ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΙΓΑΝΤΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, από το οποίο ταλαιπωρήθηκε το Ελληνικό Έθνος κατά τον περασμένο αιώνα και για πολλά χρόνια, ήταν η έντονη επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή του τόπου, για την οποία μεγάλη ευθύνη έφεραν βέβαια ο θρόνος και οι τότε δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις (Λαϊκών και Φιλελευθέρων), που υποστήριζαν, έντονα και φανερά, τις "πελατειακές σχέσεις" τους με τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων. Χαρακτηριστική, της εποχής εκείνης, ήταν η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση που επικράτησε κατά την ταραχώδη περίοδο του "Εθνικού Διχασμού" 1916 - 1935, κατά την οποία το σύνολο σχεδόν των αξιωματικών -κυρίως των μάχιμων όπλων- οι οποίοι, ανήκοντας σε μια από τις δυο πολιτικές παρατάξεις, είχαν αναπτύξει έντονη κομματική δραστηριότητα με τη μυστική ή φανερή συμμετοχή τους σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, συνωμοσίες και εκτροπές, οι οποίες υπήρξαν λίαν επιζήμιες για τη χώρα και μάλιστα σε περιόδους εμπλοκής της σε πολέμους και εκστρατείες (1916 - 1918 και 1919 - 1923)...
Τα βαθύτερα αίτια αυτού του φαινομένου, που είχε ολέθριες συνέπειες για το Σώμα των Αξιωματικών και για το στράτευμα γενικότερα, και που ο απόηχος του έφθασε μέχρι τις μέρες μας, δεν είναι του παρόντος. Σε εκείνη ακριβώς τη χρονική περίοδο σταδιοδρόμησε, ως νέος Αξιωματικός, ο Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες. Υπήρξε από τους πλέον πολυσυζητημένους αξιωματικούς της εποχής του, αφού από τη μια μεριά ήταν διακεκριμένος -στον πόλεμο και στην ειρήνη- Έλληνας αξιωματικός με εξαιρετική φήμη και πέρα από τα στενά όρια της πατρίδας και από την άλλη έντονα πολιτικοποιημένος με την προσήλωση και τη δράση του σε πολιτική παράταξη, τις αρχές της οποίας είχε ασπασθεί από νεαρός Εύελπις και στις οποίες είχε παραμείνει πιστός μέχρι την ημέρα του θανάτου του.
Ήταν και αυτός ένας από τους πολλούς Αξιωματικούς μιας εποχής που χαρακτηριζόταν από τη θύελλα των βίαιων πολιτικών παθών και την απύθμενη μισαλλοδοξία ανάμεσα στο βαθιά διχασμένο τότε Ελληνικό Λαό και Στρατό. Επαναφέροντας εδώ εκείνη ακριβώς τη ζοφερή σελίδα της πολυκύμαντης ιστορίας αυτού του τόπου. Η παραπάνω αναφορά, σχετικά με τις σχέσεις στρατού - πολιτικής, έγινε μόνο και μόνο για να επικαλεσθούμε τη δίκαιη κι αντικειμενική κρίση του αναγνώστη σχετικά με την έντονη ανάμειξη του Αξιωματικού Χριστόδουλου Τσιγάντε στην πολιτική.
Συμπεριφορά η οποία, καίτοι απαράδεκτη και παράνομη κατά τους Στρατιωτικούς Κανονισμούς, δεν πρέπει να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί με τωρινά πολιτικά ή κομματικά κριτήρια και έξω από την τότε επικρατούσα νοοτροπία στο σύνολο σχεδόν των αξιωματικών κι από το γενικότερο πολιτικοστρατιωτικό κλίμα της τραγικής, για τη διχασμένη Ελλάδα, εικοσαετίας 1916 - 1935 με τις εθνικές εξάρσεις και τις οδυνηρές ταπεινώσεις. Ας μην ξεχνούμε ακόμη ότι αυτού του είδους οι συμπεριφορές των στελεχών του στρατεύματος αποτελούσαν τρόπο σκέψης και έκφρασης.
Για να μην πούμε και τρόπο ζωής, όλων των πολιτικοποιημένων αξιωματικών της εποχής εκείνης που ανήκαν ιδεολογικά και υποστήριζαν, συνήθως με φανατισμό, μια από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις που κυριαρχούσαν τότε στην πολιτική ζωή της χώρας ή ακόμη και ισχυρές πολιτικές ή στρατιωτικές προσωπικότητες.
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Χριστόδουλος Σβορώνος - Τσιγάντες ήταν Έλληνας ανώτατος αξιωματικός με το βαθμό του στρατηγού. Απότακτος για το αποτυχημένο Βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 και μετέπειτα διοικητής του Ιερού Λόχου. Γεννήθηκε στη Ρουμανία στις 30 Ιανουαρίου 1897 στην παραδουνάβια πόλη Τούλτσα (σημερινή Τουλτσέα) κοντά στο εμπορικό κέντρο της πόλης Βραΐλα. Ήταν πρωτότοκος γιος του Γεράσιμου Σβορώνου - Τσιγάντε από το χωριό Σβορωνάτα Κάτω Λειβαθούς του Νομού Κεφαλλονιάς και της Ευγενίας Αντύπα - Τσιγάντε, ενώ ήταν αδελφός του Ιωάννη Τσιγάντε κι είχαν ένα μικρότερο -περί τα δέκα χρόνια- αδελφό το Γεώργιο Τσιγάντε.
Ο πατέρας τους είχε εγκατασταθεί στην παραδουνάβια Ρουμανία, κοντά στο εμπορικό κέντρο της γνωστής πόλης Βραΐλα, και η κύρια ασχολία του ήταν οι ποτάμιες μεταφορές με ιδιόκτητο πλωτό μέσο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1900, σοβαρή ασθένεια του Γεράσιμου Σβορώνου - Τσιγάντε τον ανάγκασε να εγκαταλείψει, μαζί με την οικογένεια του, τη Ρουμανία και να επιστρέψει στην Κεφαλλονιά, όπου λίγο αργότερα πέθανε. Ο Γεώργιος Τσιγάντες, επέστρεψε στη Ρουμανία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Χριστόδουλος, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στην από μητέρα θεία του, όπου ολοκλήρωσε με επιτυχία τις εγκύκλιες σπουδές του, φοιτώντας στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Το φθινόπωρο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα και ζήτησε, ως «εκ της Αλλοδαπής Έλλην» να πολιτογραφηθεί στο χωριό Σβορωνάτα (Κάτω Βαθέως) της Κεφαλλονιάς. Στις 17 Ιανουαρίου 1921 παντρεύτηκε με τη Μαρία Δρακούλη, μόνιμη κάτοικο Ρουμανίας με καταγωγή από την Ιθάκη, και απέκτησαν δύο αγόρια, το Γεράσιμο το 1924 και το 1935 τον Ελευθέριο. Πέθανε από καρκίνο στις 12 Οκτωβρίου 1970, στο Λονδίνο. Η σορός του αποτεφρώθηκε την επόμενη ημέρα στη Βρετανική πρωτεύουσα, όμως στις 13 Σεπτεμβρίου 1977 έγινε μετακομιδή της τέφρας του στην Ελλάδα, η οποία εναποτέθηκε στον τάφο της οικογένειας του Ιωάννη Τσιγάντε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1981 η τεφροδόχος του μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στη βάση του Μαρμάρινου μνημείου του Ιερού Λόχου στο Πεδίο του Άρεως.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΓEΡΑΣΙΜΟΥ ΣΒΟΡΩΝΟΥ - ΤΣΙΓΑΝΤΕ
Περί τα τέλη του 19ου αιώνα, στα μέλη της πολυπληθούς και ευημερούσας Ελληνικής παροικίας στη Ρουμανία ήταν και ο Γεράσιμος Σβορώνος - Τσιγάντες από το χωριό Σβορωνάτα της Κεφαλλονιάς. Είχε εγκατασταθεί στην παραδουνάβια πόλη Τούλτσα (σημερινή Τουλτσέα) κοντά στο εμπορικό κέντρο της γνωστής πόλης Βραΐλα, και η κύρια ασχολία του ήταν οι ποτάμιες κυρίως μεταφορές με ιδιόκτητο πλωτό μέσο. Μετά το γάμο του με την Ευγενία Αντύπα απόκτησε το 1897 δυο αγόρια, το Χριστόδουλο (30 Ιανουαρίου) και το Γιάννη (1 Δεκεμβρίου) και ένα τρίτο ακόμη, το Γεώργιο, δέκα περίπου χρόνια αργότερα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1900, μια σοβαρή ασθένεια του Γεράσιμου Σβορώνου - Τσιγάντε τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά, μαζί με την οικογένεια του, τη φιλόξενη Ρουμανία και να παλιννοστήσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κεφαλλονιά, όπου λίγο αργότερα πέθανε. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του, ο ορφανός μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Χριστόδουλος, στάλθηκε στην από μητέρα θεία του, στην Κωνσταντινούπολη, και εκεί τέλειωσε με επιτυχία τις εγκύκλιες σπουδές του, φοιτώντας κανονικά στην περίφημη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ο δεύτερος γιος, ο Γιάννης, αφού τέλειωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως φοιτητής της Χημείας (1914 ή 1915).
Αυτοί οι δύο έφηβοι αδελφοί Τσιγάντε θα σταδιοδρομήσουν, στη συνέχεια, στον Ελληνικό Στρατό και θα έχουν ενεργό συμμετοχή στους πολέμους και στα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα της ταραχώδους εποχής 1916 - 1935 και στην πολεμική περίοδο 1939 - 1948. Ο μικρότερος, τέλος, αδελφός, ο Γεώργιος, επέστρεψε αργότερα στη Ρουμανία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Στη συνέχεια, θα παραθέσουμε όσα λεπτομερή στοιχεία προέκυψαν από τη μέχρι σήμερα ενδελεχή ιστορική έρευνα σχετικά με την πολυκύμαντη ζωή και την ανεπανάληπτη δράση του θρυλικού διοικητή του Ιερού Λόχου, αείμνηστου Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε.
Σε μερικές βιογραφίες των δυο αδελφών Τσιγάντε, που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς, χαρακτηρίζονται ως δίδυμοι. Αυτό δεν είναι ακριβές. Θα αφιερώσουμε παράλληλα και στο νεότερο αδελφό του, γενναίο Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Γιάννη Τσιγάντε, μερικές σελίδες με τα πλέον σημαντικά και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία από τη στρατιωτική σταδιοδρομία του, που είχε ξαφνικό, αλλά ηρωικό, τέλος στις 14 Ιανουαρίου 1943.
H ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΚΑΙ H ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ
ΓΕΝΙΚΑ
Υπέβαλε δικαιολογητικά στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων και συμμετείχε στις εισιτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 1913 / 1914, όπου εισήλθε την 1η Φεβρουαρίου 1914 με γενικό Αριθμό Μητρώου 448, αρχικά για τετραετή φοίτηση, όμως λίγο καιρό αργότερα με το νόμο 344/31ης Οκτωβρίου 1914 η φοίτηση περιορίστηκε σε δυο έτη. Την ίδια εποχή η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κατάργησε τα δίδακτρα που κατέβαλαν μέχρι τότε οι σπουδαστές και καθιέρωσε για πρώτη φορά, τη δωρεάν φοίτηση. Ανήκε στην τάξη του 1916 και παρακολούθησε τα μαθήματα μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1915, οπότε, μετά από διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχτηκε στο στράτευμα ως Ανθυπασπιστής.
Λόγω της επιστρατεύσεως τοποθετήθηκε στο Έμπεδο της Λάρισας, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1916, ενώ στις 16 Νοεμβρίου 1915, προήχθη στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, ως 2ετής Εύελπις - Ανθυπασπιστής.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1913 - 1921
Στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων (ΣΣΕ) 1914 - 1916
Μετά το πέρας της φοίτησης του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, ο ηλικίας 16 ετών νεαρός Χριστόδουλος επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία ως αξιωματικός. Η απόφασή του εκείνη, που ήταν και η πιο σημαντική της ζωής του, επηρεασμένη ασφαλώς και από την κατάσταση της ορφανικής οικογένειας του, της οποίας θεωρείτο προστάτης, ίσως να οφειλόταν στον ανήσυχο και δραστήριο χαρακτήρα του ή στην αμέσως μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους 1912 - 1913 εθνική έξαρση όλων των Ελλήνων και στη δόξα των Ελληνικών όπλων.
Έτσι, το φθινόπωρο του 1913 υπέβαλε τα σχετικά δικαιολογητικά στο Στρατιωτικό Σχολείο των Ευελπίδων και παράλληλα ζήτησε, ως "εκ της Αλλοδαπής Έλλην" τη καταγωγή και πολιτογραφήθηκε στη γενέτειρα του πατέρα του, το χωριό Σβορωνάτα (Κάτω Βαθέως) της Κεφαλλονιάς, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα Οργανισμό του Σχολείου. Πέτυχε στις εισιτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 1913 / 1914 και εισήλθε την 1η Φεβρουαρίου 1914 με γενικό Αριθμό Μητρώου 448, για τετραετή αρχικά φοίτηση, η οποία λίγο αργότερα και με το νόμο 344/ 31 Οκτωβρίου 1914 περιορίστηκε σε δυο (2) έτη (1914 - 1916).
Υπόψη, ότι την εποχή εκείνη η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κατάργησε τα δίδακτρα που κατέβαλαν μέχρι τότε οι γονείς ή οι κηδεμόνες των Ευελπίδων στο Σχολείο τους, καθιερώνοντας έτσι, για πρώτη φορά, τη δωρεάν φοίτηση. Η Τάξη του Σχολείου Ευελπίδων στην οποία ανήκε ο νεαρός Εύελπις Χριστόδουλος Τσιγάντες -η περίφημη Τάξη του 1916- γνωστή στους παλαιότερους απόφοιτους, δεν ήταν μόνο η πολυπληθέστερη (304 συνολικά μαθητές) σε όλη τη μέχρι το 1940 ιστορία του, αλλά και με μερικές "ιδιοτυπίες", όπως: Οι Ευέλπιδες ("εξ ιδιωτών" και για πρώτη φορά και "εξ υπαξιωματικών" του στρατού) εισήλθαν με εξετάσεις σε τέσσερις (4) διαδοχικά σειρές (1η Φεβρουαρίου - 14 Νοεμβρίου 1916).
Είχαν πραγματοποιηθεί -για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία του Σχολείου- μετακινήσεις μαθητών προς και από το Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών εξήλθαν όλοι οι Ευέλπιδες προσωρινά από το Σχολείο και υπηρέτησαν στο στράτευμα -αρχικά ως Ανθυπασπιστές, προαχθέντες αργότερα σε Ανθυπολοχαγούς- κατά την Επιστράτευση του 1915, επιστρέφοντας αργότερα για συνέχιση της φοίτησης τους, και τέλος ένας αριθμός από αυτούς εγκατέλειψαν το Σχολείο λίγο πριν από την οριστική έξοδο τους και προσχώρησαν στο κίνημα της "Εθνικής Αμύνης" του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ως το κυριότερο ιστορικό γεγονός της εποχής εκείνης, αποτέλεσε την απαρχή του "Εθνικού Διχασμού" των Ελλήνων που ακολούθησε.
Το Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών ήταν το δεύτερο μετά τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων παραγωγικό σχολείο μόνιμων αξιωματικών του στρατού. Οι μαθητές του, υπαξιωματικοί (Επιλοχίες και Λοχίες) υποχρεωτικά, γίνονταν δεκτοί σ' αυτό υστέρα από πολλαπλές και δύσκολες εξετάσεις και μετά από τριετή δωρεάν φοίτηση προβιβάζονταν στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού στο Πεζικό, Ιππικό, Οικονομικό και αργότερα στη Χωροφυλακή. Η πρώτη περίοδος λειτουργίας του ήταν από το 1882 μέχρι το 1914. Τραγικές οι συνέπειες και για το Σώμα των Αξιωματικών της περιόδου εκείνης, το οποίο διασπάστηκε, στις ιδέες και τις ενέργειες, ακολουθώντας μια από τις δύο αντίπαλες τότε μεγάλες πολιτικές παρατάξεις (Βενιζελικής ή Αντιβενιζελικής).
Ο Εύελπις Χριστόδουλος Τσιγάντες, όπως και όλοι οι συμμαθητές του, παρακολούθησε κανονικά τα μαθήματα του Σχολείου μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1915, οπότε, σύμφωνα με σχετική διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχτηκε προσωρινά στο στράτευμα ως Ανθυπασπιστής, λόγω της μόλις τότε κηρυχθείσας επιστράτευσης και τοποθετήθηκε στο Έμπεδο της Λάρισας. Εκεί υπηρέτησε μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1916, προαχθείς στο μεταξύ στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού από τις 16 Νοεμβρίου 1915 (ως 2ετής Εύελπις - Ανθυπασπιστής). Στις 21 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου, όλοι οι Ευέλπιδες - Ανθυπολοχαγοί επανήλθαν στο Σχολείο "προς εξακολούθησιν των σπουδών των", ύστερα και πάλι από υπουργική διαταγή.
Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1916, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, διαπνεόμενος προφανώς από φιλελεύθερες ιδέες και οπωσδήποτε πιστεύοντας ότι η πολιτική θεώρηση του τότε παραιτηθέντος πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ως προς τη στάση της Ελλάδας στον επί διετία συνεχιζόμενο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, που ήταν κατά τη δική του αντίληψη και πεποίθηση η ενδεδειγμένη, ξαφνικά εγκατέλειψε με άλλους 15 περίπου συμμαθητές του το Σχολείο Ευελπίδων και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου και προσχώρησε αμέσως στην "Εθνικήν Άμυναν". Ήταν τότε 19 ετών και Ανθυπολοχαγός Πεζικού από τον προηγούμενο χρόνο.
Αυτή την ιδεολογική τοποθέτηση του και προσήλωση του στην παράταξη των τότε Βενιζελικών ή "Δημοκρατικών" (Φιλελεύθερων) θα τη διατηρήσει πιστά και αμετακίνητα, όπως θα δούμε στη συνέχεια , μέχρι το τέλος της ζωής του και θα επηρεάσει αποφασιστικά, καίτοι λαμπρής στρατιωτικής σταδιοδρομίας, όλες τις μετέπειτα σκέψεις και ενέργειες του, τουλάχιστον μέχρι το Κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, στο οποίο έλαβε ενεργό δράση ως ηγετικό στέλεχος Βενιζελικών τότε αξιωματικών. Οι υπόλοιποι, τέλος, συμμαθητές του εξήλθαν κανονικά από το Σχολείο Ευελπίδων με βασιλικό διάταγμα της 1ης Οκτωβρίου 1916 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, τον οποίο έφεραν από το Νοέμβριο του 1915.
Η Δράση του στο Μακεδονικό Μέτωπο 1916 - 1918
Στις 21 Ιανουαρίου 1916, οι Ευέλπιδες - Ανθυπολοχαγοί επανήλθαν στο Σχολείο, όμως το βράδυ της 16 / 17ης Αυγούστου 1916, εξερράγη στη Θεσσαλονίκη και την Έδεσσα το Κίνημα της «Εθνικής Άμυνας». Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1916, ο Τσιγάντες εγκατέλειψε μαζί με άλλους 15 συμμαθητές του το Σχολείο Ευελπίδων και ταξίδεψε στη Μακεδονία, όπου προσχώρησε στο κίνημα και υπηρέτησε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης που σχημάτισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι υπόλοιποι συμμαθητές του εξήλθαν κανονικά από το Σχολείο Ευελπίδων με Βασιλικό Διάταγμα της 1ης Οκτωβρίου 1916 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.
Το Κίνημα της "Εθνικής Αμύνης", από φιλελεύθερους αξιωματικούς, εξερράγη ταυτόχρονα στη Θεσσαλονίκη και την Έδεσσα τη νύκτα της 16 / 17ης Αυγούστου 1916, οπότε άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα επαναστατικά στρατιωτικά τμήματα, τα οποία ενισχύθηκαν σταδιακά κατά τις επόμενες μέρες. Έτσι σχηματίστηκε, στις αρχές του Σεπτεμβρίου, το Α' Τάγμα Αμύνης με διοικητή τον τότε Λοχαγό Πεζικού Νεόκοσμο Γρηγοριάδη. Ήταν η μόνη Ελληνική δύναμη, η οποία στις 9 του ίδιου μήνα αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη και επί δύο και πλέον μήνες (15 Σεπτεμβρίου - 24 Νοεμβρίου) πολέμησε, με εντολή της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, στο πλευρό των Αγγλο-Γαλλικών δυνάμεων της Αντάντ (Τριπλής Συνεννοήσεως) εναντίον του Βουλγαρικού Στρατού.
Ενταγμένη αρχικά στο Γαλλικό Απόσπασμα Στρυμόνος (ΧVΙου Βρετανικού Σώματος Στρατού) και αργότερα στην 82η Ταξιαρχία. Πέντε μέρες μετά την αναχώρηση του Α' Τάγματος Αμύνης για το μέτωπο, δηλαδή στις 14 Σεπτεμβρίου -την προηγούμενη της άφιξης του τάγματος στην πρώτη γραμμή- παρουσιάστηκε στο λοχαγό διοικητή του ο Ανθυπολοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες και αμέσως τοποθετήθηκε διμοιρίτης του 1ου Λόχου της νεοσύστατης μονάδας πεζικού. Από εκείνη ακριβώς την ημέρα άρχισε η εντυπωσιακή πολεμική δράση του νεαρού αξιωματικού στο Μακεδονικό Μέτωπο, όπου έλαβε μέρος:
Με το Α' Τάγμα Αμύνης
Αδιάψευστος μάρτυρας της πράγματι υπέροχης πολεμικής δράσης του, από τα πρώτα κιόλας βήματα του ως νεαρού ηγήτορα, εκτός από τα πολλά πολεμικά -Ελληνικά και ξένα- μετάλλια και παράσημα, με τα οποία επάξια τιμήθηκε, είναι και οι Διαδοχικές Σημειώσεις που του έγραψαν τότε οι διοικητές του. Με τη μεταφορά της ΙΙΙης Μεραρχίας Πεζικού από το Πιρότ της Σερβίας στην περιοχή Λαγκαδά Θεσσαλονίκης (Δεκέμβριος 1918 - Ιανουάριος 1919), τέλειωσε η παρουσία της στο Μακεδονικό Μέτωπο. Είχε ήδη υπογραφεί ανακωχή μεταξύ των εμπόλεμων δυνάμεων (29 Οκτωβρίου 1918) και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις είχε λήξει. Στη Διοίκηση Πεζικού της Μεραρχίας συνέχιζε να υπηρετεί ο Υπολοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, ως Επιτελής - Βοηθός Διοικητή.
Η Συμμετοχή του στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα (Μεσημβρινή Ρωσία 1919)
Μετά την περί το τέλος Νοεμβρίου 1918 αποφασισθείσα συμμετοχή Ελληνικών στρατευμάτων στο αποστελλόμενο στη Μεσημβρινή Ρωσία (Ουκρανία - Βεσσαραβία) Συμμαχικό Εκστρατευτικό Σώμα, το Ελληνικό Α' Σώμα Στρατού συγκεντρώθηκε μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου στα λιμάνια επιβίβασης (Ανατολική Μακεδονία) των τριών Μεραρχιών του (Ιης, ΙΙης και ΧΙΙΙης). Μετά τη σταδιακή μεταφορά των δύο Μεραρχιών, ΙΙης και ΧΙΙΙης, στα λιμάνια της Ουκρανίας, άρχισε η προοδευτική συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις των Συμμαχικών δυνάμεων εναντίον των Ρώσων Μπολσεβίκων, που είχαν επικρατήσει κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.
Το Φεβρουάριο του 1919, ο Υπολοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες τοποθετήθηκε στη Διοίκηση Πεζικού της Ιης Μεραρχίας (Α' Σώματος Στρατού) που ανέμενε στην Καβάλα τη μεταφορά της στο καινούργιο μέτωπο της Ουκρανίας, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί τελικά η Μεραρχία εκείνη διατέθηκε για την κατάληψη της Σμύρνης (2 Μαΐου 1919). Στο μεταξύ, ο Τσιγάντες έφυγε και πήγε ατμοπλοϊκούς στη Μεσημβρινή Ρωσία, προφανώς με άλλη στρατιωτική μονάδα (πιθανόν με τμήματα του 34ου Συντάγματος Πεζικού), γιατί σύμφωνα με επείγουσα διαταγή του Υπουργείου των Στρατιωτικών (υπ'αριθμ. Πρωτ. 35402 / 5 Μαρτίου 1919) του ανετίθετο από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών ειδική αποστολή στη Ρουμανία.
Η εκτέλεση εκείνης ακριβούς της αποστολής από τον Τσιγάντε άρχισε την 6η Μαρτίου και έληξε στις 14 Απριλίου, οπότε, αναμένοντας την εκεί μετάβαση της Ιης Μεραρχίας, παρουσιάστηκε στο Επιτελείο του Α' Σώματος Στρατού, στο οποίο και υπηρέτησε μέχρι το μήνα Ιούλιο, προαχθείς στο βαθμό του Λοχαγού από τις 27 Απριλίου. Στο μεταξύ, το Σώμα Στρατού, αφού μεταφέρθηκε με πλοία στη Σμύρνη, ανέλαβε από τα μέσα του Ιουνίου τη διοίκηση όλων των Ελληνικών στρατευμάτων που βρίσκονταν τότε στη Μικρά Ασία. Για την ειδική εκείνη αποστολή που εξετέλεσε ο Υπολοχαγός Τσιγάντες στη Ρουμανία, κατά την εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία, δεν ανευρέθηκαν περισσότερα στοιχεία. Θεωρείται ωστόσο βέβαιο ότι η επιλογή του ήταν απόλυτα επιτυχής.
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία 1919 - 1920
Τον Ιούλιο του 1919, ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, ευρισκόμενος ήδη στη Μικρά Ασία, μετατέθηκε από το Α' Σώμα Στρατού στη μόλις τότε συγκεντρωθείσα εκεί Μεραρχία Αρχιπελάγους (Διοικητής ο Συνταγματάρχης Χαράλαμπος Τσερούλης) και ανέλαβε υπασπιστής του Μεράρχου. Από τη θέση εκείνη ακολούθησε τη Μεραρχία στις επιθετικές επιχειρήσεις (24 Ιουνίου - 28 Οκτωβρίου 1919) για την επέκταση των ορίων της ζώνης ευθύνης της (μάχες και συμπλοκές στο Αϊδίνιο, στην Πέργαμο, Σόμα και Κιρκαγάτς). Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ανέλαβε Διοικητής του Τάγματος Φρουράς Σμύρνης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του 1920 οπότε συγκροτήθηκε στη Σμύρνη το Α' Τμήμα του Γενικού Στρατηγείου του Ελληνικού Στρατού.
Τότε τοποθετήθηκε στο ΙΙΙο Επιτελικό Γραφείο (Επιχειρήσεων) του Στρατηγείου ως Βοηθός Επιτελούς - Σύνδεσμος. Ωστόσο, ευθύς μετά την έναρξη των προς ανατολάς πολεμικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού (άνοιξη 1920), δεν περιορίστηκε μόνο στα καθήκοντα του Επιτελούς - Συνδέσμου, αλλά έσπευσε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για να αγωνιστεί και πάλι ως πεζός αξιωματικός και πάλι να διακριθεί. Γι' αυτή την εθελοθυσία του ριψοκίνδυνου λοχαγού, θα γράψει αργότερα ο Επιτελάρχης του Στρατηγείου, Συνταγματάρχης Πεζικού Θεόδωρος Πάγκαλος:
«Αξιωματικός μορφωμένος αρτίως επαγγελματικώς και εμπνεόμενος υπό των ευγενέστερων αισθημάτων αυταπαρνήσεως και φιλοπατρίας. Υπηρετών ευδοκίμως εν τω Επιτελεία ως επιτελής και σύνδεσμος, άμα τη ενάρξει των επιχειρήσεων, παρασυρόμενος υπό του ενθουσιασμού και της φυσικής γενναιότητας του δεν ηρκέσθη εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ως επιτελούς, αλλ' έσπευσεν εις την πρώτην γραμμήν της μάχης, αγωνισθείς ως πεζός δι'ό προυτάθη επ'ανδραγαθία». Με τα ίδια καθήκοντα συνέχισε να υπηρετεί στο Γενικό Στρατηγείο μέχρι τα μέσα του Νοεμβρίου.
Οι Εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και οι Επιπτώσεις τους στο Σώμα των Αξιωματικών
Την 1η Νοεμβρίου 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές, κατά τις οποίες ηττήθηκε ο μέχρι τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, με αποτέλεσμα να αναλάβει αντιβενιζελική κυβέρνηση υπό το Δημήτριο Γούναρη και να επανέλθει, με δημοψήφισμα, ο εξόριστος βασιλιάς Κωνσταντίνος, αφού πρόσφατα τότε είχε πεθάνει ο γιος του βασιλιάς Αλέξανδρος (12 Σεπτεμβρίου 1920). Αμέσως μετά την εκλογική νίκη της, η κυβέρνηση Γούναρη ανακάλεσε στην ενεργό υπηρεσία του στρατού πάρα πολλούς αξιωματικούς (της αντιβενιζελική ς παράταξης) από τους απομακρυνθέντες για πολιτικούς λόγους κατά την περίοδο 1917 - 1920, τους οποίους και έστειλε στο μέτωπο.
Αντίθετα, δεν προχώρησε σε ευρείας κλίμακας εκκαθαρίσεις του στρατού από τους Βενιζελικούς αξιωματικούς, γιατί συνεχίζονταν στη Μικρά Ασία οι πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Τουρκικού στρατού. Έτσι ο αριθμός των αποταχθέντων, παραιτηθέντων και τεθέντων σε διαθεσιμότητα (αυτεπάγγελτα ή με αίτηση τους) ή σε "αναμονή" δεν ξεπέρασαν τους 400 αξιωματικούς. ("En disponibilite"), ήταν η κατάσταση υπηρεσίας αξιωματικών τελείως καινοφανής στο στρατό. Εφαρμόστηκε μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 στους ανεπιθύμητους αξιωματικούς της Αμύνης.
Έτσι, αν κάποιος από αυτούς θεωρείτο δυναμικός και ότι ασκούσε επιρροή στους στρατιώτες ή απλώς ήταν ανεπιθύμητος ετίθετο σε "αναμονή" με 2/3 του μισθού και εξαποστελόταν σε μια επαρχιακή πόλη της παλαιάς Ελλάδας χωρίς να ασχολείτο με καμία υπηρεσία. Κατ' αυτόν τον τρόπο άρχισαν να διαμορφώνονται νέοι συσχετισμοί και συμπεριφορές στα στελέχη του μαχόμενου στη Μικρά Ασία Ελληνικού Στρατού και διαφοροποιήσεις από το μέχρι τότε κλίμα που επικρατούσε μεταξύ τους, με οπωσδήποτε επιπτώσεις και στο αξιόμαχο του στρατεύματος.
Απομάκρυνση από το Μέτωπο και επιστροφή στην Παλαιά Ελλάδα
Δεκαπέντε μέρες μετά από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες βρέθηκε, ως Βενιζελικός αξιωματικός, στην Παλαιά Ελλάδα "εις την διάθεσιν" των φρουραρχείων αρχικά των Αθηνών και μετά της Τριπόλεως. Πιθανόν να είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα (αυταπάγγελτα ή με αίτηση του) ή πιθανότατα σε "αναμονή". Δύο μήνες μετά (17 Ιανουαρίου 1921) παντρεύτηκε την καταγόμενη από τη νήσο Ιθάκη, αλλά μόνιμη κάτοικο της Ρουμανίας, Μαρία το γένος Δρακούλη, με την οποία απέκτησε αργότερα δύο αγόρια, το Γεράσιμο (1924) και τον Ελευθέριο (1935).
Ενώ αυτή ακριβώς η Λακωνική μεταβολή είναι γραμμένη στο "καθ' ομολογίαν" Φύλλο Μητρώου του (συντεταγμένο από τον ίδιο στα 1925), υπάρχει και μία άλλη εκδοχή για την κατάσταση υπηρεσίας, που βρέθηκε αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές. Είναι αυτή του Συνταγματάρχη Πεζικού Σπυρίδωνος Μαλασπίνα (ΣΣΕ / 1920), συμμαθητή του αδελφού του Γιάννη στο Σχολείο Ευελπίδων, ο οποίος, πριν από το θάνατο του, έγραψε σε επιστολή του της 13ης Σεπτεμβρίου 1977 4 (ημέρα της μετακομιδής της τέφρας του νεκρού Υποστράτηγου Χριστόδουλου Τσιγάντε από το Λονδίνο στην Αθήνα.) προς εφημερίδα των Αθηνών για τον αποθανόντα, από επταετίας τότε, Υποστράτηγο ε.α. Χριστόδουλο Τσιγάντε:
«Τον γνώρισα την άνοιξη του 1921. Μόλις είχε γυρίσει από τη Ρουμανία, όπου είχε πρόσφατα παντρευτεί, αφού είχε παραιτηθεί από το Στρατό. Γύρισε, μόλις έμαθε ότι είχαμε αποδυθεί τον Μάρτιο του 1921 στον πιο σκληρό και πιο ανεπιτυχή αγώνα, από της απόβασης του Στρατού μας στη Σμύρνη το 1919. Γύρισε από τη Ρουμανία ο τότε έφεδρος εκ μονίμων λοχαγός πεζικού Τσιγάντες και αξίωσε και πέτυχε να σταλεί ως έφεδρος (όχι ως μόνιμος) σε διοίκηση λόχου στην πρώτη γραμμή». Υπόψη ότι παρόμοια καταστατική μεταβολή υπηρεσίας δεν είναι καταχωρισμένη στο επίσημο Μητρώο του που τηρείται σήμερα στο ΓΕΣ / 1 ο Επιτελικό Γραφείο.
Για Δεύτερη Φορά στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας 1921
Τον Απρίλιο του 1921 και οπωσδήποτε μετά από επίμονη δική του αίτηση, ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, είτε ως μόνιμος είτε ως έφεδρος εκ μονίμων, στάλθηκε και πάλι στη Μικρά Ασία και τοποθετήθηκε ως διοικητής λόχου στο 12ο Σύνταγμα Πεζικού (ΙΙΙης Μεραρχίας), το οποίο τότε βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Από τότε και επί πέντε περίπου μήνες έλαβε μέρος, με τα ίδια καθήκοντα, σε όλες τις (προς ανατολάς) επιθετικές επιχειρήσεις του Συντάγματος προς το Σαγγάριο ποταμό. Συγκεκριμένα, συμμετείχε στις μάχες: Ανεγκιόλ, Αλατζά Νταγ, Εσκί Σεχίρ, ποταμού Σαγγαρίου και Σαπάντζας.
Τη νύχτα 12 / 13 Αυγούστου 1921, κατά τη διάρκεια της μάχης της Σαπάντζας, το 12ο Σύνταγμα Πεζικού είχε εγκατασταθεί στη μόλις τότε καταληφθείσα αμυντική γραμμή επί της ανατολικής κορυφής του υψώματος Γιλδίζ Νταγ, όπου δεχόταν συνεχή καταιγιστικά εχθρικά πυρά. Ένας από τους σοβαρά τραυματισμένους εκείνης της εφιαλτικής νύχτας ήταν και ο Λοχαγός Τσιγάντες. Μεταφέρθηκε αμέσως σε στρατιωτικό νοσοκομείο, απ' όπου αργότερα, και μετά την ανάρρωση του, έλαβε αναρρωτική άδεια μέχρι της 27 Οκτωβρίου 1921.
Έτσι άφησε πίσω του, για δεύτερη και τελευταία φορά, ένα στρατό, ο οποίος, μετά από δυόμισι περίπου χρόνια συνεχών αγώνων και θυσιών εναντίον των Τούρκων, είχε προελάσει μέχρι και πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο, στα βάθη της αφιλόξενης Μικράς Ασίας. Για τα επιδειχθέντα αξιόλογα ψυχικά, ηθικά και επαγγελματικά του προσόντα, τα οποία επισημαίνει ιδιαίτερα ο τότε Διοικητής του Συντάγματός του (12ου), Συνταγματάρχης Πεζικού Νικόλαος Σουμπασάκος, αλλά κυρίως για την καθ' όλα υπέροχη πολεμική δράση της στην πρώτη γραμμή του μετώπου, τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας και δύο χρόνια αργότερα (1923) με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος (για την εν γένει δράση του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία).
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε, ότι την εποχή που ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες υπηρετούσε για δεύτερη και τελευταία φορά στο μέτωπο (Απρίλιος - Οκτώβριος 1921) υπηρέτησε ταυτόχρονα στη Μικρά Ασία και η μητέρα του Ευγενία ως Εθελόντρια Αδελφή Νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού. Ενώ ο αδελφός του Γιάννης, τότε μόνιμος ανθυπολοχαγός πεζικού, είχε τραυματιστεί σοβαρότατα το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στη φονική μάχη της Κοβαλίτσας.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1921 - 1935
Μεταπολεμικά
Μετά το τέλος της αναρρωτικής άδειας του, έφυγε από την Ελλάδα και ταξίδεψε στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε επί έναν περίπου χρόνο και ασχολήθηκε με ιδιωτικές υποθέσεις του. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1922 και τοποθετήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, όπου ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα, στην Ανακριτική Επιτροπή της Επαναστάσεως του 1922, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Υπουργός Στρατιωτικών, Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος. Στο τέλος του 1922, μετά από σύντομη παραμονή στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων, από τις 16 Νοεμβρίου έως τις 30 Δεκεμβρίου 1922, τοποθετήθηκε στη Στρατιά του Έβρου και υπηρέτησε από την 1η Ιανουαρίου έως το Σεπτέμβριο του 1923 στο Στρατηγείο της Στρατιάς.
Από το Σεπτέμβριο του 1923 έως το Μάρτιο του 1924 στο Γ' Σώμα Στρατού και στην ΧΙη Μεραρχία Πεζικού, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 1923 προβιβάστηκε στο βαθμό του Ταγματάρχη. Από το 1924 έως το 1929 υπηρέτησε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού στη Θεσσαλονίκη, ως Διοικητής Τάγματος, περίοδος Μάρτιος-Δεκέμβριος 1924, στο 1ο Τάγμα Προκαλύψεως στη Φλώρινα, ως Υποδιοικητής, περίοδος Ιανουάριος-Ιούνιος 1925, στην Ελληνική Πρεσβεία στο Βουκουρέστι, ως Στρατιωτικός Ακόλουθος περίοδος Αύγουστος 1925 - Σεπτέμβριος 1926, στην Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών Κέρκυρας στο 10° Τάγμα Πεζικού.
Αρχικά ως Διοικητής περίοδος Οκτώβριος 1926 - Σεπτέμβριος 1927 και στη συνέχεια από τον Οκτώβριο του 1927 έως τον Αύγουστο του 1929, ως Διευθυντής Σπουδών και από την 1 Σεπτεμβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου 1929 ως Υποδιοικητής. Το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1929, άρχισε τη διετή φοίτηση του στη Σχολή Πολέμου με τους αξιωματικούς της 4ης Εκπαιδευτικής Σειράς, ενώ έδωσε επιτυχείς εξετάσεις για την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου των Παρισίων (Ecole Supirieure de Guerre). Μετά το πρώτο εκπαιδευτικό έτος, τοποθετήθηκε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Γαλλία για διετή φοίτηση την περίοδο από το 1930 έως το 1932 και απέκτησε δίπλωμα πολιτικών και οικονομικών επιστημών (Sciences Po).
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε τον Ιούνιο του 1932 στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και ανέλαβε Υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας, θέση που διατήρησε μέχρι τις αρχές του Οκτωβρίου 1933, όταν αποσπάστηκε και τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Το 1934 προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη κατ' εκλογήν και μέχρι τις αρχές του 1935 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1934, στο 18ο Τάγμα Πεζικού στο Βαθύ Σάμου από 16 Μαρτίου 1934 μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 1935 και στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού στη Μυτιλήνη από τις 25 Ιανουαρίου 1935 μέχρι την εκδήλωση του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μαρτίου του ίδιου χρόνου.
Εκούσια Διακοπή της Στρατιωτικής Υπηρεσίας του
Η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, το φθινόπωρο του 1921, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Μικρά Ασία (αλλαγή κυβέρνησης και κατ' επέκταση πολιτικού προσανατολισμού, οι προηγηθείσες παρατεταμένες επιχειρήσεις στο μέτωπο και η αρχόμενη επικίνδυνη στασιμότητα στην εκτεταμένη αμυντική γραμμή που κατείχε μέχρι τότε ο Ελληνικός Στρατός, οι ορατές βαθιές αντιθέσεις ανάμεσα στους αξιωματικούς των δύο αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων και άλλα γεγονότα που προφανώς θα οδηγούσαν σε αδιέξοδα) ίσως να επηρέασαν αποφασιστικά το Λοχαγό Τσιγάντε.
Ο οποίος, γεμάτος πικρία, μετά το τέλος της αναρρωτικής άδειας του, έφυγε από την Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζουμε με ποιον τρόπο, κάτω από ποιες ακριβώς συνθήκες και με ποιες πιθανόν "καταστατικές" συνέπειες από τη στρατιωτική υπηρεσία, και πήγε στη Ρουμανία. Εκεί παρέμεινε επί έναν περίπου χρόνο, ασχολούμενος με ιδιωτικές υποθέσεις του.
Επιστροφή στην Ελλάδα και Συνέχιση της Υπηρεσίας του στο Στρατό
Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου και την οδυνηρή, ολοσχερή καταστροφή ολόκληρης σχεδόν της Ελληνικής Στρατιάς της Μικράς Ασίας (13 - 31 Αυγούστου 1922), εξερράγη (11 Σεπτεμβρίου 1922) στα νησιά Χίο και Μυτιλήνη, όπου είχαν καταφύγει υπολείμματα του στρατού και πλοία του πολεμικού ναυτικού, στρατιωτική επανάσταση, η οποία σύντομα επικράτησε αναίμακτα σε ολόκληρη τη χώρα, ως "Επανάστασις 1922". Ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, πληροφορήθηκε τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στη μητέρα πατρίδα και την επελθούσα πολιτική μεταβολή.
«Εμπνεόμενος πάντοτε υπό των ευγενέστερων αισθημάτων αυταπαρνήσεως και φιλοπατρίας, άμα τη εκρήξει της Επαναστάσεως έσπευσεν εκ των πρώτων όπως προσφέρη τας υπηρεσίας του δια την επούλωσιν των τραυμάτων της εθνικής καταστροφής. Εργαζόμενος ευδοκίμως εν Ρουμανία, δεν εδίστασε να εγκατάλειψη ύψιστα συμφέροντα οικογενειακά και ιδωτικάς υποθέσεις ίνα να συμβάλη εις το έργον ανασυγκροτήσεως του στρατού». (Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος).
Μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα (Οκτώβριος 1922), αμέσως τοποθετήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και ανέλαβε καθήκοντα, πιθανόν ως γραμματέας, στην Ανακριτική Επιτροπή -της "Επαναστάσεως του 1922"- πρόεδρος της οποίας ήταν ο Υπουργός των Στρατιωτικών, Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος. Περί το τέλη του 1922 και μετά την πρόσκαιρη μετάθεση του και σύντομη υπηρεσία του στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων (16 Νοεμβρίου-30 Δεκεμβρίου 1922), ζήτησε να τοποθετηθεί στη Στρατιά του Έβρου, πράγμα που πέτυχε. Έτσι υπηρέτησε διαδοχικά:
Υπηρεσία και Καθήκοντα του στο Στρατό από το 1924 μέχρι το 1929
Στην πενταετία 1924 - 1929, ο Ταγματάρχης Τσιγάντες υπηρέτησε (με τοποθέτηση ή απόσπαση) σε Μονάδες και Επιτελεία του Ελληνικού Στρατού, όπως παρακάτω:
Στα Σχολεία Πολέμου της Ελλάδας και της Γαλλίας
Ο Ταγματάρχης Τσιγάντες πέτυχε στις εισιτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 1929 / 1930 της (Ανωτέρας) Σχολής Πολέμου, που είχε την έδρα της στην Αθήνα (εγκαταστάσεις του Σχολείου Ευελπίδων). Σύμφωνα όμως με πάγια τότε διαταγή του Γενικού Επιτελείου Στρατού έπρεπε να υπηρετήσει πριν από τη φοίτηση του στη Σχολή Πολέμου, σε μονάδα εκστρατείας. Έτσι, τοποθετήθηκε από τη Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών στο 10° Τάγμα Πεζικού (Κέρκυρα), όπου υπηρέτησε ως Υποδιοικητής για λίγο χρονικό διάστημα (1 Σεπτεμβρίου-17 Οκτωβρίου 1929).
Το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1929, άρχισε η διετής φοίτηση στη Σχολή Πολέμου των επιτυχόντων αξιωματικών της 4ης Εκπαιδευτικής Σειράς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο γλωσσομαθής Ταγματάρχης Τσιγάντες, ο οποίος, ως σπουδαστής, έδωσε εξετάσεις για την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου των Παρισίων (Ecole Supirieure de Guerre) και πέτυχε. Μόλις τελείωσε το πρώτο εκπαιδευτικό έτος, τοποθετήθηκε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού (Θεσσαλονίκη) και στη συνέχεια στάλθηκε στη Γαλλία για διετή φοίτηση (1930 - 1932) στην αντίστοιχη Στρατιωτική Σχολή.
Εκεί, όχι μόνο διακρίθηκε, σύμφωνα με το επίσημο έγγραφο του Γάλλου Στρατηγού Διοικητή της Σχολής, για την επίδοση και απόδοση του, αλλά πήρε και δίπλωμα πολιτικών και οικονομικών επιστημών ("Sciences Po"). Επιστρέφοντας, μετά το πέρας των σπουδών του από το Παρίσι, τοποθετήθηκε τον Ιούνιο του 1932 στην (Ανωτέρα) Σχολή Πολέμου και ανέλαβε Υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας, την οποία διατήρησε μέχρι τις αρχές του Οκτωβρίου 1933 που αποσπάστηκε και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Από τότε και μέχρι τις αρχές του 1935 υπηρέτησε διαδοχικά:
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1935 - 1939
Το 1934 μυήθηκε στην «Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση» (Ε.Σ.Ο), από τον αδελφό του Γιάννη Τσιγάντε και ανέλαβε, μαζί με το Συνταγματάρχη Ιωάννη Γρηγοράκη, το Γραφείο Πληροφοριών του Επιτελείου της. Το βράδυ της 1ης Μαρτίου 1935, από κοινού με το Συνταγματάρχη Πεζικού Στέφανο Σαράφη, εισήλθαν στο Στρατώνα της Διλοχίας Ευζώνων στου Μακρυγιάννη, τον οποίο και κατέλαβαν. Αντέδρασε όμως, ο τότε Υπουργός των Στρατιωτικών, Αντιστράτηγος Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος με δυο άρματα μάχης κι έναν ουλαμό πυροβολικού υπό το Λοχαγό Πυροβολικού Γεώργιο Κουρούκλη, αντέστρεψε την κατάσταση, έκαμψε την αντίσταση τους και τους υποχρέωσε να παραδοθούν, με συνέπεια να φυλακιστούν.
Ανάλογη ήταν η τύχη της προσπάθειας του αδελφού του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Η δίκη του άρχισε στις 18 Μαρτίου με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» και διήρκησε 13 ημέρες. Με απόφαση του Στρατοδικείου, της 1ης Απριλίου 1935, του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και στρατιωτική καθαίρεση, η οποία και εκτελέστηκε στις 2 Απριλίου 1935 στο χώρο των τότε Στρατώνων Πεζικού στα Ιλίσια, στη σημερινή περιοχή Πάρκου Ελευθερίας και Μεγάρου Μουσικής. Μεταφέρθηκε στην τάξη του στρατιώτη και παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές μέχρι το τέλος του 1935, ενώ μετά την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β' και την αμνηστία που χορήγησε, έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε.
Το Νοέμβριο του 1936 έλαβε άδεια να εγκατασταθεί στο εξωτερικό και το φθινόπωρο του 1939 βρέθηκε στην Αίγυπτο.
Η Συμμετοχή του στο Στρατιωτικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935
Το Κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 ήταν η προτελευταία από μία σειρά πολιτικοστρατιωτικών αναταραχών και εκτροπών (επαναστάσεων, κινημάτων, αντiκινημάτων και πραξικοπημάτων) που άρχισαν από τα μέσα Αυγούστου του 1916 με το Κίνημα της "Εθνικής Αμύνης" στη Βόρεια Ελλάδα και τελείωσαν με το πραξικόπημα των ενόπλων δυνάμεων της 9ης Οκτωβρίου 1935 για την επαναφορά του πολιτεύματος της Βασιλείας και την, στη συνέχεια, επιβολή του καθεστώτος της κυβέρνησης του Υποστρατήγου ε.α Ιωάννη Μεταξά (4ης Αυγούστου 1936).
Στη διάρκεια της ταραχώδους εκείνης 20ετίας, καλλιεργήθηκε και επικράτησε ένα έξαλλο κομματικό μίσος που σπάραξε ολόκληρη τη χώρα και κράτησε συνεχώς διχασμένο τον Ελληνικό λαό και τις ένοπλες δυνάμεις του, με συνέπεια να σημειωθούν κατ' επανάληψη εξεγέρσεις, ταραχές και έκτροπα που δεν τιμούσαν τις εκάστοτε πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες και των δύο μεγάλων αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων (φιλελευθέρων και λαϊκών), αλλά και με δυσμενείς επιπτώσεις στο ηθικό κύρος της χώρας. Στις αρχές του 1932 και όταν στην εξουσία ήταν κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ιδρύθηκε η μυστική "ΕΣΟ" (Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση) από νέους αξιωματικούς, απόφοιτους της Σχολής Ευελπίδων (κυρίως των Τάξεων 1920, 1921 και 1922).
Η οποία "φιλοδοξούσε να αναμορφώσει το στρατό, μεταβάλλοντας τον σε αυτόνομη οργάνωση επίλεκτων, ανεξαρτητοποιημένη από την πολιτική". Οι ιδρυτές της ήταν κυρίως Βενιζελικοί αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αρχηγός της Τάξης του 1920, Λοχαγός Πεζικού Ιωάννης Τσιγάντες. Ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, ακραιφνής Βενιζελικός αξιωματικός, μυήθηκε το 1934, από το νεότερο αδελφό του Γιάννη στους σκοπούς και τις επιδιώξεις της ΕΣΟ και λίγο καιρό αργότερα ανέλαβε, μαζί με το Συνταγματάρχη Ιωάννη Γρηγοράκη, το Γραφείο Πληροφοριών του Επιτελείου της Οργάνωσης, που τότε αριθμούσε 250 περίπου αξιωματικούς μέλη.
Ύστερα από σημαντικά πολιτικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του 1934, με πρωταγωνιστές κυρίως πολιτικούς, αλλά και στρατιωτικούς, των δύο βασικά πολιτικών παρατάξεων -Φιλελεύθερων και Λαϊκών- και με τις ποικίλες δραστηριότητες των μελών, πολιτικών και στρατιωτικών, των δύο Βενιζελογενών στρατιωτικών οργανώσεων "Δημοκρατικής Αμύνης" και "ΕΣΟ", εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου 1935 κίνημα στρατιωτικών προς ανατροπήν της απ' το 1932 εκλεγμένης κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Παναγή Τσαλδάρη. Στο κίνημα αυτό, η συμμετοχή των εν ενεργεία Βενιζελικών αξιωματικών -στρατού και ναυτικού- ήταν σχεδόν καθολική.
Σύμφωνα λοιπόν με το μυστικό σχέδιο ενεργείας της εξέγερσης, προβλέπονταν για τα στρατεύματα της φρουράς Αθηνών μόνο δύο αιφνιδιαστικές επεμβάσεις. Μια στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και μία στο Στρατώνα "Μακρυγιάννη" (κοντά στην Ακρόπολη). Και στις δυο έλαβαν μέρος, με πρωταγωνιστικό ρόλο, οι αδελφοί Τσιγάντε. Το βράδυ της 1ης Μαρτίου, ο Συνταγματάρχης Πεζικού Στεφανος Σαράφης, μαζί με τον Αντισυνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε και άλλους δυο συνταγματάρχες (6 - 7 άτομα συνολικά), εισήλθαν στο Στρατώνα της Διλοχίας Ευζώνων (του "Προτύπου Τάγματος") στου "Μακρυγιάννη", τον οποίο και κατέλαβαν, περιορισθέντες σ'αυτήν και μόνο την επιτυχία τους.
Όμως σ' εκείνη την επέμβαση των επαναστατών αντέδρασε αμέσως, με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, ο τότε Υπουργός των Στρατιωτικών, Αντιστράτηγος Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος με δυο άρματα μάχης κι έναν ουλαμό πυροβολικού υπό το Λοχαγό Πυροβολικού Γεώργιο Κουρούκλη που έστειλε εκεί, έκαμψε την αντίσταση τους και τους υποχρέωσε να παραδοθούν και στη συνέχεια να φυλακιστούν. Και στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, η προσπάθεια της, υπό το Λοχαγό Γιάννη Τσιγάντε, ομάδας επαναστατών αξιωματικών τελικά απέτυχε, γιατί το σύνολο των μαθητών αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές τους, με αποτέλεσμα να αποπειραθούν να διαφύγουν προς το Ναύσταθμο, αλλά καθ' οδόν να συλληφθούν.
Τελικά, το κίνημα εκείνο είχε οικτρή αποτυχία στο σύνολο του, για λόγους αδυναμίας ταυτόχρονης εφαρμογής του σχεδίου ενεργείας σε ολόκληρη τη χώρα και έλλειψης συντονισμού μεταξύ των στρατιωτικών σχηματισμών και μονάδων που επρόκειτο να λάβουν μέρος σ' αυτό, αλλά κυρίως ένεκα της παντελούς απουσίας υπεύθυνου αρχηγού και συντονιστού, αφού δεν είχε οριστεί ή εκλεγεί πριν από την εκδήλωση του. Έτσι, οι Λαϊκοί διατήρησαν τον έλεγχο της κατάστασης σε ολόκληρη τη χώρα και η κυβέρνηση τους παρέμεινε στην εξουσία.
Επακολούθησαν ευρείας κλίμακας συλλήψεις και φυλακίσεις πολιτικών, στρατιωτικών και πολιτών που είχαν οποιαδήποτε σχέση ή ανάμειξη στην προπαρασκευή και την εκτέλεση της συνωμοτικής εξέγερσης του στρατού και του ναυτικού.
Οι Συνέπειες από τη Συμμετοχή του στο Στρατιωτικό Κίνημα
Μετά την καταστολή του κινήματος και την αποκατάσταση της τάξης σ' ολόκληρη τη χώρα, άρχισαν οι διώξεις κατά των συμμετασχόντων στην επαναστατική εκείνη κίνηση με την παραπομπή στο στρατοδικείο, με διάφορες κατηγορίες, 1.130 συνολικά αξιωματικών και ιδιωτών. Πρώτη άρχισε η δίκη, στις 18 Μαρτίου, των επαναστατών της Αθήνας (Σαράφη, αδελφών Τσιγάντε κ.α.) με την κατηγορία της "Εσχάτης Προδοσίας". Η πολύκροτη εκείνη δίκη διήρκησε 13 ημέρες. Με απόφαση του Στρατοδικείου, της 1ης Απριλίου 1935, επιβλήθηκε στα ηγετικά στελέχη του κινήματος, μεταξύ των οποίων ήταν και οι αδελφοί Τσιγάντε, η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και η συνεπαγόμενη -από το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα- στρατιωτική καθαίρεση.
Η οποία και εκτελέστηκε στις 2 Απριλίου 1935 στο χώρο των τότε Στρατώνων Πεζικού στα Ιλίσια (σημερινή περιοχή Πάρκου Ελευθερίας και Μεγάρου Μουσικής). Πέρα από τις επιβληθείσες διάφορες αυστηρές ποινές από το Στρατοδικείο, 1.500 περίπου αξιωματικοί και των τριών κλάδων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας) αποτάχθηκαν για συμμετοχή τους σε εκείνο το κίνημα. Ο απότακτος πλέον και μεταφερθείς στην τάξη του στρατιώτη -λόγω της καθαίρεσης- Χριστόδουλος Τσιγάντες, με υψηλό ωστόσο αίσθημα ευθύνης, σταθερότητα στις πεποιθήσεις του και χαρακτηριστική καρτερικότητα, παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές μέχρι το τέλος του 1935.
Μετά την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β' (25 Νοεμβρίου) και τη χορηγηθείσα από αυτόν αμνηστία, έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε, πιθανόν δε να εξορίστηκε αργότερα, από την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, το Νοέμβριο του 1936 έλαβε άδεια να εγκατασταθεί στο εξωτερικό -ίσως στη Ρουμανία. Δεν είναι ωστόσο ευρύτερα γνωστός ο κύκλος των ιδιωτικών ενασχολήσεων και εργασιών του κατά την παραμονή του εκτός Ελλάδας και μέχρι το φθινόπωρο του 1939 που βρέθηκε στην Αίγυπτο.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1939 - 1948
Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν εγκαταστημένος στη Γαλλία, όπου ζήτησε και κατετάγη στη «Λεγεώνα των Ξένων» και στη συνέχεια τοποθετήθηκε σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Σαρλ Ντε Γκωλ σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική υπό τον στρατηγό Λεκλέρκ. Το Δεκέμβριο του 1940, εστάλη στο Χαρτούμ του Σουδάν και τέθηκε στη διάθεση του Γάλλου Στρατηγού Λεζεντιλόμ (Legentilhomme), από τον οποίο ζήτησε να υπηρετήσει στη «Γαλλική Ταξιαρχία της Ανατολής» (Brigade d' Orient) που πολεμούσε στην Ιταλική Ερυθραία στην περιοχή της Ανατολικής Αφρικής με διοικητή το διάσημο Συνταγματάρχη Μονκλάρ (Monclar).
Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά των Ιταλών και στον αγώνα για την κατάληψη του Κέρεν, φρουρίου άμυνας των Ιταλικών δυνάμεων στην Ερυθραία ως την πτώση του φρουρίου στις 27 Μαρτίου 1941, όταν περατώθηκε η εκστρατεία στην Αιθιοπία, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Παλαιστίνη. Εκεί συναντήθηκε με το Γάλλο Συνταγματάρχη και κατόπιν Στρατηγό Πιερ Καινίνγκ (Pierre Koenig), ο οποίος του πρότεινε και πήγε μαζί του στο Γαλλικό στρατόπεδο «Καστίνα» (Qastina), στην Ιερουσαλήμ, όπου και παρέμεινε για αρκετό χρόνο μαζί με τους Γάλλους της «Λεγεώνας των Ξένων».
Πολέμησε στη μάχη της τοποθεσίας Μπιρ Χακέιμ, στην οποία επικράτησαν οι Γερμανικές δυνάμεις, ο Τσιγάντες ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν το Σημείο Στηρίγματος. Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1943, συνεργάστηκε με με τη «Γαλλική Φάλαγγα» του Στρατηγού Λεκλέρκ (Leklerc), στις πολεμικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στην Τυνησία και συμπλήρωσε περίπου δύο έτη στη συνεργασία του με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις». Οι Γάλλοι τον τίμησαν με τον Πολεμικό Σταυρό και με Ταξιάρχη των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής, ενώ για τη δράση του στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε με τους συνταγματάρχες, Θρασύβουλο Τσακαλώτο και Παυσανία Κατσώτα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος.
Η αμνηστία που του παρασχέθηκε από την Ελληνική εξόριστη κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού του έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει στις τάξεις του Ελληνικού στρατού και αποκαταστάθηκε παίρνοντας αναδρομικά το βαθμό του συνταγματάρχη, με την απόφαση 31372 / 17 Ιουνίου 1942, που υπέγραψε ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Στρατιωτικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος, σε εφαρμογή του Αναγκαστικού Νόμου 3013 / 1941 «Περί αποκαταστάσεως Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών εξελθόντων του Στρατεύματος δια πολιτικούς λόγους», που κυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα.
Στη συνέχεια ανέλαβε υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, πιθανόν τοποθετήθηκε Διοικητής Τάγματος στη ΙΙη Ελληνική Ταξιαρχία. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1942 επισκέφθηκε το στρατόπεδο του «Λόχου Επίλεκτων Αθανάτων» στην Κφαρ-Ιόνα, όπου ζήτησε τη συμφωνία των αξιωματικών και οπλιτών, προκειμένου ν' αναλάβει τη διοίκηση τους. Εξασφάλισε τη συγκατάθεση τους και από τις 15 Σεπτεμβρίου ανέλαβε διοικητής του Λόχου με διαταγή του Υπουργού των Στρατιωτικών. Ο Λόχος μεταστάθμευσε στο Νεοζηλανδικό στρατόπεδο Ελ Μαάντι, όπου έγινε η βασική εκπαίδευση των ανδρών του.
Ενώ ο Τσιγάντες ζήτησε και πέτυχε την μετονομασία του, ύστερα από εντολή του τότε Αρχηγού ΓΕΣ Μέσης Ανατολής, Αντιστράτηγου Βασιλείου Μαραβέα, σε «Ιερός Λόχος του 1942» και την καθιέρωση εμβλήματος με τη Σπαρτιατική ρήση, «Ή TΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ», καθώς και την αλλαγή της αρχικής αποστολής του Λόχου και διατέλεσε αρχηγός του έως το καλοκαίρι του 1945, σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική -υπό τις διαταγές του στρατηγού Μοντγκόμερι- και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και τα Δωδεκάνησα. Για τη συμβολή του στην απελευθέρωση των Δωδεκανήσων, ανακηρύχθηκε το 1946, επίτιμος δημότης Ρόδου.
Το Υπουργείο Στρατιωτικών τον διόρισε, με την υπ' αριθμόν 1050 16 / 29 Οκτωβρίου 1944, παράλληλα με τα καθήκοντα του ως Διοικητού του Ιερού Λόχου, και Στρατιωτικό Διοικητή Αιγαίου Πελάγους και Κυκλάδων, ενώ παρίστατο στις 8 Μαΐου 1945, ως επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδος στην υπογραφή του πρωτοκόλλου παραδόσεως της Γερμανικής Φρουράς Δωδεκανήσου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1945, με τη συγκατάθεση της Αγγλικής κυβερνήσεως που είχε την ευθύνη της Διοικήσεως των Δωδεκανήσων, Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή με αρχηγό το Συνταγματάρχη Τσιγάντε, μαζί με ένα επιτελείο από αξιωματικούς, κυρίως Ιερολοχίτες, εγκαταστάθηκε στη Ρόδο για να βοηθήσουν το έργο της.
Στις 25 Νοεμβρίου 1946, ο Τσιγάντες προβιβάστηκε στον βαθμό του Ταξιάρχου και στις 4 Απριλίου 1947 ανακλήθηκε στην Αθήνα.
Στα Μέτωπα της Αφρικής με τις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" 1940 - 1942
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε, παρότι είχαν προηγηθεί σοβαρά πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα στην Κεντρική Ευρώπη την 1η Σεπτεμβρίου 1939 με την απρόκλητη επίθεση του Γερμανικού Στρατού εναντίον της Πολωνίας. Αμέσως μετά (3 Σεπτεμβρίου), η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας και πολύ αργότερα (10 Ιουνίου 1940) ο δικτάτορας της φασιστικής Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας που είχε πια ηττηθεί. Όταν η Γαλλία εισήλθε στον πόλεμο, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, ευρισκόμενος τότε στην Αίγυπτο, ζήτησε από το γνωστό του Γάλλο Στρατηγό Ζωρζ (Georges) -τον γνώριζε από το Μακεδονικό Μέτωπο- να καταταγεί στο Γαλλικό Στρατό.
Φαίνεται ότι του ήταν αδιανόητο, λόγω του χαρακτήρα του, της φυσικής του ροπής για περιπέτεια, αλλά και της προϊστορίας του, να μένει άπραγος και βουβός θεατής μπροστά στην καινούργια τρομακτική αιματοχυσία που είχε ήδη αρχίσει ν' αντιμετωπίζει ολόκληρη σχεδόν η ανθρωπότητα. Οι διατυπώσεις αποδοχής της κατάταξης του χρονοτρίβησαν γι' αρκετούς μήνες και μόνο το Μάιο του 1940 έλαβε την άδεια να συναντήσει το ΧΧο Γαλλικό Σώμα Στρατού της Αλγερίας. Ήταν πλέον αργά, γιατί μετά από λίγο υπογράφτηκε στο δάσος της Κομπιέν η ανακωχή μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας από το Γάλλο Στρατηγό Εντζιζέρ και τον Αδόλφο Χίτλερ (22 Ιουνίου 1940).
Ωστόσο, Γαλλικά στρατεύματα που βρέθηκαν τότε στις κτήσεις και αποικίες της Γαλλίας στην Αφρική αποτέλεσαν στη συνέχεια τις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" (Forces Francaises Libres - F.F.L), οι οποίες πολέμησαν με τα Συμμαχικά Στρατεύματα εναντίον των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανίας και Ιταλίας) στην Αφρική. Ανώτατος Διοικητής των Γαλλικών στρατευμάτων στις κτήσεις και αποικίες που είχαν προσχωρήσει στην "Ελεύθερη Γαλλία" ήταν ο Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle), βοηθούμενος από την "Επιτροπήν της Ελευθέρας Γαλλίας".
Ο πάντα ανήσυχος Τσιγάντες, που δεν ήθελε να παραμένει αδρανής μετά την υπογραφή της ανακωχής Γαλλίας - Γερμανίας, απευθύνθηκε στο Γάλλο Στρατηγό Κατρού (Catroux) -πρώην Ανώτατο Διοικητή της Γαλλικής Ινδοκίνας- που είχε προσχωρήσει στους Ελεύθερους Γάλλους. Ο Στρατηγός τον κατέταξε στη γνωστή "Λεγεώνα των Ξένων" (Legion Etrangere) με το βαθμό του Λοχαγού και την ιδιότητα του ξένου, από εκεί δε τον απόσπασε στο Επιτελείο των "Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων" που είχε την έδρα του στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου και παρέμεινε ως σύνδεσμος για ένα χρονικό διάστημα.
Οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις μεταξύ Βρετανικών και Ιταλικών στρατευμάτων στη Βόρεια Αφρική είχαν ήδη αρχίσει από τον Ιούνιο του 1940, στις οποίες όμως οι Γάλλοι δε συμμετείχαν για αρκετό χρόνο. Αυτό ανάγκασε τον Τσιγάντε στη διακαή επιθυμία του να πολεμήσει, να ζητήσει επίμονα να τον στείλουν σε μέτωπο. Για το λόγο αυτόν αποστέλλεται (Δεκέμβριος του 1940) στο Χαρτούμ του Σουδάν και στη διάθεση του Γάλλου Στρατηγού Λεζεντιλόμ (Legentilhomme), από τον οποίο ζητάει να υπηρετήσει στη Γαλλική "Ταξιαρχία της Ανατολής" (Brigade d' Orient) που τότε πολεμούσε στην Ιταλική Ερυθραία (Ανατολική Αφρική) με διοικητή το διάσημο Συνταγματάρχη Μονκλάρ (Monclar).
Έτσι λαμβάνει μέρος στην εκστρατεία κατά των Ιταλών κατακτητών και στον αγώνα για την κατάληψη του Κέρεν (βασικού φρουρίου άμυνας των Ιταλικών δυνάμεων στην Ερυθραία). Με την πτώση εκείνου του φρουρίου (27 Μαρτίου 1941) περατώθηκε και η εκστρατεία στην Αιθιοπία. Ο Τσιγάντες έφθασε λίγο αργά στην Ερυθραία και έτσι έλαβε μέρος, για λίγο χρόνο, στις επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών. Μετά επέστρεψε στην Παλαιστίνη και πάλι στη διάθεση των "Ελευθερών Γαλλικών Δυνάμεων". Εδώ θα κάνουμε μια παρένθεση για να μεταφέρουμε μια σημαντική πληροφορία, την οποία περιέλαβε, σε σχετική και πολύ ενδιαφέρουσα διάλεξη του (7 Δεκεμβρίου 1982).
Ο αείμνηστος Ιερολοχίτης και Καταδρομέας, Αντιστράτηγος ε.α Ιωάννης Μανέτας. Γράφει: «Μετά μίαν ανάπαυλαν εις Αίγυπτον (προφανώς πριν ή μετά από την εκστρατεία των Γάλλων στην Ερυθραία) και κατόπιν της απορριφθείσης αιτήσεως του όπως επανέλθει εις τας τάξεις του στρατού μας, ο οποίος εμάχετο εις Βόρειον Ήπειρον (Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940 - 1941), προσεκολλήθη εις το εκστρατευτικόν σώμα των Ελευθέρων Γάλλων». Αν λάβει κανείς υπόψη του τον υπέρμετρο πατριωτισμό και τη χαρακτηριστική εθελοθυσία του Αντισυνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε, δεν αποκλείεται να είναι αληθινή αυτή η εκδοχή.
Πιθανόν να του το είπε ο ίδιος ο Τσιγάντες ή να το άντλησε μόνος του ο Στρατηγός Μανέτας από κάποια επίσημη πηγή της εποχής εκείνης. Μετά την επιστροφή του (Απρίλιος 1941) από την εκστρατεία της Ερυθραίας, ο Τσιγάντες βρέθηκε και πάλι στις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" (F.F.L) στην Παλαιστίνη, όπου λίγο καιρό αργότερα συναντήθηκε με το Γάλλο Συνταγματάρχη και κατόπιν Στρατηγό Πιερ Καινίνγκ (Pierre Koenig). Τότε, ο Γάλλος αξιωματικός του πρότεινε και πήγε μαζί του στο Γαλλικό στρατόπεδο "Καστίνα" (Qastina) στην Ιερουσαλήμ, όπου και παρέμεινε για αρκετό χρόνο σε αναμονή μαζί με τους Ελευθέρους Γάλλους της Αεγεώνας των Ξένων, τη μονάδα δηλαδή που είχε τοποθετηθεί παλαιότερα.
Στη συνέχεια, θα παραθέσουμε εδώ, ελεύθερα μεταφρασμένη, μια πολύ ενδιαφέρουσα περικοπή από τον πρόλογο του εξαίρετου βιβλίου του Κόστα ντε Λοβέρδο (Costa de Loverdo) "Le Bataillon Sacre 1942-1945":
«Ήταν περί το τέλος αυτής της αναμονής, που πληροφορήθηκε από τον πρόξενο του (προφανώς εννοεί τον Έλληνα Πρόξενο στην Ιερουσαλήμ) την επιθυμία του βασιλιά του της Α.Μ Γεωργίου Β', να τον ξαναχρησιμοποιήσει. Από την πλευρά του ενός και του άλλου θα ξεχνιόταν το παρελθόν. Ο Τσιγάντες εγκατέλειψε τη Λεγεώνα των Ξένων ως "ελεύθερος από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία". Η πρώτη επαφή του με το στρατό του, που ξαναβρέθηκε, υπήρξε θεαματική: Βρισκόταν σε αναταραχή γιατί αξίωνε να πολεμήσει χωρίς καθυστέρηση. Ξανατοποθετημένος στην εφεδρεία, ξαναγύρισε στη Λεγεώνα των Ξένων, όπου τον είδα ν' αποβιβάζεται στο Μπιρ Χακέϊμ».
Πρέπει να ήταν άνοιξη του 1942 (χωρίς να μπορεί να υπολογιστεί η ακριβής ημερομηνία). Με μια διαταγή (υπ' αριθμ. 4210 / 1 Μαΐου 1942) -το μοναδικό επίσημο Γαλλικό έγγραφο που βρέθηκε στο αρχείο της "Λέσχης Καταδρομέων και Ιερολοχιτών"- του Στρατηγού Επιτελάρχη του Σώματος των "Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων", ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες τέθηκε στη διάθεση του Υποστρατήγου - Διοικητή της Γαλλικής Δύναμης "L" Πιερ Καινίγκ από την 1η Ελεύθερη Γαλλική Ταξιαρχία (B.F.L) στην οποία εκτελούσε καθήκοντα Συνδέσμου. Έτσι βρέθηκε "αποβιβαζόμενος" στο Μπιρ Χακέιμ, στο οποίο και θ' αγωνιστεί γενναία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μαζί με τους Ελεύθερους Γάλλους συμπολεμιστές του.
Από τον Ιανουάριο του 1942, οι Γερμανο-Ιταλικές δυνάμεις του Στρατηγού Ρόμμελ είχαν εξαπολύσει μια ισχυρότατη αντεπίθεση εναντίον της 8ης Βρετανικής Στρατιάς προς ανακατάληψη της Κυρηναϊκής. Η προς τα ανατολικά προέλαση τους ήταν ταχεία και επιτυχής και, αφού ανέτρεψαν διαδοχικές αμυντικές γραμμές των Συμμαχικών στρατευμάτων, έφθασαν, στις αρχές Ιουλίου, μπροστά από την τοποθεσία του Ελ Αλαμέιν (45 μίλια δυτικά της Αλεξάνδρειας), όπου και αναχαιτίστηκαν. Μια από τις γραμμές άμυνας που εξουδετέρωσε κατά την προέλαση του ο Ρόμμελ, με κατά μέτωπο επίθεση και ταυτόχρονη υπερκέραση από το νότο, ήταν η δυτικά της πόλης Τομπρούκ.
Γραμμή που άρχιζε από τη μικρή παράκτια όαση Ελ Γκαζάλα (El Gazala), περνούσε από την τοποθεσία Γκοτ Ελ Ουαλέμπ (Got el Ualeb) και κατέληγε προς το νότο στην τοποθεσία Μπιρ-Χακέιμ (Bir Hakeim) μέσα στην καυτή άμμο της ερήμου. Αυτό το νότιο άκρο (Σημείο Στηρίγματος) της αμυντικής τοποθεσίας, με περίμετρο 16 χιλιομέτρων, είχε αναλάβει να υπερασπιστεί η Γαλλική Δύναμη "L" του Στρατηγού Καινίγκ, που τότε αποτελείτο από την 1η Ελεύθερη Γαλλική Ταξιαρχία (2 Τάγματα της Λεγεώνας των Ξένων, 3 Τάγματα Πεζοναυτών και 3 Τάγματα Ιθαγενών) με 26 πεδινά πυροβόλα, 62 αντιαρματικά και 44 όλμους, συνολικής δύναμης 3.500 ανδρών.
Η άμυνα σ' εκείνο το Σημείο Στηρίγματος στηριζόταν σε μια αλυσίδα οχυρωμένων θέσεων μέσα στο έδαφος που περιβάλλονταν και χωρίζονταν σε τμήματα με σειρές από συρματοπλέγματα και πυκνά ναρκοπέδια (50.000 συνολικά νάρκες). Λίγες μέρες πριν από την εχθρική επίθεση, ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες προσκολλήθηκε στο Διοικητή των άμεσων μετόπισθεν (ζωτική περιοχή Διοικητικής Μέριμνας, για την υποστήριξη της άμυνας μέσα στην περίμετρο και στα νώτα του Σημείου Στηρίγματος), Γάλλο Ταγματάρχη Θορώ (Thoreau).
Η διάθεση του διακεκριμένου Έλληνα αξιωματικού στην κρίσιμη περιοχή των μετόπισθεν ήταν μια έξυπνη πράγματι ενέργεια του Στρατηγού Πιέρ Καινίγκ. Τη νύκτα 26 / 27 Μαίου 1942, το σύνολο σχεδόν των ταχυκίνητων δυνάμεων του Άξονα εμφανίστηκαν στα νότια της τοποθεσίας Μπιρ Χακέιμ και πέντε (5) μεραρχίες του, αφού υπερκέρασαν το Σημείο Στηρίγματος, άρχισαν να εκτελούν μια ευρεία κυκλωτική κίνηση με επιδίωξη την αποδιοργάνωση των μετόπισθεν των αμυνόμενων σε ολόκληρη την τοποθεσία Ελ Γκάζαλα - Μπιρ Χακέιμ Συμμαχικών στρατευμάτων .
Το επόμενο πρωί (27 Μαΐου) η περιοχή των άμεσων μετόπισθεν της αμυνόμενης Γαλλικής Δύναμης "L", στο νότιο άκρο της τοποθεσίας, δέχτηκε την πρώτη επίθεση από ισχυρή δύναμη τεθωρακισμένων του Άφρικα Κορπ. Από εκείνη την ώρα, ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, ο οποίος έσπευδε συνεχώς σε όλα τα σημεία της τοποθεσίας που αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο, αναδείχτηκε ως ο πολυτιμότερος συμπαραστάτης και γενναίος συμπολεμιστής του Γάλλου διοικητή των μετόπισθεν του Σημείου Στηρίγματος. Επί δεκαπέντε μέρες, η Γαλλική Φρουρά του Μπιρ Χακέιμ, περικυκλωμένη, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση μέχρις εσχάτων απέναντι σε υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις που επιτίθεντο αδιάκοπα και τον απηνή βομβαρδισμό της από 150 Γερμανικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης (στούκας).
Γι' αυτή την ανεπανάληπτη εποποιία θα γράψει πολύ αργότερα ο γνωστός Γάλλος Ιστορικός Ραιϋμόν Καρτιέ στην "Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου": «Όλες οι προσπάθειες των Γερμανών σπάζουν πάνω σε μια φωτιά κολάσεως». Οι ηρωικοί υπερασπιστές του Μπιρ Χακέιμ άντεξαν μέχρι τη νύχτα της 9 / 10 Ιουνίου, οπότε ο Στρατηγός Καινίγκ έδωσε διαταγή σε όσους είχαν επιζήσει να επιχειρήσουν έξοδο, η οποία μέσα στο ορυμαγδό της μάχης μετατράπηκε σε μεμονωμένες προσπάθειες διάσωσης και διαφυγής προς ένα προκαθορισμένο σημείο συγκέντρωσης. Στο δεκαπενθήμερο της συγκλονιστικής εκείνης τιτανομαχίας της ηρωικής φρουράς του Σημείου Στηρίγματος Μπιρ Χακέιμ, ο Αντισυνταγματάρχης Τσιγάντες αγωνίστηκε, με θάρρος και πείσμα.
Αγωνίστηκε μέρα και νύκτα και πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια στους Ελεύθερους Γάλλους συμπολεμιστές του. Εκεί έδειξε για μια ακόμη φορά τα αξιοθαύμαστα ψυχικά και πνευματικά προσόντα του και προπαντός την ψυχραιμία του, τον άφθαστο ηρωισμό του και την έκδηλη περιφρόνηση του προς το θάνατο. Μετά την απεγνωσμένη προσπάθεια εξόδου της Γαλλικής Φρουράς από την οχυρωμένη τοποθεσία, ο Στρατηγός Καινίγκ και ο Αντισυνταγματάρχης Τσιγάντες εγκατέλειψαν, από τους τελευταίους, το Σημείο Στηρίγματος και με ένα αυτοκίνητο έφθασαν στο σημείο ανασυγκρότησης των υπολειμμάτων της Δύναμης "L" στις Αγγλικές γραμμές, «αφού άγγιξαν πολλές φορές την αιχμαλωσία και το θάνατο».
Η πτώση του Μπιρ Χακέϊμ στα χέρια του αντίπαλου επέτρεψε σ' αυτόν την πραγματοποίηση ρήγματος και την κύκλωση της γραμμής άμυνας της 8ης Βρετανικής Στρατιάς. Ωστόσο, η εποποιία των ηρωικών υπερασπιστών του αποτέλεσε την πρώτη σελίδα δόξας των "Ελευθέρων Γαλλικών Δυνάμεων" στο Μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Το γενναίο Έλληνα ανώτερο αξιωματικό τίμησαν οι Γάλλοι, για την πολύτιμη προσφορά του στην άμυνα του Μπιρ Χακέιμ, με τον Πολεμικό τους Σταυρό και αργότερα με τον "Ταξιάρχην των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής" για τη συνολική εθελοντική υπηρεσία του, επί δύο περίπου έτη (1940 - 1942), στις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" της Αφρικής.
Και τη συνεργασία του, όπως θα δούμε στη συνέχεια, με τη Γαλλική "Φάλαγγα" του Στρατηγού Λεκλέρκ (Leklerc) στις πολεμικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στην Τυνησία το Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1943. Για τον ίδιο επίσης αξιωματικό που πολέμησε δίπλα του, θα γράψει ο Στρατηγός Καινίγκ: «Πάντοτε ο Τσιγάντες επροτιμούσε, οσάκις ηδύνατο να το πράξει, να ενεργεί μέσα εις τον άνεμον της θυέλλης. Τον εγνώρισα εκ του πλησίον εις την έρημον της Λιβύης και παρέμεινε φίλος μου, υπό την πλέον αληθή έννοιαν της λέξεως. Είμαι δια τούτο υπερήφανος».
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι για τις Μονάδες και τις μεταβολές του σ' αυτές, από το Μάιο του 1940 μέχρι τον Ιούνιο του 1942, παρατηρείται στις επίσημες και ανεπίσημες πηγές μια ασάφεια και διαφορά απόψεων ως προς τις χρονολογίες κυρίως, αλλά και ως προς τις λεπτομέρειες της συμμετοχής του στις πολεμικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανόμενης και αυτής στο Μπιρ Χακέιμ. Αυτή η ασάφεια και οι διαφορές ίσως να οφείλονται και στις ανώμαλες καταστάσεις της εποχής εκείνης (1940 - 1942). Επομένως αυτά, που με κάθε επιφύλαξη αναφέρονται παραπάνω, ελέγχονται για την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους, αφού δεν έγινε κατορθωτό να διασταυρωθούν και να επαληθευτούν.
Υπόψη τέλος, ότι λόγω της μέχρι τον Ιούνιο του 1942 παραμονής του Τσιγάντε εκτός στρατεύματος, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) της Μέσης Ανατολής δεν παρακολουθούσε τις διάφορες στρατιωτικές μεταβολές του. Πιθανόν όμως να ενημερωνόταν από το Γραφείο του Γαλλικού Στρατιωτικού Συνδέσμου στην Αίγυπτο (Liaison Militaire Francaise en Egypte). Έτσι γι' αυτή τη χρονική περίοδο τίποτε σχετικό δεν είναι καταχωρισμένο στο Μητρώο του.
Ανάκληση στην Ενεργό Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού
Μετά την εποποιία των Ελεύθερων Γάλλων στην τοποθεσία Μπιρ Χακέϊμ, ο Γάλλος Στρατηγός Καινίγκ μαζί με τον Αντισυνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε, πήγαν στο Κάϊρο, όπου είχε την έδρα της η "Εξόριστη" Ελληνική Κυβέρνηση και η Ηγεσία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής. Μερικές μέρες αργότερα και χωρίς να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος πιθανόν και πώς να μεσολάβησε -γράφεται για το Γάλλο Στρατηγό Καινίγκ- ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός των Στρατιωτικών αείμνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπέγραψε την υπ' αριθμ 31372 / 17 Ιουνίου 1942.
Απόφαση για ανάκληση στην ενεργό του Στρατού υπηρεσία του Τσιγάντε και άλλων εκτός στρατεύματος αξιωματικοί, σύμφωνα με τον 3013 / 1941 Αναγκαστικό Νόμο "Περί αποκαταστάσεως Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών εξελθόντων του Στρατεύματος δια πολιτικούς λόγους". Η απόφαση εκείνη κυρώθηκε αργότερα με Βασιλικό Διάταγμα. Με την ίδια απόφαση ανάκλησης στην ενεργό υπηρεσία ο Αντισυνταγματάρχης Τσιγάντες εντάχθηκε στην προ του 1935 σειρά αρχαιότητός του και ταυτόχρονα προβιβάστηκε στο βαθμό του Συνταγματάρχη αναδρομικά από το 1938. Μετά την παραπάνω καταστατική μεταβολή, ο Τσιγάντες ανέλαβε υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Ενώ κατά μια άλλη εκδοχή τοποθετήθηκε ως Διοικητής Τάγματος στη ΙΙη Ελληνική Ταξιαρχία και στη συνέχεια αποσπάσθηκε και πάλι στη Γαλλική Δύναμη "L" του Στρατηγού Καινίγκ για σύντομο χρονικό διάστημα.
Διοικητής του Θρυλικού Ιερού Λόχου 1942 - 1945
Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τα Γερμανικά Στρατεύματα (Ελληνο-γερμανικός Πόλεμος 1941) και την αμέσως μετά περιώνυμη "Μάχης της Κρήτης" (Μάιος 1941), η "εξόριστη" Ελληνική Κυβέρνηση που εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο άρχισε τη σταδιακή συγκρότηση μερικών στρατιωτικών μονάδων από αξιωματικούς και οπλίτες που διέφυγαν κατά καιρούς από την κατεχόμενη πατρίδα και από Έλληνες του εξωτερικού, με σκοπό να αγωνιστούν στο πλευρό των Συμμάχων.
Η πληθώρα όμως των αξιωματικών (σε σχέση με τους οπλίτες) που είχαν συρρεύσει στη Μέση Ανατολή και η έλλειψη επαρκών μονάδων για να τις απορροφήσουν οδήγησαν τον Αντισμήναρχο Γ. Αλεξανδρή, που υπηρετούσε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού να προτείνει μετά ένα χρόνο (Αύγουστος του 1942) στον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό των Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλο τη συγκρότηση μιας μονάδας από εθελοντές αξιωματικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους θα εκτελούσαν καθήκοντα οπλίτη. Η πρόταση εκείνη έγινε αμέσως δεκτή και σε εκτέλεση σχετικής διαταγής του Υπουργού εκδόθηκε αντίστοιχη, η υπ' αριθμ. 100 / 1 Σεπτεμβρίου 1942 της ΙΙης Ελληνικής Ταξιαρχίας (Διοικητής ο Συνταγματάρχης Πεζικού Αλκιβιάδης Μπουρδάρας).
Με την οποία συγκροτήθηκε από εθελοντές στην Κφάρ-Ιόνα (Kfar-Yona) της Παλαιστίνης ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα με το όνομα "Λόχος Επίλεκτων Αθανάτων" με προσωρινό διοικητή τον Επίλαρχο Αντώνιο Στεφανάκη και με αρχική δύναμη 200 αντρών (130 αξιωματικοί, 40 μάχιμοι οπλίτες και 30 βοηθητικοί). Στις 6 Σεπτεμβρίου και στο Στρατηγείο της Ταξιαρχίας έλαβε χώρα επίσημη τελετή για τη συγκρότηση του Λόχου. Από την εποχή εκείνη άρχισε, αλλά συνεχίστηκε και αργότερα, η εθελουσία πάντοτε κατάταξη αξιωματικών και οπλιτών του Στρατού, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, όπως επίσης και ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Ο λόχος αυτός οργανώθηκε αρχικά ως Λόχος Πολυβόλων με προορισμό να προσκολληθεί επιχειρησιακά στη ΙΙη Ελληνική Ταξιαρχία και, αφού μεταστάθμευσε, το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και μετά από τη συγκρότηση του, στο Ελ Μαάντι (El Maadi) της Αιγύπτου, άρχισε ανάλογη εκπαίδευση στο εκεί Νεοζηλανδικό στρατόπεδο Πεζικού. Στις 12 Σεπτεμβρίου και ύστερα προφανώς από έγκριση της Ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Μέσης Ανατολής, ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες επισκέφθηκε το στρατόπεδο του "Λόχου Επίλεκτων Αθανάτων" στην Κφαρ-Ιόνα, ο οποίος, μιλώντας στο προσωπικό του, ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη των αξιωματικών και οπλιτών, προκειμένου ν' αναλάβει τη διοίκηση τους.
Με τη ρητή υπόσχεση του ότι θα κρατούσε τη μονάδα μακριά από κάθε επιρροή ή ανάμειξη στην πολιτική. Δύο κυρίως λόγοι ήταν εκείνοι που οδήγησαν τον Τσιγάντε σ' εκείνη, ας πούμε, την ασυνήθιστη για το στρατό συμπεριφορά:
Μόνο μια στρατιωτική προσωπικότητα του ύψους, των ιδιαίτερων προσόντων και της πολεμικής πείρας εκείνου του Συνταγματάρχη θα μπορούσε να διοικήσει επιτυχώς εθελοντές αξιωματικούς και οπλίτες όλων των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με καθήκοντα οπλίτου, με διαφορετική στρατιωτική προέλευση και νοοτροπία και με διάφορες πολιτικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις, αλλά και κάτω από τις ιδιαίτερα δύσκολες και σκληρές συνθήκες ενός πολέμου που διεξαγόταν τότε μακριά από την υπό εχθρική κατοχή πατρίδα. Για τον Τσιγάντε της εποχής εκείνης θα γράψει πολύ αργότερα (1971) ο διακεκριμένος Διοικητής της ΙΙΙης Ορεινής Ταξιαρχίας (Ρίμινι) και μετέπειτα Αρχηγός ΓΕΣ Αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος:
«Απόστρατος λόγω του κινήματος 1935 αλλά χωρίς ουδεμία μνησικακία κατά των παλαιών ενεργειών συναδέλφων του μετά των οποίων ευρέθη εις απόλυτον αντίθεσιν και ένοπλον σύγκρουσιν, εκ των γενναιότερων του Στρατού μας με πολλαπλά τραύματα, ευφυής, εξαίρετου μορφώσεως, ωραίου χαρακτήρας με ανώτερον πνεύμα συναδελφικότητος και πολιτισμού».
Από τις πρώτες ενέργειες του νέου Διοικητή του "Λόχου Επίλεκτων Αθανάτων", μετά τη μεταστάθμευση του στο Ελ Μαάντι, ήταν να πετύχει:
Ο διοικητής του, με τη σπάνια προσωπικότητα του και τον ιδιαίτερο τρόπο διοίκησης της μονάδας του, αποδείχτηκε ένας ικανότατος καταδρομέας-ηγήτορας, που είχε ακόμη και την επιδεξιότητα της αρμονικής συνεργασίας με τους Συμμάχους αξιωματικούς. Η παράθεση στη συνέχεια ενός πολύ σύντομου οδοιπορικού του Ιερού Λόχου αναδεικνύει το αξιόλογο έργο του διοικητού του, αλλά και τις συνεχείς και ηρωικές προσπάθειες των Ιερολοχιτών στα τρία δύσκολα χρόνια της ένδοξης δράσης τους. Το πρώτο τμήμα του Ιερού Λόχου που έλαβε μέρος σε καταδρομικές επιχειρήσεις ήταν μια ομάδα από 8 αξιωματικούς με επικεφαλής τον Αντισμήναρχο Γ. Αλεξανδρή, η οποία υπό τη Β' Μοίρα του Συντάγματος S.A.S.
Έδρασε στα μετόπισθεν των Γερμανο-Ιταλικών στρατευμάτων στην Κυρηναϊκή, από 17 Νοεμβρίου 1942 μέχρι 27 Ιανουαρίου 1943. Ένα άλλο επίσης τμήμα από 60 Ιερολοχίτες ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου 1942 για την περιοχή της Βεγγάζης, προκειμένου να εκτελέσει παρόμοιες επιχειρήσεις στα νώτα του εχθρού, πλην όμως η αποστολή εκείνη δεν εκτελέστηκε τελικά, ένεκα της ταχείας προέλασης της 8ης Βρετανικής Στρατιάς προς τα δυτικά. Στις 27 Ιανουαρίου 1943, ο Ιερός Λόχος, μετά από ειδική συγκρότηση και εκπαίδευση, ξεκίνησε για τη Δυτική Έρημο για εκτέλεση καταδρομικών επιχειρήσεων στα μετόπισθεν των συμπτυσσόμενων τότε τμημάτων του Άξονα, σε συνεργασία με περιπόλους του Βρετανικού Συντάγματος S.A.S.
Όμως, η πρόσφατη τότε αιχμαλωσία του Αντισυνταγματάρχη Στέρλινγκ και οι βαριές απώλειες του συντάγματος του δεν επέτρεψαν στον Ιερό Λόχο ν' αναλάβει δράση σύμφωνα με την αρχική αποστολή του. Έτσι, ύστερα από πρόταση του Συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε, ο διοικητής της 8ης Βρετανικής Στρατιάς, Στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ (Bernard Montgomery) έθεσε τον Ιερό Λόχο, από τις 7 Φεβρουαρίου 1943, υπό διοίκηση της "Φάλαγγας των Ελεύθερων Γάλλων" του Στρατηγού Λεκλέρκ (Leclerc), για να χρησιμοποιηθεί σε αποστολές Ελαφρού Μηχανοκίνητου Ιππικού. Στις 10 Μαρτίου 1943 και στην περιοχή Κσάρ-Ριλάν (Ksar Rilan) της Τυνησίας, δόθηκε η πρώτη ουσιαστική μάχη ανάμεσα στα εκεί αμυνόμενα Γαλλοελληνικά τμήματα και σε μια ισχυρή μηχανοκίνητη φάλαγγα, η οποία της επιτέθηκε.
Η εχθρική δύναμη τελικά αναχαιτίσθηκε και έτσι καλύφθηκε η πορεία της φάλαγγας ελιγμού του 10ου Αγγλονεοζηλανδικού Σώματος Στρατού, το οποίο παρέκαμπτε από το νότο την αμυντική γραμμή "Μαρέθ" (Mareth) των Γερμανο-Ιταλικών δυνάμεων. Μετά την κατάληψη της πόλης Γκαμπές της Τυνησίας (29 Μαρτίου) από τμήματα της 8ης Βρετανικής Στρατιάς, ο Ιερός Λόχος αποσπάστηκε από τη Γαλλική Φάλαγγα του Στρατηγού Λεκλέρκ και διατέθηκε στη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία και στις 6 Απριλίου έλαβε μέρος στη μάχη επί της αμυντικής γραμμής του Ουαντί Ακαρίτ (Wadi Akarit).
Από εκεί, συνεχίζοντας την αποστολή κάλυψης της προέλασης προς την Τυνίδα των Συμμαχικών δυνάμεων του παραλιακού τομέα, έφτασε μπροστά από την πολίχνη Ανφενταβίλλ (Enfindaville), όπου επί τρεις ημέρες (13 - 16 Απριλίου) ανέπτυξε δραστηριότητα περιπόλων. Τέλος, στις 17 Απριλίου, ο Ιερός Λόχος διατάχθηκε να επιστρέψει επειγόντως στην Αίγυπτο για να συμμετάσχει 15 σε άλλες επιχειρήσεις, έτσι τέλειωσε η συμμετοχή του στις μάχες της Τυνησίας. Στην Αίγυπτο (Στρατόπεδο Πυραμίδων) έφτασε στις 2 Μαΐου. Εκεί παρέμεινε για λίγες μέρες. Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η σχεδόν αυθόρμητη παράδοση (13 Μαΐου 1943) των τελευταίων υπολειμμάτων του άλλοτε ισχυρού Αφρικα Κορπ, με αποτέλεσμα να κλείσει οριστικά το Μέτωπο της Βόρειας Αφρικής με περιφανή νίκη των Συμμαχικών δυνάμεων.
Από το Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο 1943, ο Ιερός Λόχος, με προσωπικό που προοδευτικά έφτασε τους 314 άντρες, αφού αρχικά συγκεντρώθηκε στο στρατόπεδο Ελ Μπάσα (El Bassa) στα σύνορα Αιγύπτου - Παλαιστίνης, αργότερα μετακινήθηκε σε διάφορα στρατόπεδα της Παλαιστίνης, όπου εκπαιδεύτηκε στα αλεξίπτωτα και τα πλωτά μέσα και ανασυγκροτήθηκε ανάλογα, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση αποβατικών και αεραποβατικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο Πέλαγος μαζί με άλλες Συμμαχικές δυνάμεις. Έτσι, σύμφωνα με τη νέα του σύνθεση, οργανώθηκε σε μια Ομάδα Διοικήσεως, ένα Τμήμα Βάσεως και τρία (3) Τμήματα Καταδρομών (Ι, Π, III).
Δύο περίπου μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (9 Σεπτεμβρίου 1943), ο Ιερός Λόχος μεταφέρθηκε στη Σάμο -πολύ αργά, λόγω των αντιδράσεων των Βρετανών- σε δύο κλιμάκια. Το ένα ρίχτηκε με αλεξίπτωτα και το άλλο μεταφέρθηκε με πολεμικά πλοία (30 Οκτωβρίου - 1 Νοεμβρίου 1943), ενώ Βρετανικά τμήματα κατέλαβαν τη Δωδεκάνησο. Η απόφαση για να σταλεί ο Ιερός Λόχος στη Σάμο ήταν μια ακόμη επιτυχία του Συνταγματάρχη Τσιγάντε, ο οποίος μεταβαίνοντας από το Ας Αζίμπ, όπου ήταν συγκεντρωμένος και σε ετοιμότητα ο Λόχος του, στο Κάιρο, έπεισε τη -διστακτική λόγω πιθανής Τουρκικής αντίδρασης- αρμόδια Βρετανική Διοίκηση Δυνάμεων Αιγαίου.
Με το τμήμα των 200 Ιερολοχιτών που ρίχτηκε με αλεξίπτωτα στη Σάμο (οροπέδιο Βλαμαρής) και του οποίου διοικητής ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Ιππικού Ανδρέας Καλλίνσκης -μετέπειτα ιδρυτής και πρώτος αρχηγός των Ελληνικών Μονάδων Καταδρομών (1946 - 1956)- έπεσε και ο διοικητής του Ιερού Λόχου, καίτοι ευτραφής και ηλικίας τότε 46 ετών. Και οι δυο εκείνοι άριστοι αξιωματικοί, σχεδόν συνομήλικοι, δεν είχαν καν εκπαιδευτεί στην πτώση με αλεξίπτωτο, είχαν όμως τη θέληση και το θάρρος ν' αντιμετωπίζουν με αποφασιστικότητα οποιαδήποτε δυσκολία ή εμπόδιο, αλλά και κίνδυνο, κατά την εκτέλεση της αποστολής τους. Προσγειώθηκαν και οι δύο σώοι και αβλαβείς.
Κατά το πρώτο 15θήμερο (1 - 15) του Νοεμβρίου, ο Ιερός Λόχος, με Σταθμό Διοικήσεως στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου, αποτέλεσε τον κύριο πυρήνα της άμυνας του νησιού εναντίον ενδεχόμενης επίθεσης των Γερμανών, στην οποία συμμετείχαν: η Ιταλική Μεραρχία "Κούνεο", 1.200 Έλληνες αντάρτες και Βρετανική δύναμη 700 ανδρών. Μετά όμως την αποτυχία της προσπάθειας των Βρετανών για "Διάνοιξη του Αιγαίου" μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και μετά την άρνηση της Τουρκίας να μπει στον πόλεμο, τα Συμμαχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τη Δωδεκάνησο και ο Ιερός Λόχος αποχώρησε από τη Σάμο. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και πάλι μια ακόμη προσωπική επιτυχία του Συνταγματάρχη Τσιγάντε.
Μαζί με τον απερχόμενο Ιερό Λόχο από το νησί, ο Διοικητής του πέτυχε ένα μεγάλο κατόρθωμα: να εκκενώσει (17 και 18 Νοεμβρίου 1943) με καΐκια προς την Τουρκία 12.000 νησιώτες πρόσφυγες, 8.000 Ιταλούς στρατιωτικούς και 800 Έλληνες αντάρτες. Αμέσως μετά την εκκένωση της Σάμου, ο Ιερός Λόχος μεταφέρθηκε από την Τουρκία στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Ο Ιερός Λόχος συνέχισε μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου 1944 την ειδική εκπαίδευση του στα πλωτά μέσα, στις αναρριχήσεις και στις χιονοσκέπαστες περιοχές, με σκοπό την απόβαση του στην κατεχόμενη τότε Ελλάδα. Με το τέλος όμως της περιόδου εκείνης, η αποστολή του άλλαξε σε αντίστοιχη Μονάδας Καταδρομών.
Η οποία επρόκειτο να δράσει στο Αιγαίο Πέλαγος, σε συνεργασία με βρετανικά ταχύπλοα σκάφη και με καΐκια του Ελληνικού Πολεμικού (τότε Βασιλικού) Ναυτικού. Έτσι τέθηκε, από τις αρχές του Φεβρουαρίου 1944, υπό Διοίκηση των Βρετανικών "Δυνάμεων Καταδρομών" ("Raiding Forces") του Ταξιάρχου Τέρνμπουλ (Turnbull). Στις 7 Φεβρουαρίου, ένα τμήμα (Ιο) του Ιερού Λόχου, αναχώρησε για καταδρομικές επιχειρήσεις στα νησιά του Βορείου Αιγαίου (Σάμο, Ψαρά, Μυτιλήνη, Χίο κ.λ.π), όπου έφτασε μετά ένα μήνα, ενώ το δεύτερο τμήμα (ΙΙο) εγκαταστάθηκε στα Δωδεκάνησα με τον ίδιο ρόλο από τα τέλη Μαΐου. Στο μεταξύ, με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, ο Ιερός Λόχος αναπτύχθηκε (Απρίλιος 1944) σε Σύνταγμα, με ανάλογη αύξηση της δύναμης του σε 1.000 περίπου άντρες και τις απαιτούμενες τροποποιήσεις στην οργάνωση του.
Μετά την απελευθέρωση της ηπειρωτικής Ελλάδας (Οκτώβριος 1944), ο Ιερός Λόχος αναπτύχθηκε στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και σε μερικά της Δωδεκανήσου και μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1945 συνέχισε να προσβάλει με καταδρομικές ενέργειες τις Γερμανικές φρουρές, που είχαν αποκοπεί στα νησιά, κατά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Επί δεκάξι (16) συνεχείς μήνες (Φεβρουάριος 1944 - Μάιος 1945), ο Ιερός Λόχος πολέμησε τις Γερμανικές δυνάμεις στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και της Δωδεκανήσου. Εξετέλεσε 27 συνολικά καταδρομικές επιχειρήσεις μεγάλης και μικρής κλίμακας, κατά τις οποίες συνέλαβε εκατοντάδες αιχμαλώτους.
Απέστειλε επίσης 207 συνολικά περιπόλους Ιερολοχιτών στα διάφορα νησιά με κυρίες αποστολές συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης δολιοφθορών. Από τις πολλές και τολμηρές επιχειρήσεις που εκτέλεσε ο Ιερός Λόχος στο Αιγαίο Πέλαγος και στα Δωδεκάνησα, κατά την περίοδο 1944 - 1945, οι σπουδαιότερες ήταν οι παρακάτω:
Στις 9 Μαΐου 1945 και με την υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης της Γερμανικής Φρουράς της Δωδεκανήσου στους Βρετανούς έληξε πλέον ο πόλεμος στο Αιγαίο Πέλαγος. Οι απώλειες του Ιερού Λόχου από την εποχή της συγκρότησης του μέχρι και το τέλος των επιχειρήσεων του στη Δωδεκάνησο ανήλθαν σε 17 νεκρούς (12 Αξιωματικούς και 5 Οπλίτες), 58 τραυματισθέντες (32 Αξιωματικούς - 26 Οπλίτες), 3 εξαφανισθέντες και 29 αιχμαλωτισθέντες. Για τις μέχρις αυτοθυσίας συνεχείς προσπάθειες στα πεδία των μαχών, αρχικά της ερήμου της Βόρειας Αφρικής και μετέπειτα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, οι γενναίοι Ιερολοχίτες τιμήθηκαν με πλήθος Ελληνικών και συμμαχικών ηθικών αμοιβών (προαγωγές επ' ανδραγαθία, πολεμικά μετάλλια και παράσημα).
Ο δε ανεπανάληπτος διοικητής τους, επιπλέον με το Ελληνικό Παράσημο του "Ταξιάρχου του Τάγματος του Σωτήρος", ένα από τα μοναδικά τρία που δόθηκαν σε αξιωματικούς που υπηρέτησαν και πολέμησαν στη Μέση Ανατολή (οι άλλοι δύο ήταν οι Διοικητές των Ιης και ΙΙΙης Ταξιαρχιών Πεζικού Συνταγματάρχες Πεζικού, Παυσανίας Κατσώτας και Θρασύβουλος Τσακαλώτος). Ακόμη, ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες προτάθηκε, το 1944, από το Βρετανό Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής για προαγωγή "Επ' Ανδραγαθία", στο βαθμό του Υποστρατήγου.
Με την απαράμιλλη πολεμική δράση του κατά την τριετία 1942 - 1945, ο ένδοξος Ιερός Λόχος πρόσθεσε, όπως και οι δύο Ελληνικές Ταξιαρχίες Πεζικού της Μέσης Ανατολής (Ιη στη Μάχη του Ελ-Αλαμέιν της Βόρειας Αφρικής και ΙΙΙη στη Μάχη του Ρίμινι της Ιταλίας), αμέσως μετά την ηρωική εποποιία των Ελλήνων στην Αλβανία, τα Οχυρά της Μακεδονίας και Θράκης και την ανεπανάληπτη "Μάχη της Κρήτης", μια ακόμη λαμπρή σελίδα στη νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και του Στρατού. Σε αναγνώριση αυτής της σημαντικής συμβολής στον υπέρ πάντων αγώνα της υπόδουλης, αλλά υπερήφανης, πατρίδας και τις θυσίες των Ιερολοχιτών στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Τυνησία και στο Αιγαίο Πέλαγος, του απονεμήθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 22 Ιουνίου 1945 η Πολεμική Σημαία.
Από την ημέρα της υπογραφής του πρωτοκόλλου παράδοσης της Γερμανικής Φρουράς της Δωδεκανήσου (8 Μαΐου 1945), στην οποία παρίστατο και ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες ως επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδας, και μέχρι το τέλος Ιουλίου ο Ιερός Λόχος ανέπτυξε, με δύο λόγια, τις εξής δραστηριότητες:
Είχε ήδη επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του προς την πατρίδα και παράλληλα είχε αποτελέσει τον πρόδρομο των περίφημων Ελληνικών Δυνάμεων Καταδρομών που συγκροτήθηκαν ενάμιση περίπου χρόνο αργότερα (Δεκέμβριος 1946). Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι στις 29 Αυγούστου ο Υπουργός των Στρατιωτικών, ύστερα από γραφτή εντολή του Πρωθυπουργού Π. Βούλγαρη, εξέδωσε επείγουσα διαταγή, με την οποία ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, συνοδευόμενος από τον τέως Επιτελάρχη του στον Ιερό Λόχο, τότε Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Γεώργιο Ρούσσο, πήγε με Φύλλο Πορείας στην Αίγυπτο με μια άκρως σοβαρή πολιτικοστρατιωτική αποστολή:
"Να διακανονίσει το ζήτημα ταχίστης δυνατής μεταφοράς εις την Ελλάδα των εκείθε και εν Αφρική κρατουμένων Ελλήνων στρατιωτικών".
Περισσότερες λεπτομέρειες γι' αυτήν ακριβώς την υπόθεση δυστυχώς δεν βρέθηκαν από την μέχρι σήμερα ιστορική έρευνα. Η απόλυτα επιτυχής ενάσκηση της διοικήσεως του Ιερού Λόχου επί τρία συνεχή πολεμικά χρόνια από τον εκρηκτικό Συνταγματάρχη Πεζικού Χριστόδουλο Τσιγάντε ανέδειξε μια σπάνια ηγετική προσωπικότητα με ιδιαίτερα ψυχικά, ηθικά και πνευματικά προσόντα και έμφυτη διπλωματική δεξιοτεχνία. Είχε γίνει ήδη γνωστός στους Συμμαχικούς κύκλους της Μέσης Ανατολής από την εποχή της εθελοντικής προσφοράς του, επί δύο χρόνια, στις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" της Αφρικής.
Για τον καθόλα άξιο ηγέτη των υπέροχων Ιερολοχιτών, πολλοί Έλληνες και ξένοι έχουν εκφρασθεί κατά καιρούς με τα κολακευτικότερα, αλλά και αληθινά, κατά την πεποίθηση μου, λόγια που επιβεβαιώνουν τους παραπάνω χαρακτηρισμούς της προσωπικότητας του. Από αυτά θα μεταφέρω εδώ μερικά από τα πλέον πρόσφατα.
Διοικητής της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου 1945 - 1947
Μετά την παράδοση της Γερμανικής φρουράς της Δωδεκανήσου (8 Μαΐου 1945), τη διακυβέρνηση της ανέλαβε η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή Δωδεκανήσου (Β.Σ.Α.Δ), εν ονόματι του Αρχιστρατήγου της Μέσης Ανατολής Στρατηγού Μπέρναρντ Πάτζετ, ο οποίος είχε υπό την εξουσία του όλα τα καταληφθέντα τέως Ιταλικά εδάφη, ωσότου η διάσκεψη της Ειρήνης με την Ιταλία να αποφάσιζε οριστικά για το μέλλον τους. Υπόψη ότι η Ελλάδα είχε θέσει ευθύς εξαρχής στους Συμμάχους της το αίτημα επιστροφής της Δωδεκανήσου σε αυτήν.
Η Ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολύνει τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στο έργο της και ιδιαίτερα στις σχέσεις της με τον ντόπιο πληθυσμό, έστειλε περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1945 και με τη συγκατάθεση της Αγγλικής κυβέρνησης μια Στρατιωτική Αποστολή, με αρχηγό το Συνταγματάρχη Τσιγάντε με ένα μικρό επιτελείο από αξιωματικούς, ως επί το πλείστον Ιερολοχίτες. Επιτελάρχης της Αποστολής εκείνης τοποθετήθηκε, δύο μήνες αργότερα, ο τότε Ταγματάρχης Πυροβολικού Παπαγεωργόπουλος Κυριάκος, στέλεχος και αυτός του θρυλικού πλέον Ιερού Λόχου, της μονάδας που πριν από ένα χρόνο είχε απελευθερώσει με αγώνες και θυσίες τα Δωδεκάνησα.
Το εθνικό έργο της Ελληνικής Αποστολής ήταν για πολλούς και σοβαρούς λόγους αρκετά δύσκολο, γιατί αυτή είχε να αντιμετωπίσει αφενός μεν αρκετά και ποικίλα προβλήματα και συνεχείς απαιτήσεις των Δωδεκανήσιων κατοίκων και αφετέρου τους Βρετανούς με το δικό τους τρόπο ενάσκησης της εξουσίας. Παρά ταύτα, η παρουσία και μόνο του γνωστού για τα σπάνια προσόντα του Τσιγάντε έτρεψε στην Αποστολή να δημιουργήσει κατά το μεταβατικό εκείνο στάδιο τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ομαλή ένωση της Δωδεκανήσου με τη μητέρα Ελλάδα.
Οι άμεσες παρεμβάσεις του, με διπλωματικό, αλλά και αποφασιστικό, τρόπο, τόσο προς την αντίστοιχη Βρετανική Αποστολή, όσο και προς τις ντόπιες αρχές και προς τους κατοίκους των νησιών, βοήθησαν στη σωστή αντιμετώπιση των παρουσιαζόμενων κάθε φορά δύσκολων και σοβαρών καταστάσεων. Έναν και πλέον χρόνο μετά την τοποθέτηση του ως Αρχηγού της Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου, ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες προβιβάστηκε στον βαθμό του Ταξιάρχου (25 Νοεμβρίου 1946). Η παραμονή της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στα Δωδεκάνησα διήρκησε 18 μήνες (Οκτώβριος 1945 - Μάρτιος 1947).
Κατά το διάστημα των οποίων η συνολική προσφορά της υπήρξε πολύμορφη και σημαντική, αν υπολογίσει κανείς και τις ανυπέρβλητες δυσχέρειες στην επικοινωνία ανάμεσα στα νησιά -μεγάλα και μικρά- του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας (Δεκέμβριος 1946) κι όταν πλησίαζε ο καιρός (Φεβρουάριος 1947) για την αναχώρηση των Βρετανών και τη μεταβίβαση των εξουσιών στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή, θεωρείτο πλέον ή βέβαιο ότι ο πρώτος Στρατιωτικός Διοικητής της Δωδεκανήσου θα ήταν ο Ταξίαρχος Τσιγάντες, γιατί πράγματι του άξιζε ως ανταμοιβή για τις προσπάθειες που κατέβαλε σε όλο το διάστημα της παραμονής του στη Ρόδο.
Και όμως στις 4 Απριλίου ανακλήθηκε στην Ελλάδα και στην πολύ τιμητική θέση του τοποθετήθηκε ο εν αποστρατεία Ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης. Ωστόσο, επτά (7) μέρες πριν από την ανάκληση του, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την υπ'αριθμ. 177 / 29 Μαρτίου 1947 Πράξη του είχε εκφράσει την «πλήρη ευαρέσκειάν του δια τας υπηρεσίας τας οποίας παρέσχεν εις την πατρίδα» και είχε διαδηλώσει προς αυτόν την πλήρη ικανοποίηση του «δια το τρόπον καθ'ον εξετέλεσε τα καθήκοντα του» ως Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Δωδεκάνησο. Όπως φαίνεται, κάποιοι στην Αθήνα και στη Ρόδο δεν επιθυμούσαν επουδενί να παραμείνει ο Τσιγάντες εκεί ως Στρατιωτικός Διοικητής Δωδεκανήσου.
Ο λόγος αυτής της άδικης απόφασης ήταν, κατά τον τότε Επιτελάρχη του, Ταγματάρχη Πυρ/κού Κυριάκο Παπαγεωργόπουλο, "πολιτικός ή μάλλον κομματικός", αφού ο Τσιγάντες "είχε πάντοτε έντονη πολιτική δραστηριότητα", τοποθετημένος πολιτικά -από Εύελπις ακόμα- στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Τέλος, για την επίδοση και απόδοση του Ταξίαρχου Χριστόδουλου Τσιγάντε, θα γράψει το Μάιο του 1946 ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αντιστράτηγος Γεώργιος Δρομάζος:
"Ως αρχηγός Αποστολής Συνδέσμου εις Δωδεκάνησα εκπληροί μετά βαθείας γνώσεως και δεούσης λεπτότητας τα διάφορα ζητήματα, τα αναφυόμενα κατά την διαχείρισιν του έργου του. Γενικώς έχει όλα τα ηθικά και διοικητικά προσόντα και πείραν δια τη διοίκησιν ανωτέρων μονάδων."
Στρατιωτικός Σύμβουλος Πρωθυπουργού
Στις 5 Απριλίου 1947, ανέλαβε καθήκοντα "παρά τω πρωθυπουργώ", καθώς είχε αποσπαστεί από τη Διεύθυνση Πεζικού του Γενικού Επιτελείο Στρατού στο Γραφείο του Προέδρου της Κυβερνήσεως Θεμιστοκλή Σοφούλη, με την υπ'αριθμ. 151 / 27 Φεβρουάριου 1947 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ως σύμβουλος του για στρατιωτικά θέματα. Στις 23 Μαΐου 1947, με την 369 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, αποσπάστηκε μαζί με τον Υποστράτηγο Βενετσάνο Κετσέα στην Ελληνική Αποστολή στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, όπου δικάζονταν οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου, ενώ πρόεδρος της ήταν ο Εισαγγελέας Εφετών Κιουσσόπουλος.
Οι δύο Έλληνες αξιωματικοί έμειναν ελάχιστο χρόνο στη Νυρεμβέργη, καθώς οι αρχές στη Γερμανία πρόβαλαν αντιρρήσεις για το υψηλόβαθμο των Ελλήνων στρατιωτικών και ο Τσιγάντες επέστρεψε στην Αθήνα με την πράξη 559 της 9ης Ιουλίου 1947 του Υπουργικού Συμβουλίου και εξακολούθησε την εξάσκηση των καθηκόντων του στο Γραφείο του Πρωθυπουργού μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1947, τοποθετήθηκε διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας Πεζικού που είχε έδρα στα Δολιανά της Ηπείρου, όμως δεν αποδέχτηκε την τοποθέτηση του.
Υπηρεσία στο Γραφείο του Πρωθυπουργού
Την επομένη της επιστροφής του στην Αθήνα, ο Ταξίαρχος Χριστόδουλος Τσιγάντες ανέλαβε καθήκοντα "παρά τω πρωθυπουργώ". Είχε ήδη αποσπαστεί από τη Διεύθυνση Πεζικού του ΓΕΣ στο Γραφείο του Προέδρου της Κυβέρνησης με την υπ'αριθμ. 151 / 27 Φεβρουάριου 1947 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν τότε ο αείμνηστος Θεμιστοκλής Σοφούλης. Ωστόσο δεν γνωρίζουμε τα ακριβή καθήκοντα του Ταξιάρχου, εκτιμούμε όμως ότι θα ήταν σύμβουλος του Πρωθυπουργού για στρατιωτικά θέματα. Στο τέλος Μαΐου του ίδιου χρόνου και με νεότερη Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (υπ' αριθμ. 369 / 23 Μαίου 1947) αποσπάστηκε μαζί με τον Υποστράτηγο Βενετσάνο Κετσέα στην Ελληνική Αποστολή στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, όπου τότε δικάζονταν οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου.
Πρόεδρος της Αποστολής ήταν ο Εισαγγελέας Εφετών Κιουσσόπουλος. Οι δύο διακεκριμένοι Έλληνες ανώτατοι αξιωματικοί δεν έμελλε να παραμείνουν για πολύ στη Νυρεμβέργη και να προσφέρουν την πολύτιμη βοήθεια τους στον Πρόεδρο της εκεί Ελληνικής Αποστολής, γιατί οι Συμμαχικές στρατιωτικές αρχές στη Γερμανία πρόβαλαν αντιρρήσεις για το βαθμό των στρατιωτικών εκπροσώπων της Ελλάδας. Έτσι, ένας συνταγματάρχης αντικατέστησε τον Ταξίαρχο Τσιγάντε, ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 559 / 9 Ιουλίου 1947 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου. Εδώ, συνέχισε τα προηγούμενα καθήκοντα του στο Γραφείο του Πρωθυπουργού μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Τελευταία Υπηρεσία στον Ελληνικό Στρατό και Αποστρατεία
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1947, τοποθετήθηκε διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας Πεζικού (Δολιανά Ηπείρου). Ωστόσο, δεν αποδέχτηκε τη θέση εκείνη, γιατί νεότερός του, κατά Τάξη της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, Ταξίαρχος ήταν ήδη διοικητής Μεραρχίας. Την ίδια εποχή του παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην υγεία του και έτσι αναγκάστηκε να παραπεμφθεί στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (417 ΝΙΜΤΣ), το οποίο του χορήγησε δίμηνη αναρρωτική άδεια (7 Νοεμβρίου).
Στο χρονικό διάστημα που διατελούσε σε αναρρωτική άδεια, ο Αναπληρωτής Υπαρχηγός του ΓΕΣ, Υποστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, υπέβαλε (25 Νοεμβρίου) πρόταση προαγωγής του Τσιγάντε στο βαθμό του Υποστρατήγου "Κατ' απόλυτον εκλογήν" και παράλληλα εκδόθηκε από το ΓΕΣ διαταγή τοποθέτησης του στη Νήσο Εύβοια, πιθανόν ως Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή. Στις 19 Δεκεμβρίου, και πριν τελειώσει η άδεια του, παρουσιάστηκε στο Α' Σώμα Στρατού (Α' Σ.Σ.), από το οποίο έλαβε Φύλλο Πορείας για την Εύβοια "προς εκτέλεσιν ειδικής υπηρεσίας".
Με τη χαρακτηριστική οξυδέρκεια που τον διέκρινε και τη μακροχρόνια και βαθιά γνώση που είχε για την κατάσταση που επικρατούσε στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του Στρατού, αλλά κυρίως για τη στάση και συμπεριφορά των άσπονδων φίλων και συμμαθητών του στο στράτευμα, μετά από τρίμηνη και πλέον υπηρεσία στη τελευταία του θέση, υπέβαλε τελικά, παρά την ευνοϊκή πρόταση προαγωγής του, την παραίτηση του από το στρατό. Στην αίτηση εκείνη αντέδρασε έντονα ο Διοικητής του Α' Σ.Σ. και συμμαθητής του Υποστράτηγος Τσακαλώτος, που είχε τοποθετηθεί πρόσφατα εκεί, ο οποίος, πριν να την υποβάλει από καθήκον στο ΓΕΣ, διατύπωσε την εξής γνώμη του:
«Επ' ουδενί λόγω επιτρέπεται να γίνη δεκτή τοιαύτης αίτησις. Αξιωματικοί, ως ο ατρόμητος Τσιγάντες δεν πρέπει να αποστρατεύωνται, ουδέ να υπάρχη δι' αυτούς όριον ηλικίας. Πρέπει να παραμένουν εφ' όρου ζωής εν ενεργεία, φωτίζοντες δια της παρουσίας των και παραδειγματίζοντες τους νεώτερους συναδέλφους μας». Τόσο η εκτίμηση, όσο και η απόφαση του Ταξιάρχου Χριστόδουλου Τσιγάντε να υποβάλει την παραίτηση του αποδείχτηκαν πέρα για πέρα σωστές, γιατί την 1η Μαΐου 1948, και χωρίς να του δοθεί απάντηση στην αίτηση του, υπογράφτηκε το Βασιλικό Διάταγμα της αυτεπάγγελτης αποστρατείας του, προαγόμενος στο βαθμό του Υποστρατήγου.
Ήταν τότε 51 ετών, διατηρούσε, ωστόσο, ζωντανά ακόμη τα χαρακτηριστικά του κοσμοπολίτη αξιωματικού του Μεσοπολέμου με το μονόκλ, το λεπτό χιούμορ και τις ευχάριστες συναναστροφές. Διαβάζοντας κανείς σήμερα έγγραφα και λοιπά στοιχεία της εποχής εκείνης, οδηγείται αβίαστα στο συμπέρασμα, ότι η εξ ολοκλήρου άδικη απόφαση της απομάκρυνσης του από το στρατό είχε σαν μοναδικό αιτιολογικό το γεγονός, ότι δεν άσκησε ανωτέρα διοίκηση, αφού αρνήθηκε τη διοίκηση της 71ης Ταξιαρχίας Πεζικού και παρέμεινε ή σε θέσεις εξωτερικού ή στην Αθήνα επί τρία χρόνια συνεχώς.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1948 - 1970
Μετά την Αποστρατεία του
Τη μεγάλη του αγάπη για το στρατό συνέχισε να τη δείχνει ο απόστρατος πια Στρατηγός Τσιγάντες, πηγαίνοντας σε διάφορες ορεινές κυρίως περιοχές της Ελλάδας, όπου διεξάγονταν ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις (μέχρι τον Αύγουστο του 1949). Από εκεί έγραφε κι έστελνε ανταποκρίσεις στις διάφορες εφημερίδες της περιόδου εκείνης, με τις οποίες συνεργαζόταν τότε. Υπήρξε, επίσης, κατά καιρούς, σχολιαστής και αρθρογράφος στις εφημερίδες "Ελευθερία", "Έθνος" και "Νέα", μολονότι έπασχε από βαριά μυωπία. Από τις πιο γνωστές εργασίες του που δημοσιεύθηκαν τότε, σε πολλές συνέχειες, ήταν:
Το αμείωτο ωστόσο ενδιαφέρον του για την πολιτική και η διακαής επιθυμία του για την ανάμειξη του στα δημόσια πράγματα της χώρας τον οδήγησαν να θέσει υποψηφιότητα βουλευτή. Ήταν από τους ιδρυτές του σωματείου «Πανελλήνιος Ένωσις Πολεμιστών Εκστρατευτικών Σωμάτων Μέσης Ανατολής Ριμινιτών Ιερολοχιτών» («Π.Ε.Σ.Μ.Α.Ρ.Ι.»), που εξέδιδε το έντυπο «Εθνικός Δρόμος» και την εκπροσώπησε ως υποψήφιος βουλευτής στις εθνικές εκλογές 1950, 1956 και 1958 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, δίχως επιτυχία. Το 1967, τέλος, δεν αποδέχτηκε, ως συνεπής δημοκρατικός, το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί οικειοθελώς από την Ελλάδα.
Η Ασθένεια και ο Θάνατος του
Στις αρχές του 1970, ο 73χρονος πλέον Στρατηγός αρρώστησε βαριά. Τον είχε ήδη προσβάλει η επάρατη νόσος του καρκίνου. Μετά τη σχετική διάγνωση, για την οποία και ενημερώθηκε, και τις σχετικές διατυπώσεις, έφυγε από την Αθήνα για την Αγγλία, προκειμένου να νοσηλευτεί σε κλινική. Ένας παλιός του εγκάρδιος φίλος και αξιωματικός συμπολεμιστής του στη Μέση Ανατολή και στα νησιά του Αιγαίου, ο Άγγλος ευγενής, Λόρδος (Κόμητας) Γεώργιος Τζέλικο (Earl George Jellicoe) -γιος του Ναυάρχου ήρωα της Γιουτλάνδης (1917)- τον βοήθησε και του συμπαραστάθηκε, όσο κανείς άλλος, στις δύσκολες ώρες της βαριάς και ανίατης αρρώστιας του, όλο τον καιρό που αγωνιζόταν απεγνωσμένα να την αντιμετωπίσει με θάρρος και καρτερικότητα.
Εκτός φυσικά από την οικογένεια του, τη βοήθεια του πρόσφερε ακόμη κι ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο, τότε Συνταγματάρχης Ιωάννης Σορόκος. Εξαιρετικά συγκινητικό όμως υπήρξε το συνεχές και αμέριστο ενδιαφέρον για τη σκληρή δοκιμασία του ηρωικού Στρατηγού όλων των Άγγλων και Γάλλων ανώτατων και ανώτερων αξιωματικών (εν ενεργεία και αποστρατεία) που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και να συνεργαστούν μαζί του κατά την πολυτάραχη στρατιωτική σταδιοδρομία του, και ιδιαίτερα κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1940 - 1945), όταν πληροφορήθηκαν για την περιπέτεια της υγείας του.
Σε κάποια στιγμή, πριν να υποκύψει στο μοιραίο ο θαρραλέος Στρατηγός, εκμυστηρεύτηκε στον αδελφικό του φίλο, Λόρδο Τζέλικο, την τελευταία επιθυμία του, που ήταν: ''Μετά το θάνατο του, να καεί η σορός του, και η τέφρα της να ταφεί στην Αγγλία, μέχρις ότου να αποκαθίστατο η δημοκρατία στην αγαπημένη του πατρίδα, την Ελλάδα'', πράγμα για το οποίο ήταν πλέον ή βέβαιος. Αυτά από το στόμα του ίδιου του Άγγλου ευγενή. Τέλος, στις 12 Δεκεμβρίου του 1970, ο βαριά άρρωστος Στρατηγός έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Από εκείνη ακριβώς την ημέρα πέρασε οριστικά πλέον στην Ελληνική Πολεμική Ιστορία, για να ταχθεί ανάμεσα στους πολλούς άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, ήρωες που είχαν αναδειχτεί στους πολέμους και τις εκστρατείες της πολυτάραχης περιόδου 1916 - 1945.
Ο Λόρδος Τζέλικο εκτέλεσε επακριβώς την τελευταία επιθυμία του. Μετά από μια απέριττη νεκρώσιμη ακολουθία, σε στενό οικογενειακό κύκλο, η σορός του κάηκε και η τέφρα του εναποτέθηκε σε τεφροδόχο, για να ταφεί στη συνέχεια στο μικρό οικογενειακό νεκροταφείο του Λόρδου Τζέλικο, κοντά στη μόνιμη κατοικία του. Ήταν ένα ήσυχο εξοχικό μέρος στους αμμόλοφους της Κομητείας "Wiltshire Downs". Μόλις οι Γάλλοι φίλοι του και συμπολεμιστές του πληροφορήθηκαν το θάνατο του Στρατηγού, ζήτησαν από τον τότε Μητροπολίτη της Γαλλίας Μελέτιον να τελέσει στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία των Παρισίων μια επιμνημόσυνη τελετή.
Κατά την οποία του απέδωσαν τις τιμές που άρμοζαν σ' έναν ήρωα που πολέμησε μαζί τους στο Μακεδονικό Μέτωπο (1916 - 1918) και στην Αφρική (1940 - 1943). Λίγο αργότερα, στην επιτύμβια πλάκα, πάνω στο μέρος που είχε εναποτεθεί η τέφρα του Στρατηγού, θα γραφτεί, με πρόταση του μεγαλύτερου γιου του Γεράσιμου, η ρήση από τον "Επιτάφιο" του Περικλή: "Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος". Ήταν πράγματι η ελάχιστη προσφορά στο νεκρό πλέον πατέρα του. Στις 26 Αυγούστου 1976 ο τότε υπουργός Εθνική Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση με την οποία διέθεσε 1,5 εκατομμύριο δραχμές για την ανέγερση μνημείου του Χριστόδουλου Τσιγάντε «εντός του Πεδίου του Άρεως».
Καθώς και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας». Στις 2 Αυγούστου 1977, με έγγραφό του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ζητούσε διαμεσολάβηση για τον επαναπατρισμό της τέφρας του και η σχετική ευθύνη ανατέθηκε στον σήμερα πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977 ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του Ανδρέα Ζαΐμη, τότε υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, που είχε ταξιδέψει στο Λονδίνο μαζί με άγημα Ευζώνων για να παραλάβει την τέφρα του Τσιγάντε με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130.
Ακολούθησε επιμνημόσυνη τελετή και ομιλία του Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Η τέφρα του Τσιγάντε, με ενδιάμεσους σταθμούς τη βάση της R.Α.F. στο Λάινχαμ Ουίλτς και το Παρίσι έφτασε στην Αθήνα.
ΜΕΤΑΚΟΜΙΔΗ ΤΗΣ ΤΕΦΡΑΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1977)
Η Απόφαση της Μετακομιδής της Τέφρας του Στρατηγού
Τον Αύγουστο του 1977, 80 χρόνια από τη γέννηση του Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε και 35 από τη συγκρότηση του ιστορικού πλέον Ιερού Λόχου, ύστερα από πρόταση του άλλοτε Ιερολοχίτη και Καταδρομέα, Αντιστράτηγου ε.α κ. Κωνσταντίνου Κόρκα -τότε Α' Υπαρχηγού ΓΕΣ- προς τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και έγκριση του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, αποφασίστηκε και σχεδιάστηκε η μετακομιδή της τέφρας του από την Αγγλία στην Ελλάδα. Σε συνεργασία των αρμόδιων φορέων του ΓΕΕΘΑ, του ΓΕΣ, Ιερολοχιτών και εκπροσώπων του Υπουργείου Εξωτερικών και των πρεσβειών της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι κυβερνήσεις των οποίων επιθυμούσαν να αποδώσουν τιμές στο νεκρό Στρατηγό.
Καθορίστηκαν όλες οι λεπτομέρειες για τη μετακομιδή της τέφρας του στην Ελλάδα κι ενημερώθηκαν έγκαιρα οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των δύο χωρών. Έτσι, καθορίστηκαν οι ακριβείς ημερομηνίες ανάλογων τελετών (η 12η Σεπτεμβρίου στο Λονδίνο, η 13η στο Παρίσι και η 14η στην Αθήνα) και το δρομολόγιο του αεροσκάφους που θα μετέφερε την τέφρα του Στρατηγού και τους επίσημους Έλληνες εκπροσώπους από Λονδίνο - Παρίσι στην Αθήνα. Επίσημες στρατιωτικές τελετές θα πραγματοποιούνταν σύμφωνα με το πρόγραμμα στο Λονδίνο, στο Παρίσι και επιμνημόσυνη δέηση στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στο οποίο θα κατέληγε για εναπόθεση η τέφρα του Στρατηγού.
Στο εξωτερικό και στις αντίστοιχες τελετές, τη χώρα μας θα εκπροσωπούσαν: ο τότε Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Ανδρέας Ζαΐμης, ο τότε Α' Υπαρχηγός ΓΕΣ και σήμερα Αντιστράτηγος ε.α κ. Κωνσταντίνος Κόρκας, επίτιμος Διοικητής Ιης Στρατιάς και το προσωπικό των Ελληνικών Πρεσβειών στις πρωτεύουσες των δύο φίλων και συμμάχων χωρών. Τέλος, για την απόδοση στρατιωτικών τιμών από μέρους της Ελλάδας θα μετέβαινε στο εξωτερικό: Τμήμα της Στρατιωτικής Μουσικής και Άγημα 30 περίπου Ευζώνων από την Προεδρική Φρουρά. Επίσης, σε όλες αυτές τις επιμνημόσυνες τελετές, θα συμμετείχαν και συγγενικά πρόσωπα του αείμνηστου Στρατηγού.
Επιμνημόσυνη Δέηση και Απόδοση Τιμών στο Λονδίνο
Το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου του 1977, μεταφέρθηκε η τεφροδόχος με την τέφρα του αείμνηστου Στρατηγού από το "Wiltshire Downs" και τοποθετήθηκε, με Ελληνική τιμητική φρουρά, μπροστά από την Ωραία Πύλη του Ορθόδοξου Καθεδρικού Ναού της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Επακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση, στην οποία παραβρέθηκαν οι επίσημες αντιπροσωπείες των δύο χωρών -Αγγλίας και Ελλάδας- και πολλές άλλες πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες. Η θρησκευτική αυτή εκδήλωση έκλεισε με μια συγκινητική ομιλία του στενού φίλου του και συμπολεμιστή του, Λόρδου Τζέλλικο, ο οποίος, σκιαγραφώντας την πολύπλευρη προσωπικότητα του Στρατηγού.
Μετά το πέρας της επιμνημόσυνης δέησης και πριν από την αναχώρηση της Ελληνικής αντιπροσωπείας για το Παρίσι, έγινε μία εντυπωσιακή συγκέντρωση πολιτικών και στρατιωτικών στο αεροδρόμιο της Αγγλικής Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF) του Λονδίνου και στη συνέχεια αποδόθηκαν στρατιωτικές τιμές κι έλαβε χώρα παρέλαση από Ελληνικά και Αγγλικά Αγήματα μπροστά από την τεφροδόχο του Στρατηγού. Λίγο αργότερα, η Ελληνική αντιπροσωπεία που συνόδευε την τεφροδόχο μαζί με το Άγημα των Ευζώνων και τη στρατιωτική μουσική αναχώρησαν αεροπορικώς για τον επόμενο σταθμό που ήταν η Γαλλική πρωτεύουσα.
Δύο μέρες πριν από την απέριττη εκείνη τελετή στο Λονδίνο, ο γνωστός από την εποχή της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης, 1941 - 1944, Άγγλος απόστρατος Ταξίαρχος Μόντυ Γούντχαουζ, είχε γράψει στην εφημερίδα "Sunday Telegraph" ένα θαυμάσιο άρθρο για το Στρατηγό Χριστόδουλο Τσιγάντε.
Επιμνημόσυνη Τελετή και Απόδοση Τιμών στο Παρίσι
Στο Παρίσι, η επιμνημόσυνη τελετή πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα στον εσωτερικό υπαίθριο χώρο του ιστορικού και περίλαμπρου κτιριακού συγκροτήματος IMYACI ("Πάνθεον των Απομάχων"), όπου στο κέντρο του είχε εναποτεθεί η τεφροδόχος με την τέφρα του Στρατηγού. Στο χώρο αυτόν -εξαιρετικά τιμητικό για Έλληνα νεκρό αξιωματικό- απονέμονταν οι τελευταίες τιμές, επί έναν και πλέον αιώνα, στους μεγάλους Γάλλους Αρχηγούς των διαφόρων πόλεμων. Οι Γάλλοι θεωρούσαν δικό τους αξιωματικό τον Τσιγάντε, αφού είχε πολεμήσει μαζί τους στο Μακεδονικό Μέτωπο (1916 - 1918), αλλά κυρίως με τις δικές τους "Ελεύθερες Δυνάμεις" και στο πλευρό των Στρατηγών Καινίνγκ και Λεκλέρκ "κατά τας πλέον σκοτεινάς ώρας του πολέμου" (1941 - 1943).
Εκτός από τις επίσημες αντιπροσωπείες των δύο χωρών, τους φίλους απόστρατους και εν ενεργεία Γάλλους Αξιωματικούς και τα στρατιωτικά τμήματα, είχαν λάβει τιμητική θέση απέναντι, από την τεφροδόχο του Στρατηγού και οι Γαλλικές Πολεμικές Σημαίες των "Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων" που πολέμησαν στην Αφρική, με σημαιοφόρους βετεράνους πολεμιστές. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι εκεί «δία να τιμήσουν, δια μιαν τελευταίαν φοράν, την σορόν ενός Έλληνος ήρωος». Η σεμνή εκείνη τελετή άρχισε με ομιλία του Γάλλου Πτέραρχου Υ. Εζανό (Υ. Esannau), ο οποίος με λιτό τρόπο αναφέρθηκε στις χαρακτηριστικές περιόδους της πολεμικής δράσης του γενναίου και ένδοξου Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε.
Και την έκλεισε με τη φράση: «Γενναίος Στρατιώτης, μέγας πατριώτης, έτοιμος να θυσιασθή δια την Σημαίαν του, αποτελεί μέλος εκείνων, οι οποίοι εις μιαν δραματικήν εποχήν επέλεξαν τον έντιμον θάνατον, παρά να κλίνουν το γόνυ.» Η απέριττη αυτή τελετή στο Παρίσι τελείωσε με την καθιερωμένη απόδοση στρατιωτικών τιμών στο νεκρό Στρατηγό από τους παρευρισκόμενους εκεί Γάλλους και Έλληνες. Την ίδια μέρα αναχώρησε η Ελληνική αντιπροσωπεία με την τεφροδόχο για την Αθήνα.
Εναπόθεση της Τέφρας του Στρατηγού στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Οι τελετές για τη μετακομιδή της τέφρας του Στρατηγού Τσιγάντε στην πατρίδα ολοκληρώθηκαν, στις 14 Σεπτεμβρίου 1977, με την επιμνημόσυνη δέηση και την εναπόθεση της τεφροδόχου του στον οικογενειακό τάφο του αδελφού του Αντισυνταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε, που βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Εκεί, συγκεντρώθηκαν, εκτός από την οικογένεια και τους συγγενείς του Στρατηγού, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ, αντιπροσωπείες από τις Ειδικές Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, Ιερολοχίτες, Ριμινίτες, συμπολεμιστές, φίλοι και συνάδελφοι του, ενώ τις στρατιωτικές τιμές θα απέδιδε η στρατιωτική μουσική και τμήμα αλεξιπτωτιστών.
Μετά την επιμνημόσυνη δέηση από τους Ιερείς, ο Ιερολοχίτης και Καταδρομέας -αείμνηστος σήμερα- Αντιστράτηγος ε.α Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος, συμπολεμιστής και στενός συνεργάτης του Στρατηγού, εκφώνησε ένα σύντομο, αλλά πράγματι εντυπωσιακό, λόγο για το έργο και τη δράση του Στρατηγού. Μετά το πέρας της ομιλίας, κι ενώ αποδίδονταν οι στρατιωτικές τιμές και οι παριστάμενοι απηύθυναν τον ύστατο χαιρετισμό, ένας καταδρομέας, Μόνιμος Υπαξιωματικός, εναπόθεσε με ευλάβεια το μικρό κιβώτιο με την τεφροδόχο του αείμνηστου Στρατηγού δίπλα στον ήρωα αδελφό του.
Τότε ακριβώς έκλεισε η τελευταία σελίδα της ιστορίας ενός διακεκριμένου Έλληνα αξιωματικού, του οποίου η αγάπη για την πατρίδα και η εθελοθυσία γι' αυτήν ήταν πάντοτε ο μοναδικός σκοπός της επίγειας ζωής του. Η μητέρα πατρίδα, έστω και αργά, τίμησε το Στρατηγό Τσιγάντε όπως αξίζει να τιμούνται οι ήρωες που αγωνίζονται και θυσιάζονται γι' αυτήν.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΡΥΛΙΚΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ
Ο Τσιγάντες «επιστρέφει» για πάντα στην Ελλάδα. Ο ένδοξος αντιστράτηγος πέθανε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1970, αλλά σύμφωνα με την επιθυμία του η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Τριάντα πέντε χρόνια από την ίδρυση του Ιερού Λόχου και επτά από τον θάνατο του αρχηγού του, Χριστόδουλου Τσιγάντε, η Ελληνική πολιτεία αποφάσισε το 1977 την ανέγερση μνημείου σε απότιση τιμής στη μνήμη των ενδόξων ιερολοχιτών που έπεσαν αγωνιζόμενοι για την ελευθερία της πατρίδας μας στη διάρκεια επιχειρήσεων μεταξύ 1942 - 1945. Ταυτόχρονα, με οδηγίες του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, ξεκινούσε η διαδικασία μετακομιδής της τέφρας του αντιστρατήγου Τσιγάντε που πέθανε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1970.
O Γούντχαουζ σε εκτενές άρθρο του στην «Daily Τelegraph» με τίτλο «Η ζωή και ο θάνατος ενός ήρωα» (14 / 9 / 1977) τον χαρακτήρισε «έναν γνήσιο τζέντλεμαν,έναν σπουδαίο αξιωματικό»και ο λόρδος Ερλ Τζέλλικο, Βρετανός αξιωματικός και φίλος του από τα χρόνια του πολέμου που έζησε δίπλα του ως την τελευταία του πνοή, «έναν μεγάλο πατριώτη, έναν σπουδαίο Έλληνα, απευθείας απόγονο των ιερολοχιτών του Θηβαίου Επαμεινώνδα και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ατρόμητο στην καρδιά και ευαίσθητο συνάμα, με τρομερό χιούμορ που τον έκανε ψυχή της παρέας, καταπληκτικό μάγειρο, υπέροχο στρατιώτη, αλλά και άνθρωπο της ειρήνης, αδιαπραγμάτευτο υποστηρικτή των αρχών που πρέσβευε,ανάμεσα σε αυτές και την προσήλωσή του στη δημοκρατία.
Η φράση ''Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος'' του Περικλή, κατ΄ επιθυμία του γιου του, είπε στην επιμνημόσυνη ομιλία του ο λόρδος Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1977 «Στη φιλική, αλλά πάντως ξένη για τον ίδιο τον Τσιγάντε Αγγλική γη, με γέμισε μελαγχολία καθώς κοίταζα τον ζεστό ήλιο που έδυε το απόγευμα της Κυριακής στο εξοχικό μου στο Γουιλτσάιρ ρίχνοντας το φως του πάνω στην επιτύμβια στήλη λίγα μόλις μέτρα πιο εκεί, στον αυλόγυρο της κοινοτικής εκκλησίας όπου έκειτο η τέφρα του παλιόφιλου, τόσο αγαπητού σε μένα, τόσο σπουδαίου ήρωα, εκείνου του άνδρα που ενσάρκωνε απόλυτα αυτό που εθεωρείτο μεγαλείο στην εποχή του Περικλή».
Με την παράθεση μικρού μόνο αποσπάσματος από την τόσο μεστή και ανθρώπινη ομιλία του λόρδου Τζέλλικο, που έφυγε και αυτός από τη ζωή πριν από λίγα μόλις χρόνια, σκιαγραφείται η προσωπικότητα ενός έξοχου άνδρα, ενός πραγματικού ήρωα που στάθηκε μέχρι τέλους του βίου του ακέραιος και αξιοπρεπής, παρά τις πίκρες που γεύθηκε στην πολυτάραχη ζωή του. Κεφαλλονίτης την καταγωγή ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, από τα Σβορωνάτα Κάτω Λειβαθούς, ήταν μόλις 16 ετών όταν κατετάγη στον Ελληνικό στρατό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, και 20 όταν επικεφαλής τάγματος πεζικού στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου επέδειξε εξαίρετη ανδρεία πολεμώντας στο Μακεδονικό μέτωπο.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Α' και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση και παιδεία, έβλεπε να ανοίγεται μπροστά του ο δρόμος για μια αξιοζήλευτη στρατιωτική σταδιοδρομία. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας και σε συνέχεια στη Μικρασιατική, η ανάμειξή του όμως στο κίνημα του Μαρτίου του έτους 1935 είχε ως συνέπεια την οριστική καθαίρεσή του από τις τάξεις του στρατού και την καταδίκη του σε ποινή ισόβιων δεσμών. Με βασιλική χάρη που του δόθηκε με την παλινόρθωση της μοναρχίας έλαβε άδεια να φύγει στο εξωτερικό, όχι όμως και να επιστρέψει στο στράτευμα.
Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε στη Γαλλία. Εκεί κατετάγη στη Λεγεώνα των Ξένων και βρέθηκε σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Ντε Γκωλ σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική υπό τον στρατηγό Λεκλέρκ. Η αμνηστία που του δόθηκε από την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση ευθυνόταν για την επιστροφή του στις τάξεις του ελληνικού στρατού με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Τότε ήταν που ίδρυσε την καταδρομική μονάδα Ιερός Λόχος, της οποίας υπήρξε αρχηγός σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο Πέλαγος.
Για την ηρωική του δράση στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε μαζί με άλλους δύο συνταγματάρχες, τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο και τον Παυσανία Κατσώτα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους ναζιστές, διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Αρχιπελάγους και αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσων. Αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1948 με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Γνωστός για τις δημοκρατικές του απόψεις, εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες «Εθνος», «Ελευθερία» και «Τα Νέα». Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), παυθείς αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1970 ο Τσιγάντες, νοσηλευόμενος στο Λονδίνο, πέθανε έχοντας διαρκώς στο πλάι του συναγωνιστές του, Βρετανούς αξιωματικούς από τα χρόνια της κοινής τους δράσης στο Αιγαίο, ανάμεσά τους τον λόρδο Τζέλλικο με τον οποίο τον συνέδεε ιδιαίτερη, βαθιά φιλία. Η αποτέφρωση της σορού του έγινε μία ημέρα αργότερα. Στις 26 Αυγούστου 1976 με έγγραφό του ο τότε υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση για τη διάθεση ποσού 1,5 εκατ. δραχμών για την ανέγερση μνημείου «εντός του Πεδίου του Αρεως» και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας» (Φ.735/51575).
Έναν χρόνο αργότερα, στις 2 Αυγούστου 1977, με έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ το Αρχηγείο Στρατού ζητούσε τη μεσολάβηση του πρώτου για τη διεκπεραίωση όλων των απαιτούμενων ενεργειών για τον επαναπατρισμό της τέφρας του νεκρού ήρωα. Η ευθύνη ανετέθη στον διπλωματικό τότε σύμβουλο Α', σήμερα πρέσβη Παύλο Αποστολίδη, που υπηρετούσε μετά την επιστροφή του από το Λονδίνο στην κεντρική υπηρεσία. Στο μεταξύ τα βρετανικά ΜΜΕ, χάρη στην εξαίρετη δραστηριότητα του επικεφαλής του Γραφείου Τύπου στο Λονδίνο Μ. Δραγούμη, αφιέρωναν το ένα μετά το άλλο δημοσιεύματα για τον Τσιγάντε.
Στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 22.00 προβαλλόταν μαζί με την είδηση φιλμ από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιερού Λόχου υπό τις διαταγές του στρατηγού Μοντγκόμερι στη Βόρεια Αφρική. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977 ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο Σταύρος Ρούσσος παρέθεσε παρουσία μεγάλου αριθμού Βρετανών επισήμων δείπνο προς τιμήν του υφυπουργού Αμυνας Ανδρέα Ζαΐμη που είχε φθάσει την προηγουμένη της τελετής για να παραλάβει συνοδευόμενος από άγημα ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς την τέφρα του Τσιγάντε με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130.
Μετά την επιμνημόσυνη τελετή και την υπέροχη ομιλία του Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, η τέφρα του Τσιγάντε, με ένα σύντομο σταθμό στη βάση της RΑF στο Λάινχαμ Ουίλτς όπου θα ακολουθούσε δεύτερη τελετή, θα στάθμευε επ΄ ολίγον στο Παρίσι για μία ακόμη λαμπρή τελετή στον χώρο των Ιnvalides, προτού τελικά φθάσει στην Αθήνα. Στη ρευστότητα αξιών που χαρακτηρίζει την εποχή μας παραδείγματα ζωής όπως αυτό του Χριστόδουλου Τσιγάντε αξίζει να προβάλλονται αντί να περικλείονται σε λίγες μόνο σειρές των σχολικών εγχειριδίων.
Όταν στης 14 Σεπτεμβρίου 1977 εκφώνησε το λόγο του ο Στρατηγός Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος κατά την τελετή εναποθέσεως της τέφρας του Στρατηγού Τσιγάντε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, έδωσε μια τελευταία υπόσχεση, ότι στη θέση εκείνη τοποθετείτο «προσωρινώς και μέχρις ότου αναπαυθεί οριστικά στο Μαυσωλείο του μέσα στο Μνημείο του Ιερού Λόχου που ανεγείρεται προσεχώς». Και η τελευταία εκείνη υπόσχεση προς το νεκρό Στρατηγό πραγματοποιήθηκε μετά από τέσσερα (4) ακριβώς χρόνια από μέρος όλων των τότε επιζώντων Ιερολοχιτών.
Από την εποχή ακόμη της μετακομιδής της τέφρας του Στρατηγού από το Λονδίνο στην Αθήνα (Σεπτέμβριος 1977), είχε συσταθεί από το ΓΕΕΘΑ μια "Επιτροπή ανεγέρσεως Μνημείου του Ιερού Λόχου" στο Πεδίον του Άρεως, με πρόεδρο τον αείμνηστο Αντιστράτηγο ε.α. Θρασύβουλο Κετσέα, υποδιοικητή της ιστορικής εκείνης μονάδας, γιατί τότε δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη η "Λέσχη Καταδρομέων και Ιερολοχιτών". Ύστερα από τεσσάρων ετών συνεχείς προσπάθειες των Ιερολοχιτών, το απέριττο μαρμάρινο μνημείο του Ιερού Λόχου ήταν έτοιμο μέσα στον καταπράσινο χώρο όπου υπάρχουν και άλλα πολλά μνημεία και αγάλματα από τους αγώνες του Ελληνικού Έθνους.
Στη μαρμάρινη βάση του Μνημείου είχε προβλεφθεί ένα μικρό Μαυσωλείο για την οριστική απόθεση της τεφροδόχου του Διοικητή του Ιερού Λόχου. Η επίσημη τελετή των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου ορίστηκε από την υπεύθυνη Επιτροπή για τις 10 Σεπτεμβρίου του 1981. Κατά τη διάρκεια της τελετής των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου, παρουσία επισήμων, συγγενών, Ιερολοχιτών, Καταδρομέων και λοιπών προσκεκλημένων, έγινε η εναπόθεση του κιβωτίου με την τεφροδόχο του Στρατηγού στη μόνιμη πια θέση της που ήταν το μικρό Μαυσωλείο του Μνημείου του Ιερού Λόχου. Είχε μεταφερθεί εκεί από τον οικογενειακό τάφο του αδελφού του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στο οποίο είχε διαφυλαχτεί επί τέσσερα ακριβώς χρόνια.
Η θέση που εναποτέθηκε οριστικά πλέον και φυλάσσεται σήμερα η τεφροδόχος του αειμνήστου Στρατηγού είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντα, μοναδική και πλέον αρμόζουσα σ' εκείνον τον ήρωα, αφού βρίσκεται κάτω ακριβώς από τα ονόματα των ένδοξα πεσόντων, στην εποχή του μεγάλου πολέμου, συμπολεμιστών Ιερολοχιτών του. Θέση στην οποία θα επιθυμούσε και ο ίδιος ν' αναπαυθεί μετά το θάνατο του.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΑΝΤΕ
Ο Γιάννης Τσιγάντες, επηρεασμένος πιθανόν από το μεγαλύτερο αδελφό του Χριστόδουλο που ήταν ήδη αξιωματικός, διέκοψε τη φοίτηση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1917 και αμέσως μετά έδωσε εξετάσεις στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων και πέτυχε. Εισήλθε το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου στον Προπαρασκευαστικό Λόχο Ευελπίδων και τον επόμενο στο Σχολείο, απ' όπου αποφοίτησε πρώτος μεταξύ 55 συμμαθητών του ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού τον Ιούλιο του 1920. Λίγο μετά την έξοδο της, όλη η Τάξη του πήγε στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Ο Ανθυπολοχαγός Γιάννης Τσιγάντες, τοποθετημένος εξαρχής στο ευρισκόμενο στη Μικρά Ασία 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους, το οποίο από 24 Δεκεμβρίου 1920 μετονομάστηκε σε 22ο Σύνταγμα Πεζικού της VIIης Μεραρχίας (πρώην Μεραρχία Αρχιπελάγους), έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου (Αύγουστος 1922). Το Μάρτιο του 1921 και κατά την προς ανατολάς προέλαση του συντάγματος του τραυματίστηκε σοβαρότατα (7 τραύματα) στην αιματηρή μάχη της Κοβαλίτσας.
Ενάμιση δε μήνα πριν από τη σύμπτυξη της Ελληνικής Στρατιάς από την περιοχή του Σαγγάριου ποταμού, αποσπάσθηκε στην μαχόμενη VIIη Μεραρχία, με την οποία έφτασε τελικά στη Χίο την 1η Σεπτεμβρίου 1922. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα των δύο και πλέον ετών της υπηρεσίας του στη γραμμή του Μετώπου, η πολεμική του δράση υπήρξε άριστη. Μετά την επιστροφή του από τη Μικρά Ασία και μέχρι τις αρχές του 1935 υπηρέτησε σε Μονάδες και Επιτελεία του Ελληνικού Στρατού ως εξής:
Έγκλειστος στις φυλακές της Αίγινας, και αργότερα, μετά την Αμνηστία, εξόριστος στα Κύθηρα. Λόγω της μεταφοράς του στην τάξη του στρατιώτη, δεν έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό Πόλεμο 1940 - 1941, αν και το επιθυμούσε πολύ. Κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής της πατρίδας μας και συγκεκριμένα στις αρχές του 1942 διέφυγε από την Ελλάδα, με πολλούς κινδύνους, προς τη Μέση Ανατολή, για να φτάσει στη Χάιφα της Παλαιστίνης στις 26 Φεβρουαρίου. Από εκεί πήγε στο Κάιρο, όπου τέσσερις μήνες αργότερα (17 Ιουνίου) ανακλήθηκε, μαζί με τον αδελφό του Χριστόδουλο, στην ενεργό του Στρατού υπηρεσία και ταυτόχρονα προβιβάστηκε στο βαθμό του Ταγματάρχη.
Ευθύς ως επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, δέχτηκε οικειοθελώς να επιστρέψει στην Ελλάδα για να οργανώσει Μυστικό Πόλεμο και να ενώσει τις τότε Αντιστασιακές Οργανώσεις κάτω από μια ενιαία διοίκηση κοινής εμπιστοσύνης. Γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό συγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή μια ολιγομελής ομάδα με αρχηγό τον ίδιο, η οποία, αφού εφοδιάστηκε με χρήματα και τ' απαραίτητα μέσα (ασυρμάτους κλπ.), αναχώρησε από τη Βηρυτό για την ειδική αποστολή της. Έφθασε με την ομάδα του στην κατεχόμενη τότε Ελλάδα τον Αύγουστο του 1942 και αμέσως άρχισε την οργάνωση, στην Αθήνα, μιας από τις σπουδαιότερες Αντιστασιακές Οργανώσεις Μυστικού Πολέμου, με το όνομα "ΜΙΔΑΣ 614".
Επί πέντε περίπου μήνες και με κίνδυνο της ζωής του, ο ριψοκίνδυνος εκείνος αξιωματικός, βοηθούμενος από τους συνεργάτες του στην Οργάνωση και από πατριώτες, πρόσφερε πολλά στον Αγώνα με τη σχεδίαση και εκτέλεση τολμηρών αντιστασιακών ενεργειών και αποστολών εναντίον του κατακτητή. Δυστυχώς το σοβαρό αντιστασιακό έργο του ένθερμου πατριώτη, Ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε, διακόπηκε ξαφνικά, όταν ένα "άγνωστο" τηλεφώνημα προς τις Αρχές Κατοχής, στις 14 Ιανουαρίου 1943, έδινε την πληροφορία, ότι στην οδό Πατησίων 86 κρυβόταν ένα "Άγγλος" Ταγματάρχης.
Η γρήγορη άφιξη εκεί μιας ισχυρής Ιταλικής περιπόλου και η επακολουθείσασα αιματηρή συμπλοκή της με το θαρραλέο Έλληνα Αξιωματικό, είχαν σαν τραγική κατάληξη τον ηρωικό θάνατο του. Ένα μήνα αργότερα και με το αιτιολογικό "Έπεσεν μαχόμενος εις συμπλοκήν μετά Ιταλικής δυνάμεως" προβιβάστηκε επ' Ανδραγαθία στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη από την Ελληνική Κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής. Αυτό το ξαφνικό, αλλά ηρωικό, τέλος είχε ο γενναίος Γιάννης Τσιγάντες. Αξιωματικός δυναμικός, με ευρύτατη επαγγελματική και εγκυκλοπαιδική μόρφωση, συγγραφικές ικανότητες και με σπάνια προσόντα και γενικά μια εξέχουσα στρατιωτική προσωπικότητα, ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Γιάννης Τσιγάντες.
Αψηφώντας πάντοτε κάθε κίνδυνο, πρόσφερε στη αιματοβαμμένη πατρίδα του ό,τι πολυτιμότερο έχει ένας Έλληνας Στρατιώτης, την ίδια του τη ζωή. Αυτήν ακριβώς την εθελοθυσία του επιβεβαιώνουν και τα Πολεμικά Μετάλλια με τα οποία είχε τιμηθεί μαχόμενος εναντίον των Τούρκων κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τα οποία ήταν:
ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ ΓΙΑ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Α' ΠΑΡΑΣΗΜΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, γενναίος Στρατιώτης και άξιος Ηγήτορας, υπήρξε για την εποχή του ο Έλληνας μόνιμος αξιωματικός με τη σπάνια στρατιωτική προσωπικότητα, τη διπλωματική δεξιοτεχνία, αλλά και την έντονη πολιτική δραστηριότητα. Ήταν, μαζί με το νεότερο αδελφό του Γιάννη, γνωστός στους κύκλους ως κοσμοπολίτης φιλελεύθερος ή δημοκρατικός αξιωματικός. Από τα πρώτα κιόλας βήματα του στο στρατό άρχισε μια δύσκολη σταδιοδρομία μεσα σε μια πολύ ταραγμένη από πολιτικά πάθη και μίση περίοδο, αυτήν του οδυνηρού για την Ελλάδα "Εθνικού Διχασμού".
Γεμάτη από τραγικά πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, που δυστυχώς σημάδεψαν ολόκληρο σχεδόν τον εικοστό αιώνα και επηρέασαν αποφασιστικά την ιστορική πορεία ολόκληρου του Ελληνικού Έθνους. Ενώ, η καθ' όλα υπέροχη και ξεχωριστή πολεμική δράση του στο Μακεδονικό Μέτωπο (1916 - 1918) και στη Μικρά Ασία (1919 - 1921) αναγνωρίστηκε και αμείφθηκε από την Πατρίδα και από τους Συμμάχους, η συμμετοχή του, αντίθετα, με ηγετικό ρόλο, σε απόπειρα στρατιωτικής εκτροπής είχε βαρύτατο τίμημα που ήταν γι' αυτόν πράγματι εξοντωτικό και συνάμα καταλυτικό για την παραπέρα εξέλιξη του στο στράτευμα, η οποία, σε άλλες ομαλές εποχές, θα ήταν εκείνη που άξιζε σ' έναν ξεχωριστό, όπως ο Τσιγάντες, αξιωματικό.
Έτσι, αυτός ο διακεκριμένος και υπέροχος ηγήτορας υπήρξε ατυχώς θύμα, όπως και πάρα πολλοί άλλοι αξιωματικοί, μιας άλλης ολέθριας εποχής, η οποία άφησε ανεξίτηλα τα καταστροφικά σημάδια της στην πολυκύμαντη ιστορία αυτού του τόπου. Η υπερβολική αγάπη του για την πατρίδα, η λεβεντιά του και το εθελοντικό "παρών" του σε δύσκολες πολεμικές περιόδους, όπως ήταν αυτή του 1940-1945, έδειξαν έναν αξιωματικό γεμάτο από εθνική υπερηφάνεια, που επάξια αγωνίστηκε πέρα από ατομικές επιδιώξεις και συμφέροντα, αλλά και μακριά από τις πολιτικές ανωμαλίες της εποχής εκείνης.
Εκτός από το ότι ήταν υπερβολικά ριψοκίνδυνος και παράτολμος, είχε ένα ακόμα σπάνιο προσόν, ήταν πραγματικά φτιαγμένος "ανορθόδοξος" ηγήτορας καταδρομέων και μάλιστα από τους πρωτοπόρους στην πρόσφατη ιστορία των Ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων. Η αγάπη, ο θαυμασμός και η εμπιστοσύνη όλων των συμπολεμιστών Ιερολοχιτών του της θρυλικής εκείνης καταδρομικής μονάδας επιβεβαιώνουν τις σπάνιες και ιδιαίτερες ηγετικές του αρετές και ικανότητες. Το ότι, επίσης, ο Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες ήταν μια πολύπλευρη στρατιωτική, κι όχι μόνο, προσωπικότητα, με εξαιρετική φήμη και πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, αποδεικνύεται και από την αναγνώριση και την εκτίμηση των πολεμικών του αρετών, των προσόντων και των ικανοτήτων του από τους αξιωματικούς των Συμμάχων χωρών, Αγγλίας και Γαλλίας.
Ένεκα ακριβώς της συμμετοχής και της δράσης του στους δύο Παγκόσμιους (Α' και Β') Πολέμους και της φοίτησης του στη Σχολή Πολέμου των Παρισίων. Τέλος, η μεγάλη προσφορά του προς την πατρίδα και μάλιστα σε μία από τις δύσκολες ιστορικές περιόδους, όπως αυτή μετά την Απελευθέρωση (1944), αποτέλεσε έναν ακόμη ιδιαίτερο τίτλο τιμής για το Στρατηγό. Την προσφορά του εκείνη την αναγνώρισε, κατά τον πλέον επίσημο και πανηγυρικό τρόπο, η ελεύθερη τότε Ελλάδα με την εξαιρετικά τιμητική Πράξη του Υπουργικού της Συμβουλίου, που υπήρξε, απ' ότι εκτιμώ, η μοναδική για Έλληνα Αξιωματικό.
Το όνομα του αξέχαστου Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε, γραμμένο σήμερα στην απέριττη λευκή μαρμάρινη πλάκα του μικρού Μαυσωλείου του στη βάση του Μνημείου του θρυλικού Ιερού Λόχου, θα δείχνει για πάντα ότι εκεί αναπαύεται ένας από τους πιο διακεκριμένους Έλληνες Αξιωματικούς και πρωτοπόρους Καταδρομείς.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός, από το οποίο ταλαιπωρήθηκε το Ελληνικό Έθνος κατά τον περασμένο αιώνα και για πολλά χρόνια, ήταν η έντονη επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή του τόπου, για την οποία μεγάλη ευθύνη έφεραν βέβαια ο θρόνος και οι τότε δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις (Λαϊκών και Φιλελευθέρων), που υποστήριζαν, έντονα και φανερά, τις "πελατειακές σχέσεις" τους με τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων. Χαρακτηριστική, της εποχής εκείνης, ήταν η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση που επικράτησε κατά την ταραχώδη περίοδο του "Εθνικού Διχασμού" 1916 - 1935, κατά την οποία το σύνολο σχεδόν των αξιωματικών -κυρίως των μάχιμων όπλων- οι οποίοι, ανήκοντας σε μια από τις δυο πολιτικές παρατάξεις, είχαν αναπτύξει έντονη κομματική δραστηριότητα με τη μυστική ή φανερή συμμετοχή τους σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, συνωμοσίες και εκτροπές, οι οποίες υπήρξαν λίαν επιζήμιες για τη χώρα και μάλιστα σε περιόδους εμπλοκής της σε πολέμους και εκστρατείες (1916 - 1918 και 1919 - 1923)...
Τα βαθύτερα αίτια αυτού του φαινομένου, που είχε ολέθριες συνέπειες για το Σώμα των Αξιωματικών και για το στράτευμα γενικότερα, και που ο απόηχος του έφθασε μέχρι τις μέρες μας, δεν είναι του παρόντος. Σε εκείνη ακριβώς τη χρονική περίοδο σταδιοδρόμησε, ως νέος Αξιωματικός, ο Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες. Υπήρξε από τους πλέον πολυσυζητημένους αξιωματικούς της εποχής του, αφού από τη μια μεριά ήταν διακεκριμένος -στον πόλεμο και στην ειρήνη- Έλληνας αξιωματικός με εξαιρετική φήμη και πέρα από τα στενά όρια της πατρίδας και από την άλλη έντονα πολιτικοποιημένος με την προσήλωση και τη δράση του σε πολιτική παράταξη, τις αρχές της οποίας είχε ασπασθεί από νεαρός Εύελπις και στις οποίες είχε παραμείνει πιστός μέχρι την ημέρα του θανάτου του.
Ήταν και αυτός ένας από τους πολλούς Αξιωματικούς μιας εποχής που χαρακτηριζόταν από τη θύελλα των βίαιων πολιτικών παθών και την απύθμενη μισαλλοδοξία ανάμεσα στο βαθιά διχασμένο τότε Ελληνικό Λαό και Στρατό. Επαναφέροντας εδώ εκείνη ακριβώς τη ζοφερή σελίδα της πολυκύμαντης ιστορίας αυτού του τόπου. Η παραπάνω αναφορά, σχετικά με τις σχέσεις στρατού - πολιτικής, έγινε μόνο και μόνο για να επικαλεσθούμε τη δίκαιη κι αντικειμενική κρίση του αναγνώστη σχετικά με την έντονη ανάμειξη του Αξιωματικού Χριστόδουλου Τσιγάντε στην πολιτική.
Συμπεριφορά η οποία, καίτοι απαράδεκτη και παράνομη κατά τους Στρατιωτικούς Κανονισμούς, δεν πρέπει να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί με τωρινά πολιτικά ή κομματικά κριτήρια και έξω από την τότε επικρατούσα νοοτροπία στο σύνολο σχεδόν των αξιωματικών κι από το γενικότερο πολιτικοστρατιωτικό κλίμα της τραγικής, για τη διχασμένη Ελλάδα, εικοσαετίας 1916 - 1935 με τις εθνικές εξάρσεις και τις οδυνηρές ταπεινώσεις. Ας μην ξεχνούμε ακόμη ότι αυτού του είδους οι συμπεριφορές των στελεχών του στρατεύματος αποτελούσαν τρόπο σκέψης και έκφρασης.
Για να μην πούμε και τρόπο ζωής, όλων των πολιτικοποιημένων αξιωματικών της εποχής εκείνης που ανήκαν ιδεολογικά και υποστήριζαν, συνήθως με φανατισμό, μια από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις που κυριαρχούσαν τότε στην πολιτική ζωή της χώρας ή ακόμη και ισχυρές πολιτικές ή στρατιωτικές προσωπικότητες.
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Χριστόδουλος Σβορώνος - Τσιγάντες ήταν Έλληνας ανώτατος αξιωματικός με το βαθμό του στρατηγού. Απότακτος για το αποτυχημένο Βενιζελικό στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 και μετέπειτα διοικητής του Ιερού Λόχου. Γεννήθηκε στη Ρουμανία στις 30 Ιανουαρίου 1897 στην παραδουνάβια πόλη Τούλτσα (σημερινή Τουλτσέα) κοντά στο εμπορικό κέντρο της πόλης Βραΐλα. Ήταν πρωτότοκος γιος του Γεράσιμου Σβορώνου - Τσιγάντε από το χωριό Σβορωνάτα Κάτω Λειβαθούς του Νομού Κεφαλλονιάς και της Ευγενίας Αντύπα - Τσιγάντε, ενώ ήταν αδελφός του Ιωάννη Τσιγάντε κι είχαν ένα μικρότερο -περί τα δέκα χρόνια- αδελφό το Γεώργιο Τσιγάντε.
Ο πατέρας τους είχε εγκατασταθεί στην παραδουνάβια Ρουμανία, κοντά στο εμπορικό κέντρο της γνωστής πόλης Βραΐλα, και η κύρια ασχολία του ήταν οι ποτάμιες μεταφορές με ιδιόκτητο πλωτό μέσο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1900, σοβαρή ασθένεια του Γεράσιμου Σβορώνου - Τσιγάντε τον ανάγκασε να εγκαταλείψει, μαζί με την οικογένεια του, τη Ρουμανία και να επιστρέψει στην Κεφαλλονιά, όπου λίγο αργότερα πέθανε. Ο Γεώργιος Τσιγάντες, επέστρεψε στη Ρουμανία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Χριστόδουλος, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στην από μητέρα θεία του, όπου ολοκλήρωσε με επιτυχία τις εγκύκλιες σπουδές του, φοιτώντας στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Το φθινόπωρο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα και ζήτησε, ως «εκ της Αλλοδαπής Έλλην» να πολιτογραφηθεί στο χωριό Σβορωνάτα (Κάτω Βαθέως) της Κεφαλλονιάς. Στις 17 Ιανουαρίου 1921 παντρεύτηκε με τη Μαρία Δρακούλη, μόνιμη κάτοικο Ρουμανίας με καταγωγή από την Ιθάκη, και απέκτησαν δύο αγόρια, το Γεράσιμο το 1924 και το 1935 τον Ελευθέριο. Πέθανε από καρκίνο στις 12 Οκτωβρίου 1970, στο Λονδίνο. Η σορός του αποτεφρώθηκε την επόμενη ημέρα στη Βρετανική πρωτεύουσα, όμως στις 13 Σεπτεμβρίου 1977 έγινε μετακομιδή της τέφρας του στην Ελλάδα, η οποία εναποτέθηκε στον τάφο της οικογένειας του Ιωάννη Τσιγάντε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1981 η τεφροδόχος του μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στη βάση του Μαρμάρινου μνημείου του Ιερού Λόχου στο Πεδίο του Άρεως.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΓEΡΑΣΙΜΟΥ ΣΒΟΡΩΝΟΥ - ΤΣΙΓΑΝΤΕ
Περί τα τέλη του 19ου αιώνα, στα μέλη της πολυπληθούς και ευημερούσας Ελληνικής παροικίας στη Ρουμανία ήταν και ο Γεράσιμος Σβορώνος - Τσιγάντες από το χωριό Σβορωνάτα της Κεφαλλονιάς. Είχε εγκατασταθεί στην παραδουνάβια πόλη Τούλτσα (σημερινή Τουλτσέα) κοντά στο εμπορικό κέντρο της γνωστής πόλης Βραΐλα, και η κύρια ασχολία του ήταν οι ποτάμιες κυρίως μεταφορές με ιδιόκτητο πλωτό μέσο. Μετά το γάμο του με την Ευγενία Αντύπα απόκτησε το 1897 δυο αγόρια, το Χριστόδουλο (30 Ιανουαρίου) και το Γιάννη (1 Δεκεμβρίου) και ένα τρίτο ακόμη, το Γεώργιο, δέκα περίπου χρόνια αργότερα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1900, μια σοβαρή ασθένεια του Γεράσιμου Σβορώνου - Τσιγάντε τον ανάγκασε να εγκαταλείψει οριστικά, μαζί με την οικογένεια του, τη φιλόξενη Ρουμανία και να παλιννοστήσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κεφαλλονιά, όπου λίγο αργότερα πέθανε. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα του, ο ορφανός μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ο Χριστόδουλος, στάλθηκε στην από μητέρα θεία του, στην Κωνσταντινούπολη, και εκεί τέλειωσε με επιτυχία τις εγκύκλιες σπουδές του, φοιτώντας κανονικά στην περίφημη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ο δεύτερος γιος, ο Γιάννης, αφού τέλειωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως φοιτητής της Χημείας (1914 ή 1915).
Αυτοί οι δύο έφηβοι αδελφοί Τσιγάντε θα σταδιοδρομήσουν, στη συνέχεια, στον Ελληνικό Στρατό και θα έχουν ενεργό συμμετοχή στους πολέμους και στα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα της ταραχώδους εποχής 1916 - 1935 και στην πολεμική περίοδο 1939 - 1948. Ο μικρότερος, τέλος, αδελφός, ο Γεώργιος, επέστρεψε αργότερα στη Ρουμανία και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Στη συνέχεια, θα παραθέσουμε όσα λεπτομερή στοιχεία προέκυψαν από τη μέχρι σήμερα ενδελεχή ιστορική έρευνα σχετικά με την πολυκύμαντη ζωή και την ανεπανάληπτη δράση του θρυλικού διοικητή του Ιερού Λόχου, αείμνηστου Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε.
Σε μερικές βιογραφίες των δυο αδελφών Τσιγάντε, που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς, χαρακτηρίζονται ως δίδυμοι. Αυτό δεν είναι ακριβές. Θα αφιερώσουμε παράλληλα και στο νεότερο αδελφό του, γενναίο Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Γιάννη Τσιγάντε, μερικές σελίδες με τα πλέον σημαντικά και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία από τη στρατιωτική σταδιοδρομία του, που είχε ξαφνικό, αλλά ηρωικό, τέλος στις 14 Ιανουαρίου 1943.
H ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΚΑΙ H ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ
ΓΕΝΙΚΑ
Υπέβαλε δικαιολογητικά στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων και συμμετείχε στις εισιτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 1913 / 1914, όπου εισήλθε την 1η Φεβρουαρίου 1914 με γενικό Αριθμό Μητρώου 448, αρχικά για τετραετή φοίτηση, όμως λίγο καιρό αργότερα με το νόμο 344/31ης Οκτωβρίου 1914 η φοίτηση περιορίστηκε σε δυο έτη. Την ίδια εποχή η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου κατάργησε τα δίδακτρα που κατέβαλαν μέχρι τότε οι σπουδαστές και καθιέρωσε για πρώτη φορά, τη δωρεάν φοίτηση. Ανήκε στην τάξη του 1916 και παρακολούθησε τα μαθήματα μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1915, οπότε, μετά από διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχτηκε στο στράτευμα ως Ανθυπασπιστής.
Λόγω της επιστρατεύσεως τοποθετήθηκε στο Έμπεδο της Λάρισας, όπου υπηρέτησε μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1916, ενώ στις 16 Νοεμβρίου 1915, προήχθη στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, ως 2ετής Εύελπις - Ανθυπασπιστής.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1913 - 1921
Στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων (ΣΣΕ) 1914 - 1916
Μετά το πέρας της φοίτησης του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, ο ηλικίας 16 ετών νεαρός Χριστόδουλος επέστρεψε στην Ελλάδα με σκοπό να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία ως αξιωματικός. Η απόφασή του εκείνη, που ήταν και η πιο σημαντική της ζωής του, επηρεασμένη ασφαλώς και από την κατάσταση της ορφανικής οικογένειας του, της οποίας θεωρείτο προστάτης, ίσως να οφειλόταν στον ανήσυχο και δραστήριο χαρακτήρα του ή στην αμέσως μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους 1912 - 1913 εθνική έξαρση όλων των Ελλήνων και στη δόξα των Ελληνικών όπλων.
Έτσι, το φθινόπωρο του 1913 υπέβαλε τα σχετικά δικαιολογητικά στο Στρατιωτικό Σχολείο των Ευελπίδων και παράλληλα ζήτησε, ως "εκ της Αλλοδαπής Έλλην" τη καταγωγή και πολιτογραφήθηκε στη γενέτειρα του πατέρα του, το χωριό Σβορωνάτα (Κάτω Βαθέως) της Κεφαλλονιάς, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα Οργανισμό του Σχολείου. Πέτυχε στις εισιτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 1913 / 1914 και εισήλθε την 1η Φεβρουαρίου 1914 με γενικό Αριθμό Μητρώου 448, για τετραετή αρχικά φοίτηση, η οποία λίγο αργότερα και με το νόμο 344/ 31 Οκτωβρίου 1914 περιορίστηκε σε δυο (2) έτη (1914 - 1916).
Υπόψη, ότι την εποχή εκείνη η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου κατάργησε τα δίδακτρα που κατέβαλαν μέχρι τότε οι γονείς ή οι κηδεμόνες των Ευελπίδων στο Σχολείο τους, καθιερώνοντας έτσι, για πρώτη φορά, τη δωρεάν φοίτηση. Η Τάξη του Σχολείου Ευελπίδων στην οποία ανήκε ο νεαρός Εύελπις Χριστόδουλος Τσιγάντες -η περίφημη Τάξη του 1916- γνωστή στους παλαιότερους απόφοιτους, δεν ήταν μόνο η πολυπληθέστερη (304 συνολικά μαθητές) σε όλη τη μέχρι το 1940 ιστορία του, αλλά και με μερικές "ιδιοτυπίες", όπως: Οι Ευέλπιδες ("εξ ιδιωτών" και για πρώτη φορά και "εξ υπαξιωματικών" του στρατού) εισήλθαν με εξετάσεις σε τέσσερις (4) διαδοχικά σειρές (1η Φεβρουαρίου - 14 Νοεμβρίου 1916).
Είχαν πραγματοποιηθεί -για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία του Σχολείου- μετακινήσεις μαθητών προς και από το Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών εξήλθαν όλοι οι Ευέλπιδες προσωρινά από το Σχολείο και υπηρέτησαν στο στράτευμα -αρχικά ως Ανθυπασπιστές, προαχθέντες αργότερα σε Ανθυπολοχαγούς- κατά την Επιστράτευση του 1915, επιστρέφοντας αργότερα για συνέχιση της φοίτησης τους, και τέλος ένας αριθμός από αυτούς εγκατέλειψαν το Σχολείο λίγο πριν από την οριστική έξοδο τους και προσχώρησαν στο κίνημα της "Εθνικής Αμύνης" του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ως το κυριότερο ιστορικό γεγονός της εποχής εκείνης, αποτέλεσε την απαρχή του "Εθνικού Διχασμού" των Ελλήνων που ακολούθησε.
Το Στρατιωτικό Σχολείο Υπαξιωματικών ήταν το δεύτερο μετά τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων παραγωγικό σχολείο μόνιμων αξιωματικών του στρατού. Οι μαθητές του, υπαξιωματικοί (Επιλοχίες και Λοχίες) υποχρεωτικά, γίνονταν δεκτοί σ' αυτό υστέρα από πολλαπλές και δύσκολες εξετάσεις και μετά από τριετή δωρεάν φοίτηση προβιβάζονταν στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού στο Πεζικό, Ιππικό, Οικονομικό και αργότερα στη Χωροφυλακή. Η πρώτη περίοδος λειτουργίας του ήταν από το 1882 μέχρι το 1914. Τραγικές οι συνέπειες και για το Σώμα των Αξιωματικών της περιόδου εκείνης, το οποίο διασπάστηκε, στις ιδέες και τις ενέργειες, ακολουθώντας μια από τις δύο αντίπαλες τότε μεγάλες πολιτικές παρατάξεις (Βενιζελικής ή Αντιβενιζελικής).
Ο Εύελπις Χριστόδουλος Τσιγάντες, όπως και όλοι οι συμμαθητές του, παρακολούθησε κανονικά τα μαθήματα του Σχολείου μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1915, οπότε, σύμφωνα με σχετική διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχτηκε προσωρινά στο στράτευμα ως Ανθυπασπιστής, λόγω της μόλις τότε κηρυχθείσας επιστράτευσης και τοποθετήθηκε στο Έμπεδο της Λάρισας. Εκεί υπηρέτησε μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 1916, προαχθείς στο μεταξύ στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού από τις 16 Νοεμβρίου 1915 (ως 2ετής Εύελπις - Ανθυπασπιστής). Στις 21 Ιανουαρίου του ίδιου χρόνου, όλοι οι Ευέλπιδες - Ανθυπολοχαγοί επανήλθαν στο Σχολείο "προς εξακολούθησιν των σπουδών των", ύστερα και πάλι από υπουργική διαταγή.
Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1916, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, διαπνεόμενος προφανώς από φιλελεύθερες ιδέες και οπωσδήποτε πιστεύοντας ότι η πολιτική θεώρηση του τότε παραιτηθέντος πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ως προς τη στάση της Ελλάδας στον επί διετία συνεχιζόμενο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, που ήταν κατά τη δική του αντίληψη και πεποίθηση η ενδεδειγμένη, ξαφνικά εγκατέλειψε με άλλους 15 περίπου συμμαθητές του το Σχολείο Ευελπίδων και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου και προσχώρησε αμέσως στην "Εθνικήν Άμυναν". Ήταν τότε 19 ετών και Ανθυπολοχαγός Πεζικού από τον προηγούμενο χρόνο.
Αυτή την ιδεολογική τοποθέτηση του και προσήλωση του στην παράταξη των τότε Βενιζελικών ή "Δημοκρατικών" (Φιλελεύθερων) θα τη διατηρήσει πιστά και αμετακίνητα, όπως θα δούμε στη συνέχεια , μέχρι το τέλος της ζωής του και θα επηρεάσει αποφασιστικά, καίτοι λαμπρής στρατιωτικής σταδιοδρομίας, όλες τις μετέπειτα σκέψεις και ενέργειες του, τουλάχιστον μέχρι το Κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, στο οποίο έλαβε ενεργό δράση ως ηγετικό στέλεχος Βενιζελικών τότε αξιωματικών. Οι υπόλοιποι, τέλος, συμμαθητές του εξήλθαν κανονικά από το Σχολείο Ευελπίδων με βασιλικό διάταγμα της 1ης Οκτωβρίου 1916 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, τον οποίο έφεραν από το Νοέμβριο του 1915.
Η Δράση του στο Μακεδονικό Μέτωπο 1916 - 1918
Στις 21 Ιανουαρίου 1916, οι Ευέλπιδες - Ανθυπολοχαγοί επανήλθαν στο Σχολείο, όμως το βράδυ της 16 / 17ης Αυγούστου 1916, εξερράγη στη Θεσσαλονίκη και την Έδεσσα το Κίνημα της «Εθνικής Άμυνας». Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου 1916, ο Τσιγάντες εγκατέλειψε μαζί με άλλους 15 συμμαθητές του το Σχολείο Ευελπίδων και ταξίδεψε στη Μακεδονία, όπου προσχώρησε στο κίνημα και υπηρέτησε στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης που σχημάτισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι υπόλοιποι συμμαθητές του εξήλθαν κανονικά από το Σχολείο Ευελπίδων με Βασιλικό Διάταγμα της 1ης Οκτωβρίου 1916 με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού.
Το Κίνημα της "Εθνικής Αμύνης", από φιλελεύθερους αξιωματικούς, εξερράγη ταυτόχρονα στη Θεσσαλονίκη και την Έδεσσα τη νύκτα της 16 / 17ης Αυγούστου 1916, οπότε άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα επαναστατικά στρατιωτικά τμήματα, τα οποία ενισχύθηκαν σταδιακά κατά τις επόμενες μέρες. Έτσι σχηματίστηκε, στις αρχές του Σεπτεμβρίου, το Α' Τάγμα Αμύνης με διοικητή τον τότε Λοχαγό Πεζικού Νεόκοσμο Γρηγοριάδη. Ήταν η μόνη Ελληνική δύναμη, η οποία στις 9 του ίδιου μήνα αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη και επί δύο και πλέον μήνες (15 Σεπτεμβρίου - 24 Νοεμβρίου) πολέμησε, με εντολή της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης, στο πλευρό των Αγγλο-Γαλλικών δυνάμεων της Αντάντ (Τριπλής Συνεννοήσεως) εναντίον του Βουλγαρικού Στρατού.
Ενταγμένη αρχικά στο Γαλλικό Απόσπασμα Στρυμόνος (ΧVΙου Βρετανικού Σώματος Στρατού) και αργότερα στην 82η Ταξιαρχία. Πέντε μέρες μετά την αναχώρηση του Α' Τάγματος Αμύνης για το μέτωπο, δηλαδή στις 14 Σεπτεμβρίου -την προηγούμενη της άφιξης του τάγματος στην πρώτη γραμμή- παρουσιάστηκε στο λοχαγό διοικητή του ο Ανθυπολοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες και αμέσως τοποθετήθηκε διμοιρίτης του 1ου Λόχου της νεοσύστατης μονάδας πεζικού. Από εκείνη ακριβώς την ημέρα άρχισε η εντυπωσιακή πολεμική δράση του νεαρού αξιωματικού στο Μακεδονικό Μέτωπο, όπου έλαβε μέρος:
Με το Α' Τάγμα Αμύνης
- Στις συνεχείς τοπικές συμμαχικές επιθέσεις στη δεξιά όχθη του ποταμού Στρυμόνα (28 Οκτωβρίου - 14 Νοεμβρίου 1916).
- Στην αιματηρή μάχη Τουμπίτσας - Βρεχαντλή (22 - 24 Νοεμβρίου 1916), όπου και τραυματίστηκε σοβαρά (δύο πληγές) στο πεδίο της μάχης.
- Στις Συμμαχικές επιχειρήσεις στον Δυτικά του ποταμού Αξιού τομέα Φανού (16 Δεκεμβρίου 1916 - 30 Ιουνίου 1917).
- Στην αιματηρή επίθεση εναντίον της οχυρωμένης αμυντικής τοποθεσίας Σκρα ντι Λέγκεν (17 Μαΐου 1918).
- Κατά τη γενική Συμμαχική επίθεση προς βορρά και την, στη συνέχεια, προέλαση της Μεραρχίας μέχρι την πόλη Πιρότ, στο εσωτερικό της Σερβίας (4 Σεπτεμβρίου 1918 - 8 Νοεμβρίου 1918).
- Στις 13 Δεκεμβρίου 1917 προβιβάστηκε στο βαθμό του Υπολοχαγού.
Αδιάψευστος μάρτυρας της πράγματι υπέροχης πολεμικής δράσης του, από τα πρώτα κιόλας βήματα του ως νεαρού ηγήτορα, εκτός από τα πολλά πολεμικά -Ελληνικά και ξένα- μετάλλια και παράσημα, με τα οποία επάξια τιμήθηκε, είναι και οι Διαδοχικές Σημειώσεις που του έγραψαν τότε οι διοικητές του. Με τη μεταφορά της ΙΙΙης Μεραρχίας Πεζικού από το Πιρότ της Σερβίας στην περιοχή Λαγκαδά Θεσσαλονίκης (Δεκέμβριος 1918 - Ιανουάριος 1919), τέλειωσε η παρουσία της στο Μακεδονικό Μέτωπο. Είχε ήδη υπογραφεί ανακωχή μεταξύ των εμπόλεμων δυνάμεων (29 Οκτωβρίου 1918) και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις είχε λήξει. Στη Διοίκηση Πεζικού της Μεραρχίας συνέχιζε να υπηρετεί ο Υπολοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, ως Επιτελής - Βοηθός Διοικητή.
Η Συμμετοχή του στο Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα (Μεσημβρινή Ρωσία 1919)
Μετά την περί το τέλος Νοεμβρίου 1918 αποφασισθείσα συμμετοχή Ελληνικών στρατευμάτων στο αποστελλόμενο στη Μεσημβρινή Ρωσία (Ουκρανία - Βεσσαραβία) Συμμαχικό Εκστρατευτικό Σώμα, το Ελληνικό Α' Σώμα Στρατού συγκεντρώθηκε μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου στα λιμάνια επιβίβασης (Ανατολική Μακεδονία) των τριών Μεραρχιών του (Ιης, ΙΙης και ΧΙΙΙης). Μετά τη σταδιακή μεταφορά των δύο Μεραρχιών, ΙΙης και ΧΙΙΙης, στα λιμάνια της Ουκρανίας, άρχισε η προοδευτική συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις των Συμμαχικών δυνάμεων εναντίον των Ρώσων Μπολσεβίκων, που είχαν επικρατήσει κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.
Το Φεβρουάριο του 1919, ο Υπολοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες τοποθετήθηκε στη Διοίκηση Πεζικού της Ιης Μεραρχίας (Α' Σώματος Στρατού) που ανέμενε στην Καβάλα τη μεταφορά της στο καινούργιο μέτωπο της Ουκρανίας, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί τελικά η Μεραρχία εκείνη διατέθηκε για την κατάληψη της Σμύρνης (2 Μαΐου 1919). Στο μεταξύ, ο Τσιγάντες έφυγε και πήγε ατμοπλοϊκούς στη Μεσημβρινή Ρωσία, προφανώς με άλλη στρατιωτική μονάδα (πιθανόν με τμήματα του 34ου Συντάγματος Πεζικού), γιατί σύμφωνα με επείγουσα διαταγή του Υπουργείου των Στρατιωτικών (υπ'αριθμ. Πρωτ. 35402 / 5 Μαρτίου 1919) του ανετίθετο από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών ειδική αποστολή στη Ρουμανία.
Η εκτέλεση εκείνης ακριβούς της αποστολής από τον Τσιγάντε άρχισε την 6η Μαρτίου και έληξε στις 14 Απριλίου, οπότε, αναμένοντας την εκεί μετάβαση της Ιης Μεραρχίας, παρουσιάστηκε στο Επιτελείο του Α' Σώματος Στρατού, στο οποίο και υπηρέτησε μέχρι το μήνα Ιούλιο, προαχθείς στο βαθμό του Λοχαγού από τις 27 Απριλίου. Στο μεταξύ, το Σώμα Στρατού, αφού μεταφέρθηκε με πλοία στη Σμύρνη, ανέλαβε από τα μέσα του Ιουνίου τη διοίκηση όλων των Ελληνικών στρατευμάτων που βρίσκονταν τότε στη Μικρά Ασία. Για την ειδική εκείνη αποστολή που εξετέλεσε ο Υπολοχαγός Τσιγάντες στη Ρουμανία, κατά την εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία, δεν ανευρέθηκαν περισσότερα στοιχεία. Θεωρείται ωστόσο βέβαιο ότι η επιλογή του ήταν απόλυτα επιτυχής.
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία 1919 - 1920
Τον Ιούλιο του 1919, ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, ευρισκόμενος ήδη στη Μικρά Ασία, μετατέθηκε από το Α' Σώμα Στρατού στη μόλις τότε συγκεντρωθείσα εκεί Μεραρχία Αρχιπελάγους (Διοικητής ο Συνταγματάρχης Χαράλαμπος Τσερούλης) και ανέλαβε υπασπιστής του Μεράρχου. Από τη θέση εκείνη ακολούθησε τη Μεραρχία στις επιθετικές επιχειρήσεις (24 Ιουνίου - 28 Οκτωβρίου 1919) για την επέκταση των ορίων της ζώνης ευθύνης της (μάχες και συμπλοκές στο Αϊδίνιο, στην Πέργαμο, Σόμα και Κιρκαγάτς). Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, ανέλαβε Διοικητής του Τάγματος Φρουράς Σμύρνης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του 1920 οπότε συγκροτήθηκε στη Σμύρνη το Α' Τμήμα του Γενικού Στρατηγείου του Ελληνικού Στρατού.
Τότε τοποθετήθηκε στο ΙΙΙο Επιτελικό Γραφείο (Επιχειρήσεων) του Στρατηγείου ως Βοηθός Επιτελούς - Σύνδεσμος. Ωστόσο, ευθύς μετά την έναρξη των προς ανατολάς πολεμικών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού (άνοιξη 1920), δεν περιορίστηκε μόνο στα καθήκοντα του Επιτελούς - Συνδέσμου, αλλά έσπευσε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για να αγωνιστεί και πάλι ως πεζός αξιωματικός και πάλι να διακριθεί. Γι' αυτή την εθελοθυσία του ριψοκίνδυνου λοχαγού, θα γράψει αργότερα ο Επιτελάρχης του Στρατηγείου, Συνταγματάρχης Πεζικού Θεόδωρος Πάγκαλος:
«Αξιωματικός μορφωμένος αρτίως επαγγελματικώς και εμπνεόμενος υπό των ευγενέστερων αισθημάτων αυταπαρνήσεως και φιλοπατρίας. Υπηρετών ευδοκίμως εν τω Επιτελεία ως επιτελής και σύνδεσμος, άμα τη ενάρξει των επιχειρήσεων, παρασυρόμενος υπό του ενθουσιασμού και της φυσικής γενναιότητας του δεν ηρκέσθη εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων του ως επιτελούς, αλλ' έσπευσεν εις την πρώτην γραμμήν της μάχης, αγωνισθείς ως πεζός δι'ό προυτάθη επ'ανδραγαθία». Με τα ίδια καθήκοντα συνέχισε να υπηρετεί στο Γενικό Στρατηγείο μέχρι τα μέσα του Νοεμβρίου.
Οι Εκλογές του Νοεμβρίου 1920 και οι Επιπτώσεις τους στο Σώμα των Αξιωματικών
Την 1η Νοεμβρίου 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές, κατά τις οποίες ηττήθηκε ο μέχρι τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, με αποτέλεσμα να αναλάβει αντιβενιζελική κυβέρνηση υπό το Δημήτριο Γούναρη και να επανέλθει, με δημοψήφισμα, ο εξόριστος βασιλιάς Κωνσταντίνος, αφού πρόσφατα τότε είχε πεθάνει ο γιος του βασιλιάς Αλέξανδρος (12 Σεπτεμβρίου 1920). Αμέσως μετά την εκλογική νίκη της, η κυβέρνηση Γούναρη ανακάλεσε στην ενεργό υπηρεσία του στρατού πάρα πολλούς αξιωματικούς (της αντιβενιζελική ς παράταξης) από τους απομακρυνθέντες για πολιτικούς λόγους κατά την περίοδο 1917 - 1920, τους οποίους και έστειλε στο μέτωπο.
Αντίθετα, δεν προχώρησε σε ευρείας κλίμακας εκκαθαρίσεις του στρατού από τους Βενιζελικούς αξιωματικούς, γιατί συνεχίζονταν στη Μικρά Ασία οι πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του Τουρκικού στρατού. Έτσι ο αριθμός των αποταχθέντων, παραιτηθέντων και τεθέντων σε διαθεσιμότητα (αυτεπάγγελτα ή με αίτηση τους) ή σε "αναμονή" δεν ξεπέρασαν τους 400 αξιωματικούς. ("En disponibilite"), ήταν η κατάσταση υπηρεσίας αξιωματικών τελείως καινοφανής στο στρατό. Εφαρμόστηκε μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920 στους ανεπιθύμητους αξιωματικούς της Αμύνης.
Έτσι, αν κάποιος από αυτούς θεωρείτο δυναμικός και ότι ασκούσε επιρροή στους στρατιώτες ή απλώς ήταν ανεπιθύμητος ετίθετο σε "αναμονή" με 2/3 του μισθού και εξαποστελόταν σε μια επαρχιακή πόλη της παλαιάς Ελλάδας χωρίς να ασχολείτο με καμία υπηρεσία. Κατ' αυτόν τον τρόπο άρχισαν να διαμορφώνονται νέοι συσχετισμοί και συμπεριφορές στα στελέχη του μαχόμενου στη Μικρά Ασία Ελληνικού Στρατού και διαφοροποιήσεις από το μέχρι τότε κλίμα που επικρατούσε μεταξύ τους, με οπωσδήποτε επιπτώσεις και στο αξιόμαχο του στρατεύματος.
Απομάκρυνση από το Μέτωπο και επιστροφή στην Παλαιά Ελλάδα
Δεκαπέντε μέρες μετά από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες βρέθηκε, ως Βενιζελικός αξιωματικός, στην Παλαιά Ελλάδα "εις την διάθεσιν" των φρουραρχείων αρχικά των Αθηνών και μετά της Τριπόλεως. Πιθανόν να είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα (αυταπάγγελτα ή με αίτηση του) ή πιθανότατα σε "αναμονή". Δύο μήνες μετά (17 Ιανουαρίου 1921) παντρεύτηκε την καταγόμενη από τη νήσο Ιθάκη, αλλά μόνιμη κάτοικο της Ρουμανίας, Μαρία το γένος Δρακούλη, με την οποία απέκτησε αργότερα δύο αγόρια, το Γεράσιμο (1924) και τον Ελευθέριο (1935).
Ενώ αυτή ακριβώς η Λακωνική μεταβολή είναι γραμμένη στο "καθ' ομολογίαν" Φύλλο Μητρώου του (συντεταγμένο από τον ίδιο στα 1925), υπάρχει και μία άλλη εκδοχή για την κατάσταση υπηρεσίας, που βρέθηκε αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές. Είναι αυτή του Συνταγματάρχη Πεζικού Σπυρίδωνος Μαλασπίνα (ΣΣΕ / 1920), συμμαθητή του αδελφού του Γιάννη στο Σχολείο Ευελπίδων, ο οποίος, πριν από το θάνατο του, έγραψε σε επιστολή του της 13ης Σεπτεμβρίου 1977 4 (ημέρα της μετακομιδής της τέφρας του νεκρού Υποστράτηγου Χριστόδουλου Τσιγάντε από το Λονδίνο στην Αθήνα.) προς εφημερίδα των Αθηνών για τον αποθανόντα, από επταετίας τότε, Υποστράτηγο ε.α. Χριστόδουλο Τσιγάντε:
«Τον γνώρισα την άνοιξη του 1921. Μόλις είχε γυρίσει από τη Ρουμανία, όπου είχε πρόσφατα παντρευτεί, αφού είχε παραιτηθεί από το Στρατό. Γύρισε, μόλις έμαθε ότι είχαμε αποδυθεί τον Μάρτιο του 1921 στον πιο σκληρό και πιο ανεπιτυχή αγώνα, από της απόβασης του Στρατού μας στη Σμύρνη το 1919. Γύρισε από τη Ρουμανία ο τότε έφεδρος εκ μονίμων λοχαγός πεζικού Τσιγάντες και αξίωσε και πέτυχε να σταλεί ως έφεδρος (όχι ως μόνιμος) σε διοίκηση λόχου στην πρώτη γραμμή». Υπόψη ότι παρόμοια καταστατική μεταβολή υπηρεσίας δεν είναι καταχωρισμένη στο επίσημο Μητρώο του που τηρείται σήμερα στο ΓΕΣ / 1 ο Επιτελικό Γραφείο.
Για Δεύτερη Φορά στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας 1921
Τον Απρίλιο του 1921 και οπωσδήποτε μετά από επίμονη δική του αίτηση, ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, είτε ως μόνιμος είτε ως έφεδρος εκ μονίμων, στάλθηκε και πάλι στη Μικρά Ασία και τοποθετήθηκε ως διοικητής λόχου στο 12ο Σύνταγμα Πεζικού (ΙΙΙης Μεραρχίας), το οποίο τότε βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Από τότε και επί πέντε περίπου μήνες έλαβε μέρος, με τα ίδια καθήκοντα, σε όλες τις (προς ανατολάς) επιθετικές επιχειρήσεις του Συντάγματος προς το Σαγγάριο ποταμό. Συγκεκριμένα, συμμετείχε στις μάχες: Ανεγκιόλ, Αλατζά Νταγ, Εσκί Σεχίρ, ποταμού Σαγγαρίου και Σαπάντζας.
Τη νύχτα 12 / 13 Αυγούστου 1921, κατά τη διάρκεια της μάχης της Σαπάντζας, το 12ο Σύνταγμα Πεζικού είχε εγκατασταθεί στη μόλις τότε καταληφθείσα αμυντική γραμμή επί της ανατολικής κορυφής του υψώματος Γιλδίζ Νταγ, όπου δεχόταν συνεχή καταιγιστικά εχθρικά πυρά. Ένας από τους σοβαρά τραυματισμένους εκείνης της εφιαλτικής νύχτας ήταν και ο Λοχαγός Τσιγάντες. Μεταφέρθηκε αμέσως σε στρατιωτικό νοσοκομείο, απ' όπου αργότερα, και μετά την ανάρρωση του, έλαβε αναρρωτική άδεια μέχρι της 27 Οκτωβρίου 1921.
Έτσι άφησε πίσω του, για δεύτερη και τελευταία φορά, ένα στρατό, ο οποίος, μετά από δυόμισι περίπου χρόνια συνεχών αγώνων και θυσιών εναντίον των Τούρκων, είχε προελάσει μέχρι και πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο, στα βάθη της αφιλόξενης Μικράς Ασίας. Για τα επιδειχθέντα αξιόλογα ψυχικά, ηθικά και επαγγελματικά του προσόντα, τα οποία επισημαίνει ιδιαίτερα ο τότε Διοικητής του Συντάγματός του (12ου), Συνταγματάρχης Πεζικού Νικόλαος Σουμπασάκος, αλλά κυρίως για την καθ' όλα υπέροχη πολεμική δράση της στην πρώτη γραμμή του μετώπου, τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας και δύο χρόνια αργότερα (1923) με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Τάγματος του Σωτήρος (για την εν γένει δράση του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία).
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε, ότι την εποχή που ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες υπηρετούσε για δεύτερη και τελευταία φορά στο μέτωπο (Απρίλιος - Οκτώβριος 1921) υπηρέτησε ταυτόχρονα στη Μικρά Ασία και η μητέρα του Ευγενία ως Εθελόντρια Αδελφή Νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού. Ενώ ο αδελφός του Γιάννης, τότε μόνιμος ανθυπολοχαγός πεζικού, είχε τραυματιστεί σοβαρότατα το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στη φονική μάχη της Κοβαλίτσας.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1921 - 1935
Μεταπολεμικά
Μετά το τέλος της αναρρωτικής άδειας του, έφυγε από την Ελλάδα και ταξίδεψε στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε επί έναν περίπου χρόνο και ασχολήθηκε με ιδιωτικές υποθέσεις του. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1922 και τοποθετήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, όπου ανέλαβε καθήκοντα γραμματέα, στην Ανακριτική Επιτροπή της Επαναστάσεως του 1922, πρόεδρος της οποίας ήταν ο Υπουργός Στρατιωτικών, Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος. Στο τέλος του 1922, μετά από σύντομη παραμονή στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων, από τις 16 Νοεμβρίου έως τις 30 Δεκεμβρίου 1922, τοποθετήθηκε στη Στρατιά του Έβρου και υπηρέτησε από την 1η Ιανουαρίου έως το Σεπτέμβριο του 1923 στο Στρατηγείο της Στρατιάς.
Από το Σεπτέμβριο του 1923 έως το Μάρτιο του 1924 στο Γ' Σώμα Στρατού και στην ΧΙη Μεραρχία Πεζικού, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 1923 προβιβάστηκε στο βαθμό του Ταγματάρχη. Από το 1924 έως το 1929 υπηρέτησε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού στη Θεσσαλονίκη, ως Διοικητής Τάγματος, περίοδος Μάρτιος-Δεκέμβριος 1924, στο 1ο Τάγμα Προκαλύψεως στη Φλώρινα, ως Υποδιοικητής, περίοδος Ιανουάριος-Ιούνιος 1925, στην Ελληνική Πρεσβεία στο Βουκουρέστι, ως Στρατιωτικός Ακόλουθος περίοδος Αύγουστος 1925 - Σεπτέμβριος 1926, στην Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών Κέρκυρας στο 10° Τάγμα Πεζικού.
Αρχικά ως Διοικητής περίοδος Οκτώβριος 1926 - Σεπτέμβριος 1927 και στη συνέχεια από τον Οκτώβριο του 1927 έως τον Αύγουστο του 1929, ως Διευθυντής Σπουδών και από την 1 Σεπτεμβρίου έως τις 17 Οκτωβρίου 1929 ως Υποδιοικητής. Το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1929, άρχισε τη διετή φοίτηση του στη Σχολή Πολέμου με τους αξιωματικούς της 4ης Εκπαιδευτικής Σειράς, ενώ έδωσε επιτυχείς εξετάσεις για την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου των Παρισίων (Ecole Supirieure de Guerre). Μετά το πρώτο εκπαιδευτικό έτος, τοποθετήθηκε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Γαλλία για διετή φοίτηση την περίοδο από το 1930 έως το 1932 και απέκτησε δίπλωμα πολιτικών και οικονομικών επιστημών (Sciences Po).
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τοποθετήθηκε τον Ιούνιο του 1932 στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και ανέλαβε Υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας, θέση που διατήρησε μέχρι τις αρχές του Οκτωβρίου 1933, όταν αποσπάστηκε και τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Το 1934 προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη κατ' εκλογήν και μέχρι τις αρχές του 1935 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1934, στο 18ο Τάγμα Πεζικού στο Βαθύ Σάμου από 16 Μαρτίου 1934 μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 1935 και στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού στη Μυτιλήνη από τις 25 Ιανουαρίου 1935 μέχρι την εκδήλωση του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μαρτίου του ίδιου χρόνου.
Εκούσια Διακοπή της Στρατιωτικής Υπηρεσίας του
Η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, το φθινόπωρο του 1921, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Μικρά Ασία (αλλαγή κυβέρνησης και κατ' επέκταση πολιτικού προσανατολισμού, οι προηγηθείσες παρατεταμένες επιχειρήσεις στο μέτωπο και η αρχόμενη επικίνδυνη στασιμότητα στην εκτεταμένη αμυντική γραμμή που κατείχε μέχρι τότε ο Ελληνικός Στρατός, οι ορατές βαθιές αντιθέσεις ανάμεσα στους αξιωματικούς των δύο αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων και άλλα γεγονότα που προφανώς θα οδηγούσαν σε αδιέξοδα) ίσως να επηρέασαν αποφασιστικά το Λοχαγό Τσιγάντε.
Ο οποίος, γεμάτος πικρία, μετά το τέλος της αναρρωτικής άδειας του, έφυγε από την Ελλάδα, χωρίς να γνωρίζουμε με ποιον τρόπο, κάτω από ποιες ακριβώς συνθήκες και με ποιες πιθανόν "καταστατικές" συνέπειες από τη στρατιωτική υπηρεσία, και πήγε στη Ρουμανία. Εκεί παρέμεινε επί έναν περίπου χρόνο, ασχολούμενος με ιδιωτικές υποθέσεις του.
Επιστροφή στην Ελλάδα και Συνέχιση της Υπηρεσίας του στο Στρατό
Αμέσως μετά την κατάρρευση του μετώπου και την οδυνηρή, ολοσχερή καταστροφή ολόκληρης σχεδόν της Ελληνικής Στρατιάς της Μικράς Ασίας (13 - 31 Αυγούστου 1922), εξερράγη (11 Σεπτεμβρίου 1922) στα νησιά Χίο και Μυτιλήνη, όπου είχαν καταφύγει υπολείμματα του στρατού και πλοία του πολεμικού ναυτικού, στρατιωτική επανάσταση, η οποία σύντομα επικράτησε αναίμακτα σε ολόκληρη τη χώρα, ως "Επανάστασις 1922". Ο Λοχαγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, πληροφορήθηκε τα δραματικά γεγονότα που συνέβησαν στη μητέρα πατρίδα και την επελθούσα πολιτική μεταβολή.
«Εμπνεόμενος πάντοτε υπό των ευγενέστερων αισθημάτων αυταπαρνήσεως και φιλοπατρίας, άμα τη εκρήξει της Επαναστάσεως έσπευσεν εκ των πρώτων όπως προσφέρη τας υπηρεσίας του δια την επούλωσιν των τραυμάτων της εθνικής καταστροφής. Εργαζόμενος ευδοκίμως εν Ρουμανία, δεν εδίστασε να εγκατάλειψη ύψιστα συμφέροντα οικογενειακά και ιδωτικάς υποθέσεις ίνα να συμβάλη εις το έργον ανασυγκροτήσεως του στρατού». (Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος).
Μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα (Οκτώβριος 1922), αμέσως τοποθετήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και ανέλαβε καθήκοντα, πιθανόν ως γραμματέας, στην Ανακριτική Επιτροπή -της "Επαναστάσεως του 1922"- πρόεδρος της οποίας ήταν ο Υπουργός των Στρατιωτικών, Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος. Περί το τέλη του 1922 και μετά την πρόσκαιρη μετάθεση του και σύντομη υπηρεσία του στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων (16 Νοεμβρίου-30 Δεκεμβρίου 1922), ζήτησε να τοποθετηθεί στη Στρατιά του Έβρου, πράγμα που πέτυχε. Έτσι υπηρέτησε διαδοχικά:
- Στο Στρατηγείο της Στρατιάς (1η Ιανουαρίου-Σεπτέμβριος 1923).
- Στο Γ' Σώμα Στρατού και στην ΧΙη Μεραρχία Πεζικού (Σεπτέμβριος 1923 - Μάρτιος 1924).
Υπηρεσία και Καθήκοντα του στο Στρατό από το 1924 μέχρι το 1929
Στην πενταετία 1924 - 1929, ο Ταγματάρχης Τσιγάντες υπηρέτησε (με τοποθέτηση ή απόσπαση) σε Μονάδες και Επιτελεία του Ελληνικού Στρατού, όπως παρακάτω:
- Στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού (Θεσσαλονίκη), ως Διοικητής Τάγματος (Μάρτιος - Δεκέμβριος 1924).
- Στο 1ο Τάγμα Προκαλύψεως (Φλώρινα), ως Υποδιοικητής (Ιανουάριος - Ιούνιος 1925).
- Στην Ελληνική Πρεσβεία στο Βουκουρέστι (Ρουμανία), ως Στρατιωτικός Ακόλουθος (Αύγουστος 1925 - Σεπτέμβριος 1926).
- Στην Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών Κέρκυρας, αρχικά ως Διοικητής (Οκτώβριος 1926 - Σεπτέμβριος 1927) και μετέπειτα ως Υποδιοικητής και Διευθυντής Σπουδών (Οκτώβριος 1927 - Αύγουστος 1929).
Στα Σχολεία Πολέμου της Ελλάδας και της Γαλλίας
Ο Ταγματάρχης Τσιγάντες πέτυχε στις εισιτήριες εξετάσεις για το σχολικό έτος 1929 / 1930 της (Ανωτέρας) Σχολής Πολέμου, που είχε την έδρα της στην Αθήνα (εγκαταστάσεις του Σχολείου Ευελπίδων). Σύμφωνα όμως με πάγια τότε διαταγή του Γενικού Επιτελείου Στρατού έπρεπε να υπηρετήσει πριν από τη φοίτηση του στη Σχολή Πολέμου, σε μονάδα εκστρατείας. Έτσι, τοποθετήθηκε από τη Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών στο 10° Τάγμα Πεζικού (Κέρκυρα), όπου υπηρέτησε ως Υποδιοικητής για λίγο χρονικό διάστημα (1 Σεπτεμβρίου-17 Οκτωβρίου 1929).
Το τρίτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1929, άρχισε η διετής φοίτηση στη Σχολή Πολέμου των επιτυχόντων αξιωματικών της 4ης Εκπαιδευτικής Σειράς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο γλωσσομαθής Ταγματάρχης Τσιγάντες, ο οποίος, ως σπουδαστής, έδωσε εξετάσεις για την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου των Παρισίων (Ecole Supirieure de Guerre) και πέτυχε. Μόλις τελείωσε το πρώτο εκπαιδευτικό έτος, τοποθετήθηκε στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού (Θεσσαλονίκη) και στη συνέχεια στάλθηκε στη Γαλλία για διετή φοίτηση (1930 - 1932) στην αντίστοιχη Στρατιωτική Σχολή.
Εκεί, όχι μόνο διακρίθηκε, σύμφωνα με το επίσημο έγγραφο του Γάλλου Στρατηγού Διοικητή της Σχολής, για την επίδοση και απόδοση του, αλλά πήρε και δίπλωμα πολιτικών και οικονομικών επιστημών ("Sciences Po"). Επιστρέφοντας, μετά το πέρας των σπουδών του από το Παρίσι, τοποθετήθηκε τον Ιούνιο του 1932 στην (Ανωτέρα) Σχολή Πολέμου και ανέλαβε Υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας, την οποία διατήρησε μέχρι τις αρχές του Οκτωβρίου 1933 που αποσπάστηκε και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Από τότε και μέχρι τις αρχές του 1935 υπηρέτησε διαδοχικά:
- Στο Γενικό Επιτελείο Στρατού μέχρι τα μέσα Μαρτίου 1934.
- Στο 18ο Τάγμα Πεζικού (Βαθύ Σάμου) από 16 Μαρτίου 1934 μέχρι τις 24 Ιανουαρίου 1935.
- Στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού (Μυτιλήνη) από τις 25 Ιανουαρίου 1935 μέχρι την εκδήλωση του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μαρτίου του ίδιου χρόνου.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1935 - 1939
Το 1934 μυήθηκε στην «Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση» (Ε.Σ.Ο), από τον αδελφό του Γιάννη Τσιγάντε και ανέλαβε, μαζί με το Συνταγματάρχη Ιωάννη Γρηγοράκη, το Γραφείο Πληροφοριών του Επιτελείου της. Το βράδυ της 1ης Μαρτίου 1935, από κοινού με το Συνταγματάρχη Πεζικού Στέφανο Σαράφη, εισήλθαν στο Στρατώνα της Διλοχίας Ευζώνων στου Μακρυγιάννη, τον οποίο και κατέλαβαν. Αντέδρασε όμως, ο τότε Υπουργός των Στρατιωτικών, Αντιστράτηγος Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος με δυο άρματα μάχης κι έναν ουλαμό πυροβολικού υπό το Λοχαγό Πυροβολικού Γεώργιο Κουρούκλη, αντέστρεψε την κατάσταση, έκαμψε την αντίσταση τους και τους υποχρέωσε να παραδοθούν, με συνέπεια να φυλακιστούν.
Ανάλογη ήταν η τύχη της προσπάθειας του αδελφού του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Η δίκη του άρχισε στις 18 Μαρτίου με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» και διήρκησε 13 ημέρες. Με απόφαση του Στρατοδικείου, της 1ης Απριλίου 1935, του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και στρατιωτική καθαίρεση, η οποία και εκτελέστηκε στις 2 Απριλίου 1935 στο χώρο των τότε Στρατώνων Πεζικού στα Ιλίσια, στη σημερινή περιοχή Πάρκου Ελευθερίας και Μεγάρου Μουσικής. Μεταφέρθηκε στην τάξη του στρατιώτη και παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές μέχρι το τέλος του 1935, ενώ μετά την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β' και την αμνηστία που χορήγησε, έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε.
Το Νοέμβριο του 1936 έλαβε άδεια να εγκατασταθεί στο εξωτερικό και το φθινόπωρο του 1939 βρέθηκε στην Αίγυπτο.
Η Συμμετοχή του στο Στρατιωτικό Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935
Το Κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 ήταν η προτελευταία από μία σειρά πολιτικοστρατιωτικών αναταραχών και εκτροπών (επαναστάσεων, κινημάτων, αντiκινημάτων και πραξικοπημάτων) που άρχισαν από τα μέσα Αυγούστου του 1916 με το Κίνημα της "Εθνικής Αμύνης" στη Βόρεια Ελλάδα και τελείωσαν με το πραξικόπημα των ενόπλων δυνάμεων της 9ης Οκτωβρίου 1935 για την επαναφορά του πολιτεύματος της Βασιλείας και την, στη συνέχεια, επιβολή του καθεστώτος της κυβέρνησης του Υποστρατήγου ε.α Ιωάννη Μεταξά (4ης Αυγούστου 1936).
Στη διάρκεια της ταραχώδους εκείνης 20ετίας, καλλιεργήθηκε και επικράτησε ένα έξαλλο κομματικό μίσος που σπάραξε ολόκληρη τη χώρα και κράτησε συνεχώς διχασμένο τον Ελληνικό λαό και τις ένοπλες δυνάμεις του, με συνέπεια να σημειωθούν κατ' επανάληψη εξεγέρσεις, ταραχές και έκτροπα που δεν τιμούσαν τις εκάστοτε πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες και των δύο μεγάλων αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων (φιλελευθέρων και λαϊκών), αλλά και με δυσμενείς επιπτώσεις στο ηθικό κύρος της χώρας. Στις αρχές του 1932 και όταν στην εξουσία ήταν κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ιδρύθηκε η μυστική "ΕΣΟ" (Εθνική Στρατιωτική Οργάνωση) από νέους αξιωματικούς, απόφοιτους της Σχολής Ευελπίδων (κυρίως των Τάξεων 1920, 1921 και 1922).
Η οποία "φιλοδοξούσε να αναμορφώσει το στρατό, μεταβάλλοντας τον σε αυτόνομη οργάνωση επίλεκτων, ανεξαρτητοποιημένη από την πολιτική". Οι ιδρυτές της ήταν κυρίως Βενιζελικοί αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αρχηγός της Τάξης του 1920, Λοχαγός Πεζικού Ιωάννης Τσιγάντες. Ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, ακραιφνής Βενιζελικός αξιωματικός, μυήθηκε το 1934, από το νεότερο αδελφό του Γιάννη στους σκοπούς και τις επιδιώξεις της ΕΣΟ και λίγο καιρό αργότερα ανέλαβε, μαζί με το Συνταγματάρχη Ιωάννη Γρηγοράκη, το Γραφείο Πληροφοριών του Επιτελείου της Οργάνωσης, που τότε αριθμούσε 250 περίπου αξιωματικούς μέλη.
Ύστερα από σημαντικά πολιτικά γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια του 1934, με πρωταγωνιστές κυρίως πολιτικούς, αλλά και στρατιωτικούς, των δύο βασικά πολιτικών παρατάξεων -Φιλελεύθερων και Λαϊκών- και με τις ποικίλες δραστηριότητες των μελών, πολιτικών και στρατιωτικών, των δύο Βενιζελογενών στρατιωτικών οργανώσεων "Δημοκρατικής Αμύνης" και "ΕΣΟ", εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου 1935 κίνημα στρατιωτικών προς ανατροπήν της απ' το 1932 εκλεγμένης κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Παναγή Τσαλδάρη. Στο κίνημα αυτό, η συμμετοχή των εν ενεργεία Βενιζελικών αξιωματικών -στρατού και ναυτικού- ήταν σχεδόν καθολική.
Σύμφωνα λοιπόν με το μυστικό σχέδιο ενεργείας της εξέγερσης, προβλέπονταν για τα στρατεύματα της φρουράς Αθηνών μόνο δύο αιφνιδιαστικές επεμβάσεις. Μια στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και μία στο Στρατώνα "Μακρυγιάννη" (κοντά στην Ακρόπολη). Και στις δυο έλαβαν μέρος, με πρωταγωνιστικό ρόλο, οι αδελφοί Τσιγάντε. Το βράδυ της 1ης Μαρτίου, ο Συνταγματάρχης Πεζικού Στεφανος Σαράφης, μαζί με τον Αντισυνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε και άλλους δυο συνταγματάρχες (6 - 7 άτομα συνολικά), εισήλθαν στο Στρατώνα της Διλοχίας Ευζώνων (του "Προτύπου Τάγματος") στου "Μακρυγιάννη", τον οποίο και κατέλαβαν, περιορισθέντες σ'αυτήν και μόνο την επιτυχία τους.
Όμως σ' εκείνη την επέμβαση των επαναστατών αντέδρασε αμέσως, με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, ο τότε Υπουργός των Στρατιωτικών, Αντιστράτηγος Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος με δυο άρματα μάχης κι έναν ουλαμό πυροβολικού υπό το Λοχαγό Πυροβολικού Γεώργιο Κουρούκλη που έστειλε εκεί, έκαμψε την αντίσταση τους και τους υποχρέωσε να παραδοθούν και στη συνέχεια να φυλακιστούν. Και στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, η προσπάθεια της, υπό το Λοχαγό Γιάννη Τσιγάντε, ομάδας επαναστατών αξιωματικών τελικά απέτυχε, γιατί το σύνολο των μαθητών αρνήθηκαν να υπακούσουν στις διαταγές τους, με αποτέλεσμα να αποπειραθούν να διαφύγουν προς το Ναύσταθμο, αλλά καθ' οδόν να συλληφθούν.
Τελικά, το κίνημα εκείνο είχε οικτρή αποτυχία στο σύνολο του, για λόγους αδυναμίας ταυτόχρονης εφαρμογής του σχεδίου ενεργείας σε ολόκληρη τη χώρα και έλλειψης συντονισμού μεταξύ των στρατιωτικών σχηματισμών και μονάδων που επρόκειτο να λάβουν μέρος σ' αυτό, αλλά κυρίως ένεκα της παντελούς απουσίας υπεύθυνου αρχηγού και συντονιστού, αφού δεν είχε οριστεί ή εκλεγεί πριν από την εκδήλωση του. Έτσι, οι Λαϊκοί διατήρησαν τον έλεγχο της κατάστασης σε ολόκληρη τη χώρα και η κυβέρνηση τους παρέμεινε στην εξουσία.
Επακολούθησαν ευρείας κλίμακας συλλήψεις και φυλακίσεις πολιτικών, στρατιωτικών και πολιτών που είχαν οποιαδήποτε σχέση ή ανάμειξη στην προπαρασκευή και την εκτέλεση της συνωμοτικής εξέγερσης του στρατού και του ναυτικού.
Οι Συνέπειες από τη Συμμετοχή του στο Στρατιωτικό Κίνημα
Μετά την καταστολή του κινήματος και την αποκατάσταση της τάξης σ' ολόκληρη τη χώρα, άρχισαν οι διώξεις κατά των συμμετασχόντων στην επαναστατική εκείνη κίνηση με την παραπομπή στο στρατοδικείο, με διάφορες κατηγορίες, 1.130 συνολικά αξιωματικών και ιδιωτών. Πρώτη άρχισε η δίκη, στις 18 Μαρτίου, των επαναστατών της Αθήνας (Σαράφη, αδελφών Τσιγάντε κ.α.) με την κατηγορία της "Εσχάτης Προδοσίας". Η πολύκροτη εκείνη δίκη διήρκησε 13 ημέρες. Με απόφαση του Στρατοδικείου, της 1ης Απριλίου 1935, επιβλήθηκε στα ηγετικά στελέχη του κινήματος, μεταξύ των οποίων ήταν και οι αδελφοί Τσιγάντε, η ποινή της ισόβιας κάθειρξης και η συνεπαγόμενη -από το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα- στρατιωτική καθαίρεση.
Η οποία και εκτελέστηκε στις 2 Απριλίου 1935 στο χώρο των τότε Στρατώνων Πεζικού στα Ιλίσια (σημερινή περιοχή Πάρκου Ελευθερίας και Μεγάρου Μουσικής). Πέρα από τις επιβληθείσες διάφορες αυστηρές ποινές από το Στρατοδικείο, 1.500 περίπου αξιωματικοί και των τριών κλάδων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας) αποτάχθηκαν για συμμετοχή τους σε εκείνο το κίνημα. Ο απότακτος πλέον και μεταφερθείς στην τάξη του στρατιώτη -λόγω της καθαίρεσης- Χριστόδουλος Τσιγάντες, με υψηλό ωστόσο αίσθημα ευθύνης, σταθερότητα στις πεποιθήσεις του και χαρακτηριστική καρτερικότητα, παρέμεινε έγκλειστος στις φυλακές μέχρι το τέλος του 1935.
Μετά την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β' (25 Νοεμβρίου) και τη χορηγηθείσα από αυτόν αμνηστία, έλαβε χάρη και αποφυλακίστηκε, πιθανόν δε να εξορίστηκε αργότερα, από την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά, για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, το Νοέμβριο του 1936 έλαβε άδεια να εγκατασταθεί στο εξωτερικό -ίσως στη Ρουμανία. Δεν είναι ωστόσο ευρύτερα γνωστός ο κύκλος των ιδιωτικών ενασχολήσεων και εργασιών του κατά την παραμονή του εκτός Ελλάδας και μέχρι το φθινόπωρο του 1939 που βρέθηκε στην Αίγυπτο.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1939 - 1948
Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν εγκαταστημένος στη Γαλλία, όπου ζήτησε και κατετάγη στη «Λεγεώνα των Ξένων» και στη συνέχεια τοποθετήθηκε σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Σαρλ Ντε Γκωλ σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική υπό τον στρατηγό Λεκλέρκ. Το Δεκέμβριο του 1940, εστάλη στο Χαρτούμ του Σουδάν και τέθηκε στη διάθεση του Γάλλου Στρατηγού Λεζεντιλόμ (Legentilhomme), από τον οποίο ζήτησε να υπηρετήσει στη «Γαλλική Ταξιαρχία της Ανατολής» (Brigade d' Orient) που πολεμούσε στην Ιταλική Ερυθραία στην περιοχή της Ανατολικής Αφρικής με διοικητή το διάσημο Συνταγματάρχη Μονκλάρ (Monclar).
Συμμετείχε στην εκστρατεία κατά των Ιταλών και στον αγώνα για την κατάληψη του Κέρεν, φρουρίου άμυνας των Ιταλικών δυνάμεων στην Ερυθραία ως την πτώση του φρουρίου στις 27 Μαρτίου 1941, όταν περατώθηκε η εκστρατεία στην Αιθιοπία, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Παλαιστίνη. Εκεί συναντήθηκε με το Γάλλο Συνταγματάρχη και κατόπιν Στρατηγό Πιερ Καινίνγκ (Pierre Koenig), ο οποίος του πρότεινε και πήγε μαζί του στο Γαλλικό στρατόπεδο «Καστίνα» (Qastina), στην Ιερουσαλήμ, όπου και παρέμεινε για αρκετό χρόνο μαζί με τους Γάλλους της «Λεγεώνας των Ξένων».
Πολέμησε στη μάχη της τοποθεσίας Μπιρ Χακέιμ, στην οποία επικράτησαν οι Γερμανικές δυνάμεις, ο Τσιγάντες ήταν από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν το Σημείο Στηρίγματος. Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1943, συνεργάστηκε με με τη «Γαλλική Φάλαγγα» του Στρατηγού Λεκλέρκ (Leklerc), στις πολεμικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στην Τυνησία και συμπλήρωσε περίπου δύο έτη στη συνεργασία του με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις». Οι Γάλλοι τον τίμησαν με τον Πολεμικό Σταυρό και με Ταξιάρχη των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής, ενώ για τη δράση του στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε με τους συνταγματάρχες, Θρασύβουλο Τσακαλώτο και Παυσανία Κατσώτα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος.
Η αμνηστία που του παρασχέθηκε από την Ελληνική εξόριστη κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού του έδωσε τη δυνατότητα να επιστρέψει στις τάξεις του Ελληνικού στρατού και αποκαταστάθηκε παίρνοντας αναδρομικά το βαθμό του συνταγματάρχη, με την απόφαση 31372 / 17 Ιουνίου 1942, που υπέγραψε ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Στρατιωτικών Παναγιώτης Κανελλόπουλος, σε εφαρμογή του Αναγκαστικού Νόμου 3013 / 1941 «Περί αποκαταστάσεως Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών εξελθόντων του Στρατεύματος δια πολιτικούς λόγους», που κυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα.
Στη συνέχεια ανέλαβε υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, πιθανόν τοποθετήθηκε Διοικητής Τάγματος στη ΙΙη Ελληνική Ταξιαρχία. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1942 επισκέφθηκε το στρατόπεδο του «Λόχου Επίλεκτων Αθανάτων» στην Κφαρ-Ιόνα, όπου ζήτησε τη συμφωνία των αξιωματικών και οπλιτών, προκειμένου ν' αναλάβει τη διοίκηση τους. Εξασφάλισε τη συγκατάθεση τους και από τις 15 Σεπτεμβρίου ανέλαβε διοικητής του Λόχου με διαταγή του Υπουργού των Στρατιωτικών. Ο Λόχος μεταστάθμευσε στο Νεοζηλανδικό στρατόπεδο Ελ Μαάντι, όπου έγινε η βασική εκπαίδευση των ανδρών του.
Ενώ ο Τσιγάντες ζήτησε και πέτυχε την μετονομασία του, ύστερα από εντολή του τότε Αρχηγού ΓΕΣ Μέσης Ανατολής, Αντιστράτηγου Βασιλείου Μαραβέα, σε «Ιερός Λόχος του 1942» και την καθιέρωση εμβλήματος με τη Σπαρτιατική ρήση, «Ή TΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ», καθώς και την αλλαγή της αρχικής αποστολής του Λόχου και διατέλεσε αρχηγός του έως το καλοκαίρι του 1945, σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική -υπό τις διαταγές του στρατηγού Μοντγκόμερι- και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και τα Δωδεκάνησα. Για τη συμβολή του στην απελευθέρωση των Δωδεκανήσων, ανακηρύχθηκε το 1946, επίτιμος δημότης Ρόδου.
Το Υπουργείο Στρατιωτικών τον διόρισε, με την υπ' αριθμόν 1050 16 / 29 Οκτωβρίου 1944, παράλληλα με τα καθήκοντα του ως Διοικητού του Ιερού Λόχου, και Στρατιωτικό Διοικητή Αιγαίου Πελάγους και Κυκλάδων, ενώ παρίστατο στις 8 Μαΐου 1945, ως επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδος στην υπογραφή του πρωτοκόλλου παραδόσεως της Γερμανικής Φρουράς Δωδεκανήσου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1945, με τη συγκατάθεση της Αγγλικής κυβερνήσεως που είχε την ευθύνη της Διοικήσεως των Δωδεκανήσων, Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή με αρχηγό το Συνταγματάρχη Τσιγάντε, μαζί με ένα επιτελείο από αξιωματικούς, κυρίως Ιερολοχίτες, εγκαταστάθηκε στη Ρόδο για να βοηθήσουν το έργο της.
Στις 25 Νοεμβρίου 1946, ο Τσιγάντες προβιβάστηκε στον βαθμό του Ταξιάρχου και στις 4 Απριλίου 1947 ανακλήθηκε στην Αθήνα.
Στα Μέτωπα της Αφρικής με τις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" 1940 - 1942
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε, παρότι είχαν προηγηθεί σοβαρά πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα στην Κεντρική Ευρώπη την 1η Σεπτεμβρίου 1939 με την απρόκλητη επίθεση του Γερμανικού Στρατού εναντίον της Πολωνίας. Αμέσως μετά (3 Σεπτεμβρίου), η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ναζιστικής Γερμανίας και πολύ αργότερα (10 Ιουνίου 1940) ο δικτάτορας της φασιστικής Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι θα κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας που είχε πια ηττηθεί. Όταν η Γαλλία εισήλθε στον πόλεμο, ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, ευρισκόμενος τότε στην Αίγυπτο, ζήτησε από το γνωστό του Γάλλο Στρατηγό Ζωρζ (Georges) -τον γνώριζε από το Μακεδονικό Μέτωπο- να καταταγεί στο Γαλλικό Στρατό.
Φαίνεται ότι του ήταν αδιανόητο, λόγω του χαρακτήρα του, της φυσικής του ροπής για περιπέτεια, αλλά και της προϊστορίας του, να μένει άπραγος και βουβός θεατής μπροστά στην καινούργια τρομακτική αιματοχυσία που είχε ήδη αρχίσει ν' αντιμετωπίζει ολόκληρη σχεδόν η ανθρωπότητα. Οι διατυπώσεις αποδοχής της κατάταξης του χρονοτρίβησαν γι' αρκετούς μήνες και μόνο το Μάιο του 1940 έλαβε την άδεια να συναντήσει το ΧΧο Γαλλικό Σώμα Στρατού της Αλγερίας. Ήταν πλέον αργά, γιατί μετά από λίγο υπογράφτηκε στο δάσος της Κομπιέν η ανακωχή μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας από το Γάλλο Στρατηγό Εντζιζέρ και τον Αδόλφο Χίτλερ (22 Ιουνίου 1940).
Ωστόσο, Γαλλικά στρατεύματα που βρέθηκαν τότε στις κτήσεις και αποικίες της Γαλλίας στην Αφρική αποτέλεσαν στη συνέχεια τις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" (Forces Francaises Libres - F.F.L), οι οποίες πολέμησαν με τα Συμμαχικά Στρατεύματα εναντίον των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανίας και Ιταλίας) στην Αφρική. Ανώτατος Διοικητής των Γαλλικών στρατευμάτων στις κτήσεις και αποικίες που είχαν προσχωρήσει στην "Ελεύθερη Γαλλία" ήταν ο Στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ (Charles de Gaulle), βοηθούμενος από την "Επιτροπήν της Ελευθέρας Γαλλίας".
Ο πάντα ανήσυχος Τσιγάντες, που δεν ήθελε να παραμένει αδρανής μετά την υπογραφή της ανακωχής Γαλλίας - Γερμανίας, απευθύνθηκε στο Γάλλο Στρατηγό Κατρού (Catroux) -πρώην Ανώτατο Διοικητή της Γαλλικής Ινδοκίνας- που είχε προσχωρήσει στους Ελεύθερους Γάλλους. Ο Στρατηγός τον κατέταξε στη γνωστή "Λεγεώνα των Ξένων" (Legion Etrangere) με το βαθμό του Λοχαγού και την ιδιότητα του ξένου, από εκεί δε τον απόσπασε στο Επιτελείο των "Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων" που είχε την έδρα του στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου και παρέμεινε ως σύνδεσμος για ένα χρονικό διάστημα.
Οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις μεταξύ Βρετανικών και Ιταλικών στρατευμάτων στη Βόρεια Αφρική είχαν ήδη αρχίσει από τον Ιούνιο του 1940, στις οποίες όμως οι Γάλλοι δε συμμετείχαν για αρκετό χρόνο. Αυτό ανάγκασε τον Τσιγάντε στη διακαή επιθυμία του να πολεμήσει, να ζητήσει επίμονα να τον στείλουν σε μέτωπο. Για το λόγο αυτόν αποστέλλεται (Δεκέμβριος του 1940) στο Χαρτούμ του Σουδάν και στη διάθεση του Γάλλου Στρατηγού Λεζεντιλόμ (Legentilhomme), από τον οποίο ζητάει να υπηρετήσει στη Γαλλική "Ταξιαρχία της Ανατολής" (Brigade d' Orient) που τότε πολεμούσε στην Ιταλική Ερυθραία (Ανατολική Αφρική) με διοικητή το διάσημο Συνταγματάρχη Μονκλάρ (Monclar).
Έτσι λαμβάνει μέρος στην εκστρατεία κατά των Ιταλών κατακτητών και στον αγώνα για την κατάληψη του Κέρεν (βασικού φρουρίου άμυνας των Ιταλικών δυνάμεων στην Ερυθραία). Με την πτώση εκείνου του φρουρίου (27 Μαρτίου 1941) περατώθηκε και η εκστρατεία στην Αιθιοπία. Ο Τσιγάντες έφθασε λίγο αργά στην Ερυθραία και έτσι έλαβε μέρος, για λίγο χρόνο, στις επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών. Μετά επέστρεψε στην Παλαιστίνη και πάλι στη διάθεση των "Ελευθερών Γαλλικών Δυνάμεων". Εδώ θα κάνουμε μια παρένθεση για να μεταφέρουμε μια σημαντική πληροφορία, την οποία περιέλαβε, σε σχετική και πολύ ενδιαφέρουσα διάλεξη του (7 Δεκεμβρίου 1982).
Ο αείμνηστος Ιερολοχίτης και Καταδρομέας, Αντιστράτηγος ε.α Ιωάννης Μανέτας. Γράφει: «Μετά μίαν ανάπαυλαν εις Αίγυπτον (προφανώς πριν ή μετά από την εκστρατεία των Γάλλων στην Ερυθραία) και κατόπιν της απορριφθείσης αιτήσεως του όπως επανέλθει εις τας τάξεις του στρατού μας, ο οποίος εμάχετο εις Βόρειον Ήπειρον (Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940 - 1941), προσεκολλήθη εις το εκστρατευτικόν σώμα των Ελευθέρων Γάλλων». Αν λάβει κανείς υπόψη του τον υπέρμετρο πατριωτισμό και τη χαρακτηριστική εθελοθυσία του Αντισυνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε, δεν αποκλείεται να είναι αληθινή αυτή η εκδοχή.
Πιθανόν να του το είπε ο ίδιος ο Τσιγάντες ή να το άντλησε μόνος του ο Στρατηγός Μανέτας από κάποια επίσημη πηγή της εποχής εκείνης. Μετά την επιστροφή του (Απρίλιος 1941) από την εκστρατεία της Ερυθραίας, ο Τσιγάντες βρέθηκε και πάλι στις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" (F.F.L) στην Παλαιστίνη, όπου λίγο καιρό αργότερα συναντήθηκε με το Γάλλο Συνταγματάρχη και κατόπιν Στρατηγό Πιερ Καινίνγκ (Pierre Koenig). Τότε, ο Γάλλος αξιωματικός του πρότεινε και πήγε μαζί του στο Γαλλικό στρατόπεδο "Καστίνα" (Qastina) στην Ιερουσαλήμ, όπου και παρέμεινε για αρκετό χρόνο σε αναμονή μαζί με τους Ελευθέρους Γάλλους της Αεγεώνας των Ξένων, τη μονάδα δηλαδή που είχε τοποθετηθεί παλαιότερα.
Στη συνέχεια, θα παραθέσουμε εδώ, ελεύθερα μεταφρασμένη, μια πολύ ενδιαφέρουσα περικοπή από τον πρόλογο του εξαίρετου βιβλίου του Κόστα ντε Λοβέρδο (Costa de Loverdo) "Le Bataillon Sacre 1942-1945":
«Ήταν περί το τέλος αυτής της αναμονής, που πληροφορήθηκε από τον πρόξενο του (προφανώς εννοεί τον Έλληνα Πρόξενο στην Ιερουσαλήμ) την επιθυμία του βασιλιά του της Α.Μ Γεωργίου Β', να τον ξαναχρησιμοποιήσει. Από την πλευρά του ενός και του άλλου θα ξεχνιόταν το παρελθόν. Ο Τσιγάντες εγκατέλειψε τη Λεγεώνα των Ξένων ως "ελεύθερος από την ενεργό στρατιωτική υπηρεσία". Η πρώτη επαφή του με το στρατό του, που ξαναβρέθηκε, υπήρξε θεαματική: Βρισκόταν σε αναταραχή γιατί αξίωνε να πολεμήσει χωρίς καθυστέρηση. Ξανατοποθετημένος στην εφεδρεία, ξαναγύρισε στη Λεγεώνα των Ξένων, όπου τον είδα ν' αποβιβάζεται στο Μπιρ Χακέϊμ».
Πρέπει να ήταν άνοιξη του 1942 (χωρίς να μπορεί να υπολογιστεί η ακριβής ημερομηνία). Με μια διαταγή (υπ' αριθμ. 4210 / 1 Μαΐου 1942) -το μοναδικό επίσημο Γαλλικό έγγραφο που βρέθηκε στο αρχείο της "Λέσχης Καταδρομέων και Ιερολοχιτών"- του Στρατηγού Επιτελάρχη του Σώματος των "Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων", ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες τέθηκε στη διάθεση του Υποστρατήγου - Διοικητή της Γαλλικής Δύναμης "L" Πιερ Καινίγκ από την 1η Ελεύθερη Γαλλική Ταξιαρχία (B.F.L) στην οποία εκτελούσε καθήκοντα Συνδέσμου. Έτσι βρέθηκε "αποβιβαζόμενος" στο Μπιρ Χακέιμ, στο οποίο και θ' αγωνιστεί γενναία, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μαζί με τους Ελεύθερους Γάλλους συμπολεμιστές του.
Από τον Ιανουάριο του 1942, οι Γερμανο-Ιταλικές δυνάμεις του Στρατηγού Ρόμμελ είχαν εξαπολύσει μια ισχυρότατη αντεπίθεση εναντίον της 8ης Βρετανικής Στρατιάς προς ανακατάληψη της Κυρηναϊκής. Η προς τα ανατολικά προέλαση τους ήταν ταχεία και επιτυχής και, αφού ανέτρεψαν διαδοχικές αμυντικές γραμμές των Συμμαχικών στρατευμάτων, έφθασαν, στις αρχές Ιουλίου, μπροστά από την τοποθεσία του Ελ Αλαμέιν (45 μίλια δυτικά της Αλεξάνδρειας), όπου και αναχαιτίστηκαν. Μια από τις γραμμές άμυνας που εξουδετέρωσε κατά την προέλαση του ο Ρόμμελ, με κατά μέτωπο επίθεση και ταυτόχρονη υπερκέραση από το νότο, ήταν η δυτικά της πόλης Τομπρούκ.
Γραμμή που άρχιζε από τη μικρή παράκτια όαση Ελ Γκαζάλα (El Gazala), περνούσε από την τοποθεσία Γκοτ Ελ Ουαλέμπ (Got el Ualeb) και κατέληγε προς το νότο στην τοποθεσία Μπιρ-Χακέιμ (Bir Hakeim) μέσα στην καυτή άμμο της ερήμου. Αυτό το νότιο άκρο (Σημείο Στηρίγματος) της αμυντικής τοποθεσίας, με περίμετρο 16 χιλιομέτρων, είχε αναλάβει να υπερασπιστεί η Γαλλική Δύναμη "L" του Στρατηγού Καινίγκ, που τότε αποτελείτο από την 1η Ελεύθερη Γαλλική Ταξιαρχία (2 Τάγματα της Λεγεώνας των Ξένων, 3 Τάγματα Πεζοναυτών και 3 Τάγματα Ιθαγενών) με 26 πεδινά πυροβόλα, 62 αντιαρματικά και 44 όλμους, συνολικής δύναμης 3.500 ανδρών.
Η άμυνα σ' εκείνο το Σημείο Στηρίγματος στηριζόταν σε μια αλυσίδα οχυρωμένων θέσεων μέσα στο έδαφος που περιβάλλονταν και χωρίζονταν σε τμήματα με σειρές από συρματοπλέγματα και πυκνά ναρκοπέδια (50.000 συνολικά νάρκες). Λίγες μέρες πριν από την εχθρική επίθεση, ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες προσκολλήθηκε στο Διοικητή των άμεσων μετόπισθεν (ζωτική περιοχή Διοικητικής Μέριμνας, για την υποστήριξη της άμυνας μέσα στην περίμετρο και στα νώτα του Σημείου Στηρίγματος), Γάλλο Ταγματάρχη Θορώ (Thoreau).
Η διάθεση του διακεκριμένου Έλληνα αξιωματικού στην κρίσιμη περιοχή των μετόπισθεν ήταν μια έξυπνη πράγματι ενέργεια του Στρατηγού Πιέρ Καινίγκ. Τη νύκτα 26 / 27 Μαίου 1942, το σύνολο σχεδόν των ταχυκίνητων δυνάμεων του Άξονα εμφανίστηκαν στα νότια της τοποθεσίας Μπιρ Χακέιμ και πέντε (5) μεραρχίες του, αφού υπερκέρασαν το Σημείο Στηρίγματος, άρχισαν να εκτελούν μια ευρεία κυκλωτική κίνηση με επιδίωξη την αποδιοργάνωση των μετόπισθεν των αμυνόμενων σε ολόκληρη την τοποθεσία Ελ Γκάζαλα - Μπιρ Χακέιμ Συμμαχικών στρατευμάτων .
Το επόμενο πρωί (27 Μαΐου) η περιοχή των άμεσων μετόπισθεν της αμυνόμενης Γαλλικής Δύναμης "L", στο νότιο άκρο της τοποθεσίας, δέχτηκε την πρώτη επίθεση από ισχυρή δύναμη τεθωρακισμένων του Άφρικα Κορπ. Από εκείνη την ώρα, ο Αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, ο οποίος έσπευδε συνεχώς σε όλα τα σημεία της τοποθεσίας που αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο, αναδείχτηκε ως ο πολυτιμότερος συμπαραστάτης και γενναίος συμπολεμιστής του Γάλλου διοικητή των μετόπισθεν του Σημείου Στηρίγματος. Επί δεκαπέντε μέρες, η Γαλλική Φρουρά του Μπιρ Χακέιμ, περικυκλωμένη, πρόβαλε σθεναρή αντίσταση μέχρις εσχάτων απέναντι σε υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις που επιτίθεντο αδιάκοπα και τον απηνή βομβαρδισμό της από 150 Γερμανικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης (στούκας).
Γι' αυτή την ανεπανάληπτη εποποιία θα γράψει πολύ αργότερα ο γνωστός Γάλλος Ιστορικός Ραιϋμόν Καρτιέ στην "Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου": «Όλες οι προσπάθειες των Γερμανών σπάζουν πάνω σε μια φωτιά κολάσεως». Οι ηρωικοί υπερασπιστές του Μπιρ Χακέιμ άντεξαν μέχρι τη νύχτα της 9 / 10 Ιουνίου, οπότε ο Στρατηγός Καινίγκ έδωσε διαταγή σε όσους είχαν επιζήσει να επιχειρήσουν έξοδο, η οποία μέσα στο ορυμαγδό της μάχης μετατράπηκε σε μεμονωμένες προσπάθειες διάσωσης και διαφυγής προς ένα προκαθορισμένο σημείο συγκέντρωσης. Στο δεκαπενθήμερο της συγκλονιστικής εκείνης τιτανομαχίας της ηρωικής φρουράς του Σημείου Στηρίγματος Μπιρ Χακέιμ, ο Αντισυνταγματάρχης Τσιγάντες αγωνίστηκε, με θάρρος και πείσμα.
Αγωνίστηκε μέρα και νύκτα και πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια στους Ελεύθερους Γάλλους συμπολεμιστές του. Εκεί έδειξε για μια ακόμη φορά τα αξιοθαύμαστα ψυχικά και πνευματικά προσόντα του και προπαντός την ψυχραιμία του, τον άφθαστο ηρωισμό του και την έκδηλη περιφρόνηση του προς το θάνατο. Μετά την απεγνωσμένη προσπάθεια εξόδου της Γαλλικής Φρουράς από την οχυρωμένη τοποθεσία, ο Στρατηγός Καινίγκ και ο Αντισυνταγματάρχης Τσιγάντες εγκατέλειψαν, από τους τελευταίους, το Σημείο Στηρίγματος και με ένα αυτοκίνητο έφθασαν στο σημείο ανασυγκρότησης των υπολειμμάτων της Δύναμης "L" στις Αγγλικές γραμμές, «αφού άγγιξαν πολλές φορές την αιχμαλωσία και το θάνατο».
Η πτώση του Μπιρ Χακέϊμ στα χέρια του αντίπαλου επέτρεψε σ' αυτόν την πραγματοποίηση ρήγματος και την κύκλωση της γραμμής άμυνας της 8ης Βρετανικής Στρατιάς. Ωστόσο, η εποποιία των ηρωικών υπερασπιστών του αποτέλεσε την πρώτη σελίδα δόξας των "Ελευθέρων Γαλλικών Δυνάμεων" στο Μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Το γενναίο Έλληνα ανώτερο αξιωματικό τίμησαν οι Γάλλοι, για την πολύτιμη προσφορά του στην άμυνα του Μπιρ Χακέιμ, με τον Πολεμικό τους Σταυρό και αργότερα με τον "Ταξιάρχην των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής" για τη συνολική εθελοντική υπηρεσία του, επί δύο περίπου έτη (1940 - 1942), στις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" της Αφρικής.
Και τη συνεργασία του, όπως θα δούμε στη συνέχεια, με τη Γαλλική "Φάλαγγα" του Στρατηγού Λεκλέρκ (Leklerc) στις πολεμικές επιχειρήσεις των Συμμάχων στην Τυνησία το Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1943. Για τον ίδιο επίσης αξιωματικό που πολέμησε δίπλα του, θα γράψει ο Στρατηγός Καινίγκ: «Πάντοτε ο Τσιγάντες επροτιμούσε, οσάκις ηδύνατο να το πράξει, να ενεργεί μέσα εις τον άνεμον της θυέλλης. Τον εγνώρισα εκ του πλησίον εις την έρημον της Λιβύης και παρέμεινε φίλος μου, υπό την πλέον αληθή έννοιαν της λέξεως. Είμαι δια τούτο υπερήφανος».
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι για τις Μονάδες και τις μεταβολές του σ' αυτές, από το Μάιο του 1940 μέχρι τον Ιούνιο του 1942, παρατηρείται στις επίσημες και ανεπίσημες πηγές μια ασάφεια και διαφορά απόψεων ως προς τις χρονολογίες κυρίως, αλλά και ως προς τις λεπτομέρειες της συμμετοχής του στις πολεμικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανόμενης και αυτής στο Μπιρ Χακέιμ. Αυτή η ασάφεια και οι διαφορές ίσως να οφείλονται και στις ανώμαλες καταστάσεις της εποχής εκείνης (1940 - 1942). Επομένως αυτά, που με κάθε επιφύλαξη αναφέρονται παραπάνω, ελέγχονται για την ακρίβεια και την αξιοπιστία τους, αφού δεν έγινε κατορθωτό να διασταυρωθούν και να επαληθευτούν.
Υπόψη τέλος, ότι λόγω της μέχρι τον Ιούνιο του 1942 παραμονής του Τσιγάντε εκτός στρατεύματος, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ) της Μέσης Ανατολής δεν παρακολουθούσε τις διάφορες στρατιωτικές μεταβολές του. Πιθανόν όμως να ενημερωνόταν από το Γραφείο του Γαλλικού Στρατιωτικού Συνδέσμου στην Αίγυπτο (Liaison Militaire Francaise en Egypte). Έτσι γι' αυτή τη χρονική περίοδο τίποτε σχετικό δεν είναι καταχωρισμένο στο Μητρώο του.
Ανάκληση στην Ενεργό Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού
Μετά την εποποιία των Ελεύθερων Γάλλων στην τοποθεσία Μπιρ Χακέϊμ, ο Γάλλος Στρατηγός Καινίγκ μαζί με τον Αντισυνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε, πήγαν στο Κάϊρο, όπου είχε την έδρα της η "Εξόριστη" Ελληνική Κυβέρνηση και η Ηγεσία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής. Μερικές μέρες αργότερα και χωρίς να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιος πιθανόν και πώς να μεσολάβησε -γράφεται για το Γάλλο Στρατηγό Καινίγκ- ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός των Στρατιωτικών αείμνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπέγραψε την υπ' αριθμ 31372 / 17 Ιουνίου 1942.
Απόφαση για ανάκληση στην ενεργό του Στρατού υπηρεσία του Τσιγάντε και άλλων εκτός στρατεύματος αξιωματικοί, σύμφωνα με τον 3013 / 1941 Αναγκαστικό Νόμο "Περί αποκαταστάσεως Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών εξελθόντων του Στρατεύματος δια πολιτικούς λόγους". Η απόφαση εκείνη κυρώθηκε αργότερα με Βασιλικό Διάταγμα. Με την ίδια απόφαση ανάκλησης στην ενεργό υπηρεσία ο Αντισυνταγματάρχης Τσιγάντες εντάχθηκε στην προ του 1935 σειρά αρχαιότητός του και ταυτόχρονα προβιβάστηκε στο βαθμό του Συνταγματάρχη αναδρομικά από το 1938. Μετά την παραπάνω καταστατική μεταβολή, ο Τσιγάντες ανέλαβε υπηρεσία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού.
Ενώ κατά μια άλλη εκδοχή τοποθετήθηκε ως Διοικητής Τάγματος στη ΙΙη Ελληνική Ταξιαρχία και στη συνέχεια αποσπάσθηκε και πάλι στη Γαλλική Δύναμη "L" του Στρατηγού Καινίγκ για σύντομο χρονικό διάστημα.
Διοικητής του Θρυλικού Ιερού Λόχου 1942 - 1945
Μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τα Γερμανικά Στρατεύματα (Ελληνο-γερμανικός Πόλεμος 1941) και την αμέσως μετά περιώνυμη "Μάχης της Κρήτης" (Μάιος 1941), η "εξόριστη" Ελληνική Κυβέρνηση που εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο άρχισε τη σταδιακή συγκρότηση μερικών στρατιωτικών μονάδων από αξιωματικούς και οπλίτες που διέφυγαν κατά καιρούς από την κατεχόμενη πατρίδα και από Έλληνες του εξωτερικού, με σκοπό να αγωνιστούν στο πλευρό των Συμμάχων.
Η πληθώρα όμως των αξιωματικών (σε σχέση με τους οπλίτες) που είχαν συρρεύσει στη Μέση Ανατολή και η έλλειψη επαρκών μονάδων για να τις απορροφήσουν οδήγησαν τον Αντισμήναρχο Γ. Αλεξανδρή, που υπηρετούσε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού να προτείνει μετά ένα χρόνο (Αύγουστος του 1942) στον τότε Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό των Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλο τη συγκρότηση μιας μονάδας από εθελοντές αξιωματικούς, οι περισσότεροι από τους οποίους θα εκτελούσαν καθήκοντα οπλίτη. Η πρόταση εκείνη έγινε αμέσως δεκτή και σε εκτέλεση σχετικής διαταγής του Υπουργού εκδόθηκε αντίστοιχη, η υπ' αριθμ. 100 / 1 Σεπτεμβρίου 1942 της ΙΙης Ελληνικής Ταξιαρχίας (Διοικητής ο Συνταγματάρχης Πεζικού Αλκιβιάδης Μπουρδάρας).
Με την οποία συγκροτήθηκε από εθελοντές στην Κφάρ-Ιόνα (Kfar-Yona) της Παλαιστίνης ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα με το όνομα "Λόχος Επίλεκτων Αθανάτων" με προσωρινό διοικητή τον Επίλαρχο Αντώνιο Στεφανάκη και με αρχική δύναμη 200 αντρών (130 αξιωματικοί, 40 μάχιμοι οπλίτες και 30 βοηθητικοί). Στις 6 Σεπτεμβρίου και στο Στρατηγείο της Ταξιαρχίας έλαβε χώρα επίσημη τελετή για τη συγκρότηση του Λόχου. Από την εποχή εκείνη άρχισε, αλλά συνεχίστηκε και αργότερα, η εθελουσία πάντοτε κατάταξη αξιωματικών και οπλιτών του Στρατού, του Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, όπως επίσης και ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Ο λόχος αυτός οργανώθηκε αρχικά ως Λόχος Πολυβόλων με προορισμό να προσκολληθεί επιχειρησιακά στη ΙΙη Ελληνική Ταξιαρχία και, αφού μεταστάθμευσε, το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου και μετά από τη συγκρότηση του, στο Ελ Μαάντι (El Maadi) της Αιγύπτου, άρχισε ανάλογη εκπαίδευση στο εκεί Νεοζηλανδικό στρατόπεδο Πεζικού. Στις 12 Σεπτεμβρίου και ύστερα προφανώς από έγκριση της Ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Μέσης Ανατολής, ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες επισκέφθηκε το στρατόπεδο του "Λόχου Επίλεκτων Αθανάτων" στην Κφαρ-Ιόνα, ο οποίος, μιλώντας στο προσωπικό του, ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη των αξιωματικών και οπλιτών, προκειμένου ν' αναλάβει τη διοίκηση τους.
Με τη ρητή υπόσχεση του ότι θα κρατούσε τη μονάδα μακριά από κάθε επιρροή ή ανάμειξη στην πολιτική. Δύο κυρίως λόγοι ήταν εκείνοι που οδήγησαν τον Τσιγάντε σ' εκείνη, ας πούμε, την ασυνήθιστη για το στρατό συμπεριφορά:
- Πρώτος, η προϊστορία του με τη συμμετοχή του στο αποτυχών κίνημα του 1935 και τις μέχρι τότε δραματικές επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του.
- Δεύτερος, ότι από νωρίτερα είχαν αρχίσει να αναζωπυρώνονται στον Ελληνικό Στρατό της Μέσης Ανατολής τα πολιτικά πάθη και είχε σημειωθεί αναταραχή, παρόμοια με εκείνες που είχαν ταλαιπωρήσει την Ελλάδα κατά την περίοδο 1916 - 1935.
Μόνο μια στρατιωτική προσωπικότητα του ύψους, των ιδιαίτερων προσόντων και της πολεμικής πείρας εκείνου του Συνταγματάρχη θα μπορούσε να διοικήσει επιτυχώς εθελοντές αξιωματικούς και οπλίτες όλων των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με καθήκοντα οπλίτου, με διαφορετική στρατιωτική προέλευση και νοοτροπία και με διάφορες πολιτικές αντιλήψεις και πεποιθήσεις, αλλά και κάτω από τις ιδιαίτερα δύσκολες και σκληρές συνθήκες ενός πολέμου που διεξαγόταν τότε μακριά από την υπό εχθρική κατοχή πατρίδα. Για τον Τσιγάντε της εποχής εκείνης θα γράψει πολύ αργότερα (1971) ο διακεκριμένος Διοικητής της ΙΙΙης Ορεινής Ταξιαρχίας (Ρίμινι) και μετέπειτα Αρχηγός ΓΕΣ Αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος:
«Απόστρατος λόγω του κινήματος 1935 αλλά χωρίς ουδεμία μνησικακία κατά των παλαιών ενεργειών συναδέλφων του μετά των οποίων ευρέθη εις απόλυτον αντίθεσιν και ένοπλον σύγκρουσιν, εκ των γενναιότερων του Στρατού μας με πολλαπλά τραύματα, ευφυής, εξαίρετου μορφώσεως, ωραίου χαρακτήρας με ανώτερον πνεύμα συναδελφικότητος και πολιτισμού».
Από τις πρώτες ενέργειες του νέου Διοικητή του "Λόχου Επίλεκτων Αθανάτων", μετά τη μεταστάθμευση του στο Ελ Μαάντι, ήταν να πετύχει:
- Τη μετονομασία, ύστερα από εντολή του τότε Αρχηγού ΓΕΣ Μέσης Ανατολής, Αντιστράτηγου Βασιλείου Μαραβέα, της μικρής μονάδας του σε "Ιερό Λόχο του 1942" και την καθιέρωση ιδιαίτερου εμβλήματος του με την αρχαία Σπαρτιατική ρήση: "Ή TAN Ή ΕΠΙ ΤΑΣ".
- Την αλλαγή της αρχικής αποστολής του.
Ο διοικητής του, με τη σπάνια προσωπικότητα του και τον ιδιαίτερο τρόπο διοίκησης της μονάδας του, αποδείχτηκε ένας ικανότατος καταδρομέας-ηγήτορας, που είχε ακόμη και την επιδεξιότητα της αρμονικής συνεργασίας με τους Συμμάχους αξιωματικούς. Η παράθεση στη συνέχεια ενός πολύ σύντομου οδοιπορικού του Ιερού Λόχου αναδεικνύει το αξιόλογο έργο του διοικητού του, αλλά και τις συνεχείς και ηρωικές προσπάθειες των Ιερολοχιτών στα τρία δύσκολα χρόνια της ένδοξης δράσης τους. Το πρώτο τμήμα του Ιερού Λόχου που έλαβε μέρος σε καταδρομικές επιχειρήσεις ήταν μια ομάδα από 8 αξιωματικούς με επικεφαλής τον Αντισμήναρχο Γ. Αλεξανδρή, η οποία υπό τη Β' Μοίρα του Συντάγματος S.A.S.
Έδρασε στα μετόπισθεν των Γερμανο-Ιταλικών στρατευμάτων στην Κυρηναϊκή, από 17 Νοεμβρίου 1942 μέχρι 27 Ιανουαρίου 1943. Ένα άλλο επίσης τμήμα από 60 Ιερολοχίτες ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου 1942 για την περιοχή της Βεγγάζης, προκειμένου να εκτελέσει παρόμοιες επιχειρήσεις στα νώτα του εχθρού, πλην όμως η αποστολή εκείνη δεν εκτελέστηκε τελικά, ένεκα της ταχείας προέλασης της 8ης Βρετανικής Στρατιάς προς τα δυτικά. Στις 27 Ιανουαρίου 1943, ο Ιερός Λόχος, μετά από ειδική συγκρότηση και εκπαίδευση, ξεκίνησε για τη Δυτική Έρημο για εκτέλεση καταδρομικών επιχειρήσεων στα μετόπισθεν των συμπτυσσόμενων τότε τμημάτων του Άξονα, σε συνεργασία με περιπόλους του Βρετανικού Συντάγματος S.A.S.
Όμως, η πρόσφατη τότε αιχμαλωσία του Αντισυνταγματάρχη Στέρλινγκ και οι βαριές απώλειες του συντάγματος του δεν επέτρεψαν στον Ιερό Λόχο ν' αναλάβει δράση σύμφωνα με την αρχική αποστολή του. Έτσι, ύστερα από πρόταση του Συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε, ο διοικητής της 8ης Βρετανικής Στρατιάς, Στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ (Bernard Montgomery) έθεσε τον Ιερό Λόχο, από τις 7 Φεβρουαρίου 1943, υπό διοίκηση της "Φάλαγγας των Ελεύθερων Γάλλων" του Στρατηγού Λεκλέρκ (Leclerc), για να χρησιμοποιηθεί σε αποστολές Ελαφρού Μηχανοκίνητου Ιππικού. Στις 10 Μαρτίου 1943 και στην περιοχή Κσάρ-Ριλάν (Ksar Rilan) της Τυνησίας, δόθηκε η πρώτη ουσιαστική μάχη ανάμεσα στα εκεί αμυνόμενα Γαλλοελληνικά τμήματα και σε μια ισχυρή μηχανοκίνητη φάλαγγα, η οποία της επιτέθηκε.
Η εχθρική δύναμη τελικά αναχαιτίσθηκε και έτσι καλύφθηκε η πορεία της φάλαγγας ελιγμού του 10ου Αγγλονεοζηλανδικού Σώματος Στρατού, το οποίο παρέκαμπτε από το νότο την αμυντική γραμμή "Μαρέθ" (Mareth) των Γερμανο-Ιταλικών δυνάμεων. Μετά την κατάληψη της πόλης Γκαμπές της Τυνησίας (29 Μαρτίου) από τμήματα της 8ης Βρετανικής Στρατιάς, ο Ιερός Λόχος αποσπάστηκε από τη Γαλλική Φάλαγγα του Στρατηγού Λεκλέρκ και διατέθηκε στη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία και στις 6 Απριλίου έλαβε μέρος στη μάχη επί της αμυντικής γραμμής του Ουαντί Ακαρίτ (Wadi Akarit).
Από εκεί, συνεχίζοντας την αποστολή κάλυψης της προέλασης προς την Τυνίδα των Συμμαχικών δυνάμεων του παραλιακού τομέα, έφτασε μπροστά από την πολίχνη Ανφενταβίλλ (Enfindaville), όπου επί τρεις ημέρες (13 - 16 Απριλίου) ανέπτυξε δραστηριότητα περιπόλων. Τέλος, στις 17 Απριλίου, ο Ιερός Λόχος διατάχθηκε να επιστρέψει επειγόντως στην Αίγυπτο για να συμμετάσχει 15 σε άλλες επιχειρήσεις, έτσι τέλειωσε η συμμετοχή του στις μάχες της Τυνησίας. Στην Αίγυπτο (Στρατόπεδο Πυραμίδων) έφτασε στις 2 Μαΐου. Εκεί παρέμεινε για λίγες μέρες. Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η σχεδόν αυθόρμητη παράδοση (13 Μαΐου 1943) των τελευταίων υπολειμμάτων του άλλοτε ισχυρού Αφρικα Κορπ, με αποτέλεσμα να κλείσει οριστικά το Μέτωπο της Βόρειας Αφρικής με περιφανή νίκη των Συμμαχικών δυνάμεων.
Από το Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο 1943, ο Ιερός Λόχος, με προσωπικό που προοδευτικά έφτασε τους 314 άντρες, αφού αρχικά συγκεντρώθηκε στο στρατόπεδο Ελ Μπάσα (El Bassa) στα σύνορα Αιγύπτου - Παλαιστίνης, αργότερα μετακινήθηκε σε διάφορα στρατόπεδα της Παλαιστίνης, όπου εκπαιδεύτηκε στα αλεξίπτωτα και τα πλωτά μέσα και ανασυγκροτήθηκε ανάλογα, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση αποβατικών και αεραποβατικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο Πέλαγος μαζί με άλλες Συμμαχικές δυνάμεις. Έτσι, σύμφωνα με τη νέα του σύνθεση, οργανώθηκε σε μια Ομάδα Διοικήσεως, ένα Τμήμα Βάσεως και τρία (3) Τμήματα Καταδρομών (Ι, Π, III).
Δύο περίπου μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας (9 Σεπτεμβρίου 1943), ο Ιερός Λόχος μεταφέρθηκε στη Σάμο -πολύ αργά, λόγω των αντιδράσεων των Βρετανών- σε δύο κλιμάκια. Το ένα ρίχτηκε με αλεξίπτωτα και το άλλο μεταφέρθηκε με πολεμικά πλοία (30 Οκτωβρίου - 1 Νοεμβρίου 1943), ενώ Βρετανικά τμήματα κατέλαβαν τη Δωδεκάνησο. Η απόφαση για να σταλεί ο Ιερός Λόχος στη Σάμο ήταν μια ακόμη επιτυχία του Συνταγματάρχη Τσιγάντε, ο οποίος μεταβαίνοντας από το Ας Αζίμπ, όπου ήταν συγκεντρωμένος και σε ετοιμότητα ο Λόχος του, στο Κάιρο, έπεισε τη -διστακτική λόγω πιθανής Τουρκικής αντίδρασης- αρμόδια Βρετανική Διοίκηση Δυνάμεων Αιγαίου.
Με το τμήμα των 200 Ιερολοχιτών που ρίχτηκε με αλεξίπτωτα στη Σάμο (οροπέδιο Βλαμαρής) και του οποίου διοικητής ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Ιππικού Ανδρέας Καλλίνσκης -μετέπειτα ιδρυτής και πρώτος αρχηγός των Ελληνικών Μονάδων Καταδρομών (1946 - 1956)- έπεσε και ο διοικητής του Ιερού Λόχου, καίτοι ευτραφής και ηλικίας τότε 46 ετών. Και οι δυο εκείνοι άριστοι αξιωματικοί, σχεδόν συνομήλικοι, δεν είχαν καν εκπαιδευτεί στην πτώση με αλεξίπτωτο, είχαν όμως τη θέληση και το θάρρος ν' αντιμετωπίζουν με αποφασιστικότητα οποιαδήποτε δυσκολία ή εμπόδιο, αλλά και κίνδυνο, κατά την εκτέλεση της αποστολής τους. Προσγειώθηκαν και οι δύο σώοι και αβλαβείς.
Κατά το πρώτο 15θήμερο (1 - 15) του Νοεμβρίου, ο Ιερός Λόχος, με Σταθμό Διοικήσεως στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου, αποτέλεσε τον κύριο πυρήνα της άμυνας του νησιού εναντίον ενδεχόμενης επίθεσης των Γερμανών, στην οποία συμμετείχαν: η Ιταλική Μεραρχία "Κούνεο", 1.200 Έλληνες αντάρτες και Βρετανική δύναμη 700 ανδρών. Μετά όμως την αποτυχία της προσπάθειας των Βρετανών για "Διάνοιξη του Αιγαίου" μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και μετά την άρνηση της Τουρκίας να μπει στον πόλεμο, τα Συμμαχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τη Δωδεκάνησο και ο Ιερός Λόχος αποχώρησε από τη Σάμο. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και πάλι μια ακόμη προσωπική επιτυχία του Συνταγματάρχη Τσιγάντε.
Μαζί με τον απερχόμενο Ιερό Λόχο από το νησί, ο Διοικητής του πέτυχε ένα μεγάλο κατόρθωμα: να εκκενώσει (17 και 18 Νοεμβρίου 1943) με καΐκια προς την Τουρκία 12.000 νησιώτες πρόσφυγες, 8.000 Ιταλούς στρατιωτικούς και 800 Έλληνες αντάρτες. Αμέσως μετά την εκκένωση της Σάμου, ο Ιερός Λόχος μεταφέρθηκε από την Τουρκία στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Ο Ιερός Λόχος συνέχισε μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου 1944 την ειδική εκπαίδευση του στα πλωτά μέσα, στις αναρριχήσεις και στις χιονοσκέπαστες περιοχές, με σκοπό την απόβαση του στην κατεχόμενη τότε Ελλάδα. Με το τέλος όμως της περιόδου εκείνης, η αποστολή του άλλαξε σε αντίστοιχη Μονάδας Καταδρομών.
Η οποία επρόκειτο να δράσει στο Αιγαίο Πέλαγος, σε συνεργασία με βρετανικά ταχύπλοα σκάφη και με καΐκια του Ελληνικού Πολεμικού (τότε Βασιλικού) Ναυτικού. Έτσι τέθηκε, από τις αρχές του Φεβρουαρίου 1944, υπό Διοίκηση των Βρετανικών "Δυνάμεων Καταδρομών" ("Raiding Forces") του Ταξιάρχου Τέρνμπουλ (Turnbull). Στις 7 Φεβρουαρίου, ένα τμήμα (Ιο) του Ιερού Λόχου, αναχώρησε για καταδρομικές επιχειρήσεις στα νησιά του Βορείου Αιγαίου (Σάμο, Ψαρά, Μυτιλήνη, Χίο κ.λ.π), όπου έφτασε μετά ένα μήνα, ενώ το δεύτερο τμήμα (ΙΙο) εγκαταστάθηκε στα Δωδεκάνησα με τον ίδιο ρόλο από τα τέλη Μαΐου. Στο μεταξύ, με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, ο Ιερός Λόχος αναπτύχθηκε (Απρίλιος 1944) σε Σύνταγμα, με ανάλογη αύξηση της δύναμης του σε 1.000 περίπου άντρες και τις απαιτούμενες τροποποιήσεις στην οργάνωση του.
Μετά την απελευθέρωση της ηπειρωτικής Ελλάδας (Οκτώβριος 1944), ο Ιερός Λόχος αναπτύχθηκε στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και σε μερικά της Δωδεκανήσου και μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1945 συνέχισε να προσβάλει με καταδρομικές ενέργειες τις Γερμανικές φρουρές, που είχαν αποκοπεί στα νησιά, κατά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα. Επί δεκάξι (16) συνεχείς μήνες (Φεβρουάριος 1944 - Μάιος 1945), ο Ιερός Λόχος πολέμησε τις Γερμανικές δυνάμεις στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και της Δωδεκανήσου. Εξετέλεσε 27 συνολικά καταδρομικές επιχειρήσεις μεγάλης και μικρής κλίμακας, κατά τις οποίες συνέλαβε εκατοντάδες αιχμαλώτους.
Απέστειλε επίσης 207 συνολικά περιπόλους Ιερολοχιτών στα διάφορα νησιά με κυρίες αποστολές συλλογής πληροφοριών και εκτέλεσης δολιοφθορών. Από τις πολλές και τολμηρές επιχειρήσεις που εκτέλεσε ο Ιερός Λόχος στο Αιγαίο Πέλαγος και στα Δωδεκάνησα, κατά την περίοδο 1944 - 1945, οι σπουδαιότερες ήταν οι παρακάτω:
- 3 Απριλίου 1944: Καταδρομή αντιπερισπασμού στη Νήσο Μυτιλήνη από τμήμα 30 αξιωματικών και οπλιτών.
- 17 Μαΐου 1944: Καταδρομική επιχείρηση 31 Ιερολοχιτών στη Νήσο Σάμο με αποστολή την καταστροφή εχθρικών στόχων.
- 13 / 14 Ιουλίου 1944: Καταδρομική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας από μεικτό Ελληνοβρετανικό συγκρότημα εναντίον της ισχυρής εχθρικής φρουράς της νήσου Σύμης, με σκοπό την εξουδετέρωση της και την καταστροφή στόχων (εγκαταστάσεων, πλωτών μέσων).
- 24 / 25 Σεπτεμβρίου 1944: Καταδρομή στη Νήσο Μύκονο από 25 Ιερολοχίτες εναντίον της εκεί Γερμανικής φρουράς.
- 11 Φεβρουαρίου 1945: Καταδρομή αποσπάσματος 114 Ιερολοχιτών στη Νήσο Νίσυρο, με σκοπό την παράδοση της φρουράς της.
- 28 Φεβρουαρίου 1945: Καταδρομική επιχείρηση μεγάλης κλίμακας από ισχυρό συγκρότημα 513 αντρών, προς κατάληψη και απελευθέρωση της Τήνου.
- 1 / 2 Μαΐου 1945: Καταδρομική επιχείρηση στα νησιά Ρόδο και Αλιμιά.
- 3 / 4 Μαΐου1945: Τελευταία καταδρομική ενέργεια στη Νήσο Μήλο.
Στις 9 Μαΐου 1945 και με την υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης της Γερμανικής Φρουράς της Δωδεκανήσου στους Βρετανούς έληξε πλέον ο πόλεμος στο Αιγαίο Πέλαγος. Οι απώλειες του Ιερού Λόχου από την εποχή της συγκρότησης του μέχρι και το τέλος των επιχειρήσεων του στη Δωδεκάνησο ανήλθαν σε 17 νεκρούς (12 Αξιωματικούς και 5 Οπλίτες), 58 τραυματισθέντες (32 Αξιωματικούς - 26 Οπλίτες), 3 εξαφανισθέντες και 29 αιχμαλωτισθέντες. Για τις μέχρις αυτοθυσίας συνεχείς προσπάθειες στα πεδία των μαχών, αρχικά της ερήμου της Βόρειας Αφρικής και μετέπειτα των νησιών του Αιγαίου Πελάγους, οι γενναίοι Ιερολοχίτες τιμήθηκαν με πλήθος Ελληνικών και συμμαχικών ηθικών αμοιβών (προαγωγές επ' ανδραγαθία, πολεμικά μετάλλια και παράσημα).
Ο δε ανεπανάληπτος διοικητής τους, επιπλέον με το Ελληνικό Παράσημο του "Ταξιάρχου του Τάγματος του Σωτήρος", ένα από τα μοναδικά τρία που δόθηκαν σε αξιωματικούς που υπηρέτησαν και πολέμησαν στη Μέση Ανατολή (οι άλλοι δύο ήταν οι Διοικητές των Ιης και ΙΙΙης Ταξιαρχιών Πεζικού Συνταγματάρχες Πεζικού, Παυσανίας Κατσώτας και Θρασύβουλος Τσακαλώτος). Ακόμη, ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες προτάθηκε, το 1944, από το Βρετανό Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής για προαγωγή "Επ' Ανδραγαθία", στο βαθμό του Υποστρατήγου.
Με την απαράμιλλη πολεμική δράση του κατά την τριετία 1942 - 1945, ο ένδοξος Ιερός Λόχος πρόσθεσε, όπως και οι δύο Ελληνικές Ταξιαρχίες Πεζικού της Μέσης Ανατολής (Ιη στη Μάχη του Ελ-Αλαμέιν της Βόρειας Αφρικής και ΙΙΙη στη Μάχη του Ρίμινι της Ιταλίας), αμέσως μετά την ηρωική εποποιία των Ελλήνων στην Αλβανία, τα Οχυρά της Μακεδονίας και Θράκης και την ανεπανάληπτη "Μάχη της Κρήτης", μια ακόμη λαμπρή σελίδα στη νεότερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και του Στρατού. Σε αναγνώριση αυτής της σημαντικής συμβολής στον υπέρ πάντων αγώνα της υπόδουλης, αλλά υπερήφανης, πατρίδας και τις θυσίες των Ιερολοχιτών στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Τυνησία και στο Αιγαίο Πέλαγος, του απονεμήθηκε με Βασιλικό Διάταγμα στις 22 Ιουνίου 1945 η Πολεμική Σημαία.
Από την ημέρα της υπογραφής του πρωτοκόλλου παράδοσης της Γερμανικής Φρουράς της Δωδεκανήσου (8 Μαΐου 1945), στην οποία παρίστατο και ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες ως επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδας, και μέχρι το τέλος Ιουλίου ο Ιερός Λόχος ανέπτυξε, με δύο λόγια, τις εξής δραστηριότητες:
- Στο τέλος Μαΐου, και ύστερα από σχετική διαταγή, άρχισε να παραδίδει τις απελευθερωμένες νήσους του Αιγαίου Πελάγους στα νεοσυγκροτηθέντα τότε τμήματα Εθνοφυλακής και στη συνέχεια να συγκεντρώνεται γι' αποστράτευση, σύμφωνα με απόφαση του Βρετανικού Γενικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής.
- Στις 24 Ιουνίου, αναχώρησε με ατμόπλοιο για την Αλεξάνδρεια, από όπου μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς σε στρατόπεδο κοντά στο Κάιρο για να παραδώσει τα υλικά του και αργότερα ν'αφοπλισθεί.
- Στις 5 Ιουλίου, έλαβε χώρα θεαματική παράταξη στο Ελ Αλαμέιν και παρέλαση ολόκληρου του Ιερού Λόχου και του Επιτελείου της Βρετανικής ''Δυνάμεως Καταδρομών'' ενώπιον του τότε διαδόχου Παύλου και του Αρχιστράτηγου της Μέσης Ανατολής, Στρατηγού Μπέρναρντ Πάτζετ (Bernard Paget). Τις επόμενες μέρες παραδόθηκε μόνο ο βαρύς οπλισμός στους Βρετανούς και μετατέθηκαν σε κλιμάκιο του Ελληνικού Στρατού (Κάϊρο) οι καταγόμενοι από χώρες της Αφρικής (Αίγυπτο, Σουδάν κλπ.) Έλληνες Ιερολοχίτες.
- Στις 17 Ιουλίου, η υπόλοιπη δύναμη του Ιερού Λόχου αναχώρησε για τον Πειραιά, όπου και έφθασε μετά από τρεις μέρες. Όλο το προσωπικό του -αξιωματικοί και οπλίτες- έφερε, ύστερα από επίμονες ενέργειες του Διοικητή του, τον ατομικό οπλισμό του και τη στρατιωτική του στολή. Στην Αθήνα στρατωνίστηκε στο κτίριο της Μαρασλείου Σχολής, όπου και άρχισε η προπαρασκευή για μετάθεση ή απόλυση των δικαιούμενων Ιερολοχιτών.
Είχε ήδη επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον του προς την πατρίδα και παράλληλα είχε αποτελέσει τον πρόδρομο των περίφημων Ελληνικών Δυνάμεων Καταδρομών που συγκροτήθηκαν ενάμιση περίπου χρόνο αργότερα (Δεκέμβριος 1946). Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι στις 29 Αυγούστου ο Υπουργός των Στρατιωτικών, ύστερα από γραφτή εντολή του Πρωθυπουργού Π. Βούλγαρη, εξέδωσε επείγουσα διαταγή, με την οποία ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, συνοδευόμενος από τον τέως Επιτελάρχη του στον Ιερό Λόχο, τότε Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Γεώργιο Ρούσσο, πήγε με Φύλλο Πορείας στην Αίγυπτο με μια άκρως σοβαρή πολιτικοστρατιωτική αποστολή:
"Να διακανονίσει το ζήτημα ταχίστης δυνατής μεταφοράς εις την Ελλάδα των εκείθε και εν Αφρική κρατουμένων Ελλήνων στρατιωτικών".
Περισσότερες λεπτομέρειες γι' αυτήν ακριβώς την υπόθεση δυστυχώς δεν βρέθηκαν από την μέχρι σήμερα ιστορική έρευνα. Η απόλυτα επιτυχής ενάσκηση της διοικήσεως του Ιερού Λόχου επί τρία συνεχή πολεμικά χρόνια από τον εκρηκτικό Συνταγματάρχη Πεζικού Χριστόδουλο Τσιγάντε ανέδειξε μια σπάνια ηγετική προσωπικότητα με ιδιαίτερα ψυχικά, ηθικά και πνευματικά προσόντα και έμφυτη διπλωματική δεξιοτεχνία. Είχε γίνει ήδη γνωστός στους Συμμαχικούς κύκλους της Μέσης Ανατολής από την εποχή της εθελοντικής προσφοράς του, επί δύο χρόνια, στις "Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις" της Αφρικής.
Για τον καθόλα άξιο ηγέτη των υπέροχων Ιερολοχιτών, πολλοί Έλληνες και ξένοι έχουν εκφρασθεί κατά καιρούς με τα κολακευτικότερα, αλλά και αληθινά, κατά την πεποίθηση μου, λόγια που επιβεβαιώνουν τους παραπάνω χαρακτηρισμούς της προσωπικότητας του. Από αυτά θα μεταφέρω εδώ μερικά από τα πλέον πρόσφατα.
Διοικητής της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου 1945 - 1947
Μετά την παράδοση της Γερμανικής φρουράς της Δωδεκανήσου (8 Μαΐου 1945), τη διακυβέρνηση της ανέλαβε η Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή Δωδεκανήσου (Β.Σ.Α.Δ), εν ονόματι του Αρχιστρατήγου της Μέσης Ανατολής Στρατηγού Μπέρναρντ Πάτζετ, ο οποίος είχε υπό την εξουσία του όλα τα καταληφθέντα τέως Ιταλικά εδάφη, ωσότου η διάσκεψη της Ειρήνης με την Ιταλία να αποφάσιζε οριστικά για το μέλλον τους. Υπόψη ότι η Ελλάδα είχε θέσει ευθύς εξαρχής στους Συμμάχους της το αίτημα επιστροφής της Δωδεκανήσου σε αυτήν.
Η Ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολύνει τη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή στο έργο της και ιδιαίτερα στις σχέσεις της με τον ντόπιο πληθυσμό, έστειλε περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1945 και με τη συγκατάθεση της Αγγλικής κυβέρνησης μια Στρατιωτική Αποστολή, με αρχηγό το Συνταγματάρχη Τσιγάντε με ένα μικρό επιτελείο από αξιωματικούς, ως επί το πλείστον Ιερολοχίτες. Επιτελάρχης της Αποστολής εκείνης τοποθετήθηκε, δύο μήνες αργότερα, ο τότε Ταγματάρχης Πυροβολικού Παπαγεωργόπουλος Κυριάκος, στέλεχος και αυτός του θρυλικού πλέον Ιερού Λόχου, της μονάδας που πριν από ένα χρόνο είχε απελευθερώσει με αγώνες και θυσίες τα Δωδεκάνησα.
Το εθνικό έργο της Ελληνικής Αποστολής ήταν για πολλούς και σοβαρούς λόγους αρκετά δύσκολο, γιατί αυτή είχε να αντιμετωπίσει αφενός μεν αρκετά και ποικίλα προβλήματα και συνεχείς απαιτήσεις των Δωδεκανήσιων κατοίκων και αφετέρου τους Βρετανούς με το δικό τους τρόπο ενάσκησης της εξουσίας. Παρά ταύτα, η παρουσία και μόνο του γνωστού για τα σπάνια προσόντα του Τσιγάντε έτρεψε στην Αποστολή να δημιουργήσει κατά το μεταβατικό εκείνο στάδιο τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ομαλή ένωση της Δωδεκανήσου με τη μητέρα Ελλάδα.
Οι άμεσες παρεμβάσεις του, με διπλωματικό, αλλά και αποφασιστικό, τρόπο, τόσο προς την αντίστοιχη Βρετανική Αποστολή, όσο και προς τις ντόπιες αρχές και προς τους κατοίκους των νησιών, βοήθησαν στη σωστή αντιμετώπιση των παρουσιαζόμενων κάθε φορά δύσκολων και σοβαρών καταστάσεων. Έναν και πλέον χρόνο μετά την τοποθέτηση του ως Αρχηγού της Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσου, ο Συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες προβιβάστηκε στον βαθμό του Ταξιάρχου (25 Νοεμβρίου 1946). Η παραμονή της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στα Δωδεκάνησα διήρκησε 18 μήνες (Οκτώβριος 1945 - Μάρτιος 1947).
Κατά το διάστημα των οποίων η συνολική προσφορά της υπήρξε πολύμορφη και σημαντική, αν υπολογίσει κανείς και τις ανυπέρβλητες δυσχέρειες στην επικοινωνία ανάμεσα στα νησιά -μεγάλα και μικρά- του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας (Δεκέμβριος 1946) κι όταν πλησίαζε ο καιρός (Φεβρουάριος 1947) για την αναχώρηση των Βρετανών και τη μεταβίβαση των εξουσιών στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή, θεωρείτο πλέον ή βέβαιο ότι ο πρώτος Στρατιωτικός Διοικητής της Δωδεκανήσου θα ήταν ο Ταξίαρχος Τσιγάντες, γιατί πράγματι του άξιζε ως ανταμοιβή για τις προσπάθειες που κατέβαλε σε όλο το διάστημα της παραμονής του στη Ρόδο.
Και όμως στις 4 Απριλίου ανακλήθηκε στην Ελλάδα και στην πολύ τιμητική θέση του τοποθετήθηκε ο εν αποστρατεία Ναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης. Ωστόσο, επτά (7) μέρες πριν από την ανάκληση του, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την υπ'αριθμ. 177 / 29 Μαρτίου 1947 Πράξη του είχε εκφράσει την «πλήρη ευαρέσκειάν του δια τας υπηρεσίας τας οποίας παρέσχεν εις την πατρίδα» και είχε διαδηλώσει προς αυτόν την πλήρη ικανοποίηση του «δια το τρόπον καθ'ον εξετέλεσε τα καθήκοντα του» ως Αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Δωδεκάνησο. Όπως φαίνεται, κάποιοι στην Αθήνα και στη Ρόδο δεν επιθυμούσαν επουδενί να παραμείνει ο Τσιγάντες εκεί ως Στρατιωτικός Διοικητής Δωδεκανήσου.
Ο λόγος αυτής της άδικης απόφασης ήταν, κατά τον τότε Επιτελάρχη του, Ταγματάρχη Πυρ/κού Κυριάκο Παπαγεωργόπουλο, "πολιτικός ή μάλλον κομματικός", αφού ο Τσιγάντες "είχε πάντοτε έντονη πολιτική δραστηριότητα", τοποθετημένος πολιτικά -από Εύελπις ακόμα- στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Τέλος, για την επίδοση και απόδοση του Ταξίαρχου Χριστόδουλου Τσιγάντε, θα γράψει το Μάιο του 1946 ο τότε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αντιστράτηγος Γεώργιος Δρομάζος:
"Ως αρχηγός Αποστολής Συνδέσμου εις Δωδεκάνησα εκπληροί μετά βαθείας γνώσεως και δεούσης λεπτότητας τα διάφορα ζητήματα, τα αναφυόμενα κατά την διαχείρισιν του έργου του. Γενικώς έχει όλα τα ηθικά και διοικητικά προσόντα και πείραν δια τη διοίκησιν ανωτέρων μονάδων."
Στρατιωτικός Σύμβουλος Πρωθυπουργού
Στις 5 Απριλίου 1947, ανέλαβε καθήκοντα "παρά τω πρωθυπουργώ", καθώς είχε αποσπαστεί από τη Διεύθυνση Πεζικού του Γενικού Επιτελείο Στρατού στο Γραφείο του Προέδρου της Κυβερνήσεως Θεμιστοκλή Σοφούλη, με την υπ'αριθμ. 151 / 27 Φεβρουάριου 1947 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, ως σύμβουλος του για στρατιωτικά θέματα. Στις 23 Μαΐου 1947, με την 369 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, αποσπάστηκε μαζί με τον Υποστράτηγο Βενετσάνο Κετσέα στην Ελληνική Αποστολή στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, όπου δικάζονταν οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου, ενώ πρόεδρος της ήταν ο Εισαγγελέας Εφετών Κιουσσόπουλος.
Οι δύο Έλληνες αξιωματικοί έμειναν ελάχιστο χρόνο στη Νυρεμβέργη, καθώς οι αρχές στη Γερμανία πρόβαλαν αντιρρήσεις για το υψηλόβαθμο των Ελλήνων στρατιωτικών και ο Τσιγάντες επέστρεψε στην Αθήνα με την πράξη 559 της 9ης Ιουλίου 1947 του Υπουργικού Συμβουλίου και εξακολούθησε την εξάσκηση των καθηκόντων του στο Γραφείο του Πρωθυπουργού μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1947, τοποθετήθηκε διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας Πεζικού που είχε έδρα στα Δολιανά της Ηπείρου, όμως δεν αποδέχτηκε την τοποθέτηση του.
Υπηρεσία στο Γραφείο του Πρωθυπουργού
Την επομένη της επιστροφής του στην Αθήνα, ο Ταξίαρχος Χριστόδουλος Τσιγάντες ανέλαβε καθήκοντα "παρά τω πρωθυπουργώ". Είχε ήδη αποσπαστεί από τη Διεύθυνση Πεζικού του ΓΕΣ στο Γραφείο του Προέδρου της Κυβέρνησης με την υπ'αριθμ. 151 / 27 Φεβρουάριου 1947 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν τότε ο αείμνηστος Θεμιστοκλής Σοφούλης. Ωστόσο δεν γνωρίζουμε τα ακριβή καθήκοντα του Ταξιάρχου, εκτιμούμε όμως ότι θα ήταν σύμβουλος του Πρωθυπουργού για στρατιωτικά θέματα. Στο τέλος Μαΐου του ίδιου χρόνου και με νεότερη Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (υπ' αριθμ. 369 / 23 Μαίου 1947) αποσπάστηκε μαζί με τον Υποστράτηγο Βενετσάνο Κετσέα στην Ελληνική Αποστολή στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας, όπου τότε δικάζονταν οι Γερμανοί εγκληματίες πολέμου.
Πρόεδρος της Αποστολής ήταν ο Εισαγγελέας Εφετών Κιουσσόπουλος. Οι δύο διακεκριμένοι Έλληνες ανώτατοι αξιωματικοί δεν έμελλε να παραμείνουν για πολύ στη Νυρεμβέργη και να προσφέρουν την πολύτιμη βοήθεια τους στον Πρόεδρο της εκεί Ελληνικής Αποστολής, γιατί οι Συμμαχικές στρατιωτικές αρχές στη Γερμανία πρόβαλαν αντιρρήσεις για το βαθμό των στρατιωτικών εκπροσώπων της Ελλάδας. Έτσι, ένας συνταγματάρχης αντικατέστησε τον Ταξίαρχο Τσιγάντε, ο οποίος στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. 559 / 9 Ιουλίου 1947 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου. Εδώ, συνέχισε τα προηγούμενα καθήκοντα του στο Γραφείο του Πρωθυπουργού μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Τελευταία Υπηρεσία στον Ελληνικό Στρατό και Αποστρατεία
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1947, τοποθετήθηκε διοικητής της 76ης Ταξιαρχίας Πεζικού (Δολιανά Ηπείρου). Ωστόσο, δεν αποδέχτηκε τη θέση εκείνη, γιατί νεότερός του, κατά Τάξη της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, Ταξίαρχος ήταν ήδη διοικητής Μεραρχίας. Την ίδια εποχή του παρουσιάστηκε σοβαρό πρόβλημα στην υγεία του και έτσι αναγκάστηκε να παραπεμφθεί στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (417 ΝΙΜΤΣ), το οποίο του χορήγησε δίμηνη αναρρωτική άδεια (7 Νοεμβρίου).
Στο χρονικό διάστημα που διατελούσε σε αναρρωτική άδεια, ο Αναπληρωτής Υπαρχηγός του ΓΕΣ, Υποστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, υπέβαλε (25 Νοεμβρίου) πρόταση προαγωγής του Τσιγάντε στο βαθμό του Υποστρατήγου "Κατ' απόλυτον εκλογήν" και παράλληλα εκδόθηκε από το ΓΕΣ διαταγή τοποθέτησης του στη Νήσο Εύβοια, πιθανόν ως Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή. Στις 19 Δεκεμβρίου, και πριν τελειώσει η άδεια του, παρουσιάστηκε στο Α' Σώμα Στρατού (Α' Σ.Σ.), από το οποίο έλαβε Φύλλο Πορείας για την Εύβοια "προς εκτέλεσιν ειδικής υπηρεσίας".
Με τη χαρακτηριστική οξυδέρκεια που τον διέκρινε και τη μακροχρόνια και βαθιά γνώση που είχε για την κατάσταση που επικρατούσε στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του Στρατού, αλλά κυρίως για τη στάση και συμπεριφορά των άσπονδων φίλων και συμμαθητών του στο στράτευμα, μετά από τρίμηνη και πλέον υπηρεσία στη τελευταία του θέση, υπέβαλε τελικά, παρά την ευνοϊκή πρόταση προαγωγής του, την παραίτηση του από το στρατό. Στην αίτηση εκείνη αντέδρασε έντονα ο Διοικητής του Α' Σ.Σ. και συμμαθητής του Υποστράτηγος Τσακαλώτος, που είχε τοποθετηθεί πρόσφατα εκεί, ο οποίος, πριν να την υποβάλει από καθήκον στο ΓΕΣ, διατύπωσε την εξής γνώμη του:
«Επ' ουδενί λόγω επιτρέπεται να γίνη δεκτή τοιαύτης αίτησις. Αξιωματικοί, ως ο ατρόμητος Τσιγάντες δεν πρέπει να αποστρατεύωνται, ουδέ να υπάρχη δι' αυτούς όριον ηλικίας. Πρέπει να παραμένουν εφ' όρου ζωής εν ενεργεία, φωτίζοντες δια της παρουσίας των και παραδειγματίζοντες τους νεώτερους συναδέλφους μας». Τόσο η εκτίμηση, όσο και η απόφαση του Ταξιάρχου Χριστόδουλου Τσιγάντε να υποβάλει την παραίτηση του αποδείχτηκαν πέρα για πέρα σωστές, γιατί την 1η Μαΐου 1948, και χωρίς να του δοθεί απάντηση στην αίτηση του, υπογράφτηκε το Βασιλικό Διάταγμα της αυτεπάγγελτης αποστρατείας του, προαγόμενος στο βαθμό του Υποστρατήγου.
Ήταν τότε 51 ετών, διατηρούσε, ωστόσο, ζωντανά ακόμη τα χαρακτηριστικά του κοσμοπολίτη αξιωματικού του Μεσοπολέμου με το μονόκλ, το λεπτό χιούμορ και τις ευχάριστες συναναστροφές. Διαβάζοντας κανείς σήμερα έγγραφα και λοιπά στοιχεία της εποχής εκείνης, οδηγείται αβίαστα στο συμπέρασμα, ότι η εξ ολοκλήρου άδικη απόφαση της απομάκρυνσης του από το στρατό είχε σαν μοναδικό αιτιολογικό το γεγονός, ότι δεν άσκησε ανωτέρα διοίκηση, αφού αρνήθηκε τη διοίκηση της 71ης Ταξιαρχίας Πεζικού και παρέμεινε ή σε θέσεις εξωτερικού ή στην Αθήνα επί τρία χρόνια συνεχώς.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1948 - 1970
Μετά την Αποστρατεία του
Τη μεγάλη του αγάπη για το στρατό συνέχισε να τη δείχνει ο απόστρατος πια Στρατηγός Τσιγάντες, πηγαίνοντας σε διάφορες ορεινές κυρίως περιοχές της Ελλάδας, όπου διεξάγονταν ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις (μέχρι τον Αύγουστο του 1949). Από εκεί έγραφε κι έστελνε ανταποκρίσεις στις διάφορες εφημερίδες της περιόδου εκείνης, με τις οποίες συνεργαζόταν τότε. Υπήρξε, επίσης, κατά καιρούς, σχολιαστής και αρθρογράφος στις εφημερίδες "Ελευθερία", "Έθνος" και "Νέα", μολονότι έπασχε από βαριά μυωπία. Από τις πιο γνωστές εργασίες του που δημοσιεύθηκαν τότε, σε πολλές συνέχειες, ήταν:
- Η "Ιστορία του Ιερού 1942 - 1945".
- Η ιστορία της Τάξης 1916 (ΣΣΕ), στην οποία ανήκε, με τον τίτλο: "Λοχαγοί στη Μικρά Ασία, Συνταγματάρχες στην Αλβανία και Στρατηγοί στην Ανταρσία".
Το αμείωτο ωστόσο ενδιαφέρον του για την πολιτική και η διακαής επιθυμία του για την ανάμειξη του στα δημόσια πράγματα της χώρας τον οδήγησαν να θέσει υποψηφιότητα βουλευτή. Ήταν από τους ιδρυτές του σωματείου «Πανελλήνιος Ένωσις Πολεμιστών Εκστρατευτικών Σωμάτων Μέσης Ανατολής Ριμινιτών Ιερολοχιτών» («Π.Ε.Σ.Μ.Α.Ρ.Ι.»), που εξέδιδε το έντυπο «Εθνικός Δρόμος» και την εκπροσώπησε ως υποψήφιος βουλευτής στις εθνικές εκλογές 1950, 1956 και 1958 με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, δίχως επιτυχία. Το 1967, τέλος, δεν αποδέχτηκε, ως συνεπής δημοκρατικός, το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου, χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί οικειοθελώς από την Ελλάδα.
Η Ασθένεια και ο Θάνατος του
Στις αρχές του 1970, ο 73χρονος πλέον Στρατηγός αρρώστησε βαριά. Τον είχε ήδη προσβάλει η επάρατη νόσος του καρκίνου. Μετά τη σχετική διάγνωση, για την οποία και ενημερώθηκε, και τις σχετικές διατυπώσεις, έφυγε από την Αθήνα για την Αγγλία, προκειμένου να νοσηλευτεί σε κλινική. Ένας παλιός του εγκάρδιος φίλος και αξιωματικός συμπολεμιστής του στη Μέση Ανατολή και στα νησιά του Αιγαίου, ο Άγγλος ευγενής, Λόρδος (Κόμητας) Γεώργιος Τζέλικο (Earl George Jellicoe) -γιος του Ναυάρχου ήρωα της Γιουτλάνδης (1917)- τον βοήθησε και του συμπαραστάθηκε, όσο κανείς άλλος, στις δύσκολες ώρες της βαριάς και ανίατης αρρώστιας του, όλο τον καιρό που αγωνιζόταν απεγνωσμένα να την αντιμετωπίσει με θάρρος και καρτερικότητα.
Εκτός φυσικά από την οικογένεια του, τη βοήθεια του πρόσφερε ακόμη κι ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο, τότε Συνταγματάρχης Ιωάννης Σορόκος. Εξαιρετικά συγκινητικό όμως υπήρξε το συνεχές και αμέριστο ενδιαφέρον για τη σκληρή δοκιμασία του ηρωικού Στρατηγού όλων των Άγγλων και Γάλλων ανώτατων και ανώτερων αξιωματικών (εν ενεργεία και αποστρατεία) που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και να συνεργαστούν μαζί του κατά την πολυτάραχη στρατιωτική σταδιοδρομία του, και ιδιαίτερα κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1940 - 1945), όταν πληροφορήθηκαν για την περιπέτεια της υγείας του.
Σε κάποια στιγμή, πριν να υποκύψει στο μοιραίο ο θαρραλέος Στρατηγός, εκμυστηρεύτηκε στον αδελφικό του φίλο, Λόρδο Τζέλικο, την τελευταία επιθυμία του, που ήταν: ''Μετά το θάνατο του, να καεί η σορός του, και η τέφρα της να ταφεί στην Αγγλία, μέχρις ότου να αποκαθίστατο η δημοκρατία στην αγαπημένη του πατρίδα, την Ελλάδα'', πράγμα για το οποίο ήταν πλέον ή βέβαιος. Αυτά από το στόμα του ίδιου του Άγγλου ευγενή. Τέλος, στις 12 Δεκεμβρίου του 1970, ο βαριά άρρωστος Στρατηγός έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Από εκείνη ακριβώς την ημέρα πέρασε οριστικά πλέον στην Ελληνική Πολεμική Ιστορία, για να ταχθεί ανάμεσα στους πολλούς άλλους, επώνυμους και ανώνυμους, ήρωες που είχαν αναδειχτεί στους πολέμους και τις εκστρατείες της πολυτάραχης περιόδου 1916 - 1945.
Ο Λόρδος Τζέλικο εκτέλεσε επακριβώς την τελευταία επιθυμία του. Μετά από μια απέριττη νεκρώσιμη ακολουθία, σε στενό οικογενειακό κύκλο, η σορός του κάηκε και η τέφρα του εναποτέθηκε σε τεφροδόχο, για να ταφεί στη συνέχεια στο μικρό οικογενειακό νεκροταφείο του Λόρδου Τζέλικο, κοντά στη μόνιμη κατοικία του. Ήταν ένα ήσυχο εξοχικό μέρος στους αμμόλοφους της Κομητείας "Wiltshire Downs". Μόλις οι Γάλλοι φίλοι του και συμπολεμιστές του πληροφορήθηκαν το θάνατο του Στρατηγού, ζήτησαν από τον τότε Μητροπολίτη της Γαλλίας Μελέτιον να τελέσει στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία των Παρισίων μια επιμνημόσυνη τελετή.
Κατά την οποία του απέδωσαν τις τιμές που άρμοζαν σ' έναν ήρωα που πολέμησε μαζί τους στο Μακεδονικό Μέτωπο (1916 - 1918) και στην Αφρική (1940 - 1943). Λίγο αργότερα, στην επιτύμβια πλάκα, πάνω στο μέρος που είχε εναποτεθεί η τέφρα του Στρατηγού, θα γραφτεί, με πρόταση του μεγαλύτερου γιου του Γεράσιμου, η ρήση από τον "Επιτάφιο" του Περικλή: "Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος". Ήταν πράγματι η ελάχιστη προσφορά στο νεκρό πλέον πατέρα του. Στις 26 Αυγούστου 1976 ο τότε υπουργός Εθνική Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση με την οποία διέθεσε 1,5 εκατομμύριο δραχμές για την ανέγερση μνημείου του Χριστόδουλου Τσιγάντε «εντός του Πεδίου του Άρεως».
Καθώς και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας». Στις 2 Αυγούστου 1977, με έγγραφό του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ζητούσε διαμεσολάβηση για τον επαναπατρισμό της τέφρας του και η σχετική ευθύνη ανατέθηκε στον σήμερα πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977 ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο παρέθεσε δείπνο προς τιμήν του Ανδρέα Ζαΐμη, τότε υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, που είχε ταξιδέψει στο Λονδίνο μαζί με άγημα Ευζώνων για να παραλάβει την τέφρα του Τσιγάντε με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130.
Ακολούθησε επιμνημόσυνη τελετή και ομιλία του Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Η τέφρα του Τσιγάντε, με ενδιάμεσους σταθμούς τη βάση της R.Α.F. στο Λάινχαμ Ουίλτς και το Παρίσι έφτασε στην Αθήνα.
ΜΕΤΑΚΟΜΙΔΗ ΤΗΣ ΤΕΦΡΑΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1977)
Η Απόφαση της Μετακομιδής της Τέφρας του Στρατηγού
Τον Αύγουστο του 1977, 80 χρόνια από τη γέννηση του Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε και 35 από τη συγκρότηση του ιστορικού πλέον Ιερού Λόχου, ύστερα από πρόταση του άλλοτε Ιερολοχίτη και Καταδρομέα, Αντιστράτηγου ε.α κ. Κωνσταντίνου Κόρκα -τότε Α' Υπαρχηγού ΓΕΣ- προς τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ και έγκριση του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, αποφασίστηκε και σχεδιάστηκε η μετακομιδή της τέφρας του από την Αγγλία στην Ελλάδα. Σε συνεργασία των αρμόδιων φορέων του ΓΕΕΘΑ, του ΓΕΣ, Ιερολοχιτών και εκπροσώπων του Υπουργείου Εξωτερικών και των πρεσβειών της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι κυβερνήσεις των οποίων επιθυμούσαν να αποδώσουν τιμές στο νεκρό Στρατηγό.
Καθορίστηκαν όλες οι λεπτομέρειες για τη μετακομιδή της τέφρας του στην Ελλάδα κι ενημερώθηκαν έγκαιρα οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των δύο χωρών. Έτσι, καθορίστηκαν οι ακριβείς ημερομηνίες ανάλογων τελετών (η 12η Σεπτεμβρίου στο Λονδίνο, η 13η στο Παρίσι και η 14η στην Αθήνα) και το δρομολόγιο του αεροσκάφους που θα μετέφερε την τέφρα του Στρατηγού και τους επίσημους Έλληνες εκπροσώπους από Λονδίνο - Παρίσι στην Αθήνα. Επίσημες στρατιωτικές τελετές θα πραγματοποιούνταν σύμφωνα με το πρόγραμμα στο Λονδίνο, στο Παρίσι και επιμνημόσυνη δέηση στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στο οποίο θα κατέληγε για εναπόθεση η τέφρα του Στρατηγού.
Στο εξωτερικό και στις αντίστοιχες τελετές, τη χώρα μας θα εκπροσωπούσαν: ο τότε Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Ανδρέας Ζαΐμης, ο τότε Α' Υπαρχηγός ΓΕΣ και σήμερα Αντιστράτηγος ε.α κ. Κωνσταντίνος Κόρκας, επίτιμος Διοικητής Ιης Στρατιάς και το προσωπικό των Ελληνικών Πρεσβειών στις πρωτεύουσες των δύο φίλων και συμμάχων χωρών. Τέλος, για την απόδοση στρατιωτικών τιμών από μέρους της Ελλάδας θα μετέβαινε στο εξωτερικό: Τμήμα της Στρατιωτικής Μουσικής και Άγημα 30 περίπου Ευζώνων από την Προεδρική Φρουρά. Επίσης, σε όλες αυτές τις επιμνημόσυνες τελετές, θα συμμετείχαν και συγγενικά πρόσωπα του αείμνηστου Στρατηγού.
Επιμνημόσυνη Δέηση και Απόδοση Τιμών στο Λονδίνο
Το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου του 1977, μεταφέρθηκε η τεφροδόχος με την τέφρα του αείμνηστου Στρατηγού από το "Wiltshire Downs" και τοποθετήθηκε, με Ελληνική τιμητική φρουρά, μπροστά από την Ωραία Πύλη του Ορθόδοξου Καθεδρικού Ναού της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο. Επακολούθησε επιμνημόσυνη δέηση, στην οποία παραβρέθηκαν οι επίσημες αντιπροσωπείες των δύο χωρών -Αγγλίας και Ελλάδας- και πολλές άλλες πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες. Η θρησκευτική αυτή εκδήλωση έκλεισε με μια συγκινητική ομιλία του στενού φίλου του και συμπολεμιστή του, Λόρδου Τζέλλικο, ο οποίος, σκιαγραφώντας την πολύπλευρη προσωπικότητα του Στρατηγού.
Μετά το πέρας της επιμνημόσυνης δέησης και πριν από την αναχώρηση της Ελληνικής αντιπροσωπείας για το Παρίσι, έγινε μία εντυπωσιακή συγκέντρωση πολιτικών και στρατιωτικών στο αεροδρόμιο της Αγγλικής Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας (RAF) του Λονδίνου και στη συνέχεια αποδόθηκαν στρατιωτικές τιμές κι έλαβε χώρα παρέλαση από Ελληνικά και Αγγλικά Αγήματα μπροστά από την τεφροδόχο του Στρατηγού. Λίγο αργότερα, η Ελληνική αντιπροσωπεία που συνόδευε την τεφροδόχο μαζί με το Άγημα των Ευζώνων και τη στρατιωτική μουσική αναχώρησαν αεροπορικώς για τον επόμενο σταθμό που ήταν η Γαλλική πρωτεύουσα.
Δύο μέρες πριν από την απέριττη εκείνη τελετή στο Λονδίνο, ο γνωστός από την εποχή της Ελληνικής Εθνικής Αντίστασης, 1941 - 1944, Άγγλος απόστρατος Ταξίαρχος Μόντυ Γούντχαουζ, είχε γράψει στην εφημερίδα "Sunday Telegraph" ένα θαυμάσιο άρθρο για το Στρατηγό Χριστόδουλο Τσιγάντε.
Επιμνημόσυνη Τελετή και Απόδοση Τιμών στο Παρίσι
Στο Παρίσι, η επιμνημόσυνη τελετή πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα στον εσωτερικό υπαίθριο χώρο του ιστορικού και περίλαμπρου κτιριακού συγκροτήματος IMYACI ("Πάνθεον των Απομάχων"), όπου στο κέντρο του είχε εναποτεθεί η τεφροδόχος με την τέφρα του Στρατηγού. Στο χώρο αυτόν -εξαιρετικά τιμητικό για Έλληνα νεκρό αξιωματικό- απονέμονταν οι τελευταίες τιμές, επί έναν και πλέον αιώνα, στους μεγάλους Γάλλους Αρχηγούς των διαφόρων πόλεμων. Οι Γάλλοι θεωρούσαν δικό τους αξιωματικό τον Τσιγάντε, αφού είχε πολεμήσει μαζί τους στο Μακεδονικό Μέτωπο (1916 - 1918), αλλά κυρίως με τις δικές τους "Ελεύθερες Δυνάμεις" και στο πλευρό των Στρατηγών Καινίνγκ και Λεκλέρκ "κατά τας πλέον σκοτεινάς ώρας του πολέμου" (1941 - 1943).
Εκτός από τις επίσημες αντιπροσωπείες των δύο χωρών, τους φίλους απόστρατους και εν ενεργεία Γάλλους Αξιωματικούς και τα στρατιωτικά τμήματα, είχαν λάβει τιμητική θέση απέναντι, από την τεφροδόχο του Στρατηγού και οι Γαλλικές Πολεμικές Σημαίες των "Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων" που πολέμησαν στην Αφρική, με σημαιοφόρους βετεράνους πολεμιστές. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι εκεί «δία να τιμήσουν, δια μιαν τελευταίαν φοράν, την σορόν ενός Έλληνος ήρωος». Η σεμνή εκείνη τελετή άρχισε με ομιλία του Γάλλου Πτέραρχου Υ. Εζανό (Υ. Esannau), ο οποίος με λιτό τρόπο αναφέρθηκε στις χαρακτηριστικές περιόδους της πολεμικής δράσης του γενναίου και ένδοξου Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε.
Και την έκλεισε με τη φράση: «Γενναίος Στρατιώτης, μέγας πατριώτης, έτοιμος να θυσιασθή δια την Σημαίαν του, αποτελεί μέλος εκείνων, οι οποίοι εις μιαν δραματικήν εποχήν επέλεξαν τον έντιμον θάνατον, παρά να κλίνουν το γόνυ.» Η απέριττη αυτή τελετή στο Παρίσι τελείωσε με την καθιερωμένη απόδοση στρατιωτικών τιμών στο νεκρό Στρατηγό από τους παρευρισκόμενους εκεί Γάλλους και Έλληνες. Την ίδια μέρα αναχώρησε η Ελληνική αντιπροσωπεία με την τεφροδόχο για την Αθήνα.
Εναπόθεση της Τέφρας του Στρατηγού στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών
Οι τελετές για τη μετακομιδή της τέφρας του Στρατηγού Τσιγάντε στην πατρίδα ολοκληρώθηκαν, στις 14 Σεπτεμβρίου 1977, με την επιμνημόσυνη δέηση και την εναπόθεση της τεφροδόχου του στον οικογενειακό τάφο του αδελφού του Αντισυνταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε, που βρίσκεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Εκεί, συγκεντρώθηκαν, εκτός από την οικογένεια και τους συγγενείς του Στρατηγού, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ, αντιπροσωπείες από τις Ειδικές Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, Ιερολοχίτες, Ριμινίτες, συμπολεμιστές, φίλοι και συνάδελφοι του, ενώ τις στρατιωτικές τιμές θα απέδιδε η στρατιωτική μουσική και τμήμα αλεξιπτωτιστών.
Μετά την επιμνημόσυνη δέηση από τους Ιερείς, ο Ιερολοχίτης και Καταδρομέας -αείμνηστος σήμερα- Αντιστράτηγος ε.α Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος, συμπολεμιστής και στενός συνεργάτης του Στρατηγού, εκφώνησε ένα σύντομο, αλλά πράγματι εντυπωσιακό, λόγο για το έργο και τη δράση του Στρατηγού. Μετά το πέρας της ομιλίας, κι ενώ αποδίδονταν οι στρατιωτικές τιμές και οι παριστάμενοι απηύθυναν τον ύστατο χαιρετισμό, ένας καταδρομέας, Μόνιμος Υπαξιωματικός, εναπόθεσε με ευλάβεια το μικρό κιβώτιο με την τεφροδόχο του αείμνηστου Στρατηγού δίπλα στον ήρωα αδελφό του.
Τότε ακριβώς έκλεισε η τελευταία σελίδα της ιστορίας ενός διακεκριμένου Έλληνα αξιωματικού, του οποίου η αγάπη για την πατρίδα και η εθελοθυσία γι' αυτήν ήταν πάντοτε ο μοναδικός σκοπός της επίγειας ζωής του. Η μητέρα πατρίδα, έστω και αργά, τίμησε το Στρατηγό Τσιγάντε όπως αξίζει να τιμούνται οι ήρωες που αγωνίζονται και θυσιάζονται γι' αυτήν.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΘΡΥΛΙΚΟΥ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ
Ο Τσιγάντες «επιστρέφει» για πάντα στην Ελλάδα. Ο ένδοξος αντιστράτηγος πέθανε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1970, αλλά σύμφωνα με την επιθυμία του η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Τριάντα πέντε χρόνια από την ίδρυση του Ιερού Λόχου και επτά από τον θάνατο του αρχηγού του, Χριστόδουλου Τσιγάντε, η Ελληνική πολιτεία αποφάσισε το 1977 την ανέγερση μνημείου σε απότιση τιμής στη μνήμη των ενδόξων ιερολοχιτών που έπεσαν αγωνιζόμενοι για την ελευθερία της πατρίδας μας στη διάρκεια επιχειρήσεων μεταξύ 1942 - 1945. Ταυτόχρονα, με οδηγίες του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, ξεκινούσε η διαδικασία μετακομιδής της τέφρας του αντιστρατήγου Τσιγάντε που πέθανε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1970.
O Γούντχαουζ σε εκτενές άρθρο του στην «Daily Τelegraph» με τίτλο «Η ζωή και ο θάνατος ενός ήρωα» (14 / 9 / 1977) τον χαρακτήρισε «έναν γνήσιο τζέντλεμαν,έναν σπουδαίο αξιωματικό»και ο λόρδος Ερλ Τζέλλικο, Βρετανός αξιωματικός και φίλος του από τα χρόνια του πολέμου που έζησε δίπλα του ως την τελευταία του πνοή, «έναν μεγάλο πατριώτη, έναν σπουδαίο Έλληνα, απευθείας απόγονο των ιερολοχιτών του Θηβαίου Επαμεινώνδα και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ατρόμητο στην καρδιά και ευαίσθητο συνάμα, με τρομερό χιούμορ που τον έκανε ψυχή της παρέας, καταπληκτικό μάγειρο, υπέροχο στρατιώτη, αλλά και άνθρωπο της ειρήνης, αδιαπραγμάτευτο υποστηρικτή των αρχών που πρέσβευε,ανάμεσα σε αυτές και την προσήλωσή του στη δημοκρατία.
Η φράση ''Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος'' του Περικλή, κατ΄ επιθυμία του γιου του, είπε στην επιμνημόσυνη ομιλία του ο λόρδος Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1977 «Στη φιλική, αλλά πάντως ξένη για τον ίδιο τον Τσιγάντε Αγγλική γη, με γέμισε μελαγχολία καθώς κοίταζα τον ζεστό ήλιο που έδυε το απόγευμα της Κυριακής στο εξοχικό μου στο Γουιλτσάιρ ρίχνοντας το φως του πάνω στην επιτύμβια στήλη λίγα μόλις μέτρα πιο εκεί, στον αυλόγυρο της κοινοτικής εκκλησίας όπου έκειτο η τέφρα του παλιόφιλου, τόσο αγαπητού σε μένα, τόσο σπουδαίου ήρωα, εκείνου του άνδρα που ενσάρκωνε απόλυτα αυτό που εθεωρείτο μεγαλείο στην εποχή του Περικλή».
Με την παράθεση μικρού μόνο αποσπάσματος από την τόσο μεστή και ανθρώπινη ομιλία του λόρδου Τζέλλικο, που έφυγε και αυτός από τη ζωή πριν από λίγα μόλις χρόνια, σκιαγραφείται η προσωπικότητα ενός έξοχου άνδρα, ενός πραγματικού ήρωα που στάθηκε μέχρι τέλους του βίου του ακέραιος και αξιοπρεπής, παρά τις πίκρες που γεύθηκε στην πολυτάραχη ζωή του. Κεφαλλονίτης την καταγωγή ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, από τα Σβορωνάτα Κάτω Λειβαθούς, ήταν μόλις 16 ετών όταν κατετάγη στον Ελληνικό στρατό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, και 20 όταν επικεφαλής τάγματος πεζικού στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου επέδειξε εξαίρετη ανδρεία πολεμώντας στο Μακεδονικό μέτωπο.
Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Α' και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση και παιδεία, έβλεπε να ανοίγεται μπροστά του ο δρόμος για μια αξιοζήλευτη στρατιωτική σταδιοδρομία. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας και σε συνέχεια στη Μικρασιατική, η ανάμειξή του όμως στο κίνημα του Μαρτίου του έτους 1935 είχε ως συνέπεια την οριστική καθαίρεσή του από τις τάξεις του στρατού και την καταδίκη του σε ποινή ισόβιων δεσμών. Με βασιλική χάρη που του δόθηκε με την παλινόρθωση της μοναρχίας έλαβε άδεια να φύγει στο εξωτερικό, όχι όμως και να επιστρέψει στο στράτευμα.
Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε στη Γαλλία. Εκεί κατετάγη στη Λεγεώνα των Ξένων και βρέθηκε σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Ντε Γκωλ σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική υπό τον στρατηγό Λεκλέρκ. Η αμνηστία που του δόθηκε από την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση ευθυνόταν για την επιστροφή του στις τάξεις του ελληνικού στρατού με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Τότε ήταν που ίδρυσε την καταδρομική μονάδα Ιερός Λόχος, της οποίας υπήρξε αρχηγός σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο Πέλαγος.
Για την ηρωική του δράση στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε μαζί με άλλους δύο συνταγματάρχες, τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο και τον Παυσανία Κατσώτα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους ναζιστές, διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Αρχιπελάγους και αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσων. Αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1948 με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Γνωστός για τις δημοκρατικές του απόψεις, εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες «Εθνος», «Ελευθερία» και «Τα Νέα». Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), παυθείς αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1970 ο Τσιγάντες, νοσηλευόμενος στο Λονδίνο, πέθανε έχοντας διαρκώς στο πλάι του συναγωνιστές του, Βρετανούς αξιωματικούς από τα χρόνια της κοινής τους δράσης στο Αιγαίο, ανάμεσά τους τον λόρδο Τζέλλικο με τον οποίο τον συνέδεε ιδιαίτερη, βαθιά φιλία. Η αποτέφρωση της σορού του έγινε μία ημέρα αργότερα. Στις 26 Αυγούστου 1976 με έγγραφό του ο τότε υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση για τη διάθεση ποσού 1,5 εκατ. δραχμών για την ανέγερση μνημείου «εντός του Πεδίου του Αρεως» και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας» (Φ.735/51575).
Έναν χρόνο αργότερα, στις 2 Αυγούστου 1977, με έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ το Αρχηγείο Στρατού ζητούσε τη μεσολάβηση του πρώτου για τη διεκπεραίωση όλων των απαιτούμενων ενεργειών για τον επαναπατρισμό της τέφρας του νεκρού ήρωα. Η ευθύνη ανετέθη στον διπλωματικό τότε σύμβουλο Α', σήμερα πρέσβη Παύλο Αποστολίδη, που υπηρετούσε μετά την επιστροφή του από το Λονδίνο στην κεντρική υπηρεσία. Στο μεταξύ τα βρετανικά ΜΜΕ, χάρη στην εξαίρετη δραστηριότητα του επικεφαλής του Γραφείου Τύπου στο Λονδίνο Μ. Δραγούμη, αφιέρωναν το ένα μετά το άλλο δημοσιεύματα για τον Τσιγάντε.
Στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 22.00 προβαλλόταν μαζί με την είδηση φιλμ από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιερού Λόχου υπό τις διαταγές του στρατηγού Μοντγκόμερι στη Βόρεια Αφρική. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977 ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο Σταύρος Ρούσσος παρέθεσε παρουσία μεγάλου αριθμού Βρετανών επισήμων δείπνο προς τιμήν του υφυπουργού Αμυνας Ανδρέα Ζαΐμη που είχε φθάσει την προηγουμένη της τελετής για να παραλάβει συνοδευόμενος από άγημα ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς την τέφρα του Τσιγάντε με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130.
Μετά την επιμνημόσυνη τελετή και την υπέροχη ομιλία του Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, η τέφρα του Τσιγάντε, με ένα σύντομο σταθμό στη βάση της RΑF στο Λάινχαμ Ουίλτς όπου θα ακολουθούσε δεύτερη τελετή, θα στάθμευε επ΄ ολίγον στο Παρίσι για μία ακόμη λαμπρή τελετή στον χώρο των Ιnvalides, προτού τελικά φθάσει στην Αθήνα. Στη ρευστότητα αξιών που χαρακτηρίζει την εποχή μας παραδείγματα ζωής όπως αυτό του Χριστόδουλου Τσιγάντε αξίζει να προβάλλονται αντί να περικλείονται σε λίγες μόνο σειρές των σχολικών εγχειριδίων.
Όταν στης 14 Σεπτεμβρίου 1977 εκφώνησε το λόγο του ο Στρατηγός Κυριάκος Παπαγεωργόπουλος κατά την τελετή εναποθέσεως της τέφρας του Στρατηγού Τσιγάντε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, έδωσε μια τελευταία υπόσχεση, ότι στη θέση εκείνη τοποθετείτο «προσωρινώς και μέχρις ότου αναπαυθεί οριστικά στο Μαυσωλείο του μέσα στο Μνημείο του Ιερού Λόχου που ανεγείρεται προσεχώς». Και η τελευταία εκείνη υπόσχεση προς το νεκρό Στρατηγό πραγματοποιήθηκε μετά από τέσσερα (4) ακριβώς χρόνια από μέρος όλων των τότε επιζώντων Ιερολοχιτών.
Από την εποχή ακόμη της μετακομιδής της τέφρας του Στρατηγού από το Λονδίνο στην Αθήνα (Σεπτέμβριος 1977), είχε συσταθεί από το ΓΕΕΘΑ μια "Επιτροπή ανεγέρσεως Μνημείου του Ιερού Λόχου" στο Πεδίον του Άρεως, με πρόεδρο τον αείμνηστο Αντιστράτηγο ε.α. Θρασύβουλο Κετσέα, υποδιοικητή της ιστορικής εκείνης μονάδας, γιατί τότε δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη η "Λέσχη Καταδρομέων και Ιερολοχιτών". Ύστερα από τεσσάρων ετών συνεχείς προσπάθειες των Ιερολοχιτών, το απέριττο μαρμάρινο μνημείο του Ιερού Λόχου ήταν έτοιμο μέσα στον καταπράσινο χώρο όπου υπάρχουν και άλλα πολλά μνημεία και αγάλματα από τους αγώνες του Ελληνικού Έθνους.
Στη μαρμάρινη βάση του Μνημείου είχε προβλεφθεί ένα μικρό Μαυσωλείο για την οριστική απόθεση της τεφροδόχου του Διοικητή του Ιερού Λόχου. Η επίσημη τελετή των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου ορίστηκε από την υπεύθυνη Επιτροπή για τις 10 Σεπτεμβρίου του 1981. Κατά τη διάρκεια της τελετής των αποκαλυπτηρίων του Μνημείου, παρουσία επισήμων, συγγενών, Ιερολοχιτών, Καταδρομέων και λοιπών προσκεκλημένων, έγινε η εναπόθεση του κιβωτίου με την τεφροδόχο του Στρατηγού στη μόνιμη πια θέση της που ήταν το μικρό Μαυσωλείο του Μνημείου του Ιερού Λόχου. Είχε μεταφερθεί εκεί από τον οικογενειακό τάφο του αδελφού του στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, στο οποίο είχε διαφυλαχτεί επί τέσσερα ακριβώς χρόνια.
Η θέση που εναποτέθηκε οριστικά πλέον και φυλάσσεται σήμερα η τεφροδόχος του αειμνήστου Στρατηγού είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντα, μοναδική και πλέον αρμόζουσα σ' εκείνον τον ήρωα, αφού βρίσκεται κάτω ακριβώς από τα ονόματα των ένδοξα πεσόντων, στην εποχή του μεγάλου πολέμου, συμπολεμιστών Ιερολοχιτών του. Θέση στην οποία θα επιθυμούσε και ο ίδιος ν' αναπαυθεί μετά το θάνατο του.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΙΓΑΝΤΕ
Ο Γιάννης Τσιγάντες, επηρεασμένος πιθανόν από το μεγαλύτερο αδελφό του Χριστόδουλο που ήταν ήδη αξιωματικός, διέκοψε τη φοίτηση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1917 και αμέσως μετά έδωσε εξετάσεις στο Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων και πέτυχε. Εισήλθε το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου στον Προπαρασκευαστικό Λόχο Ευελπίδων και τον επόμενο στο Σχολείο, απ' όπου αποφοίτησε πρώτος μεταξύ 55 συμμαθητών του ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού τον Ιούλιο του 1920. Λίγο μετά την έξοδο της, όλη η Τάξη του πήγε στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Ο Ανθυπολοχαγός Γιάννης Τσιγάντες, τοποθετημένος εξαρχής στο ευρισκόμενο στη Μικρά Ασία 4ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους, το οποίο από 24 Δεκεμβρίου 1920 μετονομάστηκε σε 22ο Σύνταγμα Πεζικού της VIIης Μεραρχίας (πρώην Μεραρχία Αρχιπελάγους), έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου (Αύγουστος 1922). Το Μάρτιο του 1921 και κατά την προς ανατολάς προέλαση του συντάγματος του τραυματίστηκε σοβαρότατα (7 τραύματα) στην αιματηρή μάχη της Κοβαλίτσας.
Ενάμιση δε μήνα πριν από τη σύμπτυξη της Ελληνικής Στρατιάς από την περιοχή του Σαγγάριου ποταμού, αποσπάσθηκε στην μαχόμενη VIIη Μεραρχία, με την οποία έφτασε τελικά στη Χίο την 1η Σεπτεμβρίου 1922. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα των δύο και πλέον ετών της υπηρεσίας του στη γραμμή του Μετώπου, η πολεμική του δράση υπήρξε άριστη. Μετά την επιστροφή του από τη Μικρά Ασία και μέχρι τις αρχές του 1935 υπηρέτησε σε Μονάδες και Επιτελεία του Ελληνικού Στρατού ως εξής:
- 1923 - 1924 50ο Σύνταγμα Πεζικού
- 1925 Υπουργείο Στρατιωτικών (Υπασπιστής Υπουργού)
- 1925 Γ' Σώμα Στρατού
- 1926 50ο Σύνταγμα Πεζικού
- 1926 Προεδρία Δημοκρατίας
- 1926 Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών
- 1926 22ο Σύνταγμα Πεζικού
- 1926 - 1929 Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών
- 1929 - 1932 Γενικό Επιτελείο Στρατού (Επιτελής Που Επιτελικού Γραφείου)
- 1933 - 1935 Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (Διοικητής Λόχου Μαθητών).
Έγκλειστος στις φυλακές της Αίγινας, και αργότερα, μετά την Αμνηστία, εξόριστος στα Κύθηρα. Λόγω της μεταφοράς του στην τάξη του στρατιώτη, δεν έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό Πόλεμο 1940 - 1941, αν και το επιθυμούσε πολύ. Κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής της πατρίδας μας και συγκεκριμένα στις αρχές του 1942 διέφυγε από την Ελλάδα, με πολλούς κινδύνους, προς τη Μέση Ανατολή, για να φτάσει στη Χάιφα της Παλαιστίνης στις 26 Φεβρουαρίου. Από εκεί πήγε στο Κάιρο, όπου τέσσερις μήνες αργότερα (17 Ιουνίου) ανακλήθηκε, μαζί με τον αδελφό του Χριστόδουλο, στην ενεργό του Στρατού υπηρεσία και ταυτόχρονα προβιβάστηκε στο βαθμό του Ταγματάρχη.
Ευθύς ως επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, δέχτηκε οικειοθελώς να επιστρέψει στην Ελλάδα για να οργανώσει Μυστικό Πόλεμο και να ενώσει τις τότε Αντιστασιακές Οργανώσεις κάτω από μια ενιαία διοίκηση κοινής εμπιστοσύνης. Γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό συγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή μια ολιγομελής ομάδα με αρχηγό τον ίδιο, η οποία, αφού εφοδιάστηκε με χρήματα και τ' απαραίτητα μέσα (ασυρμάτους κλπ.), αναχώρησε από τη Βηρυτό για την ειδική αποστολή της. Έφθασε με την ομάδα του στην κατεχόμενη τότε Ελλάδα τον Αύγουστο του 1942 και αμέσως άρχισε την οργάνωση, στην Αθήνα, μιας από τις σπουδαιότερες Αντιστασιακές Οργανώσεις Μυστικού Πολέμου, με το όνομα "ΜΙΔΑΣ 614".
Επί πέντε περίπου μήνες και με κίνδυνο της ζωής του, ο ριψοκίνδυνος εκείνος αξιωματικός, βοηθούμενος από τους συνεργάτες του στην Οργάνωση και από πατριώτες, πρόσφερε πολλά στον Αγώνα με τη σχεδίαση και εκτέλεση τολμηρών αντιστασιακών ενεργειών και αποστολών εναντίον του κατακτητή. Δυστυχώς το σοβαρό αντιστασιακό έργο του ένθερμου πατριώτη, Ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε, διακόπηκε ξαφνικά, όταν ένα "άγνωστο" τηλεφώνημα προς τις Αρχές Κατοχής, στις 14 Ιανουαρίου 1943, έδινε την πληροφορία, ότι στην οδό Πατησίων 86 κρυβόταν ένα "Άγγλος" Ταγματάρχης.
Η γρήγορη άφιξη εκεί μιας ισχυρής Ιταλικής περιπόλου και η επακολουθείσασα αιματηρή συμπλοκή της με το θαρραλέο Έλληνα Αξιωματικό, είχαν σαν τραγική κατάληξη τον ηρωικό θάνατο του. Ένα μήνα αργότερα και με το αιτιολογικό "Έπεσεν μαχόμενος εις συμπλοκήν μετά Ιταλικής δυνάμεως" προβιβάστηκε επ' Ανδραγαθία στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη από την Ελληνική Κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής. Αυτό το ξαφνικό, αλλά ηρωικό, τέλος είχε ο γενναίος Γιάννης Τσιγάντες. Αξιωματικός δυναμικός, με ευρύτατη επαγγελματική και εγκυκλοπαιδική μόρφωση, συγγραφικές ικανότητες και με σπάνια προσόντα και γενικά μια εξέχουσα στρατιωτική προσωπικότητα, ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Γιάννης Τσιγάντες.
Αψηφώντας πάντοτε κάθε κίνδυνο, πρόσφερε στη αιματοβαμμένη πατρίδα του ό,τι πολυτιμότερο έχει ένας Έλληνας Στρατιώτης, την ίδια του τη ζωή. Αυτήν ακριβώς την εθελοθυσία του επιβεβαιώνουν και τα Πολεμικά Μετάλλια με τα οποία είχε τιμηθεί μαχόμενος εναντίον των Τούρκων κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τα οποία ήταν:
- −Πολεμικός Σταυρός Γ' Τάξεως (με δύο διαμνημονεύσεις).
- −Πολεμικός Σταυρός Β' Τάξεως.
- −Μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Δ' Τάξεως.
ΗΘΙΚΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΤΣΙΓΑΝΤΕ ΓΙΑ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ
Α' ΠΑΡΑΣΗΜΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- Αργυρούς Σταυρός του Τάγματος του Σωτήρος
- Ταξιάρχης του Τάγματος του Σωτήρος
- Ταξιάρχης του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α' (μετά Ξιφών)
- Ταξιάρχης του Βασιλικού Τάγματος του Φοίνικος (μετά Ξιφών)
- Ταξιάρχης του Στέμματος
- Σερβικόν: Αργυροΰν Παράσημον "Λευκού Αετού" (άνευ Ξιφών)
- Γαλλικόν: Ταξιάρχης του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας 1921
- Πολεμικός Σταυρός Γ Τάξεως (δύο φορές) 1917, 1918
- Μετάλλιον Εξαίρετων Πράξεων
- Μετάλλιον Στρατιωτικής Αξίας Γ' Τάξεως
- Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός (Μεραρχίας) 1918
- Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός (Σώματος Στρατού) 1918
- Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός 1939
- Βελγικός Πολεμικός Σταυρός 1920
- Σερβικόν Χρυσούν Μετάλλιον Ανδρείας 1919
- Γαλλικόν Μετάλλιον (Αποικιακόν)
- Βρεταννικό Μετάλλιον "Διακεκριμένων Υπηρεσιών" (Distinguished Service Order - D.S.O.) 1944
- Διασυμμαχικόν Μετάλλιον "Νίκης" (Α' Παγκοσμίου Πολέμου)
- Αναμνηστικόν Μετάλλιον Πολέμου 1941 - 1945
- Απονομή Βρετανικών Πτερύγων Επιχειρήσεων (Αλεξιπτωτιστών) με την υπ' αριθ 46/27/ 12 - 7 - 1944 Διαταγή της RAIDING FORCES για την εκτέλεση πολεμικού άλματος στην κατεχόμενη νήσο Σάμο.
- Τέσσερις (4) φορές: 1916, 1920, 1944 και 1945.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες, γενναίος Στρατιώτης και άξιος Ηγήτορας, υπήρξε για την εποχή του ο Έλληνας μόνιμος αξιωματικός με τη σπάνια στρατιωτική προσωπικότητα, τη διπλωματική δεξιοτεχνία, αλλά και την έντονη πολιτική δραστηριότητα. Ήταν, μαζί με το νεότερο αδελφό του Γιάννη, γνωστός στους κύκλους ως κοσμοπολίτης φιλελεύθερος ή δημοκρατικός αξιωματικός. Από τα πρώτα κιόλας βήματα του στο στρατό άρχισε μια δύσκολη σταδιοδρομία μεσα σε μια πολύ ταραγμένη από πολιτικά πάθη και μίση περίοδο, αυτήν του οδυνηρού για την Ελλάδα "Εθνικού Διχασμού".
Γεμάτη από τραγικά πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, που δυστυχώς σημάδεψαν ολόκληρο σχεδόν τον εικοστό αιώνα και επηρέασαν αποφασιστικά την ιστορική πορεία ολόκληρου του Ελληνικού Έθνους. Ενώ, η καθ' όλα υπέροχη και ξεχωριστή πολεμική δράση του στο Μακεδονικό Μέτωπο (1916 - 1918) και στη Μικρά Ασία (1919 - 1921) αναγνωρίστηκε και αμείφθηκε από την Πατρίδα και από τους Συμμάχους, η συμμετοχή του, αντίθετα, με ηγετικό ρόλο, σε απόπειρα στρατιωτικής εκτροπής είχε βαρύτατο τίμημα που ήταν γι' αυτόν πράγματι εξοντωτικό και συνάμα καταλυτικό για την παραπέρα εξέλιξη του στο στράτευμα, η οποία, σε άλλες ομαλές εποχές, θα ήταν εκείνη που άξιζε σ' έναν ξεχωριστό, όπως ο Τσιγάντες, αξιωματικό.
Έτσι, αυτός ο διακεκριμένος και υπέροχος ηγήτορας υπήρξε ατυχώς θύμα, όπως και πάρα πολλοί άλλοι αξιωματικοί, μιας άλλης ολέθριας εποχής, η οποία άφησε ανεξίτηλα τα καταστροφικά σημάδια της στην πολυκύμαντη ιστορία αυτού του τόπου. Η υπερβολική αγάπη του για την πατρίδα, η λεβεντιά του και το εθελοντικό "παρών" του σε δύσκολες πολεμικές περιόδους, όπως ήταν αυτή του 1940-1945, έδειξαν έναν αξιωματικό γεμάτο από εθνική υπερηφάνεια, που επάξια αγωνίστηκε πέρα από ατομικές επιδιώξεις και συμφέροντα, αλλά και μακριά από τις πολιτικές ανωμαλίες της εποχής εκείνης.
Εκτός από το ότι ήταν υπερβολικά ριψοκίνδυνος και παράτολμος, είχε ένα ακόμα σπάνιο προσόν, ήταν πραγματικά φτιαγμένος "ανορθόδοξος" ηγήτορας καταδρομέων και μάλιστα από τους πρωτοπόρους στην πρόσφατη ιστορία των Ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων. Η αγάπη, ο θαυμασμός και η εμπιστοσύνη όλων των συμπολεμιστών Ιερολοχιτών του της θρυλικής εκείνης καταδρομικής μονάδας επιβεβαιώνουν τις σπάνιες και ιδιαίτερες ηγετικές του αρετές και ικανότητες. Το ότι, επίσης, ο Στρατηγός Χριστόδουλος Τσιγάντες ήταν μια πολύπλευρη στρατιωτική, κι όχι μόνο, προσωπικότητα, με εξαιρετική φήμη και πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας, αποδεικνύεται και από την αναγνώριση και την εκτίμηση των πολεμικών του αρετών, των προσόντων και των ικανοτήτων του από τους αξιωματικούς των Συμμάχων χωρών, Αγγλίας και Γαλλίας.
Ένεκα ακριβώς της συμμετοχής και της δράσης του στους δύο Παγκόσμιους (Α' και Β') Πολέμους και της φοίτησης του στη Σχολή Πολέμου των Παρισίων. Τέλος, η μεγάλη προσφορά του προς την πατρίδα και μάλιστα σε μία από τις δύσκολες ιστορικές περιόδους, όπως αυτή μετά την Απελευθέρωση (1944), αποτέλεσε έναν ακόμη ιδιαίτερο τίτλο τιμής για το Στρατηγό. Την προσφορά του εκείνη την αναγνώρισε, κατά τον πλέον επίσημο και πανηγυρικό τρόπο, η ελεύθερη τότε Ελλάδα με την εξαιρετικά τιμητική Πράξη του Υπουργικού της Συμβουλίου, που υπήρξε, απ' ότι εκτιμώ, η μοναδική για Έλληνα Αξιωματικό.
Το όνομα του αξέχαστου Στρατηγού Χριστόδουλου Τσιγάντε, γραμμένο σήμερα στην απέριττη λευκή μαρμάρινη πλάκα του μικρού Μαυσωλείου του στη βάση του Μνημείου του θρυλικού Ιερού Λόχου, θα δείχνει για πάντα ότι εκεί αναπαύεται ένας από τους πιο διακεκριμένους Έλληνες Αξιωματικούς και πρωτοπόρους Καταδρομείς.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου