Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Η ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ

1. Ο Σωκράτης δεν υπήρξε μόνο κορυφαίος ηθικός φιλόσοφος. Υπήρξε παραλλήλως και ανεπανάληπτος είρων [1]. Καθώς μας τον παρουσιάζει ο Αλκιβιάδης, σ’ όλο του τον βίο συμπεριφερόταν προς τους ανθρώπους ειρωνικά και περιπαικτικά [2]. Η ειρωνεία ήταν για το Σωκράτη όχι μόνον τ’ αλάτι πού ‘δινε χάρη και γοητεία στο λόγο του, αλλά κυριολεκτικά ένας ξεχωριστός τρόπος της δικής του ζωής. Μ’ άλλα λόγια η ειρωνεία ήταν για το Σωκράτη βίωμα, καθώς τούτο κυρίως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της ορθολογικής θεώρησης, που καθ’ υπερβολή είχε αδικηθεί από τη φύση στη σωματική του διάπλαση και μορφή, είχε παραλλήλως αναδειχθεί στο αντικείμενο του παθιασμένου κι εξατομικευμένου έρωτα της αφρόκρεμας της αθηναϊκής νεολαίας, και ιδίως του πιο χαρισματικού και πεντάμορφου πλουσιόπαιδου, του Αλκιβιάδη [3].

2. Σε τί συνίστατο αυτή η σταθερή ειρωνική και περιπαικτική διάθεσή του;
(α) Θα ‘λεγα, στο φιλικό χαμόγελο και τον εμφαντικό έπαινο, που επιστράτευε για να ενθαρρύνει το συνομιλητή του, πως τάχα ευγνωμόνως αποδέχεται όσες εκείνος μόλις είχε εκστομίσει ανοησίες. Για να επακολουθήσει -κατά κανόνα- το ακαριαίο χτύπημα, με την τεκμηριωμένη ανατροπή.
(β) Υπήρχαν όμως και φορές, που η ειρωνεία του έπαιρνε τη μορφή ζαβολιάς.
 
Στα νεανικά χρόνια του, όταν πρωτοσυνάντησε τον Πρωταγόρα, περιζήτητο σοφιστή, που -με τη διδασκαλία του- φημιζόταν πως είχε συγκεντρώσει πλούτο μεγαλύτερο εκείνου του γλύπτη Φειδία, ο Σωκράτης εξομολογείται πως, όταν, στο πλαίσιο της συζήτησης που είχε με τον Πρωταγόρα, εκείνος έκανε μια εύστοχη παρατήρηση που ενθουσίασε τους ακροατές του, τόσο που τον χειροκρότησαν, ο Σωκράτης ένιωσε ταπεινωμένος [4] κι αντεπιτέθηκε με σοφίσματα [5]. Και δεν ησύχασε παρά μόνον όταν οι ακροατές τους είχαν πιά συνειδητοποιήσει τη δική του νίκη, ενώ ο Πρωταγόρας έδειξε να ντρέπεται και, κάτω από τις πιέσεις των παρόντων, με δυσκολία πήρε την απόφαση να συνεχίσει τη συζήτηση, με την παράκληση να τον ερωτά ο Σωκράτης κι εκείνος ν’ απαντά [6]. Οπότε ο Σωκράτης άρχισε να προσποιείται, με τη γνωστή ειρωνική διάθεσή του, διαβεβαιώνοντας ότι εκείνος συζητεί με τον Πρωταγόρα μόνο και μόνο για να ‘χει ευκαιρία να διερευνήσει ζητήματα, για τα οποία ο ίδιος κάποτε βρίσκεται τάχα σε απορία [7].
 
Όμως τις περισσότερες φορές κατέφευγε σε ζαβολιές, με το να μετέχει στη φλυαρία των σοφιστών, με δικές του σοφιστικές ανακολουθίες. Αναμένοντας από το συνομιλητή του να δείξει, αν όχι πιά πως είναι κάτοχος της γνώσης, τουλάχιστον πως έχει την ευφυΐα να εντοπίσει τις παγίδες που εκείνος του έστηνε και ν’ αποκαλύψει τη λογική ανακολουθία τους.
 
Προς αυτήν τη δεύτερη κατεύθυνση της ειρωνείας του, κάποτε, είπε στο Γοργία μ’ εξομολογητική επιθετικότητα: αν θα ‘σουν απ’ τη δική μου πάστα ανθρώπου, με πολλή χαρά θ’ ανέμενα να με ρωτάς εσύ. Ειδεμή παράτα με. Και ποιάς πάστας άνθρωπος είμ’ εγώ; Χαίρω να με ελέγχουν, αν τολμώ να ξεστομίζω αναλήθειες. Όμοια όπως και γλεντώ να ελέγχω εκείνους που μου σερβίρουν ανοησίες. Και μάλιστα χαίρω να μ’ ελέγχουν παρά να ελέγχω τους άλλους. Γιατ’ είναι πρόδηλο πως έχει μεγαλύτερη αξία το να σ’ απαλλάσσουν από τις πλάνες σου, αντί του ν’ απαλλάσσεις σύ άλλους [8].
 
Μ’ άλλα λόγια, ο Σωκράτης πίστευε ότι η αλήθεια ποτέ δεν μπορεί να νικηθεί στο πλαίσιο οποιουδήποτε ελέγχου [9]. Και όργανο γι’ αυτόν το θρίαμβό της δεν είναι μόνον η μαιευτική του μέθοδος, αλλά και η ειρωνεία, με τις δυό προαναφερόμενες κατευθύνσεις της.
 
3. Είναι φανερό πως, με την ειρωνεία του, ο Σωκράτης έκρυβε τις πραγματικές σκέψεις και διαθέσεις του κάτω από μια μάσκα [10]. Ο Αλκιβιάδης τονίζει τούτο μ’ έμφαση: βάλτε το καλά μέσ’ στην καρδιά σας, πως κανένας σας δεν τον ξέρει πραγματικά [11]. Και τούτο, γιατί στην εξωτερική εμφάνιση παρουσιάζεται σαν ευτράπελος Σιληνός. Ενώ μέσα του πλημμυρίζει η σωφροσύνη [12].
 
Ο Βλαστός εύστοχα προωθεί αυτήν την παρατήρηση του Αλκιβιάδη έν’ αποφασιστικό βήμα πιο πέρα: μέσα του ο Σωκράτης δεν είχε μόνον ακαταμάχητη σωφροσύνη. Πολύ περισσότερο τον πλημμύριζε μέσα του η ευδαιμονία της επίγνωσης πως ήταν κύριος αυτής της σωφροσύνης [13]. Αυτή άλλωστε η ικανότητά του να είναι κάποιος κυρίαρχος του εαυτού του, ήταν για ‘κείνον η άριστη μορφή εξουσίας [14]. Να υποτάσσει τις αυθόρμητες ροπές του και κάθε επιθυμία του στη δύναμη της σωφροσύνης.
 
4. Έχει παρατηρηθεί ότι τον ειρωνικό Σωκράτη συναντούμε μόνο στα πλατωνικά κείμενα. Όχι και σ’ εκείνα του Ξενοφώντα [15]. Η παρατήρηση όμως δεν είναι ιδιαιτέρως πειστική. Ο διάλογος που φέρεται να διεξάγει ο Σωκράτης με τη Θεοδότη, στ’ Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, επιβεβαιώνει την ειρωνική του διάθεση [16] και στα -κατά κανόνα στεγνά- κείμενα του Ξενοφώντα.
 
5. Θα χρειάζονταν εκατοντάδες σελίδων για να καταχωριστούν τα χωρία των κειμένων, όπου θριαμβεύει η σωκρατική ειρωνεία.
 
Νομίζω όμως ότι η περιπαικτική του διάθεση κορυφώνεται κατά τρόπο δραματικό, όσο και ανεπανάληπτα γοητευτικό, καθώς αποχαιρετίζει τους δικαστές του: Αλλά τώρα είναι -βέβαια- ώρα να πηγαίνουμε. Εγώ μεν στο θάνατο. Σεις δε στη ζωή. Όμως ποιοί από μας παίρνουν τον καλύτερο δρόμο, είναι άγνωστο σ’ όλους, εκτός απ’ το θεό [17].
----------------------
[1] Βλ. τον εύγλωττο τίτλο της περισπούδαστης μονογραφίας του Γρ. Βλαστού, Σωκράτης: ειρωνευτής και ηθικός φιλόσοφος.
[2] Πλάτων, Συμπόσιον, 216 e: ειρωνευόμενος δε και παίζων πάντα τον βίον προς τους ανθρώπους διατελεί. Πρβλ. και 218 d: και ούτος ακούσας μάλα ειρωνικώς και σφόδρα εαυτού τε και ειωθότως έλεξεν.
[3] J. Anton, ο.π. , Το διονυσιακό στοιχείο στους πλατωνικούς διαλόγους, σελ. 22.
[4] Πλάτων, Πρωταγόρας, 339 e: ειπών ουν [ο Πρωταγόρς] ταύτα πολλοίς θόρυβον παρέσχε και έπαινον των ακουόντων. Και εγώ το μεν πρώτον, ωσπερεί υπό αγαθού πύκτου πληγείς, εσκοτώθην τε και ιλιγγίασα ειπόντος αυτού ταύτα και των άλλων επιθορυβησάντων.
[5] Βλ. Πλάτωνα, Πρωταγόρας, 342 a – 343 c.
[6] Πλάτων, Πρωταγόρας, 348 b – c: και ο Πρωταγόρας αισχυνθείς, ως γ’ εμοί έδοξε, τού τε Αλικβιάδου ταύτα λέγοντος και του Καλλία δεομένου και των άλλων σχεδόν τι των παρόντων, μόγις προυτράπετο εις το διαλέγεσθαι και εκέλευεν ερωτάν αυτόν ως αποκρινούμενος.
[7] Πλάτων, Πρωταγόρας, 348 c: Είπον δη εγώ. Ω Πρωταγόρα, μη οίου διαλέγεσθαί με σοι άλλο τι βουλόμενον ή ά αυτός απορώ εκάστοτε, ταύτα διασκέψασθαι.
[8] Πλάτων, Γοργίας, 458 a: εγώ ουν, εί μεν και σύ ει των ανθρώπων ώνπερ και εγώ, ηδέως άν σε διερωτώην. Ει δε μη, εώην αν. Εγώ δε τίνων ειμί; Των ηδέως μεν ελεγχθέντων, εί τι μη αληθές λέγω, ηδέως δ’ αν ελεγξάντων, εί τις μη αληθές λέγει, ουκ αηδέστερον μεντάν ελεγχθέντων ή ελεγξάντων. Μείζον γαρ αυτό αγαθόν ηγούμαι, όσωπερ μείζον αγαθόν εστιν αυτόν απαλλαγήναι κακού μεγίστου ή άλλον απαλλάξαι.
[9] Πλάτων, Γοργίας, 473 b: το γαρ αληθές ουδέποτε ελέγχεται.
[10] Βλαστός, ο.π. σελ. 79.
[11] Πλάτων, Συμπόσιον, 216 c: εύ γαρ ίστε ότι ουδείς υμών τούτον γιγνώσκει.
[12] Πλάτων, Συμπόσιον, 216 d: σφόδρα γε, τούτο γαρ ούτος έξωθεν περιβέβληται, ώσπερ ο γεγλυμμένος Σιληνός. Ένδοθεν δε ανοιχθείς πόσης οίεσθε γέμει, ω άνδρες συμπόται, σωφροσύνης;
[13] Βλαστός, ο.π. σελ. 83.
[14] Στοβαίος, 2, 8, 29, 2: Σωκράτης έφη μεγίστην μεν αρχήν είναι την βασιλείαν, αρίστην δε το εαυτού άρχειν.
[15]Figal, ο.π. σελ. 61.
[16] Βλ. σχετικώς πιο πάνω, 9 – ο ερωτικός Σωκράτης.
[17] Πλάτων, Απολογία, 42: αλλά γάρ ηδη ώρα απιέναι, εμοί μεν αποθανουμένω, υμίν δε βιωσομένοις. Οπότεροι δε ημών έρχονται επί άμεινον πράγμα, άδηλον παντί πλήν ή τω θεώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου