θουκυδίδην τόν Ὀλόρου, ὅς τάδε ξυνέγραφεν (4.104.4)
 
τον Θουκυδίδη του Ολόρου, ο οποίος γράφει την ιστορία αυτήν.
 
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο κεντρικός όρος που χρησιμοποιείται για τη σύνθεση του Πολέμου των Πελοποννησίων και των Αθηναίων είναι το σύνθετο ρήμα ξυγγράφειν. Το παρόν δοκίμιο θα εξετάσει τη σύνταξη, τη σημασιολογία και τα πραγματολογικά στοιχεία αυτού του ρήματος επιδιώκοντας να κατανοήσει τη γραφή του Θουκυδίδη στο πλαίσιο της εποχής του.
 
Εκείνη η εποχή γνωρίζει τις συγγραφάς, γραπτές εκθέσεις, πραγματείες με συγκεκριμένο θέμα. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης μνημονεύει (1.97.2) την Ἀττικήν ξυγγραφήν του Ελλάνικου· ο όρος απαντά σε φιλοσοφικά και σοφιστικά συμφραζόμενα.[3] Δεν χρειάζεται να διερευνήσουμε τη σημασιολογία του ρηματικού θέματος ξυγγραφ-, για να παρατηρήσουμε ότι η σύνταξη που χρησιμοποιεί με το ρήμα συγγράφειν ο Θουκυδίδης διαφέρει από εκείνη που συνδέεται με τέτοιες πραγματείες. Οι συγγραφείς πραγματειών συνήθως γράφουν ‘σχετικά με το’ ή ‘πάνω στο’ θέμα τους. Για παράδειγμα, στην αρχή της πραγματείας Περί Ιππικής ο Ξενοφώντας μνημονεύει κάποιον Σίμωνα, που ‘έχει γράψει [μια πραγματεία] σχετικά με την ιππευτική τέχνη’ (συνέγραφε περί ἱππικής) και ο συγγραφέας της ιπποκρατικής πραγματείας Περί διαίτης ασκεί κριτική ‘σε όλους εκείνους που έγραψαν πριν [από αυτόν] για την ανθρώπινη δίαιτα’ (τῶν προτέρων ξυγγραψάντων περί διαίτης ἀνθρωπίνης),[4]
 
Μερικές φορές όμως η σχέση ανάμεσα στην ενέργεια του συγγράφειν και το περιεχόμενό του είναι αμεσότερη από ένα απλό ‘σχετικά με’. Στον Γοργία του Πλάτωνα μαθαίνουμε για τον Σικελό αρχιμάγειρα Μίθαικο, που δεν έχει γράψει σχετικά με τη μαγειρική: πρόκειται για εκείνον που ‘έχει γράψει τη μαγειρική’ (ὁ τήν ὀψοποιίαν συγγεγραφώς).[5] Ο Θουκυδίδης συντάσσει το ρήμα κατά τον ίδιο τρόπο. Ούτε στην πρώτη περίοδο ούτε στον επαναλαμβανόμενο λογότυπο με τον οποίο ολοκληρώνεται η αφήγηση των ετών του πολέμου δεν απαντούν εμπρόθετες εκφράσεις που να διευκρινίζουν το περιεχόμενο μιας πραγματείας: από γραμματική άποψη, ο Πόλεμος είναι το άμεσο αντικείμενο του ρήματος. Ο Θουκυδίδης δεν γράφει μια πραγματεία σχετικά με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο- γράφει τον πόλεμο. Ο Πόλεμος είναι το έργο του. Αυτό σημαίνει ότι ο ‘Πόλεμος των Πελοποννησίων και των Αθηναίων’ μπορεί να θεωρηθεί ο τίτλος του έργου,[6] αλλά, και αυτό είναι το σημαντικότερο, σημαίνει επίσης ότι ο πόλεμος είναι κάτι περισσότερο από απλό περιεχόμενο στο οποίο ‘αναφέρεται’ το κείμενο. Ο πόλεμος, όπως τον παρουσιάζει το έργο του Θουκυδίδη, ίσως η ίδια η ύπαρξή του, είναι συνδεδεμένος με τη συγγραφή του. Το ρήμα ξυγγράφειν, όπως θα δούμε, προσφέρει μια καθαρή εικόνα των σχέσεων ανάμεσα στο έργο και τον πόλεμο, όπως συμπλέκονται μέσω της γραφής.
 
Μια απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από τη Nicole Loraux σε ένα σημαντικό άρθρο που πραγματεύεται την πρώτη περίοδο του έργου του Θουκυδίδη και τα μεθοδολογικά κεφάλαια (1.21-22). Η Loraux υποστηρίζει ότι αυτό που επιτυγχάνει η πρώτη περίοδος είναι διπλό και προσεγγίζει το παράδοξο: ο συγγραφέας θέτει τον εαυτό του ως το υποκείμενο του μεταβατικού ρήματος της συγγραφής, ως τον παράγοντα που είναι υπεύθυνος για το τελικό προϊόν ενώπιον του αναγνώστη. Και, κατόπιν, το υποκείμενο αποσύρεται εξουδετερώνοντας την ενέργεια της συγγραφής, αλλά και την έρευνα του ως ιστορικού, σε άμεσο αντικείμενο του ρήματος, που είναι ο ίδιος ο πόλεμος. Η σύνταξη της περιόδου είναι αμιγώς μεταβατική.[7]
 
Παραδόξως, υποστηρίζει η Loraux, η απουσία του συγγραφέα θεμελιώνει την ίδια του την αυθεντία. Πώς θα μπορούσε ποτέ οποιοσδήποτε αναγνώστης να αμφισβητήσει τα ίδια τα γεγονότα ή μάλλον τις ίδιες τις πράξεις του πολέμου; Ο συγγραφέας εξαφανίζεται, η συγγραφή του, η έρευνά του και η κριτική των πηγών του εξαφανίζονται· ό,τι απομένει είναι τα έργα του πολέμου, που βρίσκουν την άμεση αντανάκλασή τους στο έργον του συγγραφέα.[8] Δεν έχει γίνει καμία επιλογή, τίποτα δεν έχει προστεθεί, καμία περαιτέρω έρευνα δεν είναι απαραίτητη: η πρόσβαση στο σύνολο του πολέμου είναι άμεση και απεριόριστη. Το κείμενο του Θουκυδίδη, όπως το αντιμετωπίζει η Loraux, είναι αυτό που ο Roland Barthes θα αποκαλούσε ‘βαθμό μηδέν της γραφής’: προσφέρει τον εαυτό του ως ένα ‘φυσικό’, αντιπροσωπευτικό σημάδι που αποσύρεται αξιώνοντας να αποτελέσει το άμεσο υποκατάστατο της πραγματικότητας.
 
Εδώ δεν χρειάζονται μεταδομικές κριτικές ικανότητες, για να διακρίνει κανείς ότι τέτοιες ταυτίσεις του έργου με την πραγματικότητα του πολέμου είναι προβληματικές από την άποψη της σημασιολογίας και της αναφορικότητας. Οι περισσότεροι σύγχρονοι αναγνώστες του Θουκυδίδη θα συμφωνούσαν ότι όχι μόνον η γραφή αλλά και η ίδια η γλώσσα είναι, αναπόφευκτα, παράγοντας διαμεσολάβησης. Η γλώσσα δεν μπορεί να κρύψει τον κατασκευασμένο χαρακτήρα της. Ο πρόδρομος του Θουκυδίδη, ο Ηρόδοτος, μπορεί να βρίσκεται πιο κοντά στον κόσμο του έπους και στη νοοτροπία της δημόσιας διάλεξης, αλλά έχει πλήρη επίγνωση του λόγου ως του μέσου της έρευνάς του και της παρουσίασής της. Για τον Ηρόδοτο ο λόγος είναι ‘διαφορά’: αντιπροσωπεύει αντιμαχόμενες, διαφορετικές περιγραφές της πραγματικότητας αλλά και την ίδια την πραγματικότητα και αυτό είναι πρόδηλο στην αφήγησή του.[9] Ο Θουκυδίδης μνημονεύει διαφωνίες ανάμεσα στα λεγάμενα των αυτοπτών μαρτύρων (1.22.3), αλλά αυτή η παρατήρηση λειτουργεί απλώς ως βάση για τον ισχυρισμό ότι το καθήκον του να καταλήξει στην εκδοχή που μας προσφέρει ήταν ‘δύσκολο’.
 
Είναι ο Θουκυδίδης, παρά την εμφανή πρόοδο στο γραπτό μέσο που εκπροσωπεί, ένας λιγότερο κριτικός ιστορικός σε σύγκριση με τον Ηρόδοτο; Μήπως η ανάλυση της Loraux ωθεί τον Θουκυδίδη προς αυτή την κατεύθυνση; Είναι δίκαιο να κρίνουμε έστω και στον ελάχιστο βαθμό τον Θουκυδίδη με τα κριτήρια της κριτικής των πηγών της σύγχρονης ιστοριογραφίας; Έχει πράγματι την πρόθεση να μας παρουσιάσει τον ίδιο τον Πόλεμο, τον ‘Πόλεμο αυτοπροσώπως’;[10] Η απάντηση εξαρτάται από την αντίληψη του ίδιου του Θου­κυδίδη αναφορικά με τη συγγραφή, το ξυγγράφειν (ή, μάλλον, το ξυγγράφαι). Στη συνέχεια θα διερευνήσω πρώτα την άποψη της Loraux σχετικά το γεγονός ότι ο συγγραφέας αρχικά αυτοπαρουσιάζεται και στη συνέχεια εξαφανίζεται στο κείμενό του ανατρέχοντας σε αυτοαναφορικές επιγραφές. Κατόπιν, θα πραγματευθώ το ζήτημα του αναγνώστη που έρχεται αντιμέτωπος με έναν πόλεμο που μετατρέπεται σε γραπτό μνημείο: ήθελε πράγματι ο Θουκυδίδης να παρουσιάσει στους χρονικά απομακρυσμένους αναγνώστες του ‘τον ίδιο τον πόλεμο’; Τέλος, θα επιστρέψουμε στην κεντρική έννοια της συγγραφής: η ερμηνεία του θουκυδίδειου ξυγγράφειν που υπονοείται στην πορεία του προηγούμενου επιχειρήματος φαίνεται να ενισχύεται από ένα πλήθος στοιχείων που μέχρι στιγμής δεν έχουν ληφθεί υπόψη.
     
Η παρουσία της συγγραφής: Το κείμενο ως μνημείο
 
Αμιγής μεταβατικότητα, η ολοκληρωτική μεταφορά ενέργειας από ένα υποκείμενο σε ένα αντικείμενο: ένα υποκείμενο αυτοπαρουσιάζεται, για να εξαφανιστεί ενώπιον του αντικειμένου. Το όραμα της Loraux, τουλάχιστον αυτό το τμήμα του, επιβεβαιώνεται σε ένα πλήθος χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του λόγου του Θουκυδίδη που με τη σειρά τους δείχνουν τον δρόμο προς νέους ορίζοντες. Σε ένα άρθρο που οικοδομεί πάνω στο επιχείρημα της Loraux ο Lowell Edmunds στρέφει την προσοχή του σε αυτό που αποκαλεί το ‘τώρα του κειμένου’ ή το ‘εδώ του συγγραφέα’: Ή ενέργεια της συγγραφής μεταφέρεται στο παρόν και κατ’ αυτόν τον τρόπο η συγγραφή είναι παρούσα στον αναγνώστη’.[11] Ο Θουκυδίδης, σύμφωνα με τον Edmunds, έχει δύο τρόπους με τους οποίους αναφέρεται στον εαυτό του ως συγγράφον υποκείμενο: μπορεί να αναφερθεί στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο και σε παρελθοντικούς χρόνους ως ένα άτομο που έγραψε τη συγγραφήν του στο παρελθόν ή εμφανίζεται στο πρώτο πρόσωπο με παροντικούς χρόνους ως ένας συγγραφέας που είναι παρών ‘στον αναγνώστη σε κάθε δεδομένη στιγμή’.[12] Το δεύτερο είδος αυτοαναφοράς, υποστηρίζει ο Edmunds, είναι εκείνο που επιτυγχάνει το διπλό αποτέλεσμα της έγκυρης αυτοσύστασης και της επακόλουθης εξαφάνισης, για την οποία κάνει λόγο η Loraux. Αυτό που απομένει είναι η συγγραφή και η παρουσία της, που είναι επίσης υπεύθυνη για την πλήρη ταύτιση του έργου με τον πόλεμο.
 
Ένα σημαντικό γλωσσικό αντανάκλασα αυτής της παρουσίας είναι η δεικτική αξία με την οποία προικίζεται ο πόλεμος. Ο Edmunds επισύρει την προσοχή στη δεικτική αντωνυμία ὅδε, που δηλώνει αμεσότητα και ορίζει την αναφορά στον ‘πόλεμο’ στο χωρίο 1.118 και, στην πραγματικότητα, σε ολόκληρη την έκταση του έργου.[13] Η αντωνυμία δεν μπορεί να έχει την εσωτερική, ‘προληπτική’ λειτουργία τού να υποδεικνύει τι πρόκειται να ακολουθήσει στη συζήτηση. Αντίθετα, η αντωνυμία βρίσκεται έξω από τον λόγο και δείχνει προς την κατεύθυνση του πολέμου ως συνόλου, όπως τον έχει γράψει ο Θουκυδίδης, και κατ’ αυτόν τον τρόπο προς το ίδιο το έργο.[14] Ο πόλεμος σημαδεύεται ως προς την ‘παρουσία’ του και είναι εξίσου παρών με ένα αντικείμενο που τοποθετείται μπροστά στα μάτια των αναγνωστών.
 
Άλλο ένα διδακτικό παράδειγμα αυτής της δεικτικής κατάστασης, που επίσης επισημαίνεται από τον Edmunds, εμφανίζεται στην πρώτη περίοδο του 2ου βιβλίου, στην αρχή του ίδιου του πολέμου:
 
ἄρχεται δέ ὁ πόλεμος ἐνθένδε ἤδη Ἀθηναίων καί Πελοποννησίων γέγραπται δέ ἑξῆς ὡς ἕκαστα ἐγίγνετο κατά θέρος καί χειμώνα. (2.1)
 
Από εδώ κι έπειτα, αρχίζει η εξιστόρηση του πολέμου μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων Παραθέτονται τώρα τα γεγονότα κατά την σειρά τους, όπως συνέβησαν κατά καλοκαίρι και χειμώνα.
 
Η έναρξη του πολέμου καθορίζεται ως σημείο στον χώρο όπως επίσης και ως σημείο στον χρόνο που συμπίπτει με το εδώ και τώρα του αναγνώστη. Το δεικτικό τοπικό επίρρημα ἐνθένδε μοιράζεται με την αντωνυμία ὅδε την κατάληξη -δε για τη δείξη εγγύτητας· ένα αντικείμενο και η έναρξη μιας κίνησης εντοπίζονται αμφότερα στον χώρο: εδώ. Ο ενεστώτας (ἄρχεται) και η κατάληξη του μέσου παρακείμενου (γέγραπται) συμβάλλουν στην έννοια του τώρα που ακολουθεί το τοπικό εδώ.
 
Τα ‘δεικτικά’ όμως γνωρίσματα εγγύτητας προκύπτουν και στην άλλη σειρά από θουκυδίδειες αυτοαναφορές που επισημαίνει ο Edmunds, τις περιπτώσεις στις οποίες ο Θουκυδίδης τοποθετεί τον εαυτό του και τη συγγραφή του στο παρελθόν. Το προφανές παράδειγμα είναι ο επαναλαμβανόμενος λογότυπος για το τέλος ενός έτους που αναγγέλλεται στο παραπάνω χωρίο και που ήδη παρατέθηκε ως παράδειγμα αυτοαναφοράς εκ μέρους του Θουκυδίδη ως συγγράφοντος υποκειμένου:
 
καί ὁ χειμών ἐτελεύτα οὗτος, καί εἰκοστόν ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα τῷδε ὅν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν (8.60.3).
 
Τελείωσε ο χειμώνας αυτός και μαζί του ο εικοστός χρόνος του πολέμου τον οποίο ιστορεί ο Θουκυδίδης.
 
Το ρήμα βρίσκεται στον αόριστο (ξυνέγραψεν) και, επομένως, στο παρελθόν, ενώ η δείξη αναφέρεται και πάλι στην εγγύτητα ταυ πολέμου (πολέμῳ...τῷδε). Έχει γράψει ο Θουκυδίδης μια φράση που αντιφάσκει λόγω αδιαφάνειας της δεικτικής αντωνυμίας; Μάλλον όχι. Είναι αλήθεια ότι ο αόριστος τοποθετεί την πράξη της συγγραφής, ακόμα και την ολοκλήρωσή της, στο παρελθόν· επίσης δηλώνει, όπως υποδεικνύει η Loraux, ότι ο πόλεμος έχει γραφεί στην ολότητά του.[15] Αλλά αυτό δεν αποτελεί τη μοναδική λειτουργία που επιτελεί. Ο αόριστος επίσης τοποθετεί το αποτέλεσμα αυτής της ολοκληρωμένης πράξης, το γραπτό κείμενο, στο παρόν. Μια γρήγορη ματιά σε κάθε αρχαιοελληνικό κείμενο αποκαλύπτει ότι ο αόριστος χρησιμοποιείται συνήθως, όταν μια παρελθοντική ενέργεια εγγυάται μια δήλωση στο παρόν. Ο αόριστος, και όχι ο παρατατικός, συνδυάζεται εύκολα με το χρονικό επίρρημα νῦν, για να μετατρέψει μια παρελθοντική ενέργεια ή ένα παρελθοντικό γεγονός σε μια παροντική δήλωση[16] Εν ολίγοις, ο αόριστος δηλώνει ένα παρελθόν που εισβάλλει ως λόγος στο παρόν.[17]
 
Ο αόριστος μπορεί επίσης να δηλώσει μια παρελθοντική ενέργεια που εισβάλλει στο παρόν ως υλικό αντικείμενο: αναθηματικά, ταφικά ή αναμνηστικά μνημεία θα αποδώσουν κατά κανόνα, όταν συνοδεύονται από μια επιγραφή, την ύπαρξή τους σε μια ενέργεια (‘κατασκεύασε’, ‘έστησε’) που έχει μετατραπεί σε ένα ρήμα σε αόριστο. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης παραθέτει μια τέτοια επιγραφή στην παρέκβασή του για τους Αθηναίους τυραννοκτόνους:
 
Μνῆμα τόδ΄ ἧς ἀρχῆς Πεισίστρατος Ίππίου
υἱός θῆκεν Ἀπόλλωνος Πυθίου ἐν τεμένει (6.54.7· πρβλ. IG I3 761)
 
Ο γιος του Ιππία Πεισίστρατος αφιέρωσε στον ναό του Απόλλωνος το μνημείο τούτο της εξουσίας του.
 
Το ρήμα θῆκεν δεν δηλώνει απλώς μια ‘ολοκληρωμένη ενέργεια’. Δηλώνει παρουσία του παρελθόντος στο παρόν. Υπάρχει πλήρης μεταβατικότητα: ένας παράγοντας έχει εκτελέσει μια ενέργεια και κατόπιν έχει εξαφανιστεί στο χειροπιαστό αποτέλεσμα της ενέργειας. Το μνημείο οφείλει την ύπαρξή του στην αξιομνημόνευτη πράξη ενός αφιερωτή, αλλά το μήνυμά του έχει σημασία μόνο εν απουσία του τελευταίου. Η παρουσία του μνημείου είναι αυτή που προκαλεί την εγχάρακτη, δεικτικού χαρακτήρα, λεκτική πράξη που, σύμφωνα με την αφηγηματολογία των αρχαϊκών και πρώιμων κλασικών ιδιωτικών επιγραφών του Jesper Svenbro, εκτελείται μέσω της φωνής του αναγνώστη.[18]
 
Η σύνταξη και τα πραγματολογικά, και δη τα δεικτικά, στοιχεία του εγχάρακτου μνημείου του Πεισίστρατου (του νεότερου), όπως και τόσων άλλων, είναι παρόμοια με τον τρόπο με τον οποίο ο Θουκυδίδης εγγράφει τον εαυτό του και τη συγγραφή του στο έργο. Το όνομα, η καταστατική πράξη και η εγγύτητα του προϊόντος της (που δηλώνονται μέσω της λέξης που σημαίνει εγγύτητα στη δείξη και του οριστικού ρήματος) είναι όλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα κοινά στο έργο του Θουκυδίδη και στα μνημεία που βρέθηκαν στην Ακρόπολη και σε ολόκληρη την επικράτεια του αρχαιοελληνικού κόσμου. Όπως ακριβώς το τοπικά άμεσο τόδε της επιγραφής (μνήμα/σήμα) αναφέρεται εξίσου στον εαυτό του όσο και στο μνημείο (δεν υπάρχει διαφορά), έτσι και οι δεικτικές λέξεις του Θουκυδίδη που δηλώνουν εγγύτητα συγχέουν το έργο και τον πόλεμο. Ο Πόλεμος των Πελοποννησίων και των Αθηναίων είναι ο πόλεμος των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Η πρώτη περίοδος του Θουκυδίδη είναι μια επιγραφή για τον πόλεμο που μετατράπηκε σε μνημείο. Παρουσιάζει το όνομα και τη φήμη του συγγραφέα να έχουν εξασφαλισθεί μέσω της συνάντησης των αναγνωστών με το έργο του στο μέλλον.[19]
 
Ὅσοι δέ βουλήσονται τῶν ... γενομένων τό σαφές σκοπεῖν:
Το παρόν του μελλοντικού αναγνώστη
 
Αν ο παραλληλισμός με τις επιγραφές είναι διδακτικός, εγείρεται ένα σημαντικό ερώτημα: πώς ακριβώς πίστευε ο Θουκυδίδης ότι θα λάβει χώρα η συνάντηση ανάμεσα στο έργο του και τον αναγνώστη; Η ανάγνωση επιγραφών κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή είναι προβληματική και το κλέος του αφιερωτή του μνημείου ίσως εξαντλείται με την πρόθεση του τελευταίου να ανεγείρει το μνημείο και να χαράξει το όνομά του λόγω της βεβαιότητας της μόνιμης παρουσίας της επιγραφής και δεν χρειάζεται την ανάγνωση της επιγραφής στο μέλλον. Ενίοτε οι επιγραφές είναι λιγότερο ανθεκτικές από όσο νομίζουν οι δημιουργοί τους και είναι δύσκολο να διαβαστούν, όταν δεν είναι τυπωμένες στις σελίδες της συλλογής IG. Εξάλλου, ο περαστικός της αρχαιότητας δεν είναι ένας τόσο αφοσιωμένος αναγνώστης όσο οι σύγχρονοι επαγγελματίες επιγραφολόγοι.
 
Η επιγραφή του Πεισίστρατου αποτελεί ένα διδακτικό παράδειγμα. Τα γράμματά της έχουν ήδη ξεθωριάσει για τον Θουκυδίδη που τη διαβάζει (ἀμυδροῖς γράμμασι, 6.54.7), και η παράθεσή της γίνεται για λόγους διαφορετικούς από την απλή διάδοση του κλέους του αφιερωτή. Ο Θουκυδίδης παραθέτει την επιγραφή για να αποδείξει μια άποψη: ο Ιππίας (ο πατέρας του αφιερωτή) και όχι ο Ίππαρχος ήταν τύραννος της Αθήνας· οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτονας δεν σκότωσαν τον τύραννο αλλά τον αδελφό του. Οι Αθηναίοι πίστευαν λανθασμένα ότι ο Ίππαρχος ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Πεισίστρατου. Ο Θουκυδίδης, προκειμένου να αποδείξει αυτή την άποψη, έπρεπε να παρεκκλίνει της πορείας του, για να ελέγξει τα στοιχεία και να διαβάσει επιγραφές που προφανώς κανείς δεν διάβαζε πλέον.[20]   
   
      Η παρέκβαση με θέμα τους τυραννοκτόνους χρησιμεύει για να εξάρει το ανώτερο επίπεδο της οξυδέρκειας και της προσπάθειας του Θουκυδίδη όσον αφορά τη διερεύνηση του παρελθόντος. Το ζήτημα προοικονομείται στην αργή της ενότητας περί μεθόδου (1.20.2), όταν ο Θουκυδίδης το αναφέρει ως παράδειγμα του επιπόλαιου και αστόχαστου τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι αποδέχονται αμφίβολες ή αποδεδειγμένα εσφαλμένες ιστορίες ακόμα και σχετικά με το πρόσφατο παρελθόν της πόλης τους. Η αναζήτηση της αλήθειας απαιτεί προσπάθεια και δεν είναι δεδομένη για τους πολλούς, που στρέφονται πολύ εύκολα σε αυτό που είναι, εύκαιρο και πρόχειρο ενδίδοντας στις απολαύσεως της στιγμής.[21] Και αυτό ισχύει για τους μελλοντικούς αναγνώστες του κειμένου εξίσου με τον ίδιο τον ερευνητή.
 
Ο τυπικός όρος που χρησιμοποιείται σε αυτή την περίσταση είναι το σκο­πεῖν. Αυτό το ρήμα δηλώνει την κριτική ματιά σε ζητήματα για τα οποία δεν προσφέρονται έτοιμα ή προφανή στοιχεία. Στην αρχή της Αρχαιολογίας ο Θουκυδίδης παραδέχεται ότι η λεπτομερής και ακριβής γνώση σχετικά με το παρελθόν πριν από τη δική του εποχή είναι αδύνατη, ωστόσο ισχυρίζεται ότι μέσα από την επισταμένη και κριτική έρευνα των στοιχείων έως το σημείο που μπορούσε να διακρίνει (ἐπί μακρότατον σκοποῦντί μοι, 1.1.3) ούτε οι πόλεμοι του παρελθόντος ούτε κάποια άλλη όψη της ιστορίας δεν είχαν τη σπουδαιότητα της σύγκρουσης που ξεκίνησε να συγγράφει. Όταν ο Θουκυδίδης συζητεί το μέγεθος του Σπαρτιατικού στρατού στη μάχη της Μαντίνειας (5.68.2), ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί ‘να καταγράψει’ (γράψαι) τον πραγματικό αριθμό των στρατιωτών, αλλά προσφέρει έναν υπολογισμό σύμφωνα με τον οποίο μπορεί κανείς να προβεί σε εύλογες εικασίες (ἐκ ... τοιοῦδε λογισμοῦ ἔξεστί τῷ σκοπεῖν).[22]
 
Η ενέργεια του σκοπεΐν μπορεί επίσης να αποτελεί επανέλεγχο αυτού που φαίνεται να αποτελεί τεκμήριο, αλλά στην πραγματικότητα είναι μόνο μια παραπλανητική επιφάνεια. Γι’ αυτό θα ήταν καλό στο μέλλον οι ερευνητές να εξετάζουν (σκοπεῖν, 1.10.3) την αληθινή ισχύ (δυνάμεις) των πόλεων και των κρατών και όχι τα υλικά κατάλοιπα (όψεις) που θα σώζονται από αυτές, γιατί έτσι θα μπορούσαν να παραπλανηθούν εντελώς: κοιτάζοντας την πόλιν της Σπάρτης (που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια συστάδα χωριών χωρίς εντυπωσιακούς ναούς ή μνημεία) κανείς θα ήταν δύσπιστος ως προς την αληθινή δύναμη που η πόλη αυτή πραγματικά είχε κάποτε, ενώ, αν κοιτούσε την Αθήνα, θα μπορούσε εύκολα να παραπλανηθεί και να πιστέψει ότι η δύναμη της πόλης ήταν δύο φορές μεγαλύτερη από ό,τι πραγματικά ήταν.[23]
 
Το κείμενο του Θουκυδίδη αφήνει ελάχιστα περιθώρια αμφιβολίας ως προς αυτό: ο μοναδικός τρόπος για να αποκτηθεί πραγματική γνώση για την αληθινή ισχύ των πόλεων του παρελθόντος, συγκεκριμένα της Αθήνας και της Σπάρτης, είναι το ίδιο το κείμενο του Θουκυδίδη, που συνιστά ‘τα ίδια τα γεγονότα του πολέμου’. Το έργο του Θουκυδίδη, μάλιστα, παρουσιάζεται ως το αντικείμενο του σκοπεῖν των μελλοντικών αναγνωστών του. Το κείμενο παροτρύνει τον αναγνώστη να υπολογίσει τη χρονολογία του πολέμου (σκοπείτω δέ τις, 5.20.2) σύμφωνα με το σύστημα διαίρεσης του έτους σε χειμώνα και θέρος, όπως έχει γραφεί (ὥσπερ γέγραπται, 5.20.3) και όχι βάσει των ονομάτων των αρχόντων στις εμπλεκόμενες πόλεις, που προκαλεί σύγχυση. Όποιος θέλει να κοιτάξει θα βρει στο έργο του Θουκυδίδη μια μεγαλύτερη τάξη.
 
Οι αναγνώστες που αναζητούν και διακρίνουν θα βρουν επίσης ένα πόλεμο που δεν είναι παρελθοντικός αλλά παρών, αφού βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτά τα εργα, ‘με τα ίδια τα γεγονότα’:
 
καί ὁ πόλεμος οὗτος. καίπερ τῶν ἀνθρώπων ἐν ᾦ μέν ἄν πολεμῶσιν τόν παρόντα αἰεί μέγιστον κρινόντων, παυσαμένων δέ τά. ἀρχαῖα μᾶλλον θαυμαζόντων, ἀπ΄ αὐτῶν τῶν ἔργων σκοποῦσι δηλώσει όμως μείζων γεγενημένος αὐτῶν (1.21.2).
 
Και ο πόλεμος ο τωρινός - αν και είναι φυσικό, όταν γίνεται ένας πόλεμος να τον θεωρούν οι εμπόλεμοι σαν τον μεγαλύτερο απ’ όλους, αλλ’ όταν τελειώσει πάλι φυσικό είναι να θαυμάζουν τα παλαιότερα γεγονότα - θ’ αποδειχθεί, με κριτήριο αυτήν την ίδια πραγματικότητα, ότι ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους προηγούμενους.
 
Για πρώτη φορά το δεικτικό στοιχείο που προσδιορίζει τη λέξη πόλεμος δεν είναι το τοπικά άμεσο και αυτοαναφορικό ὅδε αλλά το πιο περιφερειακό και διαλογικό οὗτος, που κατά κανόνα τοποθετεί το άτομο ή το πράγμα που επισημαίνεται κοντά στον αποδέκτη των λόγων του ομιλητή.[24] Συνεπώς η προοπτική έχει μετατοπιστεί στα σημαντικά μεθοδολογικά κεφάλαια 1.21 και 1.22: μολονότι η φωνή του συγγραφέα Θουκυδίδη παραμένει στη θέση της, ο δει­κτικός προσανατολισμός προβάλλεται τώρα προσωρινά στον αναγνώστη. Ο πόλεμος ουτος, ‘αυτός ο πόλεμος που γράφεις’: αυτή δεν είναι η εγωκεντρική αυτοαναφορά μιας αναμνηστικής επιγραφής αλλά μια στιγμή διαλόγου ανάμεσα στον Θουκυδίδη και το μελλοντικό αναγνωστικό κοινό του. Ο πόλεμος του παρόντος θα είναι ο πόλεμος του μέλλοντος, καθώς ο Θουκυδίδης και οι αναγνώστες του συνδέονται σε ένα κοινό σκοπεῖν.
 
Ο πόλεμος, όπως είμαστε τώρα σε θέση να διαπιστώσουμε, είναι διαφορετικός από ένα γραπτό αντίγραφο των γεγονότων του παρελθόντος, όπως είναι στην εξίσωση συγγραφής και πραγματικότητας που κάνει η Loraux. Ο πόλεμος είναι ένας ερμηνευτικός οδηγός που επιτρέπει στους αναγνώστες να ερμηνεύσουν το δικό τους παρόν και να αναγνωρίσουν σε αυτό τις ίδιες θεμελιώδεις ανθρώπινες συμπεριφορές που ο Θουκυδίδης κατέγραψε στη δική του περιγραφή του Πελοποννησιακού Πολέμου.[25] Από αυτή την άποψη σημειώνουμε ότι η φράση αυτών τών έργων στο χωρίο 1.21.2 (βλ. παραπάνω) επιτρέπει μια ανάγνωση που διαφέρει από εκείνη η οποία τονίζει την άμεση πρόσβαση στην πραγματικότητα του πολέμου. Οι αναγνώστες του Θουκυδίδη θα είναι σε θέση να κατανοήσουν την εποχή τους βάσει της παρουσίασης από τον Θουκυδίδη των έργων του πολέμου στην ουσιαστική ταυτότητά τους: δεν πρόκειται τόσο για τα ίδια τα γεγονότα όσο για τα γεγονότα αυτά καθαυτά, τα γεγονότα αναγόμενα στην ουσία τους. Ο Θουκυδίδης μάς επιτρέπει, σε πλατωνική σχεδόν γλώσσα, να δούμε (σκοπεῖν) μέσα από την επιφάνεια των γεγονότων της ίδιας της εποχής μας στη βάση της ουσίας των γεγονότων του δικού του πολέμου.[26]
 
Ο πόλεμος του Θουκυδίδη και τα γεγονότα που αποτελούν συστατικά στοιχεία του γίνονται το πρότυπο για την κατανόηση μελλοντικών γεγονότων. Ο λοιμός που έπληξε την Αθήνα στο δεύτερο έτος του πολέμου είναι ένα διδακτικό παράδειγμα. Η αφήγηση της επιδημίας γίνεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να διευκολύνει τους μελλοντικούς παρατηρητές, καθώς θα εξετάζουν προσεκτικά (σκοπών, 2.48.3) την αφήγηση του Θουκυδίδη, να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα της επιδημίας και να μην καταληφθούν εξαπίνης, σε περίπτωση που ο λοιμός εμφανισθεί πάλι στη δική τους εποχή.[27] Η γενική αρχή ανακοινώνεται με αξιομνημόνευτο τρόπο στο κεφάλαιο 1.22:
 
ὅσοι δέ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τό σαφές σκοπεῖν καί τῶν μελλόντων ποτέ αὖθις κατά τό ἀνθρώπινον τοιούτων καί παραπλήσιων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτά ἀρκούντως ἕξει (1.22.4)
 
Αλλά θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης, θα είναι όμοια ή παραπλήσια.
 
Το παρελθόν του αναγνώστη και το παρόν του Θουκυδίδη, το παρόν του αναγνώστη και το μέλλον του Θουκυδίδη συνδέονται όλα μέσω της ανθρώπινης φύσης (κατά τό ἀνθρώπινον) και της συνειδητής επιλογής του αναγνώστη να μελετήσει την περιγραφή της από τον Θουκυδίδη. Ακολουθεί η δήλωση του κύρους του έργου με λόγια που έχουν προβληματίσει πολλούς αναγνώστες: ο Θουκυδίδης παραδέχεται ανοιχτά ότι δεν παρουσίασε τα πραγματικά λόγια που λέχθηκαν με τη μορφή ομιλιών στις κρίσιμες στιγμές της λήψης των αποφάσεων στον πόλεμο. Ήταν αδύνατο, γράφει ο Θουκυδίδης (1.22.1), να αποδώσει με κάθε λεπτομέρεια και ἀκρίβειαν[28] όσα λέχθηκαν (τῶν λεχθέντων), αδιακρίτως του αν ο ίδιος ήταν παρών στο γεγονός ή όχι. Επομένως, οι λόγοι θα παρουσιαστούν σύμφωνα με την ακόλουθη αρχή:
 
ὡς δ΄ ἄν ἐδόκουν ἐμοί ἕκαστοι περί τῶν αἰεί παρόντων τά δέοντα μάλιστ’ εἰπεῖν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, οὕτως εἴρηται (1.22.1)
 
Γι’ αυτό και τις έγραψα (ενν. τις αγορεύσεις) έχοντας υπ’ όψη τι ήταν φυσικό να πουν οι ρήτορες που να αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και ακλουθώντας, όσο το δυνατόν, την γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν.
 
Η απόφαση να καταγράψει ό,τι ήταν ‘πρόσφορο’ (τά δέοντα) στις συγκεκριμένες περιστάσεις έχει προβληματίσει τους σύγχρονους ιστορικούς, που συχνά διακρίνουν στην πρόταση μια ανεπίλυτη ένταση ή ακόμα και μια ξεκάθαρη αντίφαση ανάμεσα στην ‘αντικειμενικότητα’ και την ‘υποκειμενικότητα’.[29] Ωστόσο, η πρόταση δηλώνει ένα ουσιώδες στοιχείο του σχεδίου του Θουκυδίδη, ανεξάρτητα από το αν αυτό το γεγονός τον εκθέτει ως ιστορικό στα δικά μας μάτια. Μόνον όταν αποκαλυφθούν τα αληθινά κίνητρα και οι αληθινές επιδιώξεις του ομιλητή, μπορεί ο Πόλεμος των Πελοποννησίων και των Αθηναίων να εκπληρώσει την παραδειγματική λειτουργία που οραματίζεται ο δημιουργός του. Οι Αθηναίοι που δηλώνουν στους Μηλίους (5.89) ότι δεν θα δικαιολογήσουν την ηγεμονία τους επικαλούμενοι τη νίκη τους κατά του Ξέρξη είναι πολύ πιθανό στην πραγματικότητα να έχουν δηλώσει ακριβώς αυτό. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης, μη έχοντας τρόπο να γνωρίζει τι πραγματικά ειπώθηκε στη Μήλο, επωφελήθηκε από την ευκαιρία να διαχωρίσει την προπαγάνδα από την ιδεολογία και να μεταδώσει την ουσία της ηγεμονίας και της Machtpolitik.[30] Τα πραγματικά λόγια που ειπώθηκαν, αν ήταν σε γνώση του Θουκυδίδη, θα ήταν πιθανό να είναι εξίσου παραπλανητικά για τους μελλοντικούς αναγνώστες με τα πραγματικά ερείπια της πόλης των Αθηνών.
 
To μνημείο που φέρει το όνομα του Θουκυδίδη, επομένως, δεν διαλαλεί το κλέος αυτού του ονόματος σε μια αυτάρκη απομόνωση, όπως κάνουν οι αναθηματικές ή ταφικές επιγραφές. Το μνημείο που έχει δημιουργήσει είναι διαχρονικά επίκαιρο και εξυπηρετεί έναν ζωτικό σκοπό στο συγκεκριμένο παρόν κάθε νέου αναγνώστη (αυτή είναι η δύναμη του αἰεί στο κτῆμα ἐς αἰεί). Ο σκοπός του Θουκυδίδη είναι να υπερβεί την απλώς ακριβή εξιστόρηση (ἀκρίβεια)· ο Πόλεμος των Πελοποννησίων και των Αθηναίων ερμηνεύεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να διευκολύνει τους αναγνώστες να κατανοήσουν καλύτερα τη δική τους εποχή, με τις αυτοκρατορίες της και τους πολέμους της. Ο Θουκυδίδης, γράφοντας, θεωρεί δεδομένη σε κάθε εποχή την παρουσία ανθρώπων που θα θελήσουν να εξετάσουν, που θα θελήσουν να παρεκκλίνουν της πορείας τους, για να διαβάσουν τον ατίθασο πεζό του λόγο, όπως ακριβώς ο ίδιος έχει παρεκκλίνει της πορείας του, για να διαβάσει τα ξεθωριασμένα γράμματα της επιγραφής του Πεισίστρατου.
 
Όλοι όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση’ (ὅσοι βουλήσονταί ... σκοπεῖν, 1.22.4) είναι, στην πραγματικότητα, μια φράση που αφ’ εαυτής θυμίζει τη γλώσσα των επιγραφών και των μνημείων. Όπως έχει υποδείξει ο John Moles,[31] η φράση ανακαλεί στη μνήμη έναν επαναλαμβανόμενο λογότυπο που απαντά σε αθηναϊκές δημόσιες επιγραφές, τῷ βουλομένῳ σκοπεῖν, και ο οποίος σηματοδοτεί το ψήφισμα του δήμου ως ένα δημόσιο έγγραφο που προσφέρεται στην εξονυχιστική μελέτη του φιλοπερίεργου πολίτη.[32] Κανείς δεν χρειάζεται να διαβάσει το κείμενο της επιγραφής, αλλά εκείνοι που ενδιαφέρονται να εξακριβώσουν τις αποφάσεις και τις πολιτικές της πόλης θα έχουν πάντοτε την ευκαιρία να το κάνουν. Το ιδιωτικά χαραγμένο μνημείο του Θουκυδίδη δανείζεται τη γλώσσα των δημόσιων μνημείων της πόλης-κράτους, καθώς απευθύνεται σε ένα εκλεκτό, φιλοπερίεργο ακροατήριο που διαμορφώνεται με πρότυπο τον ιδεωδώς στοχαστικό πολίτη της δημοκρατικής πόλεως.[33]
 
Απομένει μια πρόταση στο πιο διάσημο κεφάλαιο του Θουκυδίδη. Τα προγραμματικά σχόλια σχετικά με τη χρησιμότητα στο μέλλον ακολουθούνται από την πασίγνωστη αυτοπαρουσίαση του έργου:
 
Κτῆμά τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκουειν ξύγκειται
(1.22.4)
 
Έγραψα την Ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι σαν έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο.
 
Οι προσπάθειες των μελετητών έχουν επικεντρωθεί στον τρόπο με τον οποίο αυτά τα λόγια είναι πιθανό να αντανακλούν τη στάση του Θουκυδίδη έναντι των προδρόμων, ιδιαίτερα του Ηροδότου, με τη λέξη κτήμα να υποδηλώνει την ανθεκτικότητα της συγγραφής και το ἀγώνισμα τον εφήμερο χαρακτήρα της προφορικής παρουσίασης.[34] Αλλά ας επικεντρωθούμε εδώ σε αυτά που γράφει ο Θουκυδίδης για τον εαυτό του. Ο Moles διαβλέπει έναν δεύτερο υπαινιγμό εδώ: η φράση κτήμα (ἐς αἰεί) ... ξύγκειται (1.22.4) ανακαλεί στη μνήμη, κατά την άποψή του, τον ομηρικό λογότυπο κτήματα κεῖται, που αναφέρεται σε προγονικό πλούτο ο οποίος έχει κατατεθεί για φύλαξη σε ιδιωτικό χώρο.[35] Για τον Moles το έργο του Θουκυδίδη παρουσιάζεται εδώ ως ένα πολύτιμο απόκτημα ‘που καταγράφεται για πάντα’ υπερβαίνοντας το δικό του χρονικό πλαίσιο.[36] Είναι αλήθεια ότι το κτήμα μεταδίδει την ιδέα ενός ιδιωτικού αποκτήματος, ενός ανθεκτικού μνημείου, ακόμα και ενός προσωπικού επιτεύγματος.[37] Ο προσδιορισμός όμως ἐς αἰεί υπαινίσσεται επίσης μια δυναμικότερη μονιμότητα. Το έργο παρουσιάζεται ως ένα περιουσιακό στοιχείο για κάθε νέα γενιά αναγνωστών, μεταδίδει δηλαδή κατ’ αυτόν τον τρόπο εξίσου την ιδέα μιας αιώνιας διαδικασίας όσο και την ιδέα μιας αιώνιας υλικότητας: ο δεσμός του Θουκυδίδη με το αναγνωστικό κοινό του ανανεώνεται από τη μια γενιά στην άλλη.[38] Αυτή η δυναμική σημασία επιβεβαιώνεται με το ξύγκειται, στο οποίο δεν ενυπάρχει απλώς η ιδέα μιας (παθητικής) ‘κατάθεσης’ (όπως στο ομηρικό κεῖται). Επιπλέον, αγνοεί την πρόθεση ξυν-, το στοιχείο που το ξύγκειται έχει κοινό με την κύρια αυτοαναφορική έκφραση του έργου, το ξυν-έγραψε. Στην επόμενη ενότητα θα δούμε ότι αυτό το στοιχείο δεν συνδέει απλώς το έργο ακόμα στενότερα με τον επιγραφικό λόγο και τα κίνητρά του, αλλά επίσης ενι­σχύει τον δεσμό με τον αναγνώστη, ο οποίος έχει οικοδομηθεί στην αρχιτε­κτονική του έργου του Θουκυδίδη.
     
Η σημασιολογία του ξυγγράφειν
 
Θα αποτελούσε λήψη του ζητουμένου να αποδώσουμε στο ξυγγράφειν όπως απαντά στον Θουκυδίδη τέτοιες σημασίες όπως ‘συγγραφή ιστορίας’ ή ‘σύνθεση πεζού λόγου’, δεδομένου ότι εκείνες οι σημασίες απέκτησαν εξέχουσα θέση μόνον ως αποτέλεσμα της επιρροής του έργου του Θουκυδίδη στη διαμόρφωση της αρχαιοελληνικής πεζογραφικής παράδοσης. Αντίθετα, πρέπει να γνωρίζουμε ακριβώς τι συνεισφέρει η πρόθεση ξυν- στο ρηματικό θέμα γραφ- και, γενικότερα, τι σήμαινε η συγγραφή για έναν Αθηναίο της εποχής του Θουκυδίδη, όταν δεν προετοίμαζε, όπως οι τραγικοί ποιητές, για παράδειγμα, ένα γραπτό κείμενο για εκτέλεση.
 
Για τη Loraux το ξυν- δηλώνει την ολότητα του πολέμου που έχει γραφεί, τη γλωσσική έκφραση της αντιστοιχίας του Πολέμου των Πελοποννησίων και των Αθηναίων με τον πόλεμο των Πελοποννησίων και των Αθηναίων.[39] Ο Θουκυδίδης έχει κυριολεκτικά ‘συν-γράψει’ τον πόλεμο και έχει συγκεντρώσει ένα ευρύ σύνολο ετερογενών γεγονότων, διασκορπισμένων στον χρόνο και στον χώρο, σε ένα μεμονωμένο μνημειώδες κείμενο. Η ‘συνένωση’ που εκφράζεται με το ξυν-, θα μπορούσαμε να πούμε, πραγματοποιείται από την πλευρά του αντικειμένου, όπως στο ξυν-άγω ‘οδηγώ μαζί’ ή στο συλ-λέγω ‘μαζεύω’.[40] Αντίθετα, ο Edmunds υποστηρίζει ότι το ξυν- ‘δεν αναφέρεται στη συναρμογή γεγονότων διά της γραφής, σε μια διαδικασία σύνθεσης, αλλά είναι είτε επιτελεστικό (‘επιτυγχάνω τη συγγραφή’) ή επιτατικό (‘σημειώνω’)’. Για τον Edmunds η θεμελιώδης σημασία του ξυγγράφειν είναι ‘καταγράφω’, με τη βαθύτερη έννοια πως οτιδήποτε έχει καταγραφεί προϋπάρχει της ενέργειας της γραφής.[41] Τόσο η Loraux όσο και ο Edmunds διακρίνουν στη χρήση του συγγράφειν εκ μέρους του Ηροδότου την πρωταρχική πηγή από την οποία αντλεί ο Θουκυδίδης.
 
Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τη συζήτηση που προηγήθηκε σχετικά με τη μελλοντική πρόθεση του Θουκυδίδη, είναι πιθανό να αναρωτηθούμε αν η προσανατολισμένη στο παρελθόν απόδοση ‘έχει καταγράψει’ αποτελεί την ορθή ερμηνεία του ξυνέγραψε. Φαίνεται αβάσιμο να θεωρήσουμε δεδομένη τη λεξιλογική επίδραση του Ηροδότου, τη στιγμή που ο Θουκυδίδης αποφεύγει επιμελώς τους σαφώς πιο σημαντικούς ηροδότειους όρους ἱστορία ή ἀπόδεξις, προκειμένου να αναφερθεί στο δικό του έργο.[42] Φαίνεται, μάλιστα, ότι η χρήση του ξυγγράφειν στην Αθήνα της εποχής του προσφέρει το πλαίσιο για μια διαφορετική ερμηνεία της αυτοπαρουσίασης του Θουκυδίδη ως προς το στοιχείο της συγγραφής. Ο ίδιος ο ιστορικός προσφέρει ορισμένα χρήσιμα σημεία εκκίνησης.
 
Καταρχάς, υπάρχει η γλώσσα των πολιτικών συνθηκών. Ένα παράδειγμα απαντά στο χωρίο 5-41.3, όταν οι Σπαρτιάτες ‘συμφώνησαν με’ (ξυνεχώρησαν) τις απαιτήσεις των Αργείων και ‘διατύπωσαν εγγράφως τη συμφωνία’ (ξυνεγράψαντο).[43] Υπάρχει, ασφαλώς, η ιδέα της καταγραφής του αποτελέσματος των διαβουλεύσεων, μιας μεταγραφής της συμφωνίας από τον προφορικό στον γραπτό λόγο. Απομένει όμως να δούμε αν είναι αυτό που εκφράζει το ξυνεγράψαντο. Η καθαυτό συγγραφή είναι ένα προκαταρκτικό μόνο βήμα προς την κατεύθυνση ενός εγγράφου που απευθύνεται στο μέλλον. Η ακολουθία ‘συμφωνία-γραπτήή διατύπωση’ μπορεί, ή θα έπρεπε, να ακολουθείται από μια δημόσια παρουσίαση, μια ‘δείξη’, στις κοινότητες που εμπλέκονται. Αυτό ισχύει στη συνθήκη Αργείων-Σπαρτιατών που μόλις αναφέρθηκε και η οποία θα μπορούσε να φτάσει στην εκπλήρωσή της (τέλος) μόνο ύστερα από την ‘παρου­σίασή της στον λαό του Άργους’ (δεῖξαι τῷ πλήθει). Μετά τη λήψη όρκων και από τις δύο πλευρές η συνθήκη, κατοχυρωμένη πλέον, μπορεί να αναφέρεται ως τά ξυγκείμενα, όπως συμβαίνει συχνά στον Θουκυδίδη: η συνθήκη, θεσπισμένη και επικυρωμένη, ‘διατηρεί τη συνοχή της’, όπως μια συμπαγής κατα­σκευή.[44]
 
Μια δεύτερη σφαίρα με την οποία ο Θουκυδίδης μοιράζεται την ορολογία της αυτοπαρουσίασής του είναι η νομοθεσία. Στο 8.67.1 γράφει ότι το κόμμα του Πεισάνδρου πρότεινε στον δήμον να εκλέξει δέκα ‘μέλη συντακτικής επιτροπής με απόλυτη εξουσία’ (ξυγγραφέας αὐτοκράτορας), που θα συνέτασσαν μια γραπτή πρόταση (ξυγγράψαντας γνώμην) όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να κυβερνηθεί καλύτερα η πόλη. Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τη γλώσσα των επίσημων ψηφισμάτων και είναι πολύ πιθανό να παραφράζει μια πραγματική επιγραφή.[45] Πανομοιότυπη και ακόμα πλησιέστερη στη γλώσσα των αποφάσεων της εκκλησίας του δήμου που χαράσσονταν σε λίθινες πλάκες ‘για οποιονδήποτε θέλει να δει’ είναι η διατύπωση του Ξενοφώντα σχετικά με την αρχή του καθεστώτος των Τριάκοντα:
 
ἔδοξε τῷ δήμῳ τριάκοντα ἄνδρας ἑλέσθαι, οἵ τούς πατρίους νόμους συγγράφουσι. καθ’οὕς πολιτεύσουσι (Ξεν. Ελλ. 2.3.2)
 
Η εκκλησία του δήμου αποφάσισε να εκλέξει τριάντα άνδρες, που θα κατέγραφαν τους προγονικούς νόμους σύμφωνα με τους οποίους θα κυβερνιόταν η πόλη.
 
Στους Τριάκοντα σαφέστατα δεν ανατίθεται η δημιουργία νέων νόμων, αλλά ούτε και καταγράφουν απλώς υπάρχοντες, ‘προγονικούς’ νόμους. Αν το έκαναν, είναι δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί ήταν απαραίτητη η καταγραφή τους (εκτός και αν υπονοείται ότι η νομοθεσία πριν από τη δημοκρατία δεν μπορούσε πλέον να ανακτηθεί). Μάλλον η ιδέα φαίνεται ότι ήταν πως τους ζητήθηκε να αναδιατυπώσουν τους νόμους της πόλης που ίσχυαν πριν από τη δημοκρατία ως τη βάση για ένα νέο σύνταγμα. Το ‘κείμενο’ που προκύπτει και που θα το αποκαλούσαμε συγγραφή[46] καταγράφει την προγενέστερη συμπεριφορά, αλλά ο αληθινός σκοπός του είναι να διαμορφώσει και να ρυθμίσει τη μελλοντική συμπεριφορά. Η αρχική αποστολή των Τριάκοντα ήταν να προσφέρουν ένα προσχέδιο, έναν οδηγό για τη μελλοντική διακυβέρνηση. Όπως ακριβώς στην περίπτωση των συνθηκών, το κείμενο (συγγραφή) της αυθεντικής πρότασης πρέπει να ‘επιδειχθεί’, προκειμένου να είναι έγκυρο και δεσμευτικό. Κανένα από τα δύο στάδια δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ από τους Τριάκοντα, που, όπως γράφει ο Ξενοφώντας (2.3.11), ανέβαλλαν διαρκώς ‘να συγγράψουν και να παρουσιάσουν’ (ἀεί ἔμελλον συγγράφειν τε καί ἀποδεικνύναι) το νέο σύνταγμα.
 
Ο Θουκυδίδης μοιράζεται τον κεντρικό όρο της αυτοπαρουσίασής του με τη γλώσσα των συνθηκών και των συνταγμάτων, δύο δραστηριοτήτων που εμπλέκουν τον κεντρικό όρο ἀπόδεξις του Ηροδότου, ώστε να δηλώσουν το τελικό στάδιο της διαδικασίας. ‘Καταγράφω’ είναι ένας όρος μάλλον ακατάλληλος για το είδος της συγγραφής και του κειμένου που εννοείται: η συγγραφή είναι προσανατολισμένη προς την εφαρμογή της και η διαδικασία δεν ολοκληρώνεται παρά μόνον όταν επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
 
Η αναφορικότητα των τεχνικών εγχειριδίων της εποχής, που ονομάζονταν συγγραφαί, μοιράζεται αυτό το είδος γραφής: ο συγγραφέας τους συστηματοποιεί την προηγούμενη πρακτική, προκειμένου να διευκολύνει την πρακτική που θα ακολουθείται πλέον στο μέλλον και κατ’ αυτόν τον τρόπο ‘συγγράφει’ το οραματιζόμενο έργον της τέχνης του. Είδαμε ήδη ότι το βιβλίο μαγειρικής του Μίθαικου είναι μια συγγραφή και ανάλογος είναι και ο Κανόνας του συγχρόνου του Θουκυδίδη Πολύκλειτου, το κείμενο του οποίου στρέφεται προς το απόλυτο έργον της γλυπτικής: την αναπαράσταση του ιδανικού ανθρώπινου σώματος. Μετρώντας τις αναλογίες του ανθρώπου και κοιτάζοντας πέρα από την επιφάνεια της σωματικής διάπλασης οποιουδήποτε συγκεκριμένου ατόμου, ο Πολύκλειτος ‘έγραψε’ το ανθρώπινο σώμα.[47]
 
Πριν εξετάσουμε τον Θουκυδίδη από αυτή την οπτική γωνία υπάρχει μια ακόμη ομάδα στοιχείων που πρέπει να ληφθεί υπόψη: η γλώσσα των σχεδίων των δημόσιων κτισμάτων της πόλης των Αθηνών. Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας προέρχονται από τις δημόσιες επιγραφές που παραθέτουν το ψήφισμα το οποίο αφορά την κατασκευή του μνημείου και την ανάθεσή του. Φαίνεται ότι αυτά τα έγγραφα δεν έχουν άλλη λειτουργία πέρα από την περάτωση του κτίσματος (ἔργον) του οποίου την οικοδόμηση εξαγγέλλουν, αλλά περιστασιακά η επιγραφή διατείνεται ότι έχει ενδιαφέρον αφ’ εαυτής και ότι μεταφέρει πληροφορίες, έτσι ώστε να είναι δυνατό ‘σε κάθε ενδιαφερόμενο Αθηναίο να γνωρίζει και να ερευνά’ (τῷ βουλομένῳ Ἀθηναίων εἰδέναι καί ἐξετάζειν, IG ΙΙ/ΙΙΙ.463.30): πάλι, ένα επίλεκτο κοινό καλείται να ερευνήσει την αλήθεια σχετικά με τα έργα του παρελθόντος.
 
Οι κεντρικοί όροι είναι πάλι συγγράφει και συγγραφή. Και οι δύο χρησιμοποιούνται για το γράψιμο του αρχιτέκτονα, που διασαφηνίζει τις λεπτομέρειες για το κτίσμα και την κατασκευή του.[48] Το πασίγνωστο ψήφισμα για την ανάθεση του κτίσματος του ναού της Νίκης προσφέρει ένα παράδειγμα:
 
και το Ηιερόν θυρδσαι καθ’ ὅ τι Καλλικράτες χσυγγράφσει (IG I3 35.6-8)
 
και να εφοδιάσει το ναό με θύρες, σύμφωνα με όσα γράφει ο Καλλικράτης.[49]
 
Το νόημα του ρήματος εδώ είναι εξίσου τελεολογικό όσο και όταν οι Τριάκοντα επρόκειτο να συντάξουν τον κώδικα της Αθήνας ή όταν ένας δάσκαλος καταγράφει την τέχνη του. Αντί να καταγράψει οποιαδήποτε προϋπάρχουσα πραγματικότητα ο Καλλικράτης ‘γράφει’ τον ναό και έτσι προσφέρει την αναγκαία συνθήκη για την περάτωση του έργου. Οι υπεύθυνοι για την επίτευξή του δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν, έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη, τις διευκρινίσεις του αρχιτέκτονα.
 
Η συγγραφή του αρχιτέκτονα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί αμιγώς ένα ζήτημα καλλιτεχνικού σχεδίου· αν περιγράφουν λεπτομερώς τέτοια στοιχεία όπως ημερομίσθια των εργατών, χρόνος παράδοσης ή υλικά που θα χρησιμοποιηθούν, συχνά προσεγγίζει αυτό που αποτελεί για μας ένα συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο (κατά τάς συγγραφάς)[50] πρέπει να εκτελεστεί το έργο. Το μνημείο που έχει φτάσει στην ολοκλήρωσή του (τέλος, μια κατάσταση που προϋποθέτει ότι είναι συγκείμενον, ‘συνταιριασμένο’)[51] πρέπει να ‘επιδειχθεί’ στους αρμόδιους αξιωματούχους, έτσι ώστε η παράδοσή του να εκτελεστεί με τον σωστό τρόπο:
 
Ταῦ]τά δέ ποιήσας ἅπαντα δόκιμα κατά τήν συγγραφήν ἀπο[δει]ξάτο) τοῖς ναοποιοῖς κ[αϊ] τ[ώι ά]ρχιτ[έκτονΙ[ι] ὁ μισθωσάμενος τό ἔργ[ο]ν τέλος ἔχον (IG ΙΙ/ΙΙΙ. 1678, όψη Α16-18)
 
Έχοντας εκτελέσει όλα αυτά με ικανοποιητικό τρόπο σύμφωνα με το συμβό­λαιο. ο ανάδοχος θα επιδείξει/παραδώσει το έργο, όταν θα έχει ολοκληρωθεί, στους αξιωματούχους του ναού και στον αρχιτέκτονα.
 
Όπως ακριβώς το νέο σύνταγμα της Αθήνας ή η συνθήκη ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος, το έργο της οικοδόμησης αρχίζει ουσιαστικά τη ζωή του ως μια συγγραφή και τελειώνει με την πράξη της αποδείξεως
 
Συμβόλαιο και σχέδιο
 
Το λεξικό των Liddell-Scott καταχωρεί τη συγγραφή των αρχιτεκτόνων ως την 6η σημασία του συγγράφειν, διαφορετική από τις σημασίες ‘συντάσσω ένα συμβόλαιο’ (σημασία III) και ‘συντάσσω μια πρόταση για ψήφισμα’ (IV). Αυτό είναι αμφίβολο τόσο από την άποψη της λεξικολογίας όσο και της πολιτισμικής ιστορίας. Έχουμε διαπιστώσει ότι μία κεντρική ιδέα διατρέχει μια σειρά πολιτισμικών πεδίων (συνθήκες, τεχνικά εγχειρίδια, αρχιτεκτονική κτλ.). Αυτά τα πεδία δεν συγκροτούν διαφορετικές ‘έννοιες’ του συγγράφειν το ρήμα, αντίθετα, κωδικοποιεί αυτό που τα πεδία έχουν κοινό όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται ή κινητοποιούνται οι διαδικασίες τους μέσω της συγγραφής. Η συγγραφή σχεδίων και συμβολαίων είναι αυτό που συνιστά το πεδίο του οποίου οι σημασίες ‘συνθέτω ένα γραπτό’ ή ‘γράφω σε πεζό λόγο’ (που τώρα παρατίθενται ως η κεντρικότερη έννοια II) αποτελούν τη μεταφορική επέκταση.
 
Έχουμε διαπιστώσει ότι η έννοια ‘γράφω σε πεζό λόγο’ είναι ήδη υπαρκτή την εποχή του Θουκυδίδη, ή τουλάχιστον λίγο αργότερα, στη φράση ‘γράφω (μια πραγματεία) σχετικά με’ (συγγράφειν περί). Ο ίδιος ο Θουκυδίδης βρίσκεται πιο κοντά στο κύριο πεδίο. Το δικό του ξυνέγραψε αντλεί από τη γλώσσα της αρχιτεκτονικής, των συνθηκών και της νομοθεσίας και έτσι προσθέτει στο έργο του σημαντικά γνωρίσματα εκείνων των τομέων. Η ιδέα ενός ιστορικού ως σχεδιαστή ή αρχιτέκτονα ενός πολέμου μπορεί να φαντάζει προβληματική στον σύγχρονο μελετητή, αλλά θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν ένας σύγχρονος ιστορικός θα είχε πλήρη αντίληψη αυτού του ‘γεγονότος’, αν δεν το είχε ‘συν-γράψει’ ο Θουκυδίδης σύμφωνα με την αρχιτεκτονική της διάκρισης θέρους και χειμώνα, στη διατύπωση της οποίας άλλωστε τοποθετεί και την υπογραφή του. Ο Θουκυδίδης οικοδόμησε ως έναν πόλεμο αυτό που όλοι πίστευαν ότι ήταν δυο και η ισχυρή επιμονή του στην έκταση ‘αυτού του πολέμου’ δείχνει ότι θεωρεί το έργο του τον μοναδικό τρόπο πρόσβασης σε μια πραγματικότητα της οποίας ο ίδιος έχει ετοιμάσει τη θεμελιώδη δομή.
 
Η σχέση με άλλα πεδία που η καταγραφή τους αποκαλείται συγγράφειν σε σύγχρονα του Θουκυδίδη κείμενα υποδηλώνει ότι η απόλυτη αντιστοιχία ανάμεσα στο έργο και τον πόλεμο, όπως προτείνει η Loraux, δεν είναι αυτό που είχε κατά νου ο Θουκυδίδης. Αυτός δεν είναι ο ίδιος ο πόλεμος, ο πόλεμος αυτοπροσώπως, αλλά το πρότυπό του. Ο πόλεμος δεν είναι μια παρελθούσα πραγματικότητα που καταγράφεται με πλήρεις και εξαντλητικές λεπτομέρειες αλλά μια πραγματικότητα ‘προς την κατεύθυνση της οποίας’ γράφεται το έργο. Αυτή η πραγματικότητα, όπως είδαμε, είναι η ίδια η πραγματικότητα του αναγνώστη, που γίνεται κατανοητή μέσω της συνταγής που προσφέρει για την κατανόηση ο Θουκυδίδης. Η συγγραφή του μπορεί να εξυπηρετήσει αυτόν τον σκοπό, μόνο όταν επιλέξει το ουσιώδες μέσα από ένα χαοτικό σύνολο πραγμάτων που έγιναν και ειπώθηκαν, όπως ο Κανών του Πολύκλειτου, που υπερέβη τις λεπτομέρειες και τους υπολογισμούς κάθε μεμονωμένου ανθρώπινου σώματος.
 
Η συγγραφή αποσκοπεί στο ουσιώδες, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ατελής: κάποιος θα χρειαστεί να ολοκληρώσει το έργον, να χτίσει τον ναό, να ζήσει σύμφωνα με τον νόμο ή να τιμήσει τη συνθήκη. Στην περίπτωση του Θουκυδίδη η ολοκλήρωση του έργου είναι καθήκον του αναγνώστη. Το έργο του Θουκυδίδη είναι ένα συμβόλαιο με τις μελλοντικές γενιές αναγνωστών, μια ενίσχυση της εμπιστοσύνης, μια συγγραφή που μετατράπηκε σε ένα συγκεί­μενον. Οι αναγνώστες, μέσα από την ενασχόληση με τη δική τους εποχή με τη βοήθεια του θουκυδίδειου πρίσματος του πολέμου, καταλαμβάνουν τη θέση των οικοδόμων ή μηχανικών που δεσμεύονται από τις διευκρινίσεις του αρχιτέκτονα εξίσου με το συμβαλλόμενο μέρος, το οποίο υποχρεούται να ζήσει σύμφωνα με τα ξυγκείμενα, την οριστική δομή της συνθήκης. Η τελική απαγγελία ἡ ἀπόδειξις αναβάλλεται και ίσως δεν είναι πολύ παραπλανητικό να πούμε ότι αυτό το καθήκον αφήνεται στον αναγνώστη, που η επιθυμία του να ‘κοιτάξει’ (σκοπεῖν) θα έχει το έργο του Θουκυδίδη ως αναντικατάστατο εργαλείο. Τοποθετώντας ο Θουκυδίδης τον φόρτο του επιτεύγματος στην αρχή της διαδικασίας, στη συγγραφή, κάνει κάτι περισσότερο από το να αποφύγει απλώς την ορολογία του προδρόμου του. Εισέρχεται στον κόσμο του αναγνώστη.
 
Αν η ενέργεια του συγγράφειν, όπως επιτελούνταν στην Αθήνα της κλασικής εποχής, μπορεί να ιδωθεί ως μια μεταφορά για τη σύγχρονη ερμηνεία της ανάγνωσης ως ολοκλήρωσης του γραπτού έργου, τότε ο Θουκυδίδης ενσαρκώνει αυτή τη μεταφορά, καθώς διαπλάθει το έργο του κατά το πρότυπο της συγγραφής της εποχής του. Έχει μεταδώσει στις επόμενες γενιές όχι μόνο ένα πρότυπο για την κατανόηση του παρόντος βάσει του παρελθόντος αλλά επίσης την ίδια την έννοια της συγγραφής ως μιας πράξης που επιζητεί συμπλήρωση. Ο Θουκυδίδης έχει γράψει τον Πόλεμο των Πελοποννησίων και των Αθηναίων κάθε φορά που το έργο διαβάζεται εκ νέου.
-----------------------
[1] Για την αντίθεση μεταξύ Ηρόδοτου και Θουκυδίδη σχετικά με τον ‘γραπτό χαρακτήρα’ βλ. Havelock (1963) 53-54, σημ. 8· πρβλ. Gentili-Cerri (1983) 8-11 (με αμφότερους να εστιάζουν στη φράση κτήμα ές αίεί, για την οποία βλ. περισσότερα παρακάτω). Ορι­σμένοι μελετητές δεν αποκλείουν προφορικές παρουσιάσεις του έργου του Θουκυδίδη σε ιδιωτικό περιβάλλον, π.χ. Hornblower (1987) 29. Για τον Ηρόδοτο και την ‘προφορικότητα’ βλ. Bakker (2002a) 11-12· (2006). 
[2] Τα άλλα τέλη ετών που φέρουν την υπογραφή του Θουκυδίδη είναι τα εξής: 2.103.2 (3ο)· 3.25.2 (4ο)· 3.88.4 (5ο)· 3-116.3 (6ο)· 4.51.1 (7ο)· 4.135.2 (9ο)· 6.7.4 (16ο)· 6.93.4 (17ο)· 7.18.4 (18ο)· 8.6.5 (19ο)· 8.60.3 (20ό)· βλ. ακόμα Luschnat (1970) 1109-10.
[3] Ηράκλειτος Β 129 DK (οι συγγραφαί του Πυθαγόρα), Ιππίας Β 6 DK.
[4] Ξεν. Περί ἱππ. 1· Ιπποκρ. Περί διαίτ. 1.1· 1.2· πρβλ. Ιπποκρ. Περί διαίτ. ὀξ. 1.
[5] Πλάτ. Γοργ. 518b6. 
[6] Βλ. Loraux (1986b) 149. Πρβλ. την πρώτη φράση της ιπποκρατικής πραγματείας Περί διαίτης ὀξέων όπου η επιθετική μετοχή καλεομένας χρησιμοποιείται, για να διασαφηνίσει την αναφορά: οἱ συγγράφαντες τάς Κνιδίας καλεομένας γνώμας ‘το έργο με τον τίτλο Κνίδιες Γνώμες’.
[7] Loraux (1986b) 139-40· 142-43- 149.
[8] Για την έννοια του ἔργου στον Θουκυδίδη (σε αντίθεση με αυτήν στον Ηρόδοτο) βλ. Immerwahr (1960) 276-77· 286.
[9] Βλ. Bakker (2002a) 16-19. 
[10] Loraux (1986b) 144· 161.
[11] Αντίστοιχα Edmunds (1993) 837· 838· 840.
[12] Edmunds (1993) 834-35· 837-38 (το παράθεμα από τη σ. 838).
[13] 1.118.1 (τοΰδε τοΰ πολέμου)· 1.118.2 (τής αρχής τοΰδε τού πολέμου)· 1.118.2 (ἀρξαμένοις τόνδε τόν πόλεμον)· πρβλ. 1.8.1- 1.13.3· 1.18.1· 1.18.3· 1.19· 1.23.3- 1.24.5· 1.97.1 (μεταξύ τοῦδε τοῦ πολέμου καί τοῦ Μηδικοῦ)· 5.20.1, 3. 
[14] Από αυτή την άποψη, ο πόλεμος του Θουκυδίδη δεν διαφέρει από την ἀπόδεξιν του Ηροδότου. που προσδιορίζεται επίσης μέσω του ἥδε· βλ. Bakker (2002a) 29-31.
[15] Loraux (1986b) 141. Η Loraux όμως αποδίδει αυτή την έννοια περισσότερο στην πρόθεση ξυν- (για την οποία θα λεχθούν περισσότερα στη συνέχεια) παρά στη γραμματική αξία του αορίστου. 
[16] Στον Θουκυδίδη, π.χ., 1.69.2 (νῦν γε ξυνήλθομεν)· 1.120.1 (νῦν ξυνήγαγον).
[17] Βλ. Bakker (1997) 19-27· (2005) 154-176
[18] Svenbro (1993) 44-63.
[19] Πρβλ. Svenbro (1993) 150, που τονίζει (σημ. 10) τη σύνδεση ανάμεσα στο μνήμα και στο κτήμα (ἐς αἰεί). Βλ. ακόμα Moles (1999) ενότητα 4, που απορρίπτει τη σχέση ανάμεσα στο έργο του Θουκυδίδη και στα ταφικά (ή αναθηματικά) μνημεία, καθώς έχει κατά νουν ένα διαφορετικό είδος επιγραφών· βλ. παρακάτω.
[20] Βλ. ακόμα, στο 6.55.1, την αναθηματική στήλη για την αδικία των τυράννων. Άλλη μια επιγραφή που παρατίθεται από τον Θουκυδίδη, η ιδιωτική επιγραφή του Παυσανία πάνω στον τρίποδα που αφιερώθηκε από τα λάφυρα της μάχης των Πλαταιών (1.132.2), δεν υφίσταται καν την εποχή που έγραφε, καθώς οι Σπαρτιάτες την είχαν αποξέσει. Για τη χρησιμοποίηση επιγραφών από τον Θουκυδίδη βλ. Hornblower (1987) 88-90· Higbie (1999) 59-62. Η ανάγνωση επιγραφών στην αρχαιότητα συζητείται στον Bine (2002).
[21] Βλ. ακόμα Edmunds (1993) 847-48. 
[22] Βλ. την παρόμοια περίπτωση του αριθμού των Ελλήνων που πολιόρκησαν την Τροία (1.10.4-5), μια ‘μέθοδο’ συλλογισμού που, όπως μου υποδεικνύει ο Jeffrey Rusten [προφορικά], αποφέρει με ειρωνικό τρόπο ένα αποτέλεσμα που δεν συμφέρει στον Θουκυδίδη, καθώς υποστηρίζει τη σπουδαιότητα του ‘δικού του’ πολέμου: η δύναμη των Αχαιών στην Τροία υπερείχε αριθμητικά κάθε δύναμης που συγκεντρώθηκε κατά τον Πελοποννησιακό Πόλειιο. Ο Rusten ποοτείνει επίσης να αντιπαραβληθεί το σκοπεῖν ιιε το εὑρεῖν. το ρήμα που δηλώνει τα ισχυρά, ασφαλή αποτελέσματα ἐρευνας.  
[23] Γι΄ αυτό το χωρίο βλ. επίσης Parry (1981) 100 κ.ε.· Kallet (2001) 38 k.e.· 56-58
[24] Για τις διαλογικές ιδιότητες του οὗτος βλ. Bakker (1999).
[25] Στο ζήτημα της ‘χρησιμότητας’ της Ιστορίας του Θουκυδίδη η αντίθεση ανάμεσα στο ‘θεωρητικό/επιστημονικόό’ (π.χ. Gomme, HCT 1.149) και στο ‘πρακτικό/πολιτικό’ μου φαίνεται τεχνητή και αναχρονιστική, εφόσον το έργο του Θουκυδίδη προορίζεται να αποτελέσει ένα μνημείο πολιτικής τέχνης. Βλ. ακόμα τη συζήτηση στον Nicolai (1995) 13-16.
[26] Ο Hornblower (1987) 34-44, στρέφοντας την προσοχή στην ‘επιλεκτικότητα’ του Θουκυδίδη, προσεγγίζει αυτή τη σύλληψη, όταν μιλά για επιλεκτικά ‘παραδείγματα’ ορισμένων ειδών γεγονότων, παραθέτοντας τον όρο ‘γενικές ιδέες’ του Finley (σ. 42).
[27] Βλ. ακόμα Erbse (1989) 138 (‘κάθε αναγνώστης’). Ο Θουκυδίδης απορρίπτει με εντυπωσιακό τρόπο την έρευνα για ‘αιτίες’, αἰτίαι, ως άσχετη με το θέμα. Για την αἰτίην και την ἱστορίην στον Ηρόδοτο βλ. Bakker (2002a) 13-14. 
[28] Γι’ αυτόν τον όρο βλ. Crane (1996) 50-65.
[29] Π.χ. ο Hornblower (1987) 45 (‘δύο καρδιές χτυπούν στο στήθος του Θουκυδίδη’)· ο Rusten (1989) 7-16· ο Rood (1998a) 46-48. 
[30] Βλ. ακόμα Raaflaub (2002b) 152- Kallet-Marx (1993) 75-76, σημ. 18. Για την αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία ο Θουκυδίδης, εδώ και αλλού, δεν είναι πιθανό να απομακρύνθηκε ιδιαίτερα από την ‘αλήθεια’, βλ., π.γ., Adcock (1963) 29.
[31] Moles (1999) ενότητες 2 και 6-7.
[32] Βλ. Thomas (1989) 60-61 με σημ. 151. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν τις επι­γραφές IG I3 60, fr. c, 31· 133,11· 140, 7· 1453, G, 16· 1453, B/G 12,2· 1G ΙΙ/ΙΙΙ 463-30 (τῷ βουλομένῳ ... εἰδέναι καί ἐξετάζειν - βλ. ακόμα την επόμενη ενότητα)· 487, 8· πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 299c8-9.
[33] Η Lisa Kallet μου επισημαίνει ότι μπορεί να λανθάνει μια ειρωνική πρόθεση: ένας δημοκρατικός λογότυπος χρησιμοποιείται ως δήλωση της πρόθεσης ενός έργου που καταδεικνύει ακριβώς την αποτυχία της δημοκρατίας. 
[34] Π.χ. Havelock (1963) 54, σημ. 8· Gentili-Cerri (1983) 8-11· Lendle (1990). Ο Nagy (1990) 169 βλέπει στο κτήμα ένα σύμβολο της ‘ιδιωτικής απόκτησης της γνώσης’ σε αντί­θεση με ‘τη δημόσια επίδειξη τέτοιας γνώσης’ (όπως εκφράζεται με αρνητική σημασία στη φράση ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν). Η Thomas (2000) 267 προτείνει να δούμε στο ἀγώνισμα μια αναφορά όχι μόνο στον Ηρόδοτο αλλά και στην πρακτική των δημόσιων συζητήσεων της εποχής του. Βλ. ακόμα Bakker (2002a) 31-32, που προτείνει ότι με το ἀγώνι­σμα χαρακτηρίζεται εμμέσως το έργο του Ηροδότου ως λαοφιλής επιτυχία, σε αντίθεση με τη διαχρονική αξία του έργου του ίδιου του Θουκυδίδη.
[35] Moles (1999), ενότητες 3-5· πρβλ. I 382· δ 127. Και τις δύο φορές η φράση αναφέρεται στην αιγυπτιακή Θήβα. Ο Moles παραπέμπει στον Θουκ. 1.129.3, μια υποτίθεται κατά λέξη απόδοση μιας επιστολής του Πέρση βασιλιά Ξέρξη με την οποία ευχαριστεί τον Σπαρτιάτη στρατηγό Παυσανία: κείσεταί σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰει ἀνάγραπτος. Βλ. ακόμα Crane (1996) 13, που βλέπει στις φράσεις ένα παράδειγμα της ‘γλώσ­σας των οικονομικών λογαριασμών’, που μνημειώνεται μέσω της γραφής.
[36] Αυτόθι, ενότητα 3.
[37] Ιδιαίτερα πειστική είναι η άποψη του Moles για το κτήμα ως ένα βραβείο ‘που κερδήθηκε στον πόλεμο ή σε κάποιο αγωνιστικό πλαίσιο’· με αυτόν τον τρόπο το έργο του Θουκυδίδη κερδίζει ‘το βραβείο της αιώνιας χρησιμότητας’ και έτσι ‘απορροφά και υπερβαίνει’ το βραβείο για τη στιγμιαία και εφήμερη επιτυχία που υποδηλώνει η φράση ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν.
[38] Βλ. ακόμα την έκφραση περί τῶν αἰεί παρόντων στο 1.22.1, που συνεχίζει τη φράση τόν παρόντα αίεί μέγιστον (1.21.2): οι λεπτομέρειες των συγκεκριμένων καταστάσεων είναι διαφορετικά κάθε φορά, αλλά το οξυδερκές μάτι μπορεί να τα αντιληφθεί και να συλλάβει τον κοινά παρονομαστή. Η χρήση του αἰεί ανακαλεί στη μνήμη τον Αθηναϊκό επιγραφικό λογότυπο τήν βουλήν τήν αἰεί βουλεύουσαν: τα άτομα μπορεί να αλλάζουν, αλλά ο Θεσμός παραμένει ο ίδιος. Βλ. περαιτέρω Bakker (2002b) 19. 
[39] Loraux (1986b) 145· βλ. ακόμα Canfora (1972) 108-10, με τον οποίο συμφωνεί η Loraux.
[40] Πρβλ. τη σύμπνοια που συνδέεται με το υποκείμενο, την έννοια του να κάνεις κάτι μαζί με κάποιον άλλο, όπως στα συν-δουλεύω, συν-διακινδυνεύω, συμ-ποιέω κτλ. Βλ. περαιτέρω σημ. 43 παρακάτω.
[41] Edmunds (1993) 836· βλ. ακόμα Hornblower (1987) 8, σημ. 2, με αναφορές σε περιγραφές του ξυγγράφειν ως ‘συγκέντρωσης’, ‘συλλογής’.
[42] Ωστόσο, η μοναδική εξαίρεση είναι αξιοπρόσεκτη. Στο 1.97.2 ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τη λέξη ἀπόδειξιν για το δικό του επίτευγμα σε ρητή αντίθεση με τη ξυγγραφήν του αντιπάλου του Ελλάνικου. Η λέξη ιστορία δεν απαντά στον Θουκυδίδη. 
[43] Ας σημειωθεί ότι το ρήμα βρίσκεται στη μέση φωνή σε αντίθεση με τις χρήσεις που συζητούνται παρακάτω και τη χρήση του ίδιου του Θουκυδίδη. Η ενέργεια της ξυγγραφῆς εκτελείται από δύο μέρη, που κυριολεκτικά αποτελούν δύο υποκείμενα που γράφουν μαζί: το ένα εμπλέκει τον εαυτό του στη συγγραφή του άλλου μέρους (βλ. σημ. 40 παραπάνω). Για άλλα παραδείγματα της ξυγγραφῆς ως γραπτής διατύπωσης μιας πολιτικής συνθήκης βλ. 5.35.2.
[44] Π.χ., 3.70.2· 4.68.5· 5.25.2· 5.47.8.
[45] Π.χ., IG I3 78a.3 (422 π.Χ.;): τάδε οἱ χσυγγραφες χσυνέ[γρ]αφσαν· πρβλ. IG I3 21.3. 
[46] Ο Πλάτωνας (στον Πολιτικό 297-300, π.χ., 297d6, 300al) έχει τη λέξη σύγγραμμα γι’ αυτό το είδος εγγράφου.
[47] Για τον Κανόνα του Πολύκλειτου βλ. Pollitt (1974) 14-22. Η κύρια πηγή μας, ο Γαληνός, Περί τῶν Ἱππ. καί Πλάτ. δογμάτων 5-3-16, κάνει λόγο για σύγγραμμα. Ο όρος μπορεί να είναι απλώς τεχνικός και να δηλώνει την ‘πραγματεία’ την εποχή του Γαληνού, αλλά δεν μπορούμε να απορρίψουμε την κλασική χρήση. Πρβλ. τη χρήση του όρου από τον Πλάτωνα στον Πολιτικό (σημ. 46 παραπάνω). 
[48] Βλ. Bundgaard (1957) 97· Holloway (1969) 286-89· Pollitt (1974) 212-13.
[49] Πρβλ. IG I3 79.16 (λίθοις δέ κατ-1 [ακ]αλύφσαι τάς διαρροάς τό Ρρε[τ]- I δ καθότι αν χσυγγρ<ά>φσει ΔεμομέΑ-..Ι [ες ὁ ἀρχιτέκτον].)· IG ΙΙ/ΙΙΙ 463-32 (τάς συγγραφάσ ἅς ἄν [εἰσ]ενέγκω[σι}ν οἱ άρχ[ι]τ[έ]κ[τονε]ς). Η ιδέα δεν περιορίζεται στην Αττική ή οτον 5ο αι.: π.χ. IG XII (Ρόδος) 1.1.10-11 (καθ’ ἅ κα ὁ άρχιτέ[κτων συγγρά] I ψηι)· βλ. περαιτέρω Higbie (2003) 55.
[50] Π.χ., IG I3 402.19· IG ΜΙΙ.244.39· 463-108-1168.11· 1668.95· 1670.23, 25.
[51] Π.χ., IG ΙΙ/ΙΙΙ.1678, όψη Α, 8. Ο Ηρόδοτος (5.62.3) χρησιμοποιεί τη λέξη συγκείμε­νον σε σχέση με την οικοδόμηση ναού με την έννοια ‘συαβόλαιο’, συγγραφή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου