Tο 313 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος είδε στο όνειρο του έναν σταυρό με τα γράμματα Χ και Ρ χαραγμένα κάτω από την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Είχε εκστρατεύσει εναντίον της Ιταλίας όπου κυριαρχούσε ο Μαξέντιος, αλλά η περιοχή ανήκε επισήμως στον Λικίνιο. Το έμβλημα που είδε στο «όραμα» του και υιοθέτησε θα τον οδηγούσε την επομένη στη νίκη.
Η ιστορία είναι fake history, καθώς όχι μόνο κυκλοφόρησε χρόνια μετά, αλλά επιπλέον, σε δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ποτέ εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά αφοσιωμένος στην πίστη όπως υποστηρίζουν οι (μεταγενέστεροι) αγιογράφοι. Επισήμως ωστόσο, ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Μια μικρή εβραϊκή θρησκεία που αγνοήθηκε παντελώς από τη ρωμαϊκή ελίτ τράβηξε την προσοχή του πιο ισχυρού ανθρώπου στον κόσμο. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 380 μ.Χ. ο Θεοδόσιος καθιέρωσε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Δεδομένου ότι ο χριστιανισμός ήταν ο ιστορικός νικητής του ρωμαϊκού πολυθεϊσμού, η επικρατούσα άποψη όσον αφορά το πώς η νέα θρησκεία υπερίσχυσε πολιτισμικά δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια διαστρεβλωμένη εικόνα.
Στη Βικιπαίδεια υπάρχει ολόκληρη σειρά θεμάτων σχετικά με τις «διώξεις που υπέστη η Εκκλησία», συμπεριλαμβανομένου ενός εκτεταμένου απολογισμού των χριστιανών που μαρτύρησαν στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά δεν υπάρχουν αντίστοιχα θέματα για τη βίαιη καταστολή της παλαιότερης ρωμαϊκής θρησκείας από την Εκκλησία.
Όπως επισημαίνει η Catherine Nixey στο βιβλίο της «The Darkening Age», η ιστορία της διαδεδομένης δίωξης των χριστιανών είναι προϊόν του μάρκετινγκ της Εκκλησίας και των μεθόδων που χρησιμοποιούσε για τη στρατολόγηση πιστών.
Όπως κάνουν σήμερα οι βομβιστές αυτοκτονίας, έτσι και οι χριστιανοί δήλωναν πρόθυμοι στη δημόσια εκτέλεση. «Ήταν μια δόξα ανοιχτή σε όλους, ανεξάρτητα από την τάξη, την εκπαίδευση, τον πλούτο και το φύλο».
Αλλά η εκτέλεση χριστιανών ήταν εξαιρετικά σπάνια, καθώς οι περισσότεροι Ρωμαίοι ηγεμόνες είχαν καταλάβει ότι δεν υπάρχει κανένα κέρδος κάνοντας ήρωες τους εξτρεμιστές της θρησκείας.
Το 111 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Τραϊανός επέμεινε σε επιστολή προς τον φίλο του Πλίνιο τον Νεότερο, κυβερνήτη της Βιθυνίας, ότι θα έπρεπε να τιμωρεί μόνο τους πιο ανυπότακτους από τους αντάρτες. Όποιος δηλώνει πρόθυμος να προσευχηθεί στους «θεούς μας» ας του δοθεί χάρη.
Οι Χριστιανοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν απειλή για τις προγονικές παραδόσεις των Ρωμαίων και για τις δομές της πολιτικής εξουσίας, επειδή αρνούνταν τη θρησκευτική λατρεία με τους τρόπους που ακολουθούσε η πλειονότητα των γειτόνων τους.
Αλλά Ρωμαίοι, όπως ο Τραϊανός και ο Πλίνιος, δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να διερευνήσουν για τα κίνητρά των χριστιανών. «Δεν πρέπει να κυνηγηθούν», επέμεινε ο Τραϊανός - ο οποίος είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει από το να ανησυχεί για το μυαλό μερικών περίεργων τύπων.
Από τη στιγμή που εκτελούσαν ένα μίνιμουμ των «κανονικών» τελετών, ήταν στο απυρόβλητο.
Η παραδοσιακή ρωμαϊκή θρησκεία ήταν μια ευρύχωρη πλατφόρμα πεποιθήσεων και πρακτικών, που μπορούσε να φιλοξενήσει τη λατρεία πολλών διαφορετικών θεοτήτων -τις ρωμαϊκές εκδοχές των Ελλήνων Ολύμπιων θεών, δηλαδή ο Jupiter και ο Mars, εν ολίγοις, ο Δίας και ο Άρης, μαζί με τις πολυπολιτισμικές προσθήκες όπως ο Αιγύπτιος Όσιρις, τις χρηστικού χαρακτήρα οντότητες, όπως η Fortuna και τους θεοποιημένους αυτοκράτορες.
Η θρησκευτική ορθότητα ήταν από πολλές απόψεις πρακτική ή εθιμοτυπική και όχι ζήτημα πίστης.
Όπως γράφει η Nixey, η κυριαρχία του χριστιανισμού σήμανε το τέλος αυτής της ανεκτικής κοινωνίας, αφού όλοι αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με την πίστη και τις κοινωνικές, πολιτισμικές, φυλετικές, σεξουαλικές και οικογενειακές επιταγές της.
Κάποιοι εξέχοντες υποστηρικτές του «παλαιού τρόπου» ζήτησαν από τις αρχές να επιδείξουν ανεκτικότητα στις θρησκευτικές διαφορές που προέκυψαν στην νεόκοπη χριστιανική πλέον, αυτοκρατορία.
Η Nixey παραπέμπει στον Ρωμαίο πολιτικό, ρήτορα και διανοούμενο Κόιντο Αυρήλιο Σύμμαχο, ο οποίος παρακαλούσε το 382 μ.Χ τον αυτοκράτορα Γρατιανό να επιτρέψει την παραμονή του βωμού στη Γερουσία της Ρώμης.
«Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του έθιμα, το δικό του θρησκευτικό τελετουργικό», υποστήριζε ο Σύμμαχος, θέτοντας το ερώτημα: «Τι σημασία έχει ποιά είναι η σοφία με την οποία κάθε άνθρωπος αναζητά την αλήθεια;»
Αλλά αγνοήθηκε. Το θυσιαστήριο εξαφανίστηκε και το 408 μ.Χ., τέθηκε σε ισχύ ένας νέος νόμος, σύμφωνα με τον οποίον όλοι οι βωμοί και τα σύμβολα των παλιών θεών έπρεπε να καταστραφούν.
Η γλώσσα περί «δίωξης» και «μαρτυρίου» είναι υπόθεση μονόπλευρη. Ωστόσο, υπήρξαν μη Χριστιανοί οι οποίοι υπέστησαν διώξεις και μαρτύρησαν για την άρνησή τους να υιοθετήσουν τη νέα θρησκεία. Σε αντίθεση με τον Τραϊανό και άλλους πολυθεϊστές ηγέτες, οι Χριστιανοί δεν προσέφεραν στους αντιπάλους τους την ευκαιρία να ξεφύγουν από την τιμωρία με μια γρήγορη προσευχή στον «σωστό» Θεό. Αντ 'αυτού, έκαναν επιδρομές στα σπίτια τους και έψαχναν ακόμη και στις σκέψεις τους αναζητώντας μυστικές αμαρτίες ενάντια στον έναν και πραγματικό Θεό.
Στο βιβλίο αναφέρεται η ιστορία του Αιγύπτιου μοναχού Shenoute, ο οποίος οδήγησε μια ομάδα χριστιανών συμπατριωτών του να ρίξουν την πόρτα του σπιτιού ενός πολίτη για να ανακαλύψει τα απαγορευμένα αγάλματα των παλιών παγανιστών θεών. Η εισβολή ήταν, εξάλλου, δικαιολογημένη από τον Shenoute, καθώς όπως έλεγε: «Δεν υπάρχει έγκλημα για όσους έχουν τον Χριστό».
Στο όνομα της θρησκευτικής συμμόρφωσης επιτρέπονταν παντός είδους παραβιάσεις -σήμερα θα τις λέγαμε, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών.
Κλασικό και γνωστό παράδειγμα της βίας των χριστιανών είναι η περίπτωση της φιλοσόφου και επιστήμονα Υπατίας, η οποία λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου, ενώ το σώμα της στη συνέχεια, διαμελίστηκε και κάηκε σε κομμάτια στην πυρά, το 415 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Το έγκλημα διέπραξε μια συμμορία χριστιανών, που κατηγόρησε την Υπατία, εκτός των άλλων, για μαγεία. Εννοείται ότι, η κλασική παιδεία, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία ξαφνικά θεωρούνταν ύποπτες. Το να είσαι ευσεβής σήμαινε -για τη νέα πίστη- όχι μόνο να συμμετέχεις στη δημόσια θρησκευτική πρακτική, αλλά και να βάζεις καρδιά, μυαλό, γνώσεις στο καλούπι της νέας «πραγματικότητας». Η Nixey υπογραμμίζει την αισθητική και πολιτισμική βία της μετάβασης από τον ρωμαϊκό παγανισμό στον χριστιανισμό.
Αναφέρεται επίσης, στην μεγάλη αντίθεση μεταξύ της ελίτ του αρχαίου κόσμου και των προκλητικών προνομίων που απολάμβανε και των ασκητών της ύστερης αρχαιότητας, κατά την οποία οι πιο ευσεβείς μοναχοί και ερημίτες εγκατέλειπαν τα εγκόσμια. Όμως, αποσιωπά την πιθανότητα κάποιος από τους δούλους, τις πόρνες, τους εργάτες και τις συζύγους που τροφοδότησαν τις απολαύσεις των πλούσιων Ρωμαίων, να επιθυμούσε ένα καταφύγιο σε έναν κόσμο όπου η αυτοσυγκράτηση αποκτούσε νέα αξία.
Από την άλλη ωστόσο, αναφέρεται στην ευρείας κλίμακας καταστροφή των αρχαιοτήτων από τους χριστιανούς, που θυμίζει τις καταστροφές στην αρχαία Παλμύρα από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους.
Η ριζοσπαστικοποιημένη χριστιανική τρομοκρατία έχει μακρά ιστορία. Όπως έγραφε ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Τίτος Λουκρήτιος Κάρος, τον πρώτο αιώνα π.Χ., «Tantum religio potuit suadere malorum» (Η θρησκεία έχει πείσει τους ανθρώπους σε τόσο κακό).
Γιατί η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε χριστιανική; Τι οδήγησε στη βία και τον πόνο, ενώ ο πολυθεϊσμός είχε, όπως είχε αποδείξει η ιστορία, λειτουργήσει τόσο καλά επί τόσους πολλούς αιώνες;
Ο Κωνσταντίνος, ένας φιλόδοξος στρατιωτικός και ένας αδίστακτος αυτοκράτορας που σκότωσε τη σύζυγό και τον μεγαλύτερο γιο του για να σπείρει τον τρόμο και να εδραιώσει την εξουσία του, δεν μπορεί να είχε κίνητρο τη θρησκευτική ευσέβεια.
Για εκείνους οι οποίοι ήταν στην εξουσία, σε μια γεμάτη έριδες και δύσκαμπτη αυτοκρατορία, η επιβολή μιας νέας θρησκείας ίσως έμοιαζε με ευπρόσδεκτη ευκαιρία για να «μαρκάρουν» τόσους πολλούς και διαφορετικούς πληθυσμούς με τη δική τους εξουσία, να τους ενώσουν κάτω από έναν αυτοκράτορα και έναν Θεό.
Όπως καταλήγει το δημοσίευμα, αυτή η κατάβαση στον σκοτεινό κόσμο της θρησκευτικής καταπίεσης, ο απολογισμός της πολιτισμικής βίας, συνιστά μια καίρια υπενθύμιση, ότι η μισαλλοδοξία, η άγνοια και η εχθρότητα είναι μια πολύ παλιά ιστορία.
Η ιστορία είναι fake history, καθώς όχι μόνο κυκλοφόρησε χρόνια μετά, αλλά επιπλέον, σε δύο εντελώς διαφορετικές εκδοχές. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ποτέ εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά αφοσιωμένος στην πίστη όπως υποστηρίζουν οι (μεταγενέστεροι) αγιογράφοι. Επισήμως ωστόσο, ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Μια μικρή εβραϊκή θρησκεία που αγνοήθηκε παντελώς από τη ρωμαϊκή ελίτ τράβηξε την προσοχή του πιο ισχυρού ανθρώπου στον κόσμο. Λίγες δεκαετίες αργότερα, το 380 μ.Χ. ο Θεοδόσιος καθιέρωσε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Δεδομένου ότι ο χριστιανισμός ήταν ο ιστορικός νικητής του ρωμαϊκού πολυθεϊσμού, η επικρατούσα άποψη όσον αφορά το πώς η νέα θρησκεία υπερίσχυσε πολιτισμικά δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια διαστρεβλωμένη εικόνα.
Στη Βικιπαίδεια υπάρχει ολόκληρη σειρά θεμάτων σχετικά με τις «διώξεις που υπέστη η Εκκλησία», συμπεριλαμβανομένου ενός εκτεταμένου απολογισμού των χριστιανών που μαρτύρησαν στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά δεν υπάρχουν αντίστοιχα θέματα για τη βίαιη καταστολή της παλαιότερης ρωμαϊκής θρησκείας από την Εκκλησία.
Όπως επισημαίνει η Catherine Nixey στο βιβλίο της «The Darkening Age», η ιστορία της διαδεδομένης δίωξης των χριστιανών είναι προϊόν του μάρκετινγκ της Εκκλησίας και των μεθόδων που χρησιμοποιούσε για τη στρατολόγηση πιστών.
Όπως κάνουν σήμερα οι βομβιστές αυτοκτονίας, έτσι και οι χριστιανοί δήλωναν πρόθυμοι στη δημόσια εκτέλεση. «Ήταν μια δόξα ανοιχτή σε όλους, ανεξάρτητα από την τάξη, την εκπαίδευση, τον πλούτο και το φύλο».
Αλλά η εκτέλεση χριστιανών ήταν εξαιρετικά σπάνια, καθώς οι περισσότεροι Ρωμαίοι ηγεμόνες είχαν καταλάβει ότι δεν υπάρχει κανένα κέρδος κάνοντας ήρωες τους εξτρεμιστές της θρησκείας.
Το 111 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Τραϊανός επέμεινε σε επιστολή προς τον φίλο του Πλίνιο τον Νεότερο, κυβερνήτη της Βιθυνίας, ότι θα έπρεπε να τιμωρεί μόνο τους πιο ανυπότακτους από τους αντάρτες. Όποιος δηλώνει πρόθυμος να προσευχηθεί στους «θεούς μας» ας του δοθεί χάρη.
Οι Χριστιανοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν απειλή για τις προγονικές παραδόσεις των Ρωμαίων και για τις δομές της πολιτικής εξουσίας, επειδή αρνούνταν τη θρησκευτική λατρεία με τους τρόπους που ακολουθούσε η πλειονότητα των γειτόνων τους.
Αλλά Ρωμαίοι, όπως ο Τραϊανός και ο Πλίνιος, δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να διερευνήσουν για τα κίνητρά των χριστιανών. «Δεν πρέπει να κυνηγηθούν», επέμεινε ο Τραϊανός - ο οποίος είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει από το να ανησυχεί για το μυαλό μερικών περίεργων τύπων.
Από τη στιγμή που εκτελούσαν ένα μίνιμουμ των «κανονικών» τελετών, ήταν στο απυρόβλητο.
Η παραδοσιακή ρωμαϊκή θρησκεία ήταν μια ευρύχωρη πλατφόρμα πεποιθήσεων και πρακτικών, που μπορούσε να φιλοξενήσει τη λατρεία πολλών διαφορετικών θεοτήτων -τις ρωμαϊκές εκδοχές των Ελλήνων Ολύμπιων θεών, δηλαδή ο Jupiter και ο Mars, εν ολίγοις, ο Δίας και ο Άρης, μαζί με τις πολυπολιτισμικές προσθήκες όπως ο Αιγύπτιος Όσιρις, τις χρηστικού χαρακτήρα οντότητες, όπως η Fortuna και τους θεοποιημένους αυτοκράτορες.
Η θρησκευτική ορθότητα ήταν από πολλές απόψεις πρακτική ή εθιμοτυπική και όχι ζήτημα πίστης.
Όπως γράφει η Nixey, η κυριαρχία του χριστιανισμού σήμανε το τέλος αυτής της ανεκτικής κοινωνίας, αφού όλοι αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με την πίστη και τις κοινωνικές, πολιτισμικές, φυλετικές, σεξουαλικές και οικογενειακές επιταγές της.
Κάποιοι εξέχοντες υποστηρικτές του «παλαιού τρόπου» ζήτησαν από τις αρχές να επιδείξουν ανεκτικότητα στις θρησκευτικές διαφορές που προέκυψαν στην νεόκοπη χριστιανική πλέον, αυτοκρατορία.
Η Nixey παραπέμπει στον Ρωμαίο πολιτικό, ρήτορα και διανοούμενο Κόιντο Αυρήλιο Σύμμαχο, ο οποίος παρακαλούσε το 382 μ.Χ τον αυτοκράτορα Γρατιανό να επιτρέψει την παραμονή του βωμού στη Γερουσία της Ρώμης.
«Κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του έθιμα, το δικό του θρησκευτικό τελετουργικό», υποστήριζε ο Σύμμαχος, θέτοντας το ερώτημα: «Τι σημασία έχει ποιά είναι η σοφία με την οποία κάθε άνθρωπος αναζητά την αλήθεια;»
Αλλά αγνοήθηκε. Το θυσιαστήριο εξαφανίστηκε και το 408 μ.Χ., τέθηκε σε ισχύ ένας νέος νόμος, σύμφωνα με τον οποίον όλοι οι βωμοί και τα σύμβολα των παλιών θεών έπρεπε να καταστραφούν.
Η γλώσσα περί «δίωξης» και «μαρτυρίου» είναι υπόθεση μονόπλευρη. Ωστόσο, υπήρξαν μη Χριστιανοί οι οποίοι υπέστησαν διώξεις και μαρτύρησαν για την άρνησή τους να υιοθετήσουν τη νέα θρησκεία. Σε αντίθεση με τον Τραϊανό και άλλους πολυθεϊστές ηγέτες, οι Χριστιανοί δεν προσέφεραν στους αντιπάλους τους την ευκαιρία να ξεφύγουν από την τιμωρία με μια γρήγορη προσευχή στον «σωστό» Θεό. Αντ 'αυτού, έκαναν επιδρομές στα σπίτια τους και έψαχναν ακόμη και στις σκέψεις τους αναζητώντας μυστικές αμαρτίες ενάντια στον έναν και πραγματικό Θεό.
Στο βιβλίο αναφέρεται η ιστορία του Αιγύπτιου μοναχού Shenoute, ο οποίος οδήγησε μια ομάδα χριστιανών συμπατριωτών του να ρίξουν την πόρτα του σπιτιού ενός πολίτη για να ανακαλύψει τα απαγορευμένα αγάλματα των παλιών παγανιστών θεών. Η εισβολή ήταν, εξάλλου, δικαιολογημένη από τον Shenoute, καθώς όπως έλεγε: «Δεν υπάρχει έγκλημα για όσους έχουν τον Χριστό».
Στο όνομα της θρησκευτικής συμμόρφωσης επιτρέπονταν παντός είδους παραβιάσεις -σήμερα θα τις λέγαμε, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών.
Κλασικό και γνωστό παράδειγμα της βίας των χριστιανών είναι η περίπτωση της φιλοσόφου και επιστήμονα Υπατίας, η οποία λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου, ενώ το σώμα της στη συνέχεια, διαμελίστηκε και κάηκε σε κομμάτια στην πυρά, το 415 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Το έγκλημα διέπραξε μια συμμορία χριστιανών, που κατηγόρησε την Υπατία, εκτός των άλλων, για μαγεία. Εννοείται ότι, η κλασική παιδεία, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία ξαφνικά θεωρούνταν ύποπτες. Το να είσαι ευσεβής σήμαινε -για τη νέα πίστη- όχι μόνο να συμμετέχεις στη δημόσια θρησκευτική πρακτική, αλλά και να βάζεις καρδιά, μυαλό, γνώσεις στο καλούπι της νέας «πραγματικότητας». Η Nixey υπογραμμίζει την αισθητική και πολιτισμική βία της μετάβασης από τον ρωμαϊκό παγανισμό στον χριστιανισμό.
Αναφέρεται επίσης, στην μεγάλη αντίθεση μεταξύ της ελίτ του αρχαίου κόσμου και των προκλητικών προνομίων που απολάμβανε και των ασκητών της ύστερης αρχαιότητας, κατά την οποία οι πιο ευσεβείς μοναχοί και ερημίτες εγκατέλειπαν τα εγκόσμια. Όμως, αποσιωπά την πιθανότητα κάποιος από τους δούλους, τις πόρνες, τους εργάτες και τις συζύγους που τροφοδότησαν τις απολαύσεις των πλούσιων Ρωμαίων, να επιθυμούσε ένα καταφύγιο σε έναν κόσμο όπου η αυτοσυγκράτηση αποκτούσε νέα αξία.
Από την άλλη ωστόσο, αναφέρεται στην ευρείας κλίμακας καταστροφή των αρχαιοτήτων από τους χριστιανούς, που θυμίζει τις καταστροφές στην αρχαία Παλμύρα από τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους.
Η ριζοσπαστικοποιημένη χριστιανική τρομοκρατία έχει μακρά ιστορία. Όπως έγραφε ο Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος Τίτος Λουκρήτιος Κάρος, τον πρώτο αιώνα π.Χ., «Tantum religio potuit suadere malorum» (Η θρησκεία έχει πείσει τους ανθρώπους σε τόσο κακό).
Γιατί η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε χριστιανική; Τι οδήγησε στη βία και τον πόνο, ενώ ο πολυθεϊσμός είχε, όπως είχε αποδείξει η ιστορία, λειτουργήσει τόσο καλά επί τόσους πολλούς αιώνες;
Ο Κωνσταντίνος, ένας φιλόδοξος στρατιωτικός και ένας αδίστακτος αυτοκράτορας που σκότωσε τη σύζυγό και τον μεγαλύτερο γιο του για να σπείρει τον τρόμο και να εδραιώσει την εξουσία του, δεν μπορεί να είχε κίνητρο τη θρησκευτική ευσέβεια.
Για εκείνους οι οποίοι ήταν στην εξουσία, σε μια γεμάτη έριδες και δύσκαμπτη αυτοκρατορία, η επιβολή μιας νέας θρησκείας ίσως έμοιαζε με ευπρόσδεκτη ευκαιρία για να «μαρκάρουν» τόσους πολλούς και διαφορετικούς πληθυσμούς με τη δική τους εξουσία, να τους ενώσουν κάτω από έναν αυτοκράτορα και έναν Θεό.
Όπως καταλήγει το δημοσίευμα, αυτή η κατάβαση στον σκοτεινό κόσμο της θρησκευτικής καταπίεσης, ο απολογισμός της πολιτισμικής βίας, συνιστά μια καίρια υπενθύμιση, ότι η μισαλλοδοξία, η άγνοια και η εχθρότητα είναι μια πολύ παλιά ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου