Nicolò Machiavelli: 1469-1527
Πολιτική δημοκρατία και κρατική εξουσία
Η πολιτική σκέψη της νεωτερικής εποχής έχει ως παραδειγματική πηγή έμπνευσης, κατά κανόνα, την αρχαία ελληνική σκέψη γύρω από το Πολιτικό και τη δημοκρατία, καθώς επίσης και την αθηναϊκή δημοκρατία καθ’ όλο το φάσμα της ανάπτυξής της. Η τελευταία αποτέλεσε πράγματι μια γιγάντια ιστορική κατάκτηση για τα πολιτικά ιδεώδη του ανθρώπου: ισότητα των πολιτών, σεβασμός του νόμου και της δικαιοσύνης, ουσιαστική συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων, άμεση καθαίρεση ή και εξοστρακισμός των πολιτικών που εξαπατούσαν το δήμο με απραγματοποίητες υποσχέσεις, ελευθερία κ.α. Ακριβώς επειδή η αθηναϊκή δημοκρατία θεωρήθηκε ως ένα ιδεώδες πολίτευμα, με όλες βέβαια τις μεγάλες παραλείψεις ή στρεβλώσεις, αποτέλεσε για μεγάλους θεωρητικούς της αρχαιότητας, αλλά και της νεωτερικής εποχής διαρκές αντικείμενο κριτικής αναφοράς ή πρόσληψης. Ο Machiavelli, ένας από τους πρώτους θεωρητικούς του νεωτερικού κράτους, γυρίζει πίσω στην αρχαία δημοκρατία για να κοιτάξει μπροστά. Επιχειρεί να διατυπώσει μια θεώρηση του νεωτερικού κράτους, λαμβάνοντας δυναμικά υπόψη την ακμή και την παρακμή της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ανάμεσα στην αρχαία Πολη-Κράτος και το νεωτερικό κράτος υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις και διακρίσεις. Οι τελευταίες άρχισαν να γίνονται ουσιωδώς εμφανείς με τον Machiavelli, αλλά και τον Hobbes.
Στην πρώτη, κυρίαρχο στοιχείο ήταν η φιλοσοφία της δημόσιας αρετής: ο πολίτης αρνούνταν να είναι ιδιώτης, παθητικός υπήκοος του κάθε τυραννίσκου· απεναντίας εννοούσε να δραστηριοποιείται ως ενεργό και συνειδητοποιημένο ον, ως μέλος της κοινότητας, που υλοποιούσε τη διεργασία μιας αποδεκτής από όλους μορφής αυτό-κυβέρνησης: η αρετή του ατόμου αποτελούσε ένα ενιαίο όλο με την αρετή του πολίτη, με την πολιτική αρετή. Πολίτης και πολιτεία συγκροτούσαν τη Μια πολιτική κοινότητα η οποία λογιζόταν το υπαρκτικό Είναι του ανθρώπου εν γένει. Όπως μας λέει στον Περικλέους Επιτάφιο ο Θουκυδίδης, ο ιδιώτης, αυτός που δε συμμετείχε στα κοινά, θεωρούνταν άχρηστος. Το νεωτερικό κράτος, που απασχολεί τον Machiavelli, διακρίνεται για την κάθετη σχέση κυβέρνησης και «λαού»: στα πάνω δώματα οι αξιωματούχοι του καθεστώτος, στα κάτω οι πολίτες, ως κατ’ εξοχήν ιδιώτες: όχι με το νόημα του αρχαίου ιδιώτη ή πολίτη, αλλά με αυτό του αστού· του κατόχου ατομικής ιδιοκτησίας και άκρως ανταγωνιστικού στοιχείου εντός της αστικής-πολιτικής κοινωνίας. Ακριβώς αυτό το στοιχείο, με τις αντίστοιχες αντιθέσεις, αποτελεί την κινητήρια δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας, ενώ το κράτος καλείται να αποτελέσει την πολιτική κοινότητα, την πολιτεία, κατά τον Χέγκελ, που συμφιλιώνει τις εν λόγω αντιθέσεις. Ο Machiavelli, με τα δυο πιο σημαντικά έργα του: Ηγεμόνας και Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου επιχειρεί να θεμελιώσει την αναγκαία, αλλά και πιο ταιριαστή ισορροπία μεταξύ κρατικής εξουσίας και εξουσίας, με την προαναφερθείσα αστική έννοια, του πολίτη.
Στο έργο του Διατριβές πάνω στη δεκάδα του Τίτου Λίβιου, περνώντας μέσα από σχετικές θεωρήσεις του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη περί του Πολιτικού, κατακεραυνώνει κάθε φαντασιακή οντογένεση της σύγχρονης πολιτικής δημοκρατίας και θέτει ρητά ως το μόνο αληθινά νόμιμο αξιολογικό κριτήριο για την πολιτική ισορροπία μεταξύ λαού και εξουσίας το συμφέρον της πατρίδας, την ελεύθερη ζωή της:
«Τούτο πρέπει να το σημειώσει καλά και να το μιμηθεί όποιος πολίτης έρχεται να δώσει συμβουλή στην πατρίδα του: γιατί όπου είναι να παρθεί απόφαση για την ύστατη σωτηρία της πατρίδας, δεν πρέπει να σκέφτεσαι ούτε το δίκαιο ούτε το άδικο, ούτε τον οίκτο ούτε τη σκληρότητα, ούτε το αξιέπαινο ούτε και το άτιμο· μονάχα πρέπει να παραμερίζεις κάθε άλλη σκέψη και ν’ ακολουθείς την απόφαση που θα γλυτώσει τη ζωή της πατρίδας σου και θα σώσει τη λευτεριά της».
Οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα με την αντίστοιχη πολιτική του ηθική, δεν κρίνεται ως προς την αντικειμενική του ισχύ από τα ιδεολογικά, πολιτικά, εξουσιαστικά πλέγματα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, αλλά από την ένταξή του στο οντολογικό σύστημα, που συνάπτεται με τη σωτηρία της πατρίδας. Από εκεί και πέρα, η εναρμόνιση αξιακού και οντολογικού συστήματος εξαρτάται από την ικανότητα, την παιδεία, την ποιότητα γενικώς του πολιτικού υποκειμένου που λέγεται κυβέρνηση και την αντίστοιχη ποιότητα του άλλου κοινωνικού υποκειμένου που λέγεται λαός. Η αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτές τις δυο πτυχές της νεωτερικής υποκειμενικότητας και συναφώς προς την αντικειμενικότητα οδηγεί με ταχύτητα φωτός στο επέκεινα των φαντασιακών οντογενέσεων, των παραπλανητικών ερμηνειών του κόσμου, για να καταστήσει εν τέλει αναγκαία την κατάρρευση της πολιτικής δημοκρατίας. Περίτρανο παράδειγμα, για τον Machiavelli, τέτοιας κατάρρευσης είναι η αθηναϊκή δημοκρατία. Αιτίες της παρακμής της: από τη μια, η αλαζονεία της ανώτερης τάξης και από την άλλη το αντίστοιχο αντίκτυπό της, η ακολασία του λαού. Το συμφέρον της πατρίδας πάει περίπατο: ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με το μισθοφορικό, ελεεινό και τρισάθλιο προσωπικό της τωρινής εξουσίας.
Πολιτική δημοκρατία και κρατική εξουσία
Η πολιτική σκέψη της νεωτερικής εποχής έχει ως παραδειγματική πηγή έμπνευσης, κατά κανόνα, την αρχαία ελληνική σκέψη γύρω από το Πολιτικό και τη δημοκρατία, καθώς επίσης και την αθηναϊκή δημοκρατία καθ’ όλο το φάσμα της ανάπτυξής της. Η τελευταία αποτέλεσε πράγματι μια γιγάντια ιστορική κατάκτηση για τα πολιτικά ιδεώδη του ανθρώπου: ισότητα των πολιτών, σεβασμός του νόμου και της δικαιοσύνης, ουσιαστική συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων, άμεση καθαίρεση ή και εξοστρακισμός των πολιτικών που εξαπατούσαν το δήμο με απραγματοποίητες υποσχέσεις, ελευθερία κ.α. Ακριβώς επειδή η αθηναϊκή δημοκρατία θεωρήθηκε ως ένα ιδεώδες πολίτευμα, με όλες βέβαια τις μεγάλες παραλείψεις ή στρεβλώσεις, αποτέλεσε για μεγάλους θεωρητικούς της αρχαιότητας, αλλά και της νεωτερικής εποχής διαρκές αντικείμενο κριτικής αναφοράς ή πρόσληψης. Ο Machiavelli, ένας από τους πρώτους θεωρητικούς του νεωτερικού κράτους, γυρίζει πίσω στην αρχαία δημοκρατία για να κοιτάξει μπροστά. Επιχειρεί να διατυπώσει μια θεώρηση του νεωτερικού κράτους, λαμβάνοντας δυναμικά υπόψη την ακμή και την παρακμή της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, ανάμεσα στην αρχαία Πολη-Κράτος και το νεωτερικό κράτος υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις και διακρίσεις. Οι τελευταίες άρχισαν να γίνονται ουσιωδώς εμφανείς με τον Machiavelli, αλλά και τον Hobbes.
Στην πρώτη, κυρίαρχο στοιχείο ήταν η φιλοσοφία της δημόσιας αρετής: ο πολίτης αρνούνταν να είναι ιδιώτης, παθητικός υπήκοος του κάθε τυραννίσκου· απεναντίας εννοούσε να δραστηριοποιείται ως ενεργό και συνειδητοποιημένο ον, ως μέλος της κοινότητας, που υλοποιούσε τη διεργασία μιας αποδεκτής από όλους μορφής αυτό-κυβέρνησης: η αρετή του ατόμου αποτελούσε ένα ενιαίο όλο με την αρετή του πολίτη, με την πολιτική αρετή. Πολίτης και πολιτεία συγκροτούσαν τη Μια πολιτική κοινότητα η οποία λογιζόταν το υπαρκτικό Είναι του ανθρώπου εν γένει. Όπως μας λέει στον Περικλέους Επιτάφιο ο Θουκυδίδης, ο ιδιώτης, αυτός που δε συμμετείχε στα κοινά, θεωρούνταν άχρηστος. Το νεωτερικό κράτος, που απασχολεί τον Machiavelli, διακρίνεται για την κάθετη σχέση κυβέρνησης και «λαού»: στα πάνω δώματα οι αξιωματούχοι του καθεστώτος, στα κάτω οι πολίτες, ως κατ’ εξοχήν ιδιώτες: όχι με το νόημα του αρχαίου ιδιώτη ή πολίτη, αλλά με αυτό του αστού· του κατόχου ατομικής ιδιοκτησίας και άκρως ανταγωνιστικού στοιχείου εντός της αστικής-πολιτικής κοινωνίας. Ακριβώς αυτό το στοιχείο, με τις αντίστοιχες αντιθέσεις, αποτελεί την κινητήρια δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας, ενώ το κράτος καλείται να αποτελέσει την πολιτική κοινότητα, την πολιτεία, κατά τον Χέγκελ, που συμφιλιώνει τις εν λόγω αντιθέσεις. Ο Machiavelli, με τα δυο πιο σημαντικά έργα του: Ηγεμόνας και Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου επιχειρεί να θεμελιώσει την αναγκαία, αλλά και πιο ταιριαστή ισορροπία μεταξύ κρατικής εξουσίας και εξουσίας, με την προαναφερθείσα αστική έννοια, του πολίτη.
Στο έργο του Διατριβές πάνω στη δεκάδα του Τίτου Λίβιου, περνώντας μέσα από σχετικές θεωρήσεις του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη περί του Πολιτικού, κατακεραυνώνει κάθε φαντασιακή οντογένεση της σύγχρονης πολιτικής δημοκρατίας και θέτει ρητά ως το μόνο αληθινά νόμιμο αξιολογικό κριτήριο για την πολιτική ισορροπία μεταξύ λαού και εξουσίας το συμφέρον της πατρίδας, την ελεύθερη ζωή της:
«Τούτο πρέπει να το σημειώσει καλά και να το μιμηθεί όποιος πολίτης έρχεται να δώσει συμβουλή στην πατρίδα του: γιατί όπου είναι να παρθεί απόφαση για την ύστατη σωτηρία της πατρίδας, δεν πρέπει να σκέφτεσαι ούτε το δίκαιο ούτε το άδικο, ούτε τον οίκτο ούτε τη σκληρότητα, ούτε το αξιέπαινο ούτε και το άτιμο· μονάχα πρέπει να παραμερίζεις κάθε άλλη σκέψη και ν’ ακολουθείς την απόφαση που θα γλυτώσει τη ζωή της πατρίδας σου και θα σώσει τη λευτεριά της».
Οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα με την αντίστοιχη πολιτική του ηθική, δεν κρίνεται ως προς την αντικειμενική του ισχύ από τα ιδεολογικά, πολιτικά, εξουσιαστικά πλέγματα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων, αλλά από την ένταξή του στο οντολογικό σύστημα, που συνάπτεται με τη σωτηρία της πατρίδας. Από εκεί και πέρα, η εναρμόνιση αξιακού και οντολογικού συστήματος εξαρτάται από την ικανότητα, την παιδεία, την ποιότητα γενικώς του πολιτικού υποκειμένου που λέγεται κυβέρνηση και την αντίστοιχη ποιότητα του άλλου κοινωνικού υποκειμένου που λέγεται λαός. Η αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτές τις δυο πτυχές της νεωτερικής υποκειμενικότητας και συναφώς προς την αντικειμενικότητα οδηγεί με ταχύτητα φωτός στο επέκεινα των φαντασιακών οντογενέσεων, των παραπλανητικών ερμηνειών του κόσμου, για να καταστήσει εν τέλει αναγκαία την κατάρρευση της πολιτικής δημοκρατίας. Περίτρανο παράδειγμα, για τον Machiavelli, τέτοιας κατάρρευσης είναι η αθηναϊκή δημοκρατία. Αιτίες της παρακμής της: από τη μια, η αλαζονεία της ανώτερης τάξης και από την άλλη το αντίστοιχο αντίκτυπό της, η ακολασία του λαού. Το συμφέρον της πατρίδας πάει περίπατο: ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με το μισθοφορικό, ελεεινό και τρισάθλιο προσωπικό της τωρινής εξουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου