Μανόλης Αναγνωστάκης: 1925–2005
«Οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντες ποιεῖν καὶ λέγειν»
(Ηράκλειτος)
Η ποιητική εμβίωση της ελευθερίας λόγου
Οι εποχές που έζησε και έγραψε ο Μ. Αναγνωστάκης χαρακτηρίζονταν, ανάμεσα στα άλλα, από έναν συνεχή πολιτικό και ποιητικό λόγο. Η καλλιέργεια του πολιτικού λόγου, με την έννοια του ευρύτερα στοχαστικού δημόσιου λόγου, δεν ήταν πάντοτε πηγαία, αυθόρμητη, απαλλαγμένη από περιοριστικούς όρους: είτε έπρεπε να επιτρέπεται σε κάποιον να μιλήσει, λόγω επικράτησης διαφόρων μορφών θεσμικής βίας –π.χ. Κατοχή, μετακατοχικό και μετεμφυλιακό νεοελληνικό κράτος, χούντα– είτε έπρεπε να μην συσκοτίζεται η αλήθεια από ψευδείς ιδεολογίες, παραλυτικές για την ελευθερία σκέψης και δράσης· από κοινότοπες αντηχήσεις σαθρών ιδεών ή θεωριών, που ενοχοποιούν και την παραμικρή εγκάρδια εξωτερίκευση των ανθρώπων. Στην πρώτη περίπτωση της θεσμικής βίας, ο ποιητικός λόγος αντιπαρατίθεται με το κράτος και παρακράτος της εξουσίας και εκφράζεται συνήθως με συμβολική γλώσσα. Στη δεύτερη περίπτωση των παραλυτικών, υποκριτικών ιδεολογιών, –εδώ ανήκουν και τα ιδεολογικά ερείπια της καθεστωτικής «αριστεράς»– ο ποιητικός λόγος αποκαλύπτει τα μυθεύματά τους. Ο Μ. Αναγνωστάκης, έχοντας μια τέτοια περίπου εμπειρία της καταστροφής του Λόγου, μάχεται ενάντια στις σκοτεινές μεθοδεύσεις διαχείρισης της μάζας. Εάν ο διανοητής, κατά Νίτσε, είναι καμήλα, μπορεί να γίνει λιοντάρι, στο μέτρο που αντι-μάχεται σθεναρά την εθελοδουλεία της αγελαίας διανόησης. Αλλά και το λιοντάρι-διανοητής, όταν αποκτά επίγνωση της ποιητικής του αποστολής, μετασχηματίζεται σε δημιουργικό, σε ελεύθερο πνεύμα. Ένα τέτοιο πνεύμα ακριβώς είναι ο Μ. Αναγνωστάκης, όπως προκύπτει και από το παρακάτω ποίημά του: αντικρίζει τη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης, που υπόσχεται ζωή αλλά εμποδίζεται προς τούτο, ως προσωπική του μοίρα. Αυτή-εδώ αναζητεί τον προορισμό της στην αποκαθήλωση του λόγου, που διηγείται μύθους, που σκορπά φρούδες ελπίδες χωρίς αιδώ. Μοίρα – προορισμός (Geschick) του ποιητή: το πέρασμα του ελεύθερου ποιητικού λόγου πάνω από την ανελευθερία του Μαζικού, από τη χειμέρια νάρκη του Αγελαίου.
ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ…
Στὸ παιδί μου δὲν ἄρεσαν ποτὲ τὰ παραμύθια
Καὶ τοῦ μιλούσανε γιὰ Δράκους καὶ γιὰ τὸ πιστὸ
σκυλί
Γιὰ τὰ ταξίδια τῆς Πεντάμορφης καὶ γιὰ τὸν ἄγριο
λύκο
Μὰ στὸ παιδὶ δὲν ἄρεσαν ποτὲ τὰ παραμύθια
Τώρα, τὰ βράδια, κάθομαι καὶ τοῦ μιλῶ
Λέω τὸ σκύλο σκύλο, τὸ λύκο λύκο, τὸ σκοτάδι
σκοτάδι,
Τοῦ δείχνω μὲ τὸ χέρι τοὺς κακούς, τοῦ μαθαίνω
Ὀνόματα σὰν προσευχές, τοῦ τραγουδῶ τοὺς νε-
κρούς μας.
Ἄ, φτάνει πιά! Πρέπει νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια στὰ
παιδιά.
Ερμηνεία – κατανόηση
Ι. Το πιο πάνω ποίημα ανήκει στην τελευταία ποιητική συλλογή του Μ. Αναγνωστάκη: Ο Στόχος. Η συγκεκριμένη συλλογή κυκλοφόρησε στα χρόνια της χούντας (1970) και έχει έντονο το χρώμα της ανασυλλογής τραυματικών εμπειριών από την ιστορία, του αναστοχασμού κοινωνικών και πολιτικών διαψεύσεων, της διάλυσης και των πιο τελευταίων αυταπατών που καλλιεργούσαν ως τότε τα υποτιθέμενα «δημοκρατικά»–«αριστερά», αλλά στην πράξη απολιθωμένα ιδεολογικά-πολιτικά είδωλα: «Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός» μας λέει ο ποιητής στο τελευταίο ποίημα: Επίλογος της εν λόγω συλλογής.
ΙΙ. Ο ποιητικός λόγος εδώ δεν είναι απλώς αντιδικτατορικός, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ερμηνευτές σχολικού επιπέδου, αλλά διαχρονικά αντι-στασιακός: ορθώνει ενάντια στις φενακισμένες συνειδήσεις μια μελωδία του ποιητικού νου, που δεν επιχειρεί να κολακέψει τις αισθήσεις, αλλά «να πει την αλήθεια στα παιδιά». Πώς νοείται η αλήθεια; Όχι βέβαια με τη σχολική λογική μιας αφηρημένης, άχρονης λέξης, κατά το κενό περιεχομένου λεκτικό σχήμα: αλήθεια – ψεύδος· αλλά ως προσωπικός αγώνας να διασωθεί ο άνθρωπος –εδώ ο νέος άνθρωπος– από την άβυσσο των σκοτεινών καιρών.
ΙΙΙ. Οι σκοτεινοί καιροί συγκεκριμενοποιούνται ως εξής: α) Η χρονική περίοδος που γράφτηκε το ποίημα με όλα τα κακά της: δικτατορία. β) Όλη η προηγηθείσα ιστορική περίοδος, –τραγική ιστορικότητα του ποιητικού ρεαλισμού του ποιητή– με την κρατική βία, τους ιδεολογικούς-πολιτικούς εξορκισμούς, την καλλιέργεια βάναυσων αυταπατών σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, ηθικής, ελευθερίας σκέψης και δράσης. Αυτός ο σκοταδισμός των Παραμυθιών άφηνε και αφήνει έρημες, ανέστιες, ανέτοιμες, αποπροσανατολισμένες, σακατεμένες τις εκάστοτε νέες γενιές, με συνέπεια, όταν ξεσπάει η ιστορική καταιγίδα –δικτατορία, εθνοκτόνες και προδοτικές πολιτικές του χθες και του σήμερα κ.α.– να έχουν πνιγεί μέσα στην έσχατη απογύμνωσή τους.
ΙV. Η αλληγορική σημασία του τίτλου δονεί σύγκορμο το ποίημα: Το «παιδί του» είναι ο άλλος του εαυτός. Αφενός, ως το ποιητικό Εγώ, που δεν συμβιβάζεται με τα παραμύθια· αφετέρου, ως εκείνοι οι άνθρωποι, που διαμεσολαβούν τις αγωνιστικές τους προσδοκίες για ένα φωτεινό αύριο με την ποιητική ιδέα στη ρεαλιστική της πραγμάτωση. Κυρίως πρόκειται για κάθε νέα γενιά που απεχθάνεται το καθιδρυμένο ψεύδος της καθεστηκυίας τάξης και αποκηρύσσει την αφέλεια για αναγέννηση της ζωής με ιδεαλιστικές θαυματουργίες. Η ποιητική ιδέα στη ρεαλιστική της πραγμάτωση είναι οι λέξεις –ως ιδέες, ως έννοιες– που καρφώνονται σαν πρόκες, όπως λέει στο ποίημά του Ποιητική, από την ίδια συλλογή, ο ποιητής.
V. Όπως προκύπτει, ο ποιητής κατανοεί την ποιητική Ιδέα ως την ακατάλυτη οντολογική δύναμη, που μπορεί να οδηγήσει τους ζωντανούς ανθρώπους στο ξέφωτο: έξω από τις καθεστωτικές χειραγωγήσεις, πάνω από μια φαινομενικά ευδαιμονική πραγματικότητα, ωραιοποιημένη πότε μέσω του εκφοβισμού [: επισείουν το φόβο των κακών Δράκων], πότε μέσω της εξαπάτησης [: άγριος λύκος], πότε μέσω της συγκατάβασης, του εφησυχασμού, της εφήμερης αγαθότητας [: Άργος, Πεντάμορφη]· έξω από κάθε επίσημη, προπαγανδιστική, κομματική ιδεολογία, που αποστεώνει τις ιδέες–καρφιά σε βερμπαλιστικά λεξίδια, σε νεκρά σχήματα υποκρισίας και ψεύδους.
«Οὐ δεῖ ὥσπερ καθεύδοντες ποιεῖν καὶ λέγειν»
(Ηράκλειτος)
Η ποιητική εμβίωση της ελευθερίας λόγου
Οι εποχές που έζησε και έγραψε ο Μ. Αναγνωστάκης χαρακτηρίζονταν, ανάμεσα στα άλλα, από έναν συνεχή πολιτικό και ποιητικό λόγο. Η καλλιέργεια του πολιτικού λόγου, με την έννοια του ευρύτερα στοχαστικού δημόσιου λόγου, δεν ήταν πάντοτε πηγαία, αυθόρμητη, απαλλαγμένη από περιοριστικούς όρους: είτε έπρεπε να επιτρέπεται σε κάποιον να μιλήσει, λόγω επικράτησης διαφόρων μορφών θεσμικής βίας –π.χ. Κατοχή, μετακατοχικό και μετεμφυλιακό νεοελληνικό κράτος, χούντα– είτε έπρεπε να μην συσκοτίζεται η αλήθεια από ψευδείς ιδεολογίες, παραλυτικές για την ελευθερία σκέψης και δράσης· από κοινότοπες αντηχήσεις σαθρών ιδεών ή θεωριών, που ενοχοποιούν και την παραμικρή εγκάρδια εξωτερίκευση των ανθρώπων. Στην πρώτη περίπτωση της θεσμικής βίας, ο ποιητικός λόγος αντιπαρατίθεται με το κράτος και παρακράτος της εξουσίας και εκφράζεται συνήθως με συμβολική γλώσσα. Στη δεύτερη περίπτωση των παραλυτικών, υποκριτικών ιδεολογιών, –εδώ ανήκουν και τα ιδεολογικά ερείπια της καθεστωτικής «αριστεράς»– ο ποιητικός λόγος αποκαλύπτει τα μυθεύματά τους. Ο Μ. Αναγνωστάκης, έχοντας μια τέτοια περίπου εμπειρία της καταστροφής του Λόγου, μάχεται ενάντια στις σκοτεινές μεθοδεύσεις διαχείρισης της μάζας. Εάν ο διανοητής, κατά Νίτσε, είναι καμήλα, μπορεί να γίνει λιοντάρι, στο μέτρο που αντι-μάχεται σθεναρά την εθελοδουλεία της αγελαίας διανόησης. Αλλά και το λιοντάρι-διανοητής, όταν αποκτά επίγνωση της ποιητικής του αποστολής, μετασχηματίζεται σε δημιουργικό, σε ελεύθερο πνεύμα. Ένα τέτοιο πνεύμα ακριβώς είναι ο Μ. Αναγνωστάκης, όπως προκύπτει και από το παρακάτω ποίημά του: αντικρίζει τη μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης, που υπόσχεται ζωή αλλά εμποδίζεται προς τούτο, ως προσωπική του μοίρα. Αυτή-εδώ αναζητεί τον προορισμό της στην αποκαθήλωση του λόγου, που διηγείται μύθους, που σκορπά φρούδες ελπίδες χωρίς αιδώ. Μοίρα – προορισμός (Geschick) του ποιητή: το πέρασμα του ελεύθερου ποιητικού λόγου πάνω από την ανελευθερία του Μαζικού, από τη χειμέρια νάρκη του Αγελαίου.
ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ…
Στὸ παιδί μου δὲν ἄρεσαν ποτὲ τὰ παραμύθια
Καὶ τοῦ μιλούσανε γιὰ Δράκους καὶ γιὰ τὸ πιστὸ
σκυλί
Γιὰ τὰ ταξίδια τῆς Πεντάμορφης καὶ γιὰ τὸν ἄγριο
λύκο
Μὰ στὸ παιδὶ δὲν ἄρεσαν ποτὲ τὰ παραμύθια
Τώρα, τὰ βράδια, κάθομαι καὶ τοῦ μιλῶ
Λέω τὸ σκύλο σκύλο, τὸ λύκο λύκο, τὸ σκοτάδι
σκοτάδι,
Τοῦ δείχνω μὲ τὸ χέρι τοὺς κακούς, τοῦ μαθαίνω
Ὀνόματα σὰν προσευχές, τοῦ τραγουδῶ τοὺς νε-
κρούς μας.
Ἄ, φτάνει πιά! Πρέπει νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια στὰ
παιδιά.
Ερμηνεία – κατανόηση
Ι. Το πιο πάνω ποίημα ανήκει στην τελευταία ποιητική συλλογή του Μ. Αναγνωστάκη: Ο Στόχος. Η συγκεκριμένη συλλογή κυκλοφόρησε στα χρόνια της χούντας (1970) και έχει έντονο το χρώμα της ανασυλλογής τραυματικών εμπειριών από την ιστορία, του αναστοχασμού κοινωνικών και πολιτικών διαψεύσεων, της διάλυσης και των πιο τελευταίων αυταπατών που καλλιεργούσαν ως τότε τα υποτιθέμενα «δημοκρατικά»–«αριστερά», αλλά στην πράξη απολιθωμένα ιδεολογικά-πολιτικά είδωλα: «Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός» μας λέει ο ποιητής στο τελευταίο ποίημα: Επίλογος της εν λόγω συλλογής.
ΙΙ. Ο ποιητικός λόγος εδώ δεν είναι απλώς αντιδικτατορικός, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι ερμηνευτές σχολικού επιπέδου, αλλά διαχρονικά αντι-στασιακός: ορθώνει ενάντια στις φενακισμένες συνειδήσεις μια μελωδία του ποιητικού νου, που δεν επιχειρεί να κολακέψει τις αισθήσεις, αλλά «να πει την αλήθεια στα παιδιά». Πώς νοείται η αλήθεια; Όχι βέβαια με τη σχολική λογική μιας αφηρημένης, άχρονης λέξης, κατά το κενό περιεχομένου λεκτικό σχήμα: αλήθεια – ψεύδος· αλλά ως προσωπικός αγώνας να διασωθεί ο άνθρωπος –εδώ ο νέος άνθρωπος– από την άβυσσο των σκοτεινών καιρών.
ΙΙΙ. Οι σκοτεινοί καιροί συγκεκριμενοποιούνται ως εξής: α) Η χρονική περίοδος που γράφτηκε το ποίημα με όλα τα κακά της: δικτατορία. β) Όλη η προηγηθείσα ιστορική περίοδος, –τραγική ιστορικότητα του ποιητικού ρεαλισμού του ποιητή– με την κρατική βία, τους ιδεολογικούς-πολιτικούς εξορκισμούς, την καλλιέργεια βάναυσων αυταπατών σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, ηθικής, ελευθερίας σκέψης και δράσης. Αυτός ο σκοταδισμός των Παραμυθιών άφηνε και αφήνει έρημες, ανέστιες, ανέτοιμες, αποπροσανατολισμένες, σακατεμένες τις εκάστοτε νέες γενιές, με συνέπεια, όταν ξεσπάει η ιστορική καταιγίδα –δικτατορία, εθνοκτόνες και προδοτικές πολιτικές του χθες και του σήμερα κ.α.– να έχουν πνιγεί μέσα στην έσχατη απογύμνωσή τους.
ΙV. Η αλληγορική σημασία του τίτλου δονεί σύγκορμο το ποίημα: Το «παιδί του» είναι ο άλλος του εαυτός. Αφενός, ως το ποιητικό Εγώ, που δεν συμβιβάζεται με τα παραμύθια· αφετέρου, ως εκείνοι οι άνθρωποι, που διαμεσολαβούν τις αγωνιστικές τους προσδοκίες για ένα φωτεινό αύριο με την ποιητική ιδέα στη ρεαλιστική της πραγμάτωση. Κυρίως πρόκειται για κάθε νέα γενιά που απεχθάνεται το καθιδρυμένο ψεύδος της καθεστηκυίας τάξης και αποκηρύσσει την αφέλεια για αναγέννηση της ζωής με ιδεαλιστικές θαυματουργίες. Η ποιητική ιδέα στη ρεαλιστική της πραγμάτωση είναι οι λέξεις –ως ιδέες, ως έννοιες– που καρφώνονται σαν πρόκες, όπως λέει στο ποίημά του Ποιητική, από την ίδια συλλογή, ο ποιητής.
V. Όπως προκύπτει, ο ποιητής κατανοεί την ποιητική Ιδέα ως την ακατάλυτη οντολογική δύναμη, που μπορεί να οδηγήσει τους ζωντανούς ανθρώπους στο ξέφωτο: έξω από τις καθεστωτικές χειραγωγήσεις, πάνω από μια φαινομενικά ευδαιμονική πραγματικότητα, ωραιοποιημένη πότε μέσω του εκφοβισμού [: επισείουν το φόβο των κακών Δράκων], πότε μέσω της εξαπάτησης [: άγριος λύκος], πότε μέσω της συγκατάβασης, του εφησυχασμού, της εφήμερης αγαθότητας [: Άργος, Πεντάμορφη]· έξω από κάθε επίσημη, προπαγανδιστική, κομματική ιδεολογία, που αποστεώνει τις ιδέες–καρφιά σε βερμπαλιστικά λεξίδια, σε νεκρά σχήματα υποκρισίας και ψεύδους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου