Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός… Έτσι λέει ο σοφός λαός κι εσύ θυμάσαι όλα εκείνα τα αστραφτερά μπιχλιμπίδια που κάποτε μάζευες. Τα φύλαγες σα να ήταν ο πολυτιμότερος θησαυρός. Κι ερχόταν η στιγμή που ξέφτιζε η γυαλάδα τους κι έβλεπες την αληθινή τους φύση. Ήταν απλά μπακίρια. Τότε ήσουν μικρός και δεν ήξερες.
Αλλά και τώρα που υποτίθεται μεγάλωσες, τα κάνεις τα λαθάκια σου.
Βλέπεις η ίδια σοφή παροιμία ισχύει και για τους ανθρώπους. Μόνο που εσύ άργησες λίγο να το καταλάβεις.
Οι γυαλιστεροί άνθρωποι δεν είναι πάντα χρυσάφι.
Μπορεί να πλασάρονται για μεγάλης αξίας. Μπορεί να δείχνουν την έντονη γυαλάδα τους και να καμώνονται ότι είναι κάτι σπουδαίο. Μπορεί και να πείθουν κιόλας γι’ αυτή τη σπουδαιότητα. Μόλις όμως περάσει ο καιρός, τούτη η σαν ψεύτικη λάμψη ξεφτίζει. Τότε, οι λαμπεροί και “πολύτιμοι” γίνονται απλά μπακίρια.
Γίνονται αυτό που στα αλήθεια είναι: ένα μάτσο δήθεν γεμάτο φιγούρα και προσποίηση.
Κι εσύ, εκείνο το παιδί που έψαχνε θησαυρούς στην άμμο, αυτός ο ενήλικας που ακόμη πιστεύει στους θησαυρούς, την πατάς.
Ώ μακάρι να μπορούσες να μετρήσεις τις φορές που συνέλεξες σκουπίδια που ονομάτισες θησαυρούς. Τα χάιδεψες με τρυφερότητα και τα είπες πολύτιμά σου. Έτσι τα ένιωσες.
Κι ήρθε η ώρα που σου φανερώθηκε η αλήθεια. Κι ήρθε η ώρα που κανένας θησαυρός δε σου ανήκε. Μόνο σαβούρα.
Εκείνη η σαβούρα των ανθρώπων που ξέρουν να φτιάχνουν ψέματα αλλά που δεν μπορούν να τα κρατήσουν.
Πόσο να κρατήσει άλλωστε κανείς τη γυαλάδα του όταν η στόφα του είναι θαμπώνει; Πόσο να καμωθεί τον ακριβό όταν η ούγια του είναι φτηνιάρικη;
Ναι, σε εξαπάτησαν πολλές φορές, δεν το αρνείσαι. Αλλά βαθιά μέσα σου δεν το μετανιώνεις.
Τους ανθρώπους πάντα τους έβλεπες σα να ήταν θησαυροί. Τους έλεγες πολύτιμους κι έτσι τους φερόσουν.
Μόνο που δεν ήσουν συλλέκτης ανθρώπων. Ήσουν συλλέκτης στιγμών.
Κι αν αυτοί, οι ψεύτικα λαμπεροί -ή μήπως λαμπερά ψεύτικοι;- φανερώνονταν κι έφευγαν, σου άδειαζαν μόνο το χώρο, όχι τη ζωή.
Η ζωή σου είναι οι στιγμές σου. Κι αυτοί, ακόμη και μες την κάλπικη ύπαρξή τους, σου χάρισαν στιγμές. Καλές ή κακές, δε σε νοιάζει. Σε νοιάζει ότι τους έμαθες. Σε νοιάζει ότι κάτι σε δίδαξαν. Σε νοιάζει ότι υπήρξαν.
Και όλα σου τα δάκρυα σπονδή στην ελπίδα για έναν άνθρωπο που θα είναι λαμπερός χωρίς να λάμπει. Που θα αξίζει δίχως να φαίνεται.
Ελπίδα πως μια μέρα θα τον συναντήσεις, θα τον αναγνωρίσεις μες την ταπεινότητά του και θα μπορέσεις να τον κρατήσεις.
Και τότε ναι, θα έχεις βρει τον αληθινό θησαυρό σου.
Αλλά και τώρα που υποτίθεται μεγάλωσες, τα κάνεις τα λαθάκια σου.
Βλέπεις η ίδια σοφή παροιμία ισχύει και για τους ανθρώπους. Μόνο που εσύ άργησες λίγο να το καταλάβεις.
Οι γυαλιστεροί άνθρωποι δεν είναι πάντα χρυσάφι.
Μπορεί να πλασάρονται για μεγάλης αξίας. Μπορεί να δείχνουν την έντονη γυαλάδα τους και να καμώνονται ότι είναι κάτι σπουδαίο. Μπορεί και να πείθουν κιόλας γι’ αυτή τη σπουδαιότητα. Μόλις όμως περάσει ο καιρός, τούτη η σαν ψεύτικη λάμψη ξεφτίζει. Τότε, οι λαμπεροί και “πολύτιμοι” γίνονται απλά μπακίρια.
Γίνονται αυτό που στα αλήθεια είναι: ένα μάτσο δήθεν γεμάτο φιγούρα και προσποίηση.
Κι εσύ, εκείνο το παιδί που έψαχνε θησαυρούς στην άμμο, αυτός ο ενήλικας που ακόμη πιστεύει στους θησαυρούς, την πατάς.
Ώ μακάρι να μπορούσες να μετρήσεις τις φορές που συνέλεξες σκουπίδια που ονομάτισες θησαυρούς. Τα χάιδεψες με τρυφερότητα και τα είπες πολύτιμά σου. Έτσι τα ένιωσες.
Κι ήρθε η ώρα που σου φανερώθηκε η αλήθεια. Κι ήρθε η ώρα που κανένας θησαυρός δε σου ανήκε. Μόνο σαβούρα.
Εκείνη η σαβούρα των ανθρώπων που ξέρουν να φτιάχνουν ψέματα αλλά που δεν μπορούν να τα κρατήσουν.
Πόσο να κρατήσει άλλωστε κανείς τη γυαλάδα του όταν η στόφα του είναι θαμπώνει; Πόσο να καμωθεί τον ακριβό όταν η ούγια του είναι φτηνιάρικη;
Ναι, σε εξαπάτησαν πολλές φορές, δεν το αρνείσαι. Αλλά βαθιά μέσα σου δεν το μετανιώνεις.
Τους ανθρώπους πάντα τους έβλεπες σα να ήταν θησαυροί. Τους έλεγες πολύτιμους κι έτσι τους φερόσουν.
Μόνο που δεν ήσουν συλλέκτης ανθρώπων. Ήσουν συλλέκτης στιγμών.
Κι αν αυτοί, οι ψεύτικα λαμπεροί -ή μήπως λαμπερά ψεύτικοι;- φανερώνονταν κι έφευγαν, σου άδειαζαν μόνο το χώρο, όχι τη ζωή.
Η ζωή σου είναι οι στιγμές σου. Κι αυτοί, ακόμη και μες την κάλπικη ύπαρξή τους, σου χάρισαν στιγμές. Καλές ή κακές, δε σε νοιάζει. Σε νοιάζει ότι τους έμαθες. Σε νοιάζει ότι κάτι σε δίδαξαν. Σε νοιάζει ότι υπήρξαν.
Και όλα σου τα δάκρυα σπονδή στην ελπίδα για έναν άνθρωπο που θα είναι λαμπερός χωρίς να λάμπει. Που θα αξίζει δίχως να φαίνεται.
Ελπίδα πως μια μέρα θα τον συναντήσεις, θα τον αναγνωρίσεις μες την ταπεινότητά του και θα μπορέσεις να τον κρατήσεις.
Και τότε ναι, θα έχεις βρει τον αληθινό θησαυρό σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου