Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

600 χρόνια απο την εκ νέου ανακάλυψη του De rerum natura

Πριν από 600 χρόνια, ανακαλύφθηκε εκ νέου ένα κείμενο, του οποίου η σημασία για το Διαφωτισμό ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να εκτιμηθεί στην απαραίτητη έκταση. Είναι ένα ποίημα, το οποίο είχε συγγράψει ο Ρωμαίος Titus Lucretius Carus (Λουκρήτιος), στον πρώτο αιώνα π.Χ.: «De rerum natura» (Περί της Φύσεως των Πραγμάτων). Πρόκειται για ένα από τα μεγαλειώδη και δραστικότερα κείμενα της Ιστορίας του Πολιτισμού.

Ο Ιταλός ουμανιστής και βιβλιοκυνηγός Poggio Bracciolini ανέσυρε το 1417 ένα χειρόγραφο με πάνω από 7.800 στίχους που είχε τίτλο «De rerum natura», πιθανόν στη βιβλιοθήκη του ηγουμενείου των Βενεδικτίνων της Fulda (Φούλντα) και ήταν ακριβώς το ποίημα του Λουκρήτιου. Ήταν μια τεράστια τύχη για τον πολιτισμό που υπήρχε ακόμα αυτό το χειρόγραφο και ήταν επίσης μεγάλη τύχη που αντιγράφτηκε το ποίημα, πριν εξαφανιστεί το πρωτότυπο εύρημα. Το παλαιό χειρόγραφο που ανακάλυψε ο Bracciolini πιθανόν να εξαφανίστηκε κατά τον «τριακονταετή πόλεμο», όταν το μοναστήρι λεηλατήθηκε από αντίπαλες στρατιωτικές και θρησκευτικές φατρίες.

Αν και η ανακάλυψη αυτού του ποιήματος δεν προκάλεσε τότε κάποια επανάσταση, πυροδότησε αναμφίβολα μία αργή επαναστατική εξέλιξη μέχρι και τη σύγχρονη εικόνα που διαθέτουμε για τον κόσμο. Σημαντικά πνεύματα -από τον Montaigne, τον Voltaire και τον Goethe μέχρι τον Αμερικάνο συνιδρυτή των ΗΠΑ, Thomas Jefferson- ασχολήθηκαν εντατικά με αυτή την εικόνα του κόσμου που περιγράφει ο ποιητής.

Οι θεοί δεν ενδιαφέρονται, ο θάνατος δεν μας εγγίζει
Ο Λουκρήτιος παρουσίασε σ’ αυτό το ποίημα τη φιλοσοφία του Επίκουρου από τη Σάμο (341-271 π.Χ.), ήταν δε (και παραμένει) για πιστούς χριστιανούς μια αθεϊστική γραφή. Πιθανόν να υπάρχουν θεοί, λέει ο Επίκουρος, αλλά εμείς οι άνθρωποι τούς είμαστε αδιάφοροι. Έτσι δεν έχουμε λόγο να ασχολούμαστε κι εμείς με αυτούς ή να πιστεύουμε ότι θα μας εκτιμήσουν με προσευχές και τάματα. Γιατί πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι έχουν συμβεί θαύματα ή παρεμβάσεις των θεών. Όλα μπορούν να εξηγηθούν με φυσική ερμηνεία των φαινομένων.

Αυτά ήταν τελείως αντίθετα με την εικόνα των μονοθεϊστικών θρησκειών που παρουσιάζουν το θεό τους ως πανάγαθο, ο οποίος ταυτόχρονα απαιτεί όμως συγκεκριμένες συμπεριφορές και τιμωρεί τους ανυπάκουους.

Ούτε υπάρχει κάποιο υπερπέραν, συνέχιζε ο Λουκρήτιος, στο οποίο καταλήγουμε μετά θάνατον. Αφού όλα, από τα άστρα μέχρι τους μικρότερους οργανισμούς, αποτελούνται από ελάχιστα αθάνατα σωματίδια σε ένα άπειρο κενό, τα «άτομα». Σωματίδια που συγκρούονται, ενώνονται μεταξύ τους και πάλι διαχωρίζονται τυχαία, χωρίς κάποιο σχέδιο Δημιουργού. Αυτό συνέβαινε επί τόσο μεγάλο χρόνο, ώστε τελικά σχηματίστηκαν οι μορφές που αποτελούν το σύμπαν και όλα αυτά που υπάρχουν μέσα σ’ αυτό.

Ούτε και μια αθάνατη ψυχή υφίσταται κατά τον Επίκουρο. Ίσως είναι αυτή η ψυχή, όπως και το πνεύμα, από την ίδια ύλη που είναι το σώμα και διασπάται μετά θάνατον μαζί του.

Αν είναι ο θάνατος πράγματι το τέλος, παρηγορεί ο Λουκρήτιος τους αναγνώστες, δεν μπορεί να μας επηρεάσει, αφού δεν υπάρχει πλέον χαρά και λύπη και καμία επιθυμία για οτιδήποτε. Εφόσον έχουμε όμως μόνο αυτή τη ζωή, τότε πρέπει να προσπαθούμε να την απολαύσουμε και να αποφεύγουμε πόνο και θλίψη.

«Ο μεγαλύτερος χοίρος» μεταξύ των φυσικών φιλοσόφων
Αυτές οι αντιλήψεις συγκρούονταν με εκείνες της Ρώμης της εποχής του Λουκρήτιου, μιας Ρώμης των εμφυλίων πολέμων και των μονομαχιών στις αρένες, όπου το αγωνιστικό πνεύμα και η αντοχή στα δεινά της μάχης θεωρούνταν αρετές. Οι Επικούρειοι συκοφαντήθηκαν ως «ηδονιστές»! Ο ποιητής Οράτιος, ο οποίος συνόψισε την επικούρεια φιλοσοφία στο περίφημο σύγγραμμά του «Carpe diem», χαρακτήριζε τον εαυτό του ειρωνικά ως «χοίρο από την αγέλη του Επίκουρου». Και ο Διογένης Λαέρτιος, Ιστορικός του τρίτου αιώνα μ.Χ., περιέγραφε τον Επίκουρο ως «το μεγαλύτερο χοίρο» μεταξύ των φυσικών φιλοσόφων.

Ο βιβλιοφάγος Bracciolini δεν μπορούσε να εκτιμήσει την επίδραση που θα είχε το ποίημα του Λουκρήτιου και σίγουρα δεν ταίριαζε με τις απόψεις του. Ήταν πιστός καθολικός και μάλιστα τέως γραμματέας του μόλις καταργημένου στην σύνοδο της Κωνσταντίας αντι-πάπα Ιωάννη 23ου. Ως ουμανιστής έψαχνε όμως ο Bracciolini για έργα αρχαίων συγγραφέων. Οι λόγιοι και οι συγγραφείς της εποχής του, όπως ο Πετράρχης και ο Βοκκάκιος, είχαν αρχίσει έναν αιώνα πριν να βάζουν ως πρότυπο πολιτισμού τις πολιτισμικές κατακτήσεις των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων.
 
Αποσιωπημένο, παραγκωνισμένο και απαγορευμένο
Βέβαια, ο φιλόσοφος Πλάτων και ο ιστορικός Πλήνιος ο πρεσβύτερος δεν είχαν ξεχαστεί στα μέσα της δεύτερης χιλιετίας. Τα έργα τους ήταν αποδεκτά για τη χριστιανική κοσμοεικόνα. Αλλά τα συγγράμματα των περισσότερων άλλων Ελλήνων και Ρωμαίων δασκάλων και καλλιτεχνών ήταν απαράδεκτα στα μάτια των χριστιανών πατέρων. Ειδωλολατρικά, απορριπτέα στην πειθώ που ασκούσαν, επικίνδυνα για τη νέα και ανασφαλή χριστιανική πίστη.

Αποσιωπημένος, παραγκωνισμένος και απαγορευμένος εξαφανιζόταν από τη δημόσια συνείδηση υπό την επιρροή των χριστιανών ένας πλούτος γνώσεων για τη φύση, την ιστορία και την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ποίηση. Μόνο στις μοναστικές βιβλιοθήκες διατηρούσαν οι μοναχοί μερικά συγγράμματα, τα αντέγραφαν και τα συντηρούσαν. Πάντα πίσω από κλειστές πόρτες, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος για τους πιστούς. (Αυτά ακριβώς τα γεγονότα περιγράφει το μυθιστόρημα του Umberto Eco, «Το Όνομα του Ρόδου».)

Ένα μέρος αυτού του θησαυρού επέζησε -βέβαια στην αραβική γλώσσα- στις βιβλιοθήκες των κέντρων που είχαν καταλάβει οι μουσουλμάνοι Μαυριτανοί, κυρίως στην Ισπανία και τη Σικελία. Όταν αργότερα επανακτήθηκαν αυτές οι περιοχές από χριστιανούς πολέμαρχους (Reconquista), ανακάλυψαν οι ερευνητές βιβλία που είχαν μεταφραστεί στα αραβικά από τα ελληνικά και λατινικά και ήταν άγνωστα στους Ευρωπαίους λόγιους στην πρωτότυπη μορφή τους. Έτσι έγινε αντίστροφη μετάφραση αυτών των συγγραμμάτων, τα οποία εντάχθηκαν εκ νέου στην ελληνορωμαϊκή γραμματεία.

Κυνήγι για παλαιά βιβλία
Στην εποχή που ονομάζουμε σήμερα «Αναγέννηση» (Renaissance) και σημαίνει «αναγέννηση του ελληνορωμαϊκού πνεύματος», εκδηλώθηκε για την τέχνη και τη γνώση που ανακαλύφθηκαν εκ νέου ένας ενθουσιασμός στο χώρο των λογίων της Ευρώπης. Ο μορφωμένος, ιδιαίτερα ο γλωσσικά μορφωμένος άνθρωπος, ανέπτυξε ως ιδανικό την κατά το δυνατόν ακριβή απόδοση του περιβάλλοντος κόσμου από ζωγράφους και γλύπτες. Ακόμα και οι πάπες δεν είχαν πλέον κανένα πρόβλημα να εμφανίζονται στην αρχαία γραμματεία «θεοί των ειδωλολατρών». Κανένας δεν θεωρούσε πλέον τους θεούς των Ελλήνων ανταγωνιστές στον δικό τους «αληθινό θεό».

Μεταξύ των ουμανιστών δημιουργήθηκε η ανάγκη να ανακαλύπτουν όλο και περισσότερα έργα της αρχαιότητας. Έτσι προέκυψε η ανακάλυψη του έργου «De rerum natura» από τον Poggio Bracciolini στο έτος 1417 στη Γερμανία. Το όνομα του Λουκρήτιου ήταν ήδη γνωστό, π.χ. επειδή ο Οβίδιος είχε επαινέσει την ποιητική δεινότητά του. Εκτός αυτού, υπήρχε μία παράγραφος στο Χρονικό του σημαντικού εκκλησιαστικού πατέρα Ιερώνυμου (347-420), ο οποίος είχε καταγράψει απαξιωτικά για το έτος 94 π.Χ.: «Γεννήθηκε ο ποιητής Titus Lucretius. Αφού περιέπεσε στην τρέλα με ένα ερωτικό ποτό και στα διαλείμματα της τρέλας του έγραφε διάφορα βιβλία, τα οποία επιθεώρησε αργότερα ο Κικέρων, αυτοκτόνησε στο 44ο έτος της ηλικίας του.»

Ο βιβλιοκυνηγός Bracciolini ζήτησε να γίνει αντίγραφο αυτού του βιβλίου που ανακάλυψε και διέδωσε έτσι το ποίημα. Όπως γράφει ο Αμερικάνος μελετητής και καθηγητής της λογοτεχνίας Stephen Greenblatt στο Harvard University, στο βιβλίο του «The Swerve» (Η Στροφή), ο Ιταλός δεν φαντάστηκε ότι, διαδίδοντας αυτό ακριβώς το βιβλίο, «έθεσε σε κυκλοφορία ένα έργο που αναιρούσε όλο το πνευματικό σύμπαν της εποχής».

Εντυπωσιασμένοι από τη γλώσσα και το βάθος του ποιήματος
Μετά την επαναφορά του έργου του Λουκρήτιου, το οποίο κυκλοφόρησε τελικά το έτος 1473, οι λόγιοι της εποχής ήταν εντυπωσιασμένοι από τη γλώσσα και το βάθος του ποιήματος. Είναι γνωστές πάνω από 50 χειρόγραφες εκδόσεις του έργου που κυκλοφόρησαν ήδη το 15ο αιώνα. Πέρα απ’ αυτό, σημαντικό κίνητρο για περίσκεψη έδινε το γεγονός, ότι το περιεχόμενο του βιβλίου δεν ήταν προϊόν κάποιας θεϊκής αποκάλυψης ή ψευδαισθήσεων υπό την επήρεια ουσιών, όπως υπονοούσε ο Ιερώνυμος, αλλά συμπεράσματα από προσωπικές παρατηρήσεις της φύσης. Παρατηρήσεις, τις οποίες συνέλεγαν και κατηγοριοποιούσαν οι Επικούρειοι φιλόσοφοι και επιβεβαίωναν οι ερευνητές της Αναγέννησης.

Ακόμα και άνθρωποι με αρνητική προδιάθεση μελετούσαν και διέδιδαν το ποίημα του Λουκρήτιου. Ο Erasmus ασχολήθηκε με αυτό, όπως και ο Thomas Morus. Εντυπωσιασμένος από τον Λουκρήτιο ήταν και ο Δομινικανός μοναχός Giordano Bruno, ο οποίος διαχώρισε σταδιακά τη θέση του από τον καθολικισμό και το έτος 1600 οδηγήθηκε στην παπική πυρά για τιμωρία. Ο Niccolo Machiavelli είχε διαβάσει τον Λουκρήτιο, ο Michel de Montaigne είχε αντίτυπα του έργου και συχνά απήγγειλε στίχους του ποιήματος. Ακόμα και ο Galileo Galilei κατηγορήθηκε για «Ατομικισμό» - μια αντίληψη που σχετιζόταν με εκείνη του Λουκρήτιου και των Επικούρειων. Ο Isaac Newton προσπάθησε να συγκεράσει την ατομιστική θεώρηση του Επίκουρου με τις χριστιανικές αντιλήψεις του.
Έτσι εισήλθε η «Επιδίωξη για Ευτυχία» στο Σύνταγμα των ΗΠΑ

Ο Diderot απήγγειλε τον Λουκρήτιο, ο Voltaire ανέλυσε το ποίημά του. Ο Kant κράτησε απόσταση από την άρνηση του θεού που πρέσβευε ο Λουκρήτιος (ο Επίκουρος), ο Herder υποστήριξε τη μετάφραση του έργου στα γερμανικά, την οποία υποστήριξε και ο Goethe, αν και ο τελευταίος απέρριπτε την επικούρεια αντίληψη για το θάνατο.

Υπάρχουν ακόμα υπαινιγμοί του Σαίξπηρ στον Λουκρήτιο, καθώς και στο έργο άλλων δραματικών θεατρικών συγγραφέων της εποχής, αλλά και σε πίνακες του Sandro Botticellis. Ο Thomas Jefferson κατείχε πέντε εκδόσεις του ποιήματος. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να ιχνηλατηθεί η διαδρομή που ακολούθησε αυτός ο ιδρυτικός πατέρας των ΗΠΑ μέχρι την ιδέα να εντάξει την «επιδίωξη για ευτυχία» στο Σύνταγμα της χώρας του.

Η επίδραση του ποιήματος «De rerum natura» λειτουργούσε διαχρονικά στο παρασκήνιο. Ενεργοποίησε συλλογισμούς, άλλαξε προοπτικές. Αλλά, ακόμα κι αν θεωρεί κάποιος σήμερα το ποίημα σχεδόν ξεχασμένο: Η μεγάλη σημασία του για τον εμπλουτισμό της σύγχρονης κοινωνίας με αξίες, όπως αξιοπρέπεια των ανθρώπων, με θρησκευτικές ελευθερίες και με ελευθερία της γνώμης, αλλά και η αξίωση για ισότητα όλων, ανεξάρτητα από γένος, προέλευση ή πίστη, δεν είναι δυνατόν να αποσιωπηθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου