ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
H μάχη του Βερολίνου που διεξήχθη μεταξύ του εναπομείναντος Γερμανικού στρατού και των Σοβιετικών ήταν αναμφίβολα μία από τις πιο αιματηρές ολόκληρου του πολέμου. Εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι κάτοικοι της Γερμανικής πρωτεύουσας βρέθηκαν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στα πυρά των επιτιθέμενων και των αμυνόμενων, νιώθοντας ταυτόχρονα στο "πετσί" τους την αγριότητα που επέδειξαν οι νικητές Σοβιετικοί μετά την κατάληψη της πόλης. Η ήττα της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ εγκαινίασε τη μεγάλη Γερμανική υποχώρηση από τα κατεχόμενα εδάφη στη Σοβιετική Ένωση και την υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη. Όσο πλησίαζαν τα παλιά σύνορα του Ράιχ (ανατολική Πρωσία), τόσο περισσότερο οι Γερμανοί πολεμούσαν με τη μανία του απελπισμένου. Στην Εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα, η οποία είχε διδάξει τον Γερμανό στρατιώτη να περιφρονεί τους Σλάβους ως «κατώτερα όντα» και να πιστεύει στην ανωτερότητα της Αρίας φυλής, προστέθηκε τώρα ο φόβος για τις «ορδές των Μπολσεβίκων», οι οποίες απειλούσαν να κατακλύσουν τα Γερμανικά εδάφη...
Εκτός από την πίστη στον Φύρερ, (που πολλοί στρατιώτες της Βέρμαχτ είχαν ήδη χάσει), η σωτηρία της Γερμανικής πατρίδας αποκτούσε πια ύψιστη σημασία. Η απόπειρα κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944 θα συσπείρωνε τον λαό γύρω από τον αρχηγό και το καθεστώς του - για τελευταία, όμως, φορά. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο Κόκκινος Στρατός θα βρισκόταν στην καρδιά της Αυτοκρατορίας. Στο Βερολίνο, την άλλοτε «πρωτεύουσα» της ηπείρου, θα έπεφτε η αυλαία του μεγαλύτερου δράματος που είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα. Στις αρχές του 1945, η Ρουμανία και η Βουλγαρία είχαν υποχρεωθεί να παραδοθούν στους Σοβιετικούς και να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
O Κόκκινος Στρατός, μετά την απραξία του κατά την εξέγερση της Βαρσοβίας, κατέλαβε την πόλη τον Ιανουάριο και άρχισε την προώθησή του προς τα δυτικά, καλύπτοντας καθημερινά 30 με 40 χιλιόμετρα. Κατέλαβε τα κράτη της Bαλτικής, την Ανατολική Πρωσία, το Ντάντσιχ και το Πόζναν και τελικά αναπτύχθηκε σε μια γραμμή κατά μήκος του ποταμού Όντερ, 60 χιλιόμετρα ανατολικά του Βερολίνου. Mία αντεπίθεση από την Oμάδα Στρατιών Βιστούλα, υπό τη διοίκηση του Χίμλερ, απέτυχε και οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την Πομερανία εκκαθαρίζοντας την ανατολική όχθη του ποταμού Όντερ.
Στο Νότο, τρεις προσπάθειες των Γερμανών να ανακουφίσουν την περικυκλωμένη Βουδαπέστη απέτυχαν και η πόλη υπέκυψε στους Σοβιετικούς στις 13 Φεβρουαρίου. Ακολούθησε η Βιέννη που καταλήφθηκε στις 13 Μαρτίου. Ήταν πλέον σαφές ότι η ήττα της Γερμανίας ήταν ζήτημα μερικών εβδομάδων. H Βέρμαχτ διέθετε το 1/12 περίπου των καυσίμων που απαιτούνταν για να κινήσει τις δυνάμεις της ικανοποιητικά και η παραγωγή αεροσκαφών και αρμάτων είχε περικοπεί δραστικά. H τελική μάχη θα ήταν η σκληρότερη από όλες τις μάχες του πολέμου.
Σ' αυτό συνηγορούσαν η εθνική υπερηφάνεια των Γερμανών, η επιμονή των Συμμάχων στην άνευ όρων παράδοση του εχθρού και η επιθυμία να δοθεί χρόνος στους πρόσφυγες να διαφύγουν προς δυσμάς στις Αμερικανικές γραμμές, μπροστά στη σαρωτική επέλαση του Κόκκινου Στρατού.
Η ΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Το φθινόπωρο του 1944 οι Σοβιετικοί «απελευθέρωσαν» τη Βαρσοβία. Στη δυτική Ευρώπη, οι Σύμμαχοι προσέγγιζαν και αυτοί τα σύνορα του Ράιχ. Οι Εθνικοσοσιαλιστικές αρχές κατέγραφαν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Η Ναζιστική προπαγάνδα επένδυε στον «Μπολσεβικικό κίνδυνο». Ο Γκέμπελς σε ομιλίες και άρθρα του υπογράμμιζε ότι αν οι Γερμανοί δεν αντιστέκονταν, ο Κόκκινος Στρατός θα εξόντωνε τους ηλικιωμένους άνδρες και τα παιδιά, θα σκλάβωνε τις γυναίκες και τους υπόλοιπους θα τους έστελνε στη Σιβηρία. Οταν η προπαγάνδα δεν έπειθε, και οι περιπτώσεις αυτές δεν ήταν λίγες, είχε σειρά η τρομοκρατία.
Σε αυτήν την τελευταία φάση της τρομοκρατίας εκτελέστηκαν τουλάχιστον 10.000 Γερμανοί με συνοπτικές διαδικασίες. Συνήθως επρόκειτο για «υπόπτους» που απειλούσαν το καθεστώς εκ των έσω. Πολλοί από αυτούς ήταν κρατούμενοι σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καθώς πλησίαζε το τέλος, η εκδικητική μανία του Χίτλερ και άλλων επιφανών αξιωματούχων του Ράιχ στράφηκε κατά των εσωτερικών τους αντιπάλων - υποτιθέμενων ή πραγματικών. Έχοντας στο μυαλό τους την «προδοσία του 1918» θέλησαν να εξοντώσουν κάθε πιθανό εχθρό, κανένας τους δεν έπρεπε να επιζήσει μεταπολεμικά. Σε αυτούς συγκαταλέγονταν και όσοι είχαν συμμετάσχει στη στρατιωτική συνωμοσία της 20ής Ιουλίου (είτε στρατιωτικοί είτε ιδιώτες).
Στα θύματα ανήκε επίσης ο πρώην αρχηγός των κομμουνιστών Ερνστ Τάλμαν (Ernst ThŠlmann), ο οποίος ήταν φυλακισμένος ήδη από το 1933. Με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ έκλεινε παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς. Το ίδιο διάστημα ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε απειλητικά την ανατολική Πρωσία. Στις 23 Ιανουαρίου 1945 βρισκόταν σε Γερμανικό έδαφος. Στα δυτικά, Αμερικανοί, Καναδοί, Βρετανοί στρατιώτες και μονάδες των «Ελεύθερων Γάλλων» πραγματοποιούσαν την εξόρμησή τους στην περιοχή του Ρήνου. Οι Αμερικανοί συνέχισαν την προέλασή τους προς τη Σαξονία και το Μόναχο, οι Καναδοί προς την Ολλανδία και οι Βρετανοί κατευθύνθηκαν προς τη Βρέμη και το Αμβούργο.
Στις 3 Απριλίου 1945 οι Σοβιετικοί εισήλθαν στη Βιέννη. Ύστερα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των Συμμάχων, αποφασίστηκε να καταληφθεί το Βερολίνο από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι διέθεταν τρομακτική υπεροχή σε τεθωρακισμένα, πυροβολικό και άνδρες, καθώς και την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα. Στα μέσα Απριλίου, περίπου 2,5 εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν την τελική επίθεση στην πρωτεύουσα του Χίτλερ. Υποστηρίζονταν από 41.600 πυροβόλα και βαρείς όλμους, 6.250 τεθωρακισμένα και τέσσερις αεροπορικές στρατιές.
Η ΚΑΤΑΣΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ
Το κύμα τον προσφύγων της περιοχής της Σιλεσία πλημμυρίζει τη Δρέσδη. Οι πρώτες αμαξοστοιχίες με προέλευση το Τρέμπνιτζ και τις γειτονικές κωμοπόλεις έφθασαν στις 26 Ιανουαρίου. Τα γυναικεία βοηθητικά μέλη του «Αρμπαϊτσντίνστ» βοήθησαν τους γέρους και τους αναπήρους, μοίρασαν ζεστή τροφή, βρήκαν καταλύματα. Το κύμα ογκώθηκε κι έγινε δραματικό τις επόμενες μέρες. Παρ' όλη τη χαμηλή θερμοκρασία υπήρχαν αμαξοστοιχίες με ανοικτά βαγόνια, των οποίων οι επιβάτες είχαν ταξιδέψει όρθιοι σε μια συμπαγή μάζα. Αμάξια, έλκηθρα, πεζοί έφθαναν. Από τους 4.700.000 κατoίκoυς της Σιλεσία υπολογίζεται ότι 3 εκατομμύρια μπόρεσαν να διαφύγουν από τους Ρώσους και τις αγριότητές τους.
Στις 13 Φεβρουαρίου το βράδυ έχουν φθάσει στο μισό περίπου εκατομμύριο αυτοί που βρίσκονται στη Δρέσδη έχοντας πλημμυρίσει τους σταθμούς εμποδίζουν την κίνηση, κατασκηνώνουν στα πάρκα, στις όχθες του Έλβα, γύρω στο Ζβίνγκερ, στη Χοφκίρχε, γύρω σ’ όλα τα αριστουργήματα του μπαρόκ που κάνουν την παλιά πρωτεύουσα των Σαξόνων βασιλέων μια ασύγκριτη μαρτυρία του 18ου αιώνα. Αισθάνονται ότι σώθηκαν. Η πόλη της Δρέσδης είχε υποστεί δυο βομβαρδισμούς, τον ένα στις 7 Οκτωβρίου 1944 και τον άλλο στις 16 Ιανουαρίου 1945. Οι επιθέσεις αυτές είχαν στόχο τους μόνο τις συνοικίες, όπου δούλευαν τα εργοστάσια οπτικών ειδών και μερικές άλλες βιομηχανίες.
Η ίδια η Δρέσδη δεν έπαθε ούτε μια αμυχή. Λέγεται ανάμεσα στους κατοίκους της, πως η ομορφιά της αποτέλεσε το αντικείμενο μιας συμφωνίας, αν οι Σύμμαχοι σεβαστούν τη Δρέσδη, η Luftwaffe δεν θα βομβαρδίσει την Οξφόρδη. Η νύχτα της 13ης προς την 14η Φεβρουαρίου είναι φωτεινή και ήρεμη. Παρ’ όλη την τραγωδία των προσφύγων και την προσέγγιση των Ρώσων τα παιδιά της Δρέσδης γιόρτασαν την παραμονή της Σαρακοστής. Μια επίσημη παράσταση δίνεται στο τσίρκο Σαρασίνι. Στις 10 η ώρα η RAF προσφέρει το φωτισμό: τα χριστουγεννιάτικα δέντρα των μεγάλων φωτοβολίδων βγάζουν απότομα από το σκοτάδι τα μνημεία και τα μπερδεμένα δρομάκια της παλαιάς πόλης.
Ούτε οι κάτοικοι της Δρέσδης, ούτε οι φυγάδες της Σιλεσίας, έχουν δει ως τότε αυτό το θέαμα και πολλοί δεν καταλαβαίνουν τη σημασία του. Λίγα λεπτά πριν το ραδιόφωνο είχε αναγγείλει ότι ένας σημαντικός αριθμός βομβαρδιστικών πλησίαζε στη Δρέσδη και είχε δώσει εντολή να κατέβουν όλοι στα καταφύγια. Στο τσίρκο Σαρασίνι η αναγγελία έγινε από τους κλόουν, που τη συνόδευσαν με μερικά αστεία νούμερα. Τα παιδιά και οι μεγάλοι γέλασαν. Κάτω από τα φτερά τους οι πιλότοι και οι βομβαρδιστές των 245 Λάνκαστερ της RAF βλέπουν μια πόλη γαλήνια, με τους επιβλητικούς αρχιτεκτονικούς όγκους της και τις κομψές γέφυρές της πάνω από τον Έλβα.
Ούτε μια βολή αντιαεροπορικού δεν τους εμποδίζει στη δουλειά τους. Οι πρώτες βόμβες τους πέφτουν στις 10:15. Είναι μεγάλα βλήματα των 4.000 λιμπρών που η έκρηξη και η ανάφλεξή τους έχει σκοπό κυρίως να σπάσει τα τζάμια για να απλωθεί ταχύτερα η πυρκαγιά και να διαδοθεί με μεγαλύτερη μανία. Οι Σύμμαχοι έκαψαν το Αμβούργο τη νύκτα της 25ης προς την 26η Ιουλίου 1943. Η εκτέλεση της Δρέσδης είναι ακόμα πιο αμείλικτη. Το πρώτο κύμα ακολούθησε στη 01:30 ένα δεύτερο κύμα δυο φορές πολυαριθμότερο, 529 Λάνκαστερ, έπειτα το μεσημέρι 450 ιπτάμενα φρούρια της Αμερικανικής αεροπορίας. Στόχος των 650.000 εμπρηστικών βομβών είναι το κέντρο της πόλης.
Ακριβώς ένα τρίγωνο που καλύπτει το σύνολο της ιστορικής συνοικίας, δρόμοι παλιοί και παλιά σπίτια με ξύλινα δοκάρια. Το δεύτερο κύμα φθάνει πάνω από μια πόλη που καίγεται από τη μια ως την άλλη άκρη με τέτοια ένταση που, όπως διηγείται ένας από τους πιλότους των αεροπλάνων, ''Μπόρεσα να συντάξω την αναφορά μου με τη λάμψη που γέμιζε το εσωτερικό του αεροπλάνου''. Δώδεκα ώρες αργότερα τα ιπτάμενα φρούρια ενεργούν το βομβαρδισμό τους στα τυφλά, μέσα σε μια στήλη καπνού ύψους 5.000 m Αυτός ο βομβαρδισμός της Δρέσδης είναι ένα από τα πιο ωμά επεισόδια ενός πολέμου που προκάλεσε τόσες ωμότητες.
Η πυρκαγιά παίρνει τη μορφή πύρινου κυκλώνα, δυναμώνει μόνη της με τη βαρομετρική ύφεση ως τη στιγμή που ο ουρανός, πιο φιλεύσπλαχνος από τους ανθρώπους, αδειάζει καταρράκτες βροχής που σταματούν τις φλόγες. Κανένας αγώνας και καμιά φυγή δεν είναι δυνατή. Αυτοί που μένουν μέσα στα καταφύγια παθαίνουν ασφυξία. Αυτοί που βγαίνουν χάνονται μέσα στη θάλασσα των φλογών. Στο Άλτμαρκτ ένα πλήθος καίγεται ομαδικά σαν δάσος. Εκατοντάδες άτομα πνίγονται στον Έλβα, για να γλιτώσουν από το μαρτύριο της φωτιάς. Ο Χαουπτμπάνχοφ γλίτωσε από την πρώτη επιδρομή, οι χιλιάδες πρόσφυγες που στεγάζει, πιστεύουν, πως βρίσκονται εκτός κινδύνου, έρχεται όμως η δεύτερη επιδρομή χωρίς προειδοποίηση και επιφέρει μιαν ανείπωτη εκατόμβη.
Οι πυροσβέστες της Δρέσδης καταβροχθίσθηκαν από την πυρκαγιά, κι αυτοί που σπεύδουν από τις γειτονικές πόλεις να βοηθήσουν πολυβολούνται από τα Μάστανγκ που συνοδεύουν τα ιπτάμενα φρούρια της τρίτης επιδρομής. Η πυρκαγιά παρατείνεται τέσσερις ημέρες, απλώνεται σε 20 km2 και γεμίζει την κοιλάδα του Έλβα με απανθρακωμένα ερείπια. Η περισυλλογή των πτωμάτων είναι εφιαλτική. Συγκεντρώνουν 20.000 βέρες μέσα σε δοχεία. Πέντε πυρές επικήδειες θα υψωθούν στο Άλτμαρκτ και θα ταφούν με το φτυάρι σωροί ανθρώπινης στάχτης ύψους 2 m.
Ο αριθμός των θυμάτων που είναι αδύνατο να καθορισθεί με ακρίβεια, είναι γύρω στις 135.000 και κάνει τον βομβαρδισμό της Δρέσδης τον φονικότερο βομβαρδισμό του πολέμου, ξεπερνώντας και τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα. Όσο κι αν είναι βυθισμένος στη φρίκη ο κόσμος νιώθει ένα ξάφνιασμα. Στη βουλή των Κοινοτήτων ο υπουργός της Αεροπορίας Sir A. Σίνγκλαιρ υποχρεώνεται να απαντήσει σε δριμύτατες ερωτήσεις. Η RAF διογκώνει τη βιομηχανική σημασία της Δρέσδης για να δικαιολογηθεί, κανείς όμως δεν τολμά να πει την αλήθεια, ότι δηλαδή ο βομβαρδισμός είχε ζητηθεί από τους Ρώσους, για να αποδιοργανωθούν τα Γερμανικά μετόπισθεν μπροστά στο μέτωπό τους στη Σιλεσίας.
Από την πλευρά αυτή η αποτυχία είναι πλήρης: ο μεγάλος σιδηροδρομικός κόμβος του Φρήντριχστατ, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης, είναι σχεδόν ανέπαφος και οι αμαξοστοιχίες ξαναρχίζουν να κυκλοφορούν από τις 15 Φεβρουαρίου. Αντίθετα, ακόμα και μέχρι σήμερα η καταστροφή της Δρέσδης εξακολουθεί να παρέχει στους Ρώσους και Γερμανούς κομμουνιστές στοιχεία για ένα κατηγορητήριο εναντίον των Δυτικών.
Η ΓΕΦΥΡΑ ΡΕΜΑΓΚΕΝ ΣΤΟ ΡΗΝΟ
Από τις 8 Φεβρουαρίου η 1η Καναδική στρατιά του στρατηγού Κρέραρ επιτίθεται εναντίον της Γερμανο-Ολλανδικής μεθορίου. Είχε φθάσει στον αριθμό των 13 μεραρχιών με την προσθήκη 9 Αγγλικών, Σκωτικών και Ουαλικών μεραρχιών. Αντικειμενικός της στόχος είναι ο ρους του ποταμού Ρήνου μεταξύ Νιμέγκ και Μερς. Στο δεξιό της η 2η Βρετανική στρατιά παραμένει για την ώρα αμετακίνητη πίσω από τον Meuse από τον Μουκ ως το σημείο της συμβολής του Ρόερ και του Ρήνου. Της επίθεσης προηγήθηκε ανταλλαγή ζωηρών και μάλιστα πικρών απόψεων μεταξύ των αρχηγών του Αγγλικού και του Αμερικάνικου επιτελείου.
Ο Αϊζενχάουερ είχε ξανά συγκατατεθεί να καταβληθεί η κύρια προσπάθεια στο βόρειο τμήμα του μετώπου και το μέγιστο όριο δυνάμεων που επέτρεπαν οι αριθμητικές δυνατότητες της περιοχής, περίπου 85 μεραρχίες, να δοθούν στον Μπέρναρντ Λο Μοντγκόμερυ. Παρ' όλα αυτά οι Αμερικανοί αρχηγοί του επιτελείου επέμειναν να γίνει δεκτή και η αρχή μιας άλλης προώθησης -προώθησης Πάττον- που όφειλε να γίνει από τη μια και από την άλλη πλευρά του Μοζέλλα ποταμού, για να πραγματοποιήσουν τη διάβαση του Ρήνου μεταξύ Κόμπλεντς και Βορμς και να ξεχυθούν στην κοιλάδα του Μάιν. Η συμμαχική στρατηγική εξακολουθεί να έλκεται προς αντίθετες κατευθύνσεις και οι αποφάσεις της είναι λύσεις συμβιβαστικές.
Οι Άγγλοι είναι μισοευχαριστημένοι και οι Αμερικανικότατοι στρατηγοί Μπράντλεϊ και Πάττον δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους. Ο αντίπαλος τον οποίο έχει μπροστά της η Καναδική στρατιά είναι η 1η Γερμανική στρατιά αλεξιπτωτιστών, η οποία μαζί με μια αδύνατη 25η στρατιά που κατέχει το βόρειο τμήμα της Ολλανδίας, αποτελεί την ομάδα Η, της οποίας τη διοίκηση μόλις είχε αναλάβει ο Μπλάσκοβιτς που είχε μετατεθεί από την Αλσατία - Lorraine. Η στρατιά αυτή επανδρώνει τη γραμμή Ζίγκφριντ, καθώς και μια θέση φραγμάτων κοντά στον Ρήνο. Οι Γερμανοί στρατηγοί υποστηρίζουν, πως αυτές οι αμυντικές οχυρώσεις ήταν απατηλές. Δεν ήταν ένα τείχος, γράφει ο διοικητής σώματος στρατού Σλεμ, ήταν μια χίμαιρα.
Ο Χίτλερ, λέει ο διοικητής της στρατιάς Στράουμπε, ήταν ο μόνος που μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του οχυρώσεις από μπετόν σε βάθος και στέρεες, πίσω από τις οποίες το Ράιχ θα βρισκόταν σε ασφάλεια. Οι διαταγές που υπαγόρευσε προσωπικά ο Χίτλερ όριζαν να προασπιστεί με τη μεγαλύτερη λύσσα η αριστερή όχθη του Ρήνου. Οι γέφυρες θα πρέπει να τεθούν υπό αυστηρή επιτήρηση. Κανένας στρατιώτης, κανένα όχημα, κανένα όπλο δεν θα επιτραπεί να περάσει στη δεξιά όχθη, χωρίς διαταγή υπογεγραμμένη από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου του στρατού. Θα στέλνουν πίσω ακόμα και άρματα εκτός μάχης και νοσοκομειακά αυτοκίνητα γεμάτα τραυματίες.
Ενώ όμως οι οχυρωμένες θέσεις είναι στοιχειώδεις, η ψυχή των Γερμανών στρατιωτών που πολεμούν στις παρυφές της πατρίδας, έχει μείνει ακλόνητη και γενναία. Έπειτα από το ταχύ ξεκίνημα της Αγγλο-Καναδικής επίθεσης, ακολουθεί μια πεισματώδης μάχη. Η λάσπη και οι πλημμύρες καλύπτουν την πεδινή περιοχή. Μεταξύ Νιμέγκ και Έμμεριχ, ο Ρήνος έχει πλάτος 15 km, με διάφορους οικισμούς που ξεπροβάλλουν σαν νησιά μέσα από το λασπώδες ρεύμα του. Οι εφοδιοπομπές κινούνται επάνω σε δρόμους σκεπασμένους με δυο πόδια νερό.
Η 9η Αμερικανική στρατιά οφείλει να μετάσχει στην επίθεση, να φθάσει στον Ρήνο και, αφού συνενωθεί με τους Καναδούς, να κυκλώσει την 1η στρατιά αλεξιπτωτιστών. Μια από τις προϋποθέσεις της επιτυχίας είναι να μην ανατιναχθούν τα αναχώματα του Ρόερ. Αυτά τα αναχώματα έχουν ολόκληρη ιστορία. Από έλλειψη εκτιμήσεως της σημασίας τους η Αμερικανική διοίκηση είχε αδιαφορήσει για την κατάληψή τους τον Οκτώβριο, έπειτα η καθυστερημένη δράση που είχε αναληφθεί εναντίον τους σταμάτησε από τη Γερμανική επίθεση στις Αρδένες. Η RAF είχε επιχειρήσει να τα τορπιλίσει, για να ξεχυθούν οι όγκοι νερού τους οποίους συγκρατούν, και να πνίξουν τους Γερμανούς που είχαν αγκιστρωθεί στην κοιλάδα του Ρόερ.
Αλλά τα αναχώματα είναι φράγματα από χώμα με πυρήνα από μπετόν και αντέχουν σ’ όλες τις απόπειρες. Το θέμα τώρα είναι να καταληφθούν ανέπαφα, πριν 9η στρατιά αρχίσει να περνά τον Ρόερ. Στην αντίθετη περίπτωση μια απότομη πλημμυρίδα μπορεί να την αποκόψει από τα μετόπισθέν της και να της προκαλέσει ανυπολόγιστες απώλειες. Το έργο αυτό ανατίθεται στην 1η στρατιά. Το 5ο σώμα του στρατηγού Τζέροου είχε εξαπολύσει επίθεση από τις 5 Φεβρουαρίου, ώρα 3το πρωί. Το έδαφος, ανώμαλο, πυκνά δασωμένο, στρωμένο με ναρκοπέδια, είναι εξαιρετικά δύσβατο. Έξι από τα επτά αναχώματα καταλαμβάνονται. Μένει το έβδομο και κυριότερο, το Σβαμενάουελ, ένα έργο επιβλητικό ανάμεσα σε δυο απόκρημνα σημεία της όχθης.
Η 78η μεραρχία Αμερικάνικου πεζικού κυριεύει μέσα σε δυο μέρες το γειτονικό χωριό Σμιτ, κάνει τον γύρο της λίμνης του φράγματος και προελαύνοντας μέσα σε άγρια φαράγγια καταλαμβάνει το σταθμό ελέγχου των υδάτων. Είναι πάρα πολύ αργά πια. Οι Γερμανοί μόλις είχαν ανατινάξει με δυναμίτιδα τον υδατοφράκτη. Ένα λασπώδες κύμα διογκώνει τον Ρόερ μπροστά στις 11, έτοιμες για επίθεση, μεραρχίες του στρατηγού Ουίλιαμ Σίμψον. Αναγκαστικά πρέπει να περιμένουν να κατεβούν τα νερά του ποταμού. Καναδοί και Βρετανοί συνεχίζουν μόνοι τους την επίθεση που εκτυλίσσεται μεθοδικά, έντονα και δύσκολα. Η πόλη Κλεβ και το δάσος του Μόυλαντ αποσπώνται από τον εχθρό μεταξύ 18 και 21 Φεβρουαρίου.
Οι Γερμανοί δεν αγκιστρώνονται πια παρά μόνο σε δυο δασωμένα υψώματα, το Χόχβαλντ και το Μπαλμπέργκερβαλντ που βρίσκονται σε απόσταση 10 km περίπου από τον Ρήνο. Ο Rundstedt ζητά την έγκριση να μεταφέρει το μικρό τμήμα που απομένει από την 1η στρατιά αλεξιπτωτιστών στην δεξιά όχθη, αλλά προσκρούει στο πείσμα του Χίτλερ. Κάθε σπιθαμή εδάφους του Ράινλαντ θα προασπιστεί ως την τελευταία ρανίδα αίματος. Ενώ διεξάγονται οι μάχες αυτές, το παλιρροιακό ρεύμα του Ρόερ υποχωρεί. Στις 23 Φεβρουαρίου η 9η στρατιά διαβαίνει τον ποταμό, ακόμα πλατύ και γρήγορο, κάτω από μια καταπληκτική αεροπορική ομπρέλα.
Τα ερείπια του Λίννιχ και του Γίλιχ κυριεύονται με φλογοβόλα. Για να αναχαιτίσει την Αμερικανική προέλαση ο Γερμανός διοικητής, αποσύρει την θωρακισμένη μεραρχία Λερ και την 10η μεραρχία αρμάτων από τις δυνάμεις που συγκρατούσαν τους Καναδούς. Αυτή η αποχώρηση έχει ως επακόλουθο την κατάρρευση των Γερμανικών γραμμών. Το Χόχβαλντ και το Μπαλμπέργκερβαλντ πέφτουν στις 4 Μαρτίου και τα υπολείμματα τεσσάρων σωμάτων στρατού συμπιέζονται σ’ ένα μικροσκοπικό προγεφύρωμα, γύρω στο Ξάντεν. Ο Χίτλερ επιμένει να τους αρνείται την άδεια να περάσουν στη δεξιά όχθη του Ρήνου.
Στον τομέα της 9ης Αμερικανικής στρατιάς το 16ο σώμα προελαύνει γρήγορα προς το Βέζελ. Το 13ο σώμα καταλαμβάνει το Κρέφελντ. Το 19ο σώμα καταλαμβάνει το Μενχενγκλάντμπαχ και φθάνει στον Ρήνο στο Νους, μπροστά στο Düsseldorf. Οι Γερμανικοί θύλακες της αριστερής όχθης εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο, είτε γιατί παραδίδονται οι αμυνόμενοι, είτε γιατί παραβαίνουν την ανωτάτη διαταγή και καταφεύγουν στη δεξιά όχθη. Όλες όμως οι γέφυρες ανατινάζονται πίσω τους. Στη 12η ομάδα στρατιών ο Χότζες έμεινε σχετικά αδρανής το μεγαλύτερο μέρος του Φεβρουαρίου.
Ο Πάττον που η 3η στρατιά του κρατά ένα πολύ εκτεταμένο μέτωπο από το Σνέε Άιφελ στο Σαρρεμπρούκ έκανε αντίθετα αδιάκοπες επιθέσεις. Ο Μπράντλεϊ, αφηγείται, ''Με ρώτησε πότε θα ακολουθήσω αμυντική τακτική. Του απήντησα πως είμαι ο αρχαιότερος και εμπειρότερος στρατηγός του Αμερικανικού στρατού στην Ευρώπη και ότι, αν ήθελαν να μου επιβάλουν αμυντική τακτική, θα ζητούσα να με αντικαταστήσουν στη διοίκηση της στρατιάς μου''. Γράφει επίσης ότι η 3η στρατιά είναι η μόνη που κάνει κάτι και που δεν περιορίζεται στις κριτικές εναντίον του SHAEF που ενέκρινε την επίθεση του Μοντγκόμερυ. Παρ’ όλα αυτά οι καρποί των καθημερινών μαχών του είναι μέτριοι.
Η 3η στρατιά εξακολουθεί να είναι κλεισμένη στα δάση του Άιφελ ανάμεσα σε δυο μικρά ποτάμια που είχαν διογκωθεί από την τήξη των χιονιών, τον Πρυμ και τον Κυλλ. Η Τρεβ, κλειδί της κοιλάδας του Μοζάλλα, εξακολουθεί να κατέχεται από την 7η Γερμανική στρατιά. Η πραγματική επίθεση της 12ης ομάδας στρατιών εξαπολύεται στις 23 Φεβρουαρίου από τον Χότζες προς την κατεύθυνση της Κολωνίας. Το 7ο σώμα, με διοικητή τον Λώτον Κόλλινς, διαβαίνει τον Ρόερ ταυτόχρονα με την 9η στρατιά και καταλαμβάνει το Ντύρεν, ασύλληπτα καταστραμμένο. Η επίθεση επεκτείνεται τις επόμενες ημέρες με το 3ο και 5ο σώμα στρατού.
Την 1η Μαρτίου η 3η θωρακισμένη μεραρχία διαβαίνει τον Ερφτ, τελευταίο φυσικό εμπόδιο πριν από την Κολωνία. Στις 4 η 4η θωρακισμένη μεραρχία και η 104η μεραρχία πεζικού διεισδύουν στην πόλη και την επομένη διασπούν την αμυντική γραμμή που είχε οργανωθεί στα Ρινγκς ή εξωτερικές λεωφόρους. Στις 7 οι τελευταίοι αμυνόμενοι σηκώνουν ψηλά τα χέρια μπροστά στο μαυρισμένο από την πυρκαγιά καθεδρικό ναό. Στα νότια της Κολωνίας τα δύο αλλά σώματα στρατού της 1 ης στρατιάς φθάνουν στο Rhein στην περιοχή της Βόννης. Η αριστερή πτέρυγα της 3ης στρατιάς προελαύνοντας στα βόρεια του Μοζάλλα φθάνει επίσης στον ποταμό, στο Νώυβιντ και το Άντερναχ.
Η Τρεβ πέφτει στις 3 Μαρτίου. Το Κόμπλεντς στη γωνία του Μοζάλλα και του Ρήνου ανθίσταται. Οι Γερμανοί διατηρούν δυτικά του Ρήνου μια μεγάλη περιοχή που περικλείει όλο το Παλατινάτο, το μεγαλύτερο μέρος του Σάαρ, ένα κομμάτι της Lorraine με το Μπιτς και το βόρειο τμήμα της Αλσατίας ως τον Μόντερ, στις πύλες του Στρασβούργου. Ο Αϊζενχάουερ σχεδιάζει να ολοκληρώσει την κατάληψη της αριστερής όχθης, έπειτα, όταν θα έχει πέσει η στάθμη των νερών να οργανώσει τον Μάιο μια επίθεση για τη διάβαση του Ρήνου.
Μεταξύ Κολωνίας και Κόμπλεντς επικρατεί πλήρης σύγχυση. Γερμανικές φάλαγγες πεζών, ιπποκίνητων οχημάτων και αυτοκινήτων μπερδεύονται με τις εμπροσθοφυλακές των Αμερικανικών θωρακισμένων. Ασύνδετες μάχες συνάπτονται. Γερμανοί στρατιώτες παραδίδονται ομαδικά, ενώ αντίθετα ορισμένες κατοικημένες περιοχές προασπίζονται λυσσωδώς κατά κανόνα από πολεμιστές 14 και 15 ετών, μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας. Στις 7 Μαρτίου το πρωί ένα τμήμα της 9ης θωρακισμένης μεραρχίας βγαίνει από το Άιφελ ακολουθώντας το δρόμο της Ωυσκίρχε. Αποτελείται από ένα τμήμα θωρακισμένων αυτοκινήτων και έναν ουλαμό αρμάτων Πέρσινγκ.
Διοικητής τους είναι ο υπολοχαγός Καρλ Τίμμερμαν που είχε γεννηθεί στη Φρανκφούρτη από πατέρα Αμερικανό των δυνάμεων κατοχής και μητέρα Γερμανίδα. Ο Τίμμερμαν που από μικρός είχε πάει στο West Point (Νεμπράσκα) δεν είχε δει ποτέ τον Ρήνο. Τον ανακαλύπτει ψηλά από το Απολλινάρισμπεργκ. Ανακαλύπτει επίσης μια λεπτομέρεια ασυνήθιστη για ένα τοπίο του 1945, μια γέφυρα, μια ανέπαφη γέφυρα. Είναι η γέφυρα Λούντεντορφ πάνω από τον Ρήνο μπροστά στη μικρή πόλη Ρεμάγκεν. Από πάνω της περνά μια διπλή σιδηροδρομική γραμμή που στη δεξιά όχθη χώνεται σε μια σήραγγα. Ένα πλήθος άμαχων και στρατιωτικών συνωστίζεται σ’ αυτή τη γέφυρα.
Διακρίνονται ακόμη και τα κεφάλια των αγελάδων που σέρνουν μαζί τους. Ο υποστράτηγος Ουίλιαμ Χότζ, διοικητής της 9ης στρατιάς, ακολουθεί από κοντά τις εμπροσθοφυλακές του. Φθάνει στο Απολλινάρισμπεργκ, βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τη γέφυρα και δίνει διαταγή στον Τίμμερμαν να την καταλάβει ανέπαφη. Το Ρεμάγκεν είναι γεμάτο από πρόσφυγες. Τα άρματα Πέρσινγκ προβάλλουν ξαφνικά μέσα στο πλήθος. Πηδώντας από τα θωρακισμένα αυτοκίνητα οι φαντάροι αιχμαλωτίζουν μερικούς Γερμανούς στρατιώτες και τον σταθμάρχη που τον παίρνουν για στρατηγό εξ αιτίας του κόκκινου πηλικίου που φορεί.
Ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή φθάνουν έτσι στην όχθη του Ρήνου. Η γέφυρα, μια μεταλλική κατασκευή που στηρίζεται σε τέσσερις βάσεις από πέτρα, έχει από κάθε πλευρά της ένα πύργο από μαυρισμένα τούβλα. Ένα πολυβόλο των 20 mm που βάλλει από τον ένα από τους δύο πύργους, σαρώνει τη σιδηροδρομική γραμμή. Ένα Πέρσινγκ γκρεμίζει τον πύργο. Το πολυβόλο σωπαίνει. Ένα σύννεφο καπνού. Ισχυρή έκρηξη. Οι άνδρες του Γερμανικού μηχανικού είχαν θέσει σε λειτουργία το σύστημα πυροδότησης. Η γέφυρα ανασηκώνεται, διστάζει μισό δευτερόλεπτο και ξανακάθεται πάνω στις βάσεις της. Ανέπαφη.
Ο πρώτος που ορμά -ο πρώτος στρατιώτης που την περνά με έφοδο από την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσης- είναι ο στρατιώτης Άλεξ Ντραίημπικ, υπάλληλος κρεοπωλείου στο Χόλλαντ (Ohio). Ο Τίμμερμαν τον ακολουθεί παρασύροντας και τους άνδρες του. Οι Γερμανοί, άμαχοι και στρατιώτες, τρέπονται σε άτακτη φυγή μέσα στη σήραγγα. Τρεις Αμερικανοί σκαπανείς αποσπούν τα καλώδια του εκρηκτικού μηχανήματος και αφαιρούν το καψύλλιο από τα 250 kgr δυναμίτιδας που δεν είχαν εκραγεί. Από τις όχθες του Ρήνου η είδηση παίρνει το δρόμο για τα επιτελεία.
Από την άλλη πλευρά του Ρήνου η είδηση της κατάληψη της γέφυρας του Ρεμάγκεν πέρασε απ’ όλους τους κρίκους της στρατιωτικής διοίκησης και έφθασε στο σκυθρωπό μπούνκερ της Καγκελαρίας. Το στενογραφημένο κείμενο των αναφορών της 7ης και της 8ης Μαρτίου δυστυχώς χάθηκε κι έτσι δεν ξέρουμε από το κείμενό τους τις κατάρες που εκτόξευσε ο Führer. Ξέρουμε τις συνέπειες της οργής του. Για να δικάσει αυτούς που αποκαλεί προδότες του Ρεμάγκεν, καλεί έναν τιμωρό από το ανατολικό μέτωπο, τον στρατηγό Ρούντολφ Χύμπνερ.
Οι ταγματάρχες Σέλλερ, Στρόμπελ, Κραφτ, ο λοχαγός Μπλάτγκε, ο υπολοχαγός Πέτερς κατηγορούνται για εγκληματική αμέλεια και καταδικάζονται σε θάνατο. Ένας μόνο που δικάστηκε ερήμην, ο Μπλάτγκε, δεν εκτελείται, αυτός είχε την τύχη να βγει από τη σήραγγα προς την πλευρά των Αμερικανών με τα χέρια ψηλά. Ο στρατηγός Μπότμαν διοικητής του τομέα του Ρεμάγκεν που είχε καταδικασθεί σε πενταετή φυλάκιση, αυτοκτονεί. Ένα άλλο θύμα της γέφυρας του Ρεμάγκεν είναι ο στρατάρχης Γκερντ φον Ρούνστετ. Η οργή του Führer υπέβοσκε εναντίον του γηραιού στρατιώτη.
Ο αρχηγός του επιτελείου του Βέστφαλ που είχε κληθεί στο Βερολίνο στις 6 Μαρτίου, δέχθηκε χείμαρρο επικρίσεων που απευθύνονταν στον αρχηγό του. Ο Βίλχελμ Κάιτελ τον κατηγόρησε για τη δειλία των στρατευμάτων του δυτικού μετώπου. Ο Χίτλερ άφησε πάλι να ξεσπάσει ο θυμός του για το υπόμνημα του φον Ρούνστετ σχετικά με τις ατέλειες της γραμμής Ζίγκφριντ: Ο εχθρός τρέμει μπροστά σ’ αυτό το αριστούργημα της Γερμανικής τεχνικής και ένας Γερμανός στρατηγός τολμά να υποστηρίξει πως ο Γερμανός στρατιώτης δεν έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτήν. Ο αιφνιδιασμός του Ρεμάγκεν που ήρθε την επομένη αυτού του ξεσπάσματος, επισφραγίζει την τρίτη δυσμένεια του φον Ρούνστετ.
Είναι, δηλώνει ο Χίτλερ, ένας άνθρωπος ξοφλημένος. Ο Άλμπερτ Κέσσελρινγκ ανακαλείται από την Ιταλία και αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία του Δυτικού μετώπου.
ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ
Στις 19 Μαρτίου ο Χίτλερ υπογράφει μια διαταγή που ισοδυναμεί με τις δρακόντειες εντολές του Στάλιν το 1941. Στις περιοχές του Ράιχ, τις οποίες ο Γερμανικός στρατός αναγκάζεται να εγκαταλείψει, τα πάντα πρέπει να καταστρέφονται αλύπητα, τα μεταφορικά μέσα, τα φράγματα, τα δίκτυα αεριόφωτος και ηλεκτρισμού, τα ορυχεία και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ως και οι αποθήκες ιματισμού και τροφίμων. Μια συμπληρωματική απόφαση επιβάλλει στη δύση, όπως και στην ανατολή, ολοκληρωτική εκκένωση των πληθυσμών. Ο εισβολέας δεν πρέπει να βρει παρά μια έρημο πάνω σε μια καμένη γη (eine verbrannte Erde).
Αυτά τα παράφρονα μέτρα δεν υπαγορεύονται αποκλειστικά και μόνο από στρατηγικές σκέψεις. Αποτελούν την εκδίκηση του Αδόλφου Χίτλερ. Ήδη από τον Αύγουστο του 1944 είχε δηλώσει στη σύσκεψη των gauleiter ότι ''Η απώλεια του πολέμου δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά μόνο από τη δειλία του Γερμανικού λαού, επομένως από την αναξιότητά του μπροστά στην ιστορία και σ’ αυτόν τον ίδιο, τον Χίτλερ. Από τη στιγμή αυτή ο Γερμανικός λαός δεν αξίζει να επιζήσει. Δεν πρέπει να υπάρξει επαύριον για ένα έθνος που προδίδει τα πεπρωμένα του και τον αρχηγό του''. Σ’ αυτό το μηδενισμό αντιτίθεται ο υπουργός εξοπλισμού Άλφρεντ Σπέερ.
Σ’ όλη τη διάρκεια του 1944 δεν χαλάρωσε την προσπάθειά του ανεβάζοντας την πολεμική παραγωγή στο επίπεδο ρεκόρ της και επανεξοπλίζοντας από την αρχή 120 μεραρχίες πεζικού και 40 θωρακισμένες μεραρχίες, δηλαδή 2 εκατομμύρια άνδρες. Ο Χίτλερ, έμελλε να δηλώσει στη δίκη της Νυρεμβέργης, ''Μας εξαπατούσε, διέδιδε ψευδείς εμπιστευτικές πληροφορίες, κατά τις οποίες είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, παρέχοντας έτσι μια δικαιολογία για την παράταση ενός άνισου αγώνα''. Η απατηλή αυτή ελπίδα έσβησε το 1945.
Ναζιστής, μέγας αξιωματούχος του καθεστώτος, φίλος και δημιούργημα του δικτάτορα φθάνει στο ίδιο συμπέρασμα με γαιοκτήμονες σαν τον Στάουφφενμπεργκ, με κλασικούς στρατιωτικούς σαν τον Beck, με συντηρητικούς αστούς σαν τον Γκέρντελερ. Το μοναδικό μέσο για να σωθεί ο Γερμανικός λαός από την έσχατη καταστροφή είναι να σπάσουν τα δεσμά που τον αλυσοδένουν με τον παράφρονα Führer του. Και το μοναδικό μέσο για να επιτευχθεί αυτό είναι να σκοτωθεί ο Χίτλερ. Το να σκοτωθεί ο Χίτλερ έχει γίνει ακόμα πιο δύσκολο, από όσο ήταν πριν από τις 20 Ιουλίου. Κανείς δεν μπορεί να γίνει δεκτός απ’ αυτόν, χωρίς να υποστεί έρευνα από τους σωματοφύλακες.
Αλλά ο Σπέερ γνωρίζει το μπούνκερ της Καγκελαρίας, αφού ο ίδιος το έκτισε. Αν κατάφερνε να διοχετεύσει δηλητηριώδες αέριο στο σύστημα αερισμού, όχι μόνο ο Χίτλερ, αλλά όλοι όσοι βρίσκονται μέσα, όλοι όσοι συμβουλεύουν απεγνωσμένα μέτρα, ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο Μάρτιν Μπόρμαν, ο Λέυ, ο Μπούργκντορφ, ο Φέγκελαϊν, θα ήταν δυνατόν να εξοντωθούν. Η απόπειρα δεν έγινε. Στους δικαστές της Νυρεμβέργης ο Σπέερ περιορίσθηκε να εξηγήσει το γιατί με τεχνικούς λόγους. Το αδύνατο εκρήξεως οβίδας αερίου και κατασκευής κατά διαταγή του Χίτλερ, μιας προστατευτικής καπνοδόχου γύρω από τα στόμια των εξαεριστήρων.
Στις καταθέσεις του στην ανάκριση -που είναι πολύ πιο πλούσιες σε στοιχεία από τη διεξαγωγή της δίκης- έδωσε μια άλλη εκδοχή. Βρισκόταν, είπε, σε επιθεώρηση στο Ρούρ. Ένας συναγερμός τον ανάγκασε να τρέξει να μπει σ’ ένα καταφύγιο. Οι άνθρωποι του λαού -ανθρακωρύχοι- ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν μέσα σ’ ένα σκοτάδι τάφου, μιλούσαν μεταξύ τους, χωρίς να υποπτεύονται πως δίπλα τους είχαν έναν υπουργό του Ράιχ. Όλοι έλεγαν πως η Γερμανία έπρεπε να αγωνισθεί ως τον θάνατο. Όλοι είχαν εμπιστοσύνη στον Χίτλερ. Όλοι στιγμάτιζαν τους συνωμότες, τους προδότες, τους Γιούνγκερς της 20ής Ιουλίου.
Ο Σπέερ αισθάνθηκε πως δεν είχε δικαίωμα να κάνει να σκάσει σαν αλεπού μέσα στη φωλιά της τον άνθρωπο που μέσα σε μια δοκιμασία χωρίς προηγούμενο έμενε ο πόλος έλξης του Γερμανικού λαού. Εναντίον της καταστροφής της Γερμανίας με τα ίδια της τα χέρια ο Σπέερ εξεγείρεται. Στις 18 Μαρτίου επιδίδει στον Χίτλερ ένα υπόμνημα και έχει μαζί του μια μακρά συζήτηση. Επανέρχεται στο θέμα δέκα μέρες αργότερα τολμώντας αυτή τη φορά να πει πως ο πόλεμος χάθηκε. Ο Χίτλερ θεώρησε αυτή τη γνώμη έγκλημα εναντίον του κράτους που συνεπάγεται την εσχάτη των ποινών. Καλεί τον Σπέερ και του δίνει εικοσιτέσσερις ώρες για να αναθεωρήσει τη γνώμη του.
Την επομένη ο Σπέερ του φέρνει ένα νέο υπόμνημα που άρχιζε με τις λέξεις: ''Der Krieg ist verloren''. (Ο πόλεμος χάθηκε). Ο κεραυνός δεν πέφτει στην κεφαλή του τολμηρού. Ο Χίτλερ αρνείται να παραλάβει το χαρτί που αποτελούσε την απόδειξη της πνευματικής προδοσίας του μαθητού του. Με τη συνενοχή του Χάιντς Βίλχελμ Γκουντέριαν ο Σπέερ σαμποτάρει τη διαταγή καταστροφής, περιορίζει τον αριθμό των γεφυρών που πρέπει να ανατιναχθούν, διατάσσει να αχρηστεύσουν τις εκρηκτικές ύλες που βρίσκονται στα ορυχεία, απαγορεύει να θίξουν τα φράγματα των ποταμών και τα εργοστάσια. Ο Μάρτιν Μπόρμαν τον καταγγέλλει. Ο Χίτλερ αφήνει το πράγμα να περάσει.
Ο αριθμός εκείνων που είναι πεπεισμένοι ότι ο πόλεμος χάθηκε μεγαλώνει καθημερινά. Ο νέος ανώτατος διοικητής του Δυτικού μετώπου Άλμπερτ Κέσσελρινγκ είναι Χιτλερικός, οπαδός του αγώνα μέχρις εσχάτων και αισιόδοξος. Μια γρήγορη επιθεώρηση του μετώπου του Ρήνου του αποδεικνύει, πως η κατάσταση είναι πολύ πιο τεταμένη από όσο φανταζόταν στην Ιταλία. Οι μάχες του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου στο Ρωσικό μέτωπο είχαν απορροφήσει 10 θωρακισμένες μεραρχίες, 6 μεραρχίες πεζικού, 10 συντάγματα πυροβολικού, 8 ταξιαρχίες ρουκετοβόλων κλπ. μην αφήνοντας στην Ανώτατη Διοίκηση της Δύσης παρά μόνο 55 μεγάλες μονάδες.
Επτά μόνο μεραρχίες αρμάτων διατηρούνται σε μια δύναμη 10 ως 11 χιλιάδων ανδρών, αλλά οι μεραρχίες πεζικού δεν αριθμούν κατά μέσο όρο περισσότερους από 5.000 στρατιώτες. Η πυκνότητα επανδρώσεως του μετώπου είναι κατ’ ανώτατο όριο ένας μαχητής ανά 10 m. Οι εφεδρείες είναι εξαιρετικά ισχνές. Το ηθικό χαλαρώνεται. Ο Κέσσελρινγκ αγανακτεί βρίσκοντας την ηττοπάθεια εγκατεστημένη στα επιτελεία, ιδιαίτερα στην ομάδα στρατιών G. Από τους στρατιώτες ένας αυξανόμενος αριθμός λιποτακτών χάνεται μέσα στο χάος της βομβαρδιζόμενης Γερμανίας. Ο άμαχος πληθυσμός, συγκεκριμένα στη Ρηνανία και το Παλατινάτο, ζητά ανοικτά τον τερματισμό του πολέμου.
Περιφρονεί τις διαταγές εκκένωσης, για να αγκιστρωθεί στα σπίτια του, έστω και καταστραμμένα. Στις ανατολικές επαρχίες, τα πλήθη φεύγουν σαν τρελά μπροστά στους Ρώσους, στις δυτικές επαρχίες περιμένουν τους Συμμάχους σαν ένα τέλος εφιάλτη. Στις 15 Ιουλίου ο Κέσσελρινγκ πηγαίνει να δώσει αναφορά στον Χίτλερ για την ανάληψη της διοίκησής του. Θαυμάζει (die geistige Spannkraft), την ψυχική ενεργητικότητα που επέζησε μετά τον σωματικό κλονισμό που του είχε προκαλέσει η απόπειρα της 20ής Ιουλίου. Ο Χίτλερ δεν δείχνει υπερβολικά ανήσυχος για τα γεγονότα της Ρηνανίας.
Είναι πεπεισμένος, πως ο Γερμανικός στρατός σύντομα θα είχε στον Όντερ μια μεγάλη αμυντική επιτυχία και ύστερα απ’ αυτό θα είναι δυνατό να επαναφέρει στη Δύση τις επίλεκτες μεραρχίες που θα συντρίψουν τους Αγγλοσάξονες. Το μόνο που χρειάζεται είναι να συγκρατηθούν αυτοί οι τελευταίοι, όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο, για να ανατραπεί η κατάσταση. Στην αριστερή όχθη του Ρήνου ο αγώνας είχε καταπαύσει από την θάλασσα ως τον Μοζέλλα ποταμό. Στα νότια αυτού του ποταμού δυο Γερμανικές στρατιές (η 7η και η 1η) αγκιστρώνονται στο Σάαρ και στο Παλατινάτο. Η ομάδα G, στην οποία ανήκουν, συνιστά μια σύμπτυξη στη δεξιά όχθη.
Ο Κέσσελρινγκ αναλαμβάνοντας τη διοίκηση έβαλε τέρμα σ’ αυτήν την δειλή πρόθεση υποχώρησης. Ο Χίτλερ τον επιδοκιμάζει έντονα. Κάθε Γερμανική περιοχή πρέπει να προασπιστεί μέχρις εσχάτων. Το Σάαρ και ακόμα περισσότερο η μεγάλη χημική οδός του Λουντβιχσχάφεν είναι απαραίτητα για την πολεμική παραγωγή. Αν αφήσουν τους Αμερικανούς να φθάσουν στην Σπίρε και στο Βορμς, θα είναι σαν να τους ανοίγουν το στενό του Μάιν, μ’ αλλά λόγια το συντομότερο δρόμο, για να διχοτομήσουν τη Γερμανία βαδίζοντας για να συναντήσουν τους συμμάχους τους τους Ρούσους.
Όλοι αυτοί οι λόγοι που δεν είναι άλλωστε χωρίς αξία, οδηγούν στη διατήρηση στα δυτικά του Ρήνου του μεγάλου τριγώνου στο οποίο ασκούν πίεση ο Πάττον και ο Patch. Η μεγαλύτερη ανησυχία του Κέσσελρινγκ είναι άμεσα το προγεφύρωμα του Ρεμάγκεν. Αν οι Αμερικανοί συνεχίσουν να το διευρύνουν είναι ζήτημα ημερών να επιτύχουν διάσπαση ή προς το Ρούρ ή προς τον Μάιν. Επιχειρούν να καταστρέψουν τη μοιραία γέφυρα η με πυροβόλα μεγάλης ακτίνας ή με επιπλέουσες νάρκες. Κατευθύνουν εναντίον της 372 εξόδους βομβαρδιστικών καθέτου εφορμήσεως που στοιχίζουν στη Luftwaffe 80 αεροπλάνα. Όλες αυτές οι προσπάθειες μένουν άκαρπες.
Οι Αμερικανοί στην αρχή προώθησαν στο προγεφύρωμα την 9η θωρακισμένη στρατιά και την 78η μεραρχία πεζικού. Η 99η μεραρχία πεζικού προστίθεται στις 10 Μαρτίου και στις 12 το 7ο σώμα στρατού έρχεται να μοιρασθεί την κατάκτηση του 3ου αναλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα της αιχμής. Οι Γερμανοί όμως ενισχύουν τη 15η στρατιά του στρατηγού φον Τσάνγκεν με την 9η θωρακισμένη, την Panzer Λερ, την 3η αρμάτων και με πολλές μεραρχίες πεζικού, τις μεραρχίες λαϊκών γρεναδιέρων. Επιθέσεις και αντεπιθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Για να σταθεροποιήσουν τη λαμπρή τους διάβαση του Ρήνου οι Αμερικανοί, πρέπει να εγκατασταθούν στα όρη, τα οποία δεσπόζουν της στενής πεδιάδος και από τα οποία ξεχωρίζει η ρομαντική κορυφή του Ντράχενσφελντ. Οι Γερμανοί διαμφισβητούν το έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή. Το Χόννεφ, το Λιντζ, το Βαλτμπρέιτμπαχ, το Χαρτγκάρτεν, το Καινιγκσβίντερ αποτελούν αντικείμενα αιματηρών μαχών. Ο αυτοκινητόδρομος Φρανκφούρτης - Κολωνίας δεν αποκόπτεται παρά στις 16 Μαρτίου από το 309ο σύνταγμα Αμερικανικού πεζικού. Την επομένη, αφού είχαν διοχετευθεί στη δεξιά όχθη χιλιάδες άρματα, πυροβόλα, φορτηγά αυτοκίνητα, η γέφυρα Λούντεντορφ καταρρέει απροειδοποίητα.
Το Αμερικανικό μηχανικό όμως έχει κατασκευάσει προς τα κάτω και προς τα άνω δυο γέφυρες εκστρατείας και η ενίσχυση του προγεφυρώματος δεν διακόπτεται. Από τακτική άποψη επομένως ο αιφνιδιασμός του Ρεμάγκεν δεν ακολουθήθηκε από μια άμεση και αστραπιαία εκμετάλλευση. Το προγεφύρωμα που είχε ακτίνα 3 km το δεύτερο βράδυ, δεν έχει παρά ακτίνα περίπου 15 km δέκα μέρες αργότερα. Το ρήγμα όμως του Ρεμάγκεν απορρόφησε τις Γερμανικές εφεδρείες και εξασθένισε όλους τους άλλους τομείς του δυτικού μετώπου. Η εκμηδένιση του τριγώνου Σάαρ - Παλατινάτου αρχίζει. Η χάραξη του μετώπου υπαγορεύει και τη μορφή της επίθεσης.
Η 7η Αμερικανική στρατιά επιτίθεται στην πλευρά του τριγώνου που ορίζεται από τους ποταμούς Σάαρ και Λάουτερ. Η 3η Αμερικανική στρατιά επιτίθεται στον Μοζέλλα ποταμό. Οι δυο αντίστοιχες Γερμανικές στρατιές είναι εξαιρετικά αδύνατες. Η 7η που βρίσκεται αντιμέτωπη του Πάττον, δεν είχε ανασυνταχθεί από την εποχή της μάχης των Αρδενών. Η 1η είχε χάσει 50% από τη δύναμή της στη διάρκεια της μάχης της Αλσατίας. Η μέση πυκνότητα επανδρώσεως κατά χιλιόμετρο μετώπου είναι 26 στρατιώτες, ένα η δύο πυροβόλα, λιγότερο από ένα αντιαρματικό πυροβόλο. Οι δύο στρατιές μαζί δεν έχουν περισσότερα από 200 θωρακισμένα οχήματα.
Όποια κι αν είναι η πραγματική αξία των επιχειρημάτων που συνηγορούν για τη διατήρηση του προγεφυρώματος, είναι παράλογο να υποστηρίζεται, πως είναι δυνατό να διατηρηθεί με μέσα τόσο έκδηλα ανεπαρκή. Στις 15 Μαρτίου ο Patch επιτίθεται με τα σώματα στρατού του, με το 6ο στα ανατολικά, από τον Ρήνο ως τα Bόσγια με το 15ο στο κέντρο, από το Μπιτς ως το Σαρργκεμίν, με το 21ο στα δυτικά, από το Σαρργκεμίν ως το Σαρρεμπρούκ. Μια Γαλλική μεραρχία ενισχυμένη, η 3η, είχε υπαχθεί στο 6ο σώμα και είχε τοποθετηθεί στο άκρο δεξιό, στην πεδιάδα του Ρήνου. Είχε συμφωνηθεί ότι θα επανερχόταν στη δικαιοδοσία της 1ης Γαλλικής στρατιάς, μόλις θα έφθανε σ’ ένα μικρό παραπόταμο του Ρήνου, τον Έρλεν, στα μισά του δρόμου μεταξύ Λάουτερμπουργκ και Σπίρε.
Τα σχέδια του SHAEF δεν άφησαν στους Γάλλους, παρά μόνο τη φύλαξη του Ρήνου από τον Λάουτερ ως την Ελβετία. Ο ντε Λαττρ σημειώνει μια πρώτη επιτυχία στην προσπάθειά του να βγει από τον παθητικό αυτό ρόλο και να συμμετάσχει στην εισβολή στη Γερμανία. Η κύρια προσπάθεια απαιτείται από το 15ο σώμα που η δύναμή του είχε ανέβει σε 6 μεραρχίες, από τις οποίες μια θωρακισμένη. Επιτίθεται στις 15 Μαρτίου στη 01:00 διαβαίνοντας αιφνιδιαστικά τον Μπλιέ. Στις 18 Μαρτίου φθάνει στη γραμμή Ζίγκφριντ που τα μέτρια οχυρά της πέφτουν κατά δεκάδες από τα πλήγματα των διατρητικών οβίδων και τις επιθέσεις των φλογοβόλων.
Τις επόμενες ημέρες, το 15ο σώμα καταλαμβάνει το Ντε-Πον και το Χόμπουργκ, προελαύνει προς το Καϊζερσλάουτερν και στρέφεται στα ανατολικά, για να πλησιάσει στον Ρήνο. Στις πτέρυγες το 21ο και το 6ο σώμα βαδίζουν με την ίδια ταχύτητα. Το ένα πετυχαίνει την πτώση του Σαρρεμπρούκ υπερφαλαγγίζοντάς το και κυριεύει το Σαιντ Ινγκμπέρ. Το άλλο καταλαμβάνει το Λάουνταου και το Πιρμάσενς. Η κατάσταση είναι παντού χαώδης. Όλες οι πόλεις καίγονται. Το Χόμπουργκ είναι ένα σφαγείο. Οι Γερμανοί στρατιώτες παραδίδονται κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες, βαδίζοντας χωρίς συνοδεία σε κατεύθυνση αντίθετη από την κατεύθυνση των νικηφόρων φαλαγγών, των οποίων το θαυμάσιο υλικό τους αφήνει εμβρόντητους.
Οι Σύμμαχοι περίμεναν πως θα είχε οργανωθεί μια λαϊκή αντίσταση, μια δράση ελεύθερων σκοπευτών, περίμεναν τα απαίσια κατορθώματα του Βέρβουλφ ( δηλαδή του Λυκανθρώπου), με τα οποία ο Γερμανικός τύπος απειλεί τους εισβολείς του Γ' Ράιχ, αλλά δεν βρίσκουν παρά αποσύνθεση, εγκαρτέρηση και υποταγή. Ο Πάττον είχε επιτεθεί δυο μέρες πριν από τον Patch, με μια αντίθετη διάταξη: προσπάθεια στις δύο πτέρυγες, για να κυκλώσει τον ορεινό όγκο του Χούνσρυκ. Η Γερμανική διοίκηση έκρινε τους Αμερικανούς υπερβολικά απορροφημένους από το προγεφύρωμα του Ρεμάγκεν, για να είναι σε θέση να επιτεθούν στον Μοζέλλα.
Δεν πρόβλεπε την τολμηρότητα, με την οποία ο Πάττον θα ορμούσε εναντίον της κουρασμένης και εξασθενημένης 7ης Γερμανικής στρατιάς. ''Με βάση την πείρα μου στην Ιταλία, (λέει ο Κέσσελρινγκ) δεν θα πίστευα ποτέ σε τόση τόλμη εκ μέρους των Αμερικανών''. Στις 21 Μαρτίου η εκστρατεία του Παλατινάτου τελειώνει. Η 90η μεραρχία πεζικού τη στιγμή αυτή καταλαμβάνει την Μαγεντία. Παντού πραγματοποιείται η συνένωση της 3ης και της 7ης στρατιάς, πάντα, σημειώνει ο Πάττον, προς όφελος της 3ης που είχε υπερβεί τα όριά της και είχε κυριεύσει μεγάλο αριθμό οικισμών που η γειτονική της στρατιά έπρεπε να είχε καταλάβει. Η 1η και η 7η Γερμανική στρατιά, έχοντας χάσει 75 ως 80% του πεζικού τους, μπορεί να θεωρούνται καταστραμμένες.
Στη ζώνη της 21ης ομάδας στρατιών μια άλλη επιχείρηση μεγάλης ολκής, η διάβαση του κάτω Ρήνου, επίκειται. Η επιχείρηση αυτή φέρει τη σφραγίδα του μεθοδικού και επιβλητικού πνεύματος του Μπέρναρντ Λο Μοντγκόμερυ. Ο ποταμός είναι ακόμα διογκωμένος από τα ανοιξιάτικα νερά του και το πλάτος του φθάνει τα 500 m. Η 1η στρατιά αλεξιπτωτιστών που τον προασπίζει από το Έμμεριχ ως το Ντίσελντορφ, ανασυντάσσεται από τις 10 Μαρτίου και εξακολουθεί να διαθέτει τους πιο γερούς πολεμιστές του Δυτικού μετώπου. Οι προετοιμασίες όμως του Μοντγκόμερυ άρχισαν από τις αρχές Φεβρουαρίου σε γιγαντιαία κλίμακα. Τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη.
2.000 πυροβόλα και σωροί πυρομαχικών είχαν μεταφερθεί κοντά στον ποταμό. 29 μεραρχίες, από τις οποίες 5 είχαν μεταφερθεί από την Ιταλία, ένα εκατομμύριο άνθρωποι, είναι διαθέσιμες. Οι 4 μεραρχίες εφόδου, 2 Βρετανικές και 2 Αμερικανικές, είχαν κάνει πολλές δοκιμές στον Μεύση ποταμό, μεταξύ Ροέρμοντ και Νιμέγκ. Ένα προπέτασμα καπνού μήκους 50 km διατηρείται στον Ρήνο, για να καλύπτει την αριστερή όχθη. Χιλιάδες φορτηγίδες απόβασης, αμφίβια οχήματα και άρματα έχουν συγκεντρωθεί, χωρίς να μπορεί το Γερμανικό πυροβολικό που δεν έχει πυρομαχικά, να τα κτυπήσει. Η στιγμή της εφόδου έχει ορισθεί για τις 23 Μαρτίου στις 21:00.
Από βραδύς, αφηγείται ο Bradley, ''Ο Πάττον μου τηλεφώνησε στο στρατηγείο μου στο Ναμύρ. Η λεπτή φωνή του έτρεμε από έξαψη: Μπραντ, για όνομα του Θεού, πέστε στον κόσμο, πως βρισκόμαστε απ’ την άλλη πλευρά. Θέλω να ξέρει ο κόσμος, πως η 3η στρατιά πέρασε πρώτη τον Ρήνο πριν από τον Μόντυ. Τίποτα πιο παιδαριώδες, αλλά και τίποτα ακριβέστερο''. Το προηγούμενο βράδυ μπροστά από τη μικρή πόλη Όππενχαιμ, 25 km από το Βορμς, ο Πάττον είχε επιβιβάσει σε πλοιάρια εφόδου δυο τάγματα του 2ου συντάγματος και χωρίς την παραμικρή προετοιμασία πυροβολικού ή αεροπορίας τα εξαπέλυσε εναντίον του Ρήνου. Τέσσερα αλλά τάγματα της 5ης μεραρχίας πεζικού τα ακολούθησαν στη διάρκεια της νύχτας.
Οι Γερμανοί που είχαν αιφνιδιασθεί, πρόβαλαν ασήμαντη αντίσταση. Ο Πάττον έχει αποκτήσει το προγεφύρωμά του με τίμημα 34 νεκρούς και τραυματίες, γελοιοποιώντας έτσι τις τεράστιες προετοιμασίες και τη θεατρική επιχείρηση του Άγγλου στρατάρχη. Θεατρική είναι η διάβαση του Ρήνου από τον Μοντγκόμερυ τόσο, όσο ήταν και από τον Λουδοβίκο 14ο. Ο Αϊζενχάουερ παρακολουθεί το θέαμα από ψηλά, από ένα κωδωνοστάσιο. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ παρακολουθεί την εξέλιξη της επιχείρησης μέσα από το τροχόσπιτο του στρατάρχη Μοντγκόμερυ. Η 2η Βρετανική στρατιά, ενισχυμένη με ένα τμήμα από την Καναδική στρατιά, περνά τον ποταμό προς τα βόρεια των εκβολών του Λίπε.
Η 9η Αμερικανική περνά τον ποταμό στρατιά προς τα νότια. Η πρώτη νυκτερινή έφοδος γίνεται από την 51η μεραρχία Βρετανικού πεζικού εναντίον του Ρέες. Η δεύτερη που γίνεται από τη 15η μεραρχία Βρετανικού πεζικού, ακολουθεί μια ώρα αργότερα εναντίον του Βέζελ. Τέσσερις ώρες αργότερα, στις 24 Μαρτίου, στις 02:00, η 30ή και η 79η μεραρχία Αμερικάνικου πεζικού επιτίθενται κι αυτές. Τα κύματα της επίθεσης διαδέχονται το ένα το άλλο επάνω στην πλατιά επιφάνεια του νερού που αυλακώνεται από ένα ταχύ ρεύμα και κάτω από ένα τεχνητό σεληνόφως που το δημιουργούν οι προβολείς της αντιαεροπορικής άμυνας. Η δεξιά όχθη, τελείως επίπεδη, φαίνεται σαν να καίγεται κάτω από τις αδιάκοπες εκρήξεις.
Οι απώλειες των επιτιθεμένων είναι ασήμαντες, 41 νεκροί στους Αμερικανούς ελάχιστα περισσότεροι στους Βρετανούς. Μια μεγάλη αερομεταφερόμενη επιχείρηση ακολουθεί -αντί να έχει προηγηθεί- τη διάβαση του ποταμού. Αρχίζει στις 24 Μαρτίου, ώρα 10:00 η ημέρα είναι ήρεμη και λίγο ομιχλώδης. Συνοδευμένα από 889 καταδιωκτικά προστατευμένα από αλλά 2.153 καταδιωκτικά, 1572 αεροπλάνα και 1326 ανεμοπλάνα ρίχνουν ή αποβιβάζουν στα βορειοδυτικά του Βέζελ τους 14.000 άνδρες της 6ης Βρετανικής και της 17ης Αμερικανικής αερομεταφερόμενης μεραρχίας. Παρ’ όλες τις βαριές απώλειες που προκάλεσε το αντιαεροπορικό πυροβολικό, η επιτυχία είναι πλήρης.
Η συνένωση με τις χερσαίες δυνάμεις πραγματοποιείται την ίδια μέρα. Το βράδυ το προγεφύρωμα φθάνει τα 10 km βάθος. Τις επόμενες ημέρες η άμυνα αποσυντίθεται. Η 2η Βρετανική στρατιά προελαύνει ταχύτατα στην περιοχή των δασών και των χέρσων εκτάσεων που απλώνονται στα βόρεια του Λίππε. Στα νότια του ποταμού η 9η Αμερικανική στρατιά προελαύνει στις παρυφές του Ρούρ. Στις 28 Μαρτίου το ρήγμα έχει πραγματοποιηθεί. Μέσω του Όσναμπρουκ οι Άγγλοι κατευθύνονται προς τον Βέζερ και τον Έλβα. Οι Αμερικανοί παρακάμπτουν το βιομηχανικό λεκανοπέδιο. Απειλούμενο από το βορρά το Ρούρ απειλείται και από το νότο. Ο θύλακας του Ρεμάγκεν έσκασε στο τέλος σαν παραφουσκωμένη φούσκα.
Η 5η Γερμανική στρατιά αρμάτων επιχειρεί να ανασυνταχθεί μπροστά στο Σόλινγκεν και στο Βούπερταλ, σ’ ένα μικρό ποτάμι με το ειρωνικό όνομα Νίκη (Ζήγκ), η 1η Αμερικανική στρατιά όμως την αφήνει πίσω της, για να βαδίσει εναντίον του Κάσσελ και έπειτα ανεβαίνει στα βόρεια. Την 1η Απριλίου πραγματοποιεί τη συνένωσή της με την 9η στρατιά στο Λίπσταντ κλείνοντας τον κλοιό γύρω από τον Ρούρ. Δέκα μέρες πριν ο Χίτλερ είχε επινοήσει το φρούριο Ρούρ (Ruhrfestung) και είχε απαγορεύσει με ποινή θανάτου να εγκαταλειφθεί εκούσια έστω και μία τοποθεσία.
Η 5η στρατιά θωρακισμένων, η 15η στρατιά, δύο σώματα της 1ης στρατιάς αλεξιπτωτιστών, πάνω από 100.000 άνδρες της αντιαεροπορικής άμυνας έχουν κυκλωθεί, κάτω από την διοίκηση του στρατάρχου Βάλτερ Μόντελ, σ’ ένα θύλακα μήκους 110 km, ανάμεσα στον Ρήνο και στις πηγές του Ρούρ και πλάτους 80 km ανάμεσα στους ποταμούς Λίππε και Ζήγκ. Παντού το φράγμα του Ρήνου καταρρέει. Από τον θύλακα του Ρεμάγκεν η δεξιά πτέρυγα της 1ης Αμερικανικής στρατιάς διασπά τις Γερμανικές γραμμές προς την κοιλάδα του Λαν και προς το Γκίσσεν. Από τον θύλακα του Όππενχαιμ ο Patton εισβάλλει στην κοιλάδα του Μάιν και κυριεύει την Φρανκφούρτη.
Η 7η στρατιά διαβαίνει τον Ρήνο στις 25 Μαρτίου από την μια κι από την άλλη πλευρά του Βορμς και βαδίζει προς το Βύρτσμπουργκ. Ο ντε Λαττρ, αφού επέτυχε να σχηματίσει το ρήγμα του στα βόρεια του Λώτερ και επέτυχε από τον στρατηγό Ντέβερς να υπαχθεί το Σπάιερ στη ζώνη της 1ης γαλλικής στρατιάς, διαβαίνει κι αυτός τον Ρήνο, κυριεύει την Καρλσρούη και κατεβαίνει προς τον Μέλανα Δρυμό. Οι συμμαχικές φάλαγγες συναντούν ακόμα σε μερικά σημεία τοπική αντίσταση, υποχρεώνονται να δώσουν σοβαρές μάχες, έχουν αισθητές απώλειες, αλλά, όπως και στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940 και τον Αύγουστο του 1944, η καθεαυτό μάχη έχει τερματισθεί.
Χιλιάδες αιχμάλωτοι είναι συγκεντρωμένοι σε αυτοσχέδια περιφραγμένα στρατόπεδα, περιμένοντας τη μεταφορά τους και τον κανονικό περιορισμό τους - πλήθη αξιολύπητα που επάνω τους πλανιέται η μολυσμένη οσμή της δυσεντερίας. Ο ανταρτοπόλεμος που τόσο φοβόταν ο Αϊζενχάουερ, δεν εκδηλώνεται πουθενά. Οι απόπειρες δολιοφθοράς, οι εχθρικές πράξεις, είναι σπανιότατα φαινόμενα. Στη δεξιά, όπως και στην αριστερή όχθη του Ρήνου η Γερμανία έχει ηττηθεί, έχει δαμασθεί, έχει υποταχθεί και νιώθει ανακούφιση. Το χάος όμως είναι απερίγραπτο.
Οι νίκες είχαν συσσωρεύσει στη Γερμανία τουλάχιστον 15 εκατομμύρια ξένους, αιχμαλώτους πολέμου, εκτοπισμένους, εθελοντές εργάτες και στρατολογημένους δια της βίας. Οι ήττες είχαν απωθήσει στο εσωτερικό του Ράιχ πολλά εκατομμύρια Γερμανών και οι βομβαρδισμοί είχαν διώξει από τις πόλεις άλλα εκατομμύρια. Από αυτό το ανακάτεμα πληθυσμών γίνεται μια καταπληκτική σύγχυση. Σε μερικά μέρη οι Εθνικοσοσιαλιστικές αρχές επιχειρούν να εφαρμόσουν τις διαταγές του Χίτλερ, προσπαθούν να πραγματοποιήσουν την ερήμωση διώχνοντας στα ανατολικά αμάχους και αιχμαλώτους. Στις περισσότερες περιπτώσεις παραιτούνται από ένα έργο ακατόρθωτο, τρέπονται σε φυγή και κρύβονται.
Το έδαφος που κατακτούν οι Σύμμαχοι είναι μόνο σ’ ένα μέρος του καμένο, το διοικητικό κενό όμως μέσα στο οποίο μπαίνουν, είναι ολοκληρωτικό. Χίλια δυο προβλήματα: αστυνόμευσης, υγείας, ανεφοδιασμού, αποναζιστικοποίησης μπαίνουν μπροστά τους για να αντιμετωπιστούν. Η πείνα και οι επιδημίες απειλούν. Θεωρείται μεγάλη τύχη το ότι η εισβολή στη δυτική Γερμανία γίνεται στην αρχή της άνοιξης. Ο χειμώνας θα είχε πιθανότατα φρικαλέα επακόλουθα. Ένα άλλο στοιχείο που περιορίζει την αναρχία είναι η προνοητικότητα των Αμερικανών. Η κατοχή της Γερμανίας έχει προετοιμασθεί με τόση φροντίδα όσο κι η εισβολή στην Ευρώπη. Μια νέα στρατιά, η 4η συγκροτήθηκε για να της ανατεθούν τα καταληφθέντα εδάφη.
Κάθε θέση που έχει κάποια σημασία μελετήθηκε διεξοδικά. Οι στρατιωτικές διοικήσεις έρχονται αμέσως ύστερα από τα στρατεύματα και μπαίνουν ευθύς σε λειτουργία. Καθώς λογάριαζαν το Γερμανικό κράτος διαλυμένο, καθώς θεωρούσαν τη Γερμανία ένα πτώμα πολιτικό, δεν γεννιέται θέμα για συνεργασία με τις τοπικές αρχές, αλλά για μια καθαρή κι απροσχημάτιστη κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα πολλοί διοικητικοί υπάλληλοι διατηρήθηκαν στις θέσεις τους ή γρήγορα ανακλήθηκαν. Ο βασικός μηχανισμός ξαναμπήκε σε λειτουργία. Οι υλικές και κοινωνικές καταστροφές ήταν τέτοιες ώστε εκείνο που μπορούσε να ξαφνιάσει δεν ήταν η βραδύτητα, αλλά η ταχύτητα της αποκατάστασης.
Η προέλαση των συμμαχικών στρατών στη Γερμανία φέρνει και τη φρικιαστική αποκάλυψη των στρατοπέδων εκτοπίσεως, συγκεντρώσεως και εξοντώσεως. Πολλές εκθέσεις είχαν φθάσει στη διάρκεια των προηγούμενων ετών στις συμμαχικές ή στις ουδέτερες κυβερνήσεις, στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και στο Βατικανό για τις «εν ψυχρώ» Ναζιστικές ωμότητες, για τα χειρουργικά πειράματα σε ζωντανούς ανθρώπους, για τη μεθοδική εξόντωση των Εβραίων. Αληθινά και απίθανα όλα αυτά είχαν γίνει δεκτά με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα. H συμμαχική προπαγάνδα είχε αποφύγει να τα αναφέρει, από φόβο μήπως πέσει στην παγίδα μιας χονδροειδούς υπερβολής.
Τώρα η πραγματικότητα αποκαλύπτεται και ένας αμείλικτος φάκελος σχηματίζεται, καθώς τα ονόματα Μπούχενβαλντ, Νταχάου, Ράβενσμπρουκ, Μαουτχάουζεν, Μπέργκεν - Μπέλσεν, Άουσβιτς βγαίνουν από τη σκιά με το όνειδος που τα συνοδεύει.
Ο ΑΪΖΕΝΧΑΟΥΕΡ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Μετά την κατάκτηση της δεξιάς όχθης του Ρήνου δημιουργείται ένα πρόβλημα: Ποια θα είναι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η νικηφόρος πορεία των δυτικών στρατιών; Την στιγμή του καταρτισμού των σχεδίων για την εισβολή στην Ευρώπη καμιά αμφισβήτηση δεν είχε εγερθεί για τον τελικό αντικειμενικό σκοπό: το Βερολίνο. Τη στιγμή που η κύκλωση του Ρούρ προοιωνίζει την επικείμενη Γερμανική κατάρρευση, εξακολουθεί να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία στο μυαλό του Ουίνστον Τσώρτσιλ, του στρατάρχη Μοντγκόμερυ και των αρχηγών των Βρετανικών επιτελείων. Γι’ αυτό με κατάπληξη παίρνουν προς ενημέρωση ένα έγγραφο που ο στρατηγός Αϊζενχάουερ είχε απευθύνει στον στρατάρχη Στάλιν.
Ο αρχιστράτηγος του Δυτικού μετώπου ρωτά τον αρχιστράτηγο του Ανατολικού ποια είναι τα σχέδιά του και του ανακοινώνει τα δικά του, που δεν συνεπάγονται τίποτε λιγότερο από την εγκατάλειψη της πορείας προς το Βερολίνο. ''Σκέπτομαι, λέει ο Αϊζενχάουερ, να επιδιώξω τη συνένωση των δυνάμεών μου με τις δικές σας καταβάλλοντας την κύρια προσπάθειά μου πάνω στον άξονα Έρφουρτ - Λειψία - Δρέσδη. Μια δευτερεύουσα προσπάθεια θα καταβληθεί για να επιδιωχθεί και μια άλλη συνένωση στην περιοχή Ρατισμπόνν - Λίντς''. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτού του μηνύματος είναι βαθιά προσβλητικό για τους Άγγλους. Όσο ψηλά κι αν είχε ανέβει ο Αϊζενχάουερ, δεν είναι παρά εκτελεστής αποφάσεων.
Την στρατηγική την διευθύνουν οι Combined Chiefs of Staff που συγκεντρώνουν τους αρχηγούς των Αμερικανικών και Βρετανικών επιτελείων. Αυτοί δεν ερωτήθηκαν και ο ίδιος ο βοηθός του Αϊζενχάουερ, ο Άγγλος στρατάρχης της αεροπορίας Άρτουρ Τέντερ, δεν είχε καν ενημερωθεί. Ο διπλωμάτης Άικ μετατρέπεται απότομα σε απολυταρχικό άρχοντα και επικοινωνώντας με τον άλλο απολυταρχικό άρχοντα, τον Joseph Stalin, ανατρέπει την οργάνωση της συμμαχικής διοίκησης ακριβώς τη στιγμή που πρόκειται για ένα ζήτημα τόσο σημαντικό, όσο είναι η είσοδος στην πρωτεύουσα του εχθρού.
Σύμφωνα με τη νέα στρατηγική του ο Αϊζενχάουερ παίρνει από τον Μοντγκόμερυ την 9η Αμερικανική στρατιά, για να την δώσει στον Bradley. Η 21η ομάδα στρατιών θα περιορισθεί στο ρόλο της πλαγιοφυλακής της 12ης ομάδας. Αφού είχε καταπολεμήσει το concentrated thrust του Μόντυ ο Άικ, το υιοθετεί, αλλά το μετατοπίζει. Την κατεύθυνση Ντίσελντορφ - Βερολίνου την μετατρέπει σε κατεύθυνση Μαγεντία - Δρέσδη. Οι λόγοι που εξηγούν την ενέργεια του Αϊζενχάουερ είναι γνωστοί. Κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς, εγκαταλελειμμένο από τη Ναζιστική κυβέρνηση το Βερολίνο δεν έχει στα μάτια του καμιά ιδιαίτερη αξία.
Άλλωστε οι Ρώσοι απέχουν από την πόλη 60 km, ενώ 300 km χωρίζουν ακόμα τους Δυτικούς απ’ αυτήν. Ο Bradley, τον οποίο ο Αϊζενχάουερ συμβουλεύθηκε ενώ κρατούσε σε άγνοια τον Τέντερ - είχε δηλώσει πως θα έχαναν 100.000 άνδρες στις πεδιάδες της Βόρειας Γερμανίας, αν άκουγαν τον Μοντγκόμερυ. Ποιο θα ήταν το όφελος, αφού ο τελευταίος αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας βρίσκεται στο νότο; Ο Αϊζενχάουερ, όπως πίστευε στον ανταρτοπόλεμο, έτσι πιστεύει και στο περιχαρακωμένο Αυστρο-Βαυαρικό στρατόπεδο γύρω στο Berchtesgaden, μυστικιστική πρωτεύουσα του Χιτλερισμού. Η γρήγορη εξαφάνισή του είναι πολύ πιο σημαντική από τη φθηνή ματαιοδοξία της εισόδου στο Βερολίνο.
Η αντίδραση των αρχηγών των Βρετανικών επιτελείων είναι εξαιρετικά έντονη. Αρνούνται στον Αϊζενχάουερ το δικαίωμα να αλληλογραφεί απ’ ευθεία με τον Στάλιν. Μπαίνουν σε θέματα πολιτικής γράφοντας πως υπάρχουν προβλήματα ευρύτερης σημασίας από την καταστροφή του κύριου όγκου των εχθρικών δυνάμεων στη Γερμανία. Ζητούν να αφεθεί στον Μοντγκόμερυ η 9η στρατιά και να παραμείνει το Βερολίνο κύριος αντικειμενικός σκοπός των Συμμάχων. Η διαμάχη αυτή φωτίζεται από το πολιτικό φόντο μπροστά στο οποίο διεξάγεται. Δυο μήνες μετά την υπογραφή του το οικοδόμημα της Γιάλτα καταρρέει. Οι Ρώσοι αθετούν τις υποσχέσεις τους. Αρνούνται την είσοδο της Επιτροπής του Λονδίνου στην Πολωνία.
Επιβάλλουν στον βασιλιά της Ρουμανίας μια κομμουνιστική κυβέρνηση. Προβαίνουν παντού σε μαζικές προγραφές, αποκεφαλίζουν τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, απαλλοτριώνουν τις περιουσίες, εκτοπίζουν ή σφάζουν τις εύπορες τάξεις, αρνούνται να επαναφέρουν σε ισχύ τις ελευθερίες των πολιτών. Οι σχέσεις τους με τους Αμερικανούς περνούν οξεία κρίση που την χαρακτηρίζει η υπόθεση Wolff. Ο στρατηγός αυτός των SS, του περιβάλλοντος του Χάινριχ Λούιτπολντ Χίμλερ, επιχειρεί να διαπραγματευθεί στη Βέρνη την παράδοση του Γερμανικού στρατού της Ιταλίας. Ο Στάλιν εξοργίζεται και βλέπει σ’ αυτή την επαφή συμπαιγνία του φασισμού και του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Οι διαπραγματεύσεις της Βέρνης, γράφει στον Ρούζβελτ ο Στάλιν, ''Επιτρέπουν στους Αγγλο-Αμερικανούς να προελάσουν ως την καρδιά της Γερμανίας χωρίς σχεδόν να συναντήσουν αντίσταση. Οι Ναζί σταμάτησαν στην πράξη να μάχονται εναντίον της Αμερικής και της Αγγλίας, ενώ συνεχίζουν να πολεμούν εναντίον μας''. Ο Ρούζβελτ απαντά έντονα, βεβαιώνει ότι οι συνομιλίες της Βέρνης έχουν ως σκοπό την εξοικονόμηση αίματος και ότι δεν αντιβαίνουν προς την άνευ όρων παράδοση. ''Δεν μπορώ να αποφύγω, καταλήγει ο Ρούζβελτ, να σας εκφράσω την βαθύτατη δυσαρέσκειά μου εναντίον εκείνων που διαστρέφουν κατά τρόπο τόσο ταπεινό τις πράξεις μου και τις ενέργειες των υφισταμένων μου''.
Τα λίγα που είναι γνωστά για τις τελευταίες ημέρες του προέδρου φαίνεται να δείχνουν ότι είχε καταλάβει στα τελευταία του την απάτη της Γιάλτα και πως είχε αρχίσει να εξοργίζεται εναντίον του Στάλιν που είχε εκμεταλλευθεί την καλή του πίστη. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα η απόφαση του Αϊζενχάουερ να εγκαταλείψει την κατάληψη του Βερολίνου θα έπρεπε να προκαλέσει μια επέμβαση της Αμερικανικής κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Άικ, όταν η επιδεξιότητά του μπαίνει σε ενέργεια, προσφέρεται για μια τέτοια εξέλιξη.
''Πρώτος εγώ δέχομαι, ότι ένας πόλεμος πρέπει να διευθύνεται με βάση πολιτικούς αντικειμενικούς σκοπούς. Αν οι αρχηγοί των συνεργαζομένων επιτελείων αποφασίσουν, ότι η κατάληψη του Βερολίνου είναι απαραίτητη, με μεγάλη προθυμία θα αλλάξω τα σχέδιά μου''. Ο Ρούζβελτ όμως δεν έχει πια την δύναμη να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ βλέπει καθαρά, δηλώνει ότι η εγκατάλειψη του Βερολίνου αποτελεί βαρύ στρατιωτικό και πολιτικό σφάλμα. Και ο ίδιος όμως ο Τσώρτσιλ είναι πολύ κουρασμένος από πενήντα οκτώ μήνες εξουσίας και αγώνων. Επειδή ο Τζορτζ Μάρσαλ είχε ταχθεί, όπως συνήθως, με το μέρος του Αϊζενχάουερ, η απόφαση παραμένει σε ισχύ: οι δυτικοί Σύμμαχοι δεν θα περάσουν κάτω από την πύλη του Βραδεμβούργου.
Ήσυχος ο Στάλιν ξαναβρίσκει την ευδιαθεσία του. Απαντά χαριτωμένα στην επιστολή του Αϊζενχάουερ: Νομίζω, όπως κι εσείς, ότι το Βερολίνο έχασε κάθε είδους σημασία και έχω την πρόθεση να μη διαθέσω γι’ αυτό παρά δευτερεύουσες δυνάμεις. Ο αρχιστράτηγος του Δυτικού μετώπου παίρνει τοις μετρητοίς αυτή την καταπληκτική ειρωνεία.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Η Γερμανία δεν διέθετε πλέον επίλεκτες δυνάμεις. Μέχρι το 1944 είχε χάσει 1.802.000 άνδρες στο Ανατολικό Μέτωπο. 700.000 Γερμανοί ήταν έγκλειστοι σε Σοβιετικά στρατόπεδα. Μέχρι τα τέλη του 1944 είχαν αιχμαλωτιστεί 800.000 μέλη της Βέρμαχτ από τα στρατεύματα των Δυτικών Συμμάχων. Μόνο στο δεύτερο εξάμηνο του 1944 έχασε η Luftwaffe πάνω από 20.000 αεροπλάνα και οι Γερμανικές πόλεις έμειναν εκτεθειμένες στους βομβαρδισμούς των Συμμάχων. Τον Μάρτιο του 1945 το Ναζιστικό καθεστώς αναγκάστηκε να στρατολογήσει σχεδόν 58.000 άτομα νεαρής ηλικίας.
Με την απώλεια της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας δεν είχε πλέον πρόσβαση στις πολύτιμες πετρελαιοπηγές. Ενώ οι Γερμανοί προσπαθούσαν να εκκενώσουν βιαστικά τα στρατόπεδα εξόντωσης και να σβήσουν τα ίχνη της ύπαρξής τους, οι επιζώντες κρατούμενοι κατευθύνονταν προς τα δυτικά, έχοντας να αντιμετωπίσουν την πείνα, το κρύο και τους εξαγριωμένους άνδρες των SS. Το ίδιο δρομολόγιο ακολούθησαν κύματα Γερμανών προσφύγων που εγκατέλειψαν την ανατολική Ευρώπη, θέλοντας να αποφύγουν τα αντίποινα του Κόκκινου Στρατού. Ο Γερμανικός λαός έτρεμε την εκδίκηση των Συμμάχων για τα εκατομμύρια θύματα της Ναζιστικής θηριωδίας.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Στις αρχές Απριλίου του 1945 οι Σοβιετικές δυνάμεις αναπτύσσονταν σε καίριες θέσεις για την τελική επίθεση κατάληψης του Βερολίνου. Στο Βορρά, οι δυνάμεις του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου του στρατηγού Ροκοσόφσκυ συγκεντρώθηκαν στην ανατολική όχθη του Όντερ. Στο κέντρο, ο στρατηγός Ζούκωφ ανάπτυξε το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο κατά μήκος του ποταμού, στην περιοχή μπροστά από τα υψώματα του Ζέελοβ. Στο νότο, ο στρατηγός Κόνιεφ μετακίνησε το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο από την Άνω Σιλεσία στις όχθες του ποταμού Νάισε. H επίθεση στο κέντρο και στο Nότο είχε προγραμματιστεί για τις 16 Απριλίου.
Ενώ αυτή του στρατηγού Ροκοσόφσκυ θα ακολουθούσε αμέσως μόλις έπεφτε η στάθμη του Όντερ, με κατεύθυνση στα βόρεια του Βερολίνου. H δύναμη των τριών Σοβιετικών Μετώπων ανερχόταν συνολικά σε 2.500.000 άνδρες και γυναίκες που υποστηρίζονταν από 6.250 τεθωρακισμένα, 7.500 αεροσκάφη, 41.600 πυροβόλα και όλμους, 3.255 ρουκετοβόλα Κατιούσα και 95.000 οχήματα. Στο Βορρά, αντιμέτωπη με το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο είχε ταχθεί η Γερμανική 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά του Μαντώυφελ, με 11 μεραρχίες, 212 άρματα και σχεδόν ανύπαρκτο συμβατικό πυροβολικό, αλλά με περίπου 600 έως 700 αντιαεροπορικά πυροβόλα, πολλά από τα οποία ήταν τα περίφημα των 88 mm.
H Γερμανική 9η Στρατιά του στρατηγού Μπούσε, που κάλυπτε το μέτωπο από το κανάλι Φίνοβ στο Βορρά μέχρι το Γκέμπεν στο Νότο και τα υψώματα του Ζέελοβ στο κέντρο, αντιμέτωπη με το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο, διέθετε 14 μεραρχίες, 512 άρματα, 344 πυροβόλα και 300 έως 400 αντιαεροπορικά. Oι στρατιές αυτές υπάγονταν στην Ομάδα Στρατιών Βιστούλα. Στο Νότο, στον τομέα της Ομάδας Στρατιών Κέντρου με διοικητή το στρατάρχη Σέρνερ, στον τομέα επίθεσης του 1ου Ουκρανικού Μετώπου ήταν ανεπτυγμένη η Γερμανική 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά.
Στις 20 Mαρτίου ο στρατηγός Χαϊνρίτσι αντικατέστησε τον Χίμλερ στη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα και άρχισε αμέσως να καταστρώνει τα αμυντικά σχέδιά του. εκτίμησε σωστά ότι η κύρια Σοβιετική επίθεση θα εκδηλωνόταν στο κέντρο, με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου που περνούσε πάνω από τον ποταμό Όντερ, στον τομέα του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου. αποφάσισε να υπερασπιστεί τις όχθες του ποταμού με περιορισμένες δυνάμεις και να αναπτύξει την αμυντική γραμμή του στα υψώματα του ζέελοβ, 48 μέτρα πάνω από τις όχθες του ποταμού, στο σημείο που τον διέσχιζε ο αυτοκινητόδρομος.
Άρχισε να μεταφέρει δυνάμεις από άλλες περιοχές για να ενισχύσει το σημείο αυτό, ενώ το Γερμανικό μηχανικό μετέτρεψε την κοίτη του ποταμού σε πραγματικό βάλτο, εκτρέποντας παρακείμενα κανάλια. Οργανώθηκαν τρεις γραμμές άμυνας με αντιαρματικές τάφρους, θέσεις πυροβόλων και αντιαρματικών όπλων και ένα εκτενές δίκτυο χαρακωμάτων και οχυρών για το πεζικό. H τρίτη (και τελευταία) γραμμή άμυνας εκτεινόταν μέχρι και 20 χιλιόμετρα πίσω από τη γραμμή του μετώπου. Την παραμονή της Σοβιετικής επίθεσης και οι δύο πλευρές, που γνώριζαν ότι η μάχη αυτή ήταν η πιο αποφασιστική, ήταν απασχολημένες με τις απαραίτητες προετοιμασίες.
Oι Σοβιετικοί είχαν καμουφλάρει προσεκτικά τα πυροβόλα, τους όλμους και τα τεθωρακισμένα τους και είχαν αποσύρει από την πρώτη γραμμή οποιονδήποτε "ύποπτο" για λιποταξία που θα μπορούσε να προδώσει τα σχέδιά τους στον εχθρό. Για πρόσθετη ασφάλεια, είχαν εγκαταστήσει μία ειδική φρουρά στα μετόπισθεν, η αποστολή της οποίας ήταν να εμποδίσει οποιαδήποτε κίνηση φυγάδων προς τις Γερμανικές θέσεις. Oι υπεύθυνοι για την προπαγάνδα αξιωματικοί εμψύχωναν τα στρατεύματα που θα ρίχνονταν πρώτα στη μάχη με τα εξής λόγια: "Κανένα έλεος στον εχθρό. Έσπειραν ανέμους, θα θερίσουν θύελλες".
Στην άλλη πλευρά του μετώπου, οι νεαροί Γερμανοί δεν αισθάνονταν πια την υποχρέωση να πολεμήσουν και να πεθάνουν για τον Φύρερ τους. Παρέμεναν στις θέσεις τους, άλλοι λόγω του έμφυτου αισθήματος πειθαρχίας και υπακοής στους ανωτέρους και άλλοι από φόβο για τα "ιπτάμενα στρατοδικεία" της Στρατιωτικής Αστυνομίας που είχαν αποστολή να δικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες και να εκτελούν κάθε λιποτάκτη. Ακόμα και τα λευκά μαντίλια είχαν αφαιρεθεί από τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής ώστε να μην μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν για να παραδοθούν όταν θα άρχιζε η μάχη.
Oι αξιωματικοί, βλέποντας το φόβο στα μάτια των στρατιωτών, προσπαθούσαν να αναπτερώσουν το ηθικό τους και να τους πείσουν να πολεμήσουν, δίνοντας αόριστες υποσχέσεις για την εμπλοκή στο πεδίο της μάχης των νέων μυστικών όπλων του Φύρερ και περιγράφοντας τις φρικαλεότητες που είχε διαπράξει ο εχθρός στα γερμανικά εδάφη που είχε καταλάβει. Παρά τα αυστηρά μέτρα των Σοβιετικών, οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν έναν Σοβιετικό στην πρώτη γραμμή, ο οποίος τους αποκάλυψε ότι η επίθεση ήταν προγραμματισμένη για τις 16 Απριλίου.
H ημερομηνία έγινε πιστευτή όταν ο αιχμάλωτος ανέφερε λεπτομέρειες για τα σχέδια του εχθρού και όταν τους πληροφόρησε ότι οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν λάβει διαταγή να πλυθούν και να ξυριστούν για να δώσουν την εικόνα του πολιτισμένου κατακτητή. Πράγματι, προτού πέσει το τελευταίο φως της 15ης Απριλίου, οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού ξυρίστηκαν και "καλλωπίστηκαν" κατόπιν σχετικής διαταγής. Oι περισσότεροι δεν κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ, αφού γνώριζαν ότι η μάχη στην οποία θα λάμβαναν μέρος την επόμενη ημέρα ήταν η τελευταία και όλοι ήθελαν να ζήσουν για να γευτούν τη χαρά της τελικής νίκης στην ίδια την πρωτεύουσα του εχθρού, το Βερολίνο.
Για κάποιους η μάχη είχε ήδη αρχίσει. Ήταν οι σκαπανείς που σύρθηκαν προς τις θέσεις του εχθρού για να εκκαθαρίσουν τα ναρκοπέδια. Επέστρεψαν στις θέσεις τους λίγα λεπτά προτού αρχίσει η μεγαλύτερη προπαρασκευή πυροβολικού στην ιστορία του πολέμου, την ίδια στιγμή που οι τυφεκιοφόροι των μονάδων εφόδου έτρωγαν τη ζεστή σούπα τους και έπιναν τη βότκα που τους είχαν μοιράσει.
ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΜΕΡΑΡΧΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ''ΝΕΡΩΝΕΙΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ''
Ο κλοιός γύρω από το Βερολίνο έσφιγγε - το κέντρο της πόλης είχε καταστραφεί από τους Αμερικανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ο άλλοτε πανίσχυρος άνδρας του Ράιχ έβλεπε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί. Κλεισμένος στο μπούνκερ της Καγκελαρίας και αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο άνθρωπος, που φιλοδοξούσε να γίνει η σημαντικότερη φυσιογνωμία της γερμανικής ιστορίας, είχε χάσει πλέον κάθε επαφή με τη λογική. Με φανερά τα σημάδια της αρρώστιας του Πάρκινσον, ο Χίτλερ, ένας πρόωρα γερασμένος άνδρας, συνέχιζε τους ατελείωτους μονολόγους του και έδινε διαταγές σε μεραρχίες - φαντάσματα και ανύπαρκτους στρατούς.
Αν και αντιλαμβανόταν ότι το τέλος ερχόταν, δεν συνθηκολογούσε. Η «προδοσία του 1918» δεν θα επαναλαμβανόταν - αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του. Πιστός στα φυλετικά του προστάγματα για την «επικράτηση του ισχυροτέρου», εξέδωσε το περίφημο «Νερώνειο διάταγμα», το οποίο προέβλεπε την καταστροφή των σημαντικότερων βιομηχανιών του Ράιχ, μια και ο Γερμανικός λαός είχε αποδειχτεί αδύναμος απέναντι στους λαούς της Ανατολής. Το διάταγμα αγνοήθηκε τελικά, αφού δεν συμμερίζονταν όλοι οι Γερμανοί αξιωματούχοι τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του αρχηγού τους και δεν ήθελαν να θυσιάσουν ολόκληρο το έθνος στον βωμό του Εθνικοσοσιαλιστικού μολώχ.
Ο ΧΙΤΛΕΡ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΟΧΥΡΩΜΕΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΟΥ
Αν οι Ρώσοι είχαν αναστείλει την προσπάθεια τους μπροστά στο Βερολίνο, αυτό έγινε αποκλειστικά και μόνο, γιατί δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν μια αποτυχία, όπως αυτή που γνώρισαν, όταν δοκίμασαν πρόωρα να διεισδύσουν στην Ανατολική Πρωσία. Αποκαθιστούν τις συγκοινωνίες τους και φέρνουν νέες δυνάμεις για την τελειωτική επίθεση. Στην πεδιάδα του Δούναβη αντίθετα η μάχη συνεχίζεται με σφοδρότητα. Η πτώση της Βουδαπέστης δεν έπεισε τον Χίτλερ να εγκαταλείψει το σχέδιό του να ανακαταλάβει την γραμμή του Δούναβη.
Τη στιγμή που οι Ρώσοι βρίσκονται μπροστά στις πύλες του Βερολίνου, εκείνος διατηρεί ανάμεσα στα Καρπάθια και τον ποταμό Ντράβα τέσσερις στρατιές που διαθέτουν περισσότερες από τριάντα μεραρχίες, κι ανάμεσα σ’ αυτές την 6η στρατιά αρμάτων SS. Αυτή επιτίθεται στις 6 Μαρτίου μεταξύ των λιμνών Μπάλατον και Βέλενκζ, πετυχαίνει να σχηματίσει μια αιχμή στο τρίτο μέτωπο της Ουκρανίας, αλλά δεν κατορθώνει να προκαλέσει ρήγμα. Κάτω από καταρρακτώδη βροχή, η Leibstandarte Adolf Hitler δείχνει λιποψυχία.Ο Χίτλερ δίνει διαταγή να αφαιρεθούν τα περιβραχιόνια με το όνομά του.
Τα SS επιστρέφουν τα παράσημά τους μέσα σε αγγεία της νυκτός και μάλιστα, όπως λένε, και το χέρι ενός σκοτωμένου συντρόφου τους με το απαγορευμένο περιβραχιόνιο. Από την ημέρα αυτή ένα καινούργιο παράπονο προστίθεται στις ιερεμιάδες του Führer: ''Τα SS μου με προδίδουν κι αυτά''. Το πλεονέκτημα των Γερμανών είναι βραχύβιο. Στις 16 Μαρτίου το τρίτο μέτωπο της Ουκρανίας πέφτει εναντίον της αιχμής που είχε δημιουργήσει η επίθεση της 6ης του μηνός. Η 6η στρατιά αρμάτων SS δεν σώζεται από την ολοκληρωτική καταστροφή, παρά μόνο χάρη σε μια εσπευσμένη υποχώρηση. Στις 25 Μαρτίου το δεύτερο μέτωπο της Ουκρανίας επιτίθεται κι αυτό στα βόρεια του Δούναβη.
Τρέπει σε άτακτη φυγή την 8η Γερμανική στρατιά, καταλαμβάνει το Πρέσμπουργκ, περνά τα Αυστριακά σύνορα και εισβάλλει στην πεδιάδα του Βαγκράμ. Η δεύτερη Γερμανική πρωτεύουσα, η Βιέννη, ακούει το Ρωσικό πυροβολικό πριν από το Βερολίνο. Στα βόρεια οι Ρώσοι ξεκινούν για την κατάληψη της Πομερανία. Φθάνουν στη Βαλτική στις 9 Μαρτίου κοντά στο Κόλμπεργκ. Οι Γερμανοί κυκλώνονται έτσι σε τρεις παράκτιους θύλακες: στην Κουρλάνδη, όπου μάχονται η 16η και η 18η στρατιά, στην Ανατολική Πρωσία, όπου αγκιστρώνεται η 3η στρατιά αρμάτων και μερικά υπολείμματα της 4ης, στην Πομερανία τέλος, όπου η 2η στρατιά απωθείται προς την Γδύνια και το Γκντανσκ.
Ο θύλακας της Κουρλάνδης έχει κλείσει από τον μήνα Οκτώβριο. Αναπνέει από τους λιμένες του Λίμπαου και του Βίνταου. 10 μεραρχίες είχαν επαναπατρισθεί από το πολεμικό ναυτικό, απομένουν όμως άλλες 25, ένα τέταρτο του εκατομμυρίου άνδρες που αποτελούν αντικείμενο καθημερινής φιλονικίας μεταξύ του Χάιντς Βίλχελμ Γκουντέριαν και του Führer του. Ο Γκουντέριαν θέλει να εκκενώσει την Κουρλάνδη, για να ενισχύσει το μέτωπο του Όντερ. Ο Χίτλερ απαντά ότι ο θύλακας της Κουρλάνδης απασχολεί μεγαλύτερες δυνάμεις απ’ αυτές που τον υπερασπίζουν. Τον Απρίλιο διεξάγεται η 14η και η 15η μάχη της Κουρλάνδης.
Κάτω από την διοίκηση του στρατηγού Χίλπερτ, ενισχυόμενα από τους πατριώτες των Βαλτικών χωρών που πολεμούν με λύσσα εναντίον του κληρονομικού δυνάστη, τα Γερμανικά στρατεύματα παραμένουν ακλόνητα. Στην Ανατολική Πρωσία τα υπολείμματα της 4ης στρατιάς έχουν περιορισθεί στη μικρή χερσόνησο Μπάλγκα. Χωρίς ανεφοδιασμό, χωρίς ζεστά ρούχα, σωστοί σκελετοί 2.530 στρατιώτες και 2.830 τραυματίες κι ακόμη 3.500 Ρώσοι των βοηθητικών δυνάμεων που συμμερίζονται την τύχη των ηττημένων, διαφεύγουν διασχίζοντας το Φρις Χαφ και καταφεύγουν στην παράκτια λωρίδα ή Νέρουνγκ.
Πεθαίνοντας από την πείνα, αποδεκατιζόμενα από το Σοβιετικό πυροβολικό πλήθη φυγάδων συνωστίζονται στους πευκώνες, στους αμμόλοφους και στα λιγοστά χωριά ψαράδων περιμένοντας μια προβληματική μεταφορά τους από τη θάλασσα. Στις αρχές Απριλίου, το Καίνιγκσμπεργκ αποκόπτεται για δεύτερη φορά από το επίνειό του Πίλλαου. Ένας φοβερός βομβαρδισμός μετατρέπει την πόλη σε μια τεράστια πυρκαγιά. Ο διοικητής της, στρατηγός Όττο Λας, θεωρείται σκληροτράχηλος και Ναζιστής. Αντιλαμβάνεται ωστόσο, πως η παράταση της αντίστασης δεν σημαίνει παρά μάταιη θυσία ανθρώπινων υπάρξεων και στις 9 Απριλίου αποφασίζει να συνθηκολογήσει.
Η λύσσα της απελπισίας είναι τόσο μεγάλη, που πολίτες, μέλη της εθνοφρουράς, πυροβολούν αυτούς που κρατούν την λευκή σημαία. Νοσταλγικός των νικών που έσβησαν πια, ο άνθρωπος που κατέλαβε με έφοδο το φρούριο Eben-Emael, ο στρατηγός Μίσκοχ, είναι διοικητής του μηχανικού του Καίνιγκσμπεργκ. Αρνείται κι αυτός να συνθηκολογήσει και σκοτώνεται. Ο Χίτλερ στιγματίζει τον Λας, τον καταδικάζει σε θάνατο ερήμην και με βάση το νόμο περί συλλογικής ευθύνης των οικογενειών (Sippenhaft), διατάσσει την σύλληψη όλων των μελών της οικογενείας του. Αντίθετα ο gauleiter Έρικ Κοχ, που κατέφυγε στο Πίλλαου μ’ ένα παγοθραυστικό έτοιμο, για να φύγει πιο μακριά, δεν επισύρει καμιά μομφή.
Ένα τέκνο της περιοχής, ο στρατηγός φον Ζάουκεν, στέλνεται στην Ανατολική Πρωσία, για να παρατείνει τις τελευταίες νησίδες αντίστασης. Σκέπτεται κυρίως να διασώσει ό,τι είναι δυνατό από το πλήθος των αμάχων και των στρατιωτικών που έχει κυκλωθεί από τους Ρώσους. Από το Πίλλαου, από τη Γδύνια και από το μικρό στρατιωτικό λιμάνι του Χελ, που έριξε τις τελευταίες βολές πυροβολικού του Γερμανο-Πολωνικού πολέμου, αποπλέουν σκάφη κυριολεκτικά σκεπασμένα από ανθρώπινα μελίσσια. Μερικά απ’ αυτά τα περιμένει μια τραγωδία. Τα Ρωσικά υποβρύχια τορπιλίζουν το Γκενεράλ φον Στόυμπεν που βυθίζεται με 3.000 άτομα και το Γκόγια με 7.000.
Η κατάληψη της Πομερανία έφερε τους Ρώσους μπροστά στο Στεττίνο. Βρίσκονται στο μήκος του Όντερ από τις εκβολές του ως το σημείο συμβολής του με τον δυτικό Νάισσε. Διογκωμένος από την εξαιρετική τήξη των χιονιών ο μικρός ποταμός έχει ξεχειλίσει και το πλάτος του φθάνει σ’ ορισμένα σημεία ως τα 3 km. Οι Γερμανοί διατηρούν στην ανατολική όχθη δυο προγεφυρώματα, το ένα γύρω στην Φρανκφούρτη και το άλλο γύρω στο Κύστριν. Στις 12 Μαρτίου μια σφοδρή επίθεση σαρώνει αυτό το τελευταίο. Πάνω στην ορμή τους οι Ρώσοι περνούν τον Όντερ, προελαύνουν 10 km και φθάνουν σε απόσταση 60 km από το Βερολίνο.
Αναχαιτίζονται, αλλά όλες οι απόπειρες της 9ης στρατιάς να τους εξαναγκάσει να υποχωρήσουν πίσω από τον Όντερ αποτυγχάνουν. Ο αιφνιδιασμός του Κύστριν τερματίζει τη σταδιοδρομία του στρατηγού Χάινριχ Λούιτπολντ Χίμλερ. Ο Χάιντς Βίλχελμ Γκουντέριαν που είχε επανειλημμένα ζητήσει την αντικατάστασή του, μαθαίνει ότι εγκατέλειψε την ομάδα στρατιών του και βρίσκεται για θεραπεία στο σανατόριο του Χοχενλύχεν. Πηγαίνει εκεί και βρίσκει έναν άνθρωπο άρρωστο από αγωνία, που χωρίς καμιά δυσκολία αναγνωρίζει, πως δεν βρίσκεται στο ύψος της διοίκησής που του είχαν αναθέσει και δέχεται να ζητήσει την αντικατάστασή του.
Ο Γκουντέριαν πετυχαίνει να ορισθεί αντικαταστάτης του ο υποστράτηγος Γκόταρντ Χάινριτσι. Ο γηραιός στρατιώτης ατάραχος είχε απωθήσει μπροστά στη Μόσχα αμέτρητες Σοβιετικές επιθέσεις και είχε σώσει καταστάσεις σχεδόν απελπιστικές. Οι συνθήκες όμως είχαν βαθιά αλλάξει. Ο αντίπαλος έγινε πολύ ισχυρότερος και οι Γερμανοί στρατιώτες του 1942 είναι νεκροί. Μετά τη δαπανηρή αποτυχία της 9ης στρατιάς ο Χίτλερ κατηγορεί τον Μπούσσε για ανικανότητα και τα στρατεύματά του για δειλία. Ο Γκουντέριαν απαντά, ότι τα στρατεύματα έκαναν το καθήκον τους και ότι ο Μπούσσε είναι εξαίρετος στρατηγός.
Λίγες μέρες πριν, στη διάρκεια μιας ανάλογης σκηνής, ο Χίτλερ ύψωσε τη γροθιά του εναντίον του αρχηγού του επιτελείου του, τον οποίο ο Βίλχελμ Κάιτελ τράβηξε γρήγορα προς τα πίσω πιάνοντάς τον από το γιακά του χιτωνίου του, για να του κάνει ύστερα ζωηρές παρατηρήσεις: ''Πώς τολμάτε να αντιμιλάτε στον Führer μ’ αυτό τον τρόπο. Τι θα απογίνουμε αν πάθει καμιά συμφόρηση;'' Τη φορά αυτή η αντίδραση είναι παγερή. Ο Χίτλερ βγάζει έξω όλους τους παριστάμενους εκτός από τον Κάιτελ:
''Στρατηγέ Γκουντέριαν, η κατάσταση της υγείας σας απαιτεί άμεση ανάπαυση. Αντικαταστάτης του ορίζεται ο στρατηγός Χανς Κρεμπς που υπήρξε βοηθός του στρατιωτικού ακολούθου στη Μόσχα και που δεν έχει ακόμα αναρρώσει τελείως από μια διάσειση που είχε υποστεί σ’ ένα βομβαρδισμό του Ζόσσεν. Μιλά άπταιστα Ρωσικά και δεν έχει παύσει να λυπάται για τη διάλυση της συμμαχίας με τα Σοβιέτ''.
Κυλά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου. Στα δυτικά η κηλίδα της συμμαχικής προέλασης απλώνεται ταχύτατα. Το Κάσσελ, το Όσναμπρουκ, το Μίντεν, το Βύρτσμπουργκ, το Μπάυροτ, η Νυρεμβέργη, το Αννόβερο, το Μπρούνσβικ πέφτουν με ταχύτατο ρυθμό. Αν και περιέχει δυο φορές περισσότερους στρατιώτες από το Στάλινγκραντ το φρούριο του Ρούρ δεν προβάλλει πια καμιά σχεδόν αντίσταση. Οι τελευταίοι υπερασπιστές του παραδίδονται στις 17 Απριλίου. Ο στρατάρχης Βάλτερ Μόντελ καταφεύγει στα δάση, κοντά στο Ντούισμπουργκ, διαλέγει την βελανιδιά, που στη ρίζα της θέλει να ταφεί, και παρ’ όλες τις παρακλήσεις των τριών αξιωματικών που τον συνόδευσαν, αυτοκτονεί με μια σφαίρα περιστρόφου.
Στον Έλβα είχε φθάσει η 2η Αμερικανική θωρακισμένη μεραρχία στις 11 Απριλίου το βράδυ, κοντά στο Μαγδεμβούργο, έπειτα από μια προέλαση 92 km στη διάρκεια της ημέρας. Στις 12 Απριλίου η μεραρχία αυτή περνά τον ποταμό την ίδια στιγμή που βορειότερα η 5η θωρακισμένη φθάνει κι αυτή στον Έλβα, στο Τανγκερμούντε. Το Βερολίνο απέχει ακριβώς 85 km Πέντε μέρες πριν ο Χίτλερ είχε δώσει διαταγή να συγκροτηθεί κάτω από την διοίκηση του στρατηγού των θωρακισμένων Βάλτερ Βενκ μια νέα 12η στρατιά, στην οποία ανατίθεται να συγκρατήσει την εισβολή που έρχεται από τα δυτικά. Η στρατιά αυτή δεν είχε καν αρχίσει να συγκεντρώνει τις δυνάμεις της.
Ο δρόμος του Βερολίνου είναι ολάνοιχτος μπροστά στους Αμερικανούς. Μπορούν να κυριεύσουν την πρωτεύουσα του Χίτλερ πριν ακόμη οι Ρώσοι ξεκολλήσουν από τον Όντερ. Ο διοικητής της 9ης στρατιάς Ουίλιαμ Σίμψον, ζητά να συνεχίσει την προέλασή του. Μια διαταγή του Bradley τον καθηλώνει επί τόπου. Τον Έλβα δεν πρέπει να τον διαβούν, παρά μόνο περίπολοι. Και κάτι περισσότερο: ο Έλβας στον κάτω ρου του σχηματίζει μια πολύ βαθιά καμπύλη στα ανατολικά έτσι που δεν δημιουργείται ζήτημα να φθάσουν στον ποταμό σ’ όλο του το μήκος. Από το Ντεσσάου χαράσσεται μια άλλη γραμμή, όπου πρέπει να σταματήσουν.
Η γραμμή αυτή ακολουθεί έναν παραπόταμο του Έλβα, τον Μούλντε που ρέει ανάμεσα στη Λειψία και τη Δρέσδη. Με μικρή καθυστέρηση από μια αρκετά σοβαρή αντίσταση στα όρη του Χαρτς ο Χότζες έρχεται πειθήνια να παραταχθεί σ’ αυτό το τέρμα της προέλασης. Η εκστρατεία της Γερμανίας των δύο Αμερικανικών στρατιών, της 9ης και της 1ης, τερματίζεται. Μετά την Βιέννη και σε αναμονή της Πράγας η Αμερική αφήνει εκούσια στους Ρώσους την δόξα και το πλεονέκτημα της κατακτήσεως του Βερολίνου.
Το Βερολίνο που παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο για το μέλλον, υφίσταται τρομερή δοκιμασία. Οι συμμαχικές επιδρομές κατά την ημέρα και τη νύχτα δεν παύουν να αυξάνουν σε αριθμό και ένταση. Οι δρόμοι εξαφανίζονται ή μετατρέπονται σε στενά χαρακώματα μέσα στα χαλάσματα. Η πυρκαγιά που αναζωογονείται αδιάκοπα, δεν σβήνει ποτέ. Μια στήλη καπνού, ορατή από απόσταση 100 km, υψώνεται πάνω από την πόλη σαν μαύρη σημαία. Το 70% της κατοικημένης περιοχής, μιας από τις τρεις ή τέσσερις μεγαλύτερες θάλασσες σπιτιών του κόσμου, είναι καταστραμμένα. Καμιά ζώνη δεν έχει μείνει ανέπαφη, με σχετική εξαίρεση τις αραιοκατοικημένες πλούσιες συνοικίες Γκρύνεβαλντ και Βανζέε.
Το κέντρο με τα μνημεία της Χιτλερικής και προχιτλερικής αλαζονείας πλήττεται κατά τρόπο αμείλικτο. Η νέα Καγκελαρία δέχεται 58 πλήγματα στη διάρκεια μιας και μόνης επιδρομής - με τον Führer κρυμμένο στα σπλάχνα της, 130 σκαλοπάτια κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Ούτε οι Βερολινέζοι όμως, ούτε οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών υποπτεύονται την παρουσία του στην πρωτεύουσα. Όλοι νομίζουν πως βρίσκεται στο Berchtesgaden, για να οργανώσει το οχυρό της απελπισίας. Το καταφύγιο που ακόμα είναι άγνωστο και που πρόκειται να γίνει διάσημο, δεν είναι παρά το βαθύτερο τμήμα ενός μεγάλου υπόγειου σταθμού διοίκησης.
Τα δύο πρώτα πατώματα περιλαμβάνουν γραφεία, ένα ραδιοφωνικό σταθμό, τηλέτυπα, μια αίθουσα της φρουράς, μια αίθουσα φαγητού επιπλωμένη με πολυτέλεια και πλουσιοπάροχα εφοδιασμένη. Βυθίζεται κανείς ύστερα σ’ ένα καταφύγιο με δώδεκα δωμάτια, όπου κατοικεί το υπηρετικό προσωπικό και όπου παρασκευάζονται τα γεύματα χορτοφαγίας του Führer. Μια γυριστή σκάλα οδηγεί στο καθεαυτό καταφύγιο, χωμένο σε 12m βάθος κάτω από τον κήπο της παλιάς Καγκελαρίας. Ο κεντρικός διάδρομος χρησιμοποιείται και ως αίθουσα συσκέψεων. Δεξιά βρίσκεται ο κινητήρας ντίζελ που παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα, ένα τηλεφωνικό κέντρο και το δωμάτιο του γιατρού Μορέλλ. Αριστερά το διαμέρισμα του Führer.
Ο Χίτλερ στην αρχή έμενε μόνος του εκεί, κοιμόταν μέσα στο καταφύγιο, έκανε όμως έναν απαραίτητο για την υγεία του περίπατο στον κήπο της Καγκελαρίας που ήταν σπαρμένος με χαλάσματα και έπαιρνε την καθημερινή αναφορά μέσα σε ένα κτήριο του ισογείου. Η Εύα Μπράουν ήρθε και τον βρήκε εκεί κατά τα μέσα Απριλίου. Φαίνεται ότι εμφανίσθηκε ξαφνικά, ότι ο Χίτλερ την παρακάλεσε να φύγει και ότι εκείνη εγκαταλείποντας για πρώτη φορά την πειθήνια στάση της απαίτησε να μοιρασθεί την τύχη του. Πρώην βοηθός του φωτογράφου Χόφμαν η Εύα Μπράουν είναι η σύντροφος του Χίτλερ από την εποχή του αγώνα για την εξουσία.
Ήταν, γράφει ο Βίλχελμ Κάιτελ, λιγνή και πολύ κομψή, με μαλλιά καστανά ανοικτά. Οι γάμπες της ήταν τέλειες και ήταν πάντα το πρώτο πράγμα που όλοι πρόσεχαν σ’ αυτήν. Ήταν αν όχι συνεσταλμένη, τουλάχιστο επιφυλακτική. Έμενε πάντα στη σκιά και μόνο κατά τύχη υπήρχε περίπτωση να την δει κανείς στο Μπέργκχοφ. Η αφάνεια γίνεται πάλι ο κανόνας της κατά την περίοδο που μένει έγκλειστη στο καταφύγιο της Καγκελαρίας. Δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το μικροσκοπικό διαμέρισμά της, ένα δωμάτιο και το μοναδικό μπάνιο του καταφυγίου που επικοινωνούσε με το γραφείο του Χίτλερ.
Στις 8 Απριλίου ο Χάινριτσι έρχεται να δώσει αναφορά για την κατάσταση της ομάδας στρατιών του παρουσία του Γκαίρινγκ, του Νταίνιτς, του Χίμλερ, του Κρεμπς και του Μπούργκντορφ. Η στρατιά που υπερασπίζει τον Όντερ από την θάλασσα ως την διώρυγα Χοεντζόλλερν είχε πάρει πάλι το όνομα της 3ης στρατιάς αρμάτων που είχε χαθεί στην Ανατολική Πρωσία και είχε τεθεί κάτω από τις διαταγές ενός από τους ατυχήσαντες στρατηγούς της μάχης των Αρδενών, του Χάσσο φον Μαντόυφφελ. Ο Χάινριτσι δηλώνει ότι για την ώρα δεν ανησυχεί γι’ αυτόν: η διόγκωση των νερών εξακολουθεί στην κάτω κοιλάδα και προστατεύει τις Γερμανικές γραμμές.
Στη μέση κοιλάδα αντίθετα η στάθμη των νερών έχει πέσει και η κατάσταση της στρατιάς Μπούσσε γίνεται ανησυχητική. Οι Ρώσοι φέρνουν μάζες πυροβολικού και κατασκευάζουν πολλές δεκάδες γεφυρών γύρω στο Κύστριν. Ο Μπούσσε περιμένει από μέρα σε μέρα ένα φοβερό κτύπημα. Ο Χάινριτσι συμμερίζεται τους φόβους του, δηλώνει πως δεν έχει πια σχεδόν διόλου εφεδρείες και διαμαρτύρεται, επειδή τρεις θωρακισμένες μεραρχίες που είχαν ανασυνταχθεί στην περιοχή του Μύνχενμπεργκ, μεταξύ Όντερ και Βερολίνου, είχαν λάβει διαταγή να ενισχύσουν την ομάδα στρατιών Mitte στην Σιλεσία και στην Σλοβακία.
Ο Χίτλερ έχει αντίθετη γνώμη. Διακόπτοντας τον Χάινριτσι αρχίζει σε τόνο αλαζονικό μια διάλεξη περί Ερυθρού Στρατού. ''Ο στρατός αυτός έχει εξαντληθεί. Δεν αποτελείται πια παρά από κατάδικους που τους μάζεψαν από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και οδηγούνται στη μάχη με το κνούτο. Το πρόβλημα της νίκης δεν θα είχε καν τεθεί αν τον Γερμανικό στρατό διοικούσαν άλλοι κι όχι στρατηγοί που είχαν προσβληθεί από την σήψη του πεσσιμισμού και τη γάγγραινα της προδοσίας. Μου αναφέρετε αριθμούς. Οι αριθμοί σας δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αυτό που θα μ’ ενδιέφερε θα ήταν να εμφυσούσατε στα στρατεύματά σας τον φανατισμό της νίκης. Δεν μπορώ όμως να υπολογίζω σ’ αυτό''.
Όσο για την κατεύθυνση της προσεχούς επίθεσης ο Χίτλερ δεν συμμερίζεται την άποψη του Μπούσσε και του Χάινριτσι. ''Οι Ρώσοι δεν θα επιτεθούν προς την κατεύθυνση του Βερολίνου, στόχος που δεν έχει στρατηγικό ενδιαφέρον. Οι Ρώσοι, επειδή διοικούνται από έναν πραγματικό πολέμαρχο, τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, και όχι από στρατηγούς που ο εγκέφαλός τους έχει πάθει σκλήρυνση, θα επιτεθούν προς την κατεύθυνση της Δρέσδης, για να κυκλώσουν το ορεινό συγκρότημα της Βοημίας και να συνενωθούν με τις στρατιές τους που πολιορκούν την Βιέννη.
Αυτός είναι ο λόγος, λέει ο Χίτλερ, που δεν θα αναθεωρήσω την απόφασή μου, να στείλω στον Σαίρνερ τρεις συμπληρωματικές θωρακισμένες μεραρχίες. Αυτός θα τις χρειασθεί. Με την ευκαιρία αυτή στέλνει στον Σαίρνερ και την στραταρχική του ράβδο''. Την επομένη οι συμμαχικές στρατιές της Ιταλίας αναλαμβάνουν επίθεση. Με το 2ο Πολωνικό σώμα και με το 5ο Βρετανικό σώμα η 8η στρατιά επιτίθεται κατά μήκος της Αδριατικής προς την κατεύθυνση της Βενετίας. Με δύναμη τεσσάρων σωμάτων στρατού η 5η Αμερικανική στρατιά επαναλαμβάνει την προσπάθειά της εναντίον της Μπολόνια, που είχε διακοπεί εξ αιτίας του χειμώνα.
Ο ανώτατος διοικητής της Νοτιοδυτικής Ευρώπης φον Βιέτινγκχοφ, ζητά την έγκριση να αποσυρθεί εκείθεν του Πάδου, πριν η η διάταξη των Γερμανικών δυνάμεων κονιορτοποιηθεί. Ο Χίτλερ αρνείται. Στον Δούναβη τα στρατεύματα του Μαλινόφσκι είχαν μπει στη Βιέννη. Ο Χίτλερ είχε καλέσει τους Αυστριακούς συμπατριώτες του σε συναγερμό. Ένα τηλεγράφημα του φρουράρχου, στρατηγού φον Μπρύναου, τον βυθίζει σ’ έναν παροξυσμό λύσσας. Το τηλεγράφημα λέει: ''Ο πληθυσμός της Βιέννης πυροβολεί περισσότερο τους στρατιώτες μας παρά τον εχθρό''. Ο Χίτλερ απαντά: ''Χρησιμοποιήστε εναντίον των στασιαστών τα πιο βίαια μέσα''.
Υποκύπτοντας στα βασανιστήρια, κάποιος ταγματάρχης Μπιέντερμαν, αποκαλύπτει το αντιχιτλερικό κίνημα που είχε επιζήσει της συντριβής της συνωμοσίας της 20ής Ιουλίου. Οι φανοστάτες της Βιέννης γεμίζουν κρεμασμένους, αλλά ο αρχηγός της συνωμοσίας, λοχαγός Ζόκολλ, γλιτώνει από τις έρευνες και οι οπαδοί του συνενώνονται με τα Σοβιετικά στρατεύματα. Έπειτα από οδομαχίες τεσσάρων ημερών η Wehrmacht αποχωρεί. Η Βιέννη βρίσκεται στις φλόγες και η μεγάλη καμπάνα του Αγίου Στεφάνου που είχε χυθεί με τον ορείχαλκο 180 Τουρκικών πυροβόλων, γκρεμίζεται μέσα στα ερείπια του καθεδρικού ναού.
Στις 12 Απριλίου ο Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς επισκέπτεται το μέτωπο. Στη λέσχη αξιωματικών της 9ης στρατιάς εκφωνεί ένα λόγο διανθισμένο με το προσφιλές θέμα του Χίτλερ: Ο Φρειδερίκος ο Β' που υπέκυπτε στα πλήγματα της τρομερής συμμαχίας της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η Τσαρίνα Ελισάβετ που πεθαίνει ξαφνικά, για να αντικατασταθεί από έναν θαυμαστή του Πρώσου βασιλιά που εκκενώνει το Βερολίνο και ανατρέπει τις συμμαχίες. Η ευφράδεια του υπουργού της προπαγάνδας δεν ασκεί καμιά επίδραση σε αξιωματικούς κουρασμένους που παρακολουθούν αντίκρυ τους τις γιγαντιαίες Ρωσικές προετοιμασίες.
Επιστρέφοντας στο Βερολίνο -που απέχει 60 km από το μέτωπο- ο Γιόζεφ Γκαίμπελς διαβάζει τα τηλεγραφήματα, σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου του και καλεί τον Μπούσσε. ''Η Τσαρίνα πέθανε, στρατηγέ. Η Τσαρίνα πέθανε''. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ βρισκόταν στο γραφείο του θερινού Λευκού Οίκου στο Ουώρμ Σπρίνγκς της Georgia. Μόλις είχε βγει ο γραμματεύς Μπιλλ Χέλσυ με μερικά έγγραφα που είχε κατορθώσει να κάνει τον πρόεδρο να υπογράψει. Η ζωγράφος Ελίζαμπεθ Σουμάτοφ που είχε κληθεί πριν λίγες μέρες από τη Νέα Υόρκη, έκανε σχέδια για ένα πορτραίτο του προέδρου.
Ξαφνικά τον είδε να γέρνει στην πολυθρόνα του και τον άκουσε να ψιθυρίζει: ''Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο''. Ο μαύρος θαλαμηπόλος Άρτουρ Πρέττυμαν έτρεξε, πήρε στην αγκαλιά του τον άρρωστο και τον μετέφερε στο κρεβάτι του. Ο Ρούζβελτ πέθανε έπειτα από μια ώρα από εγκεφαλική αιμορραγία. Ο θάνατος αυτός δεν αποτελεί έκπληξη παρά μόνο για το μεγάλο κοινό. Την 1η Μαρτίου ο αντιπρόεδρος Χάρυ Σ. Τρούμαν είχε ειδοποιηθεί, ότι ο Ρούζβελτ βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου και ότι έπρεπε να είναι έτοιμος σε κάθε στιγμή να εξασφαλίσει τη διαδοχή. Ο Τρούμαν ήταν τελείως απροετοίμαστος γι’ αυτό το έργο.
Γνώριζε ελάχιστα τον αποθανόντα πρόεδρο, δεν είχε παρά μόνο μια φορά συζητήσει μαζί του και αγνοεί τα πάντα από την πολύ προσωπική και πολύ μυστική πολιτική του. Γιος φτωχού γαιοκτήμονα του Μιζούρι, χρεοκοπημένος βιομήχανος πλεκτών του Κάνσας City, στρατολογημένος στην εκλογική οργάνωση του πολιτικάντη - γκάνγκστερ Πέντεργκαστ -που η σταδιοδρομία του τερματίσθηκε σ’ ένα ομοσπονδιακό αναμορφωτήριο- σταλμένος από τον Πέντεργκαστ στη Γερουσία, υποδειχθείς για την αντιπροεδρία μέσα στα παρασκήνια μιας κομματικής συνελεύσεως, ο Τρούμαν δεν είχε ποτέ εγκαταλείψει την Αμερική έπειτα από τους λίγους μήνες που πέρασε στην Γαλλία ως λοχαγός του πυροβολικού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η δραστηριότητά του περιορίσθηκε πάντα στα εσωτερικά προβλήματα. Ανεβαίνει στο επίπεδο των μεγαλύτερων ιστορικών ευθυνών σε μια δύσκολη στιγμή. Ο πόλεμος με την Γερμανία φθάνει στο νικηφόρο τέρμα του, αλλά ο πόλεμος με την Ιαπωνία δεν έχει ακόμα κερδηθεί και η συμμαχία που είχε συναφθεί εναντίον του Χίτλερ με την Ε.Σ.Σ.Δ. διαλύεται. Δύο ώρες μετά τον θάνατο του Ρούζβελτ ο Τρούμαν ορκίζεται και λίγα λεπτά αργότερα συγκαλεί υπουργικό συμβούλιο. Η συνεδρίαση είναι σύντομη. Η μόνη απόφαση που λαμβάνεται είναι η επικύρωση της ημερομηνίας που είχε ορισθεί για την έναρξη της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών στον Άγιο Φραγκίσκο (25 Απριλίου).
Αφού αποσύρθηκαν οι άλλοι συνάδελφοί του, ο υπουργός των Στρατιωτικών Henry Stimson, ζητά ακρόαση από τον νέο πρόεδρο για μια εξαιρετικά σημαντική είδηση. Η Αμερική, λέει, ολοκληρώνει την παρασκευή εκρηκτικής ύλης of almost, unbelievable destructive power. Δεν είναι σε θέση προς το παρόν να πει περισσότερα. Ως Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Χάρυ Σ. Τρούμαν αγνοούσε τα πάντα σχετικά με το σχέδιο το αποκαλούμενο Manhattan District, την γιγαντιαία προσπάθεια για την κατασκευή ατομικών όπλων.
ΣΚΛΗΡΕΣ ΟΔΟΜΑΧΙΕΣ
Στις 20 Απριλίου 1945, την ημέρα των 56ων γενεθλίων του Φύρερ, η Σοβιετική επίθεση εγκαινίασε την έναρξη της μάχης του Βερολίνου. Τις επόμενες μέρες ένας ένας οι συνεργάτες του Χίτλερ, ανάμεσά τους ο Αλμπερτ Σπέερ και ο Χάινριχ Χίμλερ, εγκατέλειψαν τον αρχηγό τους και το κέντρο της πόλης, λίγο πριν οι Σοβιετικοί στρατηγοί Ζούκοφ και Κόνιεφ ολοκληρώσουν την κύκλωσή του. Την υπεράσπιση της Γερμανικής πρωτεύουσας διεύθυνε ο ίδιος ο Χίτλερ. Ομως οι δυνάμεις που διέθετε, δεν ξεπερνούσαν τους 100.000 άνδρες.
Η Περιοχή Αμύνης του Βερολίνου στηριζόταν, θεωρητικά, σε μια αντιαεροπορική Μεραρχία, 9 Λόχους του Συντάγματος Φρουρών της Grossdeutschland («Μεγάλη Γερμανία»), μερικά Τάγματα της Αστυνομίας, μερικά Τάγματα σκαπανέων Μηχανικού και 20 Τάγματα της Volkssturm. Η οχύρωση της πόλης είχε γίνει πρόχειρα και βιαστικά, ενώ οι πολιτοφυλακές της Volkssturm, χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση και οπλισμό, αποτελούνταν από έφηβους και ηλικιωμένους, που δεν συνιστούσαν σοβαρή απειλή για τον εμπειροπόλεμο Κόκκινο Στρατό. Όπως και στο Στάλινγκραντ, έτσι και στο Βερολίνο, οι μάχες πήραν τη μορφή σκληρών οδομαχιών.
Μάχες διεξήχθησαν ακόμη και από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και από υπόγειο σε υπόγειο. Η επικράτεια της Αυτοκρατορίας συρρικνώθηκε δραματικά, σε μια ζώνη μερικών χιλιομέτρων. Στις 29 Απριλίου εισήλθαν Σοβιετικοί στρατιώτες στο κυβερνητικό τετράγωνο γύρω από την Potsdamerplatz στην καρδιά του Βερολίνου. Μια μέρα αργότερα έλαβε χώρα η επίθεση στο Reichstag - τα κόκκινα λάβαρα ανέμιζαν πια σε κτίρια της πόλης.
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Στις όχθες του ποταμού Όντερ, του τελευταίου φυσικού εμποδίου πριν από το Βερολίνο, παρατάχθηκαν τελικά 140 Σοβιετικές μεραρχίες, κατανεμημένες σε 20 στρατιές, οι οποίες αριθμούσαν 1.593.800 άνδρες, 6.300 άρματα μάχης και 22.000 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η τεράστια αυτή δύναμη κρούσης υποστηριζόταν από 8.400 αεροσκάφη. Εναντίον του Βερολίνου επρόκειτο να επιτεθούν τρία σοβιετικά μέτωπα: το 1ο Μέτωπο της Λευκορωσίας υπό τον στρατάρχη Ζούκωφ, το 1ο Μέτωπο της Ουκρανίας υπό τον στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ και το 2ο Μέτωπο της Λευκορωσίας υπό τον στρατάρχη Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ.
Ο Γερμανικός Στρατός
Έως τις αρχές Δεκεμβρίου του 1944, οι Σοβιετικοί είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της Πολωνίας και είχαν εισβάλει στην Ανατολική Πρωσία. Για την αντιμετώπισή τους οι Γερμανοί διέθεταν 99 ετοιμοπόλεμες μεραρχίες, ενώ άλλες 38, υπό τον στρατηγό Βάιλερ, βρίσκονταν στην Ουγγαρία, στα περίχωρα της Βουδαπέστης, που απειλείτο από τους Σοβιετικούς. Οι επίλεκτες μονάδες των Waffen SS, μάλιστα, όπως η 1η Μεραρχία Γρεναδιέρων Πάντσερ "Leibstandarte Adolf Hitler", η 2η Μεραρχία "Das Reich" και η 3η Μεραρχία "Totenkopf", αντί να υπερασπίζονται τα πάτρια εδάφη, μάχονταν στο πλευρό των απρόθυμων και δύσπιστων Ούγγρων συμμάχων τους.
Παρά τις παραινέσεις του στρατηγού Χάιντς Γκουντέριαν για αποστολή περισσότερων ενισχύσεων στο Ανατολικό Μέτωπο, ο Χίτλερ αποφάσισε να αποσύρει 62 μεραρχίες, τις οποίες χρησιμοποίησε στη μάχη του θύλακα των Αρδενών, με αποτέλεσμα να παραμείνουν εκεί μόνο 37 μεραρχίες σύνθεσης. Στις αρχές του 1945, μία Γερμανική μεραρχία πεζικού αριθμούσε 10.500 άνδρες, ενώ μία μεραρχία πάντσερ αποτελείτο από 95 άρματα μάχης. Οι μονάδες, όμως, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Βερολίνου ήταν στην πλειοψηφία τους καταπονημένες και μειωμένης σύνθεσης.
Παρόλα αυτά, στις αρχές Μαρτίου, με διαταγή του Χίτλερ, δημιουργήθηκε η Ομάδα Στρατιών "Βιστούλα" (η ονομασία αυτή προκαλεί απορία, καθώς οι Γερμανικές δυνάμεις απείχαν εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον ποταμό Βιστούλα, το παλαιό σύνορο Πολωνίας-Πρωσίας). Ο σχηματισμός αυτός αποτελείτο από την 3η Στρατιά Πάντσερ, υπό τον στρατηγό Χάσο φον Μαντόιφελ, ο οποίος μετά τον Γκουντέριαν και τον Ρόμμελ, θεωρείτο ο καλύτερος ίσως στρατηγός τεθωρακισμένων του Γερμανικού Στρατού, ενώ στο παρελθόν είχε διοικήσει την επίλεκτη Μεραρχία "Grossdeutschland", και την 9η Στρατιά υπό τον τραχύ αλλά ικανό στρατηγό Τέοντορ Μπούσε.
Διοικητής της Ομάδας Στρατιών "Βιστούλα" ήταν ο ικανότατος και με μεγάλη εμπειρία στο Ανατολικό Μέτωπο στρατηγός Γκόταρντ Χάινριτσι. Στα νότια της Ομάδας Στρατιών "Βιστούλα" βρισκόταν η Ομάδα Στρατιών "Κέντρο", η οποία προστάτευε τη δίοδο προς τη νότια Γερμανία και τη Βαυαρία και τελούσε υπό τις διαταγές του ευνοούμενου στρατηγού του Χίτλερ, του σκληροτράχηλου αλλά με περιορισμένη στρατηγική αντίληψη στρατάρχη Φέρντιναντ Σαίρνερ. Στην περιοχή του ποταμού Έλβα, απέναντι από τις εμπροσθοφυλακές των Αμερικανών, είχε παραταχθεί η 12η Στρατιά υπό τον στρατηγό Βάλτερ Βενκ, η οποία περιελάμβανε υπολείμματα διαφόρων μονάδων και αριθμούσε μόλις 55.000 άνδρες.
Η στρατιά αυτή αποτελούσε την τελευταία ελπίδα του Χίτλερ για τη σωτηρία του Βερολίνου. Κατά τη διάρκεια της μάχης οΦύρερ διέταξε τη 12η Στρατιά να σπεύσει προς ενίσχυση της φρουράς της πρωτεύουσας του Γ΄ Ράιχ, κάτι που δεν κατέστη δυνατό νωρίτερα από τις 2 Μαΐου 1945, όταν η μάχη είχε πλέον κριθεί υπέρ των Σοβιετικών.
ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Οι Σοβιετικοί
Ο Σοβιετικός στρατιώτης ήταν σκληροτράχηλος, ανθεκτικός στις κακουχίες των εκστρατειών και πειθαρχούσε απόλυτα στις διαταγές των ανωτέρων του. Το 1941, όμως, λίγο πριν αλλά και κατά την Γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (22 Ιουνίου), γνωστή και με την επωνυμία του σχεδίου της ως "Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα"), το επίπεδο της εκπαίδευσής του ήταν χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων Ευρωπαϊκών στρατών. Η έλλειψη πρωτοβουλίας των υπαξιωματικών ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα που χαρακτήριζαν τον Κόκκινο Στρατό της περιόδου 1941 - 1943.
Από το 1944 και εφεξής, υπήρξε ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης του Στρατού, ενώ καταβλήθηκαν προσπάθειες για την ανάληψη πρωτοβουλιών από τους διοικητές των λόχων και των διμοιριών. Πολλοί Σοβιετικοί ποιητές, καθώς και άλλοι διανοούμενοι, εξόρκιζαν τους Σοβιετικούς στρατιώτες να μη λυπηθούν τη ζωή των Γερμανών, ακόμη και αν επρόκειτο για γυναίκες ή νήπια - και να εκδικηθούν για τα δεινά που υπέστη η χώρα τους από τη Γερμανική κατοχή. Ακόμη και ο συνήθως φειδωλός σε δηλώσεις στρατάρχης Γκεόργκι Ζούκωφ παρότρυνε τους στρατιώτες του να μη δείξουν έλεος στους κατοίκους των γερμανικών πόλεων που θα καταλάμβαναν.
Κατά συνέπεια, πολλοί ήταν οι Σοβιετικοί στρατιώτες που διαπνέονταν από το αίσθημα της εκδίκησης. Οι Σλαβικής καταγωγής Σοβιετικοί στρατιώτες οι οποίοι προέρχονταν από την Ευρωπαϊκή Ρωσία, ήταν εκείνοι που είχαν επωμισθεί το βάρος του πολέμου την περίοδο 1941 - 1944 και με το αίμα τους είχαν απελευθερώσει τα εδάφη της πατρίδας τους. Κατά τη μάχη του Βερολίνου το ηθικό των ανδρών αυτών ήταν υψηλό, η γενναιότητα όμως και ο ενθουσιασμός τους παραχώρησαν σταδιακά τη θέση τους στη φρόνηση. Η κατάληψη του Βερολίνου δεν ήταν παρά μια συμβολική πράξη, που στην πραγματικότητα στερείτο στρατηγικής σημασίας.
Κανένας Σοβιετικός στρατιώτης δεν επιθυμούσε να είναι αυτός το τελευταίο θύμα στην ύστατη μάχη του Β' Π.Π. Ο Στάλιν, αναγνωρίζοντας τις θυσίες των Σοβιετικών στρατιωτών της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, συμπλήρωσε τα κενά των περισσότερων μονάδων του Κόκκινου Στρατού με Καλμούχους, Τατάρους, Κιργίσιους, Αρμένιους, Τσετσένους και Αζερμπαϊτζανούς. Οι άνδρες αυτοί συγκρότησαν τα πρώτα τμήματα εφόδου, με αποτέλεσμα να υποστούν τις μεγαλύτερες απώλειες. Επίσης, σε αυτούς αποδίδεται το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τους φόνους, τους βιασμούς και τις βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν στο Βερολίνο εναντίον των αμάχων, τόσο κατά τη διάρκεια της μάχης όσο και μετά την κατάληψη της πόλης.
Αντίθετα απ' ό,τι πιστεύεται, η μόρφωση των Σοβιετικών αξιωματικών που ήταν απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών ήταν υψηλού επιπέδου, ενώ οι περισσότεροι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί γνώριζαν τη Γερμανική γλώσσα, την οποία είχαν διδαχθεί στις σχολές πολέμου. Οι αξιωματικοί αυτοί δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες, αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις εμπόδισαν τους Σοβιετικούς Ασιατικής καταγωγής που είχαν υπό τις διαταγές τους να διαπράξουν βαρβαρότητες. Ο στρατάρχης Κόνιεφ ήταν μανιώδης αναγνώστης βιβλίων και συχνά εξέπληττε τους επιτελείς του, απαγγέλοντας αποσπάσματα από έργα του Πούσκιν ή του ποιητή Τουργκένιεφ.
Οι Γερμανοί
Η πλειοψηφία των Γερμανών στρατιωτών και πολιτών πολέμησε απελπισμένα, προσπαθώντας να διασώσει το Βερολίνο από τις "ορδές των Μογγόλων κατακτητών" όπως έλεγε η προπαγάνδα των Ναζί. Πολλοί γνώριζαν εκ των προτέρων ότι ήταν καταδικασμένοι, εν τούτοις αγωνίσθηκαν υπέρ βωμών και εστιών. Οι ξένοι εθελοντές (Σουηδοί, Νορβηγοί, Γάλλοι, Ισπανοί) πολέμησαν με γενναιότητα, υπερασπιζόμενοι την ιδεολογία τους, ως νέοι σταυροφόροι, αυτή τη φορά κατά του Μπολσεβικισμού.
Πολλοί πάλι μάχονταν με την ελπίδα ότι θα επενέβαιναν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, καταλαμβάνοντας πρώτοι το Βερολίνο. Δεν ήξεραν όμως, ότι οι αποφάσεις για τη διανομή των εδαφών της Γερμανίας είχαν ήδη ληφθεί από τους Συμμάχους στη Διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Οι τρελές ελπίδες που γέννησε στη Γερμανία ο θάνατος του Ρούζβελτ, δεν περιορίζονται μόνο στους Ναζιστές ηγέτες που πιάνονται στο παραμικρό κλαράκι ελπίδας. Μέσα στο κατεστραμμένο Βερολίνο γεννιέται η αναμονή που θα στηρίξει μέχρι παραφροσύνης την αντίσταση της πρωτεύουσας: πρόκειται για την αναμονή της σύγκρουσης των δύο μεγάλων στρατιών που ξεπρόβαλαν η μια από τα κύματα του Ατλαντικού και η άλλη από τις στέπες της Ευρασίας. Τα γεγονότα στην Ελλάδα, η αιματηρή συντριβή του κομμουνισμού από τα Βρετανικά στρατεύματα φαίνονται σαν οιωνοί που προαναγγέλλουν αυτή την εξέλιξη.
Η Γερμανία είναι έτοιμη να χαιρετίσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο που γεννιέται μέσα στις φλόγες του δευτέρου πάνω στη μαρτυρική γη της. Τη νύκτα της 15ης προς την 16η Απριλίου η RAF έρχεται, όπως κάθε βράδυ, να οργώσει πάλι τα ερείπια του Βερολίνου. Οι μακρινές ή κοντινές βροντές του τάπητος βομβών που συντρίβει μια συνοικία της πρωτεύουσας, έχουν γίνει για τους Βερολινέζους ένας ήχος τόσο γνώριμος, όσο κι ο ήχος του υπόγειου σιδηροδρόμου τους. Στις 03:00 το πρωί όμως, όλα τα τζάμια που είναι ακόμα ανέπαφα, αρχίζουν να τρέμουν στα ανατολικά προάστια. Ο ορίζοντας γεμίζει από μια μαλακιά και συνεχή δόνηση που παγώνει τις καρδιές.
Στον Όντερ και εντεύθεν του Όντερ 22.000 πυροβόλα άνοιξαν πυρ εναντίον των Γερμανικών θέσεων. Η υπέρτατη επίθεση αρχίζει. Γι’ αυτή την υπέρτατη επίθεση η Σοβιετική στρατιωτική διοίκηση είχε συγκεντρώσει γιγαντιαίες δυνάμεις. 20 στρατιές, 150 μεραρχίες, δυόμισι εκατομμύρια άνδρες, 41.600 πυροβόλα, 6.300 άρματα, 8.400 αεροπλάνα. Τρεις ομάδες στρατιών συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους εναντίον της εχθρικής πρωτεύουσας: 1ο και 2ο μέτωπο Λευκορωσίας κάτω από τη διοίκηση του Ροκοσόφσκυ και του Ζούκωφ, 1ο μέτωπο Ουκρανίας κάτω από τη διοίκηση του Κόνιεφ. Το ηθικό των στρατιωτών γνωρίζει την τριπλή έξαψη: της νίκης, της εκδίκησης και της αποχαλινώσεως του ανθρώπινου κτήνους.
Η προκήρυξη που είχε απευθύνει ο στρατάρχης Ζούκωφ, περιέχει τις ακόλουθες εκφράσεις: ''Σοβιετικέ στρατιώτη, εκδικήσου. Δείξε τέτοια συμπεριφορά που όχι μόνο οι σημερινοί Γερμανοί, αλλά και οι μακρινοί απόγονοί τους να τρέμουν, όταν θα σε θυμούνται. Κάθε τι που ανήκει στον Γερμανό υπάνθρωπο είναι δικό σου. Σοβιετικέ στρατιώτη, κλείσε την καρδιά σου σε κάθε αίσθημα οίκτου''. Σε κάθε μια ομάδα Σοβιετικών στρατιών αντιπαρατάσσεται μια Γερμανική στρατιά η 3η στρατιά αρμάτων στον κάτω Όντερ, αντίκρυ στον Ροκοσόφσκυ που για την ώρα δεν κινείται. Η 9η, στον μέσο Όντερ, αντίκρυ στον Ζούκωφ.
Η 4η στρατιά αρμάτων, αριστερή πτέρυγα της ομάδας Σαίρνερ, στον Νάισσε, εναντίον του Κόνιεφ. Οι τρεις Γερμανικές στρατιές αποτελούνται από ετερόκλητα στοιχεία, κανονικές μεραρχίες, μεραρχίες περιορισμένης δύναμης, ταξιαρχίες ή μεραρχίες ξένων εθελοντών, φρουρές φρουρίων, σώματα Όντερ κλπ, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκτίμηση της δύναμής τους. Αν λάβουμε υπ’ όψη μας όμως όλα τα στοιχεία, η ρωσική υπεροχή είναι πιθανότατα 4 ή 5 προς 1. Η Γερμανία έχει ακόμα στρατιώτες στο Βόρειο ακρωτήριο και στα νησιά του Αιγαίου, τη στιγμή που, για να υπερασπίσει την πρωτεύουσα του ο Χίτλερ, δεν βρίσκει παρά μόνο ό,τι αντιστοιχεί σε τριάντα περίπου μεραρχίες.
Έσχατη ασυνέπεια: το Γ' Ράιχ είναι πιο ισχυρό μπροστά στην Πράγα ή το Λίμπαου, παρά μπροστά στο Βερολίνο. Η πρώτη ημέρα της μάχης θεωρείται στο Γενικό Στρατηγείο του Führer αρκετά ικανοποιητική. Απομονωμένη στη δεξιά όχθη του Όντερ η φρουρά της Φρανκφούρτης αποκρούει όλες τις επιθέσεις. Στη δεξιά πτέρυγα της 9ης στρατιάς το 5ο σώμα SS διατηρεί τις θέσεις του στον ποταμό. Τα δύο αλλά σώματα, το 11ο σώμα αρμάτων SS και το 101ο σώμα στρατού, εγκαταλείπουν έδαφος γύρω στο Βρίτζερν και το Σήλοου. Οι Ρωσικές επιθέσεις πολλαπλασιάζονται στη διάρκεια των επομένων τριών ημερών. Η δεξιά πτέρυγα της 9ης στρατιάς εξακολουθεί να αγκιστρώνεται στον Όντερ.
Ο αριστερή πτέρυγα υποχωρεί. Ο στρατηγός Χάινριτσι παρέχει στο στρατηγό Μπούσσε ελευθερία ευθυγραμμίσεως του μετώπου του, για να αποφύγει την κύκλωση. Ο αρχιστράτηγος Χίτλερ, του την αφαιρεί. Όλοι πρέπει να πολεμήσουν, χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους, εκεί όπου καθένας βρίσκεται. Στις 20 Απριλίου η κατάσταση γίνεται κρίσιμη. Ο Ροκοσόφσκυ, αφού περίμενε τέσσερις ημέρες την πτώση της στάθμης των νερών του Όντερ, επιτίθεται κι αυτός, από το Στεττίνο ως τη διώρυγα Χοεντζόλλερν. Στα νότια στον Νάισσε, η επίθεση του Κόνιεφ εναντίον του 5ου σώματος στρατού, αριστερή πτέρυγα της 4ης στρατιάς αρμάτων, καταλήγει σε ρήγμα.
Στο κέντρο η 9η στρατιά χωρίζεται από τις δύο γειτονικές της, υπερφαλαγγίζεται και τεμαχίζεται σε τρία τμήματα. Η κύκλωση του Βερολίνου αρχίζει να διαγράφεται. Πομπωδώς βαπτισμένο σώμα στρατιάς του Σπρέε ένα σύμφυρμα μελών της οργάνωσης Arbeitdienst και Volkssturm αναλαμβάνει την εξωφρενική αποστολή να κλείσει ένα ρήγμα 40 km από τη μια και από την άλλη πλευρά του Μπάρουτ. Στα βόρεια ο Χάινριτσι διατάσσει τον Obergruppenführer SS Στάινερ να συγκεντρώσει στην περιοχή του Ορανίεμπουργκ κάθε άτομο που μπορούσε να πολεμήσει, για να στηρίξει την δεξιά πτέρυγα της 3ης στρατιάς αρμάτων που είχε αρχίσει να κάμπτεται.
Στα Γερμανικά ημερολόγια η 20ή Απριλίου χαρακτηρίζεται με παχιά κόκκινα στοιχεία. Hitlersgeburtstag (γενέθλια του Hitler). Η ήττα δεν αναστέλλει το συνηθισμένο πρόγραμμα του εορτασμού. Οι Χιτλερικοί αετοί κυματίζουν πάνω στα ερείπια των Γερμανικών πόλεων που δεν τις έχει ακόμα καλύψει η διπλή εισβολή. Στις ερειπωμένες αίθουσες της Καγκελαρίας ο Χίτλερ δέχεται πρώτα μια ομάδα νεαρούς Βερολινέζους που διακρίθηκαν στους βομβαρδισμούς. Έπειτα, οι ανώτατοι αξιωματούχοι, Γκαίρινγκ, Ρίμπεντροπ, Νταίνιτς, Λέυ, Μπόρμαν κλπ., παρελαύνουν μιαν ακόμη φορά μπροστά στον αρχηγό μουρμουρίζοντας τα συγχαρητήριά τους.
Ύστερα από μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον Γκαίρινγκ, ο Χίτλερ καλεί τον Κάιτελ: ''Ο στρατάρχης του Ράιχ μου ανέφερε την επιθυμία του να πάει στο Berchtesgaden. Δεν βλέπω γιατί να μη συμφωνήσω. Εκείνη τη στιγμή, αφηγείται ο Κάιτελ, η ώρα ήταν ακριβώς 19:00. Μόλις και μετά βίας προφθάσαμε να τρέξουμε στα καταφύγια''. Η σύσκεψη συνεχίζεται στο καταφύγιο. Πριν από λίγες ημέρες, έπειτα από μια φοβερή νευρική κρίση (''Ποτέ δεν θα το υπογράψω αυτό! Πάρτε το αυτό από μπροστά μου!'') ο Χίτλερ κατέληξε επιτέλους να παραδεχθεί πως σύντομα η Γερμανία θα διχοτομηθεί και πως η οργάνωση άμυνας σε δύο ζώνες δεν ήταν πια δυνατόν να αναβληθεί.
Από την κατ’ αρχήν απόφαση προχωρούν στην εκτέλεση. Ο ναύαρχος Νταίνιτς ονομάζεται διοικητής της βόρειας ζώνης, με βοηθό τον στρατάρχη Ερνστ Μπους. Η νότια ζώνη που περιλαμβάνει τις Ιταλικές, Αυστριακές και Βαυαρικές Άλπεις, ορίζεται τυπικώς κάτω από τις διαταγές του στρατάρχου Άλμπερτ Κέσσελρινγκ, αλλά όλοι γνωρίζουν πως αρχηγός της θα είναι ο ίδιος ο Führer. Την παραμονή της καταστροφής το Βερολίνο εμφανίζει, χωρίς αμφιβολία, ένα θέαμα από τα πιο παράξενα στην ιστορία. Το 1944 είχε εκκενωθεί εν μέρει, αργότερα όμως ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε με τη συρροή ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων.
Οι πρόσφυγες κατασκηνώνουν στα πάρκα, όπου τα άλογά τους καταβροχθίζουν τον φλοιό των δένδρων. Πλάι σ’ αυτούς βετεράνοι των ταγμάτων εφόδου, μερικοί με ένα μόνο πόδι, με μοναδική στολή ένα περιβραχιόνιο στο πολιτικό τους πουκάμισο, απόλεμα παιδιά της Χιτλερικής οργάνωσης νεολαίας με πέτσινα πανταλόνια, ακόμα και νέες κοπέλες της Ένωσης Νεανίδων της Γερμανίας, εκπαιδεύονται στον χειρισμό της αντιαρματικής γροθιάς. Σε αλλά σημεία ανοίγουν χαρακώματα και στήνουν αντιαρματικές παγίδες. Μόλις στις 13 Απριλίου δόθηκε η διαταγή στον αστικό πληθυσμό να οργανώσει την πόλη του για άμυνα. Η διαταγή δεν προκάλεσε πολύ μεγάλη αίσθηση.
Η καθημερινή ζωή συνεχίζεται με τέτοια ένταση που η εικόνα των ερειπίων την κάνει να φαίνεται σουρεαλιστική. Τα εργοστάσια δουλεύουν. Τα γραφεία λειτουργούν. Το πλήθος κυκλοφορεί. Μερικοί κινηματογράφοι παίζουν, κάποτε, λειτουργούν πίσω από τις σανίδες που καλύπτουν την πρόσοψη: προβάλλουν το τελευταίο φιλμ της Ούφα, Κόλμπεργ που αφηγείται την ηρωική αντίσταση που πρόβαλε μια μικρή πόλη της Πρωσίας στους κτηνώδεις στρατιώτες ενός Ναπολέοντα ολότελα γελοίου. Ταινίες με συνθήματα διδάσκουν: ''Όποιος πιστεύει στον Χίτλερ πιστεύει στη νίκη'', ή ''Ο Μπολσεβικισμός βρίσκεται στο χείλος της πιο συντριπτικής ήττας του''.
Αλλά η ατμόσφαιρα είναι παράξενη, σχεδόν εξωπραγματική. Οι άνθρωποι είναι τσακισμένοι από την κόπωση. Ο καθένας τους κουβαλά ένα σάκο ή μια βαλίτσα με τα πιο πολύτιμα από τα υπάρχοντά του, γιατί κανείς δεν είναι σίγουρος, πως θα ξαναβρεί όρθιο το σπίτι του. Οι νοικοκυρές στέκονται σε μεγάλες ουρές, για να πάρουν με το δελτίο τα τρόφιμα που δικαιούνται, αλλά πολλά καταστήματα έχουν καταστραφεί και όλα τα τρόφιμα έχουν εξαφανιστεί αρχίζοντας από το κρέας και τη ζάχαρη. Τα τελευταία τσιγάρα που βρίσκονταν στην αγορά (μυρίζουν καρβουνιασμένο ξύλο, όπως άλλωστε και η πόλη ολόκληρη), είναι μια μάρκα ελάχιστα γνωστή: STAMBUL, αυτό λένε πως είναι τα αρχικά που σημαίνουν: Stalin Armee Marschiert Berlin Unter den Linden.
Γυναίκες έρχονται και φωνάζουν στους άνδρες τους που φτιάχνουν οδοφράγματα. Οι πιο πολλοί καταλαβαίνουν, πως ο πόλεμος είναι χαμένος, αλλά το καλύτερο είναι να διατηρήσει κανείς μέσα του μια πίστη και εξ άλλου η εμπιστοσύνη στον Χίτλερ, η πεποίθηση στο όπλο - θαύμα που θα χρησιμοποιηθεί το τελευταίο τέταρτο της ώρας, δεν έχουν σβήσει εντελώς. Προ παντός πιστεύουν πως οι Αμερικανοί θα φθάσουν στο Βερολίνο πριν από τους Ρώσους. Οι Αμερικανοί βομβάρδισαν χωρίς οίκτο, συσσωρεύοντας αυτά τα τεράστια ερείπια που μέσα τους η άνοιξη αναζωπυρώνει την πτωμαΐλα, οι Βερολινέζοι ωστόσο είναι έτοιμοι να τρέξουν σαν ένας άνθρωπος να τους ζητωκραυγάσουν.
Η 21η Απριλίου αρχίζει μ’ ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Όλα τα πουλιά του Γκρύνεβαλντ τραγουδούν με περιπάθεια μέσα στα νέα φυλλώματα, αν και εκρήξεις που δεν είναι από βόμβες, αλλά από τις πρώτες Σοβιετικές οβίδες που πέφτουν στην πόλη τους, κάνουν τους Βερολινέζους να αναπηδήσουν. Η κύκλωση συνεχίζεται. Στα νότια, οι Ρώσοι ανατρέπουν το ανίσχυρο φράγμα γύρω από το Μπάρουτ και κυριεύουν το Τζόσσεν, από όπου το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht ξεφεύγει, για να καταφυγή σ’ ένα στρατώνα του Κράμπνιτς. Στα ανατολικά προσπερνώντας την περικυκλωμένη 9η στρατιά, ο Ζούκωφ φθάνει στα τέρματα του μετρό, του U-Bahn.
Στα βόρεια οι εσωτερικές πτέρυγες του Ζούκωφ και του Ροκοσσόφσκι προελαύνουν και από τις δύο όχθες της διώρυγας Χοεντζόλλερν, καταλαμβάνουν το Έμπερσβαλντε, πλησιάζουν το Χάβελ και απειλούν το Ορανίεμπουργκ και το Σπάνταου. Όλοι οι συνετοί στρατηγοί θεωρούν πως είναι αδύνατο να κρατηθεί άμυνα και έχουν πεισθεί πως το Βερολίνο την τελευταία στιγμή θα κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη. Η διοίκηση της ομάδας στρατιών Χάινριτσι προετοιμάζεται να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, για να εγκαταστήσει ένα μέτωπο άμυνας μεταξύ Όντερ και Έλβα. Ο Βέιντλινγκ, διοικητής του 56ου θωρακισμένου σώματος, προσπαθεί να υπερφαλαγγίσει το Βερολίνο από τα νότια για να ενωθεί με τη στρατιά Βενκ ανατολικά του Πότσδαμ.
Μια διαταγή του Χίτλερ του ανακόπτει αυτήν την επιχείρηση και του δίνει εντολή να μπει μέσα στην πόλη και να την υπερασπισθεί. Στο υπουργείο Προπαγάνδας η σύσκεψη των διευθυντών έγινε, όπως συνήθως, στις 11 το πρωί. Την προπαραμονή, γιορτάζοντας τα γενέθλια του Führer, ο Γκαίμπελς έκανε από το ραδιόφωνο μια ομολογία πίστεως και μια υπόσχεση νίκης, οι οποίες για μιαν ακόμη φορά ηλέκτρισαν ένα τμήμα του Γερμανικού λαού. Την παραμονή μόνος αυτός από τους υπαρχηγούς του Χίτλερ υποστήριξε, πως ο Führer, πρέπει να μείνει στο Βερολίνο διακηρύσσοντας, πως ο εθνικοσοσιαλισμός σαν μια ψυχή οφείλει να πολεμήσει μέσα στο Βερολίνο και εκεί να θριαμβεύσει ή να υποκύψει.
Τώρα, σε μια αίθουσα με τα παράθυρα σπασμένα εμφανίζεται μπροστά στους συνεργάτες του για να τους αναγγείλει: ''Το παν απώλετο''. Δεν τους το λέει αυτό, τους το κραυγάζει. Δεν πρόκειται για έκφραση υποταγής, είναι ένας βρυχηθμός λύσσας. Η φωνή του, υπερβολικά έντονη σχετικά με το ισχνό σώμα του, αντηχεί σαν να μιλούσε μπροστά σε πλήθος στο Σπόρτσπαλαστ ή καλύτερα σαν ν’ απευθυνόταν σ’ ολόκληρο τον Γερμανικό λαό. Τον βρίζει και τον καυτηριάζει. ''Λαός δειλών. Αφήνει να βιάζουν τις γυναίκες του. Αφήνει να μολύνουν τη γη του. Προς ανατολάς τρέπεται εις φυγήν. Προς δυσμάς παραδίδεται στον εχθρό. Δεν ήταν άξιος του εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά θα πληρώσει τη δειλία του, την ήττα του, τη φαυλότητά του, τη φοβία του πολύ πιο ακριβά από όσο θα πλήρωνε μια νίκη πολύ μεγάλη γι’ αυτόν''.
Από όσους βρίσκονται εκεί, ένας μόνο τόλμησε να αντιταχθεί, ο διευθυντής της ραδιοφωνίας Χανς Φρίτσε. Είναι βέβαια αλήθεια πως υπήρξαν λιποψυχίες, δεν πρέπει όμως αυτές ν’ αφήσουν να λησμονηθεί ο ηρωισμός με τον οποίο ο Γερμανικός λαός πολέμησε και πολεμά ακόμη. Αλλά η διαμαρτυρία αυτή δεν έχει άλλο αποτέλεσμα παρά να ξανάψει την οργή του Γκαίμπελς, να αναζωογονήσει την αλυσίδα των ύβρεων που ξεχύνει πάνω στους ανθρώπους και πάνω στο έθνος. Βρίζει τον Φρίτσε και τους άλλους που δεν έχουν ξεσφίξει τα δόντια. ''Κανείς δεν σας ανάγκασε να δουλέψετε μαζί μου! Τώρα είσαστε χαμένοι. Τα λαιμάκια σας θα κοπούν''.
Φεύγει ξαφνικά από την αίθουσα κραυγάζοντας: ''Καταρρέουμε, θα παρασύρουμε μαζί μας την υφήλιο''. Στην Καγκελαρία, η 21 Απριλίου ήταν επίσης μια ημέρα πυρετού. Ποτέ άλλοτε ο Χίτλερ δεν ήταν τόσο ταραγμένος. Τηλεφωνεί προς όλες τις κατευθύνσεις γαβγίζοντας διαταγές και απειλές. Οι ελπίδες του κρέμονται από αυτό το συγκρότημα Στάινερ που ο Χάινριτσι διέταξε να οργανωθεί στην περιοχή του Οράνιεμπουργκ. Το βλέπει να ορμά εναντίον της δεξιάς πτέρυγας του Ζούκωφ και να την συμπιέζει στην οχυρωμένη ζώνη του Βερολίνου.
Στις 23:50 ακόμη την νύχτα ξεσηκώνει τον αρχηγό του επιτελείου της Luftwaffe Κόλλερ που εκπροσωπεί τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, για να εξασφαλίσει στον Στάινερ κάθε δυνατή αεροπορική υποστήριξη. Την άλλη μέρα, Κυριακή 22 Απριλίου, αρχίζει στο καταφύγιο η μεγάλη σύσκεψη, στις 15:00. Ο Άλφρεντ Γιοντλ, όπως κάθε φορά που έχει να μεταδώσει πικρά νέα, τραινάρει την αναφορά του πάνω στα δευτερεύοντα μέτωπα αρχίζει να αναλύει λεπτομερώς την κατάσταση στην Ιταλία. Το αποτέλεσμα που είχε αυτή η έκθεση για την ολοκληρωτική κατάρρευση, το έχουν περιγράψει με διάφορες παραλλαγές.
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς ο Χίτλερ έπαθε κρίση υστερίας, έμεινε για πολύ ακίνητος, με το κεφάλι βυθισμένο στο στήθος του, έπειτα ύψωσε και πάλι το πρόσωπό του βουτηγμένο στα δάκρυα και ξέσπασε σ’ ένα λυγμό πληγωμένου ζώου που έκανε ν’ ανατριχιάσουν όλοι οι παρόντες στο καταφύγιο. Οι αφηγήσεις του Κάιτελ και του Γιοντλ που ήταν οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες που προσωρινά επιζήσανε από την ήττα, είναι πιο θλιβερές. Ο Χίτλερ άκουσε το τέλος της αναφοράς με ύφος σαν να μην ήταν παρών. Όταν εκείνοι που πήραν μέρος στη σύσκεψη σηκώθηκαν να φύγουν, κράτησε τον Κάιτελ και τον Μπόρμαν. Τους κοίταξε μια στιγμή σιωπηλός, έπειτα με φωνή χαμηλή δήλωσε:
''Δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο''.
Το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht έπρεπε να λειτουργήσει την άλλη μέρα στο Berchtesgaden. Υπήρχε πάντα η πρόβλεψη να χρησιμοποιηθεί η στρατιά του Βενκ εναντίον των Αμερικανών. Ο Χίτλερ ο ίδιος, λέει ο Κάιτελ, την είχε σχηματίσει. Είχε διαλέξει για τούτο όλες τις μεραρχίες που απέσυρε από τα διάφορα μέτωπα. Την είχε τάξει σε κεντρική θέση, στα νότια του Αμβούργου, και έχοντάς την ασφαλισμένη ανατολικά από τον Έλβα λογάριαζε να την ρίξει εναντίον των Αμερικανικών φαλαγγών που προχωρούσαν στα νότια του Χαρτς και που τις θεωρούσε σχετικά αδύναμες.
Το Βερολίνο έπρεπε να συνεχίσει την άμυνα, αλλά με τον τρόπο που αμύνονταν το Γκτανσκ και το Βρότσλαβ, δηλαδή ανεξάρτητα από τις επιχειρήσεις σε ανοιχτό πεδίο. Η κατάσταση θ’ άλλαζε ολότελα, αν το Βερολίνο έχοντας μέσα του τον Χίτλερ γινόταν ο μοχλός της μάχης. Ο πόλεμος σμικρύνονταν για την Καγκελαρία του Ράιχ σ’ έναν αγώνα τυφλό και άνισο. Η νύχτα για τον στρατάρχη Κάιτελ είναι δραματική. Ένα απέραντο πλήθος, βουτηγμένο στην κόπωση και την αγωνία, κατακλύζει τα περίχωρα του Βερολίνου. Φωτεινοί κύκλοι και εκρήξεις πορφυρώνουν και συγκλονίζουν τον ορίζοντα.
Ο Κάιτελ μόλις και μετά βίας καταφέρνει να βρει την αγροικία, το Άλτε Χαίλε (Παλιά Κόλαση), όπου ο Βενκ έχει εγκαταστήσει το στρατηγείο του. Ένα κερί φωτίζει το χάρτη, πάνω στον οποίο οι δύο στρατηγοί πρέπει να στρέψουν προς άλλη κατεύθυνση την κίνηση της 12ης στρατιάς. Ο Βενκ, εξαίρετος αξιωματικός, γνωρίζει ότι ο πόλεμος είναι χαμένος και ότι ο μόνος λογικός στρατηγικός στόχος είναι να κινηθούν στο εξής προς τους Αμερικανούς. Οι οδηγίες που του φέρνει ο Κάιτελ τον ξαναρίχνουν ανάμεσα στις Ρωσικές μάζες. Αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πειθαρχήσει.
Αντί να επιτεθεί προς τα νοτιοδυτικά η 12η στρατιά, θα κινηθεί προς τα ανατολικά, αφήνοντας στον Έλβα μόνο μικρές οπισθοφυλακές. Το σώμα της που είναι στα βόρεια, το 20ό σώμα στρατού με διοικητή τον στρατηγό Καίλερ, θα προχωρήσει στα νότια του Βερολίνου, θα ενισχύσει την στρατιά που επιτέλους πήρε την έγκριση να εγκαταλείψει τον Όντερ και έτσι ενισχυμένο θα στραφεί και πάλι στα βόρεια, για να χτυπήσει από πίσω τους επιτιθέμενους εναντίον της πρωτεύουσας. Στα βόρεια του Βερολίνου η ομάδα Στάινερ που μόλις ενισχύθηκε με την 25η θωρακισμένη μεραρχία επίλεκτων και την 7η θωρακισμένη μεραρχία που τις παρεχώρησε ο Μαντόυφφελ, θα συμπράξει στη γενική δράση κάνοντας επίθεση προς την κατεύθυνση του Σπάνταου.
Στο χάρτη πάνω τα πάντα μπορούν να γίνουν. Στο πρώτο φως της αυγής μια ελπίδα ξαναγεννιέται. Ο Κάιτελ υπαγορεύει στον Βενκ τη διαταγή του επιχειρήσεων, τον αφήνει δίνοντάς του υπόσχεση νίκης, ύστερα, παρ’ όλη την κόπωση που έχει ξαναπηγαίνει να δώσει κουράγιο στη μεραρχία Σπάνταου κοντά στο Μπέλτσιχ. Οι εντυπώσεις μου, διηγείται, ήταν πολύ καλές. Προσθέτει και τα εξής κωμικά: ''Ήταν η πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου που ασκούσα διοίκηση''. Στη 13:00 ο Κάιτελ ξαναγυρίζει στο Κράμπνιτς, όπου ο Γιοντλ είχε αγρυπνήσει το ίδιο πάνω στους χάρτες του. Ο στρατάρχης και ο υποστράτηγος φεύγουν και οι δύο μαζί για την Καγκελαρία.
Οι πληροφορίες για τη στρατιά Βενκ φάνηκαν ευχάριστες στον Führer. Αυτή ήταν τουλάχιστο η εντύπωση του Κάιτελ. Ίσως δεν κατάλαβε, πως η απελπισία είχε αποθέσει στο πρόσωπο του Χίτλερ μια μάσκα που δεν την είχε άλλοτε δει, τη μάσκα της γαλήνης. Οι Ρώσοι δεν έχασαν την ημέρα τους. Οι προφυλακές του Κόνιεφ φτάνουν στο Μπέελιτς, 15 km στα νότια του Πότσδαμ. Οι προφυλακές του Ζούκωφ χτυπάνε το Νταίμπεριτς, 5 km από το Σπάνταου. Το Βερολίνο είναι κυκλωμένο κατά τα πέντε έκτα και στα ανατολικά το Σοβιετικό πεζικό πλησιάζει την Αλεξάντερπλατς.
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του Καμπφκομμαντάντ (αρχηγού επιχειρήσεων) ο στρατηγός Βέιντλινγκ διαμοίρασε τις μεραρχίες του 56ου θωρακισμένου σώματός του από το Πάνχοφ ως τις παρυφές του αεροδρομίου Τέμπελχοφ. Η παγίδα αρχίζει. Στο καταφύγιο η σχετική ηρεμία της ημέρας ανατρέπεται από ένα τηλεγράφημα του Γκαίρινγκ. ''Δέχεστε, ρωτά τον Führer ο στρατάρχης του Ράιχ, να αναλάβω την όλη διοίκηση του Ράιχ με πλήρη δικαιώματα και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό; Αν δεν λάβω απάντηση πριν από τις 10 το βράδυ απόψε, θα θεωρήσω πως δεν έχετε πια ελευθερία δράσης και θα κάνω το καλύτερο που επιβάλλουν τα συμφέροντα του λαού μας και της χώρας μας''.
Αυτό το αυθάδες τελεσίγραφο, αυτή η πρωτοφανής αναγγελία μιας πρόθεσης διαπραγματεύσεων με τον εχθρό βγάζουν τον Χίτλερ από τη νάρκη, όπου είχε εγκαταλειφθεί. Στιγματίζει τον Γκαίρινγκ με τις πιο υβριστικές εκφράσεις και έπειτα μαζί με τον Μπόρμαν που θριαμβεύει πάνω σ’ έναν μισητό ανταγωνιστή, υπαγορεύει τις διαταγές του στον διοικητή των SS του Berchtesgaden: Ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, ένοχος εσχάτης προδοσίας, αποστερείται από όλους τους τίτλους του και τα αξιώματά του και καταδικάζεται εις θάνατον. Ο Führer έχοντας υπ’ όψη τις υπηρεσίες του κατά το παρελθόν, του χαρίζει τη ζωή, αλλά πρέπει να συλληφθεί αμέσως.
Ένα άλλο τηλεγράφημα καλεί από το Μόναχο στο Βερολίνο τον στρατηγό βαρόνο Ρόμπερτ φον Γκρέιμ, διοικητή του 6ου αεροπορικού στόλου, τον οποίο ο Χίτλερ προορίζει για διάδοχο του Γκαίρινγκ στην αρχηγία της Luftwaffe. Την άλλη μέρα, 24 του μηνός, η κύκλωση του Βερολίνου ολοκληρώνεται. Στο δρόμο του Κράμπνιτς σταματάνε τον Κάιτελ, ενώ επιστρέφει από την ομάδα Χάινριτσι. Το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht χρειάστηκε να μετακινηθεί εσπευσμένως μέσα στη νύχτα μπροστά στα ρωσικά θωρακισμένα. Ο Κάιτελ το βρίσκει στην αγροικία του Νόυ - Ρούφεν, κοντά στο Φύρστενμπεργκ.
Το Γκάτοφ δεν έχει ακόμη καταληφθεί από τους Ρώσους, αλλά δεν υπάρχει πια άλλο μέσον να πάει κανείς από την ξηρά στο Βερολίνο. Η Χάννα και ο Ρόμπερτ φον Γκρέιμ μεταφέρονται σ’ ένα Fieseler Storch και ο Ρόμπερτ οδηγώντας το πετά ως την Πύλη του Βρανδεμβούργου, πάνω από τις στέγες πετούν πάνω από το φλεγόμενο Βερολίνο. Μια οβίδα κτυπάει το αεροπλάνο, και τσακίζει τη δεξιά κνήμη του Γκράιμ. Χάνει τις αισθήσεις του, αλλά η Χάννα καταφέρνει να προσγειωθεί, βρίσκει ένα αυτοκίνητο, φθάνει στην Καγκελαρία, όπου αμέσως επιδένουν το τραύμα του Γκράιμ. Ο Χίτλερ τον επισκέπτεται στο κρεβάτι, όπου νοσηλεύεται.
Σκηνές αγανάκτησης, συγκίνησης και δακρύων διαδέχονται η μία την άλλη ανάμεσα στον Führer, τον τραυματία και την αεροπόρο. Ο Χίτλερ καταφέρεται εναντίον της προδοσίας του Göring, και μεταξύ αναλαμπών ελπίδας αναστενάζει για την μοιραία τύχη του. Η φυσική του κατάσταση, λέει, δεν του επιτρέπει να πεθάνει με το όπλο στο χέρι -δεν θέλει να πέσει ζωντανός στα χέρια των Ρώσων- λοιπόν, θ’ αυτοκτονήσει. Η Χάννα Ράιτς και ο Γκράιμ ζητούν την χάρη να συμμερισθούν την τύχη του. Ο Χίτλερ αρνείται. Ονομάζει τον Γκράιμ στρατάρχη -τον τελευταίο- και τον διατάζει να βγει από το Βερολίνο, για να συνεχίσει τον αγώνα επικεφαλής της Luftwaffe.
Αλλά το αεροπλάνο Fieseler Storch που είχε φέρει τον Γκράιμ, είναι άχρηστο και πρέπει να περιμένουν να στείλει η Luftwaffe στο Βερολίνο άλλο αεροπλάνο. Πριν από λίγες ημέρες η 1η Γαλλική στρατιά είχε καταλάβει την Στουτγάρδη. Την προπαραμονή, 25 Απριλίου, οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί έσφιξαν τα χέρια πάνω στον Έλβα, στο Τόργκαου, χειρονομία που συμβολίζει τη διχοτόμηση της Γερμανίας. Την παραμονή οι Άγγλοι είχαν μπει στη Βρέμη. Στην Ιταλία η Γερμανική διάλυση είναι ολοκληρωτική. Σχεδόν παντού παραδίνονται, και ο αγώνας καταπαύει. Εκτός από το καμίνι του Βερολίνου.
Οι οδομαχίες, που είχαν αρχίσει στις 22 Απριλίου στα περίχωρα Νίντερσαινχαουζεν και Λίχτενμπεργκ, συνεχίζονται με μανία. Στις 23 Απριλίου οι Ρώσοι κτύπησαν την Φρανγκφουρτεραλλέ και την κατέλαβαν ως εκεί που γειτονεύει με την Αλεξάντερπλατς. Στις 24 Απριλίου κατέλαβαν τον σταθμό της Σιλεσία και από την άλλη πλευρά του Σπρέε τον σταθμό του Γκαίρλιτς. Στις 25 Απριλίου μάχονται στα βόρεια, στο προάστιο Ραϊνκεντόρφ, στα νότια στο προάστιο Στέγκλιτς, διώχνουν τα SS από το δημαρχείο του Σαίνεμπεργκ, καταλαμβάνουν το Τέμπελχοφ και ανασκάπτουν με οβίδες το Τίργκαρντεν, όπου είναι συγκεντρωμένες οι μάζες των Γερμανικών πυροβολαρχιών.
Στις 26 Απριλίου βγαίνουν από το Τέμπελχοφ, καταλαμβάνουν την Μπελ - Αλλιανσεπλάτς, σε απόσταση λιγότερο από 2 km από την Ούντερ ντεν Λίντεν. Στα βόρεια, καταλαμβάνουν το Τέγκελ και το Βίττεναου, εισχωρούν στη Ζίμενστατ και στη βιομηχανική συνοικία του Βέντιγκ και μάχονται ανάμεσα από τα εργοστάσια που λίγες ώρες πρωτύτερα, σφυρηλατούσαν τα Γερμανικά όπλα. Μόλις ξημέρωσε, οι υπερασπιστές του Τίργκαρτεν άκουσαν με έκπληξη ένα κονσέρτο πουλιών. Ένα λεπτό ύστερα, τα αρμόνια του Στάλιν αρχίζουν να βρυχώνται.
Αναγκασμένοι να τελειώνουν το ταχύτερο οι Ρώσοι κατευθύνουν στο κέντρο του Βερολίνου μια γενική επίθεση. Καταλαμβάνουν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Άνχαλτ, επιτίθενται στην Λάιψιγκερστράσσε και στην Πρινσαλμπερτστράσσε και μπαίνουν στο γενικό επιτελείο της Gestapo, που το βρίσκουν στοιβαγμένο με πτώματα πολιτικών κρατουμένων που τους είχαν εκτελέσει. Αντικειμενικός σκοπός αυτής της επίμονης προσπάθειας, στόχος της αντεπίθεσης που άρχισε από το Στάλινγκραντ, είναι η Καγκελαρία που δεν απέχει παρά 300 m. Αλλά μέσα από τα ερείπια ξεφυτρώνουν υπερασπιστές, απωθούν τον επιτιθέμενο, ανακαταλαμβάνουν το κτήριο της Gestapo, έπειτα το ξαναχάνουν.
Η επίθεση σταμάτησε. Ξαναρχίζει η προπαρασκευή. Το πυροβολικό του Στάλιν αρχίζουν και πάλι να χτυπούν. Τα Ρωσικά καταδιωκτικά - βομβαρδιστικά που έχουν αντικαταστήσει τους Αγγλο-Αμερικανικούς αεροπορικούς στόλους, εφορμούν κατά σμήνη. Μια τεράστια έκρηξη συγκλονίζει ολόκληρη την πόλη, όταν μια αποθήκη με αντιαρματικές γροθιές ανατινάζεται στην Ποτσνταμερπλάτς προκαλώντας μια φρικτή αιματοχυσία. Μια ακόμα πιο αποτρόπαιη τραγωδία εκτυλίσσεται κάτω από το ανάχωμα. Οι στρατιώτες του μηχανικού εκτέλεσαν τη διαταγή να ανατιναχθούν τα φράγματα του καναλιού Λάντβερ, με σκοπό να πλημμυρίσουν τα υπόγεια του μετρό που τα χρησιμοποιούν οι Ρώσοι.
Μέσα στο σκοτάδι οι χιλιάδες πολίτες που έχουν καταφύγει εκεί, φεύγουν ψηλαφώντας μπροστά από τα νερά που ανεβαίνουν. Εκατοντάδες αμάχων, ανάμεσά τους ένα πολύ μεγάλο ποσοστό παιδιών, πνίγονται ή πεθαίνουν από ασφυξία μεταξύ των σταθμών Λάιψιγκερπλάτς και Ούντερ ντεν Λίντεν. Τρία εκατομμύρια Βερολινέζων και προσφύγων φωλιάζουν μέσα στα υπόγεια, στις γαλαρίες του μετρό, στα καταφύγια της παθητικής αεράμυνας. Ο φόβος, η πείνα και η δίψα τους μαστίζουν. Από καιρό σε καιρό μερικοί βγαίνουν από τα φοβερά καταφύγιά τους, οι πιο θαρραλέοι ή απλούστερα αυτοί που τα νεύρα τους δεν αντέχουν πια στην έλλειψη οξυγόνου.
Τρέχουν για να πιουν νερό από τους λάκκους που ανοίχτηκαν μέσα στις στοές όταν έσπασαν οι διώρυγες. Ψάχνουν μέσα στα ερείπια ενός μαγαζιού τροφίμων ή το κουφάρι ενός σκοτωμένου αλόγου. Ξαναγυρίζουν στα λημέρια τους κουβαλώντας ένα κομμάτι ματωμένο κρέας, έναν κουβά νερό και εικόνες εφιαλτικές. Πάνω στο Βερολίνο πέφτει μια βροχή από στάχτες. Η σκόνη από σοβάδες και τσιμέντα που έχει σηκωθεί με ένα εκατομμύριο βλήματα, ξαναπέφτει στην πόλη ανακατωμένη με την καπνιά και τις σπίθες μιας θάλασσας από πυρκαγιές. Ο ήλιος είναι αθέατος.
Το φως είναι σαν το φως ενός δειλινού με θύελλα, με μεγάλες κοκκινίλες και μερικές φορές με θεαματικούς πύρινους κομήτες. Αψίδες από φλόγες καλύπτουν τα ίχνη των δρόμων και από άλλες αψίδες που φεγγοβολούν, χτυπούν φλογοβόλα. Οι οβίδες πέφτουν από παντού. Οι λαχανιασμένες εκπυρσοκροτήσεις των πυροβολαρχιών του Στάλιν τινάζουν ψηλά χώματα και πέτρες σαν πελώρια γκέιζερ. Τεράστιες ποσότητες από συντρίμμια καλύπτουν τους ανασκαμμένους δρόμους, αυτοκίνητα, καμιόνια, στρατιωτικά φορτηγά, τσακισμένα όπλα, άρματα καμένα, ακόμη και βαλίτσες που άνοιξαν και διασκορπίστηκε το περιεχόμενό τους.
Στην Ποτσνταμερπλάτς πραγματικές πηγές αίματος αναβλύζουν ως το ύψος ενός ανθρώπου και τα πτώματα είναι κυριολεκτικά κολλημένα πάνω στους μαυρισμένους τοίχους. Σε αλλά σημεία κρεμασμένοι αιωρούνται με τα αέρια που προκαλούν οι εκρήξεις. Είναι λιποτάκτες στρατιώτες. Είχαν την ατυχία να συναντήσουν μια από τις περιπόλους νεαρών SS που έχουν σαν αποστολή να επιβάλλουν ηρωισμό. Η 28η του μηνός είναι μια ημέρα ανάπαυλας. Οι Ρώσοι, εξαντλημένοι, δεν κάνουν παρά μια επίθεση εναντίον της Αλεξαντερπλάτς, όπου τα άρματά τους Τ-34 απωθούνται και πυρπολούνται. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς έχει σιωπήσει, αλλά η προπαγάνδα δεν πέθανε.
Ο υφυπουργός Νάουμαν ουρλιάζει από το ραδιόφωνο, πως το Βερολίνο έχει γίνει το νεκροταφείο των Ρωσικών αρμάτων. Τοιχοκολλούν δακτυλογραφημένα ανακοινωθέντα που αναγγέλλουν πως η στρατιά Βενκ καταφθάνει. Μια τελευταία ελπίδα περνά πάνω στην κατακερματισμένη πόλη. Το σταμάτημα των μαχών πεζικού φαίνεται να σημαίνει, πως οι Ρώσοι είναι αναγκασμένοι να αναστείλουν την επίθεση εναντίον του Βερολίνου, για να αντιμετωπίσουν τον Βενκ. Εξ άλλου δεν είναι μόνο ο Βενκ που σπεύδει να βοηθήσει την πρωτεύουσα του Ράιχ.
Εχθρότητες εκδηλώνονται μεταξύ Ρώσων και Αμερικανών. Τώρα που πέθανε ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ, οι Αμερικανοί παραδέχθηκαν τον κίνδυνο του Μπολσεβικισμού. Σπεύδουν προς το Βερολίνο όχι σαν εχθροί, αλλά σαν σύμμαχοι.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΖΟΥΚΩΦ
O Ζούκωφ, συνοδευόμενος από άνδρες του επιτελείου του, διάλεξε το διοικητήριο του στρατηγού Τσούικοφ, του υπερασπιστή του Στάλινγκραντ, με θέα στα υψώματα του Ζέελοβ, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της επίθεσης των στρατευμάτων του. Στις 03:00 τα ξημερώματα η περιοχή φωτίστηκε από την ομοβροντία 8.900 πυροβόλων, όλμων και ρουκετών Κατιούσα. H προπαρασκευαστική βολή διέλυσε τα χαρακώματα και τις οχυρώσεις της πρώτης αμυντικής γραμμής των Γερμανών. Oι κρατήρες από τα βλήματα άλλαξαν την εδαφική μορφολογία της περιοχής.
Oι ανθρώπινες απώλειες όμως ήταν ελάχιστες διότι ο στρατηγός Χαϊνρίτσι, γνωρίζοντας την ημερομηνία εκδήλωσης της Σοβιετικής επίθεσης, είχε αποσύρει έγκαιρα τα στρατεύματά του από την πρώτη γραμμή. Μετά από μία ώρα περίπου και ενώ ο Ζούκωφ ήταν ενθουσιασμένος από την έλλειψη αντίστασης, δόθηκε η διαταγή να ξεκινήσει η επίθεση. Την ίδια στιγμή, άναψαν 143 αντιαεροπορικοί προβολείς με σκοπό να τυφλώσουν τους Γερμανούς στρατιώτες. Αλλά το φως των προβολέων δεν μπόρεσε να διαπεράσει τον πυκνό καπνό που σκέπαζε, σαν χαμηλή νέφωση, την περιοχή. H αντανάκλασή του τύφλωσε τους επιτιθέμενους.
Tα Σοβιετικά στρατεύματα ρίχτηκαν με τις λέμβους τους στον Όντερ για να δημιουργήσουν προγεφυρώματα στην απέναντι όχθη, αλλά δέχθηκαν τα πυρά των Γερμανών. Επίσης, τα τεθωρακισμένα και τα πυροβόλα τους κόλλησαν στις βαλτώδεις όχθες. Oι Γερμανοί επέστρεφαν γρήγορα στις θέσεις τους παρά την καταδίωξή τους από τα σοβιετικά μαχητικά, ενώ οι έμπειροι εναπομείναντες βετεράνοι έστρεφαν τα πυρά τους στους ακάλυπτους μαχητές του Κόκκινου Στρατού, αποδεκατίζοντάς τους μέσα στον καπνό και στη λάσπη. Tο φράγμα πυρός των Γερμανών απώθησε τους επιτιθέμενους, προξενώντας σημαντικές απώλειες στους Σοβιετικούς.
O Ζούκωφ συνειδητοποίησε έντρομος ότι η επίθεση καρκινοβατούσε. Στη μεσημεριανή τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Στάλιν, ανέφερε στον Σοβιετικό ηγέτη ότι σκόπευε να ρίξει τα τεθωρακισμένα του στη μάχη, αφού το πεζικό είχε καθηλωθεί, για να εισπράξει μόνο ένα ειρωνικό σχόλιο για την ταχύτατη πρόοδο της επίθεσης του Κόνιεφ στα νότια. Tο ίδιο απόγευμα χιλιάδες τεθωρακισμένα ξεκίνησαν την επίθεσή τους "συνωθούμενα" στο στενό προγεφύρωμα.
Tα Γερμανικά αντιαρματικά των 88 mm, τα πυροβόλα εφόδου από τις καλυμμένες θέσεις τους και οι μικρές ομάδες των αποφασισμένων πεζικάριων που ήταν οπλισμένοι με φορητά αντιαρματικά αναχαίτισαν την επίθεση, καταστρέφοντας τα τεθωρακισμένα των Σοβιετικών στους πρόποδες των υψωμάτων. Όσα κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή και να περάσουν από την πρώτη γραμμή, αναχαιτίστηκαν από τα πυρά των Tiger ΙΙ της 502ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS. Tο βράδυ της πρώτης ημέρας, οι δυνάμεις του Ζούκωφ είχαν προωθηθεί σε βάθος σχεδόν έξι χιλιομέτρων σε μερικές περιοχές, αλλά οι Γερμανικές γραμμές στα υψώματα παρέμεναν αρραγείς.
Στην αναφορά του ο Ζούκωφ αντιμετώπισε την οργή του Στάλιν. H διαβεβαίωσή του ότι μέχρι τη δύση του ήλιου της επόμενης ημέρας θα είχε καταλάβει τα υψώματα δεν φάνηκε να πείθει το Σοβιετικό ηγέτη. O Στάλιν, για να τον παροτρύνει, του δήλωσε ότι θα επέτρεπε στον Κόνιεφ να κινήσει τα τεθωρακισμένα του προς Βορρά για να καταλάβει αυτός το Βερολίνο.
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΝΙΕΦ
Oι δυνάμεις του στρατηγού Κόνιεφ ήταν ανεπτυγμένες στην ανατολική όχθη του ποταμού Νάισε και έπρεπε να διασχίσουν τον ποταμό υπό τα εχθρικά πυρά για να ανοίξουν το δρόμο προς το Βερολίνο. H προπαρασκευή πυροβολικού -250 πυροβόλα ανά χιλιόμετρο- και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί της 2ης Αεροπορικής Στρατιάς άρχισαν στις 06:00 το πρωί και κράτησαν περίπου 2,5 ώρες. Στο τέλος, Σοβιετικά μαχητικά έριξαν καπνογόνες βόμβες, δημιουργώντας ένα παραπέτασμα καπνού μήκους περίπου 400 χιλιομέτρων. Tο Σοβιετικό πεζικό ρίχτηκε στον ποταμό με τις λέμβους εφόδου.
Αρκετοί βετεράνοι και σκαπανείς κολύμπησαν μέχρι την απέναντι όχθη και εκμεταλλευόμενοι την αταξία που επικρατούσε στις γραμμές των Γερμανών (που είχαν συντριβεί στα χαρακώματά τους από τη βολή του πυροβολικού και τις αεροπορικές επιδρομές) έστησαν τα πρώτα προγεφυρώματα. Tο πεζικό άρχισε να εκκαθαρίζει τα εχθρικά χαρακώματα που είχαν ανασκαφεί από τις οβίδες. Παντού υπήρχαν σωροί από πτώματα και οι ελάχιστοι επιζώντες ήταν κοκαλωμένοι από τον τρόμο. Μέσα από τον καπνό ξεπρόβαλλαν ομάδες στρατιωτών που παραδίδονταν, παρακαλώντας τους Σοβιετικούς να μην πυροβολήσουν.
Oι σκαπανείς εγκατέστησαν πλωτές γέφυρες για να περάσουν τα ρυμουλκούμενα αντιαρματικά πυροβόλα στην απέναντι όχθη. Oι πρώτες σχεδίες μετέφεραν άρματα T-34, που ξεχύθηκαν πίσω από το πεζικό. Λίγο μετά το μεσημέρι, το μηχανικό είχε στήσει τις βαριές γέφυρες πάνω από τον ποταμό και ξεκίνησε η διέλευση των αρμάτων και των πυροβόλων εφόδου. Tο βράδυ της ίδιας ημέρας οι σοβιετικές δυνάμεις, έχοντας συντρίψει την αμυντική γραμμή στις όχθες του ποταμού, προήλαυναν με κατεύθυνση τη Δρέσδη, στα νότια και τα νοτιοδυτικά προάστια του Βερολίνου.
O Στάλιν έμεινε ικανοποιημένος από την αναφορά του Κόνιεφ και αφού τον ενημέρωσε ότι ο συνάδελφός του Ζούκωφ δεν έχει την ίδια επιτυχία, τον διέταξε να ρίξει το βάρος της επίθεσής του στα βόρεια, προς το Βερολίνο.
H ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ
H σκληρή αντίσταση των Γερμανών, τα ειρωνικά σχόλια του Στάλιν και η πιθανότητα ο Κόνιεφ να είναι ο "κατακτητής" του Βερολίνου χαλύβδωσαν τον Ζούκωφ. Στις 17 Απριλίου έστρεψε τα πυρά του πυροβολικού του και τις αεροπορικές δυνάμεις του πίσω από την πρώτη γραμμή των Γερμανών και προώθησε στα υψώματα Ζέελοβ τις εφεδρείες του (που περίμεναν στα μετόπισθεν, έτοιμες να εκμεταλλευτούν τη διάσπαση του μετώπου την πρώτη ημέρα της επίθεσης). Oι οβίδες των πυροβόλων, τα ρουκετοβόλα Κατιούσα και οι βόμβες των αεροσκαφών μετέτρεψαν σε πύρινη κόλαση την ύπαιθρο, τα αγροκτήματα, τα χωριά και τις κωμοπόλεις πίσω από τα υψώματα, σπέρνοντας τον πανικό σε μαχητές και αμάχους.
Tα άρματα "συνωστίζονταν" και πάλι στο στενό προγεφύρωμα πέρα από τον Όντερ, αλλά όσα γλίτωναν από τις βολές των πυροβόλων των 88 mm, καταστρέφονταν από τα φορητά αντιαρματικά του πεζικού και από τα γερμανικά άρματα που ενέδρευαν πιο πίσω. Την ίδια ημέρα, η Λουφτβάφε διέθεσε τα αεροπλάνα που της είχαν απομείνει σε αποστολές καταστροφής των 32 γεφυρών που είχε κατασκευάσει το Σοβιετικό μηχανικό. Tα αντιαεροπορικά και τα Σοβιετικά μαχητικά κράτησαν μακριά τους Γερμανούς πιλότους, υποχρεώνοντάς τους να καταστρέφουν τις γέφυρες με αποστολές αυτοκτονίας.
Ακόμα και με τον τρόπο αυτό, όμως, ελάχιστες ήταν οι γέφυρες που καταστράφηκαν και οι Σοβιετικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάβαση του ποταμού καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Μέχρι το βράδυ, οι Γερμανικές γραμμές παρέμεναν αρραγείς, αλλά τόσο ο Χαϊνρίτσι όσο και ο Μπούσε, διοικητής της 9ης Στρατιάς, που κρατούσε το μέτωπο στα υψώματα, γνώριζαν ότι οι δυνάμεις τους δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ τις θέσεις τους. Ολόκληρες μονάδες αποδεκατίζονταν και οι ενισχύσεις, αποτελούμενες κυρίως από ανεκπαίδευτους νεοσύλλεκτους και εφήβους της Χιτλερικής Νεολαίας (Hitler Jugend), ήταν εύκολη λεία για τα Σοβιετικά άρματα και τα πυροβόλα.
Από την άλλη μεριά, οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού ήταν τρομακτικές, αλλά αυτό δεν ήταν ικανό να κάμψει τον Ζούκωφ, που συνέχισε να προωθεί από τα μετόπισθεν στην πρώτη γραμμή του μετώπου όλους τους ικανούς να φέρουν όπλο. Την ίδια ημέρα, ο Κόνιεφ, έχοντας διαβεί τον Νάισε, έστρεψε τα τεθωρακισμένα του προς τον επόμενο ποταμό, τον Σπρέε, αποκρούοντας τις τοπικές αντεπιθέσεις της Γερμανικής 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων. Tο πυροβολικό και η αεροπορία του μετέτρεψαν σε πύρινη κόλαση τα δάση της περιοχής. Oι στρατιώτες και οι αρματιστές του διαισθάνονταν πλέον ότι η γραμμή του εχθρού κατέρρεε.
Tο ίδιο βράδυ, τα προπορευόμενα άρματα έφτασαν στον Σπρέε και τον διέσχισαν από ορισμένα αβαθή σημεία, αφού το μηχανικό με τη γεφυροσκευή είχε μείνει πίσω. Κατά τη διάρκεια της νύχτας δύο Σοβιετικές στρατιές αρμάτων πέρασαν στην απέναντι όχθη. O Κόνιεφ μίλησε με τον Στάλιν και πήρε την άδειά του να στρέψει τα άρματά του προς το Τσόσεν, την έδρα του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, νοτίως του Βερολίνου. H Oμάδα Στρατιών Κέντρου και η 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά ήταν πλέον ανήμπορες να σταματήσουν το σοβιετικό οδοστρωτήρα, ενώ η προσοχή του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου ήταν στραμμένη ακόμα στη μάχη στα υψώματα Ζέελοβ.
Tο πρωί της 18ης Απριλίου οι μαχητές που κρατούσαν ακόμα τα υψώματα Ζέελοβ δέχθηκαν τη σφοδρή επίθεση των Σοβιετικών μαχητικών. Ακολούθησαν τα τεθωρακισμένα. O Χαϊνρίτσι προσπάθησε να ενισχύσει τη γραμμή του και την πολιορκούμενη 9η Στρατιά του Μπούσε αποστέλλοντας μονάδες ξένων εθελοντών των Waffen SS. Όμως, η Σοβιετική αεροπορία, εκμεταλλευόμενη την παντελή απουσία της Λουφτβάφε, έκανε μαρτυρική τη μετακίνηση αυτών των μονάδων προς το μέτωπο.
O Ζούκωφ, έχοντας στο μυαλό του την απειλή του Στάλιν ότι θα επέτρεπε στον Ροκοσόφσκυ να στραφεί από το Βορρά προς το Βερολίνο, έγινε σκληρός με τους επιτελείς του. Tους διέταξε να προωθήσουν το πυροβολικό τους ώστε να βάλλουν έχοντας οπτική επαφή με τους στόχους τους. H μάχη πήρε τραγική τροπή. Oι εξαντλημένες Σοβιετικές στρατιές κινούνταν έχοντας τρομερές απώλειες από τις Γερμανικές αντεπιθέσεις και από την πλευρά τους οι Γερμανικές μονάδες είχαν φτάσει στο όριο της κατάρρευσης. Tα προπορευόμενα σοβιετικά άρματα αναφλέγονταν από τις βολές των φορητών αντιαρματικών του πεζικού, αλλά αυτά που ακολουθούσαν συνέθλιβαν τους άνδρες του πεζικού με τις ερπύστριές τους.
H διάσπαση του μετώπου στο τέλος της ημέρας άρχισε να γίνεται εμφανής στους επιτελείς του Ζούκωφ. Στο Νότο, την 18η Απριλίου, οι δυνάμεις του Κόνιεφ που κινούνταν προς τη Δρέσδη δέχτηκαν μια ασυντόνιστη Γερμανική αντεπίθεση, που ανέκοψε για λίγο την προέλασή τους, αλλά οι δυνάμεις που κινούνταν προς Βορρά συνέχισαν τη διάβαση του Σπρέε. Tο βράδυ της ίδιας ημέρας οι προφυλακές του βρίσκονταν 45 χιλιόμετρα βορείως του ποταμού. Στις 19 Απριλίου, η διάσπαση του κέντρου ήταν γεγονός. Oι Σοβιετικοί κινούνταν από το χωριό Ζέελοβ επί της εθνικής οδού προς τα δυτικά, ενώ ο Κόνιεφ συνέχιζε την προέλασή του προς Βορρά.
Όσες Γερμανικές δυνάμεις είχαν απομείνει, άρχισαν να υποχωρούν προς το Βερολίνο. Oι στρατιώτες της Βέρμαχτ αναμειγνύονταν με άνδρες των SS και πρόσφυγες. Στα δέντρα και στους φανοστάτες των πόλεων και των χωριών κρέμονταν τα σώματα των λιποτακτών που είχαν απαγχονιστεί για παραδειγματισμό. Tα υπολείμματα των μονάδων νεοσυλλέκτων σέρνονταν στους δρόμους και ξεχνούσαν την πείνα τους μόνο όταν σταματούσαν για λίγο και βυθίζονταν στον ύπνο, υποχρεώνοντας τους επικεφαλής να τους ξυπνούν με κλωτσιές για να συνεχίσουν την πορεία.
Tα υψώματα Ζέελοβ ήταν η τελευταία αξιόμαχη αμυντική γραμμή των Γερμανών πριν από το Βερολίνο. Oι απώλειες των Σοβιετικών ξεπερνούσαν τους 30.000 μαχητές έναντι των 12.000 Γερμανών, αλλά η μεγάλη διαφορά ήταν ότι μόνο οι Σοβιετικοί μπορούσαν να τις αναπληρώσουν. Μετά τις 19 Απριλίου, ο δρόμος για το Βερολίνο ήταν ανοικτός.
H ΠOΛIOPKIA
Tο βράδυ της 20ής Aπριλίου τα βλήματα από τα πυροβόλα του Μετώπου του Ζούκωφ άρχισαν να πέφτουν στα βορειοανατολικά προάστια του Βερολίνου και το απόγευμα της 21ης Απριλίου οι πρώτες τεθωρακισμένες μονάδες έφτασαν από τα βορειοανατολικά. Oι δυνάμεις του Κόνιεφ έρχονταν από τα νότια της πόλης και την 21η Απριλίου έφτασαν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από το Βερολίνο. Την 19η και 20ή Απριλίου συνεχίστηκε η γερμανική υποχώρηση από τα υψώματα Ζέελοβ, ενώ η Σοβιετική προώθηση ανακόπηκε μόνο όταν συνάντησε τα τμήματα ξένων εθελοντών των Waffen SS. Την πρωτεύουσα του Γ' Pάιχ υπερασπίζονταν ξένοι και όχι Γερμανοί.
Στην εθνική οδό επικρατούσε χάος. Tα στρατιωτικά οχήματα που κινούνταν δυτικά καθυστερούσαν από τις βραδυκίνητες άμαξες των προσφύγων και η κυκλοφοριακή συμφόρηση προσέφερε ιδανικούς στόχους στα Σοβιετικά μαχητικά Shturmovik. Oι νηστικοί στρατιώτες έμπαιναν στα εγκαταλελειμμένα σπίτια αναζητώντας τροφή. Πολλοί κατέρρεαν και βυθίζονταν στον ύπνο. Oι αξιωματικοί με τα περίστροφα στα χέρια προσπαθούσαν μάταια να επιβάλουν την τάξη και να οργανώσουν γραμμές αντίστασης. Oι φήμες για υπερκέραση των υποχωρούντων τμημάτων επιδείνωναν την κατάσταση και έσπερναν τον πανικό.
H πείνα, η εξάντληση και η απελπισία έκανε πολλούς να προτιμήσουν την παράδοση από την υποχώρηση και τη συμμετοχή τους σε μια νέα μάχη. Ορισμένους από αυτούς οι Σοβιετικοί τους έστελναν πίσω στις Γερμανικές γραμμές για να πείσουν και άλλους συμπατριώτες τους να παραδοθούν. H αίσθηση για τον άσκοπο αγώνα ήταν διάχυτη παντού. O Μπούσε, αγνοώντας τις διαταγές του Χίτλερ για συνέχιση του αγώνα στη γραμμή του Όντερ, διέταξε την υποχώρηση των τμημάτων της 9ης Στρατιάς στα νοτιοδυτικά. Tο Βερολίνο άρχισε να γεμίζει με λιποτάκτες, παρά τους απαγχονισμούς από τη Στρατιωτική Αστυνομία και την Γκεστάπο.
Ακόμα και στις τάξεις της Στρατιωτικής Αστυνομίας άρχισαν να εκδηλώνονται κρούσματα λιποταξίας. Tο πρωί της 21ης Απριλίου τα πρώτα βλήματα των πυροβόλων των 152 και 203 χιλ. των Σοβιετικών έπεσαν στο κέντρο της πόλης. Μέχρι τις 2 Μαΐου στο Βερολίνο θα έπεφταν συνολικά περίπου 1.800.000 βλήματα. O Ζούκωφ οδήγησε τμήματα των δυνάμεών του στα νοτιοδυτικά και στα βόρεια για να κυκλώσει την πόλη και έχοντας στο μυαλό του τις παραπλανητικές πληροφορίες του Στάλιν ότι οι Αγγλο-Αμερικανοί θα έμπαιναν πρώτοι στην πόλη από τα δυτικά, πίεζε αφόρητα τους επιτελείς του για μια γενική έφοδο των αρμάτων, αδιαφορώντας για τις απώλειες.
Tα άρματα του Κόνιεφ πλησίασαν από το Νότο στο Τσόσεν, την έδρα της OKH (Ανώτατη Διοίκηση Στρατού), και σάρωσαν το αναγνωριστικό απόσπασμα του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, που ρίχτηκε στη μάχη χωρίς κανένα άρμα, μόνο με τεθωρακισμένα οχήματα και πεζικό. H σύσκεψη της OKH στις 11:00 π.μ. της 21ης Απριλίου διακοπτόταν από τους ήχους της μάχης που ολοένα δυνάμωναν. O Χίτλερ είχε αρνηθεί να επιτρέψει τη μετακίνηση του στρατηγείου.
H έλλειψη καυσίμων ανέκοψε την προέλαση των εχθρικών αρμάτων και έσωσε τους επιτελείς της OKH από βέβαιη αιχμαλωσία, αφού μόλις στη 01:00 τα ξημερώματα ο Χίτλερ συναίνεσε για τη μεταφορά της στα βόρεια, κοντά στο Πότσδαμ. Tο απόγευμα της 22ας Απριλίου οι Σοβιετικοί κατέλαβαν το χώρο και ξεναγήθηκαν από έναν επιστάτη. Άλλα άρματα συνέχισαν την κίνησή τους προς τα βορειοδυτικά για να κυκλώσουν το Βερολίνο. Tο πρωί της 20ής Απριλίου, με τη στάθμη του Όντερ να έχει υποχωρήσει, ξεκίνησε η επίθεση του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου του στρατηγού Ροκοσόφσκυ, βορείως του Βερολίνου.
Μέχρι τις 23 Απριλίου τα απομεινάρια της 9ης Στρατιάς του Μπούσε είχαν περικυκλωθεί στα δάση στα νοτιοανατολικά της πόλης, όπου είχαν υποχωρήσει. H 3η και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων στο Βορρά και στο Νότο υποχώρησαν από το βάρος της επίθεσης των Σοβιετικών. Tο Bερολίνο πολιορκούνταν. Eίχε ανοίξει η αυλαία για την τελευταία φάση της μάχης.
ΣTΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Tη νύχτα της 15ης προς την 16η Απριλίου οι Βερολινέζοι έτρεξαν και πάλι στα καταφύγια, καθώς για μία ακόμα βραδιά η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία συνέχιζε το έργο της. Oι νυχτερινοί βομβαρδισμοί των Βρετανών και οι επιδρομές των Αμερικανών την ημέρα είχαν πετύχει να ισοπεδώσουν πολλά κτήρια της πόλης. Στις 03:00 το πρωί ένας άγνωστος στους κατοίκους του Βερολίνου ήχος έκανε τα τζάμια που είχαν μείνει ανέπαφα στα παράθυρα των σπιτιών να τρίξουν και το έδαφος στα ανατολικά προάστια της πόλης να τρέμει. Hταν η προπαρασκευή πυροβολικού του Ζούκωφ. Mε αυτό τον τρόπο οι Σοβιετικοί "γνωστοποίησαν" στους Βερολινέζους την έναρξη της τελικής επίθεσης για την κατάληψη της πόλης.
Στο καταφύγιό του κάτω από την Καγκελαρία, ο αρχηγός του Γ' Ράιχ πληροφορήθηκε την έναρξη της επίθεσης όταν ξύπνησε το μεσημέρι. H εκτίμησή του ότι οι Σοβιετικοί θα επιτεθούν στο Νότο στην περιοχή της Δρέσδης και όχι στο Βερολίνο αποδείχθηκε λανθασμένη και στέρησε τον Χαϊνρίτσι από τρεις απαραίτητες για τον τομέα του τεθωρακισμένες μεραρχίες, οι οποίες στάλθηκαν νότια στην Oμάδα Στρατιών Κέντρου του στρατάρχη Σέρνερ. O Χίτλερ ζήτησε από τον αντικαταστάτη του Γκουντέριαν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, στρατηγό Κρεμπς, να συνθλίψει τη Σοβιετική επίθεση.
O Κρεμπς, που είχε αντιληφθεί ότι ο Χίτλερ είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, περιορίστηκε να διαβιβάσει τις διαταγές του μέσω του Επιτελείου του και βρήκε παρηγοριά σε ένα μπουκάλι βερμούτ. Tα αποτελέσματα της πρώτης ημέρας της Σοβιετικής επίθεσης, με τους Σοβιετικούς να αγκομαχούν στους πρόποδες των υψωμάτων Ζέελοβ, θεωρήθηκαν ικανοποιητικά από την OKH, ενώ ο Χίτλερ υπενθύμισε στον περίγυρό του την εκτίμησή του ότι ο Κόκκινος Στρατός είχε εξαντληθεί και ότι οι "εγκληματίες" των στρατοπέδων Γκούλαγκ που αναπλήρωσαν τις απώλειές του δεν ήταν ικανοί να φέρουν σε πέρας οποιαδήποτε αποστολή.
H κατάσταση όμως άλλαξε δραματικά τις επόμενες ημέρες, όταν φάνηκε ότι το μέτωπο στα υψώματα Ζέελοβ κατέρρεε από το σφυροκόπημα των Σοβιετικών και η διάσπασή του στα νότια ήταν αναμφισβήτητη. H 20ή Απριλίου ήταν ημέρα εθνικής εορτής για τους Γερμανούς. O Φύρερ είχε τα 57α γενέθλιά του. Παρόντες στην Kαγκελαρία ήταν όλες οι προσωπικότητες του Γ' Ράιχ: ο Γκέρινγκ, που το ίδιο πρωί είχε φροντίσει να ανατινάξει την εξοχική κατοικία του στα βόρεια του Βερολίνου, ο Χίμλερ, που εγκατέλειψε το σανατόριο όπου αναπαυόταν μετά την άδοξη περιπέτειά του ως διοικητής της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα, και ο Γκέμπελς, που λίγο πριν είχε εκφωνήσει το ετήσιο ραδιοφωνικό μήνυμά του για τα γενέθλια του Φύρερ.
Επίσης, ο ναύαρχος Ντένιτς, οι στρατηγοί Κάιτελ, Γιοντλ και Κρεμπς και ο αρχιτέκτονας και υπουργός Εξοπλισμών του Γ' Ράιχ, Άλμπερτ Σπέερ. Στο πλευρό του Φύρερ στεκόταν η Εύα Μπράουν, που αγνόησε τις παραινέσεις του να καταφύγει σε ασφαλές μέρος. Μετά τις σύντομες ευχές, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Γ' Ράιχ εγκατέλειψαν με διάφορες δικαιολογίες την πρωτεύουσα και τον αρχηγό τους, ενώ οι κατώτεροι αξιωματούχοι συνωστίζονταν στις στρατιωτικές αρχές της πόλης για να πάρουν την πολυπόθητη άδεια να εγκαταλείψουν το Βερολίνο. Oι Βερολινέζες στάθηκαν ακόμα μία φορά στις ουρές διανομής τροφίμων, υπό τους ήχους των πυροβόλων.
Tο ίδιο απόγευμα οι πρώτες οβίδες των Σοβιετικών σώριασαν τα μισογκρεμισμένα από τις αεροπορικές επιδρομές κτήρια των ανατολικών προαστίων και το βράδυ οι Δυτικοί Σύμμαχοι "διαβίβασαν" τις ευχές τους στον Φύρερ με ακόμα μία -την προτελευταία- αεροπορική επιδρομή. Tο μεσημέρι της 22ας Απριλίου, όταν έφτασαν τα νέα ότι οι Σοβιετικοί είχαν προσεγγίσει τα βόρεια προάστια, ο Χίτλερ δήλωσε για πρώτη φορά στους επιτελείς του ότι ο πόλεμος είχε χαθεί και ότι ο ίδιος είχε αποφασίσει να μείνει στο Βερολίνο, βάζοντας τέλος στη ζωή του. Kάθε προσπάθεια να τον μεταπείσουν απέβη άκαρπη.
Μια αχτίδα ελπίδας έλαμψε στα μάτια του όταν ο Γιοντλ πρότεινε η 12η Στρατιά του στρατηγού Βενκ, που κρατούσε το μέτωπο απέναντι στους Αμερικανούς στα δυτικά του Βερολίνου, να στραφεί προς τα ανατολικά και να απεγκλωβίσει την 9η Στρατιά που είχε αποκοπεί ανάμεσα στις δυνάμεις του Ζούκωφ από το Βορρά και του Κόνιεφ από τα δυτικά, και να χτυπήσουν από κοινού τις Σοβιετικές στρατιές στα νότια της πόλης. O Χίτλερ συμφώνησε αμέσως και έδωσε εντολή στον Κάιτελ να συντονίσει τις κινήσεις των δύο στρατιών. Tαυτόχρονα έδωσε εντολή να καταστραφούν όλα τα προσωπικά του έγγραφα και αρχεία.
Την ίδια ημέρα έφτασε στο καταφύγιο η σύζυγος του Γκέμπελς με τα έξι παιδιά τους, ενώ το βράδυ οι κάτοικοι της πόλης έμαθαν από προκηρύξεις ότι ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να μην εγκαταλείψει το Βερολίνο. Στις 23 του μήνα ένα τηλεγράφημα του Γκέρινγκ από το Μπερχτεσγκάντεν όπου είχε καταφύγει και με το οποίο στην ουσία ο αρχηγός της Λουφτβάφε ανακοίνωνε στο Χίτλερ την πρόθεσή του να αναλάβει την αρχηγία του Γ' Ράιχ και να διαπραγματευτεί με τους Συμμάχους, εξόργισε τον Φύρερ, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του στρατάρχη. Στις 24 Απριλίου ο κλοιός είχε σφίξει τόσο ώστε το αρχηγείο της OKH έπρεπε και πάλι να μετακινηθεί.
Μέσα στην πόλη συνωθούνταν 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από τις ανατολικές περιοχές, που είχαν βρει καταφύγιο στα δάση και στα πάρκα. Μαζί με τους εφήβους της Χιτλερικής Νεολαίας, μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις αντιαρματικές γροθιές (Panzerfausts). Tα Σοβιετικά αεροσκάφη "βομβάρδιζαν" με τόνους προκηρύξεων τους κατοίκους, καλώντας τους να παραδοθούν αμαχητί και έστελναν στην πόλη αιχμαλώτους με την αποστολή να πείσουν τους υπερασπιστές της να καταθέσουν τα όπλα. Τις πρωινές ώρες της 23ης Απριλίου ο Κάιτελ επισκέφθηκε το στρατηγείο του Βενκ και τόνισε την ανάγκη να σωθεί ο Φύρερ και το Βερολίνο.
O Βενκ τον άκουσε υπομονετικά, προσποιούμενος ότι συμφωνεί. Είχε ήδη αποφασίσει να επιτεθεί δυτικά, όχι όμως για να ελευθερώσει το Βερολίνο και τον Φύρερ, αλλά για να ανοίξει έναν διάδρομο διαφυγής των στρατιωτών και των αμάχων με κατεύθυνση προς τις γραμμές των Αμερικανών.
H ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΚΛΟΙΟΥ ΤΗΣ 9ΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ
O Χίτλερ πίστευε ότι η 12η Στρατιά θα επιτίθετο για να διασπάσει τον κλοιό των Σοβιετικών και ότι θα ακολουθούσε η 9η Στρατιά, αφού έσπαζε τον δικό της κλοιό. Αλλά οι στρατηγοί Χαϊνρίτσι, Μπούσε και Βενκ γνώριζαν ότι αυτό δεν ήταν εφικτό. Στον θύλακα νοτιοανατολικά του Βερολίνου (όπου υπήρχαν δεκάδες λίμνες και το δάσος του Σπρέε), ήταν εγκλωβισμένοι περίπου 80.000 άνδρες της 9ης Στρατιάς, του 11ου Τεθωρακισμένου Σώματος των SS, του 5ου Ορεινού Σώματος των SS και της Φρουράς της Φρανκφούρτης, που είχε αποκοπεί λόγω της επέλασης των Σοβιετικών.
H 9η Στρατιά είχε απομείνει με 31 άρματα, συμπεριλαμβανομένων 14 Tiger ΙΙ της 502ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν ως "αιχμή του δόρατος" για τη διάσπαση του κλοιού των Σοβιετικών. Ωστόσο, οι Γερμανοί γρήγορα διαπίστωσαν ότι τα άρματά τους γίνονταν εύκολοι στόχοι όταν κινούνταν στους δρόμους, ενώ οι ερπύστριές τους κολλούσαν στο αμμώδες έδαφος της περιοχής. O Βενκ επισκέφθηκε τα στρατεύματα που θα κινούνταν στα ανατολικά και τους ζήτησε να καταβάλλουν αυτή την ύστατη προσπάθεια για να σώσουν τους συντρόφους τους και τους αμάχους από την αιχμαλωσία των Σοβιετικών.
Oι Σοβιετικοί, αφού έσφιξαν τον κλοιό γύρω από το Βερολίνο, ασχολήθηκαν με την εκκαθάριση των δυνάμεων που συνωθούνταν στο θύλακα. Tο απόγευμα της 25ης Απριλίου η 3η, η 33η και η 69η Στρατιές και το 2ο Σώμα Ιππικού των Φρουρών, έμπειρο σε μάχες σε δασώδεις περιοχές, επιτέθηκαν στις δυνάμεις του θύλακα από τα βορειοανατολικά. O Κόνιεφ αντιλήφθηκε ότι για να διασπάσουν τον κλοιό, οι Γερμανοί έπρεπε να διασχίσουν τον αυτοκινητόδρομο Βερολίνου - Δρέσδης, καθώς και μια σειρά λιμνών βορειοανατολικά του Τόιπιτς. Γι' αυτό, την ημέρα που ξεκίνησε η επίθεση του Ζούκωφ στα βορειοανατολικά, έστειλε την 3η Στρατιά Φρουρών προς ενίσχυση της 28ης Στρατιάς του, ώστε να κλείσουν το διάδρομο διαφυγής των Γερμανών προς τη Δύση.
Tο επόμενο πρωί η Γερμανική εμπροσθοφυλακή της 9ης Στρατιάς αναγνώρισε ένα αδύνατο σημείο μεταξύ των δύο Σοβιετικών στρατιών του Κόνιεφ και πολλοί Γερμανοί στρατιώτες κατάφεραν να διασχίσουν τον αυτοκινητόδρομο προτού κλείσει και πάλι το "ρήγμα" του κλοιού. H Γερμανική εμπροσθοφυλακή που κατόρθωσε να φθάσει στον αυτοκινητόδρομο και να τον διασχίσει, εντοπίστηκε από έναν πιλότο της Λούφτβαφε, ο οποίος ενημέρωσε το στρατηγείο του Χίτλερ. O Χίτλερ εξαγριώθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι ο Μπούσε προσπαθούσε να διασπάσει τον κλοιό με κατεύθυνση προς τη Δύση και όχι προς το Βερολίνο. Διέταξε άμεσα την κίνηση προς το Βερολίνο, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση.
Tη νύχτα της 26ης και της 27ης Απριλίου, οι Γερμανοί επανέλαβαν την επίθεσή τους κατά μήκος δύο αξόνων, νοτίως του χωριού Χάλμπε και βορείως του Τόιπιτς, με κατεύθυνση το Μπαρούτ, επί της οδού Δρέσδης - Τσόσεν - Βερολίνου. H επίθεσή τους απέτυχε αλλά, όπως και την προηγούμενη ημέρα, μερικές ομάδες κατόρθωσαν να γλιστρήσουν μέσα από τις Σοβιετικές γραμμές. H μάχη ήταν λυσσαλέα υπό τις συνεχείς εναέριες επιθέσεις της 2ης Αεροπορικής Στρατιάς, που πραγματοποίησε 2.459 επιθετικές αποστολές και 1.683 βομβαρδισμούς και τις βολές του πυροβολικού. Oι άμαχοι της περιοχής ακολουθούσαν τους στρατιώτες, δυσκόλευαν την κίνησή τους και θερίζονταν από τα καταιγιστικά πυρά των Σοβιετικών.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
H μάχη του Βερολίνου που διεξήχθη μεταξύ του εναπομείναντος Γερμανικού στρατού και των Σοβιετικών ήταν αναμφίβολα μία από τις πιο αιματηρές ολόκληρου του πολέμου. Εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι κάτοικοι της Γερμανικής πρωτεύουσας βρέθηκαν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στα πυρά των επιτιθέμενων και των αμυνόμενων, νιώθοντας ταυτόχρονα στο "πετσί" τους την αγριότητα που επέδειξαν οι νικητές Σοβιετικοί μετά την κατάληψη της πόλης. Η ήττα της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ εγκαινίασε τη μεγάλη Γερμανική υποχώρηση από τα κατεχόμενα εδάφη στη Σοβιετική Ένωση και την υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη. Όσο πλησίαζαν τα παλιά σύνορα του Ράιχ (ανατολική Πρωσία), τόσο περισσότερο οι Γερμανοί πολεμούσαν με τη μανία του απελπισμένου. Στην Εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα, η οποία είχε διδάξει τον Γερμανό στρατιώτη να περιφρονεί τους Σλάβους ως «κατώτερα όντα» και να πιστεύει στην ανωτερότητα της Αρίας φυλής, προστέθηκε τώρα ο φόβος για τις «ορδές των Μπολσεβίκων», οι οποίες απειλούσαν να κατακλύσουν τα Γερμανικά εδάφη...
Εκτός από την πίστη στον Φύρερ, (που πολλοί στρατιώτες της Βέρμαχτ είχαν ήδη χάσει), η σωτηρία της Γερμανικής πατρίδας αποκτούσε πια ύψιστη σημασία. Η απόπειρα κατά του Χίτλερ στις 20 Ιουλίου 1944 θα συσπείρωνε τον λαό γύρω από τον αρχηγό και το καθεστώς του - για τελευταία, όμως, φορά. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο Κόκκινος Στρατός θα βρισκόταν στην καρδιά της Αυτοκρατορίας. Στο Βερολίνο, την άλλοτε «πρωτεύουσα» της ηπείρου, θα έπεφτε η αυλαία του μεγαλύτερου δράματος που είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα. Στις αρχές του 1945, η Ρουμανία και η Βουλγαρία είχαν υποχρεωθεί να παραδοθούν στους Σοβιετικούς και να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
O Κόκκινος Στρατός, μετά την απραξία του κατά την εξέγερση της Βαρσοβίας, κατέλαβε την πόλη τον Ιανουάριο και άρχισε την προώθησή του προς τα δυτικά, καλύπτοντας καθημερινά 30 με 40 χιλιόμετρα. Κατέλαβε τα κράτη της Bαλτικής, την Ανατολική Πρωσία, το Ντάντσιχ και το Πόζναν και τελικά αναπτύχθηκε σε μια γραμμή κατά μήκος του ποταμού Όντερ, 60 χιλιόμετρα ανατολικά του Βερολίνου. Mία αντεπίθεση από την Oμάδα Στρατιών Βιστούλα, υπό τη διοίκηση του Χίμλερ, απέτυχε και οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την Πομερανία εκκαθαρίζοντας την ανατολική όχθη του ποταμού Όντερ.
Στο Νότο, τρεις προσπάθειες των Γερμανών να ανακουφίσουν την περικυκλωμένη Βουδαπέστη απέτυχαν και η πόλη υπέκυψε στους Σοβιετικούς στις 13 Φεβρουαρίου. Ακολούθησε η Βιέννη που καταλήφθηκε στις 13 Μαρτίου. Ήταν πλέον σαφές ότι η ήττα της Γερμανίας ήταν ζήτημα μερικών εβδομάδων. H Βέρμαχτ διέθετε το 1/12 περίπου των καυσίμων που απαιτούνταν για να κινήσει τις δυνάμεις της ικανοποιητικά και η παραγωγή αεροσκαφών και αρμάτων είχε περικοπεί δραστικά. H τελική μάχη θα ήταν η σκληρότερη από όλες τις μάχες του πολέμου.
Σ' αυτό συνηγορούσαν η εθνική υπερηφάνεια των Γερμανών, η επιμονή των Συμμάχων στην άνευ όρων παράδοση του εχθρού και η επιθυμία να δοθεί χρόνος στους πρόσφυγες να διαφύγουν προς δυσμάς στις Αμερικανικές γραμμές, μπροστά στη σαρωτική επέλαση του Κόκκινου Στρατού.
Η ΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Το φθινόπωρο του 1944 οι Σοβιετικοί «απελευθέρωσαν» τη Βαρσοβία. Στη δυτική Ευρώπη, οι Σύμμαχοι προσέγγιζαν και αυτοί τα σύνορα του Ράιχ. Οι Εθνικοσοσιαλιστικές αρχές κατέγραφαν τη διογκούμενη δυσαρέσκεια του πληθυσμού. Η Ναζιστική προπαγάνδα επένδυε στον «Μπολσεβικικό κίνδυνο». Ο Γκέμπελς σε ομιλίες και άρθρα του υπογράμμιζε ότι αν οι Γερμανοί δεν αντιστέκονταν, ο Κόκκινος Στρατός θα εξόντωνε τους ηλικιωμένους άνδρες και τα παιδιά, θα σκλάβωνε τις γυναίκες και τους υπόλοιπους θα τους έστελνε στη Σιβηρία. Οταν η προπαγάνδα δεν έπειθε, και οι περιπτώσεις αυτές δεν ήταν λίγες, είχε σειρά η τρομοκρατία.
Σε αυτήν την τελευταία φάση της τρομοκρατίας εκτελέστηκαν τουλάχιστον 10.000 Γερμανοί με συνοπτικές διαδικασίες. Συνήθως επρόκειτο για «υπόπτους» που απειλούσαν το καθεστώς εκ των έσω. Πολλοί από αυτούς ήταν κρατούμενοι σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καθώς πλησίαζε το τέλος, η εκδικητική μανία του Χίτλερ και άλλων επιφανών αξιωματούχων του Ράιχ στράφηκε κατά των εσωτερικών τους αντιπάλων - υποτιθέμενων ή πραγματικών. Έχοντας στο μυαλό τους την «προδοσία του 1918» θέλησαν να εξοντώσουν κάθε πιθανό εχθρό, κανένας τους δεν έπρεπε να επιζήσει μεταπολεμικά. Σε αυτούς συγκαταλέγονταν και όσοι είχαν συμμετάσχει στη στρατιωτική συνωμοσία της 20ής Ιουλίου (είτε στρατιωτικοί είτε ιδιώτες).
Στα θύματα ανήκε επίσης ο πρώην αρχηγός των κομμουνιστών Ερνστ Τάλμαν (Ernst ThŠlmann), ο οποίος ήταν φυλακισμένος ήδη από το 1933. Με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ έκλεινε παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς. Το ίδιο διάστημα ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε απειλητικά την ανατολική Πρωσία. Στις 23 Ιανουαρίου 1945 βρισκόταν σε Γερμανικό έδαφος. Στα δυτικά, Αμερικανοί, Καναδοί, Βρετανοί στρατιώτες και μονάδες των «Ελεύθερων Γάλλων» πραγματοποιούσαν την εξόρμησή τους στην περιοχή του Ρήνου. Οι Αμερικανοί συνέχισαν την προέλασή τους προς τη Σαξονία και το Μόναχο, οι Καναδοί προς την Ολλανδία και οι Βρετανοί κατευθύνθηκαν προς τη Βρέμη και το Αμβούργο.
Στις 3 Απριλίου 1945 οι Σοβιετικοί εισήλθαν στη Βιέννη. Ύστερα από διαπραγματεύσεις μεταξύ των Συμμάχων, αποφασίστηκε να καταληφθεί το Βερολίνο από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι διέθεταν τρομακτική υπεροχή σε τεθωρακισμένα, πυροβολικό και άνδρες, καθώς και την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα. Στα μέσα Απριλίου, περίπου 2,5 εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες ήταν έτοιμοι να εξαπολύσουν την τελική επίθεση στην πρωτεύουσα του Χίτλερ. Υποστηρίζονταν από 41.600 πυροβόλα και βαρείς όλμους, 6.250 τεθωρακισμένα και τέσσερις αεροπορικές στρατιές.
Η ΚΑΤΑΣΡΟΦΗ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ
Το κύμα τον προσφύγων της περιοχής της Σιλεσία πλημμυρίζει τη Δρέσδη. Οι πρώτες αμαξοστοιχίες με προέλευση το Τρέμπνιτζ και τις γειτονικές κωμοπόλεις έφθασαν στις 26 Ιανουαρίου. Τα γυναικεία βοηθητικά μέλη του «Αρμπαϊτσντίνστ» βοήθησαν τους γέρους και τους αναπήρους, μοίρασαν ζεστή τροφή, βρήκαν καταλύματα. Το κύμα ογκώθηκε κι έγινε δραματικό τις επόμενες μέρες. Παρ' όλη τη χαμηλή θερμοκρασία υπήρχαν αμαξοστοιχίες με ανοικτά βαγόνια, των οποίων οι επιβάτες είχαν ταξιδέψει όρθιοι σε μια συμπαγή μάζα. Αμάξια, έλκηθρα, πεζοί έφθαναν. Από τους 4.700.000 κατoίκoυς της Σιλεσία υπολογίζεται ότι 3 εκατομμύρια μπόρεσαν να διαφύγουν από τους Ρώσους και τις αγριότητές τους.
Στις 13 Φεβρουαρίου το βράδυ έχουν φθάσει στο μισό περίπου εκατομμύριο αυτοί που βρίσκονται στη Δρέσδη έχοντας πλημμυρίσει τους σταθμούς εμποδίζουν την κίνηση, κατασκηνώνουν στα πάρκα, στις όχθες του Έλβα, γύρω στο Ζβίνγκερ, στη Χοφκίρχε, γύρω σ’ όλα τα αριστουργήματα του μπαρόκ που κάνουν την παλιά πρωτεύουσα των Σαξόνων βασιλέων μια ασύγκριτη μαρτυρία του 18ου αιώνα. Αισθάνονται ότι σώθηκαν. Η πόλη της Δρέσδης είχε υποστεί δυο βομβαρδισμούς, τον ένα στις 7 Οκτωβρίου 1944 και τον άλλο στις 16 Ιανουαρίου 1945. Οι επιθέσεις αυτές είχαν στόχο τους μόνο τις συνοικίες, όπου δούλευαν τα εργοστάσια οπτικών ειδών και μερικές άλλες βιομηχανίες.
Η ίδια η Δρέσδη δεν έπαθε ούτε μια αμυχή. Λέγεται ανάμεσα στους κατοίκους της, πως η ομορφιά της αποτέλεσε το αντικείμενο μιας συμφωνίας, αν οι Σύμμαχοι σεβαστούν τη Δρέσδη, η Luftwaffe δεν θα βομβαρδίσει την Οξφόρδη. Η νύχτα της 13ης προς την 14η Φεβρουαρίου είναι φωτεινή και ήρεμη. Παρ’ όλη την τραγωδία των προσφύγων και την προσέγγιση των Ρώσων τα παιδιά της Δρέσδης γιόρτασαν την παραμονή της Σαρακοστής. Μια επίσημη παράσταση δίνεται στο τσίρκο Σαρασίνι. Στις 10 η ώρα η RAF προσφέρει το φωτισμό: τα χριστουγεννιάτικα δέντρα των μεγάλων φωτοβολίδων βγάζουν απότομα από το σκοτάδι τα μνημεία και τα μπερδεμένα δρομάκια της παλαιάς πόλης.
Ούτε οι κάτοικοι της Δρέσδης, ούτε οι φυγάδες της Σιλεσίας, έχουν δει ως τότε αυτό το θέαμα και πολλοί δεν καταλαβαίνουν τη σημασία του. Λίγα λεπτά πριν το ραδιόφωνο είχε αναγγείλει ότι ένας σημαντικός αριθμός βομβαρδιστικών πλησίαζε στη Δρέσδη και είχε δώσει εντολή να κατέβουν όλοι στα καταφύγια. Στο τσίρκο Σαρασίνι η αναγγελία έγινε από τους κλόουν, που τη συνόδευσαν με μερικά αστεία νούμερα. Τα παιδιά και οι μεγάλοι γέλασαν. Κάτω από τα φτερά τους οι πιλότοι και οι βομβαρδιστές των 245 Λάνκαστερ της RAF βλέπουν μια πόλη γαλήνια, με τους επιβλητικούς αρχιτεκτονικούς όγκους της και τις κομψές γέφυρές της πάνω από τον Έλβα.
Ούτε μια βολή αντιαεροπορικού δεν τους εμποδίζει στη δουλειά τους. Οι πρώτες βόμβες τους πέφτουν στις 10:15. Είναι μεγάλα βλήματα των 4.000 λιμπρών που η έκρηξη και η ανάφλεξή τους έχει σκοπό κυρίως να σπάσει τα τζάμια για να απλωθεί ταχύτερα η πυρκαγιά και να διαδοθεί με μεγαλύτερη μανία. Οι Σύμμαχοι έκαψαν το Αμβούργο τη νύκτα της 25ης προς την 26η Ιουλίου 1943. Η εκτέλεση της Δρέσδης είναι ακόμα πιο αμείλικτη. Το πρώτο κύμα ακολούθησε στη 01:30 ένα δεύτερο κύμα δυο φορές πολυαριθμότερο, 529 Λάνκαστερ, έπειτα το μεσημέρι 450 ιπτάμενα φρούρια της Αμερικανικής αεροπορίας. Στόχος των 650.000 εμπρηστικών βομβών είναι το κέντρο της πόλης.
Ακριβώς ένα τρίγωνο που καλύπτει το σύνολο της ιστορικής συνοικίας, δρόμοι παλιοί και παλιά σπίτια με ξύλινα δοκάρια. Το δεύτερο κύμα φθάνει πάνω από μια πόλη που καίγεται από τη μια ως την άλλη άκρη με τέτοια ένταση που, όπως διηγείται ένας από τους πιλότους των αεροπλάνων, ''Μπόρεσα να συντάξω την αναφορά μου με τη λάμψη που γέμιζε το εσωτερικό του αεροπλάνου''. Δώδεκα ώρες αργότερα τα ιπτάμενα φρούρια ενεργούν το βομβαρδισμό τους στα τυφλά, μέσα σε μια στήλη καπνού ύψους 5.000 m Αυτός ο βομβαρδισμός της Δρέσδης είναι ένα από τα πιο ωμά επεισόδια ενός πολέμου που προκάλεσε τόσες ωμότητες.
Η πυρκαγιά παίρνει τη μορφή πύρινου κυκλώνα, δυναμώνει μόνη της με τη βαρομετρική ύφεση ως τη στιγμή που ο ουρανός, πιο φιλεύσπλαχνος από τους ανθρώπους, αδειάζει καταρράκτες βροχής που σταματούν τις φλόγες. Κανένας αγώνας και καμιά φυγή δεν είναι δυνατή. Αυτοί που μένουν μέσα στα καταφύγια παθαίνουν ασφυξία. Αυτοί που βγαίνουν χάνονται μέσα στη θάλασσα των φλογών. Στο Άλτμαρκτ ένα πλήθος καίγεται ομαδικά σαν δάσος. Εκατοντάδες άτομα πνίγονται στον Έλβα, για να γλιτώσουν από το μαρτύριο της φωτιάς. Ο Χαουπτμπάνχοφ γλίτωσε από την πρώτη επιδρομή, οι χιλιάδες πρόσφυγες που στεγάζει, πιστεύουν, πως βρίσκονται εκτός κινδύνου, έρχεται όμως η δεύτερη επιδρομή χωρίς προειδοποίηση και επιφέρει μιαν ανείπωτη εκατόμβη.
Οι πυροσβέστες της Δρέσδης καταβροχθίσθηκαν από την πυρκαγιά, κι αυτοί που σπεύδουν από τις γειτονικές πόλεις να βοηθήσουν πολυβολούνται από τα Μάστανγκ που συνοδεύουν τα ιπτάμενα φρούρια της τρίτης επιδρομής. Η πυρκαγιά παρατείνεται τέσσερις ημέρες, απλώνεται σε 20 km2 και γεμίζει την κοιλάδα του Έλβα με απανθρακωμένα ερείπια. Η περισυλλογή των πτωμάτων είναι εφιαλτική. Συγκεντρώνουν 20.000 βέρες μέσα σε δοχεία. Πέντε πυρές επικήδειες θα υψωθούν στο Άλτμαρκτ και θα ταφούν με το φτυάρι σωροί ανθρώπινης στάχτης ύψους 2 m.
Ο αριθμός των θυμάτων που είναι αδύνατο να καθορισθεί με ακρίβεια, είναι γύρω στις 135.000 και κάνει τον βομβαρδισμό της Δρέσδης τον φονικότερο βομβαρδισμό του πολέμου, ξεπερνώντας και τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα. Όσο κι αν είναι βυθισμένος στη φρίκη ο κόσμος νιώθει ένα ξάφνιασμα. Στη βουλή των Κοινοτήτων ο υπουργός της Αεροπορίας Sir A. Σίνγκλαιρ υποχρεώνεται να απαντήσει σε δριμύτατες ερωτήσεις. Η RAF διογκώνει τη βιομηχανική σημασία της Δρέσδης για να δικαιολογηθεί, κανείς όμως δεν τολμά να πει την αλήθεια, ότι δηλαδή ο βομβαρδισμός είχε ζητηθεί από τους Ρώσους, για να αποδιοργανωθούν τα Γερμανικά μετόπισθεν μπροστά στο μέτωπό τους στη Σιλεσίας.
Από την πλευρά αυτή η αποτυχία είναι πλήρης: ο μεγάλος σιδηροδρομικός κόμβος του Φρήντριχστατ, πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης, είναι σχεδόν ανέπαφος και οι αμαξοστοιχίες ξαναρχίζουν να κυκλοφορούν από τις 15 Φεβρουαρίου. Αντίθετα, ακόμα και μέχρι σήμερα η καταστροφή της Δρέσδης εξακολουθεί να παρέχει στους Ρώσους και Γερμανούς κομμουνιστές στοιχεία για ένα κατηγορητήριο εναντίον των Δυτικών.
Η ΓΕΦΥΡΑ ΡΕΜΑΓΚΕΝ ΣΤΟ ΡΗΝΟ
Από τις 8 Φεβρουαρίου η 1η Καναδική στρατιά του στρατηγού Κρέραρ επιτίθεται εναντίον της Γερμανο-Ολλανδικής μεθορίου. Είχε φθάσει στον αριθμό των 13 μεραρχιών με την προσθήκη 9 Αγγλικών, Σκωτικών και Ουαλικών μεραρχιών. Αντικειμενικός της στόχος είναι ο ρους του ποταμού Ρήνου μεταξύ Νιμέγκ και Μερς. Στο δεξιό της η 2η Βρετανική στρατιά παραμένει για την ώρα αμετακίνητη πίσω από τον Meuse από τον Μουκ ως το σημείο της συμβολής του Ρόερ και του Ρήνου. Της επίθεσης προηγήθηκε ανταλλαγή ζωηρών και μάλιστα πικρών απόψεων μεταξύ των αρχηγών του Αγγλικού και του Αμερικάνικου επιτελείου.
Ο Αϊζενχάουερ είχε ξανά συγκατατεθεί να καταβληθεί η κύρια προσπάθεια στο βόρειο τμήμα του μετώπου και το μέγιστο όριο δυνάμεων που επέτρεπαν οι αριθμητικές δυνατότητες της περιοχής, περίπου 85 μεραρχίες, να δοθούν στον Μπέρναρντ Λο Μοντγκόμερυ. Παρ' όλα αυτά οι Αμερικανοί αρχηγοί του επιτελείου επέμειναν να γίνει δεκτή και η αρχή μιας άλλης προώθησης -προώθησης Πάττον- που όφειλε να γίνει από τη μια και από την άλλη πλευρά του Μοζέλλα ποταμού, για να πραγματοποιήσουν τη διάβαση του Ρήνου μεταξύ Κόμπλεντς και Βορμς και να ξεχυθούν στην κοιλάδα του Μάιν. Η συμμαχική στρατηγική εξακολουθεί να έλκεται προς αντίθετες κατευθύνσεις και οι αποφάσεις της είναι λύσεις συμβιβαστικές.
Οι Άγγλοι είναι μισοευχαριστημένοι και οι Αμερικανικότατοι στρατηγοί Μπράντλεϊ και Πάττον δεν κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους. Ο αντίπαλος τον οποίο έχει μπροστά της η Καναδική στρατιά είναι η 1η Γερμανική στρατιά αλεξιπτωτιστών, η οποία μαζί με μια αδύνατη 25η στρατιά που κατέχει το βόρειο τμήμα της Ολλανδίας, αποτελεί την ομάδα Η, της οποίας τη διοίκηση μόλις είχε αναλάβει ο Μπλάσκοβιτς που είχε μετατεθεί από την Αλσατία - Lorraine. Η στρατιά αυτή επανδρώνει τη γραμμή Ζίγκφριντ, καθώς και μια θέση φραγμάτων κοντά στον Ρήνο. Οι Γερμανοί στρατηγοί υποστηρίζουν, πως αυτές οι αμυντικές οχυρώσεις ήταν απατηλές. Δεν ήταν ένα τείχος, γράφει ο διοικητής σώματος στρατού Σλεμ, ήταν μια χίμαιρα.
Ο Χίτλερ, λέει ο διοικητής της στρατιάς Στράουμπε, ήταν ο μόνος που μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του οχυρώσεις από μπετόν σε βάθος και στέρεες, πίσω από τις οποίες το Ράιχ θα βρισκόταν σε ασφάλεια. Οι διαταγές που υπαγόρευσε προσωπικά ο Χίτλερ όριζαν να προασπιστεί με τη μεγαλύτερη λύσσα η αριστερή όχθη του Ρήνου. Οι γέφυρες θα πρέπει να τεθούν υπό αυστηρή επιτήρηση. Κανένας στρατιώτης, κανένα όχημα, κανένα όπλο δεν θα επιτραπεί να περάσει στη δεξιά όχθη, χωρίς διαταγή υπογεγραμμένη από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου του στρατού. Θα στέλνουν πίσω ακόμα και άρματα εκτός μάχης και νοσοκομειακά αυτοκίνητα γεμάτα τραυματίες.
Ενώ όμως οι οχυρωμένες θέσεις είναι στοιχειώδεις, η ψυχή των Γερμανών στρατιωτών που πολεμούν στις παρυφές της πατρίδας, έχει μείνει ακλόνητη και γενναία. Έπειτα από το ταχύ ξεκίνημα της Αγγλο-Καναδικής επίθεσης, ακολουθεί μια πεισματώδης μάχη. Η λάσπη και οι πλημμύρες καλύπτουν την πεδινή περιοχή. Μεταξύ Νιμέγκ και Έμμεριχ, ο Ρήνος έχει πλάτος 15 km, με διάφορους οικισμούς που ξεπροβάλλουν σαν νησιά μέσα από το λασπώδες ρεύμα του. Οι εφοδιοπομπές κινούνται επάνω σε δρόμους σκεπασμένους με δυο πόδια νερό.
Η 9η Αμερικανική στρατιά οφείλει να μετάσχει στην επίθεση, να φθάσει στον Ρήνο και, αφού συνενωθεί με τους Καναδούς, να κυκλώσει την 1η στρατιά αλεξιπτωτιστών. Μια από τις προϋποθέσεις της επιτυχίας είναι να μην ανατιναχθούν τα αναχώματα του Ρόερ. Αυτά τα αναχώματα έχουν ολόκληρη ιστορία. Από έλλειψη εκτιμήσεως της σημασίας τους η Αμερικανική διοίκηση είχε αδιαφορήσει για την κατάληψή τους τον Οκτώβριο, έπειτα η καθυστερημένη δράση που είχε αναληφθεί εναντίον τους σταμάτησε από τη Γερμανική επίθεση στις Αρδένες. Η RAF είχε επιχειρήσει να τα τορπιλίσει, για να ξεχυθούν οι όγκοι νερού τους οποίους συγκρατούν, και να πνίξουν τους Γερμανούς που είχαν αγκιστρωθεί στην κοιλάδα του Ρόερ.
Αλλά τα αναχώματα είναι φράγματα από χώμα με πυρήνα από μπετόν και αντέχουν σ’ όλες τις απόπειρες. Το θέμα τώρα είναι να καταληφθούν ανέπαφα, πριν 9η στρατιά αρχίσει να περνά τον Ρόερ. Στην αντίθετη περίπτωση μια απότομη πλημμυρίδα μπορεί να την αποκόψει από τα μετόπισθέν της και να της προκαλέσει ανυπολόγιστες απώλειες. Το έργο αυτό ανατίθεται στην 1η στρατιά. Το 5ο σώμα του στρατηγού Τζέροου είχε εξαπολύσει επίθεση από τις 5 Φεβρουαρίου, ώρα 3το πρωί. Το έδαφος, ανώμαλο, πυκνά δασωμένο, στρωμένο με ναρκοπέδια, είναι εξαιρετικά δύσβατο. Έξι από τα επτά αναχώματα καταλαμβάνονται. Μένει το έβδομο και κυριότερο, το Σβαμενάουελ, ένα έργο επιβλητικό ανάμεσα σε δυο απόκρημνα σημεία της όχθης.
Η 78η μεραρχία Αμερικάνικου πεζικού κυριεύει μέσα σε δυο μέρες το γειτονικό χωριό Σμιτ, κάνει τον γύρο της λίμνης του φράγματος και προελαύνοντας μέσα σε άγρια φαράγγια καταλαμβάνει το σταθμό ελέγχου των υδάτων. Είναι πάρα πολύ αργά πια. Οι Γερμανοί μόλις είχαν ανατινάξει με δυναμίτιδα τον υδατοφράκτη. Ένα λασπώδες κύμα διογκώνει τον Ρόερ μπροστά στις 11, έτοιμες για επίθεση, μεραρχίες του στρατηγού Ουίλιαμ Σίμψον. Αναγκαστικά πρέπει να περιμένουν να κατεβούν τα νερά του ποταμού. Καναδοί και Βρετανοί συνεχίζουν μόνοι τους την επίθεση που εκτυλίσσεται μεθοδικά, έντονα και δύσκολα. Η πόλη Κλεβ και το δάσος του Μόυλαντ αποσπώνται από τον εχθρό μεταξύ 18 και 21 Φεβρουαρίου.
Οι Γερμανοί δεν αγκιστρώνονται πια παρά μόνο σε δυο δασωμένα υψώματα, το Χόχβαλντ και το Μπαλμπέργκερβαλντ που βρίσκονται σε απόσταση 10 km περίπου από τον Ρήνο. Ο Rundstedt ζητά την έγκριση να μεταφέρει το μικρό τμήμα που απομένει από την 1η στρατιά αλεξιπτωτιστών στην δεξιά όχθη, αλλά προσκρούει στο πείσμα του Χίτλερ. Κάθε σπιθαμή εδάφους του Ράινλαντ θα προασπιστεί ως την τελευταία ρανίδα αίματος. Ενώ διεξάγονται οι μάχες αυτές, το παλιρροιακό ρεύμα του Ρόερ υποχωρεί. Στις 23 Φεβρουαρίου η 9η στρατιά διαβαίνει τον ποταμό, ακόμα πλατύ και γρήγορο, κάτω από μια καταπληκτική αεροπορική ομπρέλα.
Τα ερείπια του Λίννιχ και του Γίλιχ κυριεύονται με φλογοβόλα. Για να αναχαιτίσει την Αμερικανική προέλαση ο Γερμανός διοικητής, αποσύρει την θωρακισμένη μεραρχία Λερ και την 10η μεραρχία αρμάτων από τις δυνάμεις που συγκρατούσαν τους Καναδούς. Αυτή η αποχώρηση έχει ως επακόλουθο την κατάρρευση των Γερμανικών γραμμών. Το Χόχβαλντ και το Μπαλμπέργκερβαλντ πέφτουν στις 4 Μαρτίου και τα υπολείμματα τεσσάρων σωμάτων στρατού συμπιέζονται σ’ ένα μικροσκοπικό προγεφύρωμα, γύρω στο Ξάντεν. Ο Χίτλερ επιμένει να τους αρνείται την άδεια να περάσουν στη δεξιά όχθη του Ρήνου.
Στον τομέα της 9ης Αμερικανικής στρατιάς το 16ο σώμα προελαύνει γρήγορα προς το Βέζελ. Το 13ο σώμα καταλαμβάνει το Κρέφελντ. Το 19ο σώμα καταλαμβάνει το Μενχενγκλάντμπαχ και φθάνει στον Ρήνο στο Νους, μπροστά στο Düsseldorf. Οι Γερμανικοί θύλακες της αριστερής όχθης εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο, είτε γιατί παραδίδονται οι αμυνόμενοι, είτε γιατί παραβαίνουν την ανωτάτη διαταγή και καταφεύγουν στη δεξιά όχθη. Όλες όμως οι γέφυρες ανατινάζονται πίσω τους. Στη 12η ομάδα στρατιών ο Χότζες έμεινε σχετικά αδρανής το μεγαλύτερο μέρος του Φεβρουαρίου.
Ο Πάττον που η 3η στρατιά του κρατά ένα πολύ εκτεταμένο μέτωπο από το Σνέε Άιφελ στο Σαρρεμπρούκ έκανε αντίθετα αδιάκοπες επιθέσεις. Ο Μπράντλεϊ, αφηγείται, ''Με ρώτησε πότε θα ακολουθήσω αμυντική τακτική. Του απήντησα πως είμαι ο αρχαιότερος και εμπειρότερος στρατηγός του Αμερικανικού στρατού στην Ευρώπη και ότι, αν ήθελαν να μου επιβάλουν αμυντική τακτική, θα ζητούσα να με αντικαταστήσουν στη διοίκηση της στρατιάς μου''. Γράφει επίσης ότι η 3η στρατιά είναι η μόνη που κάνει κάτι και που δεν περιορίζεται στις κριτικές εναντίον του SHAEF που ενέκρινε την επίθεση του Μοντγκόμερυ. Παρ’ όλα αυτά οι καρποί των καθημερινών μαχών του είναι μέτριοι.
Η 3η στρατιά εξακολουθεί να είναι κλεισμένη στα δάση του Άιφελ ανάμεσα σε δυο μικρά ποτάμια που είχαν διογκωθεί από την τήξη των χιονιών, τον Πρυμ και τον Κυλλ. Η Τρεβ, κλειδί της κοιλάδας του Μοζάλλα, εξακολουθεί να κατέχεται από την 7η Γερμανική στρατιά. Η πραγματική επίθεση της 12ης ομάδας στρατιών εξαπολύεται στις 23 Φεβρουαρίου από τον Χότζες προς την κατεύθυνση της Κολωνίας. Το 7ο σώμα, με διοικητή τον Λώτον Κόλλινς, διαβαίνει τον Ρόερ ταυτόχρονα με την 9η στρατιά και καταλαμβάνει το Ντύρεν, ασύλληπτα καταστραμμένο. Η επίθεση επεκτείνεται τις επόμενες ημέρες με το 3ο και 5ο σώμα στρατού.
Την 1η Μαρτίου η 3η θωρακισμένη μεραρχία διαβαίνει τον Ερφτ, τελευταίο φυσικό εμπόδιο πριν από την Κολωνία. Στις 4 η 4η θωρακισμένη μεραρχία και η 104η μεραρχία πεζικού διεισδύουν στην πόλη και την επομένη διασπούν την αμυντική γραμμή που είχε οργανωθεί στα Ρινγκς ή εξωτερικές λεωφόρους. Στις 7 οι τελευταίοι αμυνόμενοι σηκώνουν ψηλά τα χέρια μπροστά στο μαυρισμένο από την πυρκαγιά καθεδρικό ναό. Στα νότια της Κολωνίας τα δύο αλλά σώματα στρατού της 1 ης στρατιάς φθάνουν στο Rhein στην περιοχή της Βόννης. Η αριστερή πτέρυγα της 3ης στρατιάς προελαύνοντας στα βόρεια του Μοζάλλα φθάνει επίσης στον ποταμό, στο Νώυβιντ και το Άντερναχ.
Η Τρεβ πέφτει στις 3 Μαρτίου. Το Κόμπλεντς στη γωνία του Μοζάλλα και του Ρήνου ανθίσταται. Οι Γερμανοί διατηρούν δυτικά του Ρήνου μια μεγάλη περιοχή που περικλείει όλο το Παλατινάτο, το μεγαλύτερο μέρος του Σάαρ, ένα κομμάτι της Lorraine με το Μπιτς και το βόρειο τμήμα της Αλσατίας ως τον Μόντερ, στις πύλες του Στρασβούργου. Ο Αϊζενχάουερ σχεδιάζει να ολοκληρώσει την κατάληψη της αριστερής όχθης, έπειτα, όταν θα έχει πέσει η στάθμη των νερών να οργανώσει τον Μάιο μια επίθεση για τη διάβαση του Ρήνου.
Μεταξύ Κολωνίας και Κόμπλεντς επικρατεί πλήρης σύγχυση. Γερμανικές φάλαγγες πεζών, ιπποκίνητων οχημάτων και αυτοκινήτων μπερδεύονται με τις εμπροσθοφυλακές των Αμερικανικών θωρακισμένων. Ασύνδετες μάχες συνάπτονται. Γερμανοί στρατιώτες παραδίδονται ομαδικά, ενώ αντίθετα ορισμένες κατοικημένες περιοχές προασπίζονται λυσσωδώς κατά κανόνα από πολεμιστές 14 και 15 ετών, μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας. Στις 7 Μαρτίου το πρωί ένα τμήμα της 9ης θωρακισμένης μεραρχίας βγαίνει από το Άιφελ ακολουθώντας το δρόμο της Ωυσκίρχε. Αποτελείται από ένα τμήμα θωρακισμένων αυτοκινήτων και έναν ουλαμό αρμάτων Πέρσινγκ.
Διοικητής τους είναι ο υπολοχαγός Καρλ Τίμμερμαν που είχε γεννηθεί στη Φρανκφούρτη από πατέρα Αμερικανό των δυνάμεων κατοχής και μητέρα Γερμανίδα. Ο Τίμμερμαν που από μικρός είχε πάει στο West Point (Νεμπράσκα) δεν είχε δει ποτέ τον Ρήνο. Τον ανακαλύπτει ψηλά από το Απολλινάρισμπεργκ. Ανακαλύπτει επίσης μια λεπτομέρεια ασυνήθιστη για ένα τοπίο του 1945, μια γέφυρα, μια ανέπαφη γέφυρα. Είναι η γέφυρα Λούντεντορφ πάνω από τον Ρήνο μπροστά στη μικρή πόλη Ρεμάγκεν. Από πάνω της περνά μια διπλή σιδηροδρομική γραμμή που στη δεξιά όχθη χώνεται σε μια σήραγγα. Ένα πλήθος άμαχων και στρατιωτικών συνωστίζεται σ’ αυτή τη γέφυρα.
Διακρίνονται ακόμη και τα κεφάλια των αγελάδων που σέρνουν μαζί τους. Ο υποστράτηγος Ουίλιαμ Χότζ, διοικητής της 9ης στρατιάς, ακολουθεί από κοντά τις εμπροσθοφυλακές του. Φθάνει στο Απολλινάρισμπεργκ, βλέπει με τα ίδια του τα μάτια τη γέφυρα και δίνει διαταγή στον Τίμμερμαν να την καταλάβει ανέπαφη. Το Ρεμάγκεν είναι γεμάτο από πρόσφυγες. Τα άρματα Πέρσινγκ προβάλλουν ξαφνικά μέσα στο πλήθος. Πηδώντας από τα θωρακισμένα αυτοκίνητα οι φαντάροι αιχμαλωτίζουν μερικούς Γερμανούς στρατιώτες και τον σταθμάρχη που τον παίρνουν για στρατηγό εξ αιτίας του κόκκινου πηλικίου που φορεί.
Ακολουθώντας τη σιδηροδρομική γραμμή φθάνουν έτσι στην όχθη του Ρήνου. Η γέφυρα, μια μεταλλική κατασκευή που στηρίζεται σε τέσσερις βάσεις από πέτρα, έχει από κάθε πλευρά της ένα πύργο από μαυρισμένα τούβλα. Ένα πολυβόλο των 20 mm που βάλλει από τον ένα από τους δύο πύργους, σαρώνει τη σιδηροδρομική γραμμή. Ένα Πέρσινγκ γκρεμίζει τον πύργο. Το πολυβόλο σωπαίνει. Ένα σύννεφο καπνού. Ισχυρή έκρηξη. Οι άνδρες του Γερμανικού μηχανικού είχαν θέσει σε λειτουργία το σύστημα πυροδότησης. Η γέφυρα ανασηκώνεται, διστάζει μισό δευτερόλεπτο και ξανακάθεται πάνω στις βάσεις της. Ανέπαφη.
Ο πρώτος που ορμά -ο πρώτος στρατιώτης που την περνά με έφοδο από την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσης- είναι ο στρατιώτης Άλεξ Ντραίημπικ, υπάλληλος κρεοπωλείου στο Χόλλαντ (Ohio). Ο Τίμμερμαν τον ακολουθεί παρασύροντας και τους άνδρες του. Οι Γερμανοί, άμαχοι και στρατιώτες, τρέπονται σε άτακτη φυγή μέσα στη σήραγγα. Τρεις Αμερικανοί σκαπανείς αποσπούν τα καλώδια του εκρηκτικού μηχανήματος και αφαιρούν το καψύλλιο από τα 250 kgr δυναμίτιδας που δεν είχαν εκραγεί. Από τις όχθες του Ρήνου η είδηση παίρνει το δρόμο για τα επιτελεία.
Από την άλλη πλευρά του Ρήνου η είδηση της κατάληψη της γέφυρας του Ρεμάγκεν πέρασε απ’ όλους τους κρίκους της στρατιωτικής διοίκησης και έφθασε στο σκυθρωπό μπούνκερ της Καγκελαρίας. Το στενογραφημένο κείμενο των αναφορών της 7ης και της 8ης Μαρτίου δυστυχώς χάθηκε κι έτσι δεν ξέρουμε από το κείμενό τους τις κατάρες που εκτόξευσε ο Führer. Ξέρουμε τις συνέπειες της οργής του. Για να δικάσει αυτούς που αποκαλεί προδότες του Ρεμάγκεν, καλεί έναν τιμωρό από το ανατολικό μέτωπο, τον στρατηγό Ρούντολφ Χύμπνερ.
Οι ταγματάρχες Σέλλερ, Στρόμπελ, Κραφτ, ο λοχαγός Μπλάτγκε, ο υπολοχαγός Πέτερς κατηγορούνται για εγκληματική αμέλεια και καταδικάζονται σε θάνατο. Ένας μόνο που δικάστηκε ερήμην, ο Μπλάτγκε, δεν εκτελείται, αυτός είχε την τύχη να βγει από τη σήραγγα προς την πλευρά των Αμερικανών με τα χέρια ψηλά. Ο στρατηγός Μπότμαν διοικητής του τομέα του Ρεμάγκεν που είχε καταδικασθεί σε πενταετή φυλάκιση, αυτοκτονεί. Ένα άλλο θύμα της γέφυρας του Ρεμάγκεν είναι ο στρατάρχης Γκερντ φον Ρούνστετ. Η οργή του Führer υπέβοσκε εναντίον του γηραιού στρατιώτη.
Ο αρχηγός του επιτελείου του Βέστφαλ που είχε κληθεί στο Βερολίνο στις 6 Μαρτίου, δέχθηκε χείμαρρο επικρίσεων που απευθύνονταν στον αρχηγό του. Ο Βίλχελμ Κάιτελ τον κατηγόρησε για τη δειλία των στρατευμάτων του δυτικού μετώπου. Ο Χίτλερ άφησε πάλι να ξεσπάσει ο θυμός του για το υπόμνημα του φον Ρούνστετ σχετικά με τις ατέλειες της γραμμής Ζίγκφριντ: Ο εχθρός τρέμει μπροστά σ’ αυτό το αριστούργημα της Γερμανικής τεχνικής και ένας Γερμανός στρατηγός τολμά να υποστηρίξει πως ο Γερμανός στρατιώτης δεν έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτήν. Ο αιφνιδιασμός του Ρεμάγκεν που ήρθε την επομένη αυτού του ξεσπάσματος, επισφραγίζει την τρίτη δυσμένεια του φον Ρούνστετ.
Είναι, δηλώνει ο Χίτλερ, ένας άνθρωπος ξοφλημένος. Ο Άλμπερτ Κέσσελρινγκ ανακαλείται από την Ιταλία και αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία του Δυτικού μετώπου.
ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΤΟΥ ΡΗΝΟΥ ΚΑΤΑΡΡΕΕΙ
Στις 19 Μαρτίου ο Χίτλερ υπογράφει μια διαταγή που ισοδυναμεί με τις δρακόντειες εντολές του Στάλιν το 1941. Στις περιοχές του Ράιχ, τις οποίες ο Γερμανικός στρατός αναγκάζεται να εγκαταλείψει, τα πάντα πρέπει να καταστρέφονται αλύπητα, τα μεταφορικά μέσα, τα φράγματα, τα δίκτυα αεριόφωτος και ηλεκτρισμού, τα ορυχεία και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ως και οι αποθήκες ιματισμού και τροφίμων. Μια συμπληρωματική απόφαση επιβάλλει στη δύση, όπως και στην ανατολή, ολοκληρωτική εκκένωση των πληθυσμών. Ο εισβολέας δεν πρέπει να βρει παρά μια έρημο πάνω σε μια καμένη γη (eine verbrannte Erde).
Αυτά τα παράφρονα μέτρα δεν υπαγορεύονται αποκλειστικά και μόνο από στρατηγικές σκέψεις. Αποτελούν την εκδίκηση του Αδόλφου Χίτλερ. Ήδη από τον Αύγουστο του 1944 είχε δηλώσει στη σύσκεψη των gauleiter ότι ''Η απώλεια του πολέμου δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά μόνο από τη δειλία του Γερμανικού λαού, επομένως από την αναξιότητά του μπροστά στην ιστορία και σ’ αυτόν τον ίδιο, τον Χίτλερ. Από τη στιγμή αυτή ο Γερμανικός λαός δεν αξίζει να επιζήσει. Δεν πρέπει να υπάρξει επαύριον για ένα έθνος που προδίδει τα πεπρωμένα του και τον αρχηγό του''. Σ’ αυτό το μηδενισμό αντιτίθεται ο υπουργός εξοπλισμού Άλφρεντ Σπέερ.
Σ’ όλη τη διάρκεια του 1944 δεν χαλάρωσε την προσπάθειά του ανεβάζοντας την πολεμική παραγωγή στο επίπεδο ρεκόρ της και επανεξοπλίζοντας από την αρχή 120 μεραρχίες πεζικού και 40 θωρακισμένες μεραρχίες, δηλαδή 2 εκατομμύρια άνδρες. Ο Χίτλερ, έμελλε να δηλώσει στη δίκη της Νυρεμβέργης, ''Μας εξαπατούσε, διέδιδε ψευδείς εμπιστευτικές πληροφορίες, κατά τις οποίες είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, παρέχοντας έτσι μια δικαιολογία για την παράταση ενός άνισου αγώνα''. Η απατηλή αυτή ελπίδα έσβησε το 1945.
Ναζιστής, μέγας αξιωματούχος του καθεστώτος, φίλος και δημιούργημα του δικτάτορα φθάνει στο ίδιο συμπέρασμα με γαιοκτήμονες σαν τον Στάουφφενμπεργκ, με κλασικούς στρατιωτικούς σαν τον Beck, με συντηρητικούς αστούς σαν τον Γκέρντελερ. Το μοναδικό μέσο για να σωθεί ο Γερμανικός λαός από την έσχατη καταστροφή είναι να σπάσουν τα δεσμά που τον αλυσοδένουν με τον παράφρονα Führer του. Και το μοναδικό μέσο για να επιτευχθεί αυτό είναι να σκοτωθεί ο Χίτλερ. Το να σκοτωθεί ο Χίτλερ έχει γίνει ακόμα πιο δύσκολο, από όσο ήταν πριν από τις 20 Ιουλίου. Κανείς δεν μπορεί να γίνει δεκτός απ’ αυτόν, χωρίς να υποστεί έρευνα από τους σωματοφύλακες.
Αλλά ο Σπέερ γνωρίζει το μπούνκερ της Καγκελαρίας, αφού ο ίδιος το έκτισε. Αν κατάφερνε να διοχετεύσει δηλητηριώδες αέριο στο σύστημα αερισμού, όχι μόνο ο Χίτλερ, αλλά όλοι όσοι βρίσκονται μέσα, όλοι όσοι συμβουλεύουν απεγνωσμένα μέτρα, ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο Μάρτιν Μπόρμαν, ο Λέυ, ο Μπούργκντορφ, ο Φέγκελαϊν, θα ήταν δυνατόν να εξοντωθούν. Η απόπειρα δεν έγινε. Στους δικαστές της Νυρεμβέργης ο Σπέερ περιορίσθηκε να εξηγήσει το γιατί με τεχνικούς λόγους. Το αδύνατο εκρήξεως οβίδας αερίου και κατασκευής κατά διαταγή του Χίτλερ, μιας προστατευτικής καπνοδόχου γύρω από τα στόμια των εξαεριστήρων.
Στις καταθέσεις του στην ανάκριση -που είναι πολύ πιο πλούσιες σε στοιχεία από τη διεξαγωγή της δίκης- έδωσε μια άλλη εκδοχή. Βρισκόταν, είπε, σε επιθεώρηση στο Ρούρ. Ένας συναγερμός τον ανάγκασε να τρέξει να μπει σ’ ένα καταφύγιο. Οι άνθρωποι του λαού -ανθρακωρύχοι- ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν μέσα σ’ ένα σκοτάδι τάφου, μιλούσαν μεταξύ τους, χωρίς να υποπτεύονται πως δίπλα τους είχαν έναν υπουργό του Ράιχ. Όλοι έλεγαν πως η Γερμανία έπρεπε να αγωνισθεί ως τον θάνατο. Όλοι είχαν εμπιστοσύνη στον Χίτλερ. Όλοι στιγμάτιζαν τους συνωμότες, τους προδότες, τους Γιούνγκερς της 20ής Ιουλίου.
Ο Σπέερ αισθάνθηκε πως δεν είχε δικαίωμα να κάνει να σκάσει σαν αλεπού μέσα στη φωλιά της τον άνθρωπο που μέσα σε μια δοκιμασία χωρίς προηγούμενο έμενε ο πόλος έλξης του Γερμανικού λαού. Εναντίον της καταστροφής της Γερμανίας με τα ίδια της τα χέρια ο Σπέερ εξεγείρεται. Στις 18 Μαρτίου επιδίδει στον Χίτλερ ένα υπόμνημα και έχει μαζί του μια μακρά συζήτηση. Επανέρχεται στο θέμα δέκα μέρες αργότερα τολμώντας αυτή τη φορά να πει πως ο πόλεμος χάθηκε. Ο Χίτλερ θεώρησε αυτή τη γνώμη έγκλημα εναντίον του κράτους που συνεπάγεται την εσχάτη των ποινών. Καλεί τον Σπέερ και του δίνει εικοσιτέσσερις ώρες για να αναθεωρήσει τη γνώμη του.
Την επομένη ο Σπέερ του φέρνει ένα νέο υπόμνημα που άρχιζε με τις λέξεις: ''Der Krieg ist verloren''. (Ο πόλεμος χάθηκε). Ο κεραυνός δεν πέφτει στην κεφαλή του τολμηρού. Ο Χίτλερ αρνείται να παραλάβει το χαρτί που αποτελούσε την απόδειξη της πνευματικής προδοσίας του μαθητού του. Με τη συνενοχή του Χάιντς Βίλχελμ Γκουντέριαν ο Σπέερ σαμποτάρει τη διαταγή καταστροφής, περιορίζει τον αριθμό των γεφυρών που πρέπει να ανατιναχθούν, διατάσσει να αχρηστεύσουν τις εκρηκτικές ύλες που βρίσκονται στα ορυχεία, απαγορεύει να θίξουν τα φράγματα των ποταμών και τα εργοστάσια. Ο Μάρτιν Μπόρμαν τον καταγγέλλει. Ο Χίτλερ αφήνει το πράγμα να περάσει.
Ο αριθμός εκείνων που είναι πεπεισμένοι ότι ο πόλεμος χάθηκε μεγαλώνει καθημερινά. Ο νέος ανώτατος διοικητής του Δυτικού μετώπου Άλμπερτ Κέσσελρινγκ είναι Χιτλερικός, οπαδός του αγώνα μέχρις εσχάτων και αισιόδοξος. Μια γρήγορη επιθεώρηση του μετώπου του Ρήνου του αποδεικνύει, πως η κατάσταση είναι πολύ πιο τεταμένη από όσο φανταζόταν στην Ιταλία. Οι μάχες του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου στο Ρωσικό μέτωπο είχαν απορροφήσει 10 θωρακισμένες μεραρχίες, 6 μεραρχίες πεζικού, 10 συντάγματα πυροβολικού, 8 ταξιαρχίες ρουκετοβόλων κλπ. μην αφήνοντας στην Ανώτατη Διοίκηση της Δύσης παρά μόνο 55 μεγάλες μονάδες.
Επτά μόνο μεραρχίες αρμάτων διατηρούνται σε μια δύναμη 10 ως 11 χιλιάδων ανδρών, αλλά οι μεραρχίες πεζικού δεν αριθμούν κατά μέσο όρο περισσότερους από 5.000 στρατιώτες. Η πυκνότητα επανδρώσεως του μετώπου είναι κατ’ ανώτατο όριο ένας μαχητής ανά 10 m. Οι εφεδρείες είναι εξαιρετικά ισχνές. Το ηθικό χαλαρώνεται. Ο Κέσσελρινγκ αγανακτεί βρίσκοντας την ηττοπάθεια εγκατεστημένη στα επιτελεία, ιδιαίτερα στην ομάδα στρατιών G. Από τους στρατιώτες ένας αυξανόμενος αριθμός λιποτακτών χάνεται μέσα στο χάος της βομβαρδιζόμενης Γερμανίας. Ο άμαχος πληθυσμός, συγκεκριμένα στη Ρηνανία και το Παλατινάτο, ζητά ανοικτά τον τερματισμό του πολέμου.
Περιφρονεί τις διαταγές εκκένωσης, για να αγκιστρωθεί στα σπίτια του, έστω και καταστραμμένα. Στις ανατολικές επαρχίες, τα πλήθη φεύγουν σαν τρελά μπροστά στους Ρώσους, στις δυτικές επαρχίες περιμένουν τους Συμμάχους σαν ένα τέλος εφιάλτη. Στις 15 Ιουλίου ο Κέσσελρινγκ πηγαίνει να δώσει αναφορά στον Χίτλερ για την ανάληψη της διοίκησής του. Θαυμάζει (die geistige Spannkraft), την ψυχική ενεργητικότητα που επέζησε μετά τον σωματικό κλονισμό που του είχε προκαλέσει η απόπειρα της 20ής Ιουλίου. Ο Χίτλερ δεν δείχνει υπερβολικά ανήσυχος για τα γεγονότα της Ρηνανίας.
Είναι πεπεισμένος, πως ο Γερμανικός στρατός σύντομα θα είχε στον Όντερ μια μεγάλη αμυντική επιτυχία και ύστερα απ’ αυτό θα είναι δυνατό να επαναφέρει στη Δύση τις επίλεκτες μεραρχίες που θα συντρίψουν τους Αγγλοσάξονες. Το μόνο που χρειάζεται είναι να συγκρατηθούν αυτοί οι τελευταίοι, όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο, για να ανατραπεί η κατάσταση. Στην αριστερή όχθη του Ρήνου ο αγώνας είχε καταπαύσει από την θάλασσα ως τον Μοζέλλα ποταμό. Στα νότια αυτού του ποταμού δυο Γερμανικές στρατιές (η 7η και η 1η) αγκιστρώνονται στο Σάαρ και στο Παλατινάτο. Η ομάδα G, στην οποία ανήκουν, συνιστά μια σύμπτυξη στη δεξιά όχθη.
Ο Κέσσελρινγκ αναλαμβάνοντας τη διοίκηση έβαλε τέρμα σ’ αυτήν την δειλή πρόθεση υποχώρησης. Ο Χίτλερ τον επιδοκιμάζει έντονα. Κάθε Γερμανική περιοχή πρέπει να προασπιστεί μέχρις εσχάτων. Το Σάαρ και ακόμα περισσότερο η μεγάλη χημική οδός του Λουντβιχσχάφεν είναι απαραίτητα για την πολεμική παραγωγή. Αν αφήσουν τους Αμερικανούς να φθάσουν στην Σπίρε και στο Βορμς, θα είναι σαν να τους ανοίγουν το στενό του Μάιν, μ’ αλλά λόγια το συντομότερο δρόμο, για να διχοτομήσουν τη Γερμανία βαδίζοντας για να συναντήσουν τους συμμάχους τους τους Ρούσους.
Όλοι αυτοί οι λόγοι που δεν είναι άλλωστε χωρίς αξία, οδηγούν στη διατήρηση στα δυτικά του Ρήνου του μεγάλου τριγώνου στο οποίο ασκούν πίεση ο Πάττον και ο Patch. Η μεγαλύτερη ανησυχία του Κέσσελρινγκ είναι άμεσα το προγεφύρωμα του Ρεμάγκεν. Αν οι Αμερικανοί συνεχίσουν να το διευρύνουν είναι ζήτημα ημερών να επιτύχουν διάσπαση ή προς το Ρούρ ή προς τον Μάιν. Επιχειρούν να καταστρέψουν τη μοιραία γέφυρα η με πυροβόλα μεγάλης ακτίνας ή με επιπλέουσες νάρκες. Κατευθύνουν εναντίον της 372 εξόδους βομβαρδιστικών καθέτου εφορμήσεως που στοιχίζουν στη Luftwaffe 80 αεροπλάνα. Όλες αυτές οι προσπάθειες μένουν άκαρπες.
Οι Αμερικανοί στην αρχή προώθησαν στο προγεφύρωμα την 9η θωρακισμένη στρατιά και την 78η μεραρχία πεζικού. Η 99η μεραρχία πεζικού προστίθεται στις 10 Μαρτίου και στις 12 το 7ο σώμα στρατού έρχεται να μοιρασθεί την κατάκτηση του 3ου αναλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα της αιχμής. Οι Γερμανοί όμως ενισχύουν τη 15η στρατιά του στρατηγού φον Τσάνγκεν με την 9η θωρακισμένη, την Panzer Λερ, την 3η αρμάτων και με πολλές μεραρχίες πεζικού, τις μεραρχίες λαϊκών γρεναδιέρων. Επιθέσεις και αντεπιθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Για να σταθεροποιήσουν τη λαμπρή τους διάβαση του Ρήνου οι Αμερικανοί, πρέπει να εγκατασταθούν στα όρη, τα οποία δεσπόζουν της στενής πεδιάδος και από τα οποία ξεχωρίζει η ρομαντική κορυφή του Ντράχενσφελντ. Οι Γερμανοί διαμφισβητούν το έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή. Το Χόννεφ, το Λιντζ, το Βαλτμπρέιτμπαχ, το Χαρτγκάρτεν, το Καινιγκσβίντερ αποτελούν αντικείμενα αιματηρών μαχών. Ο αυτοκινητόδρομος Φρανκφούρτης - Κολωνίας δεν αποκόπτεται παρά στις 16 Μαρτίου από το 309ο σύνταγμα Αμερικανικού πεζικού. Την επομένη, αφού είχαν διοχετευθεί στη δεξιά όχθη χιλιάδες άρματα, πυροβόλα, φορτηγά αυτοκίνητα, η γέφυρα Λούντεντορφ καταρρέει απροειδοποίητα.
Το Αμερικανικό μηχανικό όμως έχει κατασκευάσει προς τα κάτω και προς τα άνω δυο γέφυρες εκστρατείας και η ενίσχυση του προγεφυρώματος δεν διακόπτεται. Από τακτική άποψη επομένως ο αιφνιδιασμός του Ρεμάγκεν δεν ακολουθήθηκε από μια άμεση και αστραπιαία εκμετάλλευση. Το προγεφύρωμα που είχε ακτίνα 3 km το δεύτερο βράδυ, δεν έχει παρά ακτίνα περίπου 15 km δέκα μέρες αργότερα. Το ρήγμα όμως του Ρεμάγκεν απορρόφησε τις Γερμανικές εφεδρείες και εξασθένισε όλους τους άλλους τομείς του δυτικού μετώπου. Η εκμηδένιση του τριγώνου Σάαρ - Παλατινάτου αρχίζει. Η χάραξη του μετώπου υπαγορεύει και τη μορφή της επίθεσης.
Η 7η Αμερικανική στρατιά επιτίθεται στην πλευρά του τριγώνου που ορίζεται από τους ποταμούς Σάαρ και Λάουτερ. Η 3η Αμερικανική στρατιά επιτίθεται στον Μοζέλλα ποταμό. Οι δυο αντίστοιχες Γερμανικές στρατιές είναι εξαιρετικά αδύνατες. Η 7η που βρίσκεται αντιμέτωπη του Πάττον, δεν είχε ανασυνταχθεί από την εποχή της μάχης των Αρδενών. Η 1η είχε χάσει 50% από τη δύναμή της στη διάρκεια της μάχης της Αλσατίας. Η μέση πυκνότητα επανδρώσεως κατά χιλιόμετρο μετώπου είναι 26 στρατιώτες, ένα η δύο πυροβόλα, λιγότερο από ένα αντιαρματικό πυροβόλο. Οι δύο στρατιές μαζί δεν έχουν περισσότερα από 200 θωρακισμένα οχήματα.
Όποια κι αν είναι η πραγματική αξία των επιχειρημάτων που συνηγορούν για τη διατήρηση του προγεφυρώματος, είναι παράλογο να υποστηρίζεται, πως είναι δυνατό να διατηρηθεί με μέσα τόσο έκδηλα ανεπαρκή. Στις 15 Μαρτίου ο Patch επιτίθεται με τα σώματα στρατού του, με το 6ο στα ανατολικά, από τον Ρήνο ως τα Bόσγια με το 15ο στο κέντρο, από το Μπιτς ως το Σαρργκεμίν, με το 21ο στα δυτικά, από το Σαρργκεμίν ως το Σαρρεμπρούκ. Μια Γαλλική μεραρχία ενισχυμένη, η 3η, είχε υπαχθεί στο 6ο σώμα και είχε τοποθετηθεί στο άκρο δεξιό, στην πεδιάδα του Ρήνου. Είχε συμφωνηθεί ότι θα επανερχόταν στη δικαιοδοσία της 1ης Γαλλικής στρατιάς, μόλις θα έφθανε σ’ ένα μικρό παραπόταμο του Ρήνου, τον Έρλεν, στα μισά του δρόμου μεταξύ Λάουτερμπουργκ και Σπίρε.
Τα σχέδια του SHAEF δεν άφησαν στους Γάλλους, παρά μόνο τη φύλαξη του Ρήνου από τον Λάουτερ ως την Ελβετία. Ο ντε Λαττρ σημειώνει μια πρώτη επιτυχία στην προσπάθειά του να βγει από τον παθητικό αυτό ρόλο και να συμμετάσχει στην εισβολή στη Γερμανία. Η κύρια προσπάθεια απαιτείται από το 15ο σώμα που η δύναμή του είχε ανέβει σε 6 μεραρχίες, από τις οποίες μια θωρακισμένη. Επιτίθεται στις 15 Μαρτίου στη 01:00 διαβαίνοντας αιφνιδιαστικά τον Μπλιέ. Στις 18 Μαρτίου φθάνει στη γραμμή Ζίγκφριντ που τα μέτρια οχυρά της πέφτουν κατά δεκάδες από τα πλήγματα των διατρητικών οβίδων και τις επιθέσεις των φλογοβόλων.
Τις επόμενες ημέρες, το 15ο σώμα καταλαμβάνει το Ντε-Πον και το Χόμπουργκ, προελαύνει προς το Καϊζερσλάουτερν και στρέφεται στα ανατολικά, για να πλησιάσει στον Ρήνο. Στις πτέρυγες το 21ο και το 6ο σώμα βαδίζουν με την ίδια ταχύτητα. Το ένα πετυχαίνει την πτώση του Σαρρεμπρούκ υπερφαλαγγίζοντάς το και κυριεύει το Σαιντ Ινγκμπέρ. Το άλλο καταλαμβάνει το Λάουνταου και το Πιρμάσενς. Η κατάσταση είναι παντού χαώδης. Όλες οι πόλεις καίγονται. Το Χόμπουργκ είναι ένα σφαγείο. Οι Γερμανοί στρατιώτες παραδίδονται κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες, βαδίζοντας χωρίς συνοδεία σε κατεύθυνση αντίθετη από την κατεύθυνση των νικηφόρων φαλαγγών, των οποίων το θαυμάσιο υλικό τους αφήνει εμβρόντητους.
Οι Σύμμαχοι περίμεναν πως θα είχε οργανωθεί μια λαϊκή αντίσταση, μια δράση ελεύθερων σκοπευτών, περίμεναν τα απαίσια κατορθώματα του Βέρβουλφ ( δηλαδή του Λυκανθρώπου), με τα οποία ο Γερμανικός τύπος απειλεί τους εισβολείς του Γ' Ράιχ, αλλά δεν βρίσκουν παρά αποσύνθεση, εγκαρτέρηση και υποταγή. Ο Πάττον είχε επιτεθεί δυο μέρες πριν από τον Patch, με μια αντίθετη διάταξη: προσπάθεια στις δύο πτέρυγες, για να κυκλώσει τον ορεινό όγκο του Χούνσρυκ. Η Γερμανική διοίκηση έκρινε τους Αμερικανούς υπερβολικά απορροφημένους από το προγεφύρωμα του Ρεμάγκεν, για να είναι σε θέση να επιτεθούν στον Μοζέλλα.
Δεν πρόβλεπε την τολμηρότητα, με την οποία ο Πάττον θα ορμούσε εναντίον της κουρασμένης και εξασθενημένης 7ης Γερμανικής στρατιάς. ''Με βάση την πείρα μου στην Ιταλία, (λέει ο Κέσσελρινγκ) δεν θα πίστευα ποτέ σε τόση τόλμη εκ μέρους των Αμερικανών''. Στις 21 Μαρτίου η εκστρατεία του Παλατινάτου τελειώνει. Η 90η μεραρχία πεζικού τη στιγμή αυτή καταλαμβάνει την Μαγεντία. Παντού πραγματοποιείται η συνένωση της 3ης και της 7ης στρατιάς, πάντα, σημειώνει ο Πάττον, προς όφελος της 3ης που είχε υπερβεί τα όριά της και είχε κυριεύσει μεγάλο αριθμό οικισμών που η γειτονική της στρατιά έπρεπε να είχε καταλάβει. Η 1η και η 7η Γερμανική στρατιά, έχοντας χάσει 75 ως 80% του πεζικού τους, μπορεί να θεωρούνται καταστραμμένες.
Στη ζώνη της 21ης ομάδας στρατιών μια άλλη επιχείρηση μεγάλης ολκής, η διάβαση του κάτω Ρήνου, επίκειται. Η επιχείρηση αυτή φέρει τη σφραγίδα του μεθοδικού και επιβλητικού πνεύματος του Μπέρναρντ Λο Μοντγκόμερυ. Ο ποταμός είναι ακόμα διογκωμένος από τα ανοιξιάτικα νερά του και το πλάτος του φθάνει τα 500 m. Η 1η στρατιά αλεξιπτωτιστών που τον προασπίζει από το Έμμεριχ ως το Ντίσελντορφ, ανασυντάσσεται από τις 10 Μαρτίου και εξακολουθεί να διαθέτει τους πιο γερούς πολεμιστές του Δυτικού μετώπου. Οι προετοιμασίες όμως του Μοντγκόμερυ άρχισαν από τις αρχές Φεβρουαρίου σε γιγαντιαία κλίμακα. Τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη.
2.000 πυροβόλα και σωροί πυρομαχικών είχαν μεταφερθεί κοντά στον ποταμό. 29 μεραρχίες, από τις οποίες 5 είχαν μεταφερθεί από την Ιταλία, ένα εκατομμύριο άνθρωποι, είναι διαθέσιμες. Οι 4 μεραρχίες εφόδου, 2 Βρετανικές και 2 Αμερικανικές, είχαν κάνει πολλές δοκιμές στον Μεύση ποταμό, μεταξύ Ροέρμοντ και Νιμέγκ. Ένα προπέτασμα καπνού μήκους 50 km διατηρείται στον Ρήνο, για να καλύπτει την αριστερή όχθη. Χιλιάδες φορτηγίδες απόβασης, αμφίβια οχήματα και άρματα έχουν συγκεντρωθεί, χωρίς να μπορεί το Γερμανικό πυροβολικό που δεν έχει πυρομαχικά, να τα κτυπήσει. Η στιγμή της εφόδου έχει ορισθεί για τις 23 Μαρτίου στις 21:00.
Από βραδύς, αφηγείται ο Bradley, ''Ο Πάττον μου τηλεφώνησε στο στρατηγείο μου στο Ναμύρ. Η λεπτή φωνή του έτρεμε από έξαψη: Μπραντ, για όνομα του Θεού, πέστε στον κόσμο, πως βρισκόμαστε απ’ την άλλη πλευρά. Θέλω να ξέρει ο κόσμος, πως η 3η στρατιά πέρασε πρώτη τον Ρήνο πριν από τον Μόντυ. Τίποτα πιο παιδαριώδες, αλλά και τίποτα ακριβέστερο''. Το προηγούμενο βράδυ μπροστά από τη μικρή πόλη Όππενχαιμ, 25 km από το Βορμς, ο Πάττον είχε επιβιβάσει σε πλοιάρια εφόδου δυο τάγματα του 2ου συντάγματος και χωρίς την παραμικρή προετοιμασία πυροβολικού ή αεροπορίας τα εξαπέλυσε εναντίον του Ρήνου. Τέσσερα αλλά τάγματα της 5ης μεραρχίας πεζικού τα ακολούθησαν στη διάρκεια της νύχτας.
Οι Γερμανοί που είχαν αιφνιδιασθεί, πρόβαλαν ασήμαντη αντίσταση. Ο Πάττον έχει αποκτήσει το προγεφύρωμά του με τίμημα 34 νεκρούς και τραυματίες, γελοιοποιώντας έτσι τις τεράστιες προετοιμασίες και τη θεατρική επιχείρηση του Άγγλου στρατάρχη. Θεατρική είναι η διάβαση του Ρήνου από τον Μοντγκόμερυ τόσο, όσο ήταν και από τον Λουδοβίκο 14ο. Ο Αϊζενχάουερ παρακολουθεί το θέαμα από ψηλά, από ένα κωδωνοστάσιο. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ παρακολουθεί την εξέλιξη της επιχείρησης μέσα από το τροχόσπιτο του στρατάρχη Μοντγκόμερυ. Η 2η Βρετανική στρατιά, ενισχυμένη με ένα τμήμα από την Καναδική στρατιά, περνά τον ποταμό προς τα βόρεια των εκβολών του Λίπε.
Η 9η Αμερικανική περνά τον ποταμό στρατιά προς τα νότια. Η πρώτη νυκτερινή έφοδος γίνεται από την 51η μεραρχία Βρετανικού πεζικού εναντίον του Ρέες. Η δεύτερη που γίνεται από τη 15η μεραρχία Βρετανικού πεζικού, ακολουθεί μια ώρα αργότερα εναντίον του Βέζελ. Τέσσερις ώρες αργότερα, στις 24 Μαρτίου, στις 02:00, η 30ή και η 79η μεραρχία Αμερικάνικου πεζικού επιτίθενται κι αυτές. Τα κύματα της επίθεσης διαδέχονται το ένα το άλλο επάνω στην πλατιά επιφάνεια του νερού που αυλακώνεται από ένα ταχύ ρεύμα και κάτω από ένα τεχνητό σεληνόφως που το δημιουργούν οι προβολείς της αντιαεροπορικής άμυνας. Η δεξιά όχθη, τελείως επίπεδη, φαίνεται σαν να καίγεται κάτω από τις αδιάκοπες εκρήξεις.
Οι απώλειες των επιτιθεμένων είναι ασήμαντες, 41 νεκροί στους Αμερικανούς ελάχιστα περισσότεροι στους Βρετανούς. Μια μεγάλη αερομεταφερόμενη επιχείρηση ακολουθεί -αντί να έχει προηγηθεί- τη διάβαση του ποταμού. Αρχίζει στις 24 Μαρτίου, ώρα 10:00 η ημέρα είναι ήρεμη και λίγο ομιχλώδης. Συνοδευμένα από 889 καταδιωκτικά προστατευμένα από αλλά 2.153 καταδιωκτικά, 1572 αεροπλάνα και 1326 ανεμοπλάνα ρίχνουν ή αποβιβάζουν στα βορειοδυτικά του Βέζελ τους 14.000 άνδρες της 6ης Βρετανικής και της 17ης Αμερικανικής αερομεταφερόμενης μεραρχίας. Παρ’ όλες τις βαριές απώλειες που προκάλεσε το αντιαεροπορικό πυροβολικό, η επιτυχία είναι πλήρης.
Η συνένωση με τις χερσαίες δυνάμεις πραγματοποιείται την ίδια μέρα. Το βράδυ το προγεφύρωμα φθάνει τα 10 km βάθος. Τις επόμενες ημέρες η άμυνα αποσυντίθεται. Η 2η Βρετανική στρατιά προελαύνει ταχύτατα στην περιοχή των δασών και των χέρσων εκτάσεων που απλώνονται στα βόρεια του Λίππε. Στα νότια του ποταμού η 9η Αμερικανική στρατιά προελαύνει στις παρυφές του Ρούρ. Στις 28 Μαρτίου το ρήγμα έχει πραγματοποιηθεί. Μέσω του Όσναμπρουκ οι Άγγλοι κατευθύνονται προς τον Βέζερ και τον Έλβα. Οι Αμερικανοί παρακάμπτουν το βιομηχανικό λεκανοπέδιο. Απειλούμενο από το βορρά το Ρούρ απειλείται και από το νότο. Ο θύλακας του Ρεμάγκεν έσκασε στο τέλος σαν παραφουσκωμένη φούσκα.
Η 5η Γερμανική στρατιά αρμάτων επιχειρεί να ανασυνταχθεί μπροστά στο Σόλινγκεν και στο Βούπερταλ, σ’ ένα μικρό ποτάμι με το ειρωνικό όνομα Νίκη (Ζήγκ), η 1η Αμερικανική στρατιά όμως την αφήνει πίσω της, για να βαδίσει εναντίον του Κάσσελ και έπειτα ανεβαίνει στα βόρεια. Την 1η Απριλίου πραγματοποιεί τη συνένωσή της με την 9η στρατιά στο Λίπσταντ κλείνοντας τον κλοιό γύρω από τον Ρούρ. Δέκα μέρες πριν ο Χίτλερ είχε επινοήσει το φρούριο Ρούρ (Ruhrfestung) και είχε απαγορεύσει με ποινή θανάτου να εγκαταλειφθεί εκούσια έστω και μία τοποθεσία.
Η 5η στρατιά θωρακισμένων, η 15η στρατιά, δύο σώματα της 1ης στρατιάς αλεξιπτωτιστών, πάνω από 100.000 άνδρες της αντιαεροπορικής άμυνας έχουν κυκλωθεί, κάτω από την διοίκηση του στρατάρχου Βάλτερ Μόντελ, σ’ ένα θύλακα μήκους 110 km, ανάμεσα στον Ρήνο και στις πηγές του Ρούρ και πλάτους 80 km ανάμεσα στους ποταμούς Λίππε και Ζήγκ. Παντού το φράγμα του Ρήνου καταρρέει. Από τον θύλακα του Ρεμάγκεν η δεξιά πτέρυγα της 1ης Αμερικανικής στρατιάς διασπά τις Γερμανικές γραμμές προς την κοιλάδα του Λαν και προς το Γκίσσεν. Από τον θύλακα του Όππενχαιμ ο Patton εισβάλλει στην κοιλάδα του Μάιν και κυριεύει την Φρανκφούρτη.
Η 7η στρατιά διαβαίνει τον Ρήνο στις 25 Μαρτίου από την μια κι από την άλλη πλευρά του Βορμς και βαδίζει προς το Βύρτσμπουργκ. Ο ντε Λαττρ, αφού επέτυχε να σχηματίσει το ρήγμα του στα βόρεια του Λώτερ και επέτυχε από τον στρατηγό Ντέβερς να υπαχθεί το Σπάιερ στη ζώνη της 1ης γαλλικής στρατιάς, διαβαίνει κι αυτός τον Ρήνο, κυριεύει την Καρλσρούη και κατεβαίνει προς τον Μέλανα Δρυμό. Οι συμμαχικές φάλαγγες συναντούν ακόμα σε μερικά σημεία τοπική αντίσταση, υποχρεώνονται να δώσουν σοβαρές μάχες, έχουν αισθητές απώλειες, αλλά, όπως και στη Γαλλία τον Ιούνιο του 1940 και τον Αύγουστο του 1944, η καθεαυτό μάχη έχει τερματισθεί.
Χιλιάδες αιχμάλωτοι είναι συγκεντρωμένοι σε αυτοσχέδια περιφραγμένα στρατόπεδα, περιμένοντας τη μεταφορά τους και τον κανονικό περιορισμό τους - πλήθη αξιολύπητα που επάνω τους πλανιέται η μολυσμένη οσμή της δυσεντερίας. Ο ανταρτοπόλεμος που τόσο φοβόταν ο Αϊζενχάουερ, δεν εκδηλώνεται πουθενά. Οι απόπειρες δολιοφθοράς, οι εχθρικές πράξεις, είναι σπανιότατα φαινόμενα. Στη δεξιά, όπως και στην αριστερή όχθη του Ρήνου η Γερμανία έχει ηττηθεί, έχει δαμασθεί, έχει υποταχθεί και νιώθει ανακούφιση. Το χάος όμως είναι απερίγραπτο.
Οι νίκες είχαν συσσωρεύσει στη Γερμανία τουλάχιστον 15 εκατομμύρια ξένους, αιχμαλώτους πολέμου, εκτοπισμένους, εθελοντές εργάτες και στρατολογημένους δια της βίας. Οι ήττες είχαν απωθήσει στο εσωτερικό του Ράιχ πολλά εκατομμύρια Γερμανών και οι βομβαρδισμοί είχαν διώξει από τις πόλεις άλλα εκατομμύρια. Από αυτό το ανακάτεμα πληθυσμών γίνεται μια καταπληκτική σύγχυση. Σε μερικά μέρη οι Εθνικοσοσιαλιστικές αρχές επιχειρούν να εφαρμόσουν τις διαταγές του Χίτλερ, προσπαθούν να πραγματοποιήσουν την ερήμωση διώχνοντας στα ανατολικά αμάχους και αιχμαλώτους. Στις περισσότερες περιπτώσεις παραιτούνται από ένα έργο ακατόρθωτο, τρέπονται σε φυγή και κρύβονται.
Το έδαφος που κατακτούν οι Σύμμαχοι είναι μόνο σ’ ένα μέρος του καμένο, το διοικητικό κενό όμως μέσα στο οποίο μπαίνουν, είναι ολοκληρωτικό. Χίλια δυο προβλήματα: αστυνόμευσης, υγείας, ανεφοδιασμού, αποναζιστικοποίησης μπαίνουν μπροστά τους για να αντιμετωπιστούν. Η πείνα και οι επιδημίες απειλούν. Θεωρείται μεγάλη τύχη το ότι η εισβολή στη δυτική Γερμανία γίνεται στην αρχή της άνοιξης. Ο χειμώνας θα είχε πιθανότατα φρικαλέα επακόλουθα. Ένα άλλο στοιχείο που περιορίζει την αναρχία είναι η προνοητικότητα των Αμερικανών. Η κατοχή της Γερμανίας έχει προετοιμασθεί με τόση φροντίδα όσο κι η εισβολή στην Ευρώπη. Μια νέα στρατιά, η 4η συγκροτήθηκε για να της ανατεθούν τα καταληφθέντα εδάφη.
Κάθε θέση που έχει κάποια σημασία μελετήθηκε διεξοδικά. Οι στρατιωτικές διοικήσεις έρχονται αμέσως ύστερα από τα στρατεύματα και μπαίνουν ευθύς σε λειτουργία. Καθώς λογάριαζαν το Γερμανικό κράτος διαλυμένο, καθώς θεωρούσαν τη Γερμανία ένα πτώμα πολιτικό, δεν γεννιέται θέμα για συνεργασία με τις τοπικές αρχές, αλλά για μια καθαρή κι απροσχημάτιστη κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα πολλοί διοικητικοί υπάλληλοι διατηρήθηκαν στις θέσεις τους ή γρήγορα ανακλήθηκαν. Ο βασικός μηχανισμός ξαναμπήκε σε λειτουργία. Οι υλικές και κοινωνικές καταστροφές ήταν τέτοιες ώστε εκείνο που μπορούσε να ξαφνιάσει δεν ήταν η βραδύτητα, αλλά η ταχύτητα της αποκατάστασης.
Η προέλαση των συμμαχικών στρατών στη Γερμανία φέρνει και τη φρικιαστική αποκάλυψη των στρατοπέδων εκτοπίσεως, συγκεντρώσεως και εξοντώσεως. Πολλές εκθέσεις είχαν φθάσει στη διάρκεια των προηγούμενων ετών στις συμμαχικές ή στις ουδέτερες κυβερνήσεις, στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και στο Βατικανό για τις «εν ψυχρώ» Ναζιστικές ωμότητες, για τα χειρουργικά πειράματα σε ζωντανούς ανθρώπους, για τη μεθοδική εξόντωση των Εβραίων. Αληθινά και απίθανα όλα αυτά είχαν γίνει δεκτά με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα. H συμμαχική προπαγάνδα είχε αποφύγει να τα αναφέρει, από φόβο μήπως πέσει στην παγίδα μιας χονδροειδούς υπερβολής.
Τώρα η πραγματικότητα αποκαλύπτεται και ένας αμείλικτος φάκελος σχηματίζεται, καθώς τα ονόματα Μπούχενβαλντ, Νταχάου, Ράβενσμπρουκ, Μαουτχάουζεν, Μπέργκεν - Μπέλσεν, Άουσβιτς βγαίνουν από τη σκιά με το όνειδος που τα συνοδεύει.
Ο ΑΪΖΕΝΧΑΟΥΕΡ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Μετά την κατάκτηση της δεξιάς όχθης του Ρήνου δημιουργείται ένα πρόβλημα: Ποια θα είναι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η νικηφόρος πορεία των δυτικών στρατιών; Την στιγμή του καταρτισμού των σχεδίων για την εισβολή στην Ευρώπη καμιά αμφισβήτηση δεν είχε εγερθεί για τον τελικό αντικειμενικό σκοπό: το Βερολίνο. Τη στιγμή που η κύκλωση του Ρούρ προοιωνίζει την επικείμενη Γερμανική κατάρρευση, εξακολουθεί να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία στο μυαλό του Ουίνστον Τσώρτσιλ, του στρατάρχη Μοντγκόμερυ και των αρχηγών των Βρετανικών επιτελείων. Γι’ αυτό με κατάπληξη παίρνουν προς ενημέρωση ένα έγγραφο που ο στρατηγός Αϊζενχάουερ είχε απευθύνει στον στρατάρχη Στάλιν.
Ο αρχιστράτηγος του Δυτικού μετώπου ρωτά τον αρχιστράτηγο του Ανατολικού ποια είναι τα σχέδιά του και του ανακοινώνει τα δικά του, που δεν συνεπάγονται τίποτε λιγότερο από την εγκατάλειψη της πορείας προς το Βερολίνο. ''Σκέπτομαι, λέει ο Αϊζενχάουερ, να επιδιώξω τη συνένωση των δυνάμεών μου με τις δικές σας καταβάλλοντας την κύρια προσπάθειά μου πάνω στον άξονα Έρφουρτ - Λειψία - Δρέσδη. Μια δευτερεύουσα προσπάθεια θα καταβληθεί για να επιδιωχθεί και μια άλλη συνένωση στην περιοχή Ρατισμπόνν - Λίντς''. Η μορφή και το περιεχόμενο αυτού του μηνύματος είναι βαθιά προσβλητικό για τους Άγγλους. Όσο ψηλά κι αν είχε ανέβει ο Αϊζενχάουερ, δεν είναι παρά εκτελεστής αποφάσεων.
Την στρατηγική την διευθύνουν οι Combined Chiefs of Staff που συγκεντρώνουν τους αρχηγούς των Αμερικανικών και Βρετανικών επιτελείων. Αυτοί δεν ερωτήθηκαν και ο ίδιος ο βοηθός του Αϊζενχάουερ, ο Άγγλος στρατάρχης της αεροπορίας Άρτουρ Τέντερ, δεν είχε καν ενημερωθεί. Ο διπλωμάτης Άικ μετατρέπεται απότομα σε απολυταρχικό άρχοντα και επικοινωνώντας με τον άλλο απολυταρχικό άρχοντα, τον Joseph Stalin, ανατρέπει την οργάνωση της συμμαχικής διοίκησης ακριβώς τη στιγμή που πρόκειται για ένα ζήτημα τόσο σημαντικό, όσο είναι η είσοδος στην πρωτεύουσα του εχθρού.
Σύμφωνα με τη νέα στρατηγική του ο Αϊζενχάουερ παίρνει από τον Μοντγκόμερυ την 9η Αμερικανική στρατιά, για να την δώσει στον Bradley. Η 21η ομάδα στρατιών θα περιορισθεί στο ρόλο της πλαγιοφυλακής της 12ης ομάδας. Αφού είχε καταπολεμήσει το concentrated thrust του Μόντυ ο Άικ, το υιοθετεί, αλλά το μετατοπίζει. Την κατεύθυνση Ντίσελντορφ - Βερολίνου την μετατρέπει σε κατεύθυνση Μαγεντία - Δρέσδη. Οι λόγοι που εξηγούν την ενέργεια του Αϊζενχάουερ είναι γνωστοί. Κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς, εγκαταλελειμμένο από τη Ναζιστική κυβέρνηση το Βερολίνο δεν έχει στα μάτια του καμιά ιδιαίτερη αξία.
Άλλωστε οι Ρώσοι απέχουν από την πόλη 60 km, ενώ 300 km χωρίζουν ακόμα τους Δυτικούς απ’ αυτήν. Ο Bradley, τον οποίο ο Αϊζενχάουερ συμβουλεύθηκε ενώ κρατούσε σε άγνοια τον Τέντερ - είχε δηλώσει πως θα έχαναν 100.000 άνδρες στις πεδιάδες της Βόρειας Γερμανίας, αν άκουγαν τον Μοντγκόμερυ. Ποιο θα ήταν το όφελος, αφού ο τελευταίος αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας βρίσκεται στο νότο; Ο Αϊζενχάουερ, όπως πίστευε στον ανταρτοπόλεμο, έτσι πιστεύει και στο περιχαρακωμένο Αυστρο-Βαυαρικό στρατόπεδο γύρω στο Berchtesgaden, μυστικιστική πρωτεύουσα του Χιτλερισμού. Η γρήγορη εξαφάνισή του είναι πολύ πιο σημαντική από τη φθηνή ματαιοδοξία της εισόδου στο Βερολίνο.
Η αντίδραση των αρχηγών των Βρετανικών επιτελείων είναι εξαιρετικά έντονη. Αρνούνται στον Αϊζενχάουερ το δικαίωμα να αλληλογραφεί απ’ ευθεία με τον Στάλιν. Μπαίνουν σε θέματα πολιτικής γράφοντας πως υπάρχουν προβλήματα ευρύτερης σημασίας από την καταστροφή του κύριου όγκου των εχθρικών δυνάμεων στη Γερμανία. Ζητούν να αφεθεί στον Μοντγκόμερυ η 9η στρατιά και να παραμείνει το Βερολίνο κύριος αντικειμενικός σκοπός των Συμμάχων. Η διαμάχη αυτή φωτίζεται από το πολιτικό φόντο μπροστά στο οποίο διεξάγεται. Δυο μήνες μετά την υπογραφή του το οικοδόμημα της Γιάλτα καταρρέει. Οι Ρώσοι αθετούν τις υποσχέσεις τους. Αρνούνται την είσοδο της Επιτροπής του Λονδίνου στην Πολωνία.
Επιβάλλουν στον βασιλιά της Ρουμανίας μια κομμουνιστική κυβέρνηση. Προβαίνουν παντού σε μαζικές προγραφές, αποκεφαλίζουν τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, απαλλοτριώνουν τις περιουσίες, εκτοπίζουν ή σφάζουν τις εύπορες τάξεις, αρνούνται να επαναφέρουν σε ισχύ τις ελευθερίες των πολιτών. Οι σχέσεις τους με τους Αμερικανούς περνούν οξεία κρίση που την χαρακτηρίζει η υπόθεση Wolff. Ο στρατηγός αυτός των SS, του περιβάλλοντος του Χάινριχ Λούιτπολντ Χίμλερ, επιχειρεί να διαπραγματευθεί στη Βέρνη την παράδοση του Γερμανικού στρατού της Ιταλίας. Ο Στάλιν εξοργίζεται και βλέπει σ’ αυτή την επαφή συμπαιγνία του φασισμού και του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Οι διαπραγματεύσεις της Βέρνης, γράφει στον Ρούζβελτ ο Στάλιν, ''Επιτρέπουν στους Αγγλο-Αμερικανούς να προελάσουν ως την καρδιά της Γερμανίας χωρίς σχεδόν να συναντήσουν αντίσταση. Οι Ναζί σταμάτησαν στην πράξη να μάχονται εναντίον της Αμερικής και της Αγγλίας, ενώ συνεχίζουν να πολεμούν εναντίον μας''. Ο Ρούζβελτ απαντά έντονα, βεβαιώνει ότι οι συνομιλίες της Βέρνης έχουν ως σκοπό την εξοικονόμηση αίματος και ότι δεν αντιβαίνουν προς την άνευ όρων παράδοση. ''Δεν μπορώ να αποφύγω, καταλήγει ο Ρούζβελτ, να σας εκφράσω την βαθύτατη δυσαρέσκειά μου εναντίον εκείνων που διαστρέφουν κατά τρόπο τόσο ταπεινό τις πράξεις μου και τις ενέργειες των υφισταμένων μου''.
Τα λίγα που είναι γνωστά για τις τελευταίες ημέρες του προέδρου φαίνεται να δείχνουν ότι είχε καταλάβει στα τελευταία του την απάτη της Γιάλτα και πως είχε αρχίσει να εξοργίζεται εναντίον του Στάλιν που είχε εκμεταλλευθεί την καλή του πίστη. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα η απόφαση του Αϊζενχάουερ να εγκαταλείψει την κατάληψη του Βερολίνου θα έπρεπε να προκαλέσει μια επέμβαση της Αμερικανικής κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Άικ, όταν η επιδεξιότητά του μπαίνει σε ενέργεια, προσφέρεται για μια τέτοια εξέλιξη.
''Πρώτος εγώ δέχομαι, ότι ένας πόλεμος πρέπει να διευθύνεται με βάση πολιτικούς αντικειμενικούς σκοπούς. Αν οι αρχηγοί των συνεργαζομένων επιτελείων αποφασίσουν, ότι η κατάληψη του Βερολίνου είναι απαραίτητη, με μεγάλη προθυμία θα αλλάξω τα σχέδιά μου''. Ο Ρούζβελτ όμως δεν έχει πια την δύναμη να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ βλέπει καθαρά, δηλώνει ότι η εγκατάλειψη του Βερολίνου αποτελεί βαρύ στρατιωτικό και πολιτικό σφάλμα. Και ο ίδιος όμως ο Τσώρτσιλ είναι πολύ κουρασμένος από πενήντα οκτώ μήνες εξουσίας και αγώνων. Επειδή ο Τζορτζ Μάρσαλ είχε ταχθεί, όπως συνήθως, με το μέρος του Αϊζενχάουερ, η απόφαση παραμένει σε ισχύ: οι δυτικοί Σύμμαχοι δεν θα περάσουν κάτω από την πύλη του Βραδεμβούργου.
Ήσυχος ο Στάλιν ξαναβρίσκει την ευδιαθεσία του. Απαντά χαριτωμένα στην επιστολή του Αϊζενχάουερ: Νομίζω, όπως κι εσείς, ότι το Βερολίνο έχασε κάθε είδους σημασία και έχω την πρόθεση να μη διαθέσω γι’ αυτό παρά δευτερεύουσες δυνάμεις. Ο αρχιστράτηγος του Δυτικού μετώπου παίρνει τοις μετρητοίς αυτή την καταπληκτική ειρωνεία.
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Η Γερμανία δεν διέθετε πλέον επίλεκτες δυνάμεις. Μέχρι το 1944 είχε χάσει 1.802.000 άνδρες στο Ανατολικό Μέτωπο. 700.000 Γερμανοί ήταν έγκλειστοι σε Σοβιετικά στρατόπεδα. Μέχρι τα τέλη του 1944 είχαν αιχμαλωτιστεί 800.000 μέλη της Βέρμαχτ από τα στρατεύματα των Δυτικών Συμμάχων. Μόνο στο δεύτερο εξάμηνο του 1944 έχασε η Luftwaffe πάνω από 20.000 αεροπλάνα και οι Γερμανικές πόλεις έμειναν εκτεθειμένες στους βομβαρδισμούς των Συμμάχων. Τον Μάρτιο του 1945 το Ναζιστικό καθεστώς αναγκάστηκε να στρατολογήσει σχεδόν 58.000 άτομα νεαρής ηλικίας.
Με την απώλεια της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας δεν είχε πλέον πρόσβαση στις πολύτιμες πετρελαιοπηγές. Ενώ οι Γερμανοί προσπαθούσαν να εκκενώσουν βιαστικά τα στρατόπεδα εξόντωσης και να σβήσουν τα ίχνη της ύπαρξής τους, οι επιζώντες κρατούμενοι κατευθύνονταν προς τα δυτικά, έχοντας να αντιμετωπίσουν την πείνα, το κρύο και τους εξαγριωμένους άνδρες των SS. Το ίδιο δρομολόγιο ακολούθησαν κύματα Γερμανών προσφύγων που εγκατέλειψαν την ανατολική Ευρώπη, θέλοντας να αποφύγουν τα αντίποινα του Κόκκινου Στρατού. Ο Γερμανικός λαός έτρεμε την εκδίκηση των Συμμάχων για τα εκατομμύρια θύματα της Ναζιστικής θηριωδίας.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Στις αρχές Απριλίου του 1945 οι Σοβιετικές δυνάμεις αναπτύσσονταν σε καίριες θέσεις για την τελική επίθεση κατάληψης του Βερολίνου. Στο Βορρά, οι δυνάμεις του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου του στρατηγού Ροκοσόφσκυ συγκεντρώθηκαν στην ανατολική όχθη του Όντερ. Στο κέντρο, ο στρατηγός Ζούκωφ ανάπτυξε το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο κατά μήκος του ποταμού, στην περιοχή μπροστά από τα υψώματα του Ζέελοβ. Στο νότο, ο στρατηγός Κόνιεφ μετακίνησε το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο από την Άνω Σιλεσία στις όχθες του ποταμού Νάισε. H επίθεση στο κέντρο και στο Nότο είχε προγραμματιστεί για τις 16 Απριλίου.
Ενώ αυτή του στρατηγού Ροκοσόφσκυ θα ακολουθούσε αμέσως μόλις έπεφτε η στάθμη του Όντερ, με κατεύθυνση στα βόρεια του Βερολίνου. H δύναμη των τριών Σοβιετικών Μετώπων ανερχόταν συνολικά σε 2.500.000 άνδρες και γυναίκες που υποστηρίζονταν από 6.250 τεθωρακισμένα, 7.500 αεροσκάφη, 41.600 πυροβόλα και όλμους, 3.255 ρουκετοβόλα Κατιούσα και 95.000 οχήματα. Στο Βορρά, αντιμέτωπη με το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο είχε ταχθεί η Γερμανική 3η Τεθωρακισμένη Στρατιά του Μαντώυφελ, με 11 μεραρχίες, 212 άρματα και σχεδόν ανύπαρκτο συμβατικό πυροβολικό, αλλά με περίπου 600 έως 700 αντιαεροπορικά πυροβόλα, πολλά από τα οποία ήταν τα περίφημα των 88 mm.
H Γερμανική 9η Στρατιά του στρατηγού Μπούσε, που κάλυπτε το μέτωπο από το κανάλι Φίνοβ στο Βορρά μέχρι το Γκέμπεν στο Νότο και τα υψώματα του Ζέελοβ στο κέντρο, αντιμέτωπη με το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο, διέθετε 14 μεραρχίες, 512 άρματα, 344 πυροβόλα και 300 έως 400 αντιαεροπορικά. Oι στρατιές αυτές υπάγονταν στην Ομάδα Στρατιών Βιστούλα. Στο Νότο, στον τομέα της Ομάδας Στρατιών Κέντρου με διοικητή το στρατάρχη Σέρνερ, στον τομέα επίθεσης του 1ου Ουκρανικού Μετώπου ήταν ανεπτυγμένη η Γερμανική 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά.
Στις 20 Mαρτίου ο στρατηγός Χαϊνρίτσι αντικατέστησε τον Χίμλερ στη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα και άρχισε αμέσως να καταστρώνει τα αμυντικά σχέδιά του. εκτίμησε σωστά ότι η κύρια Σοβιετική επίθεση θα εκδηλωνόταν στο κέντρο, με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου που περνούσε πάνω από τον ποταμό Όντερ, στον τομέα του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου. αποφάσισε να υπερασπιστεί τις όχθες του ποταμού με περιορισμένες δυνάμεις και να αναπτύξει την αμυντική γραμμή του στα υψώματα του ζέελοβ, 48 μέτρα πάνω από τις όχθες του ποταμού, στο σημείο που τον διέσχιζε ο αυτοκινητόδρομος.
Άρχισε να μεταφέρει δυνάμεις από άλλες περιοχές για να ενισχύσει το σημείο αυτό, ενώ το Γερμανικό μηχανικό μετέτρεψε την κοίτη του ποταμού σε πραγματικό βάλτο, εκτρέποντας παρακείμενα κανάλια. Οργανώθηκαν τρεις γραμμές άμυνας με αντιαρματικές τάφρους, θέσεις πυροβόλων και αντιαρματικών όπλων και ένα εκτενές δίκτυο χαρακωμάτων και οχυρών για το πεζικό. H τρίτη (και τελευταία) γραμμή άμυνας εκτεινόταν μέχρι και 20 χιλιόμετρα πίσω από τη γραμμή του μετώπου. Την παραμονή της Σοβιετικής επίθεσης και οι δύο πλευρές, που γνώριζαν ότι η μάχη αυτή ήταν η πιο αποφασιστική, ήταν απασχολημένες με τις απαραίτητες προετοιμασίες.
Oι Σοβιετικοί είχαν καμουφλάρει προσεκτικά τα πυροβόλα, τους όλμους και τα τεθωρακισμένα τους και είχαν αποσύρει από την πρώτη γραμμή οποιονδήποτε "ύποπτο" για λιποταξία που θα μπορούσε να προδώσει τα σχέδιά τους στον εχθρό. Για πρόσθετη ασφάλεια, είχαν εγκαταστήσει μία ειδική φρουρά στα μετόπισθεν, η αποστολή της οποίας ήταν να εμποδίσει οποιαδήποτε κίνηση φυγάδων προς τις Γερμανικές θέσεις. Oι υπεύθυνοι για την προπαγάνδα αξιωματικοί εμψύχωναν τα στρατεύματα που θα ρίχνονταν πρώτα στη μάχη με τα εξής λόγια: "Κανένα έλεος στον εχθρό. Έσπειραν ανέμους, θα θερίσουν θύελλες".
Στην άλλη πλευρά του μετώπου, οι νεαροί Γερμανοί δεν αισθάνονταν πια την υποχρέωση να πολεμήσουν και να πεθάνουν για τον Φύρερ τους. Παρέμεναν στις θέσεις τους, άλλοι λόγω του έμφυτου αισθήματος πειθαρχίας και υπακοής στους ανωτέρους και άλλοι από φόβο για τα "ιπτάμενα στρατοδικεία" της Στρατιωτικής Αστυνομίας που είχαν αποστολή να δικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες και να εκτελούν κάθε λιποτάκτη. Ακόμα και τα λευκά μαντίλια είχαν αφαιρεθεί από τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής ώστε να μην μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν για να παραδοθούν όταν θα άρχιζε η μάχη.
Oι αξιωματικοί, βλέποντας το φόβο στα μάτια των στρατιωτών, προσπαθούσαν να αναπτερώσουν το ηθικό τους και να τους πείσουν να πολεμήσουν, δίνοντας αόριστες υποσχέσεις για την εμπλοκή στο πεδίο της μάχης των νέων μυστικών όπλων του Φύρερ και περιγράφοντας τις φρικαλεότητες που είχε διαπράξει ο εχθρός στα γερμανικά εδάφη που είχε καταλάβει. Παρά τα αυστηρά μέτρα των Σοβιετικών, οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν έναν Σοβιετικό στην πρώτη γραμμή, ο οποίος τους αποκάλυψε ότι η επίθεση ήταν προγραμματισμένη για τις 16 Απριλίου.
H ημερομηνία έγινε πιστευτή όταν ο αιχμάλωτος ανέφερε λεπτομέρειες για τα σχέδια του εχθρού και όταν τους πληροφόρησε ότι οι Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν λάβει διαταγή να πλυθούν και να ξυριστούν για να δώσουν την εικόνα του πολιτισμένου κατακτητή. Πράγματι, προτού πέσει το τελευταίο φως της 15ης Απριλίου, οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού ξυρίστηκαν και "καλλωπίστηκαν" κατόπιν σχετικής διαταγής. Oι περισσότεροι δεν κοιμήθηκαν εκείνο το βράδυ, αφού γνώριζαν ότι η μάχη στην οποία θα λάμβαναν μέρος την επόμενη ημέρα ήταν η τελευταία και όλοι ήθελαν να ζήσουν για να γευτούν τη χαρά της τελικής νίκης στην ίδια την πρωτεύουσα του εχθρού, το Βερολίνο.
Για κάποιους η μάχη είχε ήδη αρχίσει. Ήταν οι σκαπανείς που σύρθηκαν προς τις θέσεις του εχθρού για να εκκαθαρίσουν τα ναρκοπέδια. Επέστρεψαν στις θέσεις τους λίγα λεπτά προτού αρχίσει η μεγαλύτερη προπαρασκευή πυροβολικού στην ιστορία του πολέμου, την ίδια στιγμή που οι τυφεκιοφόροι των μονάδων εφόδου έτρωγαν τη ζεστή σούπα τους και έπιναν τη βότκα που τους είχαν μοιράσει.
ΟΙ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΕΣ ΜΕΡΑΡΧΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ''ΝΕΡΩΝΕΙΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ''
Ο κλοιός γύρω από το Βερολίνο έσφιγγε - το κέντρο της πόλης είχε καταστραφεί από τους Αμερικανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Ο άλλοτε πανίσχυρος άνδρας του Ράιχ έβλεπε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί. Κλεισμένος στο μπούνκερ της Καγκελαρίας και αποκομμένος από την πραγματικότητα, ο άνθρωπος, που φιλοδοξούσε να γίνει η σημαντικότερη φυσιογνωμία της γερμανικής ιστορίας, είχε χάσει πλέον κάθε επαφή με τη λογική. Με φανερά τα σημάδια της αρρώστιας του Πάρκινσον, ο Χίτλερ, ένας πρόωρα γερασμένος άνδρας, συνέχιζε τους ατελείωτους μονολόγους του και έδινε διαταγές σε μεραρχίες - φαντάσματα και ανύπαρκτους στρατούς.
Αν και αντιλαμβανόταν ότι το τέλος ερχόταν, δεν συνθηκολογούσε. Η «προδοσία του 1918» δεν θα επαναλαμβανόταν - αυτή ήταν η μόνιμη επωδός του. Πιστός στα φυλετικά του προστάγματα για την «επικράτηση του ισχυροτέρου», εξέδωσε το περίφημο «Νερώνειο διάταγμα», το οποίο προέβλεπε την καταστροφή των σημαντικότερων βιομηχανιών του Ράιχ, μια και ο Γερμανικός λαός είχε αποδειχτεί αδύναμος απέναντι στους λαούς της Ανατολής. Το διάταγμα αγνοήθηκε τελικά, αφού δεν συμμερίζονταν όλοι οι Γερμανοί αξιωματούχοι τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του αρχηγού τους και δεν ήθελαν να θυσιάσουν ολόκληρο το έθνος στον βωμό του Εθνικοσοσιαλιστικού μολώχ.
Ο ΧΙΤΛΕΡ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΟΧΥΡΩΜΕΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΟΥ
Αν οι Ρώσοι είχαν αναστείλει την προσπάθεια τους μπροστά στο Βερολίνο, αυτό έγινε αποκλειστικά και μόνο, γιατί δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν μια αποτυχία, όπως αυτή που γνώρισαν, όταν δοκίμασαν πρόωρα να διεισδύσουν στην Ανατολική Πρωσία. Αποκαθιστούν τις συγκοινωνίες τους και φέρνουν νέες δυνάμεις για την τελειωτική επίθεση. Στην πεδιάδα του Δούναβη αντίθετα η μάχη συνεχίζεται με σφοδρότητα. Η πτώση της Βουδαπέστης δεν έπεισε τον Χίτλερ να εγκαταλείψει το σχέδιό του να ανακαταλάβει την γραμμή του Δούναβη.
Τη στιγμή που οι Ρώσοι βρίσκονται μπροστά στις πύλες του Βερολίνου, εκείνος διατηρεί ανάμεσα στα Καρπάθια και τον ποταμό Ντράβα τέσσερις στρατιές που διαθέτουν περισσότερες από τριάντα μεραρχίες, κι ανάμεσα σ’ αυτές την 6η στρατιά αρμάτων SS. Αυτή επιτίθεται στις 6 Μαρτίου μεταξύ των λιμνών Μπάλατον και Βέλενκζ, πετυχαίνει να σχηματίσει μια αιχμή στο τρίτο μέτωπο της Ουκρανίας, αλλά δεν κατορθώνει να προκαλέσει ρήγμα. Κάτω από καταρρακτώδη βροχή, η Leibstandarte Adolf Hitler δείχνει λιποψυχία.Ο Χίτλερ δίνει διαταγή να αφαιρεθούν τα περιβραχιόνια με το όνομά του.
Τα SS επιστρέφουν τα παράσημά τους μέσα σε αγγεία της νυκτός και μάλιστα, όπως λένε, και το χέρι ενός σκοτωμένου συντρόφου τους με το απαγορευμένο περιβραχιόνιο. Από την ημέρα αυτή ένα καινούργιο παράπονο προστίθεται στις ιερεμιάδες του Führer: ''Τα SS μου με προδίδουν κι αυτά''. Το πλεονέκτημα των Γερμανών είναι βραχύβιο. Στις 16 Μαρτίου το τρίτο μέτωπο της Ουκρανίας πέφτει εναντίον της αιχμής που είχε δημιουργήσει η επίθεση της 6ης του μηνός. Η 6η στρατιά αρμάτων SS δεν σώζεται από την ολοκληρωτική καταστροφή, παρά μόνο χάρη σε μια εσπευσμένη υποχώρηση. Στις 25 Μαρτίου το δεύτερο μέτωπο της Ουκρανίας επιτίθεται κι αυτό στα βόρεια του Δούναβη.
Τρέπει σε άτακτη φυγή την 8η Γερμανική στρατιά, καταλαμβάνει το Πρέσμπουργκ, περνά τα Αυστριακά σύνορα και εισβάλλει στην πεδιάδα του Βαγκράμ. Η δεύτερη Γερμανική πρωτεύουσα, η Βιέννη, ακούει το Ρωσικό πυροβολικό πριν από το Βερολίνο. Στα βόρεια οι Ρώσοι ξεκινούν για την κατάληψη της Πομερανία. Φθάνουν στη Βαλτική στις 9 Μαρτίου κοντά στο Κόλμπεργκ. Οι Γερμανοί κυκλώνονται έτσι σε τρεις παράκτιους θύλακες: στην Κουρλάνδη, όπου μάχονται η 16η και η 18η στρατιά, στην Ανατολική Πρωσία, όπου αγκιστρώνεται η 3η στρατιά αρμάτων και μερικά υπολείμματα της 4ης, στην Πομερανία τέλος, όπου η 2η στρατιά απωθείται προς την Γδύνια και το Γκντανσκ.
Ο θύλακας της Κουρλάνδης έχει κλείσει από τον μήνα Οκτώβριο. Αναπνέει από τους λιμένες του Λίμπαου και του Βίνταου. 10 μεραρχίες είχαν επαναπατρισθεί από το πολεμικό ναυτικό, απομένουν όμως άλλες 25, ένα τέταρτο του εκατομμυρίου άνδρες που αποτελούν αντικείμενο καθημερινής φιλονικίας μεταξύ του Χάιντς Βίλχελμ Γκουντέριαν και του Führer του. Ο Γκουντέριαν θέλει να εκκενώσει την Κουρλάνδη, για να ενισχύσει το μέτωπο του Όντερ. Ο Χίτλερ απαντά ότι ο θύλακας της Κουρλάνδης απασχολεί μεγαλύτερες δυνάμεις απ’ αυτές που τον υπερασπίζουν. Τον Απρίλιο διεξάγεται η 14η και η 15η μάχη της Κουρλάνδης.
Κάτω από την διοίκηση του στρατηγού Χίλπερτ, ενισχυόμενα από τους πατριώτες των Βαλτικών χωρών που πολεμούν με λύσσα εναντίον του κληρονομικού δυνάστη, τα Γερμανικά στρατεύματα παραμένουν ακλόνητα. Στην Ανατολική Πρωσία τα υπολείμματα της 4ης στρατιάς έχουν περιορισθεί στη μικρή χερσόνησο Μπάλγκα. Χωρίς ανεφοδιασμό, χωρίς ζεστά ρούχα, σωστοί σκελετοί 2.530 στρατιώτες και 2.830 τραυματίες κι ακόμη 3.500 Ρώσοι των βοηθητικών δυνάμεων που συμμερίζονται την τύχη των ηττημένων, διαφεύγουν διασχίζοντας το Φρις Χαφ και καταφεύγουν στην παράκτια λωρίδα ή Νέρουνγκ.
Πεθαίνοντας από την πείνα, αποδεκατιζόμενα από το Σοβιετικό πυροβολικό πλήθη φυγάδων συνωστίζονται στους πευκώνες, στους αμμόλοφους και στα λιγοστά χωριά ψαράδων περιμένοντας μια προβληματική μεταφορά τους από τη θάλασσα. Στις αρχές Απριλίου, το Καίνιγκσμπεργκ αποκόπτεται για δεύτερη φορά από το επίνειό του Πίλλαου. Ένας φοβερός βομβαρδισμός μετατρέπει την πόλη σε μια τεράστια πυρκαγιά. Ο διοικητής της, στρατηγός Όττο Λας, θεωρείται σκληροτράχηλος και Ναζιστής. Αντιλαμβάνεται ωστόσο, πως η παράταση της αντίστασης δεν σημαίνει παρά μάταιη θυσία ανθρώπινων υπάρξεων και στις 9 Απριλίου αποφασίζει να συνθηκολογήσει.
Η λύσσα της απελπισίας είναι τόσο μεγάλη, που πολίτες, μέλη της εθνοφρουράς, πυροβολούν αυτούς που κρατούν την λευκή σημαία. Νοσταλγικός των νικών που έσβησαν πια, ο άνθρωπος που κατέλαβε με έφοδο το φρούριο Eben-Emael, ο στρατηγός Μίσκοχ, είναι διοικητής του μηχανικού του Καίνιγκσμπεργκ. Αρνείται κι αυτός να συνθηκολογήσει και σκοτώνεται. Ο Χίτλερ στιγματίζει τον Λας, τον καταδικάζει σε θάνατο ερήμην και με βάση το νόμο περί συλλογικής ευθύνης των οικογενειών (Sippenhaft), διατάσσει την σύλληψη όλων των μελών της οικογενείας του. Αντίθετα ο gauleiter Έρικ Κοχ, που κατέφυγε στο Πίλλαου μ’ ένα παγοθραυστικό έτοιμο, για να φύγει πιο μακριά, δεν επισύρει καμιά μομφή.
Ένα τέκνο της περιοχής, ο στρατηγός φον Ζάουκεν, στέλνεται στην Ανατολική Πρωσία, για να παρατείνει τις τελευταίες νησίδες αντίστασης. Σκέπτεται κυρίως να διασώσει ό,τι είναι δυνατό από το πλήθος των αμάχων και των στρατιωτικών που έχει κυκλωθεί από τους Ρώσους. Από το Πίλλαου, από τη Γδύνια και από το μικρό στρατιωτικό λιμάνι του Χελ, που έριξε τις τελευταίες βολές πυροβολικού του Γερμανο-Πολωνικού πολέμου, αποπλέουν σκάφη κυριολεκτικά σκεπασμένα από ανθρώπινα μελίσσια. Μερικά απ’ αυτά τα περιμένει μια τραγωδία. Τα Ρωσικά υποβρύχια τορπιλίζουν το Γκενεράλ φον Στόυμπεν που βυθίζεται με 3.000 άτομα και το Γκόγια με 7.000.
Η κατάληψη της Πομερανία έφερε τους Ρώσους μπροστά στο Στεττίνο. Βρίσκονται στο μήκος του Όντερ από τις εκβολές του ως το σημείο συμβολής του με τον δυτικό Νάισσε. Διογκωμένος από την εξαιρετική τήξη των χιονιών ο μικρός ποταμός έχει ξεχειλίσει και το πλάτος του φθάνει σ’ ορισμένα σημεία ως τα 3 km. Οι Γερμανοί διατηρούν στην ανατολική όχθη δυο προγεφυρώματα, το ένα γύρω στην Φρανκφούρτη και το άλλο γύρω στο Κύστριν. Στις 12 Μαρτίου μια σφοδρή επίθεση σαρώνει αυτό το τελευταίο. Πάνω στην ορμή τους οι Ρώσοι περνούν τον Όντερ, προελαύνουν 10 km και φθάνουν σε απόσταση 60 km από το Βερολίνο.
Αναχαιτίζονται, αλλά όλες οι απόπειρες της 9ης στρατιάς να τους εξαναγκάσει να υποχωρήσουν πίσω από τον Όντερ αποτυγχάνουν. Ο αιφνιδιασμός του Κύστριν τερματίζει τη σταδιοδρομία του στρατηγού Χάινριχ Λούιτπολντ Χίμλερ. Ο Χάιντς Βίλχελμ Γκουντέριαν που είχε επανειλημμένα ζητήσει την αντικατάστασή του, μαθαίνει ότι εγκατέλειψε την ομάδα στρατιών του και βρίσκεται για θεραπεία στο σανατόριο του Χοχενλύχεν. Πηγαίνει εκεί και βρίσκει έναν άνθρωπο άρρωστο από αγωνία, που χωρίς καμιά δυσκολία αναγνωρίζει, πως δεν βρίσκεται στο ύψος της διοίκησής που του είχαν αναθέσει και δέχεται να ζητήσει την αντικατάστασή του.
Ο Γκουντέριαν πετυχαίνει να ορισθεί αντικαταστάτης του ο υποστράτηγος Γκόταρντ Χάινριτσι. Ο γηραιός στρατιώτης ατάραχος είχε απωθήσει μπροστά στη Μόσχα αμέτρητες Σοβιετικές επιθέσεις και είχε σώσει καταστάσεις σχεδόν απελπιστικές. Οι συνθήκες όμως είχαν βαθιά αλλάξει. Ο αντίπαλος έγινε πολύ ισχυρότερος και οι Γερμανοί στρατιώτες του 1942 είναι νεκροί. Μετά τη δαπανηρή αποτυχία της 9ης στρατιάς ο Χίτλερ κατηγορεί τον Μπούσσε για ανικανότητα και τα στρατεύματά του για δειλία. Ο Γκουντέριαν απαντά, ότι τα στρατεύματα έκαναν το καθήκον τους και ότι ο Μπούσσε είναι εξαίρετος στρατηγός.
Λίγες μέρες πριν, στη διάρκεια μιας ανάλογης σκηνής, ο Χίτλερ ύψωσε τη γροθιά του εναντίον του αρχηγού του επιτελείου του, τον οποίο ο Βίλχελμ Κάιτελ τράβηξε γρήγορα προς τα πίσω πιάνοντάς τον από το γιακά του χιτωνίου του, για να του κάνει ύστερα ζωηρές παρατηρήσεις: ''Πώς τολμάτε να αντιμιλάτε στον Führer μ’ αυτό τον τρόπο. Τι θα απογίνουμε αν πάθει καμιά συμφόρηση;'' Τη φορά αυτή η αντίδραση είναι παγερή. Ο Χίτλερ βγάζει έξω όλους τους παριστάμενους εκτός από τον Κάιτελ:
''Στρατηγέ Γκουντέριαν, η κατάσταση της υγείας σας απαιτεί άμεση ανάπαυση. Αντικαταστάτης του ορίζεται ο στρατηγός Χανς Κρεμπς που υπήρξε βοηθός του στρατιωτικού ακολούθου στη Μόσχα και που δεν έχει ακόμα αναρρώσει τελείως από μια διάσειση που είχε υποστεί σ’ ένα βομβαρδισμό του Ζόσσεν. Μιλά άπταιστα Ρωσικά και δεν έχει παύσει να λυπάται για τη διάλυση της συμμαχίας με τα Σοβιέτ''.
Κυλά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου. Στα δυτικά η κηλίδα της συμμαχικής προέλασης απλώνεται ταχύτατα. Το Κάσσελ, το Όσναμπρουκ, το Μίντεν, το Βύρτσμπουργκ, το Μπάυροτ, η Νυρεμβέργη, το Αννόβερο, το Μπρούνσβικ πέφτουν με ταχύτατο ρυθμό. Αν και περιέχει δυο φορές περισσότερους στρατιώτες από το Στάλινγκραντ το φρούριο του Ρούρ δεν προβάλλει πια καμιά σχεδόν αντίσταση. Οι τελευταίοι υπερασπιστές του παραδίδονται στις 17 Απριλίου. Ο στρατάρχης Βάλτερ Μόντελ καταφεύγει στα δάση, κοντά στο Ντούισμπουργκ, διαλέγει την βελανιδιά, που στη ρίζα της θέλει να ταφεί, και παρ’ όλες τις παρακλήσεις των τριών αξιωματικών που τον συνόδευσαν, αυτοκτονεί με μια σφαίρα περιστρόφου.
Στον Έλβα είχε φθάσει η 2η Αμερικανική θωρακισμένη μεραρχία στις 11 Απριλίου το βράδυ, κοντά στο Μαγδεμβούργο, έπειτα από μια προέλαση 92 km στη διάρκεια της ημέρας. Στις 12 Απριλίου η μεραρχία αυτή περνά τον ποταμό την ίδια στιγμή που βορειότερα η 5η θωρακισμένη φθάνει κι αυτή στον Έλβα, στο Τανγκερμούντε. Το Βερολίνο απέχει ακριβώς 85 km Πέντε μέρες πριν ο Χίτλερ είχε δώσει διαταγή να συγκροτηθεί κάτω από την διοίκηση του στρατηγού των θωρακισμένων Βάλτερ Βενκ μια νέα 12η στρατιά, στην οποία ανατίθεται να συγκρατήσει την εισβολή που έρχεται από τα δυτικά. Η στρατιά αυτή δεν είχε καν αρχίσει να συγκεντρώνει τις δυνάμεις της.
Ο δρόμος του Βερολίνου είναι ολάνοιχτος μπροστά στους Αμερικανούς. Μπορούν να κυριεύσουν την πρωτεύουσα του Χίτλερ πριν ακόμη οι Ρώσοι ξεκολλήσουν από τον Όντερ. Ο διοικητής της 9ης στρατιάς Ουίλιαμ Σίμψον, ζητά να συνεχίσει την προέλασή του. Μια διαταγή του Bradley τον καθηλώνει επί τόπου. Τον Έλβα δεν πρέπει να τον διαβούν, παρά μόνο περίπολοι. Και κάτι περισσότερο: ο Έλβας στον κάτω ρου του σχηματίζει μια πολύ βαθιά καμπύλη στα ανατολικά έτσι που δεν δημιουργείται ζήτημα να φθάσουν στον ποταμό σ’ όλο του το μήκος. Από το Ντεσσάου χαράσσεται μια άλλη γραμμή, όπου πρέπει να σταματήσουν.
Η γραμμή αυτή ακολουθεί έναν παραπόταμο του Έλβα, τον Μούλντε που ρέει ανάμεσα στη Λειψία και τη Δρέσδη. Με μικρή καθυστέρηση από μια αρκετά σοβαρή αντίσταση στα όρη του Χαρτς ο Χότζες έρχεται πειθήνια να παραταχθεί σ’ αυτό το τέρμα της προέλασης. Η εκστρατεία της Γερμανίας των δύο Αμερικανικών στρατιών, της 9ης και της 1ης, τερματίζεται. Μετά την Βιέννη και σε αναμονή της Πράγας η Αμερική αφήνει εκούσια στους Ρώσους την δόξα και το πλεονέκτημα της κατακτήσεως του Βερολίνου.
Το Βερολίνο που παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο για το μέλλον, υφίσταται τρομερή δοκιμασία. Οι συμμαχικές επιδρομές κατά την ημέρα και τη νύχτα δεν παύουν να αυξάνουν σε αριθμό και ένταση. Οι δρόμοι εξαφανίζονται ή μετατρέπονται σε στενά χαρακώματα μέσα στα χαλάσματα. Η πυρκαγιά που αναζωογονείται αδιάκοπα, δεν σβήνει ποτέ. Μια στήλη καπνού, ορατή από απόσταση 100 km, υψώνεται πάνω από την πόλη σαν μαύρη σημαία. Το 70% της κατοικημένης περιοχής, μιας από τις τρεις ή τέσσερις μεγαλύτερες θάλασσες σπιτιών του κόσμου, είναι καταστραμμένα. Καμιά ζώνη δεν έχει μείνει ανέπαφη, με σχετική εξαίρεση τις αραιοκατοικημένες πλούσιες συνοικίες Γκρύνεβαλντ και Βανζέε.
Το κέντρο με τα μνημεία της Χιτλερικής και προχιτλερικής αλαζονείας πλήττεται κατά τρόπο αμείλικτο. Η νέα Καγκελαρία δέχεται 58 πλήγματα στη διάρκεια μιας και μόνης επιδρομής - με τον Führer κρυμμένο στα σπλάχνα της, 130 σκαλοπάτια κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Ούτε οι Βερολινέζοι όμως, ούτε οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών υποπτεύονται την παρουσία του στην πρωτεύουσα. Όλοι νομίζουν πως βρίσκεται στο Berchtesgaden, για να οργανώσει το οχυρό της απελπισίας. Το καταφύγιο που ακόμα είναι άγνωστο και που πρόκειται να γίνει διάσημο, δεν είναι παρά το βαθύτερο τμήμα ενός μεγάλου υπόγειου σταθμού διοίκησης.
Τα δύο πρώτα πατώματα περιλαμβάνουν γραφεία, ένα ραδιοφωνικό σταθμό, τηλέτυπα, μια αίθουσα της φρουράς, μια αίθουσα φαγητού επιπλωμένη με πολυτέλεια και πλουσιοπάροχα εφοδιασμένη. Βυθίζεται κανείς ύστερα σ’ ένα καταφύγιο με δώδεκα δωμάτια, όπου κατοικεί το υπηρετικό προσωπικό και όπου παρασκευάζονται τα γεύματα χορτοφαγίας του Führer. Μια γυριστή σκάλα οδηγεί στο καθεαυτό καταφύγιο, χωμένο σε 12m βάθος κάτω από τον κήπο της παλιάς Καγκελαρίας. Ο κεντρικός διάδρομος χρησιμοποιείται και ως αίθουσα συσκέψεων. Δεξιά βρίσκεται ο κινητήρας ντίζελ που παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα, ένα τηλεφωνικό κέντρο και το δωμάτιο του γιατρού Μορέλλ. Αριστερά το διαμέρισμα του Führer.
Ο Χίτλερ στην αρχή έμενε μόνος του εκεί, κοιμόταν μέσα στο καταφύγιο, έκανε όμως έναν απαραίτητο για την υγεία του περίπατο στον κήπο της Καγκελαρίας που ήταν σπαρμένος με χαλάσματα και έπαιρνε την καθημερινή αναφορά μέσα σε ένα κτήριο του ισογείου. Η Εύα Μπράουν ήρθε και τον βρήκε εκεί κατά τα μέσα Απριλίου. Φαίνεται ότι εμφανίσθηκε ξαφνικά, ότι ο Χίτλερ την παρακάλεσε να φύγει και ότι εκείνη εγκαταλείποντας για πρώτη φορά την πειθήνια στάση της απαίτησε να μοιρασθεί την τύχη του. Πρώην βοηθός του φωτογράφου Χόφμαν η Εύα Μπράουν είναι η σύντροφος του Χίτλερ από την εποχή του αγώνα για την εξουσία.
Ήταν, γράφει ο Βίλχελμ Κάιτελ, λιγνή και πολύ κομψή, με μαλλιά καστανά ανοικτά. Οι γάμπες της ήταν τέλειες και ήταν πάντα το πρώτο πράγμα που όλοι πρόσεχαν σ’ αυτήν. Ήταν αν όχι συνεσταλμένη, τουλάχιστο επιφυλακτική. Έμενε πάντα στη σκιά και μόνο κατά τύχη υπήρχε περίπτωση να την δει κανείς στο Μπέργκχοφ. Η αφάνεια γίνεται πάλι ο κανόνας της κατά την περίοδο που μένει έγκλειστη στο καταφύγιο της Καγκελαρίας. Δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το μικροσκοπικό διαμέρισμά της, ένα δωμάτιο και το μοναδικό μπάνιο του καταφυγίου που επικοινωνούσε με το γραφείο του Χίτλερ.
Στις 8 Απριλίου ο Χάινριτσι έρχεται να δώσει αναφορά για την κατάσταση της ομάδας στρατιών του παρουσία του Γκαίρινγκ, του Νταίνιτς, του Χίμλερ, του Κρεμπς και του Μπούργκντορφ. Η στρατιά που υπερασπίζει τον Όντερ από την θάλασσα ως την διώρυγα Χοεντζόλλερν είχε πάρει πάλι το όνομα της 3ης στρατιάς αρμάτων που είχε χαθεί στην Ανατολική Πρωσία και είχε τεθεί κάτω από τις διαταγές ενός από τους ατυχήσαντες στρατηγούς της μάχης των Αρδενών, του Χάσσο φον Μαντόυφφελ. Ο Χάινριτσι δηλώνει ότι για την ώρα δεν ανησυχεί γι’ αυτόν: η διόγκωση των νερών εξακολουθεί στην κάτω κοιλάδα και προστατεύει τις Γερμανικές γραμμές.
Στη μέση κοιλάδα αντίθετα η στάθμη των νερών έχει πέσει και η κατάσταση της στρατιάς Μπούσσε γίνεται ανησυχητική. Οι Ρώσοι φέρνουν μάζες πυροβολικού και κατασκευάζουν πολλές δεκάδες γεφυρών γύρω στο Κύστριν. Ο Μπούσσε περιμένει από μέρα σε μέρα ένα φοβερό κτύπημα. Ο Χάινριτσι συμμερίζεται τους φόβους του, δηλώνει πως δεν έχει πια σχεδόν διόλου εφεδρείες και διαμαρτύρεται, επειδή τρεις θωρακισμένες μεραρχίες που είχαν ανασυνταχθεί στην περιοχή του Μύνχενμπεργκ, μεταξύ Όντερ και Βερολίνου, είχαν λάβει διαταγή να ενισχύσουν την ομάδα στρατιών Mitte στην Σιλεσία και στην Σλοβακία.
Ο Χίτλερ έχει αντίθετη γνώμη. Διακόπτοντας τον Χάινριτσι αρχίζει σε τόνο αλαζονικό μια διάλεξη περί Ερυθρού Στρατού. ''Ο στρατός αυτός έχει εξαντληθεί. Δεν αποτελείται πια παρά από κατάδικους που τους μάζεψαν από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και οδηγούνται στη μάχη με το κνούτο. Το πρόβλημα της νίκης δεν θα είχε καν τεθεί αν τον Γερμανικό στρατό διοικούσαν άλλοι κι όχι στρατηγοί που είχαν προσβληθεί από την σήψη του πεσσιμισμού και τη γάγγραινα της προδοσίας. Μου αναφέρετε αριθμούς. Οι αριθμοί σας δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αυτό που θα μ’ ενδιέφερε θα ήταν να εμφυσούσατε στα στρατεύματά σας τον φανατισμό της νίκης. Δεν μπορώ όμως να υπολογίζω σ’ αυτό''.
Όσο για την κατεύθυνση της προσεχούς επίθεσης ο Χίτλερ δεν συμμερίζεται την άποψη του Μπούσσε και του Χάινριτσι. ''Οι Ρώσοι δεν θα επιτεθούν προς την κατεύθυνση του Βερολίνου, στόχος που δεν έχει στρατηγικό ενδιαφέρον. Οι Ρώσοι, επειδή διοικούνται από έναν πραγματικό πολέμαρχο, τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν, και όχι από στρατηγούς που ο εγκέφαλός τους έχει πάθει σκλήρυνση, θα επιτεθούν προς την κατεύθυνση της Δρέσδης, για να κυκλώσουν το ορεινό συγκρότημα της Βοημίας και να συνενωθούν με τις στρατιές τους που πολιορκούν την Βιέννη.
Αυτός είναι ο λόγος, λέει ο Χίτλερ, που δεν θα αναθεωρήσω την απόφασή μου, να στείλω στον Σαίρνερ τρεις συμπληρωματικές θωρακισμένες μεραρχίες. Αυτός θα τις χρειασθεί. Με την ευκαιρία αυτή στέλνει στον Σαίρνερ και την στραταρχική του ράβδο''. Την επομένη οι συμμαχικές στρατιές της Ιταλίας αναλαμβάνουν επίθεση. Με το 2ο Πολωνικό σώμα και με το 5ο Βρετανικό σώμα η 8η στρατιά επιτίθεται κατά μήκος της Αδριατικής προς την κατεύθυνση της Βενετίας. Με δύναμη τεσσάρων σωμάτων στρατού η 5η Αμερικανική στρατιά επαναλαμβάνει την προσπάθειά της εναντίον της Μπολόνια, που είχε διακοπεί εξ αιτίας του χειμώνα.
Ο ανώτατος διοικητής της Νοτιοδυτικής Ευρώπης φον Βιέτινγκχοφ, ζητά την έγκριση να αποσυρθεί εκείθεν του Πάδου, πριν η η διάταξη των Γερμανικών δυνάμεων κονιορτοποιηθεί. Ο Χίτλερ αρνείται. Στον Δούναβη τα στρατεύματα του Μαλινόφσκι είχαν μπει στη Βιέννη. Ο Χίτλερ είχε καλέσει τους Αυστριακούς συμπατριώτες του σε συναγερμό. Ένα τηλεγράφημα του φρουράρχου, στρατηγού φον Μπρύναου, τον βυθίζει σ’ έναν παροξυσμό λύσσας. Το τηλεγράφημα λέει: ''Ο πληθυσμός της Βιέννης πυροβολεί περισσότερο τους στρατιώτες μας παρά τον εχθρό''. Ο Χίτλερ απαντά: ''Χρησιμοποιήστε εναντίον των στασιαστών τα πιο βίαια μέσα''.
Υποκύπτοντας στα βασανιστήρια, κάποιος ταγματάρχης Μπιέντερμαν, αποκαλύπτει το αντιχιτλερικό κίνημα που είχε επιζήσει της συντριβής της συνωμοσίας της 20ής Ιουλίου. Οι φανοστάτες της Βιέννης γεμίζουν κρεμασμένους, αλλά ο αρχηγός της συνωμοσίας, λοχαγός Ζόκολλ, γλιτώνει από τις έρευνες και οι οπαδοί του συνενώνονται με τα Σοβιετικά στρατεύματα. Έπειτα από οδομαχίες τεσσάρων ημερών η Wehrmacht αποχωρεί. Η Βιέννη βρίσκεται στις φλόγες και η μεγάλη καμπάνα του Αγίου Στεφάνου που είχε χυθεί με τον ορείχαλκο 180 Τουρκικών πυροβόλων, γκρεμίζεται μέσα στα ερείπια του καθεδρικού ναού.
Στις 12 Απριλίου ο Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς επισκέπτεται το μέτωπο. Στη λέσχη αξιωματικών της 9ης στρατιάς εκφωνεί ένα λόγο διανθισμένο με το προσφιλές θέμα του Χίτλερ: Ο Φρειδερίκος ο Β' που υπέκυπτε στα πλήγματα της τρομερής συμμαχίας της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η Τσαρίνα Ελισάβετ που πεθαίνει ξαφνικά, για να αντικατασταθεί από έναν θαυμαστή του Πρώσου βασιλιά που εκκενώνει το Βερολίνο και ανατρέπει τις συμμαχίες. Η ευφράδεια του υπουργού της προπαγάνδας δεν ασκεί καμιά επίδραση σε αξιωματικούς κουρασμένους που παρακολουθούν αντίκρυ τους τις γιγαντιαίες Ρωσικές προετοιμασίες.
Επιστρέφοντας στο Βερολίνο -που απέχει 60 km από το μέτωπο- ο Γιόζεφ Γκαίμπελς διαβάζει τα τηλεγραφήματα, σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου του και καλεί τον Μπούσσε. ''Η Τσαρίνα πέθανε, στρατηγέ. Η Τσαρίνα πέθανε''. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ βρισκόταν στο γραφείο του θερινού Λευκού Οίκου στο Ουώρμ Σπρίνγκς της Georgia. Μόλις είχε βγει ο γραμματεύς Μπιλλ Χέλσυ με μερικά έγγραφα που είχε κατορθώσει να κάνει τον πρόεδρο να υπογράψει. Η ζωγράφος Ελίζαμπεθ Σουμάτοφ που είχε κληθεί πριν λίγες μέρες από τη Νέα Υόρκη, έκανε σχέδια για ένα πορτραίτο του προέδρου.
Ξαφνικά τον είδε να γέρνει στην πολυθρόνα του και τον άκουσε να ψιθυρίζει: ''Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο''. Ο μαύρος θαλαμηπόλος Άρτουρ Πρέττυμαν έτρεξε, πήρε στην αγκαλιά του τον άρρωστο και τον μετέφερε στο κρεβάτι του. Ο Ρούζβελτ πέθανε έπειτα από μια ώρα από εγκεφαλική αιμορραγία. Ο θάνατος αυτός δεν αποτελεί έκπληξη παρά μόνο για το μεγάλο κοινό. Την 1η Μαρτίου ο αντιπρόεδρος Χάρυ Σ. Τρούμαν είχε ειδοποιηθεί, ότι ο Ρούζβελτ βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου και ότι έπρεπε να είναι έτοιμος σε κάθε στιγμή να εξασφαλίσει τη διαδοχή. Ο Τρούμαν ήταν τελείως απροετοίμαστος γι’ αυτό το έργο.
Γνώριζε ελάχιστα τον αποθανόντα πρόεδρο, δεν είχε παρά μόνο μια φορά συζητήσει μαζί του και αγνοεί τα πάντα από την πολύ προσωπική και πολύ μυστική πολιτική του. Γιος φτωχού γαιοκτήμονα του Μιζούρι, χρεοκοπημένος βιομήχανος πλεκτών του Κάνσας City, στρατολογημένος στην εκλογική οργάνωση του πολιτικάντη - γκάνγκστερ Πέντεργκαστ -που η σταδιοδρομία του τερματίσθηκε σ’ ένα ομοσπονδιακό αναμορφωτήριο- σταλμένος από τον Πέντεργκαστ στη Γερουσία, υποδειχθείς για την αντιπροεδρία μέσα στα παρασκήνια μιας κομματικής συνελεύσεως, ο Τρούμαν δεν είχε ποτέ εγκαταλείψει την Αμερική έπειτα από τους λίγους μήνες που πέρασε στην Γαλλία ως λοχαγός του πυροβολικού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η δραστηριότητά του περιορίσθηκε πάντα στα εσωτερικά προβλήματα. Ανεβαίνει στο επίπεδο των μεγαλύτερων ιστορικών ευθυνών σε μια δύσκολη στιγμή. Ο πόλεμος με την Γερμανία φθάνει στο νικηφόρο τέρμα του, αλλά ο πόλεμος με την Ιαπωνία δεν έχει ακόμα κερδηθεί και η συμμαχία που είχε συναφθεί εναντίον του Χίτλερ με την Ε.Σ.Σ.Δ. διαλύεται. Δύο ώρες μετά τον θάνατο του Ρούζβελτ ο Τρούμαν ορκίζεται και λίγα λεπτά αργότερα συγκαλεί υπουργικό συμβούλιο. Η συνεδρίαση είναι σύντομη. Η μόνη απόφαση που λαμβάνεται είναι η επικύρωση της ημερομηνίας που είχε ορισθεί για την έναρξη της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών στον Άγιο Φραγκίσκο (25 Απριλίου).
Αφού αποσύρθηκαν οι άλλοι συνάδελφοί του, ο υπουργός των Στρατιωτικών Henry Stimson, ζητά ακρόαση από τον νέο πρόεδρο για μια εξαιρετικά σημαντική είδηση. Η Αμερική, λέει, ολοκληρώνει την παρασκευή εκρηκτικής ύλης of almost, unbelievable destructive power. Δεν είναι σε θέση προς το παρόν να πει περισσότερα. Ως Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Χάρυ Σ. Τρούμαν αγνοούσε τα πάντα σχετικά με το σχέδιο το αποκαλούμενο Manhattan District, την γιγαντιαία προσπάθεια για την κατασκευή ατομικών όπλων.
ΣΚΛΗΡΕΣ ΟΔΟΜΑΧΙΕΣ
Στις 20 Απριλίου 1945, την ημέρα των 56ων γενεθλίων του Φύρερ, η Σοβιετική επίθεση εγκαινίασε την έναρξη της μάχης του Βερολίνου. Τις επόμενες μέρες ένας ένας οι συνεργάτες του Χίτλερ, ανάμεσά τους ο Αλμπερτ Σπέερ και ο Χάινριχ Χίμλερ, εγκατέλειψαν τον αρχηγό τους και το κέντρο της πόλης, λίγο πριν οι Σοβιετικοί στρατηγοί Ζούκοφ και Κόνιεφ ολοκληρώσουν την κύκλωσή του. Την υπεράσπιση της Γερμανικής πρωτεύουσας διεύθυνε ο ίδιος ο Χίτλερ. Ομως οι δυνάμεις που διέθετε, δεν ξεπερνούσαν τους 100.000 άνδρες.
Η Περιοχή Αμύνης του Βερολίνου στηριζόταν, θεωρητικά, σε μια αντιαεροπορική Μεραρχία, 9 Λόχους του Συντάγματος Φρουρών της Grossdeutschland («Μεγάλη Γερμανία»), μερικά Τάγματα της Αστυνομίας, μερικά Τάγματα σκαπανέων Μηχανικού και 20 Τάγματα της Volkssturm. Η οχύρωση της πόλης είχε γίνει πρόχειρα και βιαστικά, ενώ οι πολιτοφυλακές της Volkssturm, χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση και οπλισμό, αποτελούνταν από έφηβους και ηλικιωμένους, που δεν συνιστούσαν σοβαρή απειλή για τον εμπειροπόλεμο Κόκκινο Στρατό. Όπως και στο Στάλινγκραντ, έτσι και στο Βερολίνο, οι μάχες πήραν τη μορφή σκληρών οδομαχιών.
Μάχες διεξήχθησαν ακόμη και από διαμέρισμα σε διαμέρισμα και από υπόγειο σε υπόγειο. Η επικράτεια της Αυτοκρατορίας συρρικνώθηκε δραματικά, σε μια ζώνη μερικών χιλιομέτρων. Στις 29 Απριλίου εισήλθαν Σοβιετικοί στρατιώτες στο κυβερνητικό τετράγωνο γύρω από την Potsdamerplatz στην καρδιά του Βερολίνου. Μια μέρα αργότερα έλαβε χώρα η επίθεση στο Reichstag - τα κόκκινα λάβαρα ανέμιζαν πια σε κτίρια της πόλης.
- Σοβιετικοί: 2.500.000 στρατιώτες, 6.300 τεθωρακισμένα, 8.400 αεροσκάφη, 22.000 πυροβόλα.
- Γερμανοί: 500.000 στρατιώτες, 75.000 άτομα της Χιτλερικής Νεολαίας και δυνάμεις της Λαϊκής πολιτοφυλακής.
Στις όχθες του ποταμού Όντερ, του τελευταίου φυσικού εμποδίου πριν από το Βερολίνο, παρατάχθηκαν τελικά 140 Σοβιετικές μεραρχίες, κατανεμημένες σε 20 στρατιές, οι οποίες αριθμούσαν 1.593.800 άνδρες, 6.300 άρματα μάχης και 22.000 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η τεράστια αυτή δύναμη κρούσης υποστηριζόταν από 8.400 αεροσκάφη. Εναντίον του Βερολίνου επρόκειτο να επιτεθούν τρία σοβιετικά μέτωπα: το 1ο Μέτωπο της Λευκορωσίας υπό τον στρατάρχη Ζούκωφ, το 1ο Μέτωπο της Ουκρανίας υπό τον στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ και το 2ο Μέτωπο της Λευκορωσίας υπό τον στρατάρχη Κονσταντίν Ροκοσόφσκυ.
Ο Γερμανικός Στρατός
Έως τις αρχές Δεκεμβρίου του 1944, οι Σοβιετικοί είχαν ολοκληρώσει την κατάληψη της Πολωνίας και είχαν εισβάλει στην Ανατολική Πρωσία. Για την αντιμετώπισή τους οι Γερμανοί διέθεταν 99 ετοιμοπόλεμες μεραρχίες, ενώ άλλες 38, υπό τον στρατηγό Βάιλερ, βρίσκονταν στην Ουγγαρία, στα περίχωρα της Βουδαπέστης, που απειλείτο από τους Σοβιετικούς. Οι επίλεκτες μονάδες των Waffen SS, μάλιστα, όπως η 1η Μεραρχία Γρεναδιέρων Πάντσερ "Leibstandarte Adolf Hitler", η 2η Μεραρχία "Das Reich" και η 3η Μεραρχία "Totenkopf", αντί να υπερασπίζονται τα πάτρια εδάφη, μάχονταν στο πλευρό των απρόθυμων και δύσπιστων Ούγγρων συμμάχων τους.
Παρά τις παραινέσεις του στρατηγού Χάιντς Γκουντέριαν για αποστολή περισσότερων ενισχύσεων στο Ανατολικό Μέτωπο, ο Χίτλερ αποφάσισε να αποσύρει 62 μεραρχίες, τις οποίες χρησιμοποίησε στη μάχη του θύλακα των Αρδενών, με αποτέλεσμα να παραμείνουν εκεί μόνο 37 μεραρχίες σύνθεσης. Στις αρχές του 1945, μία Γερμανική μεραρχία πεζικού αριθμούσε 10.500 άνδρες, ενώ μία μεραρχία πάντσερ αποτελείτο από 95 άρματα μάχης. Οι μονάδες, όμως, που έλαβαν μέρος στη μάχη του Βερολίνου ήταν στην πλειοψηφία τους καταπονημένες και μειωμένης σύνθεσης.
Παρόλα αυτά, στις αρχές Μαρτίου, με διαταγή του Χίτλερ, δημιουργήθηκε η Ομάδα Στρατιών "Βιστούλα" (η ονομασία αυτή προκαλεί απορία, καθώς οι Γερμανικές δυνάμεις απείχαν εκατοντάδες χιλιόμετρα από τον ποταμό Βιστούλα, το παλαιό σύνορο Πολωνίας-Πρωσίας). Ο σχηματισμός αυτός αποτελείτο από την 3η Στρατιά Πάντσερ, υπό τον στρατηγό Χάσο φον Μαντόιφελ, ο οποίος μετά τον Γκουντέριαν και τον Ρόμμελ, θεωρείτο ο καλύτερος ίσως στρατηγός τεθωρακισμένων του Γερμανικού Στρατού, ενώ στο παρελθόν είχε διοικήσει την επίλεκτη Μεραρχία "Grossdeutschland", και την 9η Στρατιά υπό τον τραχύ αλλά ικανό στρατηγό Τέοντορ Μπούσε.
Διοικητής της Ομάδας Στρατιών "Βιστούλα" ήταν ο ικανότατος και με μεγάλη εμπειρία στο Ανατολικό Μέτωπο στρατηγός Γκόταρντ Χάινριτσι. Στα νότια της Ομάδας Στρατιών "Βιστούλα" βρισκόταν η Ομάδα Στρατιών "Κέντρο", η οποία προστάτευε τη δίοδο προς τη νότια Γερμανία και τη Βαυαρία και τελούσε υπό τις διαταγές του ευνοούμενου στρατηγού του Χίτλερ, του σκληροτράχηλου αλλά με περιορισμένη στρατηγική αντίληψη στρατάρχη Φέρντιναντ Σαίρνερ. Στην περιοχή του ποταμού Έλβα, απέναντι από τις εμπροσθοφυλακές των Αμερικανών, είχε παραταχθεί η 12η Στρατιά υπό τον στρατηγό Βάλτερ Βενκ, η οποία περιελάμβανε υπολείμματα διαφόρων μονάδων και αριθμούσε μόλις 55.000 άνδρες.
Η στρατιά αυτή αποτελούσε την τελευταία ελπίδα του Χίτλερ για τη σωτηρία του Βερολίνου. Κατά τη διάρκεια της μάχης οΦύρερ διέταξε τη 12η Στρατιά να σπεύσει προς ενίσχυση της φρουράς της πρωτεύουσας του Γ΄ Ράιχ, κάτι που δεν κατέστη δυνατό νωρίτερα από τις 2 Μαΐου 1945, όταν η μάχη είχε πλέον κριθεί υπέρ των Σοβιετικών.
ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Οι Σοβιετικοί
Ο Σοβιετικός στρατιώτης ήταν σκληροτράχηλος, ανθεκτικός στις κακουχίες των εκστρατειών και πειθαρχούσε απόλυτα στις διαταγές των ανωτέρων του. Το 1941, όμως, λίγο πριν αλλά και κατά την Γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (22 Ιουνίου), γνωστή και με την επωνυμία του σχεδίου της ως "Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα"), το επίπεδο της εκπαίδευσής του ήταν χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων Ευρωπαϊκών στρατών. Η έλλειψη πρωτοβουλίας των υπαξιωματικών ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα που χαρακτήριζαν τον Κόκκινο Στρατό της περιόδου 1941 - 1943.
Από το 1944 και εφεξής, υπήρξε ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης του Στρατού, ενώ καταβλήθηκαν προσπάθειες για την ανάληψη πρωτοβουλιών από τους διοικητές των λόχων και των διμοιριών. Πολλοί Σοβιετικοί ποιητές, καθώς και άλλοι διανοούμενοι, εξόρκιζαν τους Σοβιετικούς στρατιώτες να μη λυπηθούν τη ζωή των Γερμανών, ακόμη και αν επρόκειτο για γυναίκες ή νήπια - και να εκδικηθούν για τα δεινά που υπέστη η χώρα τους από τη Γερμανική κατοχή. Ακόμη και ο συνήθως φειδωλός σε δηλώσεις στρατάρχης Γκεόργκι Ζούκωφ παρότρυνε τους στρατιώτες του να μη δείξουν έλεος στους κατοίκους των γερμανικών πόλεων που θα καταλάμβαναν.
Κατά συνέπεια, πολλοί ήταν οι Σοβιετικοί στρατιώτες που διαπνέονταν από το αίσθημα της εκδίκησης. Οι Σλαβικής καταγωγής Σοβιετικοί στρατιώτες οι οποίοι προέρχονταν από την Ευρωπαϊκή Ρωσία, ήταν εκείνοι που είχαν επωμισθεί το βάρος του πολέμου την περίοδο 1941 - 1944 και με το αίμα τους είχαν απελευθερώσει τα εδάφη της πατρίδας τους. Κατά τη μάχη του Βερολίνου το ηθικό των ανδρών αυτών ήταν υψηλό, η γενναιότητα όμως και ο ενθουσιασμός τους παραχώρησαν σταδιακά τη θέση τους στη φρόνηση. Η κατάληψη του Βερολίνου δεν ήταν παρά μια συμβολική πράξη, που στην πραγματικότητα στερείτο στρατηγικής σημασίας.
Κανένας Σοβιετικός στρατιώτης δεν επιθυμούσε να είναι αυτός το τελευταίο θύμα στην ύστατη μάχη του Β' Π.Π. Ο Στάλιν, αναγνωρίζοντας τις θυσίες των Σοβιετικών στρατιωτών της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, συμπλήρωσε τα κενά των περισσότερων μονάδων του Κόκκινου Στρατού με Καλμούχους, Τατάρους, Κιργίσιους, Αρμένιους, Τσετσένους και Αζερμπαϊτζανούς. Οι άνδρες αυτοί συγκρότησαν τα πρώτα τμήματα εφόδου, με αποτέλεσμα να υποστούν τις μεγαλύτερες απώλειες. Επίσης, σε αυτούς αποδίδεται το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τους φόνους, τους βιασμούς και τις βιαιοπραγίες που διαπράχθηκαν στο Βερολίνο εναντίον των αμάχων, τόσο κατά τη διάρκεια της μάχης όσο και μετά την κατάληψη της πόλης.
Αντίθετα απ' ό,τι πιστεύεται, η μόρφωση των Σοβιετικών αξιωματικών που ήταν απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών ήταν υψηλού επιπέδου, ενώ οι περισσότεροι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί γνώριζαν τη Γερμανική γλώσσα, την οποία είχαν διδαχθεί στις σχολές πολέμου. Οι αξιωματικοί αυτοί δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες, αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις εμπόδισαν τους Σοβιετικούς Ασιατικής καταγωγής που είχαν υπό τις διαταγές τους να διαπράξουν βαρβαρότητες. Ο στρατάρχης Κόνιεφ ήταν μανιώδης αναγνώστης βιβλίων και συχνά εξέπληττε τους επιτελείς του, απαγγέλοντας αποσπάσματα από έργα του Πούσκιν ή του ποιητή Τουργκένιεφ.
Οι Γερμανοί
Η πλειοψηφία των Γερμανών στρατιωτών και πολιτών πολέμησε απελπισμένα, προσπαθώντας να διασώσει το Βερολίνο από τις "ορδές των Μογγόλων κατακτητών" όπως έλεγε η προπαγάνδα των Ναζί. Πολλοί γνώριζαν εκ των προτέρων ότι ήταν καταδικασμένοι, εν τούτοις αγωνίσθηκαν υπέρ βωμών και εστιών. Οι ξένοι εθελοντές (Σουηδοί, Νορβηγοί, Γάλλοι, Ισπανοί) πολέμησαν με γενναιότητα, υπερασπιζόμενοι την ιδεολογία τους, ως νέοι σταυροφόροι, αυτή τη φορά κατά του Μπολσεβικισμού.
Πολλοί πάλι μάχονταν με την ελπίδα ότι θα επενέβαιναν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, καταλαμβάνοντας πρώτοι το Βερολίνο. Δεν ήξεραν όμως, ότι οι αποφάσεις για τη διανομή των εδαφών της Γερμανίας είχαν ήδη ληφθεί από τους Συμμάχους στη Διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Οι τρελές ελπίδες που γέννησε στη Γερμανία ο θάνατος του Ρούζβελτ, δεν περιορίζονται μόνο στους Ναζιστές ηγέτες που πιάνονται στο παραμικρό κλαράκι ελπίδας. Μέσα στο κατεστραμμένο Βερολίνο γεννιέται η αναμονή που θα στηρίξει μέχρι παραφροσύνης την αντίσταση της πρωτεύουσας: πρόκειται για την αναμονή της σύγκρουσης των δύο μεγάλων στρατιών που ξεπρόβαλαν η μια από τα κύματα του Ατλαντικού και η άλλη από τις στέπες της Ευρασίας. Τα γεγονότα στην Ελλάδα, η αιματηρή συντριβή του κομμουνισμού από τα Βρετανικά στρατεύματα φαίνονται σαν οιωνοί που προαναγγέλλουν αυτή την εξέλιξη.
Η Γερμανία είναι έτοιμη να χαιρετίσει τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο που γεννιέται μέσα στις φλόγες του δευτέρου πάνω στη μαρτυρική γη της. Τη νύκτα της 15ης προς την 16η Απριλίου η RAF έρχεται, όπως κάθε βράδυ, να οργώσει πάλι τα ερείπια του Βερολίνου. Οι μακρινές ή κοντινές βροντές του τάπητος βομβών που συντρίβει μια συνοικία της πρωτεύουσας, έχουν γίνει για τους Βερολινέζους ένας ήχος τόσο γνώριμος, όσο κι ο ήχος του υπόγειου σιδηροδρόμου τους. Στις 03:00 το πρωί όμως, όλα τα τζάμια που είναι ακόμα ανέπαφα, αρχίζουν να τρέμουν στα ανατολικά προάστια. Ο ορίζοντας γεμίζει από μια μαλακιά και συνεχή δόνηση που παγώνει τις καρδιές.
Στον Όντερ και εντεύθεν του Όντερ 22.000 πυροβόλα άνοιξαν πυρ εναντίον των Γερμανικών θέσεων. Η υπέρτατη επίθεση αρχίζει. Γι’ αυτή την υπέρτατη επίθεση η Σοβιετική στρατιωτική διοίκηση είχε συγκεντρώσει γιγαντιαίες δυνάμεις. 20 στρατιές, 150 μεραρχίες, δυόμισι εκατομμύρια άνδρες, 41.600 πυροβόλα, 6.300 άρματα, 8.400 αεροπλάνα. Τρεις ομάδες στρατιών συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους εναντίον της εχθρικής πρωτεύουσας: 1ο και 2ο μέτωπο Λευκορωσίας κάτω από τη διοίκηση του Ροκοσόφσκυ και του Ζούκωφ, 1ο μέτωπο Ουκρανίας κάτω από τη διοίκηση του Κόνιεφ. Το ηθικό των στρατιωτών γνωρίζει την τριπλή έξαψη: της νίκης, της εκδίκησης και της αποχαλινώσεως του ανθρώπινου κτήνους.
Η προκήρυξη που είχε απευθύνει ο στρατάρχης Ζούκωφ, περιέχει τις ακόλουθες εκφράσεις: ''Σοβιετικέ στρατιώτη, εκδικήσου. Δείξε τέτοια συμπεριφορά που όχι μόνο οι σημερινοί Γερμανοί, αλλά και οι μακρινοί απόγονοί τους να τρέμουν, όταν θα σε θυμούνται. Κάθε τι που ανήκει στον Γερμανό υπάνθρωπο είναι δικό σου. Σοβιετικέ στρατιώτη, κλείσε την καρδιά σου σε κάθε αίσθημα οίκτου''. Σε κάθε μια ομάδα Σοβιετικών στρατιών αντιπαρατάσσεται μια Γερμανική στρατιά η 3η στρατιά αρμάτων στον κάτω Όντερ, αντίκρυ στον Ροκοσόφσκυ που για την ώρα δεν κινείται. Η 9η, στον μέσο Όντερ, αντίκρυ στον Ζούκωφ.
Η 4η στρατιά αρμάτων, αριστερή πτέρυγα της ομάδας Σαίρνερ, στον Νάισσε, εναντίον του Κόνιεφ. Οι τρεις Γερμανικές στρατιές αποτελούνται από ετερόκλητα στοιχεία, κανονικές μεραρχίες, μεραρχίες περιορισμένης δύναμης, ταξιαρχίες ή μεραρχίες ξένων εθελοντών, φρουρές φρουρίων, σώματα Όντερ κλπ, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκτίμηση της δύναμής τους. Αν λάβουμε υπ’ όψη μας όμως όλα τα στοιχεία, η ρωσική υπεροχή είναι πιθανότατα 4 ή 5 προς 1. Η Γερμανία έχει ακόμα στρατιώτες στο Βόρειο ακρωτήριο και στα νησιά του Αιγαίου, τη στιγμή που, για να υπερασπίσει την πρωτεύουσα του ο Χίτλερ, δεν βρίσκει παρά μόνο ό,τι αντιστοιχεί σε τριάντα περίπου μεραρχίες.
Έσχατη ασυνέπεια: το Γ' Ράιχ είναι πιο ισχυρό μπροστά στην Πράγα ή το Λίμπαου, παρά μπροστά στο Βερολίνο. Η πρώτη ημέρα της μάχης θεωρείται στο Γενικό Στρατηγείο του Führer αρκετά ικανοποιητική. Απομονωμένη στη δεξιά όχθη του Όντερ η φρουρά της Φρανκφούρτης αποκρούει όλες τις επιθέσεις. Στη δεξιά πτέρυγα της 9ης στρατιάς το 5ο σώμα SS διατηρεί τις θέσεις του στον ποταμό. Τα δύο αλλά σώματα, το 11ο σώμα αρμάτων SS και το 101ο σώμα στρατού, εγκαταλείπουν έδαφος γύρω στο Βρίτζερν και το Σήλοου. Οι Ρωσικές επιθέσεις πολλαπλασιάζονται στη διάρκεια των επομένων τριών ημερών. Η δεξιά πτέρυγα της 9ης στρατιάς εξακολουθεί να αγκιστρώνεται στον Όντερ.
Ο αριστερή πτέρυγα υποχωρεί. Ο στρατηγός Χάινριτσι παρέχει στο στρατηγό Μπούσσε ελευθερία ευθυγραμμίσεως του μετώπου του, για να αποφύγει την κύκλωση. Ο αρχιστράτηγος Χίτλερ, του την αφαιρεί. Όλοι πρέπει να πολεμήσουν, χωρίς να κοιτάζουν πίσω τους, εκεί όπου καθένας βρίσκεται. Στις 20 Απριλίου η κατάσταση γίνεται κρίσιμη. Ο Ροκοσόφσκυ, αφού περίμενε τέσσερις ημέρες την πτώση της στάθμης των νερών του Όντερ, επιτίθεται κι αυτός, από το Στεττίνο ως τη διώρυγα Χοεντζόλλερν. Στα νότια στον Νάισσε, η επίθεση του Κόνιεφ εναντίον του 5ου σώματος στρατού, αριστερή πτέρυγα της 4ης στρατιάς αρμάτων, καταλήγει σε ρήγμα.
Στο κέντρο η 9η στρατιά χωρίζεται από τις δύο γειτονικές της, υπερφαλαγγίζεται και τεμαχίζεται σε τρία τμήματα. Η κύκλωση του Βερολίνου αρχίζει να διαγράφεται. Πομπωδώς βαπτισμένο σώμα στρατιάς του Σπρέε ένα σύμφυρμα μελών της οργάνωσης Arbeitdienst και Volkssturm αναλαμβάνει την εξωφρενική αποστολή να κλείσει ένα ρήγμα 40 km από τη μια και από την άλλη πλευρά του Μπάρουτ. Στα βόρεια ο Χάινριτσι διατάσσει τον Obergruppenführer SS Στάινερ να συγκεντρώσει στην περιοχή του Ορανίεμπουργκ κάθε άτομο που μπορούσε να πολεμήσει, για να στηρίξει την δεξιά πτέρυγα της 3ης στρατιάς αρμάτων που είχε αρχίσει να κάμπτεται.
Στα Γερμανικά ημερολόγια η 20ή Απριλίου χαρακτηρίζεται με παχιά κόκκινα στοιχεία. Hitlersgeburtstag (γενέθλια του Hitler). Η ήττα δεν αναστέλλει το συνηθισμένο πρόγραμμα του εορτασμού. Οι Χιτλερικοί αετοί κυματίζουν πάνω στα ερείπια των Γερμανικών πόλεων που δεν τις έχει ακόμα καλύψει η διπλή εισβολή. Στις ερειπωμένες αίθουσες της Καγκελαρίας ο Χίτλερ δέχεται πρώτα μια ομάδα νεαρούς Βερολινέζους που διακρίθηκαν στους βομβαρδισμούς. Έπειτα, οι ανώτατοι αξιωματούχοι, Γκαίρινγκ, Ρίμπεντροπ, Νταίνιτς, Λέυ, Μπόρμαν κλπ., παρελαύνουν μιαν ακόμη φορά μπροστά στον αρχηγό μουρμουρίζοντας τα συγχαρητήριά τους.
Ύστερα από μια κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον Γκαίρινγκ, ο Χίτλερ καλεί τον Κάιτελ: ''Ο στρατάρχης του Ράιχ μου ανέφερε την επιθυμία του να πάει στο Berchtesgaden. Δεν βλέπω γιατί να μη συμφωνήσω. Εκείνη τη στιγμή, αφηγείται ο Κάιτελ, η ώρα ήταν ακριβώς 19:00. Μόλις και μετά βίας προφθάσαμε να τρέξουμε στα καταφύγια''. Η σύσκεψη συνεχίζεται στο καταφύγιο. Πριν από λίγες ημέρες, έπειτα από μια φοβερή νευρική κρίση (''Ποτέ δεν θα το υπογράψω αυτό! Πάρτε το αυτό από μπροστά μου!'') ο Χίτλερ κατέληξε επιτέλους να παραδεχθεί πως σύντομα η Γερμανία θα διχοτομηθεί και πως η οργάνωση άμυνας σε δύο ζώνες δεν ήταν πια δυνατόν να αναβληθεί.
Από την κατ’ αρχήν απόφαση προχωρούν στην εκτέλεση. Ο ναύαρχος Νταίνιτς ονομάζεται διοικητής της βόρειας ζώνης, με βοηθό τον στρατάρχη Ερνστ Μπους. Η νότια ζώνη που περιλαμβάνει τις Ιταλικές, Αυστριακές και Βαυαρικές Άλπεις, ορίζεται τυπικώς κάτω από τις διαταγές του στρατάρχου Άλμπερτ Κέσσελρινγκ, αλλά όλοι γνωρίζουν πως αρχηγός της θα είναι ο ίδιος ο Führer. Την παραμονή της καταστροφής το Βερολίνο εμφανίζει, χωρίς αμφιβολία, ένα θέαμα από τα πιο παράξενα στην ιστορία. Το 1944 είχε εκκενωθεί εν μέρει, αργότερα όμως ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε με τη συρροή ενάμιση εκατομμυρίου προσφύγων.
Οι πρόσφυγες κατασκηνώνουν στα πάρκα, όπου τα άλογά τους καταβροχθίζουν τον φλοιό των δένδρων. Πλάι σ’ αυτούς βετεράνοι των ταγμάτων εφόδου, μερικοί με ένα μόνο πόδι, με μοναδική στολή ένα περιβραχιόνιο στο πολιτικό τους πουκάμισο, απόλεμα παιδιά της Χιτλερικής οργάνωσης νεολαίας με πέτσινα πανταλόνια, ακόμα και νέες κοπέλες της Ένωσης Νεανίδων της Γερμανίας, εκπαιδεύονται στον χειρισμό της αντιαρματικής γροθιάς. Σε αλλά σημεία ανοίγουν χαρακώματα και στήνουν αντιαρματικές παγίδες. Μόλις στις 13 Απριλίου δόθηκε η διαταγή στον αστικό πληθυσμό να οργανώσει την πόλη του για άμυνα. Η διαταγή δεν προκάλεσε πολύ μεγάλη αίσθηση.
Η καθημερινή ζωή συνεχίζεται με τέτοια ένταση που η εικόνα των ερειπίων την κάνει να φαίνεται σουρεαλιστική. Τα εργοστάσια δουλεύουν. Τα γραφεία λειτουργούν. Το πλήθος κυκλοφορεί. Μερικοί κινηματογράφοι παίζουν, κάποτε, λειτουργούν πίσω από τις σανίδες που καλύπτουν την πρόσοψη: προβάλλουν το τελευταίο φιλμ της Ούφα, Κόλμπεργ που αφηγείται την ηρωική αντίσταση που πρόβαλε μια μικρή πόλη της Πρωσίας στους κτηνώδεις στρατιώτες ενός Ναπολέοντα ολότελα γελοίου. Ταινίες με συνθήματα διδάσκουν: ''Όποιος πιστεύει στον Χίτλερ πιστεύει στη νίκη'', ή ''Ο Μπολσεβικισμός βρίσκεται στο χείλος της πιο συντριπτικής ήττας του''.
Αλλά η ατμόσφαιρα είναι παράξενη, σχεδόν εξωπραγματική. Οι άνθρωποι είναι τσακισμένοι από την κόπωση. Ο καθένας τους κουβαλά ένα σάκο ή μια βαλίτσα με τα πιο πολύτιμα από τα υπάρχοντά του, γιατί κανείς δεν είναι σίγουρος, πως θα ξαναβρεί όρθιο το σπίτι του. Οι νοικοκυρές στέκονται σε μεγάλες ουρές, για να πάρουν με το δελτίο τα τρόφιμα που δικαιούνται, αλλά πολλά καταστήματα έχουν καταστραφεί και όλα τα τρόφιμα έχουν εξαφανιστεί αρχίζοντας από το κρέας και τη ζάχαρη. Τα τελευταία τσιγάρα που βρίσκονταν στην αγορά (μυρίζουν καρβουνιασμένο ξύλο, όπως άλλωστε και η πόλη ολόκληρη), είναι μια μάρκα ελάχιστα γνωστή: STAMBUL, αυτό λένε πως είναι τα αρχικά που σημαίνουν: Stalin Armee Marschiert Berlin Unter den Linden.
Γυναίκες έρχονται και φωνάζουν στους άνδρες τους που φτιάχνουν οδοφράγματα. Οι πιο πολλοί καταλαβαίνουν, πως ο πόλεμος είναι χαμένος, αλλά το καλύτερο είναι να διατηρήσει κανείς μέσα του μια πίστη και εξ άλλου η εμπιστοσύνη στον Χίτλερ, η πεποίθηση στο όπλο - θαύμα που θα χρησιμοποιηθεί το τελευταίο τέταρτο της ώρας, δεν έχουν σβήσει εντελώς. Προ παντός πιστεύουν πως οι Αμερικανοί θα φθάσουν στο Βερολίνο πριν από τους Ρώσους. Οι Αμερικανοί βομβάρδισαν χωρίς οίκτο, συσσωρεύοντας αυτά τα τεράστια ερείπια που μέσα τους η άνοιξη αναζωπυρώνει την πτωμαΐλα, οι Βερολινέζοι ωστόσο είναι έτοιμοι να τρέξουν σαν ένας άνθρωπος να τους ζητωκραυγάσουν.
Η 21η Απριλίου αρχίζει μ’ ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό. Όλα τα πουλιά του Γκρύνεβαλντ τραγουδούν με περιπάθεια μέσα στα νέα φυλλώματα, αν και εκρήξεις που δεν είναι από βόμβες, αλλά από τις πρώτες Σοβιετικές οβίδες που πέφτουν στην πόλη τους, κάνουν τους Βερολινέζους να αναπηδήσουν. Η κύκλωση συνεχίζεται. Στα νότια, οι Ρώσοι ανατρέπουν το ανίσχυρο φράγμα γύρω από το Μπάρουτ και κυριεύουν το Τζόσσεν, από όπου το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht ξεφεύγει, για να καταφυγή σ’ ένα στρατώνα του Κράμπνιτς. Στα ανατολικά προσπερνώντας την περικυκλωμένη 9η στρατιά, ο Ζούκωφ φθάνει στα τέρματα του μετρό, του U-Bahn.
Στα βόρεια οι εσωτερικές πτέρυγες του Ζούκωφ και του Ροκοσσόφσκι προελαύνουν και από τις δύο όχθες της διώρυγας Χοεντζόλλερν, καταλαμβάνουν το Έμπερσβαλντε, πλησιάζουν το Χάβελ και απειλούν το Ορανίεμπουργκ και το Σπάνταου. Όλοι οι συνετοί στρατηγοί θεωρούν πως είναι αδύνατο να κρατηθεί άμυνα και έχουν πεισθεί πως το Βερολίνο την τελευταία στιγμή θα κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη. Η διοίκηση της ομάδας στρατιών Χάινριτσι προετοιμάζεται να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, για να εγκαταστήσει ένα μέτωπο άμυνας μεταξύ Όντερ και Έλβα. Ο Βέιντλινγκ, διοικητής του 56ου θωρακισμένου σώματος, προσπαθεί να υπερφαλαγγίσει το Βερολίνο από τα νότια για να ενωθεί με τη στρατιά Βενκ ανατολικά του Πότσδαμ.
Μια διαταγή του Χίτλερ του ανακόπτει αυτήν την επιχείρηση και του δίνει εντολή να μπει μέσα στην πόλη και να την υπερασπισθεί. Στο υπουργείο Προπαγάνδας η σύσκεψη των διευθυντών έγινε, όπως συνήθως, στις 11 το πρωί. Την προπαραμονή, γιορτάζοντας τα γενέθλια του Führer, ο Γκαίμπελς έκανε από το ραδιόφωνο μια ομολογία πίστεως και μια υπόσχεση νίκης, οι οποίες για μιαν ακόμη φορά ηλέκτρισαν ένα τμήμα του Γερμανικού λαού. Την παραμονή μόνος αυτός από τους υπαρχηγούς του Χίτλερ υποστήριξε, πως ο Führer, πρέπει να μείνει στο Βερολίνο διακηρύσσοντας, πως ο εθνικοσοσιαλισμός σαν μια ψυχή οφείλει να πολεμήσει μέσα στο Βερολίνο και εκεί να θριαμβεύσει ή να υποκύψει.
Τώρα, σε μια αίθουσα με τα παράθυρα σπασμένα εμφανίζεται μπροστά στους συνεργάτες του για να τους αναγγείλει: ''Το παν απώλετο''. Δεν τους το λέει αυτό, τους το κραυγάζει. Δεν πρόκειται για έκφραση υποταγής, είναι ένας βρυχηθμός λύσσας. Η φωνή του, υπερβολικά έντονη σχετικά με το ισχνό σώμα του, αντηχεί σαν να μιλούσε μπροστά σε πλήθος στο Σπόρτσπαλαστ ή καλύτερα σαν ν’ απευθυνόταν σ’ ολόκληρο τον Γερμανικό λαό. Τον βρίζει και τον καυτηριάζει. ''Λαός δειλών. Αφήνει να βιάζουν τις γυναίκες του. Αφήνει να μολύνουν τη γη του. Προς ανατολάς τρέπεται εις φυγήν. Προς δυσμάς παραδίδεται στον εχθρό. Δεν ήταν άξιος του εθνικοσοσιαλισμού. Αλλά θα πληρώσει τη δειλία του, την ήττα του, τη φαυλότητά του, τη φοβία του πολύ πιο ακριβά από όσο θα πλήρωνε μια νίκη πολύ μεγάλη γι’ αυτόν''.
Από όσους βρίσκονται εκεί, ένας μόνο τόλμησε να αντιταχθεί, ο διευθυντής της ραδιοφωνίας Χανς Φρίτσε. Είναι βέβαια αλήθεια πως υπήρξαν λιποψυχίες, δεν πρέπει όμως αυτές ν’ αφήσουν να λησμονηθεί ο ηρωισμός με τον οποίο ο Γερμανικός λαός πολέμησε και πολεμά ακόμη. Αλλά η διαμαρτυρία αυτή δεν έχει άλλο αποτέλεσμα παρά να ξανάψει την οργή του Γκαίμπελς, να αναζωογονήσει την αλυσίδα των ύβρεων που ξεχύνει πάνω στους ανθρώπους και πάνω στο έθνος. Βρίζει τον Φρίτσε και τους άλλους που δεν έχουν ξεσφίξει τα δόντια. ''Κανείς δεν σας ανάγκασε να δουλέψετε μαζί μου! Τώρα είσαστε χαμένοι. Τα λαιμάκια σας θα κοπούν''.
Φεύγει ξαφνικά από την αίθουσα κραυγάζοντας: ''Καταρρέουμε, θα παρασύρουμε μαζί μας την υφήλιο''. Στην Καγκελαρία, η 21 Απριλίου ήταν επίσης μια ημέρα πυρετού. Ποτέ άλλοτε ο Χίτλερ δεν ήταν τόσο ταραγμένος. Τηλεφωνεί προς όλες τις κατευθύνσεις γαβγίζοντας διαταγές και απειλές. Οι ελπίδες του κρέμονται από αυτό το συγκρότημα Στάινερ που ο Χάινριτσι διέταξε να οργανωθεί στην περιοχή του Οράνιεμπουργκ. Το βλέπει να ορμά εναντίον της δεξιάς πτέρυγας του Ζούκωφ και να την συμπιέζει στην οχυρωμένη ζώνη του Βερολίνου.
Στις 23:50 ακόμη την νύχτα ξεσηκώνει τον αρχηγό του επιτελείου της Luftwaffe Κόλλερ που εκπροσωπεί τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, για να εξασφαλίσει στον Στάινερ κάθε δυνατή αεροπορική υποστήριξη. Την άλλη μέρα, Κυριακή 22 Απριλίου, αρχίζει στο καταφύγιο η μεγάλη σύσκεψη, στις 15:00. Ο Άλφρεντ Γιοντλ, όπως κάθε φορά που έχει να μεταδώσει πικρά νέα, τραινάρει την αναφορά του πάνω στα δευτερεύοντα μέτωπα αρχίζει να αναλύει λεπτομερώς την κατάσταση στην Ιταλία. Το αποτέλεσμα που είχε αυτή η έκθεση για την ολοκληρωτική κατάρρευση, το έχουν περιγράψει με διάφορες παραλλαγές.
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς ο Χίτλερ έπαθε κρίση υστερίας, έμεινε για πολύ ακίνητος, με το κεφάλι βυθισμένο στο στήθος του, έπειτα ύψωσε και πάλι το πρόσωπό του βουτηγμένο στα δάκρυα και ξέσπασε σ’ ένα λυγμό πληγωμένου ζώου που έκανε ν’ ανατριχιάσουν όλοι οι παρόντες στο καταφύγιο. Οι αφηγήσεις του Κάιτελ και του Γιοντλ που ήταν οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες που προσωρινά επιζήσανε από την ήττα, είναι πιο θλιβερές. Ο Χίτλερ άκουσε το τέλος της αναφοράς με ύφος σαν να μην ήταν παρών. Όταν εκείνοι που πήραν μέρος στη σύσκεψη σηκώθηκαν να φύγουν, κράτησε τον Κάιτελ και τον Μπόρμαν. Τους κοίταξε μια στιγμή σιωπηλός, έπειτα με φωνή χαμηλή δήλωσε:
''Δεν θα εγκαταλείψω το Βερολίνο''.
Το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht έπρεπε να λειτουργήσει την άλλη μέρα στο Berchtesgaden. Υπήρχε πάντα η πρόβλεψη να χρησιμοποιηθεί η στρατιά του Βενκ εναντίον των Αμερικανών. Ο Χίτλερ ο ίδιος, λέει ο Κάιτελ, την είχε σχηματίσει. Είχε διαλέξει για τούτο όλες τις μεραρχίες που απέσυρε από τα διάφορα μέτωπα. Την είχε τάξει σε κεντρική θέση, στα νότια του Αμβούργου, και έχοντάς την ασφαλισμένη ανατολικά από τον Έλβα λογάριαζε να την ρίξει εναντίον των Αμερικανικών φαλαγγών που προχωρούσαν στα νότια του Χαρτς και που τις θεωρούσε σχετικά αδύναμες.
Το Βερολίνο έπρεπε να συνεχίσει την άμυνα, αλλά με τον τρόπο που αμύνονταν το Γκτανσκ και το Βρότσλαβ, δηλαδή ανεξάρτητα από τις επιχειρήσεις σε ανοιχτό πεδίο. Η κατάσταση θ’ άλλαζε ολότελα, αν το Βερολίνο έχοντας μέσα του τον Χίτλερ γινόταν ο μοχλός της μάχης. Ο πόλεμος σμικρύνονταν για την Καγκελαρία του Ράιχ σ’ έναν αγώνα τυφλό και άνισο. Η νύχτα για τον στρατάρχη Κάιτελ είναι δραματική. Ένα απέραντο πλήθος, βουτηγμένο στην κόπωση και την αγωνία, κατακλύζει τα περίχωρα του Βερολίνου. Φωτεινοί κύκλοι και εκρήξεις πορφυρώνουν και συγκλονίζουν τον ορίζοντα.
Ο Κάιτελ μόλις και μετά βίας καταφέρνει να βρει την αγροικία, το Άλτε Χαίλε (Παλιά Κόλαση), όπου ο Βενκ έχει εγκαταστήσει το στρατηγείο του. Ένα κερί φωτίζει το χάρτη, πάνω στον οποίο οι δύο στρατηγοί πρέπει να στρέψουν προς άλλη κατεύθυνση την κίνηση της 12ης στρατιάς. Ο Βενκ, εξαίρετος αξιωματικός, γνωρίζει ότι ο πόλεμος είναι χαμένος και ότι ο μόνος λογικός στρατηγικός στόχος είναι να κινηθούν στο εξής προς τους Αμερικανούς. Οι οδηγίες που του φέρνει ο Κάιτελ τον ξαναρίχνουν ανάμεσα στις Ρωσικές μάζες. Αλλά το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πειθαρχήσει.
Αντί να επιτεθεί προς τα νοτιοδυτικά η 12η στρατιά, θα κινηθεί προς τα ανατολικά, αφήνοντας στον Έλβα μόνο μικρές οπισθοφυλακές. Το σώμα της που είναι στα βόρεια, το 20ό σώμα στρατού με διοικητή τον στρατηγό Καίλερ, θα προχωρήσει στα νότια του Βερολίνου, θα ενισχύσει την στρατιά που επιτέλους πήρε την έγκριση να εγκαταλείψει τον Όντερ και έτσι ενισχυμένο θα στραφεί και πάλι στα βόρεια, για να χτυπήσει από πίσω τους επιτιθέμενους εναντίον της πρωτεύουσας. Στα βόρεια του Βερολίνου η ομάδα Στάινερ που μόλις ενισχύθηκε με την 25η θωρακισμένη μεραρχία επίλεκτων και την 7η θωρακισμένη μεραρχία που τις παρεχώρησε ο Μαντόυφφελ, θα συμπράξει στη γενική δράση κάνοντας επίθεση προς την κατεύθυνση του Σπάνταου.
Στο χάρτη πάνω τα πάντα μπορούν να γίνουν. Στο πρώτο φως της αυγής μια ελπίδα ξαναγεννιέται. Ο Κάιτελ υπαγορεύει στον Βενκ τη διαταγή του επιχειρήσεων, τον αφήνει δίνοντάς του υπόσχεση νίκης, ύστερα, παρ’ όλη την κόπωση που έχει ξαναπηγαίνει να δώσει κουράγιο στη μεραρχία Σπάνταου κοντά στο Μπέλτσιχ. Οι εντυπώσεις μου, διηγείται, ήταν πολύ καλές. Προσθέτει και τα εξής κωμικά: ''Ήταν η πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου που ασκούσα διοίκηση''. Στη 13:00 ο Κάιτελ ξαναγυρίζει στο Κράμπνιτς, όπου ο Γιοντλ είχε αγρυπνήσει το ίδιο πάνω στους χάρτες του. Ο στρατάρχης και ο υποστράτηγος φεύγουν και οι δύο μαζί για την Καγκελαρία.
Οι πληροφορίες για τη στρατιά Βενκ φάνηκαν ευχάριστες στον Führer. Αυτή ήταν τουλάχιστο η εντύπωση του Κάιτελ. Ίσως δεν κατάλαβε, πως η απελπισία είχε αποθέσει στο πρόσωπο του Χίτλερ μια μάσκα που δεν την είχε άλλοτε δει, τη μάσκα της γαλήνης. Οι Ρώσοι δεν έχασαν την ημέρα τους. Οι προφυλακές του Κόνιεφ φτάνουν στο Μπέελιτς, 15 km στα νότια του Πότσδαμ. Οι προφυλακές του Ζούκωφ χτυπάνε το Νταίμπεριτς, 5 km από το Σπάνταου. Το Βερολίνο είναι κυκλωμένο κατά τα πέντε έκτα και στα ανατολικά το Σοβιετικό πεζικό πλησιάζει την Αλεξάντερπλατς.
Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα του Καμπφκομμαντάντ (αρχηγού επιχειρήσεων) ο στρατηγός Βέιντλινγκ διαμοίρασε τις μεραρχίες του 56ου θωρακισμένου σώματός του από το Πάνχοφ ως τις παρυφές του αεροδρομίου Τέμπελχοφ. Η παγίδα αρχίζει. Στο καταφύγιο η σχετική ηρεμία της ημέρας ανατρέπεται από ένα τηλεγράφημα του Γκαίρινγκ. ''Δέχεστε, ρωτά τον Führer ο στρατάρχης του Ράιχ, να αναλάβω την όλη διοίκηση του Ράιχ με πλήρη δικαιώματα και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό; Αν δεν λάβω απάντηση πριν από τις 10 το βράδυ απόψε, θα θεωρήσω πως δεν έχετε πια ελευθερία δράσης και θα κάνω το καλύτερο που επιβάλλουν τα συμφέροντα του λαού μας και της χώρας μας''.
Αυτό το αυθάδες τελεσίγραφο, αυτή η πρωτοφανής αναγγελία μιας πρόθεσης διαπραγματεύσεων με τον εχθρό βγάζουν τον Χίτλερ από τη νάρκη, όπου είχε εγκαταλειφθεί. Στιγματίζει τον Γκαίρινγκ με τις πιο υβριστικές εκφράσεις και έπειτα μαζί με τον Μπόρμαν που θριαμβεύει πάνω σ’ έναν μισητό ανταγωνιστή, υπαγορεύει τις διαταγές του στον διοικητή των SS του Berchtesgaden: Ο Χέρμαν Γκαίρινγκ, ένοχος εσχάτης προδοσίας, αποστερείται από όλους τους τίτλους του και τα αξιώματά του και καταδικάζεται εις θάνατον. Ο Führer έχοντας υπ’ όψη τις υπηρεσίες του κατά το παρελθόν, του χαρίζει τη ζωή, αλλά πρέπει να συλληφθεί αμέσως.
Ένα άλλο τηλεγράφημα καλεί από το Μόναχο στο Βερολίνο τον στρατηγό βαρόνο Ρόμπερτ φον Γκρέιμ, διοικητή του 6ου αεροπορικού στόλου, τον οποίο ο Χίτλερ προορίζει για διάδοχο του Γκαίρινγκ στην αρχηγία της Luftwaffe. Την άλλη μέρα, 24 του μηνός, η κύκλωση του Βερολίνου ολοκληρώνεται. Στο δρόμο του Κράμπνιτς σταματάνε τον Κάιτελ, ενώ επιστρέφει από την ομάδα Χάινριτσι. Το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht χρειάστηκε να μετακινηθεί εσπευσμένως μέσα στη νύχτα μπροστά στα ρωσικά θωρακισμένα. Ο Κάιτελ το βρίσκει στην αγροικία του Νόυ - Ρούφεν, κοντά στο Φύρστενμπεργκ.
Το Γκάτοφ δεν έχει ακόμη καταληφθεί από τους Ρώσους, αλλά δεν υπάρχει πια άλλο μέσον να πάει κανείς από την ξηρά στο Βερολίνο. Η Χάννα και ο Ρόμπερτ φον Γκρέιμ μεταφέρονται σ’ ένα Fieseler Storch και ο Ρόμπερτ οδηγώντας το πετά ως την Πύλη του Βρανδεμβούργου, πάνω από τις στέγες πετούν πάνω από το φλεγόμενο Βερολίνο. Μια οβίδα κτυπάει το αεροπλάνο, και τσακίζει τη δεξιά κνήμη του Γκράιμ. Χάνει τις αισθήσεις του, αλλά η Χάννα καταφέρνει να προσγειωθεί, βρίσκει ένα αυτοκίνητο, φθάνει στην Καγκελαρία, όπου αμέσως επιδένουν το τραύμα του Γκράιμ. Ο Χίτλερ τον επισκέπτεται στο κρεβάτι, όπου νοσηλεύεται.
Σκηνές αγανάκτησης, συγκίνησης και δακρύων διαδέχονται η μία την άλλη ανάμεσα στον Führer, τον τραυματία και την αεροπόρο. Ο Χίτλερ καταφέρεται εναντίον της προδοσίας του Göring, και μεταξύ αναλαμπών ελπίδας αναστενάζει για την μοιραία τύχη του. Η φυσική του κατάσταση, λέει, δεν του επιτρέπει να πεθάνει με το όπλο στο χέρι -δεν θέλει να πέσει ζωντανός στα χέρια των Ρώσων- λοιπόν, θ’ αυτοκτονήσει. Η Χάννα Ράιτς και ο Γκράιμ ζητούν την χάρη να συμμερισθούν την τύχη του. Ο Χίτλερ αρνείται. Ονομάζει τον Γκράιμ στρατάρχη -τον τελευταίο- και τον διατάζει να βγει από το Βερολίνο, για να συνεχίσει τον αγώνα επικεφαλής της Luftwaffe.
Αλλά το αεροπλάνο Fieseler Storch που είχε φέρει τον Γκράιμ, είναι άχρηστο και πρέπει να περιμένουν να στείλει η Luftwaffe στο Βερολίνο άλλο αεροπλάνο. Πριν από λίγες ημέρες η 1η Γαλλική στρατιά είχε καταλάβει την Στουτγάρδη. Την προπαραμονή, 25 Απριλίου, οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί έσφιξαν τα χέρια πάνω στον Έλβα, στο Τόργκαου, χειρονομία που συμβολίζει τη διχοτόμηση της Γερμανίας. Την παραμονή οι Άγγλοι είχαν μπει στη Βρέμη. Στην Ιταλία η Γερμανική διάλυση είναι ολοκληρωτική. Σχεδόν παντού παραδίνονται, και ο αγώνας καταπαύει. Εκτός από το καμίνι του Βερολίνου.
Οι οδομαχίες, που είχαν αρχίσει στις 22 Απριλίου στα περίχωρα Νίντερσαινχαουζεν και Λίχτενμπεργκ, συνεχίζονται με μανία. Στις 23 Απριλίου οι Ρώσοι κτύπησαν την Φρανγκφουρτεραλλέ και την κατέλαβαν ως εκεί που γειτονεύει με την Αλεξάντερπλατς. Στις 24 Απριλίου κατέλαβαν τον σταθμό της Σιλεσία και από την άλλη πλευρά του Σπρέε τον σταθμό του Γκαίρλιτς. Στις 25 Απριλίου μάχονται στα βόρεια, στο προάστιο Ραϊνκεντόρφ, στα νότια στο προάστιο Στέγκλιτς, διώχνουν τα SS από το δημαρχείο του Σαίνεμπεργκ, καταλαμβάνουν το Τέμπελχοφ και ανασκάπτουν με οβίδες το Τίργκαρντεν, όπου είναι συγκεντρωμένες οι μάζες των Γερμανικών πυροβολαρχιών.
Στις 26 Απριλίου βγαίνουν από το Τέμπελχοφ, καταλαμβάνουν την Μπελ - Αλλιανσεπλάτς, σε απόσταση λιγότερο από 2 km από την Ούντερ ντεν Λίντεν. Στα βόρεια, καταλαμβάνουν το Τέγκελ και το Βίττεναου, εισχωρούν στη Ζίμενστατ και στη βιομηχανική συνοικία του Βέντιγκ και μάχονται ανάμεσα από τα εργοστάσια που λίγες ώρες πρωτύτερα, σφυρηλατούσαν τα Γερμανικά όπλα. Μόλις ξημέρωσε, οι υπερασπιστές του Τίργκαρτεν άκουσαν με έκπληξη ένα κονσέρτο πουλιών. Ένα λεπτό ύστερα, τα αρμόνια του Στάλιν αρχίζουν να βρυχώνται.
Αναγκασμένοι να τελειώνουν το ταχύτερο οι Ρώσοι κατευθύνουν στο κέντρο του Βερολίνου μια γενική επίθεση. Καταλαμβάνουν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Άνχαλτ, επιτίθενται στην Λάιψιγκερστράσσε και στην Πρινσαλμπερτστράσσε και μπαίνουν στο γενικό επιτελείο της Gestapo, που το βρίσκουν στοιβαγμένο με πτώματα πολιτικών κρατουμένων που τους είχαν εκτελέσει. Αντικειμενικός σκοπός αυτής της επίμονης προσπάθειας, στόχος της αντεπίθεσης που άρχισε από το Στάλινγκραντ, είναι η Καγκελαρία που δεν απέχει παρά 300 m. Αλλά μέσα από τα ερείπια ξεφυτρώνουν υπερασπιστές, απωθούν τον επιτιθέμενο, ανακαταλαμβάνουν το κτήριο της Gestapo, έπειτα το ξαναχάνουν.
Η επίθεση σταμάτησε. Ξαναρχίζει η προπαρασκευή. Το πυροβολικό του Στάλιν αρχίζουν και πάλι να χτυπούν. Τα Ρωσικά καταδιωκτικά - βομβαρδιστικά που έχουν αντικαταστήσει τους Αγγλο-Αμερικανικούς αεροπορικούς στόλους, εφορμούν κατά σμήνη. Μια τεράστια έκρηξη συγκλονίζει ολόκληρη την πόλη, όταν μια αποθήκη με αντιαρματικές γροθιές ανατινάζεται στην Ποτσνταμερπλάτς προκαλώντας μια φρικτή αιματοχυσία. Μια ακόμα πιο αποτρόπαιη τραγωδία εκτυλίσσεται κάτω από το ανάχωμα. Οι στρατιώτες του μηχανικού εκτέλεσαν τη διαταγή να ανατιναχθούν τα φράγματα του καναλιού Λάντβερ, με σκοπό να πλημμυρίσουν τα υπόγεια του μετρό που τα χρησιμοποιούν οι Ρώσοι.
Μέσα στο σκοτάδι οι χιλιάδες πολίτες που έχουν καταφύγει εκεί, φεύγουν ψηλαφώντας μπροστά από τα νερά που ανεβαίνουν. Εκατοντάδες αμάχων, ανάμεσά τους ένα πολύ μεγάλο ποσοστό παιδιών, πνίγονται ή πεθαίνουν από ασφυξία μεταξύ των σταθμών Λάιψιγκερπλάτς και Ούντερ ντεν Λίντεν. Τρία εκατομμύρια Βερολινέζων και προσφύγων φωλιάζουν μέσα στα υπόγεια, στις γαλαρίες του μετρό, στα καταφύγια της παθητικής αεράμυνας. Ο φόβος, η πείνα και η δίψα τους μαστίζουν. Από καιρό σε καιρό μερικοί βγαίνουν από τα φοβερά καταφύγιά τους, οι πιο θαρραλέοι ή απλούστερα αυτοί που τα νεύρα τους δεν αντέχουν πια στην έλλειψη οξυγόνου.
Τρέχουν για να πιουν νερό από τους λάκκους που ανοίχτηκαν μέσα στις στοές όταν έσπασαν οι διώρυγες. Ψάχνουν μέσα στα ερείπια ενός μαγαζιού τροφίμων ή το κουφάρι ενός σκοτωμένου αλόγου. Ξαναγυρίζουν στα λημέρια τους κουβαλώντας ένα κομμάτι ματωμένο κρέας, έναν κουβά νερό και εικόνες εφιαλτικές. Πάνω στο Βερολίνο πέφτει μια βροχή από στάχτες. Η σκόνη από σοβάδες και τσιμέντα που έχει σηκωθεί με ένα εκατομμύριο βλήματα, ξαναπέφτει στην πόλη ανακατωμένη με την καπνιά και τις σπίθες μιας θάλασσας από πυρκαγιές. Ο ήλιος είναι αθέατος.
Το φως είναι σαν το φως ενός δειλινού με θύελλα, με μεγάλες κοκκινίλες και μερικές φορές με θεαματικούς πύρινους κομήτες. Αψίδες από φλόγες καλύπτουν τα ίχνη των δρόμων και από άλλες αψίδες που φεγγοβολούν, χτυπούν φλογοβόλα. Οι οβίδες πέφτουν από παντού. Οι λαχανιασμένες εκπυρσοκροτήσεις των πυροβολαρχιών του Στάλιν τινάζουν ψηλά χώματα και πέτρες σαν πελώρια γκέιζερ. Τεράστιες ποσότητες από συντρίμμια καλύπτουν τους ανασκαμμένους δρόμους, αυτοκίνητα, καμιόνια, στρατιωτικά φορτηγά, τσακισμένα όπλα, άρματα καμένα, ακόμη και βαλίτσες που άνοιξαν και διασκορπίστηκε το περιεχόμενό τους.
Στην Ποτσνταμερπλάτς πραγματικές πηγές αίματος αναβλύζουν ως το ύψος ενός ανθρώπου και τα πτώματα είναι κυριολεκτικά κολλημένα πάνω στους μαυρισμένους τοίχους. Σε αλλά σημεία κρεμασμένοι αιωρούνται με τα αέρια που προκαλούν οι εκρήξεις. Είναι λιποτάκτες στρατιώτες. Είχαν την ατυχία να συναντήσουν μια από τις περιπόλους νεαρών SS που έχουν σαν αποστολή να επιβάλλουν ηρωισμό. Η 28η του μηνός είναι μια ημέρα ανάπαυλας. Οι Ρώσοι, εξαντλημένοι, δεν κάνουν παρά μια επίθεση εναντίον της Αλεξαντερπλάτς, όπου τα άρματά τους Τ-34 απωθούνται και πυρπολούνται. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς έχει σιωπήσει, αλλά η προπαγάνδα δεν πέθανε.
Ο υφυπουργός Νάουμαν ουρλιάζει από το ραδιόφωνο, πως το Βερολίνο έχει γίνει το νεκροταφείο των Ρωσικών αρμάτων. Τοιχοκολλούν δακτυλογραφημένα ανακοινωθέντα που αναγγέλλουν πως η στρατιά Βενκ καταφθάνει. Μια τελευταία ελπίδα περνά πάνω στην κατακερματισμένη πόλη. Το σταμάτημα των μαχών πεζικού φαίνεται να σημαίνει, πως οι Ρώσοι είναι αναγκασμένοι να αναστείλουν την επίθεση εναντίον του Βερολίνου, για να αντιμετωπίσουν τον Βενκ. Εξ άλλου δεν είναι μόνο ο Βενκ που σπεύδει να βοηθήσει την πρωτεύουσα του Ράιχ.
Εχθρότητες εκδηλώνονται μεταξύ Ρώσων και Αμερικανών. Τώρα που πέθανε ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούζβελτ, οι Αμερικανοί παραδέχθηκαν τον κίνδυνο του Μπολσεβικισμού. Σπεύδουν προς το Βερολίνο όχι σαν εχθροί, αλλά σαν σύμμαχοι.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΖΟΥΚΩΦ
O Ζούκωφ, συνοδευόμενος από άνδρες του επιτελείου του, διάλεξε το διοικητήριο του στρατηγού Τσούικοφ, του υπερασπιστή του Στάλινγκραντ, με θέα στα υψώματα του Ζέελοβ, για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της επίθεσης των στρατευμάτων του. Στις 03:00 τα ξημερώματα η περιοχή φωτίστηκε από την ομοβροντία 8.900 πυροβόλων, όλμων και ρουκετών Κατιούσα. H προπαρασκευαστική βολή διέλυσε τα χαρακώματα και τις οχυρώσεις της πρώτης αμυντικής γραμμής των Γερμανών. Oι κρατήρες από τα βλήματα άλλαξαν την εδαφική μορφολογία της περιοχής.
Oι ανθρώπινες απώλειες όμως ήταν ελάχιστες διότι ο στρατηγός Χαϊνρίτσι, γνωρίζοντας την ημερομηνία εκδήλωσης της Σοβιετικής επίθεσης, είχε αποσύρει έγκαιρα τα στρατεύματά του από την πρώτη γραμμή. Μετά από μία ώρα περίπου και ενώ ο Ζούκωφ ήταν ενθουσιασμένος από την έλλειψη αντίστασης, δόθηκε η διαταγή να ξεκινήσει η επίθεση. Την ίδια στιγμή, άναψαν 143 αντιαεροπορικοί προβολείς με σκοπό να τυφλώσουν τους Γερμανούς στρατιώτες. Αλλά το φως των προβολέων δεν μπόρεσε να διαπεράσει τον πυκνό καπνό που σκέπαζε, σαν χαμηλή νέφωση, την περιοχή. H αντανάκλασή του τύφλωσε τους επιτιθέμενους.
Tα Σοβιετικά στρατεύματα ρίχτηκαν με τις λέμβους τους στον Όντερ για να δημιουργήσουν προγεφυρώματα στην απέναντι όχθη, αλλά δέχθηκαν τα πυρά των Γερμανών. Επίσης, τα τεθωρακισμένα και τα πυροβόλα τους κόλλησαν στις βαλτώδεις όχθες. Oι Γερμανοί επέστρεφαν γρήγορα στις θέσεις τους παρά την καταδίωξή τους από τα σοβιετικά μαχητικά, ενώ οι έμπειροι εναπομείναντες βετεράνοι έστρεφαν τα πυρά τους στους ακάλυπτους μαχητές του Κόκκινου Στρατού, αποδεκατίζοντάς τους μέσα στον καπνό και στη λάσπη. Tο φράγμα πυρός των Γερμανών απώθησε τους επιτιθέμενους, προξενώντας σημαντικές απώλειες στους Σοβιετικούς.
O Ζούκωφ συνειδητοποίησε έντρομος ότι η επίθεση καρκινοβατούσε. Στη μεσημεριανή τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Στάλιν, ανέφερε στον Σοβιετικό ηγέτη ότι σκόπευε να ρίξει τα τεθωρακισμένα του στη μάχη, αφού το πεζικό είχε καθηλωθεί, για να εισπράξει μόνο ένα ειρωνικό σχόλιο για την ταχύτατη πρόοδο της επίθεσης του Κόνιεφ στα νότια. Tο ίδιο απόγευμα χιλιάδες τεθωρακισμένα ξεκίνησαν την επίθεσή τους "συνωθούμενα" στο στενό προγεφύρωμα.
Tα Γερμανικά αντιαρματικά των 88 mm, τα πυροβόλα εφόδου από τις καλυμμένες θέσεις τους και οι μικρές ομάδες των αποφασισμένων πεζικάριων που ήταν οπλισμένοι με φορητά αντιαρματικά αναχαίτισαν την επίθεση, καταστρέφοντας τα τεθωρακισμένα των Σοβιετικών στους πρόποδες των υψωμάτων. Όσα κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή και να περάσουν από την πρώτη γραμμή, αναχαιτίστηκαν από τα πυρά των Tiger ΙΙ της 502ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS. Tο βράδυ της πρώτης ημέρας, οι δυνάμεις του Ζούκωφ είχαν προωθηθεί σε βάθος σχεδόν έξι χιλιομέτρων σε μερικές περιοχές, αλλά οι Γερμανικές γραμμές στα υψώματα παρέμεναν αρραγείς.
Στην αναφορά του ο Ζούκωφ αντιμετώπισε την οργή του Στάλιν. H διαβεβαίωσή του ότι μέχρι τη δύση του ήλιου της επόμενης ημέρας θα είχε καταλάβει τα υψώματα δεν φάνηκε να πείθει το Σοβιετικό ηγέτη. O Στάλιν, για να τον παροτρύνει, του δήλωσε ότι θα επέτρεπε στον Κόνιεφ να κινήσει τα τεθωρακισμένα του προς Βορρά για να καταλάβει αυτός το Βερολίνο.
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΝΙΕΦ
Oι δυνάμεις του στρατηγού Κόνιεφ ήταν ανεπτυγμένες στην ανατολική όχθη του ποταμού Νάισε και έπρεπε να διασχίσουν τον ποταμό υπό τα εχθρικά πυρά για να ανοίξουν το δρόμο προς το Βερολίνο. H προπαρασκευή πυροβολικού -250 πυροβόλα ανά χιλιόμετρο- και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί της 2ης Αεροπορικής Στρατιάς άρχισαν στις 06:00 το πρωί και κράτησαν περίπου 2,5 ώρες. Στο τέλος, Σοβιετικά μαχητικά έριξαν καπνογόνες βόμβες, δημιουργώντας ένα παραπέτασμα καπνού μήκους περίπου 400 χιλιομέτρων. Tο Σοβιετικό πεζικό ρίχτηκε στον ποταμό με τις λέμβους εφόδου.
Αρκετοί βετεράνοι και σκαπανείς κολύμπησαν μέχρι την απέναντι όχθη και εκμεταλλευόμενοι την αταξία που επικρατούσε στις γραμμές των Γερμανών (που είχαν συντριβεί στα χαρακώματά τους από τη βολή του πυροβολικού και τις αεροπορικές επιδρομές) έστησαν τα πρώτα προγεφυρώματα. Tο πεζικό άρχισε να εκκαθαρίζει τα εχθρικά χαρακώματα που είχαν ανασκαφεί από τις οβίδες. Παντού υπήρχαν σωροί από πτώματα και οι ελάχιστοι επιζώντες ήταν κοκαλωμένοι από τον τρόμο. Μέσα από τον καπνό ξεπρόβαλλαν ομάδες στρατιωτών που παραδίδονταν, παρακαλώντας τους Σοβιετικούς να μην πυροβολήσουν.
Oι σκαπανείς εγκατέστησαν πλωτές γέφυρες για να περάσουν τα ρυμουλκούμενα αντιαρματικά πυροβόλα στην απέναντι όχθη. Oι πρώτες σχεδίες μετέφεραν άρματα T-34, που ξεχύθηκαν πίσω από το πεζικό. Λίγο μετά το μεσημέρι, το μηχανικό είχε στήσει τις βαριές γέφυρες πάνω από τον ποταμό και ξεκίνησε η διέλευση των αρμάτων και των πυροβόλων εφόδου. Tο βράδυ της ίδιας ημέρας οι σοβιετικές δυνάμεις, έχοντας συντρίψει την αμυντική γραμμή στις όχθες του ποταμού, προήλαυναν με κατεύθυνση τη Δρέσδη, στα νότια και τα νοτιοδυτικά προάστια του Βερολίνου.
O Στάλιν έμεινε ικανοποιημένος από την αναφορά του Κόνιεφ και αφού τον ενημέρωσε ότι ο συνάδελφός του Ζούκωφ δεν έχει την ίδια επιτυχία, τον διέταξε να ρίξει το βάρος της επίθεσής του στα βόρεια, προς το Βερολίνο.
H ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ
H σκληρή αντίσταση των Γερμανών, τα ειρωνικά σχόλια του Στάλιν και η πιθανότητα ο Κόνιεφ να είναι ο "κατακτητής" του Βερολίνου χαλύβδωσαν τον Ζούκωφ. Στις 17 Απριλίου έστρεψε τα πυρά του πυροβολικού του και τις αεροπορικές δυνάμεις του πίσω από την πρώτη γραμμή των Γερμανών και προώθησε στα υψώματα Ζέελοβ τις εφεδρείες του (που περίμεναν στα μετόπισθεν, έτοιμες να εκμεταλλευτούν τη διάσπαση του μετώπου την πρώτη ημέρα της επίθεσης). Oι οβίδες των πυροβόλων, τα ρουκετοβόλα Κατιούσα και οι βόμβες των αεροσκαφών μετέτρεψαν σε πύρινη κόλαση την ύπαιθρο, τα αγροκτήματα, τα χωριά και τις κωμοπόλεις πίσω από τα υψώματα, σπέρνοντας τον πανικό σε μαχητές και αμάχους.
Tα άρματα "συνωστίζονταν" και πάλι στο στενό προγεφύρωμα πέρα από τον Όντερ, αλλά όσα γλίτωναν από τις βολές των πυροβόλων των 88 mm, καταστρέφονταν από τα φορητά αντιαρματικά του πεζικού και από τα γερμανικά άρματα που ενέδρευαν πιο πίσω. Την ίδια ημέρα, η Λουφτβάφε διέθεσε τα αεροπλάνα που της είχαν απομείνει σε αποστολές καταστροφής των 32 γεφυρών που είχε κατασκευάσει το Σοβιετικό μηχανικό. Tα αντιαεροπορικά και τα Σοβιετικά μαχητικά κράτησαν μακριά τους Γερμανούς πιλότους, υποχρεώνοντάς τους να καταστρέφουν τις γέφυρες με αποστολές αυτοκτονίας.
Ακόμα και με τον τρόπο αυτό, όμως, ελάχιστες ήταν οι γέφυρες που καταστράφηκαν και οι Σοβιετικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάβαση του ποταμού καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Μέχρι το βράδυ, οι Γερμανικές γραμμές παρέμεναν αρραγείς, αλλά τόσο ο Χαϊνρίτσι όσο και ο Μπούσε, διοικητής της 9ης Στρατιάς, που κρατούσε το μέτωπο στα υψώματα, γνώριζαν ότι οι δυνάμεις τους δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ τις θέσεις τους. Ολόκληρες μονάδες αποδεκατίζονταν και οι ενισχύσεις, αποτελούμενες κυρίως από ανεκπαίδευτους νεοσύλλεκτους και εφήβους της Χιτλερικής Νεολαίας (Hitler Jugend), ήταν εύκολη λεία για τα Σοβιετικά άρματα και τα πυροβόλα.
Από την άλλη μεριά, οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού ήταν τρομακτικές, αλλά αυτό δεν ήταν ικανό να κάμψει τον Ζούκωφ, που συνέχισε να προωθεί από τα μετόπισθεν στην πρώτη γραμμή του μετώπου όλους τους ικανούς να φέρουν όπλο. Την ίδια ημέρα, ο Κόνιεφ, έχοντας διαβεί τον Νάισε, έστρεψε τα τεθωρακισμένα του προς τον επόμενο ποταμό, τον Σπρέε, αποκρούοντας τις τοπικές αντεπιθέσεις της Γερμανικής 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων. Tο πυροβολικό και η αεροπορία του μετέτρεψαν σε πύρινη κόλαση τα δάση της περιοχής. Oι στρατιώτες και οι αρματιστές του διαισθάνονταν πλέον ότι η γραμμή του εχθρού κατέρρεε.
Tο ίδιο βράδυ, τα προπορευόμενα άρματα έφτασαν στον Σπρέε και τον διέσχισαν από ορισμένα αβαθή σημεία, αφού το μηχανικό με τη γεφυροσκευή είχε μείνει πίσω. Κατά τη διάρκεια της νύχτας δύο Σοβιετικές στρατιές αρμάτων πέρασαν στην απέναντι όχθη. O Κόνιεφ μίλησε με τον Στάλιν και πήρε την άδειά του να στρέψει τα άρματά του προς το Τσόσεν, την έδρα του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, νοτίως του Βερολίνου. H Oμάδα Στρατιών Κέντρου και η 4η Τεθωρακισμένη Στρατιά ήταν πλέον ανήμπορες να σταματήσουν το σοβιετικό οδοστρωτήρα, ενώ η προσοχή του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου ήταν στραμμένη ακόμα στη μάχη στα υψώματα Ζέελοβ.
Tο πρωί της 18ης Απριλίου οι μαχητές που κρατούσαν ακόμα τα υψώματα Ζέελοβ δέχθηκαν τη σφοδρή επίθεση των Σοβιετικών μαχητικών. Ακολούθησαν τα τεθωρακισμένα. O Χαϊνρίτσι προσπάθησε να ενισχύσει τη γραμμή του και την πολιορκούμενη 9η Στρατιά του Μπούσε αποστέλλοντας μονάδες ξένων εθελοντών των Waffen SS. Όμως, η Σοβιετική αεροπορία, εκμεταλλευόμενη την παντελή απουσία της Λουφτβάφε, έκανε μαρτυρική τη μετακίνηση αυτών των μονάδων προς το μέτωπο.
O Ζούκωφ, έχοντας στο μυαλό του την απειλή του Στάλιν ότι θα επέτρεπε στον Ροκοσόφσκυ να στραφεί από το Βορρά προς το Βερολίνο, έγινε σκληρός με τους επιτελείς του. Tους διέταξε να προωθήσουν το πυροβολικό τους ώστε να βάλλουν έχοντας οπτική επαφή με τους στόχους τους. H μάχη πήρε τραγική τροπή. Oι εξαντλημένες Σοβιετικές στρατιές κινούνταν έχοντας τρομερές απώλειες από τις Γερμανικές αντεπιθέσεις και από την πλευρά τους οι Γερμανικές μονάδες είχαν φτάσει στο όριο της κατάρρευσης. Tα προπορευόμενα σοβιετικά άρματα αναφλέγονταν από τις βολές των φορητών αντιαρματικών του πεζικού, αλλά αυτά που ακολουθούσαν συνέθλιβαν τους άνδρες του πεζικού με τις ερπύστριές τους.
H διάσπαση του μετώπου στο τέλος της ημέρας άρχισε να γίνεται εμφανής στους επιτελείς του Ζούκωφ. Στο Νότο, την 18η Απριλίου, οι δυνάμεις του Κόνιεφ που κινούνταν προς τη Δρέσδη δέχτηκαν μια ασυντόνιστη Γερμανική αντεπίθεση, που ανέκοψε για λίγο την προέλασή τους, αλλά οι δυνάμεις που κινούνταν προς Βορρά συνέχισαν τη διάβαση του Σπρέε. Tο βράδυ της ίδιας ημέρας οι προφυλακές του βρίσκονταν 45 χιλιόμετρα βορείως του ποταμού. Στις 19 Απριλίου, η διάσπαση του κέντρου ήταν γεγονός. Oι Σοβιετικοί κινούνταν από το χωριό Ζέελοβ επί της εθνικής οδού προς τα δυτικά, ενώ ο Κόνιεφ συνέχιζε την προέλασή του προς Βορρά.
Όσες Γερμανικές δυνάμεις είχαν απομείνει, άρχισαν να υποχωρούν προς το Βερολίνο. Oι στρατιώτες της Βέρμαχτ αναμειγνύονταν με άνδρες των SS και πρόσφυγες. Στα δέντρα και στους φανοστάτες των πόλεων και των χωριών κρέμονταν τα σώματα των λιποτακτών που είχαν απαγχονιστεί για παραδειγματισμό. Tα υπολείμματα των μονάδων νεοσυλλέκτων σέρνονταν στους δρόμους και ξεχνούσαν την πείνα τους μόνο όταν σταματούσαν για λίγο και βυθίζονταν στον ύπνο, υποχρεώνοντας τους επικεφαλής να τους ξυπνούν με κλωτσιές για να συνεχίσουν την πορεία.
Tα υψώματα Ζέελοβ ήταν η τελευταία αξιόμαχη αμυντική γραμμή των Γερμανών πριν από το Βερολίνο. Oι απώλειες των Σοβιετικών ξεπερνούσαν τους 30.000 μαχητές έναντι των 12.000 Γερμανών, αλλά η μεγάλη διαφορά ήταν ότι μόνο οι Σοβιετικοί μπορούσαν να τις αναπληρώσουν. Μετά τις 19 Απριλίου, ο δρόμος για το Βερολίνο ήταν ανοικτός.
H ΠOΛIOPKIA
Tο βράδυ της 20ής Aπριλίου τα βλήματα από τα πυροβόλα του Μετώπου του Ζούκωφ άρχισαν να πέφτουν στα βορειοανατολικά προάστια του Βερολίνου και το απόγευμα της 21ης Απριλίου οι πρώτες τεθωρακισμένες μονάδες έφτασαν από τα βορειοανατολικά. Oι δυνάμεις του Κόνιεφ έρχονταν από τα νότια της πόλης και την 21η Απριλίου έφτασαν σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από το Βερολίνο. Την 19η και 20ή Απριλίου συνεχίστηκε η γερμανική υποχώρηση από τα υψώματα Ζέελοβ, ενώ η Σοβιετική προώθηση ανακόπηκε μόνο όταν συνάντησε τα τμήματα ξένων εθελοντών των Waffen SS. Την πρωτεύουσα του Γ' Pάιχ υπερασπίζονταν ξένοι και όχι Γερμανοί.
Στην εθνική οδό επικρατούσε χάος. Tα στρατιωτικά οχήματα που κινούνταν δυτικά καθυστερούσαν από τις βραδυκίνητες άμαξες των προσφύγων και η κυκλοφοριακή συμφόρηση προσέφερε ιδανικούς στόχους στα Σοβιετικά μαχητικά Shturmovik. Oι νηστικοί στρατιώτες έμπαιναν στα εγκαταλελειμμένα σπίτια αναζητώντας τροφή. Πολλοί κατέρρεαν και βυθίζονταν στον ύπνο. Oι αξιωματικοί με τα περίστροφα στα χέρια προσπαθούσαν μάταια να επιβάλουν την τάξη και να οργανώσουν γραμμές αντίστασης. Oι φήμες για υπερκέραση των υποχωρούντων τμημάτων επιδείνωναν την κατάσταση και έσπερναν τον πανικό.
H πείνα, η εξάντληση και η απελπισία έκανε πολλούς να προτιμήσουν την παράδοση από την υποχώρηση και τη συμμετοχή τους σε μια νέα μάχη. Ορισμένους από αυτούς οι Σοβιετικοί τους έστελναν πίσω στις Γερμανικές γραμμές για να πείσουν και άλλους συμπατριώτες τους να παραδοθούν. H αίσθηση για τον άσκοπο αγώνα ήταν διάχυτη παντού. O Μπούσε, αγνοώντας τις διαταγές του Χίτλερ για συνέχιση του αγώνα στη γραμμή του Όντερ, διέταξε την υποχώρηση των τμημάτων της 9ης Στρατιάς στα νοτιοδυτικά. Tο Βερολίνο άρχισε να γεμίζει με λιποτάκτες, παρά τους απαγχονισμούς από τη Στρατιωτική Αστυνομία και την Γκεστάπο.
Ακόμα και στις τάξεις της Στρατιωτικής Αστυνομίας άρχισαν να εκδηλώνονται κρούσματα λιποταξίας. Tο πρωί της 21ης Απριλίου τα πρώτα βλήματα των πυροβόλων των 152 και 203 χιλ. των Σοβιετικών έπεσαν στο κέντρο της πόλης. Μέχρι τις 2 Μαΐου στο Βερολίνο θα έπεφταν συνολικά περίπου 1.800.000 βλήματα. O Ζούκωφ οδήγησε τμήματα των δυνάμεών του στα νοτιοδυτικά και στα βόρεια για να κυκλώσει την πόλη και έχοντας στο μυαλό του τις παραπλανητικές πληροφορίες του Στάλιν ότι οι Αγγλο-Αμερικανοί θα έμπαιναν πρώτοι στην πόλη από τα δυτικά, πίεζε αφόρητα τους επιτελείς του για μια γενική έφοδο των αρμάτων, αδιαφορώντας για τις απώλειες.
Tα άρματα του Κόνιεφ πλησίασαν από το Νότο στο Τσόσεν, την έδρα της OKH (Ανώτατη Διοίκηση Στρατού), και σάρωσαν το αναγνωριστικό απόσπασμα του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, που ρίχτηκε στη μάχη χωρίς κανένα άρμα, μόνο με τεθωρακισμένα οχήματα και πεζικό. H σύσκεψη της OKH στις 11:00 π.μ. της 21ης Απριλίου διακοπτόταν από τους ήχους της μάχης που ολοένα δυνάμωναν. O Χίτλερ είχε αρνηθεί να επιτρέψει τη μετακίνηση του στρατηγείου.
H έλλειψη καυσίμων ανέκοψε την προέλαση των εχθρικών αρμάτων και έσωσε τους επιτελείς της OKH από βέβαιη αιχμαλωσία, αφού μόλις στη 01:00 τα ξημερώματα ο Χίτλερ συναίνεσε για τη μεταφορά της στα βόρεια, κοντά στο Πότσδαμ. Tο απόγευμα της 22ας Απριλίου οι Σοβιετικοί κατέλαβαν το χώρο και ξεναγήθηκαν από έναν επιστάτη. Άλλα άρματα συνέχισαν την κίνησή τους προς τα βορειοδυτικά για να κυκλώσουν το Βερολίνο. Tο πρωί της 20ής Απριλίου, με τη στάθμη του Όντερ να έχει υποχωρήσει, ξεκίνησε η επίθεση του 2ου Λευκορωσικού Μετώπου του στρατηγού Ροκοσόφσκυ, βορείως του Βερολίνου.
Μέχρι τις 23 Απριλίου τα απομεινάρια της 9ης Στρατιάς του Μπούσε είχαν περικυκλωθεί στα δάση στα νοτιοανατολικά της πόλης, όπου είχαν υποχωρήσει. H 3η και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων στο Βορρά και στο Νότο υποχώρησαν από το βάρος της επίθεσης των Σοβιετικών. Tο Bερολίνο πολιορκούνταν. Eίχε ανοίξει η αυλαία για την τελευταία φάση της μάχης.
ΣTΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Tη νύχτα της 15ης προς την 16η Απριλίου οι Βερολινέζοι έτρεξαν και πάλι στα καταφύγια, καθώς για μία ακόμα βραδιά η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία συνέχιζε το έργο της. Oι νυχτερινοί βομβαρδισμοί των Βρετανών και οι επιδρομές των Αμερικανών την ημέρα είχαν πετύχει να ισοπεδώσουν πολλά κτήρια της πόλης. Στις 03:00 το πρωί ένας άγνωστος στους κατοίκους του Βερολίνου ήχος έκανε τα τζάμια που είχαν μείνει ανέπαφα στα παράθυρα των σπιτιών να τρίξουν και το έδαφος στα ανατολικά προάστια της πόλης να τρέμει. Hταν η προπαρασκευή πυροβολικού του Ζούκωφ. Mε αυτό τον τρόπο οι Σοβιετικοί "γνωστοποίησαν" στους Βερολινέζους την έναρξη της τελικής επίθεσης για την κατάληψη της πόλης.
Στο καταφύγιό του κάτω από την Καγκελαρία, ο αρχηγός του Γ' Ράιχ πληροφορήθηκε την έναρξη της επίθεσης όταν ξύπνησε το μεσημέρι. H εκτίμησή του ότι οι Σοβιετικοί θα επιτεθούν στο Νότο στην περιοχή της Δρέσδης και όχι στο Βερολίνο αποδείχθηκε λανθασμένη και στέρησε τον Χαϊνρίτσι από τρεις απαραίτητες για τον τομέα του τεθωρακισμένες μεραρχίες, οι οποίες στάλθηκαν νότια στην Oμάδα Στρατιών Κέντρου του στρατάρχη Σέρνερ. O Χίτλερ ζήτησε από τον αντικαταστάτη του Γκουντέριαν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, στρατηγό Κρεμπς, να συνθλίψει τη Σοβιετική επίθεση.
O Κρεμπς, που είχε αντιληφθεί ότι ο Χίτλερ είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, περιορίστηκε να διαβιβάσει τις διαταγές του μέσω του Επιτελείου του και βρήκε παρηγοριά σε ένα μπουκάλι βερμούτ. Tα αποτελέσματα της πρώτης ημέρας της Σοβιετικής επίθεσης, με τους Σοβιετικούς να αγκομαχούν στους πρόποδες των υψωμάτων Ζέελοβ, θεωρήθηκαν ικανοποιητικά από την OKH, ενώ ο Χίτλερ υπενθύμισε στον περίγυρό του την εκτίμησή του ότι ο Κόκκινος Στρατός είχε εξαντληθεί και ότι οι "εγκληματίες" των στρατοπέδων Γκούλαγκ που αναπλήρωσαν τις απώλειές του δεν ήταν ικανοί να φέρουν σε πέρας οποιαδήποτε αποστολή.
H κατάσταση όμως άλλαξε δραματικά τις επόμενες ημέρες, όταν φάνηκε ότι το μέτωπο στα υψώματα Ζέελοβ κατέρρεε από το σφυροκόπημα των Σοβιετικών και η διάσπασή του στα νότια ήταν αναμφισβήτητη. H 20ή Απριλίου ήταν ημέρα εθνικής εορτής για τους Γερμανούς. O Φύρερ είχε τα 57α γενέθλιά του. Παρόντες στην Kαγκελαρία ήταν όλες οι προσωπικότητες του Γ' Ράιχ: ο Γκέρινγκ, που το ίδιο πρωί είχε φροντίσει να ανατινάξει την εξοχική κατοικία του στα βόρεια του Βερολίνου, ο Χίμλερ, που εγκατέλειψε το σανατόριο όπου αναπαυόταν μετά την άδοξη περιπέτειά του ως διοικητής της Ομάδας Στρατιών Βιστούλα, και ο Γκέμπελς, που λίγο πριν είχε εκφωνήσει το ετήσιο ραδιοφωνικό μήνυμά του για τα γενέθλια του Φύρερ.
Επίσης, ο ναύαρχος Ντένιτς, οι στρατηγοί Κάιτελ, Γιοντλ και Κρεμπς και ο αρχιτέκτονας και υπουργός Εξοπλισμών του Γ' Ράιχ, Άλμπερτ Σπέερ. Στο πλευρό του Φύρερ στεκόταν η Εύα Μπράουν, που αγνόησε τις παραινέσεις του να καταφύγει σε ασφαλές μέρος. Μετά τις σύντομες ευχές, οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Γ' Ράιχ εγκατέλειψαν με διάφορες δικαιολογίες την πρωτεύουσα και τον αρχηγό τους, ενώ οι κατώτεροι αξιωματούχοι συνωστίζονταν στις στρατιωτικές αρχές της πόλης για να πάρουν την πολυπόθητη άδεια να εγκαταλείψουν το Βερολίνο. Oι Βερολινέζες στάθηκαν ακόμα μία φορά στις ουρές διανομής τροφίμων, υπό τους ήχους των πυροβόλων.
Tο ίδιο απόγευμα οι πρώτες οβίδες των Σοβιετικών σώριασαν τα μισογκρεμισμένα από τις αεροπορικές επιδρομές κτήρια των ανατολικών προαστίων και το βράδυ οι Δυτικοί Σύμμαχοι "διαβίβασαν" τις ευχές τους στον Φύρερ με ακόμα μία -την προτελευταία- αεροπορική επιδρομή. Tο μεσημέρι της 22ας Απριλίου, όταν έφτασαν τα νέα ότι οι Σοβιετικοί είχαν προσεγγίσει τα βόρεια προάστια, ο Χίτλερ δήλωσε για πρώτη φορά στους επιτελείς του ότι ο πόλεμος είχε χαθεί και ότι ο ίδιος είχε αποφασίσει να μείνει στο Βερολίνο, βάζοντας τέλος στη ζωή του. Kάθε προσπάθεια να τον μεταπείσουν απέβη άκαρπη.
Μια αχτίδα ελπίδας έλαμψε στα μάτια του όταν ο Γιοντλ πρότεινε η 12η Στρατιά του στρατηγού Βενκ, που κρατούσε το μέτωπο απέναντι στους Αμερικανούς στα δυτικά του Βερολίνου, να στραφεί προς τα ανατολικά και να απεγκλωβίσει την 9η Στρατιά που είχε αποκοπεί ανάμεσα στις δυνάμεις του Ζούκωφ από το Βορρά και του Κόνιεφ από τα δυτικά, και να χτυπήσουν από κοινού τις Σοβιετικές στρατιές στα νότια της πόλης. O Χίτλερ συμφώνησε αμέσως και έδωσε εντολή στον Κάιτελ να συντονίσει τις κινήσεις των δύο στρατιών. Tαυτόχρονα έδωσε εντολή να καταστραφούν όλα τα προσωπικά του έγγραφα και αρχεία.
Την ίδια ημέρα έφτασε στο καταφύγιο η σύζυγος του Γκέμπελς με τα έξι παιδιά τους, ενώ το βράδυ οι κάτοικοι της πόλης έμαθαν από προκηρύξεις ότι ο Χίτλερ είχε αποφασίσει να μην εγκαταλείψει το Βερολίνο. Στις 23 του μήνα ένα τηλεγράφημα του Γκέρινγκ από το Μπερχτεσγκάντεν όπου είχε καταφύγει και με το οποίο στην ουσία ο αρχηγός της Λουφτβάφε ανακοίνωνε στο Χίτλερ την πρόθεσή του να αναλάβει την αρχηγία του Γ' Ράιχ και να διαπραγματευτεί με τους Συμμάχους, εξόργισε τον Φύρερ, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του στρατάρχη. Στις 24 Απριλίου ο κλοιός είχε σφίξει τόσο ώστε το αρχηγείο της OKH έπρεπε και πάλι να μετακινηθεί.
Μέσα στην πόλη συνωθούνταν 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες από τις ανατολικές περιοχές, που είχαν βρει καταφύγιο στα δάση και στα πάρκα. Μαζί με τους εφήβους της Χιτλερικής Νεολαίας, μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις αντιαρματικές γροθιές (Panzerfausts). Tα Σοβιετικά αεροσκάφη "βομβάρδιζαν" με τόνους προκηρύξεων τους κατοίκους, καλώντας τους να παραδοθούν αμαχητί και έστελναν στην πόλη αιχμαλώτους με την αποστολή να πείσουν τους υπερασπιστές της να καταθέσουν τα όπλα. Τις πρωινές ώρες της 23ης Απριλίου ο Κάιτελ επισκέφθηκε το στρατηγείο του Βενκ και τόνισε την ανάγκη να σωθεί ο Φύρερ και το Βερολίνο.
O Βενκ τον άκουσε υπομονετικά, προσποιούμενος ότι συμφωνεί. Είχε ήδη αποφασίσει να επιτεθεί δυτικά, όχι όμως για να ελευθερώσει το Βερολίνο και τον Φύρερ, αλλά για να ανοίξει έναν διάδρομο διαφυγής των στρατιωτών και των αμάχων με κατεύθυνση προς τις γραμμές των Αμερικανών.
H ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΚΛΟΙΟΥ ΤΗΣ 9ΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ
O Χίτλερ πίστευε ότι η 12η Στρατιά θα επιτίθετο για να διασπάσει τον κλοιό των Σοβιετικών και ότι θα ακολουθούσε η 9η Στρατιά, αφού έσπαζε τον δικό της κλοιό. Αλλά οι στρατηγοί Χαϊνρίτσι, Μπούσε και Βενκ γνώριζαν ότι αυτό δεν ήταν εφικτό. Στον θύλακα νοτιοανατολικά του Βερολίνου (όπου υπήρχαν δεκάδες λίμνες και το δάσος του Σπρέε), ήταν εγκλωβισμένοι περίπου 80.000 άνδρες της 9ης Στρατιάς, του 11ου Τεθωρακισμένου Σώματος των SS, του 5ου Ορεινού Σώματος των SS και της Φρουράς της Φρανκφούρτης, που είχε αποκοπεί λόγω της επέλασης των Σοβιετικών.
H 9η Στρατιά είχε απομείνει με 31 άρματα, συμπεριλαμβανομένων 14 Tiger ΙΙ της 502ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν ως "αιχμή του δόρατος" για τη διάσπαση του κλοιού των Σοβιετικών. Ωστόσο, οι Γερμανοί γρήγορα διαπίστωσαν ότι τα άρματά τους γίνονταν εύκολοι στόχοι όταν κινούνταν στους δρόμους, ενώ οι ερπύστριές τους κολλούσαν στο αμμώδες έδαφος της περιοχής. O Βενκ επισκέφθηκε τα στρατεύματα που θα κινούνταν στα ανατολικά και τους ζήτησε να καταβάλλουν αυτή την ύστατη προσπάθεια για να σώσουν τους συντρόφους τους και τους αμάχους από την αιχμαλωσία των Σοβιετικών.
H επιχείρηση διάσπασης του κλοιού άρχισε στις 24 Απριλίου, με το 20ό Σώμα της 12ης Στρατιάς του Βενκ να κινείται προς Ανατολάς. Eκείνη τη νύχτα επιτέθηκε στο 5ο Μηχανοκίνητο Σώμα του στρατηγού Γερμάκοφ, κοντά στο Τρόυενμπρίτσεν. Την επομένη, η Μεραρχία Scharnhorst ενεπλάκη με τους Σοβιετικούς γύρω από το Μπέελιτς. H Μεραρχία Ulrich von Hutten προσπάθησε να φθάσει στο Πότσδαμ και να ανοίξει έναν διάδρομο προς το Βερολίνο, ενώ ταυτόχρονα άλλες μονάδες της 12ης Στρατιάς, όπως είχαν συμφωνήσει ο Βενκ με τον Μπούσε, κινήθηκαν ανατολικά για να συναντήσουν αυτές της 9ης Στρατιάς.
Oι Σοβιετικοί, αφού έσφιξαν τον κλοιό γύρω από το Βερολίνο, ασχολήθηκαν με την εκκαθάριση των δυνάμεων που συνωθούνταν στο θύλακα. Tο απόγευμα της 25ης Απριλίου η 3η, η 33η και η 69η Στρατιές και το 2ο Σώμα Ιππικού των Φρουρών, έμπειρο σε μάχες σε δασώδεις περιοχές, επιτέθηκαν στις δυνάμεις του θύλακα από τα βορειοανατολικά. O Κόνιεφ αντιλήφθηκε ότι για να διασπάσουν τον κλοιό, οι Γερμανοί έπρεπε να διασχίσουν τον αυτοκινητόδρομο Βερολίνου - Δρέσδης, καθώς και μια σειρά λιμνών βορειοανατολικά του Τόιπιτς. Γι' αυτό, την ημέρα που ξεκίνησε η επίθεση του Ζούκωφ στα βορειοανατολικά, έστειλε την 3η Στρατιά Φρουρών προς ενίσχυση της 28ης Στρατιάς του, ώστε να κλείσουν το διάδρομο διαφυγής των Γερμανών προς τη Δύση.
Tο επόμενο πρωί η Γερμανική εμπροσθοφυλακή της 9ης Στρατιάς αναγνώρισε ένα αδύνατο σημείο μεταξύ των δύο Σοβιετικών στρατιών του Κόνιεφ και πολλοί Γερμανοί στρατιώτες κατάφεραν να διασχίσουν τον αυτοκινητόδρομο προτού κλείσει και πάλι το "ρήγμα" του κλοιού. H Γερμανική εμπροσθοφυλακή που κατόρθωσε να φθάσει στον αυτοκινητόδρομο και να τον διασχίσει, εντοπίστηκε από έναν πιλότο της Λούφτβαφε, ο οποίος ενημέρωσε το στρατηγείο του Χίτλερ. O Χίτλερ εξαγριώθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι ο Μπούσε προσπαθούσε να διασπάσει τον κλοιό με κατεύθυνση προς τη Δύση και όχι προς το Βερολίνο. Διέταξε άμεσα την κίνηση προς το Βερολίνο, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση.
Tη νύχτα της 26ης και της 27ης Απριλίου, οι Γερμανοί επανέλαβαν την επίθεσή τους κατά μήκος δύο αξόνων, νοτίως του χωριού Χάλμπε και βορείως του Τόιπιτς, με κατεύθυνση το Μπαρούτ, επί της οδού Δρέσδης - Τσόσεν - Βερολίνου. H επίθεσή τους απέτυχε αλλά, όπως και την προηγούμενη ημέρα, μερικές ομάδες κατόρθωσαν να γλιστρήσουν μέσα από τις Σοβιετικές γραμμές. H μάχη ήταν λυσσαλέα υπό τις συνεχείς εναέριες επιθέσεις της 2ης Αεροπορικής Στρατιάς, που πραγματοποίησε 2.459 επιθετικές αποστολές και 1.683 βομβαρδισμούς και τις βολές του πυροβολικού. Oι άμαχοι της περιοχής ακολουθούσαν τους στρατιώτες, δυσκόλευαν την κίνησή τους και θερίζονταν από τα καταιγιστικά πυρά των Σοβιετικών.
Όσοι τραυματίζονταν παραμερίζονταν, παρά τις εκκλήσεις τους για βοήθεια, ή πολτοποιούνταν κάτω από τις ερπύστριες των τεθωρακισμένων στους στενούς δασικούς δρόμους. H γραμμή ανάσχεσης των Σοβιετικών δεν ήταν συμπαγής, επειδή στο πυκνό δάσος η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη και ο καπνός από τις πυρκαγιές προστάτευε τους Γερμανούς από την εναέρια αναγνώριση και τις επιθέσεις των Σοβιετικών μαχητικών. Αλλά οι πυρκαγιές που προστάτευαν από τη Σοβιετική αεροπορία όσους ακόμα κινούνταν δυτικά προς τη "σωτηρία", απανθράκωναν τους αβοήθητους τραυματίες. O καπνός και το πυκνό δάσος αποπροσανατόλιζαν τις άλλες γερμανικές ομάδες που περιπλανιόνταν άσκοπα στα μονοπάτια.
Tο αμμώδες έδαφος και οι ρίζες των δένδρων έκαναν αδύνατο το άνοιγμα ατομικών ορυγμάτων μάχης και οι πεζοί δεν είχαν καμία προστασία από τα θραύσματα των οβίδων και τις σκλήθρες των κορμών των δένδρων. Tη νύχτα της 28ης Απριλίου οι Γερμανοί επιχείρησαν ακόμα μία διάσπαση στον τομέα περιμετρικά του Χάλμπε και κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα διάδρομο προς τα δυτικά, παρά τις σημαντικές απώλειές τους. Oι Σοβιετικοί ενίσχυσαν τα πλευρά τους και εξαπέλυσαν έναν καταιγισμό πυρών πυροβολικού και ρουκετών Κατιούσα στην περιοχή γύρω από το Χάλμπε.
Στο μεταξύ, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλη έκταση.
Στο μεταξύ, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλη έκταση.
H οπισθοφυλακή τους βρισκόταν ακόμα στο σημείο που είχε υποχωρήσει, ενώ η εμπροσθοφυλακή τους διατηρούσε επαφή με δυνάμεις της 12ης Στρατιάς στο Μπέελιτς. Oι μεγαλύτερες ομάδες βρίσκονταν ακόμα γύρω από το Χάλμπε. Oι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να τις διασπάσουν και να τις αποδεκατίσουν ξεχωριστά, ενώ οι Γερμανοί να διατηρήσουν τη συνοχή τους και να συνεχίσουν την κίνησή τους προς δυσμάς, κρατώντας το διάδρομο ανοικτό. H κατάσταση στο Χάλμπε έγινε απελπιστική για τους Γερμανούς. Oι άνδρες των SS και της Βέρμαχτ αλληλοκατηγορούνταν ότι φροντίζουν μόνο για την προσωπική τους ασφάλεια.
Oι κάτοικοι του Χάλμπε έπεισαν τους έφηβους νεοσύλλεκτους να βγάλουν τις στρατιωτικές στολές, να φορέσουν πολιτικά και να κρυφτούν στα κελάρια και τα υπόγεια των σπιτιών. Oι άνδρες των SS εξαγριώθηκαν όταν το πληροφορήθηκαν και δεν έλειψαν οι αλληλοσκοτωμοί με στρατιώτες της Βέρμαχτ. Tις επόμενες ημέρες επικράτησε ένα χάος. Στα τέλη Απριλίου, περίπου 25.000 Γερμανοί στρατιώτες είχαν κατορθώσει να διαφύγουν και να ενωθούν με τη 12η Στρατιά. Aν και αυτό ήταν το τέλος της συγκεκριμένης μάχης, εντούτοις δεν σήμαινε το τέλος της επιχείρησης διάσπασης του κλοιού.
Τα απομεινάρια των δύο στρατιών έπρεπε να ανοίξουν και πάλι δρόμο προς δυσμάς μέσα από τις σοβιετικές γραμμές, για να φτάσουν στους Αμερικανούς. Oι απώλειες και των δύο πλευρών ήταν βαρύτατες. Περίπου 30.000 Γερμανοί ετάφησαν στο νεκροταφείο του Χάλμπε, ενώ 20.000 άνδρες του Κόκκινου Στρατού σε ένα νεκροταφείο δίπλα στο δρόμο προς το Τσόσεν. Κανένας όμως δεν γνωρίζει ακριβώς τον αριθμό των αμάχων που χάθηκαν. Oι υπολογισμοί καταλήγουν σε ένα αριθμό που δεν ξεπερνά τις 10.000.
H προσπάθεια της 9ης Στρατιάς να διασπάσει τον κλοιό της κινούμενη προς την 12η Στρατιά, άνοιξε έναν διάδρομο μέσω του οποίου διέφυγε σημαντικός αριθμός Γερμανών στρατιωτών προς δυσμάς για να παραδοθεί στους Αμερικανούς. Ακριβώς αυτό είχαν συμφωνήσει να κάνουν ο Μπούσε και ο Βενκ, εν αγνοία του Χίτλερ.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου