Πώς το Λογικό Είναι αυτοστοχάζεται;
Η Λογική του Είναι δομείται πάνω στα θεμέλια του Είναι, το οποίο συνιστά τη φιλοσοφική απαρχή της σύμπασας επιστήμης της Λογικής. Το Είναι ως ξεκίνημα της όλης Λογικής ανάπτυξης δεν μπορεί να έχει άλλον προσδιορισμό πέραν του ότι είναι· δηλαδή πέραν του ότι είναι απροσδιόριστο. Είναι απροσδιόριστο, γιατί είναι καθαρό, δηλαδή απαλλαγμένο από κάθε άλλο προσδιορισμό: είναι μια ολοκληρωμένη αφαίρεση, ένας εντελής χωρισμός, ένα απόλυτο ή αφηρημένο ξεκίνημα, με το νόημα ότι δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη η διαλεκτική μορφής και περιεχομένου. Ως ξεκίνημα της Λογικής, το Είναι διαφέρει ουσιωδώς από την καθαρή, την απόλυτη Γνώση της Φαινομενολογίας του πνεύματος. Εν τούτοις, Είναι και απόλυτη Γνώση προϋποτίθενται κατά αμοιβαίο τρόπο: Το Είναι συνιστά θεμέλιο της Λογικής επιστήμης συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης της εμπειρίας της συνείδησης. Ταυτόχρονα, η καθαρή ή απόλυτη Γνώση, που προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της επιστήμης, συνιστά προϋπόθεση του Είναι. Η αμοιβαία προϋπόθεση ωστόσο αμφοτέρων δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα: η απόλυτη Γνώση δεν μπορεί να εξηγηθεί, να αιτιολογηθεί, με τους τρόπους και τα μέσα της Φαινομενολογικής της εκδίπλωσης. Μπορεί να θεμελιωθεί μόνο συστηματικά από την ίδια τη Λογική του Είναι, από αυτό δηλαδή που η ίδια είναι. Κανένας προσδιορισμός, καμιά κατηγορία, καμιά πρόταση της Λογικής του Είναι δεν μπορεί να κατανοείται στην αληθινή της ανάπτυξη, όταν εξετάζεται από μια σκέψη που σχετίζεται μόνο με εξωτερικό υλικό και εξομοιώνει τα πάντα με τα πάντα.
Ο καθαρός-λογικός προσδιορισμός: Είναι είναι ολόκληρος ο εαυτός της σκέψης και γι’ αυτό δεν μπορεί να νοείται έξω από την αυτενέργεια της τελευταίας. Το Είναι, επομένως, είναι η λογική μορφή που δεν τελεί σε εξωτερική, τυπική αντί-θεση ή ταυτότητα με τους άλλους καθαρούς προσδιορισμούς της σκέψης ή της νόησης, ούτε μπορεί να είναι άλλο, από άποψη περιεχομένου, έξω από τον εαυτό του ως αφηρημένο, άμεσο, καθαρό Είναι. Το τελευταίο τούτο έχει τη στοχαστική του αντιστοιχία στο καθαρό νοείν [=στην καθαρή σκέψη]. Η καθαρότητα εδώ υποδηλώνει τον ορίζοντα πραγματοποιήσιμης ελευθερίας. Γι’ αυτό και ο εν λόγω ορίζοντας αναλογεί, πρώτα-πρώτα, στη Λογική του Είναι, εφόσον τούτη συνιστά τη δυνητική πραγμάτωση της απόλυτης διαύγειας και καθαρότητας, εν τέλει της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης ως απόλυτης ταυτότητας ή ως απόλυτης Ιδέας. Υπ’ αυτό τον ορίζοντα λοιπόν εξηγείται καλύτερα, γιατί το Είναι, αν και απροσδιόριστο, καθαρό, χωρίς ποιότητα, εν τούτοις εντάσσεται από τον Χέγκελ στο τμήμα της προσδιοριστικότητας, της ποιότητας. Ως αφηρημένη οντότητα συνιστά το μέγιστο αφηρημένο περιεχόμενο ολόκληρου του εαυτού του νοείν, δηλαδή της έννοιας καθεαυτήν. Ως τέτοιο περιεχόμενο εκφράζει μια μορφή κυρίαρχης σκέψης, που δεν συνάδει με το πνεύμα της ελεύθερης έννοιας, ήτοι της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης αλλά απεναντίας απειλεί να καταστρέψει τη δυναμική της. Πώς αντιμετωπίζεται μια τέτοια καταστροφή; Με τη δια-λογική [=δια-λεκτική] αυτο-εκδίπλωση της εσωτερικής δυναμικής που περικλείει το Είναι ως άμεσο ή καθαρό Είναι.
Πώς κατανοείται μια τέτοια αυτο-εκδίπλωση; α) ως η νόηση που σκέπτεται, δηλαδή αυτοστοχάζεται· αυτοστοχάζεται το τι και το ότι είναι: την αμεσότητά της ως το Είναι. Ποιο είναι το Είναι; Το ότι σκέπτεται ότι σκέπτεται. Έτσι το Είναι γίνεται το ξεκίνημα της Λογικής επιστήμης όχι ως κάτι που απλώς είναι, αλλά ως το Είναι που σκέπτεται την αμεσότητά του, το ότι δηλαδή είναι. Γι’ αυτό, αν και το ίδιο απροσδιόριστο, ωστόσο ο Χέγκελ το εντάσσει στο τμήμα της Λογικής, το οποίο ορίζει ως προσδιοριστικότητα ή ως ποιότητα. Το ότι ανήκει σε αυτό το τμήμα με τον προσδιορισμό πως είναι το ξεκίνημα της επιστήμης, καθίσταται ο ορίζοντας κάθε προσδιοριστικότητας. β) ότι το νοείν σκέπτεται αυτό που είναι, δηλαδή το Είναι, και τίποτα άλλο. Τούτο σημαίνει: Ι. ότι ευθύς με το ξεκίνημα της Λογικής επιστήμης διασφαλίζεται η ενότητα του Λογικού στοιχείου με το Οντολογικό. Έτσι από τη μια πλευρά έχουμε το ενεργό υποκείμενο, που ενδιαφέρεται να γνωρίσει την αρχή (Prinzip), όπως υπάρχει αντικειμενικά και αποτελεί το ξεκίνημα της Λογικής διαδικασίας, γι’ αυτό και ενεργεί ως νοείν· αυτό είναι η μορφή, η υποκειμενική αρχή, δηλαδή η έννοια ως νοείν που δεν είναι λιγότερο το ξεκίνημα από την άλλη, την αντικειμενική αρχή, την αντικειμενική αλήθεια, δηλαδή την έννοια καθεαυτήν, ήτοι το καθαρό Είναι, που είναι το περιεχόμενο, έστω και το πιο ενδεές· το περιεχόμενο με το νόημα ότι το νοούν υποκείμενο αφήνει ελεύθερη τη δυναμική της σκέψης του να προσδιορίζει το απροσδιόριστο άμεσο, να προσδιορίζει δηλαδή το μη-προσδιορισμένο ή το όχι ακόμα προσδιορισμένο και να γίνεται έτσι μέθ-οδος, η μετά–οδός, η via negationis.
Η Λογική του Είναι δομείται πάνω στα θεμέλια του Είναι, το οποίο συνιστά τη φιλοσοφική απαρχή της σύμπασας επιστήμης της Λογικής. Το Είναι ως ξεκίνημα της όλης Λογικής ανάπτυξης δεν μπορεί να έχει άλλον προσδιορισμό πέραν του ότι είναι· δηλαδή πέραν του ότι είναι απροσδιόριστο. Είναι απροσδιόριστο, γιατί είναι καθαρό, δηλαδή απαλλαγμένο από κάθε άλλο προσδιορισμό: είναι μια ολοκληρωμένη αφαίρεση, ένας εντελής χωρισμός, ένα απόλυτο ή αφηρημένο ξεκίνημα, με το νόημα ότι δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη η διαλεκτική μορφής και περιεχομένου. Ως ξεκίνημα της Λογικής, το Είναι διαφέρει ουσιωδώς από την καθαρή, την απόλυτη Γνώση της Φαινομενολογίας του πνεύματος. Εν τούτοις, Είναι και απόλυτη Γνώση προϋποτίθενται κατά αμοιβαίο τρόπο: Το Είναι συνιστά θεμέλιο της Λογικής επιστήμης συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της επιστήμης της εμπειρίας της συνείδησης. Ταυτόχρονα, η καθαρή ή απόλυτη Γνώση, που προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της επιστήμης, συνιστά προϋπόθεση του Είναι. Η αμοιβαία προϋπόθεση ωστόσο αμφοτέρων δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα: η απόλυτη Γνώση δεν μπορεί να εξηγηθεί, να αιτιολογηθεί, με τους τρόπους και τα μέσα της Φαινομενολογικής της εκδίπλωσης. Μπορεί να θεμελιωθεί μόνο συστηματικά από την ίδια τη Λογική του Είναι, από αυτό δηλαδή που η ίδια είναι. Κανένας προσδιορισμός, καμιά κατηγορία, καμιά πρόταση της Λογικής του Είναι δεν μπορεί να κατανοείται στην αληθινή της ανάπτυξη, όταν εξετάζεται από μια σκέψη που σχετίζεται μόνο με εξωτερικό υλικό και εξομοιώνει τα πάντα με τα πάντα.
Ο καθαρός-λογικός προσδιορισμός: Είναι είναι ολόκληρος ο εαυτός της σκέψης και γι’ αυτό δεν μπορεί να νοείται έξω από την αυτενέργεια της τελευταίας. Το Είναι, επομένως, είναι η λογική μορφή που δεν τελεί σε εξωτερική, τυπική αντί-θεση ή ταυτότητα με τους άλλους καθαρούς προσδιορισμούς της σκέψης ή της νόησης, ούτε μπορεί να είναι άλλο, από άποψη περιεχομένου, έξω από τον εαυτό του ως αφηρημένο, άμεσο, καθαρό Είναι. Το τελευταίο τούτο έχει τη στοχαστική του αντιστοιχία στο καθαρό νοείν [=στην καθαρή σκέψη]. Η καθαρότητα εδώ υποδηλώνει τον ορίζοντα πραγματοποιήσιμης ελευθερίας. Γι’ αυτό και ο εν λόγω ορίζοντας αναλογεί, πρώτα-πρώτα, στη Λογική του Είναι, εφόσον τούτη συνιστά τη δυνητική πραγμάτωση της απόλυτης διαύγειας και καθαρότητας, εν τέλει της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης ως απόλυτης ταυτότητας ή ως απόλυτης Ιδέας. Υπ’ αυτό τον ορίζοντα λοιπόν εξηγείται καλύτερα, γιατί το Είναι, αν και απροσδιόριστο, καθαρό, χωρίς ποιότητα, εν τούτοις εντάσσεται από τον Χέγκελ στο τμήμα της προσδιοριστικότητας, της ποιότητας. Ως αφηρημένη οντότητα συνιστά το μέγιστο αφηρημένο περιεχόμενο ολόκληρου του εαυτού του νοείν, δηλαδή της έννοιας καθεαυτήν. Ως τέτοιο περιεχόμενο εκφράζει μια μορφή κυρίαρχης σκέψης, που δεν συνάδει με το πνεύμα της ελεύθερης έννοιας, ήτοι της απόλυτης ελευθερίας της σκέψης αλλά απεναντίας απειλεί να καταστρέψει τη δυναμική της. Πώς αντιμετωπίζεται μια τέτοια καταστροφή; Με τη δια-λογική [=δια-λεκτική] αυτο-εκδίπλωση της εσωτερικής δυναμικής που περικλείει το Είναι ως άμεσο ή καθαρό Είναι.
Πώς κατανοείται μια τέτοια αυτο-εκδίπλωση; α) ως η νόηση που σκέπτεται, δηλαδή αυτοστοχάζεται· αυτοστοχάζεται το τι και το ότι είναι: την αμεσότητά της ως το Είναι. Ποιο είναι το Είναι; Το ότι σκέπτεται ότι σκέπτεται. Έτσι το Είναι γίνεται το ξεκίνημα της Λογικής επιστήμης όχι ως κάτι που απλώς είναι, αλλά ως το Είναι που σκέπτεται την αμεσότητά του, το ότι δηλαδή είναι. Γι’ αυτό, αν και το ίδιο απροσδιόριστο, ωστόσο ο Χέγκελ το εντάσσει στο τμήμα της Λογικής, το οποίο ορίζει ως προσδιοριστικότητα ή ως ποιότητα. Το ότι ανήκει σε αυτό το τμήμα με τον προσδιορισμό πως είναι το ξεκίνημα της επιστήμης, καθίσταται ο ορίζοντας κάθε προσδιοριστικότητας. β) ότι το νοείν σκέπτεται αυτό που είναι, δηλαδή το Είναι, και τίποτα άλλο. Τούτο σημαίνει: Ι. ότι ευθύς με το ξεκίνημα της Λογικής επιστήμης διασφαλίζεται η ενότητα του Λογικού στοιχείου με το Οντολογικό. Έτσι από τη μια πλευρά έχουμε το ενεργό υποκείμενο, που ενδιαφέρεται να γνωρίσει την αρχή (Prinzip), όπως υπάρχει αντικειμενικά και αποτελεί το ξεκίνημα της Λογικής διαδικασίας, γι’ αυτό και ενεργεί ως νοείν· αυτό είναι η μορφή, η υποκειμενική αρχή, δηλαδή η έννοια ως νοείν που δεν είναι λιγότερο το ξεκίνημα από την άλλη, την αντικειμενική αρχή, την αντικειμενική αλήθεια, δηλαδή την έννοια καθεαυτήν, ήτοι το καθαρό Είναι, που είναι το περιεχόμενο, έστω και το πιο ενδεές· το περιεχόμενο με το νόημα ότι το νοούν υποκείμενο αφήνει ελεύθερη τη δυναμική της σκέψης του να προσδιορίζει το απροσδιόριστο άμεσο, να προσδιορίζει δηλαδή το μη-προσδιορισμένο ή το όχι ακόμα προσδιορισμένο και να γίνεται έτσι μέθ-οδος, η μετά–οδός, η via negationis.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου