-Και με εκείνες τις μουντές μέρες τι γίνεται;
-Δεν ξέρω κανένας δεν μου μίλησε γι’ αυτές. Μάλλον κανένας δεν μου είπε πως να τις αντιμετωπίζω. Και έτσι ενσωματώθηκα με εκείνες.
-Και τις άφησες να σε καταπιούν; Έτσι, δίχως αντίσταση;
-Ναι, ήταν το πιο φυσιολογικό.
-Και τι πάει να πει ήταν το πιο φυσιολογικό; Ακούς τι λες; Άφησες τις μουντές μέρες, αυτές δίχως τον ήλιο και το χαμόγελο να γίνουν η καθημερινότητά σου.
-Και που το περίεργο. Έτσι δεν κάνουν όλοι;
Και εκείνο το ‘όλοι’ ήχησε στα αφτιά μου σαν χειροβομβίδα. Και τρόμαξα με την κατρακύλα που έβλεπα μπροστά μου.
Άκου εκεί, επειδή έτσι κάνουν όλοι. Τι γελοία δικαιολογία. Τι γελοία κάλυψη. Βολικό από την μία για κάποιους. Άβολο για μένα από την άλλη.
Επειδή επέλεξαν κάποιοι να αποδεχτούν το μαύρο στη ζωή τους, τι πάει να πει, πως πρέπει να το κάνουν όλοι. Δεν έχω θέμα με το χρώμα μαύρο, ίσα ίσα είναι και αρκετά σικ! Μα όχι δεν το μπορώ στη ζωή! Και αυτή η μιζέρια. Πω πω πω, άλλο πράγμα.
-Όλοι! Ωραία, δηλαδή , αν εκείνοι οι πολλοί, οι ‘σωστοί’, οι όλοι πάνε και πέσουν από τον γκρεμό, θα το κάνεις και εσύ;
-Όχι! Γιατί να το κάνω αυτό ; Τι ανόητη η ερώτησή σου.
-Ανόητη ερώτηση. Εσύ, δηλαδή δεν θα πήγαινες να πέσεις από το γκρεμό μαζί τους, αλλά επειδή ‘όλοι΄, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι επιλέγουν την κατήφεια και την μαυρίλα, θα το επιλέξεις και εσύ. Ακούς τι λες;
-Μα…εγώ, δεν είπα…
– Τι δεν είπες; Τι; Επειδή σε βολεύει το κάνεις αυτό. Που να αντισταθείς. Που να πεις, πως πίσω από μια μουντή μέρα, εγώ βλέπω τις ηλιαχτίδες να παλεύουν με τα σύννεφα για να βγουν μπροστά και τελικά τα καταφέρνουν! Και μόνο από κάτι τόσο απλό, μπορώ να πάρω δύναμη για να συνεχίσω.
-Σταμάτα! Δεν είναι εύκολο. Σε ρημάζουν με την μαυρίλα τους. Σου κόβουν τα φτερά.
-Μάθε να τα ξανακολλάς. Μάθε να γεννάς κι’ άλλα εν ανάγκη! Μόνο μην πέσεις ποτέ σε αυτή την μαύρη τρύπα των δειλών, που λένε πως η ζωή δεν είναι ωραία. Και αν δεν σου έμαθαν πως να παλεύεις για να ξεφύγεις, είναι απλό. Ποτέ δεν τα παρατάς. Κοντράρεσαι μαζί τους, τους αφήνεις να λένε τα δικά τους και εσύ στο τέλος φεύγεις έχοντας αφήσει χρώμα στη ζωή τους με μια κουβέντα: Η ζωή δεν είναι έτσι όπως την λέτε. Μα δεν θα μπορέσετε και ποτέ να την δείτε αλλιώς. Κλείνετε τα παντζούρια στον ήλιο, στο φως της ζωής, ακόμα όμως και σε εκείνες τις μουντές μέρες, με τις χοντρές ψιχάλες που ξεπλένουν την πίκρα από μέσα σας και σε εκείνες πάλι τα κλείνετε! Μόνο που για να δεις τη ζωή την αληθινή θα πρέπει και να βραχείς και να καείς από τον ήλιο. Γιατί και τα δύο κάτι σου προσφέρουν!
Μάθε να βλέπεις με τα δικά σου μάτια τη ζωή και όχι με τα μάτια των άλλων! Μάθε όμως και σε εκείνους που την βλέπουν μαύρη, πόσο όμορφος είναι ο ήλιος στη ζωή!
-Δεν ξέρω κανένας δεν μου μίλησε γι’ αυτές. Μάλλον κανένας δεν μου είπε πως να τις αντιμετωπίζω. Και έτσι ενσωματώθηκα με εκείνες.
-Και τις άφησες να σε καταπιούν; Έτσι, δίχως αντίσταση;
-Ναι, ήταν το πιο φυσιολογικό.
-Και τι πάει να πει ήταν το πιο φυσιολογικό; Ακούς τι λες; Άφησες τις μουντές μέρες, αυτές δίχως τον ήλιο και το χαμόγελο να γίνουν η καθημερινότητά σου.
-Και που το περίεργο. Έτσι δεν κάνουν όλοι;
Και εκείνο το ‘όλοι’ ήχησε στα αφτιά μου σαν χειροβομβίδα. Και τρόμαξα με την κατρακύλα που έβλεπα μπροστά μου.
Άκου εκεί, επειδή έτσι κάνουν όλοι. Τι γελοία δικαιολογία. Τι γελοία κάλυψη. Βολικό από την μία για κάποιους. Άβολο για μένα από την άλλη.
Επειδή επέλεξαν κάποιοι να αποδεχτούν το μαύρο στη ζωή τους, τι πάει να πει, πως πρέπει να το κάνουν όλοι. Δεν έχω θέμα με το χρώμα μαύρο, ίσα ίσα είναι και αρκετά σικ! Μα όχι δεν το μπορώ στη ζωή! Και αυτή η μιζέρια. Πω πω πω, άλλο πράγμα.
-Όλοι! Ωραία, δηλαδή , αν εκείνοι οι πολλοί, οι ‘σωστοί’, οι όλοι πάνε και πέσουν από τον γκρεμό, θα το κάνεις και εσύ;
-Όχι! Γιατί να το κάνω αυτό ; Τι ανόητη η ερώτησή σου.
-Ανόητη ερώτηση. Εσύ, δηλαδή δεν θα πήγαινες να πέσεις από το γκρεμό μαζί τους, αλλά επειδή ‘όλοι΄, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι επιλέγουν την κατήφεια και την μαυρίλα, θα το επιλέξεις και εσύ. Ακούς τι λες;
-Μα…εγώ, δεν είπα…
– Τι δεν είπες; Τι; Επειδή σε βολεύει το κάνεις αυτό. Που να αντισταθείς. Που να πεις, πως πίσω από μια μουντή μέρα, εγώ βλέπω τις ηλιαχτίδες να παλεύουν με τα σύννεφα για να βγουν μπροστά και τελικά τα καταφέρνουν! Και μόνο από κάτι τόσο απλό, μπορώ να πάρω δύναμη για να συνεχίσω.
-Σταμάτα! Δεν είναι εύκολο. Σε ρημάζουν με την μαυρίλα τους. Σου κόβουν τα φτερά.
-Μάθε να τα ξανακολλάς. Μάθε να γεννάς κι’ άλλα εν ανάγκη! Μόνο μην πέσεις ποτέ σε αυτή την μαύρη τρύπα των δειλών, που λένε πως η ζωή δεν είναι ωραία. Και αν δεν σου έμαθαν πως να παλεύεις για να ξεφύγεις, είναι απλό. Ποτέ δεν τα παρατάς. Κοντράρεσαι μαζί τους, τους αφήνεις να λένε τα δικά τους και εσύ στο τέλος φεύγεις έχοντας αφήσει χρώμα στη ζωή τους με μια κουβέντα: Η ζωή δεν είναι έτσι όπως την λέτε. Μα δεν θα μπορέσετε και ποτέ να την δείτε αλλιώς. Κλείνετε τα παντζούρια στον ήλιο, στο φως της ζωής, ακόμα όμως και σε εκείνες τις μουντές μέρες, με τις χοντρές ψιχάλες που ξεπλένουν την πίκρα από μέσα σας και σε εκείνες πάλι τα κλείνετε! Μόνο που για να δεις τη ζωή την αληθινή θα πρέπει και να βραχείς και να καείς από τον ήλιο. Γιατί και τα δύο κάτι σου προσφέρουν!
Μάθε να βλέπεις με τα δικά σου μάτια τη ζωή και όχι με τα μάτια των άλλων! Μάθε όμως και σε εκείνους που την βλέπουν μαύρη, πόσο όμορφος είναι ο ήλιος στη ζωή!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου