[1.94] Περίανδρος Κυψέλου Κορίνθιος ἀπὸ τοῦ τῶν Ἡρακλειδῶν γένους. οὗτος γήμας Λυσίδην, ἣν αὐτὸς Μέλισσαν ἐκάλει, τὴν Προκλέους τοῦ Ἐπιδαυρίων τυράννου καὶ Ἐρισθενείας τῆς Ἀριστοκράτους παιδός, ἀδελφῆς δὲ Ἀριστοδήμου θυγατέρα, οἳ σχεδὸν πάσης Ἀρκαδίας ἐπῆρξαν, ὥς φησιν Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς ἐν τῷ Περὶ ἀρχῆς, παῖδας ἐξ αὐτῆς ἐποίησε δύο, Κύψελον καὶ Λυκόφρονα· τὸν μὲν νεώτερον συνετόν, τὸν δὲ πρεσβύτερον ἄφρονα. χρόνῳ δὴ ὑπ᾽ ὀργῆς βαλὼν ὑποβάθρῳ ἢ λακτίσας τὴν γυναῖκα ἔγκυον οὖσαν ἀπέκτεινε, πεισθεὶς διαβολαῖς παλλακίδων, ἃς ὕστερον ἔκαυσε.
Τόν τε παῖδα ἀπεκήρυξεν εἰς Κέρκυραν λυπούμενον ἐπὶ τῇ μητρί, ᾧ ὄνομα Λυκόφρων.
[1.95] ἤδη δὲ ἐν γήρᾳ καθεστὼς μετεπέμπετο αὐτὸν ὅπως παραλάβῃ τὴν τυραννίδα· ὃν φθάσαντες οἱ Κερκυραῖοι διεχρήσαντο. ὅθεν ὀργισθεὶς ἔπεμψε τοὺς παῖδας αὐτῶν πρὸς Ἀλυάττην ἐπ᾽ ἐκτομῇ· προσσχούσης δὲ τῆς νεὼς Σάμῳ, ἱκετεύσαντες τὴν Ἥραν ὑπὸ τῶν Σαμίων διεσώθησαν.
Καὶ ὃς ἀθυμήσας ἐτελεύτησεν, ἤδη γεγονὼς ἔτη ὀγδοήκοντα. Σωσικράτης δέ φησι πρότερον Κροίσου τελευτῆσαι αὐτὸν ἔτεσι τεσσαράκοντα καὶ ἑνί, πρὸ τῆς τεσσαρακοστῆς ἐνάτης Ὀλυμπιάδος. τοῦτον Ἡρόδοτος ἐν τῇ πρώτῃ ξένον φησὶν εἶναι Θρασυβούλῳ τῷ Μιλησίων τυράννῳ.
[1.96] Φησὶ δὲ Ἀρίστιππος ἐν πρώτῳ Περὶ παλαιᾶς τρυφῆς περὶ αὐτοῦ τάδε, ὡς ἄρα ἐρασθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ Κράτεια συνῆν αὐτῷ λάθρα· καὶ ὃς ἥδετο. φανεροῦ δὲ γενομένου βαρὺς πᾶσιν ἐγένετο διὰ τὸ ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ. ἀλλὰ καὶ Ἔφορος ἱστορεῖ ὡς εὔξαιτο, εἰ νικήσειεν Ὀλύμπια τεθρίππῳ, χρυσοῦν ἀνδριάντα ἀναθεῖναι· νικήσας δὲ καὶ ἀπορῶν χρυσίου, κατά τινα ἑορτὴν ἐπιχώριον κεκοσμημένας ἰδὼν τὰς γυναῖκας πάντα ἀφείλετο τὸν κόσμον, καὶ ἔπεμψε τὸ ἀνάθημα.
Λέγουσι δέ τινες ὡς θελήσας αὐτοῦ τὸν τάφον μὴ γνωσθῆναι, τοιοῦτόν τι ἐμηχανήσατο. δυσὶν ἐκέλευσε νεανίσκοις, δείξας τινὰ ὁδόν, ἐξελθεῖν νύκτωρ καὶ τὸν ἀπαντήσαντα ἀνελεῖν καὶ θάψαι· ἔπειτα βαδίζειν ἄλλους τε κατὰ τούτων τέτταρας, καὶ ἀνελόντας θάψαι· πάλιν τε κατὰ τούτων πλείονας. καὶ οὕτως αὐτὸς τοῖς πρώτοις ἐντυχὼν ἀνῃρέθη. Κορίνθιοι δὲ ἐπί τι κενοτάφιον ἐπέγραψαν αὐτῷ τόδε·
[1.97] πλούτου καὶ σοφίης πρύτανιν πατρὶς ἥδε Κόρινθος
κόλποις ἀγχιάλοις γῆ Περίανδρον ἔχει.
ἔστι καὶ ἡμῶν·
μή ποτε λυπήσῃ σε τὸ μή σε τυχεῖν τινος· ἀλλὰ
τέρπεο πᾶσιν ὁμῶς οἷσι δίδωσι θεός.
καὶ γὰρ ἀθυμήσας ὁ σοφὸς Περίανδρος ἀπέσβη,
οὕνεκεν οὐκ ἔτυχεν πρήξιος ἧς ἔθελεν.
***
[1.94] Περίανδρος, γιος του Κύψελου, από την Κόρινθο, από τη γενιά των Ηρακλειδών. Παντρεύτηκε τη Λυσίδη, που ο ίδιος την έλεγε Μέλισσα. Αυτή ήταν κόρη του Προκλή, του τυράννου της Επιδαύρου, και της Ερισθένειας, της κόρης του Αριστοκράτη και αδελφής του Αριστόδημου, που άσκησαν εξουσία πάνω σε ολόκληρη την Αρκαδία, όπως λέει ο Ηρακλείδης από τον Πόντο στο έργο του Για την άσκηση της εξουσίας. Από αυτήν απέκτησε δύο παιδιά, τον Κύψελο και τον Λυκόφρονα: ο μικρότερος ήταν έξυπνος, ο μεγαλύτερος άμυαλος. Ύστερα από κάποιον χρόνο θυμωμένος τη χτύπησε με ένα σκαμνί ή την κλώτσησε, ενώ ήταν έγκυος, και τη σκότωσε, δίνοντας πίστη στις συκοφαντίες των παλλακίδων του, που ύστερα τις έκαψε ζωντανές.
Τον γιο του τον Λυκόφρονα που ήταν στενοχωρημένος για τη μητέρα του τον εξόρισε στην Κέρκυρα.
[1.95] Όταν πια γέρασε, τον κάλεσε να αναλάβει την τυραννίδα, οι Κερκυραίοι όμως πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Οργισμένος έστειλε τότε τα παιδιά των Κερκυραίων στον Αλυάττη να τα ευνουχίσει· όταν όμως το πλοίο έπιασε στη Σάμο, κατέφυγαν ικέτες στην Ήρα και σώθηκαν από τους Σαμιώτες.
Ο ίδιος πέθανε από τη μεγάλη του λύπη· ήταν τότε ογδόντα χρονών. Ο Σωσικράτης λέει ότι πέθανε σαράντα ένα χρόνια πριν από τον Κροίσο, πριν από την 49η Ολυμπιάδα. Ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο του έργου του λέει ότι ο Περίανδρος φιλοξενήθηκε από τον Θρασύβουλο, τον τύραννο της Μιλήτου, και έγιναν φίλοι.
[1.96] Ο Αρίστιππος στο πρώτο βιβλίο του έργου του Για την τρυφή των αρχαίων, λέει γι᾽ αυτόν τα εξής, ότι τον ερωτεύτηκε η μητέρα του η Κράτεια και συνουσιαζόταν μαζί του κρυφά, και ότι και αυτός το χαιρόταν πολύ· όταν όμως φανερώθηκε το πράγμα, έγινε τραχύς και αυστηρός με όλους από τη δυσφορία του για την αποκάλυψη. Ο Έφορος πάλι διηγείται ότι έταξε να αφιερώσει στον θεό ένα χρυσό άγαλμα, αν νικούσε στην Ολυμπία με το τέθριππο άρμα του· νίκησε, αλλά μη έχοντας χρυσάφι, όταν σε μια ντόπια γιορτή είδε τις γυναίκες στολισμένες, τους πήρε όλα τα κοσμήματα, και έτσι έστειλε το τάμα του.
Κάποιοι λένε ότι, επειδή δεν ήθελε να γίνει γνωστός ο τάφος του, μηχανεύθηκε το εξής: Έδειξε έναν δρόμο σε δύο νεαρούς και τους διέταξε να παν εκεί τη νύχτα, να σκοτώσουν τον πρώτο που θα συναντήσουν και να τον θάψουν· έπειτα άλλους τέσσερις να βγουν εναντίον των πρώτων, να τους σκοτώσουν και να τους θάψουν· και ύστερα άλλους, περισσότερους, να βγουν εναντίον αυτών των τελευταίων. Έχοντάς τα οργανώσει έτσι, πήγε και συνάντησε ο ίδιος τους πρώτους, οι οποίοι και τον σκότωσαν. Οι Κορίνθιοι έγραψαν πάνω σε ένα κενοτάφιό του το ακόλουθο επίγραμμα:
[1.97] Πρίγκιπα η Κόρινθος τον γέννησε του πλούτου, της σοφίας·
τώρα η θαλασσόβρεχτη αυτή γη στην αγκαλιά της τον κρατεί.
Ιδού και το δικό μου επίγραμμα:
Αν δεν πετύχεις ό,τι επιθυμείς, μη λυπηθείς για τούτο·
μ᾽ ό,τι σου δίνει ο θεός να τέρπεται η ψυχή σου·
μήπως δεν έσβησε ο Περίανδρος απ᾽ την πολλή του λύπη,
που δεν επέτυχε αυτό που τόσο επιθυμούσε;
Τόν τε παῖδα ἀπεκήρυξεν εἰς Κέρκυραν λυπούμενον ἐπὶ τῇ μητρί, ᾧ ὄνομα Λυκόφρων.
[1.95] ἤδη δὲ ἐν γήρᾳ καθεστὼς μετεπέμπετο αὐτὸν ὅπως παραλάβῃ τὴν τυραννίδα· ὃν φθάσαντες οἱ Κερκυραῖοι διεχρήσαντο. ὅθεν ὀργισθεὶς ἔπεμψε τοὺς παῖδας αὐτῶν πρὸς Ἀλυάττην ἐπ᾽ ἐκτομῇ· προσσχούσης δὲ τῆς νεὼς Σάμῳ, ἱκετεύσαντες τὴν Ἥραν ὑπὸ τῶν Σαμίων διεσώθησαν.
Καὶ ὃς ἀθυμήσας ἐτελεύτησεν, ἤδη γεγονὼς ἔτη ὀγδοήκοντα. Σωσικράτης δέ φησι πρότερον Κροίσου τελευτῆσαι αὐτὸν ἔτεσι τεσσαράκοντα καὶ ἑνί, πρὸ τῆς τεσσαρακοστῆς ἐνάτης Ὀλυμπιάδος. τοῦτον Ἡρόδοτος ἐν τῇ πρώτῃ ξένον φησὶν εἶναι Θρασυβούλῳ τῷ Μιλησίων τυράννῳ.
[1.96] Φησὶ δὲ Ἀρίστιππος ἐν πρώτῳ Περὶ παλαιᾶς τρυφῆς περὶ αὐτοῦ τάδε, ὡς ἄρα ἐρασθεῖσα ἡ μήτηρ αὐτοῦ Κράτεια συνῆν αὐτῷ λάθρα· καὶ ὃς ἥδετο. φανεροῦ δὲ γενομένου βαρὺς πᾶσιν ἐγένετο διὰ τὸ ἀλγεῖν ἐπὶ τῇ φωρᾷ. ἀλλὰ καὶ Ἔφορος ἱστορεῖ ὡς εὔξαιτο, εἰ νικήσειεν Ὀλύμπια τεθρίππῳ, χρυσοῦν ἀνδριάντα ἀναθεῖναι· νικήσας δὲ καὶ ἀπορῶν χρυσίου, κατά τινα ἑορτὴν ἐπιχώριον κεκοσμημένας ἰδὼν τὰς γυναῖκας πάντα ἀφείλετο τὸν κόσμον, καὶ ἔπεμψε τὸ ἀνάθημα.
Λέγουσι δέ τινες ὡς θελήσας αὐτοῦ τὸν τάφον μὴ γνωσθῆναι, τοιοῦτόν τι ἐμηχανήσατο. δυσὶν ἐκέλευσε νεανίσκοις, δείξας τινὰ ὁδόν, ἐξελθεῖν νύκτωρ καὶ τὸν ἀπαντήσαντα ἀνελεῖν καὶ θάψαι· ἔπειτα βαδίζειν ἄλλους τε κατὰ τούτων τέτταρας, καὶ ἀνελόντας θάψαι· πάλιν τε κατὰ τούτων πλείονας. καὶ οὕτως αὐτὸς τοῖς πρώτοις ἐντυχὼν ἀνῃρέθη. Κορίνθιοι δὲ ἐπί τι κενοτάφιον ἐπέγραψαν αὐτῷ τόδε·
[1.97] πλούτου καὶ σοφίης πρύτανιν πατρὶς ἥδε Κόρινθος
κόλποις ἀγχιάλοις γῆ Περίανδρον ἔχει.
ἔστι καὶ ἡμῶν·
μή ποτε λυπήσῃ σε τὸ μή σε τυχεῖν τινος· ἀλλὰ
τέρπεο πᾶσιν ὁμῶς οἷσι δίδωσι θεός.
καὶ γὰρ ἀθυμήσας ὁ σοφὸς Περίανδρος ἀπέσβη,
οὕνεκεν οὐκ ἔτυχεν πρήξιος ἧς ἔθελεν.
***
[1.94] Περίανδρος, γιος του Κύψελου, από την Κόρινθο, από τη γενιά των Ηρακλειδών. Παντρεύτηκε τη Λυσίδη, που ο ίδιος την έλεγε Μέλισσα. Αυτή ήταν κόρη του Προκλή, του τυράννου της Επιδαύρου, και της Ερισθένειας, της κόρης του Αριστοκράτη και αδελφής του Αριστόδημου, που άσκησαν εξουσία πάνω σε ολόκληρη την Αρκαδία, όπως λέει ο Ηρακλείδης από τον Πόντο στο έργο του Για την άσκηση της εξουσίας. Από αυτήν απέκτησε δύο παιδιά, τον Κύψελο και τον Λυκόφρονα: ο μικρότερος ήταν έξυπνος, ο μεγαλύτερος άμυαλος. Ύστερα από κάποιον χρόνο θυμωμένος τη χτύπησε με ένα σκαμνί ή την κλώτσησε, ενώ ήταν έγκυος, και τη σκότωσε, δίνοντας πίστη στις συκοφαντίες των παλλακίδων του, που ύστερα τις έκαψε ζωντανές.
Τον γιο του τον Λυκόφρονα που ήταν στενοχωρημένος για τη μητέρα του τον εξόρισε στην Κέρκυρα.
[1.95] Όταν πια γέρασε, τον κάλεσε να αναλάβει την τυραννίδα, οι Κερκυραίοι όμως πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Οργισμένος έστειλε τότε τα παιδιά των Κερκυραίων στον Αλυάττη να τα ευνουχίσει· όταν όμως το πλοίο έπιασε στη Σάμο, κατέφυγαν ικέτες στην Ήρα και σώθηκαν από τους Σαμιώτες.
Ο ίδιος πέθανε από τη μεγάλη του λύπη· ήταν τότε ογδόντα χρονών. Ο Σωσικράτης λέει ότι πέθανε σαράντα ένα χρόνια πριν από τον Κροίσο, πριν από την 49η Ολυμπιάδα. Ο Ηρόδοτος στο πρώτο βιβλίο του έργου του λέει ότι ο Περίανδρος φιλοξενήθηκε από τον Θρασύβουλο, τον τύραννο της Μιλήτου, και έγιναν φίλοι.
[1.96] Ο Αρίστιππος στο πρώτο βιβλίο του έργου του Για την τρυφή των αρχαίων, λέει γι᾽ αυτόν τα εξής, ότι τον ερωτεύτηκε η μητέρα του η Κράτεια και συνουσιαζόταν μαζί του κρυφά, και ότι και αυτός το χαιρόταν πολύ· όταν όμως φανερώθηκε το πράγμα, έγινε τραχύς και αυστηρός με όλους από τη δυσφορία του για την αποκάλυψη. Ο Έφορος πάλι διηγείται ότι έταξε να αφιερώσει στον θεό ένα χρυσό άγαλμα, αν νικούσε στην Ολυμπία με το τέθριππο άρμα του· νίκησε, αλλά μη έχοντας χρυσάφι, όταν σε μια ντόπια γιορτή είδε τις γυναίκες στολισμένες, τους πήρε όλα τα κοσμήματα, και έτσι έστειλε το τάμα του.
Κάποιοι λένε ότι, επειδή δεν ήθελε να γίνει γνωστός ο τάφος του, μηχανεύθηκε το εξής: Έδειξε έναν δρόμο σε δύο νεαρούς και τους διέταξε να παν εκεί τη νύχτα, να σκοτώσουν τον πρώτο που θα συναντήσουν και να τον θάψουν· έπειτα άλλους τέσσερις να βγουν εναντίον των πρώτων, να τους σκοτώσουν και να τους θάψουν· και ύστερα άλλους, περισσότερους, να βγουν εναντίον αυτών των τελευταίων. Έχοντάς τα οργανώσει έτσι, πήγε και συνάντησε ο ίδιος τους πρώτους, οι οποίοι και τον σκότωσαν. Οι Κορίνθιοι έγραψαν πάνω σε ένα κενοτάφιό του το ακόλουθο επίγραμμα:
[1.97] Πρίγκιπα η Κόρινθος τον γέννησε του πλούτου, της σοφίας·
τώρα η θαλασσόβρεχτη αυτή γη στην αγκαλιά της τον κρατεί.
Ιδού και το δικό μου επίγραμμα:
Αν δεν πετύχεις ό,τι επιθυμείς, μη λυπηθείς για τούτο·
μ᾽ ό,τι σου δίνει ο θεός να τέρπεται η ψυχή σου·
μήπως δεν έσβησε ο Περίανδρος απ᾽ την πολλή του λύπη,
που δεν επέτυχε αυτό που τόσο επιθυμούσε;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου