Αυτό είναι το νόημα εκείνης της επιταγής των μυστηρίων ‘τίποτα να μην αποκαλύπτεται στους αμύητους’: το υπέρτατο δεν είναι για να κοινολογείται, τα άγια πράγματα απαγορεύεται να αποκαλυφθούν στον ξένο, σε όποιον δεν έχει καταφέρει να τα δει.
Δεν υπήρχαν δύο˙ ο ορών ήταν ένα με το ορώμενο˙ δεν ήταν όραμα αλλά ένωση. Ο άνθρωπος που διαμορφώνεται απ΄ αυτή την ανάμειξη με το υπέρτατο πρέπει- εάν και μόνο θυμηθεί- να φέρει το είδωλό του αποτυπωμένο επάνω του˙ έχει γίνει η ενότητα, τίποτα δεν υπάρχει μέσα του ή έξω του που να προκαλεί ποικιλία˙ τώρα καμιά κίνηση, κανένα πάθος, καμιά επιθυμία που να στρέφεται προς τα έξω, από τη στιγμή που να επιτυγχάνεται αυτή η άνοδος˙ αδρανεί η λογική και κάθε νόηση, ακόμα και, για να τολμήσουμε τη λέξη, ο ίδιος ο εαυτός: κρατημένος μακριά, πλήρης θεού, έχει επιτύχει στην τέλεια ακινησία την απομόνωση˙ με ήρεμο όλο του το είναι, δεν στρέφεται ούτε προς αυτή την πλευρά ούτε προς εκείνη, ούτε καν προς τα μέσα προς τα μέσα προς τον ίδιο του τον εαυτό˙ εντελώς ήρεμος, σε στάση, έχει γίνει η ίδια στάση.
Δεν ανήκει πλέον ούτε στην τάξη των ωραίων˙ έχει υψωθεί πέρα από την ωραιότητα˙ έχει ξεπεράσει ακόμη και τον χορό των αρετών˙ είναι όπως κάποιος που, έχοντας διεισδύσει στα άδυτα των αδύτων, αφήνει πίσω του τα είδωλα του ναού- αν και αυτά γίνονται και πάλι τα πρώτα αντικείμενα του βλέμματος, όταν εγκαταλείπει το άδυτο ˙ διότι εκεί η επιστροφή του δεν έγινε με το είδωλο, ούτε με το ίχνος, αλλά με την ίδια την αλήθεια στη θέα της οποίας όλα τα άλλα δεν είναι παρά δευτερεύουσας σημασίας.
Εκεί, πράγματι, μόλις και μετά βίας υπήρχε όραμα, εκτός μόνο με έναν τρόπο άγνωστο˙ ήταν μια έκσταση, μια απλοποίηση, μια απάρνηση, μια τάση προς επαφή και ταυτόχρονα μια ανάπαυση, ένας διαλογισμός προς τη ρύθμιση˙ τούτη είναι η μόνη θέαση αυτού που βρίσκεται μέσα στο άδυτο. Κοιτάζοντας με άλλο τρόπο, αποτυγχάνουμε.
Τα πράγματα εδώ είναι μιμήματα˙ άρα παρουσιάζουν υπαινικτικά στους σοφότερους δασκάλους πως γνωρίζεται ο υπέρτατος θεός˙ ο σοφός ιερέας διαβάζοντας το υπαινικτικό σημάδι, μπορεί να εισέλθει στον ιερό τόπο και να κάνει πραγματικό το όραμα του ανέφικτου. Ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν ποτέ βρει την είσοδο, πρέπει να δεχτούν την ύπαρξη εκείνου του αόρατου˙ θα γνωρίσουν την πηγή τους και την αρχή τους αφού μέσω της αρχής βλέπουν την αρχή και συνδέονται μαζί της, μέσω του ομοίου έχουν επαφή με το όμοιο και έτσι συλλαμβάνουν όλο το θείο που υπάρχει στο φάσμα του νου.
Μέχρι να έρθει το θέαμα, ακόμη διψούν για κάτι, εκείνο που μόνο το όραμα μπορεί να δώσει˙ αυτός ο σκοπός, που επιτυγχάνεται μόνον από όσους έχουν ξεπεράσει τα πάντα, είναι το πρότερο πάντων. Δεν είναι στη φύση της ψυχής να αγγίξει το απολύτως μη ον˙ η κατώτατη κάθοδος είναι μέσα στο κακό και, μέχρις εδώ, μέσα στον μη ον˙ αλλά στο απολύτως μη ον, ποτέ. Όταν η ψυχή αρχίζει πάλι να ανεβαίνει, δεν έρχεται σε κάτι ξένο, αλλά στον ίδιο της τον εαυτό˙ έτσι αποσπασμένη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο εαυτός της˙ υπάρχοντας καθαυτή στο εαυτό της, δεν είναι πλέον στην τάξη του όντος˙ είναι στο υπέρτατο.
Γίνεται, δηλαδή, και αυτός όχι ουσία αλλά ''επέκεινα της ουσίας'' με τη συνομιλία του αυτή. Με τον εαυτό έτσι ανυψωμένο, είμαστε καθ΄ ομοίωσιν του υπέρτατου˙ εάν από εκείνον τον ανυψωμένο εαυτό πάμε ακόμη πιο ψηλά- είδωλο προς το αρχέτυπο-, φτάνουμε ''στο τέλος του ταξιδιού''.
Έχοντας ξαναπέσει, ξυπνούμε την αρετή μέσα μας μέχρι να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας γεμάτους τάξη για άλλη μια φορά˙ ελαφρωμένοι πια από το φορτίο, κινούμαστε μέσω της αρετής προς το νου και μέσω της σοφίας της προς το υπέρτατο.
Αυτός είναι ο βίος των θεών και των θεϊκών και μακάριων ανθρώπων, απελευθέρωση από τα πράγματα του κόσμου τούτου, ζωή που δεν βρίσκει ηδονή στα επίγεια, φυγή του μοναχικού στο μοναχικό.
Πλωτίνου, Εννεάδες
Δεν υπήρχαν δύο˙ ο ορών ήταν ένα με το ορώμενο˙ δεν ήταν όραμα αλλά ένωση. Ο άνθρωπος που διαμορφώνεται απ΄ αυτή την ανάμειξη με το υπέρτατο πρέπει- εάν και μόνο θυμηθεί- να φέρει το είδωλό του αποτυπωμένο επάνω του˙ έχει γίνει η ενότητα, τίποτα δεν υπάρχει μέσα του ή έξω του που να προκαλεί ποικιλία˙ τώρα καμιά κίνηση, κανένα πάθος, καμιά επιθυμία που να στρέφεται προς τα έξω, από τη στιγμή που να επιτυγχάνεται αυτή η άνοδος˙ αδρανεί η λογική και κάθε νόηση, ακόμα και, για να τολμήσουμε τη λέξη, ο ίδιος ο εαυτός: κρατημένος μακριά, πλήρης θεού, έχει επιτύχει στην τέλεια ακινησία την απομόνωση˙ με ήρεμο όλο του το είναι, δεν στρέφεται ούτε προς αυτή την πλευρά ούτε προς εκείνη, ούτε καν προς τα μέσα προς τα μέσα προς τον ίδιο του τον εαυτό˙ εντελώς ήρεμος, σε στάση, έχει γίνει η ίδια στάση.
Δεν ανήκει πλέον ούτε στην τάξη των ωραίων˙ έχει υψωθεί πέρα από την ωραιότητα˙ έχει ξεπεράσει ακόμη και τον χορό των αρετών˙ είναι όπως κάποιος που, έχοντας διεισδύσει στα άδυτα των αδύτων, αφήνει πίσω του τα είδωλα του ναού- αν και αυτά γίνονται και πάλι τα πρώτα αντικείμενα του βλέμματος, όταν εγκαταλείπει το άδυτο ˙ διότι εκεί η επιστροφή του δεν έγινε με το είδωλο, ούτε με το ίχνος, αλλά με την ίδια την αλήθεια στη θέα της οποίας όλα τα άλλα δεν είναι παρά δευτερεύουσας σημασίας.
Εκεί, πράγματι, μόλις και μετά βίας υπήρχε όραμα, εκτός μόνο με έναν τρόπο άγνωστο˙ ήταν μια έκσταση, μια απλοποίηση, μια απάρνηση, μια τάση προς επαφή και ταυτόχρονα μια ανάπαυση, ένας διαλογισμός προς τη ρύθμιση˙ τούτη είναι η μόνη θέαση αυτού που βρίσκεται μέσα στο άδυτο. Κοιτάζοντας με άλλο τρόπο, αποτυγχάνουμε.
Τα πράγματα εδώ είναι μιμήματα˙ άρα παρουσιάζουν υπαινικτικά στους σοφότερους δασκάλους πως γνωρίζεται ο υπέρτατος θεός˙ ο σοφός ιερέας διαβάζοντας το υπαινικτικό σημάδι, μπορεί να εισέλθει στον ιερό τόπο και να κάνει πραγματικό το όραμα του ανέφικτου. Ακόμα και εκείνοι που δεν έχουν ποτέ βρει την είσοδο, πρέπει να δεχτούν την ύπαρξη εκείνου του αόρατου˙ θα γνωρίσουν την πηγή τους και την αρχή τους αφού μέσω της αρχής βλέπουν την αρχή και συνδέονται μαζί της, μέσω του ομοίου έχουν επαφή με το όμοιο και έτσι συλλαμβάνουν όλο το θείο που υπάρχει στο φάσμα του νου.
Μέχρι να έρθει το θέαμα, ακόμη διψούν για κάτι, εκείνο που μόνο το όραμα μπορεί να δώσει˙ αυτός ο σκοπός, που επιτυγχάνεται μόνον από όσους έχουν ξεπεράσει τα πάντα, είναι το πρότερο πάντων. Δεν είναι στη φύση της ψυχής να αγγίξει το απολύτως μη ον˙ η κατώτατη κάθοδος είναι μέσα στο κακό και, μέχρις εδώ, μέσα στον μη ον˙ αλλά στο απολύτως μη ον, ποτέ. Όταν η ψυχή αρχίζει πάλι να ανεβαίνει, δεν έρχεται σε κάτι ξένο, αλλά στον ίδιο της τον εαυτό˙ έτσι αποσπασμένη, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο εαυτός της˙ υπάρχοντας καθαυτή στο εαυτό της, δεν είναι πλέον στην τάξη του όντος˙ είναι στο υπέρτατο.
Γίνεται, δηλαδή, και αυτός όχι ουσία αλλά ''επέκεινα της ουσίας'' με τη συνομιλία του αυτή. Με τον εαυτό έτσι ανυψωμένο, είμαστε καθ΄ ομοίωσιν του υπέρτατου˙ εάν από εκείνον τον ανυψωμένο εαυτό πάμε ακόμη πιο ψηλά- είδωλο προς το αρχέτυπο-, φτάνουμε ''στο τέλος του ταξιδιού''.
Έχοντας ξαναπέσει, ξυπνούμε την αρετή μέσα μας μέχρι να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας γεμάτους τάξη για άλλη μια φορά˙ ελαφρωμένοι πια από το φορτίο, κινούμαστε μέσω της αρετής προς το νου και μέσω της σοφίας της προς το υπέρτατο.
Αυτός είναι ο βίος των θεών και των θεϊκών και μακάριων ανθρώπων, απελευθέρωση από τα πράγματα του κόσμου τούτου, ζωή που δεν βρίσκει ηδονή στα επίγεια, φυγή του μοναχικού στο μοναχικό.
Πλωτίνου, Εννεάδες
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου