ΤΟ ΒΑΓΚΝΕΡΙΚΟ ΦΙΝΑΛΕ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ
ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΟΥ ΦΥΡΕΡ
Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο καταφύγια που συνδέονταν μεταξύ τους, το πιο παλιό ήταν το Φορμπούνκερ (Vorbunker), κατασκευασμένο το 1936 και το νεότερο, το Φυρερμπούνκερ (Fuhrerbunker), που κατασκευάστηκε το 1943. Και τα δύο επικοινωνούσαν με τα κυρίως κτήρια της παλιάς και νέας Καγκελαρίας και είχαν και από μία έξοδο κινδύνου στους κήπους του συγκροτήματος κτηρίων. Tο Φυρερμπούνκερ, σε απόσταση 120 μέτρων βόρεια από το νέο κτήριο της Καγκελαρίας, βρισκόταν 17 μέτρα κάτω από τον κήπο της Καγκελαρίας και το Φορμπούνκερ κάτω από τη μεγάλη τραπεζαρία της παλαιάς Καγκελαρίας, που είχε πρόσοψη στην οδό Βιλχελμστράσσε. Tο Φυρερμπούνκερ ήταν κατασκευασμένο πιο βαθιά από το Φορμπούνκερ και προστατεύονταν περιμετρικά και από πάνω από περίπου 3 μέτρα σκυροδέματος, ενώ και τα δύο καταφύγια συνδέονταν με έναν διάδρομο και μια σειρά από σκαλοπάτια...
Tο Φυρερμπούνκερ υπήρχε αίθουσα παραγωγής ηλεκτρισμού, σύστημα εξαερισμού, τηλεφωνικό κέντρο και τουαλέτες. Φιλοξενούσε ακόμα μία αίθουσα συσκέψεων, ένα χειρουργείο, το γραφείο και το υπνοδωμάτιο του προσωπικού γιατρού του Χίτλερ, που μετά την αποχώρησή του τις τελευταίες μέρες του Απριλίου 1945, φιλοξένησε τον Γκέμπελς. Στη μία πλευρά του Φυρερμπούνκερ βρισκόταν το γραφείο του Χίτλερ, όπου δέσποζε ένα πορτρέτο του Φρειδερίκου του Μεγάλου και οι προσωπικοί χώροι του Χίτλερ αποτελούνταν από ένα γραφείο, ένα υπνοδωμάτιο και ένα μπάνιο που επικοινωνούσαν με το υπνοδωμάτιο που παραχωρήθηκε στην Εύα Μπράουν.
Στη μία άκρη βρισκόταν η χαλύβδινη πόρτα προς το διάδρομο με τον οποίο επικοινωνούσε με το Φορμπούνκερ και στην άλλη η έξοδος κινδύνου προς τον κήπο της Καγκελαρίας. Oι χώροι του Φορμπούνκερ εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται και μετά την κατασκευή του Φυρερμπούνκερ και φιλοξενούσαν το διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, μία αποθήκη τροφίμων και μία μεγάλη κάβα με κρασιά και σαμπάνιες, μία γεννήτρια, μία κουζίνα για τους ενοίκους του καταφύγιου και μία ξεχωριστή κουζίνα, όπου παρασκευάζονταν τα χορτοφαγικά γεύματα του Χίτλερ.
Το καταφύγιο ήταν χτισμένο βορειοανατολικά της Καγκελαρίας (Reichskanzlei) και σε βάθος πέντε μέτρων κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Κάτω από ένα μέτρο χώμα και τέσσερα μέτρα συμπαγούς σκυροδέματος, βρίσκονταν προστατευμένοι τριάντα χώροι, κατανεμημένοι σε δύο υπόγεια πατώματα, με εξόδους στα γύρω κυρίως κτίρια και με μια έξοδο κινδύνου στον κήπο. Η σχεδίαση του καταφυγίου αποδίδεται στον Άλμπερτ Σπέερ. Η κατασκευή του οχυρού αυτού καταφυγίου πραγματοποιήθηκε σε δύο οικοδομικές φάσεις, που ολοκληρώθηκαν το 1936 και το 1943. Το δεύτερο τμήμα ήταν προορισμένο προσωπικά για τον Χίτλερ, στο οποίο και «μετακόμισε» το 1945.
Η οικοδομή του δευτέρου τμήματος είναι ιδιαίτερα θωρακισμένη, σύμφωνα με τις οδηγίες του ίδιου του Χίτλερ. Για να προστατευθεί το οχυρό από τις βόμβες, ακόμα και στα πλαϊνά του, η οροφή, καθώς και οι πλευρικοί εξωτερικοί τοίχοι, είναι διπλού πάχους σε σύγκριση με το οικοδόμημα της πρώτης φάσης, και το οποίο θεωρείται ως απλή «πρόσβαση» στο δεύτερο, στο κυρίως καταφύγιο. Το καταφύγιο περιβρέχεται από τα υπόγεια φυσικά νερά της περιοχής, και γι' αυτό αντλίες ήταν σε συνεχή χρήση, επειδή το νερό έμπαινε από τις χαραμάδες. Το καταφύγιο είχε την δική του ηλεκτροδότηση χάρη σε γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος.
Η γεννήτρια χρησιμοποιούσε πετρέλαιο για τη λειτουργία της και, γιαυτό, ο θόρυβος μέσα στους χώρους του καταφυγίου ήταν μεγάλος. Ο αέρας ανανεωνόταν και περνούσε από ειδικά φίλτρα για να μην υπάρχει φόβος από δηλητηριώδη αέρια. Η εσωτερική διακόσμηση ήταν λιτή. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί. Οι εξώπορτες και οι πόρτες ανάμεσα στα τμήματα του καταφυγίου έκλειναν αεροστεγώς. Στις εισόδους ήταν τοποθετημένη φρουρά από άνδρες των SS. Οι επισκέπτες δεν επιτρεπόταν να φέρουν κανενός είδους όπλο. Τα μόνα άτομα που οπλοφορούσαν στο εσωτερικό του καταφυγίου ήταν ο ασυρματιστής τηλεφωνητής Ρόχους Μις (Rochus Misch) και, πιθανόν, ο ίδιος ο Χίτλερ.
Ο Χίτλερ εγκαταστάθηκε στο καταφύγιο στις 16 Ιανουαρίου του 1945 λόγω των συνεχών εναέριων βομβαρδισμών από τις συμμαχικές δυνάμεις. Μαζί του πήρε την προσωπική του ακολουθία, τους αξιωματικούς του και μερικούς ακόμα. Η Εύα Μπράουν τον ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 1945 εγκαταλείποντας οριστικά την Βαυαρία και χρησιμοποίησε δύο δωμάτια δίπλα στο δωμάτιο του Χίτλερ. Τον Απρίλιο του 1945 τον ακολούθησε ο Γκαίμπελς και η γυναίκα του Μάγδα μαζί με τα παιδιά τους. Στο καταφύγιο τελέσθηκε ο γάμος του Χίτλερ με την Εύα Μπράουν και εκεί αυτοκτόνησαν και οι δύο.
Μετά τον πόλεμο, μέσα στο 1945, η Καγκελαρία ισοπεδώθηκε από τους Σοβιετικούς, αλλά το καταφύγιο παρέμεινε σχεδόν ανέπαφο, αν και μερικοί από τους χώρους του πλημμύρισαν. Tο 1947 οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να το ανατινάξουν, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να προκαλέσουν κάποιες ζημίες στους εξωτερικούς τοίχους του. Tο 1959 η Ανατολικογερμανική κυβέρνηση προσπάθησε επίσης να ανατινάξει το καταφύγιο, χωρίς όμως να πετύχει και αυτή πολλά πράγματα. H κατασκευάστρια εταιρεία Χόχτιφ, που μας είναι γνωστή ως ανάδοχος του αεροδρομίου "Ελευθέριος Βενιζέλος", φαίνεται ότι είχε κάνει καλά τη δουλειά της.
Μεταπολεμικά, η περιοχή όπου είχε κατασκευαστεί το καταφύγιο, που βρισκόταν κοντά στο Τείχος του Βερολίνου, ήταν σαφώς παραμελημένη μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών και έτσι το καταφύγιο παρέμεινε στην κατάσταση που βρισκόταν μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες Σοβιετικών και Ανατολικογερμανών να το ανατινάξουν και να το καταστρέψουν ολοσχερώς. Kατά τη διάρκεια ανοικοδόμησης κτηρίων στην περιοχή το 1988 - 1989 αποκαλύφθηκαν μερικά τμήματά του και καταστράφηκαν κατά τη θεμελίωση. Άλλα τμήματα των υπόγειων κατασκευών της Καγκελαρίας αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών τη δεκαετία του '90, αλλά γρήγορα μπαζώθηκαν.
Από το 1945 και μέχρι σήμερα μόνιμη ανησυχία των αρχών ήταν η πιθανότητα ο χώρος του καταφυγίου να γίνει τόπος προσκυνήματος των νεοναζί και καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια να εξαφανιστεί κάθε ίχνος στο έδαφος, που θα μπορούσε να αποκαλύψει το σημείο που ήταν κατασκευασμένο. Mία σκέψη να γίνει μουσείο απορρίφθηκε χωρίς πολλή συζήτηση και το 2005 πάνω από το καταφύγιο λειτουργούσε ένα Κινέζικο εστιατόριο και ένα μικρό εμπορικό κέντρο, ενώ το σημείο της εξόδου κινδύνου του στους κήπους της Καγκελαρίας χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ HMEPEΣ
Ενάμιση εκατομμύριο Σοβιετικοί στρατιώτες ήταν έτοιμοι να κινηθούν προς το κέντρο του Βερολίνου και την Καγκελαρία. Oι υπερασπιστές της πόλης δεν ξεπερνούσαν τις 45.000 και διέθεταν περίπου 60 άρματα. Oι δυνάμεις των Γερμανών που θα αγωνίζονταν μέσα στην πόλη αποτελούνταν από την αποδεκατισμένη 9η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών, τα υπολείμματα της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων Muncheberg, την 20ή Μεραρχία Γρεναδιέρων (ο διοικητής της οποίας αυτοκτόνησε μόλις αυτή υποχώρησε στο Βερολίνο), την 18η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Γρεναδιέρων, τη Μεραρχία ξένων εθελοντών των SS "Nordland", τη μισή δύναμη της 503ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS και άλλες διάσπαρτες μονάδες και ομάδες.
Πολύ σύντομα, η αναφορά σε συγκροτημένες μονάδες έχασε το νόημά της. H μάχη θα διεξαγόταν από αποκομμένες ομάδες της Βέρμαχτ και των SS, των υπερηλίκων της Πολιτοφυλακής (Volkssturm) και των εφήβων της Χιτλερικής Νεολαίας. Tα Τεθωρακισμένα Σώματα του Κόνιεφ αναπτύχθηκαν κατά μήκος της νότιας πλευράς του καναλιού Τέλτοβ και πίσω τους αναπτύχθηκε το πυροβολικό με 650 πυροβόλα ανά χιλιόμετρο. H προπαρασκευή πυροβολικού ξεκίνησε το πρωί της 24ης Απριλίου, με την ταυτόχρονη συμμετοχή της σοβιετικής αεροπορίας. Tα συνδυασμένα πυρά τους διέλυσαν τα κτήρια στην ανατολική όχθη του καναλιού.
Αμέσως το πεζικό διέσχισε το κανάλι με λέμβους και λίγο μετά το μεσημέρι, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή των πλωτών γεφυρών, άρχισε η διέλευση των τεθωρακισμένων σχηματισμών. Στις 25 Απριλίου ο Μαντώυφελ ανέφερε διάσπαση των γραμμών του από το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο νοτίως του Στετίνο. O Χαϊνρίτσι, χωρίς να ενημερώσει τον Χίτλερ, τον Κάιτελ ή τον Γιοντλ, επέτρεψε στον Μαντώυφελ να υποχωρήσει στην περιοχή του Μέκλεμπουργκ προς τους Δυτικούς Συμμάχους.
Όταν οι "νεκροθάφτες" του Γερμανικού στρατού (όπως αποκαλούσαν τους Κάιτελ και Γιοντλ οι αξιωματικοί που μάχονταν επί σειρά ετών στην πρώτη γραμμή) το πληροφορήθηκαν αυτό, διέταξαν τον Χαϊνρίτσι να παρουσιαστεί στο Στρατηγείο του Χίτλερ, κατηγορώντας τον για δειλία και ανυπακοή. O Χαϊνρίτσι πείστηκε από τους αξιωματικούς του επιτελείου του να μην υπακούσει στη διαταγή, σώζοντας τη ζωή του. Την ίδια ημέρα οι Σοβιετικές δυνάμεις του Κόνιεφ συναντήθηκαν στο Τόργκαου με τους Αμερικανούς της 69ης Μεραρχίας Πεζικού επί του ποταμού Έλβα.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Χίτλερ προς τους διοικητές των μονάδων που υπερασπίζονταν το Βερολίνο ότι οι μεραρχίες των Βενκ, Μπούσε και Σέρνερ σπεύδουν προς την πολιορκούμενη πόλη, όλοι όσοι βρίσκονταν έξω από αυτήν το μόνο που σκέφτονταν ήταν η σωτήρια - αιχμαλωσία τους από τους Αμερικανούς. Oι δυνάμεις του Κόνιεφ εκκαθάρισαν την περιοχή νότια από το κανάλι Τέλτοβ και σύντομα στράφηκαν εναντίον της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων Muncheberg στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, καταστρέφοντας όσα αεροσκάφη παρέμεναν καθηλωμένα λόγω έλλειψης καυσίμων.
Oι ρουκέτες Κατιούσα και το πυροβολικό ισοπέδωσαν τα διοικητικά κτήρια και την 26η Απριλίου τα άρματα κινήθηκαν στους διαδρόμους του αεροδρομίου χωρίς αντίσταση. Oι Γάλλοι εθελοντές των SS, μαζί με εφήβους της Χιτλερικής Νεολαίας, κατόρθωσαν να ανακόψουν την περαιτέρω προώθηση των Σοβιετικών αρμάτων, καταστρέφοντάς τα με αντιαρματικές γροθιές. H μάχη διεξαγόταν πια στους αδιάβατους από τα ερείπια και τις πυρκαγιές δρόμους του Βερολίνου, στα διαμερίσματα και στα υπόγεια όπου οι άμαχοι έβρισκαν καταφύγιο εδώ και πολύ καιρό.
Tα Σοβιετικά μαχητικά πετούσαν ανενόχλητα, αλλά ο καπνός δυσχέραινε την αναγνώριση των θέσεων των μαχητών. Tα βήματα των Σοβιετικών έγιναν πιο διστακτικά. Kανένας δεν ήθελε να χάσει τη ζωή του ενώ η θριαμβευτική νίκη ήταν τόσο κοντά. Tο πεζικό, όπου συναντούσε αντίσταση, παραχωρούσε την πρωτοβουλία στα άρματα ή στο πυροβολικό που ισοπέδωναν τα κτήρια με τα πυρά τους. Tο πυροβολικό συνέχιζε τις βολές του στην πόλη και οι άμαχοι που ξεπρόβαλλαν από τα υπόγεια σε αναζήτηση τροφής ή πόσιμου νερού συχνά έβρισκαν τραγικό θάνατο διαμελιζόμενοι από τις εκρήξεις.
Μέσα στην πόλη, η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στις δυνάμεις του Ζούκωφ και σε αυτές του Κόνιεφ είχε ως αποτέλεσμα άνδρες των δυνάμεων του Κόνιεφ να χάσουν τη ζωή τους από πυρά του πυροβολικού του Ζούκωφ και οι Σοβιετικοί πιλότοι να βομβαρδίζουν τους συμπατριώτες τους. H αμυντική περίμετρος είχε συρρικνωθεί σε μία περιοχή μήκους 15 χιλιομέτρων και πλάτους 5 χιλιομέτρων. Την υπερασπίζονταν σκόρπιες ομάδες ανδρών υπό τα καταιγιστικά πυρά του Σοβιετικού πυροβολικού. Την 28η Απριλίου οι δυνάμεις του Κόνιεφ διατάχθηκαν να τερματίσουν την επίθεσή τους στο κέντρο του Βερολίνου και στην Καγκελαρία.
H αποστολή αυτή ανατέθηκε στις δυνάμεις του Ζούκωφ που επιτίθεντο από τα βόρεια και τα ανατολικά. Oι μονάδες της 3ης και η 5ης Στρατιάς Κρούσης, που είχαν ξεκινήσει αυτή τη μάχη από τις όχθες του Όντερ, πλησίαζαν στη "φωλιά του Ναζιστικού κτήνους", όπως χαρακτήριζε η Σοβιετική προπαγάνδα το Γερμανικό Κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) και την Καγκελαρία. Oι ομάδες εφόδου έφεραν μαζί τους τις κόκκινες σημαίες με το σφυροδρέπανο για να τις υψώσουν στο Ράιχσταγκ, όπως είχε διατάξει ο ίδιος ο Στάλιν, ο οποίος θεωρούσε ότι η κατάληψη του Κοινοβουλίου θα σήμαινε και την κατάληψη της πόλης.
O καπνός από τις πυρκαγιές και η σκόνη από τα κτήρια που σωριάζονταν σε ερείπια είχε περιορίσει την ορατότητα. Tο δίκτυο υδροδότησης είχε καταστραφεί και οι μαχητές έσβηναν τη δίψα τους πίνοντας νερό από τα κανάλια. Oι λευκές σημαίες που άρχισαν να ξεπροβάλλουν, εξαγρίωσαν τους άνδρες των SS και των μαχητών της Χιτλερικής Νεολαίας, που εισέβαλαν στα κτήρια και εκτελούσαν τους ενοίκους. Την υπεράσπιση του κέντρου της πρωτεύουσας είχαν αναλάβει υπολείμματα μονάδων του Γερμανικού στρατού και των SS και κατά κύριο λόγο ξένα σώματα εθελοντών SS (Δανοί, Νορβηγοί, Σουηδοί, Βέλγοι και Γάλλοι) που κατάφεραν να σταθεροποιήσουν για λίγο τις γραμμές άμυνας.
Τμήματα της Χιτλερικής Νεολαίας κρατούσαν γέφυρες στον ποταμό Χάβελ στα δυτικά, εν αναμονή των δυνάμεων της 12ης Στρατιάς του Βενκ. Στις 28 Απριλίου οι Σοβιετικοί μάχονταν στην περιοχή του Τίεργκαρτεν και πλησίαζαν το καταφύγιο του Χίτλερ. O σπουδαίος ζωολογικός κήπος είχε καταστραφεί ολοσχερώς και όσα από τα ζώα δεν κομματιάστηκαν από τις βολές του πυροβολικού, περιφέρονταν στους δρόμους της πόλης. O αντιαεροπορικός πύργος του ζωολογικού κήπου συνέχισε να προβάλει αντίσταση και τα πυροβόλα του να βάλουν κατά των Σοβιετικών προς κάθε κατεύθυνση.
Στα βόρεια, οι Σοβιετικοί είχαν φτάσει στη γέφυρα Μόλτκε επί του ποταμού Σπρέε, το μοναδικό φυσικό εμπόδιο ανάμεσα σε αυτούς και στο Ράιχσταγκ, στην Καγκελαρία και στον Χίτλερ. Oι Γερμανοί υπερασπιστές πυροδότησαν τα εκρηκτικά που είχαν τοποθετήσει στη γέφυρα, αλλά όταν κατακάθισε η σκόνη, διαπίστωσαν ότι παρά τις σοβαρές ζημιές, η γέφυρα δεν είχε γκρεμιστεί και ήταν δυνατή η διέλευση πεζοπόρων τμημάτων. Tο πυροβόλα των Σοβιετικών που προωθήθηκαν μέχρι τις όχθες του ποταμού άνοιξαν πυρ λίγο πριν πέσει η νύχτα, διέλυσαν τις θέσεις άμυνας στην απέναντι όχθη και έδωσαν την ευκαιρία στο πεζικό να περάσει απέναντι και να δημιουργήσει σταθερά προγεφυρώματα που ενισχύθηκαν στη διάρκεια της νύκτας.
H επίθεσή τους με αυτόματα και χειροβομβίδες αποκρούστηκε από τη σθεναρή αντίσταση των, οχυρωμένων στο κτήριο του Υπουργείου Εσωτερικών και στο αρχηγείο της Γκεστάπο, υπερασπιστών της πόλης και τους ανάγκασε να χρησιμοποιήσουν τα βαριά οβιδοβόλα τους για να ανοίξουν ρήγματα στους τσιμεντένιους τοίχους των κτηρίων για να διασπάσουν την αμυντική γραμμή. Oι αμυνόμενοι, προτού υποχρεωθούν να υποχωρήσουν στα ερείπια γύρω από το Ράιχσταγκ, προξένησαν σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους.
Ακολούθησαν σκληρές μάχες στην περιοχή της Κένινγκσπλατς, που ήταν κατάσπαρτη από κρατήρες βλημάτων, διαλυμένες σιδηροτροχιές από τις γραμμές του τραμ, κατεστραμμένα οχήματα και άρματα. Oι υπερασπιστές του Βερολίνου είχαν ανοίξει ορύγματα και απωθούσαν το Σοβιετικό πεζικό με πολυβόλα και χειροβομβίδες.
Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
Όταν ο Κρεμπς επέστρεψε από τον Τσούικωφ με την απάντηση ότι μόνο η παράδοση άνευ όρων ήταν αποδεκτή και με τους Σοβιετικούς να πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής την Καγκελαρία, οι εναπομείναντες ένοικοι του καταφυγίου αντιλήφθηκαν ότι είχε φτάσει η ώρα των αποφάσεων. O Γκέμπελς είχε πάρει έγκαιρα την απόφασή του, αυτός και η οικογένεια να ακολουθήσουν τη μοίρα του Χίτλερ. Oι στρατηγοί Κρεμπς και Μπούργκντορφ, όπως και ο λοχαγός Σέντλε, είχαν αποφασίσει και αυτοί να θέσουν τέρμα στη ζωή τους.
Oι υπόλοιποι ένοικοι, μεταξύ αυτών και οι αρχιερείς του δόγματος, "Όποιος δεν είναι αρκετά γενναίος να πολεμήσει, πρέπει να πεθάνει", αυτοί που υπεράσπιζαν την αντίσταση μέχρι τέλους, αυτοί που εξέδωσαν τις διαταγές με τις οποίες χιλιάδες στρατιώτες και άμαχοι είχαν εκτελεστεί ή απαγχονιστεί από τη Στρατιωτική Αστυνομία, την Γκεστάπο και τα SS, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Βερολίνο και το βέβαιο θάνατο με ένα όπλο στα χέρια και να προσπαθήσουν να διαφύγουν προς τη Δύση. Στο στρατηγό Βάιντλινγκ δόθηκε η διαταγή να μην παραδώσει τη φρουρά πριν από το ξημέρωμα της Τετάρτης 2 Μαΐου, εξασφαλίζοντάς τους τη νύχτα της 1ης Μαΐου για την απόδρασή τους.
O Μόνκε, αρχηγός της φρουράς του καταφυγίου, σχεδίασε τις λεπτομέρειες της απόδρασης, διέταξε το πλήρωμα του τελευταίου Kingtiger να τεθεί στη διάθεσή τους και η φυγή προς τη σωτηρία άρχισε στις 11:00 την νύχτα της 1ης Μαΐου 1945. H πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Μόνκε, με 20 άτομα και τις γραμματείς του Χίτλερ, κινούμενοι πότε στην επιφάνεια και πότε στις σήραγγες του υπόγειου σιδηροδρόμου, κατάφεραν να διασχίσουν τον ποταμό Σπρέε από μία μεταλλική γέφυρα πεζών.
Oι υπόλοιποι, κινούμενοι μέσα στα φλεγόμενα χαλάσματα και στα πυρά των Σοβιετικών, αποπροσανατολίστηκαν, οι ομάδες διαλύθηκαν, μερικοί κατάφεραν να βρεθούν στη βόρεια όχθη του Σπρέε, ενώ οι άλλοι είτε σκοτώθηκαν από τις εκρήξεις των οβίδων των αρμάτων και των πυροβόλων είτε αιχμαλωτίστηκαν από τους Σοβιετικούς. O Μπόρμαν, ντυμένος με πολιτικά και με τη σκέψη να φτάσει στον Ντένιτς και να εξασφαλίσει μια θέση στην κυβέρνηση του Ράιχ, ο γιατρός των SS, Στούμπφεγγερ, που προμήθευσε το δηλητήριο στους Χίτλερ και Γκέμπελς και πιστοποίησε το θάνατό τους, και ο αρχηγός της Χιτλερικής Νεολαίας, Άξμαν, προσπάθησαν να διαφύγουν μαζί.
Μέσα στη σύγχυση όμως χώρισαν οι δρόμοι τους και ο μόνος που επέζησε ήταν ο Άξμαν, που κατέθεσε ότι είχε δει τους άλλους δύο να κείτονται νεκροί. H μαρτυρία του, ειδικά για το θάνατο του Μπόρμαν, δεν έγινε πιστευτή και ο τελευταίος καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Tο μυστήριο που καλύπτει την τύχη του Μπόρμαν έδωσε πολλές αφορμές για μυθιστορηματικές αφηγήσεις μετά το τέλος του πολέμου.
O Άξμαν, που έστειλε το άνθος της Γερμανικής νεολαίας να χαθεί κάτω από τις ερπύστριες των Σοβιετικών αρμάτων, έφθασε στις Βαυαρικές Άλπεις, όπου παρέμεινε επί έξι μήνες κρυμμένος σε ένα καταφύγιο που είχε προετοιμάσει από πριν μαζί με άλλους αξιωματούχους της Χιτλερικής Νεολαίας, μέχρι τελικά να συλληφθεί από τους Αμερικανούς.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΤΟ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ MUSSOLINI
Οι 25 μεραρχίες που η Wehrmacht διατηρούσε στην Ιταλία, δεν ήταν πια παρά μια βιτρίνα. Ακόμη πιο πολύ κι από τα στρατεύματα που μάχονταν στη Γερμανία, οι μεραρχίες στην Ιταλία δεν διαθέτουν πολεμοφόδια και καύσιμα. Δεν έχουν ηθικό. Στην κορυφή της πυραμίδας, ο αρχιστράτηγος φον Βίτινγχοφ, εν όψει της αιχμαλωσίας της στρατιάς του συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που γίνονταν στην Ελβετία με την πρωτοβουλία του στρατηγού των SS Βέρνερ Βόλφ. Στη βάση ο στρατιώτης δεν έβλεπε να έχει κανένα νόημα η συνέχιση του πολέμου σε ξένο έδαφος, την ώρα που η δική του πατρίδα είχε υποστεί εισβολή.
Οι προσπάθειες του στρατάρχου Graziani να δημιουργήσει μια δημοκρατική φασιστική στρατιά κατέληξαν στον σχηματισμό 6 μεραρχιών, αλλά αυτές είχαν ελλείψεις ακόμη μεγαλύτερες κι από τις Γερμανικές μεραρχίες. Εξ άλλου ένας μικρός αριθμός από ταξιαρχίες Μελανοχιτώνων συναγωνίζονταν σε ακρότητες και δολοφονίες τις ομάδες των παρτιζάνων. Με το κτύπημα των Αγγλοαμερικανών από τις 8 ως τις 14 Απριλίου η βιτρίνα καταρρέει. Η Μπολόνια καταλαμβάνεται στις 21 Απριλίου. Η Μοδένα και η Φερράρα πέφτουν την επομένη. Η συμμαχική διοίκηση είχε προβλέψει μια στάθμευση στον Πο.
Μπροστά στην αδυναμία του εχθρού δίνεται η διαταγή να συνεχισθεί η επίθεση χωρίς ανάπαυλα. Το 4ο Αμερικανικό σώμα περνά τον Πο στις 23, κοντά στην Γκουαστάλλα. Οι Γερμανοί δεν ονειρεύονται παρά να ξαναβρεθούν στη Γερμανία. Στους δρόμους που οδηγούν στο Μπρέννερ τα καταδιωκτικά - βομβαρδιστικά των Συμμάχων εισπράττουν διόδια σε νεκρούς. Ο Μουσολίνι πέρασε μαύρο χειμώνα. Για μια μόνο μέρα, στις 16 Δεκεμβρίου, στη Σκάλα του Μιλάνου ξανάγινε ο δημαγωγός μαζών χαιρετίζοντας μπροστά σε 5.000 ενθουσιώδεις ακροατές την ανακήρυξη της Ιταλικής κοινωνικής δημοκρατίας και ξαναβρίσκοντας τις επαναστατικές εκφράσεις που είχε στην νεότητά του.
Αλλά η ψευδαίσθηση ξανάπεσε σαν ένα πυροτέχνημα που κάηκε. Στη βίλα του στη λίμνη της Γκάρντε ο Ντούτσε είναι στην πραγματικότητα αιχμάλωτος των Γερμανών. Τους μισεί, ξέρει πως έχουν χάσει τον πόλεμο, αλλά μένει αλυσοδεμένος με την αλυσίδα που ο ίδιος σφυρηλάτησε για τον εαυτό του. Στις 19 Απριλίου ο Μουσολίνι αποφασίζει να εγκαταλείψει το μέγαρο Φελτρινίνι, για να πάει στο Μιλάνο. Οι Γερμανοί προσπαθούν να τον αποτρέψουν, θέλουν να τον πείσουν να πάει πιο κοντά προς την Αυστρία και την Βαυαρία. Οι έμπιστοί του τον συμβουλεύουν να καταφύγει στην Ελβετία και η οικογένεια Πετάτσι προσφέρεται να του οργανώσει έναν ψεύτικο θάνατο, για να καλύψει την αναχώρησή του στην Ισπανία και την Αργεντινή.
Αντιστέκεται σε όλες αυτές τις πιέσεις. Ποτέ, λέει, δεν θα εγκαταλείψει την Ιταλία. Συντάσσεται με το σχέδιο του Παβολίνι, που προβλέπει τη συγκέντρωση στο φυσικό οχυρό Βαλτελίνε του πυρήνα των φανατικών φασιστών που έχουν αποφασίσει να πεθάνουν ηρωικά. Ο Παβολίνι τους υπολογίζει σε 3.000 άνδρες, αριθμό μικρό για ένα κόμμα που περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα συγκέντρωσε τόσες δονούμενες υποσχέσεις πίστης. Ο ελιγμός του Μιλάνου δεν συμβιβάζεται με το σχέδιο Βαλτελίνε. Αλλά η σκέψη του Μουσολίνι έχει πάρει στραβό δρόμο. Η υποταγή του είναι δύσκολη. Η ευφυΐα του, του αφήνει λίγες ψευδαισθήσεις πάνω στις πιθανότητες που του απομένουν:
''Έπαιξα, έχασα. Θα φύγω από τη ζωή χωρίς μίσος και χωρίς εγωισμό''. Η ρητορική του έχει μείνει πιστή, έπειτα από τόσους ανθρώπους και γεγονότα που τον έχουν προδώσει. ''Σταυρώθηκα από το πεπρωμένο μου το ίδιο''. Αλλά η φυσική του αισιοδοξία και η ετοιμότητα του πνεύματός του τον κάνουν ικανό να διακρίνει ακόμη και τώρα διεξόδους, άλλες από μιαν απελπισμένη έξοδο από τη σκηνή. Πέρασε ολόκληρες εβδομάδες τακτοποιώντας τα κρατικά έγγραφα, κρατώντας σημειώσεις, ετοιμάζοντας την άμυνά του - και πηγαίνοντας τις νύκτες με βάρκα μόνος με τον γραμματέα του στη λίμνη Γκάρντε, για να εξαφανίσει στα νερά της μερικούς φακέλους.
Στο Μιλάνο ελπίζει να διαπραγματευθεί με την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης. Θα της προσφέρει την συνθηκολόγηση του φασισμού. Θα της ζητήσει επιείκεια για τους Μελανοχίτωνες, ίσως για τους αρχηγούς τους, ίσως γι’ αυτόν τον ίδιο. Ο Μουσολίνι εγκαθίσταται στη νομαρχία, στη βία Μονφόρτε. Η γυναίκα του, η ντόννα Ρακέλε, έμεινε στο Σαλό. Η ερωμένη του, η Κλάρα Πετάτσι, τον ακολούθησε. Από αυτήν και μόνο εξαρτάται το να φύγει μακριά του. Ο Μουσολίνι την επισκέπτεται στο ιδιαίτερό της διαμέρισμα και την ικετεύει να φροντίσει για την ασφάλειά της.
Ο μεσολαβητής μεταξύ Ντούτσε και Επιτροπής Απελευθέρωσης είναι ο αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, Ίλντεφονσε καρδινάλιος Σούστερ. Πρόσωπο παγερό, πνεύμα πονηρό, όψη προβάτου, πανουργία αλεπούς. Μόλις στις 25 Απριλίου έγινε η συνάντηση στην αρχιεπισκοπή. Η Πάρμα, η Βερόνα και η Κρεμώνα μεγαλώνουν τον κατάλογο των πόλεων, που κατελήφθησαν. Οι Αμερικανοί βρίσκονται 60 km από το Μιλάνο. Για πολύ καιρό ήρεμη η μεγάλη αυτή πόλη, επιτέλους αναταράσσεται. Νωρίς το απόγευμα οι σειρήνες όλων των εργοστασίων δίνουν το σύνθημα της γενικής απεργίας. Η Γερμανική φρουρά είναι ακόμη κυρία της κατάστασης.
Ο αρχηγός της, ο στρατηγός Βέινιγκ, πρότεινε στον Ντούτσε μια αλλαγή στο σχέδιο Βαλτελίνε: ''Να κάνουν το Μιλάνο ένα Ιταλικό Σταλινγκράντ''. Ο Μουσολίνι αρνείται. Στο σαλόνι του καρδιναλίου η συζήτηση αρχίζει καλά. Την Επιτροπή εθνικής απελευθέρωσης εκπροσωπεί ο στρατηγός Καντόρνα, ο Χριστιανοδημοκράτης δικηγόρος Αχίλλε Μαράτσα και ένας μηχανικός ονόματι Ρικάρντο Λομπάρντι. Με παρακαθήμενο τον στρατάρχη Graziani ο Μουσολίνι είναι σε καλή διάθεση, κύριος του εαυτού του, και διευθύνει τη συζήτηση. Τα πάντα καταρρέουν με την παρέμβαση του Graziani, που ζήτησε να μη γίνει η ιταλική συνθηκολόγηση εν αγνοία των Γερμανών.
Ο Καντόρνα υποκρίνεται πως εκπλήσσεται: πώς μπορούν να έχουν τόση ευσυνειδησία, τα μέλη της νεοφασιστικής κυβέρνησης την ώρα που οι Γερμανοί επί πολύ καιρό προσπάθησαν να διαπραγματευθούν τη δική τους συνθηκολόγηση; Ο Μουσολίνι αναπηδά. Δεν ήξερε τίποτα. Για μιαν ακόμα φορά τον έχουν προδώσει. Η οργή και η ταπείνωση εκμηδενίζουν την υποταγή του, τη σύνεσή του και τον φόβο του. Οι προσπάθειες του καρδιναλίου να τον ηρεμήσει είναι μάταιες. Θέλει, λέει, να δει αμέσως τον Γερμανό πρόξενο, ζητά να ανασταλούν για μια ώρα οι διαπραγματεύσεις, φεύγει από την αρχιεπισκοπή, ξαναγυρίζει στη νομαρχία που είναι εκεί κοντά.
Αλλά η ανταρσία ξεσπά. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν από ένα ταραγμένο πλήθος. Ο Μουσολίνι καταλαβαίνει ότι πέρασε η ώρα των διαπραγματεύσεων. Δίνει δύο διαταγές. Η μία: Στο Βαλτελίνε. Η άλλη: Κατεύθυνση προς το Κόμο. Το Κόμο δεν βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο του Βαλτελίνε. Βρίσκεται ακριβώς πάνω στο δρόμο των Ελβετικών συνόρων και του Μπρέννερ. Ο δισταγμός του κυνηγημένου ανθρώπου εκφράζεται μ’ αυτήν την αντίφαση. Η συνοδεία περιλαμβάνει 30 οχήματα, ανάμεσά τους πολλά φορτηγά γεμάτα στρατιώτες του δημοκρατικού στρατού και τα δύο καμιόνια των SS του Ομπερστουρμφύρερ Μπίρτσερ.
Ο Μουσολίνι είναι σε μια Alfa Romeo με πέτσινο αμπέχονο και με ένα πολυβόλο στα γόνατά του. Ο Graziani, πολλοί υπουργοί και ανώτεροι υπάλληλοι στριμώχνονται σε τρεις άλλες Alfa Romeo. Μια πέμπτη, με μια μικρή Ισπανική σημαία υψωμένη, μεταφέρει την Κλάρα Πετάτσι, τον αδελφό της και την κουνιάδα της. Το πλήθος ανοίγει δρόμο μπροστά στην πάνοπλη φάλαγγα. Ο αυτοκινητόδρομος της λίμνης είναι ελεύθερος. Στις 22:00 ο Μουσολίνι φθάνει στο Κόμο και πάει να πλαγιάσει στη Νομαρχία. Η Ελβετική μεθόριος απέχει από την πόλη 10 km. Όλη η άλλη μέρα χάθηκε με την ανησυχία και την αναμονή. Κάτω από μια δυνατή βροχή η συνοδεία δεν προχωρεί παρά μόνο ως το Μενάτζιο πάνω στο δρόμο της λίμνης.
Η Ελβετία βρίσκεται πάντα πάρα πολύ κοντά, αλλά τα σύνορα είναι κλειστά και μερικοί που προσπαθούν να τα περάσουν, συλλαμβάνονται από τους καραμπινιέρους. Ο Μουσολίνι περνά την ημέρα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, εργάζεται στα έγγραφά του ή ακούει το ραδιόφωνο που δεν του λέει παρά για ήττες και καταστροφές. Περιμένει τον Παβολίνι που πρόκειται να φέρει μαζί του το ιερό τάγμα του φασισμού. Θα πάνε ύστερα στο Βαλτελίνε ανάμεσα από τις αγέλες των παρτιζάνων. Την άλλη μέρα την αυγή ο Παβολίνι φθάνει μ’ ένα αυτοκίνητο εξοπλισμένο με πολυβόλα.
Ένα Γερμανικό απόσπασμα που το αποτελούν μερικά καμιόνια και 200 στρατιώτες της αντιαεροπορικής άμυνας, σταθμεύει στο Μενάτζιο, κάτω από τις διαταγές του υπολοχαγού Φόλλμαγιερ. Ο Μπίρτσερ ρωτά τον Φόλλμαγιερ αν οι Ιταλοί -που έχουν εξασθενήσει από τις πολλές λιποταξίες, ανάμεσα στις οποίες και του Graziani- μπορούν να ενωθούν με τη Γερμανική φάλαγγα. Ο Φόλλμαγιερ συγκατατίθεται με κακή διάθεση, που καθόλου δεν ελαττώνεται, όταν ανακαλύπτει πως ένας από τους φυγάδες είναι ο ίδιος ο Μουσολίνι. Δεν τους έχει στην καρδιά του τους Ιταλούς και περιορίζει την υποχρέωσή του στο να οδηγήσει αυτούς τους ανθρώπους σε Γερμανικό έδαφος.
Η φάλαγγα ξεκινά και πάλι. Η ένταση της βροχής κάνει τον δρόμο επικίνδυνο. Ο Μουσολίνι οδηγεί την Alfa Romeo του. Ξαναβρήκε την εμπιστοσύνη του. Του αποδίδουν αυτά τα λόγια, ίσως σαρκαστικά: ''Με 200 Γερμανούς πάει κανείς ως την άκρη του κόσμου''. Κατά τη διάρκεια μιας στάθμευσης ακούει ωστόσο τον Παβολίνι που έρχεται να του πει, πως θα έχει περισσότερη ασφάλεια στο αυτοκίνητο με τα πολυβόλα. Η Κλάρα έρχεται και κάθεται κοντά του, φορώντας μια κάσκα, που την κάνει να μοιάζει με στρατιωτάκο και κάτω από την ατσάλινη σκεπή ταρακουνιούνται μαζί οι δυο τους με τα χέρια τους ενωμένα. Κάνουν έτσι μερικά χιλιόμετρα. Πλησιάζουν ένα στενό ορεινό πέρασμα κι ένα χωριό που λέγονται Μούσσο.
Πυρά ρίχνονται εναντίον τους. Ένα μεγάλο δέντρο είναι ριγμένο στο πλάτος του δρόμου. Ενέδρα των παρτιζάνων. Αλλά εκεί που βρίσκονται αυτοί, ένα λευκό μαντίλι κινείται. Ο αρχηγός τους, ένας ονόματι Μπαρμπιέρι, δέχεται ν’ αφήσει να περάσουν οι Γερμανοί υπό τον όρο, πως δεν έχουν μαζί τους και Ιταλούς. Η συζήτηση κρατά από τις 08:00 ως τις 14:00, έξι ώρες. Μια παγωμένη βροχή γλιστρά αδιάκοπα πάνω στην ακίνητη συνοδεία, πάνω στο ατσάλινο κουτί που μέσα του είναι στριμωγμένοι ο Μουσολίνι και η ερωμένη του. Αυτή την στιγμή ο Μουσολίνι ίσως να παραδινόταν. Αλλά ο Ομπερστουρμφύρερ SS Μπίρτσερ πάει κοντά του με ένα Γερμανικό κράνος και μια χλαίνη στρατιώτου.
Ο Μουσολίνι διστάζει να τα φορέσει. Η Κλάρα του φωνάζει: ''Γλίτωσε τη ζωή σου''. Τα Γερμανικά καμιόνια περνούν. Ο Μουσολίνι είναι σ’ ένα απ’ αυτά. Τα Ιταλικά αυτοκίνητα μένουν. Εκτός από ένα, χάρη στην Ισπανική σημαία που έχει. Ο Μαρτσέλλο Πετάτσι δήλωσε πως ήταν ο πρεσβευτής της Ισπανίας και οι παρτιζάνοι του επιτρέψανε να συνεχίσει με τη γυναίκα του και την αδελφή του. Δυο χιλιόμετρα πιο πέρα ο δρόμος διασχίζει τη μικρή πόλη Ντόνγκο. Τα Γερμανικά καμιόνια σταματούν για τον συνηθισμένο έλεγχο των επιβατών τους. Αυτή την φορά οι παρτιζάνοι ξέρουν τι γυρεύουν. Ο ένας από τους υπουργούς του Μουσολίνι, ο Νίκολας Μπομπάτσι, εγκατέλειψε τη συνοδεία κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης στάθμευσης, παραδόθηκε στους παρτιζάνους και είπε: ''Ο Ντούτσε είναι μαζί μας''.
Δέκα άνδρες διεκδίκησαν την τιμή πως τον αναγνώρισαν καθισμένο σ’ ένα τζέρρικαν, παριστάνοντας τον μεθυσμένο, με το πολυβόλο του στα γόνατα. Αφήνεται χωρίς αντίσταση να τον συλλάβουν και να τον αφοπλίσουν. Ούτε μια κίνηση δεν κάνουν οι Γερμανοί για να τον υπερασπισθούν. Ξεκινούν και πάλι προς το Μεράνο με ανακούφιση. Ο τοπικός αρχηγός των παρτιζάνων είναι ο κόμης Πιερλουίτζι Μπελλίνι ντέλλε Στέλλε. Ο ανώτερός του στο Κόμο είναι ο συνταγματάρχης βαρόνος Τζιοβάνι Σαρντάνια, φίλος του στρατηγού Καντόρνα. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν διψά για αίμα. Αλλά η λεία τους είναι σπουδαία. Έχουν ειδοποιήσει το Μιλάνο για τη σύλληψη.
Περιμένοντας να τους απαλλάξουν από την ευθύνη τους τρέμουν για την ασφάλεια του αιχμαλώτου τους. Του έχουν σκεπάσει το πρόσωπο μ’ έναν επίδεσμο, για να τον εμφανίσουν σαν τραυματία. Όταν νύχτωσε, η αμείλικτη βροχή έγινε ένας υγρός πάγος. Ο Μουσολίνι που του πήραν τη Γερμανική χλαίνη, τουρτουρίζει. Του πετούν τέλος μια κουβέρτα, και ζαρώνει προσπαθώντας να σκεπασθεί. Οι ρουκέτες που λάμπουν μέσα στη νύχτα, η βροχή, η βουή των κανονιών που φανερώνει πως γίνονται μάχες κοντά στο Κόμο, αυξάνουν τον εκνευρισμό των φρουρών του Ντούτσε. Τον πήγαν πρώτα από το δημαρχείο του Ντόνγκο στον στρατώνα των τελωνοφυλάκων του Τζερμαζίνο.
Σκέπτονται να τον μεταφέρουν από την άλλη πλευρά της λίμνης, στη μεγάλη ιδιοκτησία του βιομηχάνου Καντεμαρότι, ύστερα αλλάζουν γνώμη και κρίνουν καλύτερο να τον φυλακίσουν σ’ ένα καταφύγιο παρτιζάνων. Αυτοί οι δισταγμοί σημαίνουν πολλές ώρες περιπλανήσεων μέσα στη νύχτα, σε δρόμους ανασκαμμένους, με ατέλειωτες συζητήσεις στο φως από λάμπες θυέλλης, μέσα στην υγρασία, το κρύο και την αγωνία. Το μόνο σημείο οίκτου ήταν μια συνάντηση σ’ ένα σταυροδρόμι. Υποχρέωσαν τον Μουσολίνι να κατέβει, με τη μουσκεμένη κουβέρτα του πάνω στους ώμους. Από ένα άλλο αυτοκίνητο βγήκε μια σκιά που την αναγνώρισε αμέσως.
Στο Ντόνγκο το παραμύθι του πρεσβευτή της Ισπανίας δεν προστάτευσε για πολύ τους Πετάτσι. Ο κόμης Μπελλίνι αναγνώρισε την ερωμένη του Ντούτσε. Η Κλάρα, ύστερα από μια μικρή άρνηση, εξεδήλωσε τη δύναμη της αγάπης της και ζήτησε να την ξαναπάνε στον Μουσολίνι. Της κάνουν αυτή τη χάρη. Και πάλι μέσα στα διαφορετικά τους αυτοκίνητα οι εραστές ανεβαίνουν μέσα στη νύχτα τον ίδιο Γολγοθά. Μόλις στις 3 το πρωί φθάνουν σε μιαν όαση. Είναι ένα χωριατόσπιτο στο χωριό Άτζανο, στις πλαγιές που δεσπόζουν πάνω στη λίμνη. Η οικογένεια Ντε Μαρία ανάβει μια φωτιά και βγάζει τα δυο της αγόρια από ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, για να το δώσουν στους δυο κατάκοπους αιχμαλώτους, που τους φέρνουν εκεί και που δεν τους αναγνωρίζουν.
Στο σκοτάδι η Κλάρα και ο Μπενίτο κουβεντιάζουν για πολλές ώρες, ύστερα κοιμούνται μ’ έναν ύπνο ταραγμένο. Το πρωί στης 27ης Απριλίου αστράφτει από φως. Ο Μουσολίνι και η Κλάρα ξυπνούν αργά. Η Κλάρα γευματίζει με πολέντα. Μάταια προσπαθεί να καταπιεί μια κόρα ψωμί. Έπειτα ξαπλώνει και πάλι και σκεπάζεται με την κουβέρτα ως το σαγόνι. Ο Μουσολίνι κάθεται στην άκρη του παραθύρου και κοιτάζει τα βουνά. Ο εκτελεστής έρχεται στις 4 το απόγευμα. Είναι ένας λογιστής ονόματι Αουντίσιο που πήρε στην αντίσταση το όνομα συνταγματάρχης Βαλέριο. Δεν είναι αλήθεια, πως είχε πάρει διαταγή από την Επιτροπή εθνικής απελευθέρωσης.
Η μόνη διαταγή που είχε πάρει ήταν από τον Παλμίρο Τολιάτι εξ ονόματος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο κόμης Μπελλίνι και ο βαρόνος Σαρντάνια δίστασαν να του αποκαλύψουν τον τόπο, όπου ήταν κρατούμενος ο αιχμάλωτος. Τους βεβαίωσε πως είχε διαταγή να μεταφέρει τον Μουσολίνι στο Μιλάνο. Δεν πρόσθεσε πως έπρεπε να τον μεταφέρει νεκρό. Ορμώντας μέσα στο δωμάτιο λέει: ''Κάντε γρήγορα. Ήρθα να σας σώσω''. Η Κλάρα καθυστερεί ψάχνοντας κάτι στο κρεβάτι. Ο Βαλέριο ανέβασε στο αυτοκίνητό του τον Μπενίτο και την Κλάρα. Αυτός ανέβηκε στο φτερό, όπως και οι δυο ή τρεις άλλοι που τον συνόδευαν. Ο οδηγός, Τζεμινάτσα, έβλεπε το ζευγάρι μέσα στον καθρέφτη του αυτοκινήτου του, αυτός πολύ ωχρός, αυτή πολύ ήρεμη και δεν έμοιαζε καθόλου να φοβάται.
Το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε προς το χωριό. Ο Βαλέριο είπε να σταματήσουν μπροστά σε μια βίλα περιτριγυρισμένη με κάγκελα και διέταξε τους δυο επιβάτες να κατέβουν. Οι αφηγήσεις μερικών μαρτύρων εμφανίζουν μικρές διαφορές σχετικά με τις συνθήκες που ο Βαλέριο προχώρησε στη διπλή εκτέλεση. Φαίνεται πως η Κλάρα Πετάτσι σκέπασε τον Μουσολίνι με το σώμα της φωνάζοντας: ''Όχι! Δεν μπορείτε να τον σκοτώσετε έτσι''. Σχετικά μ’ αυτή την εκτέλεση το Κομμουνιστικό Κόμμα κράτησε πάντα σιωπή. Εκτός από τον Αουντίζιο-Βαλέριο, βουβό μέλος της κομμουνιστικής ομάδας στην Ιταλική Βουλή, όλοι όσοι πήραν μέρος στην δολοφονία εξαφανίσθηκαν από θάνατο βίαιο και μυστηριώδη.
Ποτέ δεν μαθεύτηκε τι απόγιναν τα έγγραφα, για τα οποία ο Μουσολίνι έλεγε πως θα έκριναν το μέλλον της Ιταλίας. Αγνοούμε παράλληλα που διοχετεύθηκαν οι ράβδοι χρυσού και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που μετέφερε η Ιταλική συνοδεία. Αναστατωμένος ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον στρατάρχη Alexander να αρχίσει έρευνα και να προχωρήσει σε διώξεις. Οι περιστάσεις δεν ήταν ευνοϊκές για όλα αυτά. Η αγανάκτηση κατάπαυσε με τη σκέψη πως ο Μουσολίνι θα καταδικαζόταν σε θάνατο από ένα διεθνές δικαστήριο, όπως ο Γκαίρινγκ και ο Τόγιο Χιντόκι . Τουλάχιστο, συμπέρανε ο Τσώρτσιλ, ο Βαλέριο μας γλίτωσε από μια Ιταλική Νυρεμβέργη.
Στο Ντόνγκο τουφέκισαν 15 από τους φασίστες που είχαν συλληφθεί. Ανάμεσά τους ήταν ο Παβολίνι, ο Μαρτσέλλο Πετάτσι και ο Γιούντας Μπομπάτσι. Ο Βαλέριο λέει να φορτώσουν τα πτώματά τους σ’ ένα καμιόνι μαζί με τα πτώματα της Κλάρας και του Μπενίτο και τα μεταφέρει στο Μιλάνο, όπου μαζί με αλλά που πολλά απ’ αυτά είναι ανώνυμα, τα εκθέτουν στην Πιατσάλε Λορέτο όχι μακριά από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Τον πρώην γενικό γραμματέα του φασιστικού κόμματος Σταράτσε τον συνέλαβαν έξω από την πόλη και τον σκότωσαν μπροστά στα πτώματα, αφού πρώτα τον έσπασαν στο ξύλο. Η κτηνώδης απανθρωπιά του όχλου εξάπτεται.
Τον νεκρό Μουσολίνι τον κτύπησε, του παραμόρφωσε το πρόσωπο, τον κατατρύπησε με σφαίρες, τον κρέμασε από τα πόδια, αυτός ο ίδιος ο λαός που έσκαζε τα πνευμόνια του ζητωκραυγάζοντας τον Ντούτσε ζωντανό.
ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ FÜHRER
Αγνοείται αν ο Χίτλερ πληροφορήθηκε το τέλος του συντρόφου του Μουσολίνι. Αλλά οι ραδιοφωνικές εκπομπές της 28ης του μηνός του φέρνουν ένα καινούργιο χτύπημα: ένα ανακοινωθέν του πρακτορείου Reuters αποκαλύπτει ότι ο Χίμλερ προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τη μεσολάβηση του κόμη Μπερναντόττε την παράδοση του Ράχ με αντάλλαγμα να διαδεχθεί αυτός τον Χίτλερ. Στα αλλόφρονα μάτια του Χίτλερ όλα τώρα φαίνονται καθαρά. Η προδοσία των SS είχε αρχίσει τον Μάρτιο με τη δολιοφθορά της αντεπίθεσης στη Βουδαπέστη. Η ολιγωρία του Στάινερ στα σχέδια διάσπασης του αποκλεισμού του Βερολίνου, είχε συμφωνηθεί μαζί με τον Χίμλερ.
Τον παρέδωσαν στους Ρώσους αυτόν, τον Χίτλερ, μέσα στην παγιδευμένη πρωτεύουσά του, για να μπορέσει ο άπιστος και δόλιος υπαρχηγός -αυτός που υποκρίνονταν πως ήταν περήφανος για την ονομασία der treue Heinrich (ο πιστός Heinrich)- να έχει ελεύθερα τα χέρια και να σκαρφαλώσει στη θέση του αρχηγού του παραδίδοντας στον εχθρό το Ράιχ. Ο Χίτλερ συσκέπτεται με τον Μπόρμαν και τον Γκαίμπελς και ψάχνει να βρει τρόπους να εκδικηθεί. Ο Χέρμαν Φέγκελαϊν είχε πάει στο σπίτι του πριν από λίγες ημέρες, για να προετοιμάσει την εξαφάνισή του, αλλά ο Χίτλερ διατάζει και τον οδηγούν στην Καγκελαρία, όπου και τίθεται υπό κράτηση.
Ο Φέγκελαϊν είναι πρώην τζόκεϊ. Αυτή η ιππευτική ικανότητα τον έφερε επικεφαλής μιας ταξιαρχίας ιππικού στη Ρωσία, έπειτα, αφού παντρεύτηκε την Γκρετλ Μπράουν, αδελφή της Εύας, μπήκε στον ιδιαίτερο κύκλο του Führer με την ιδιότητα του συνδέσμου των SS. Δεν χρειάζεται καμιά άλλη απόδειξη ενοχής. Ο πρώην τζόκεϊ κρίθηκε συνένοχος του Χίμλερ και τουφεκίστηκε στον κήπο της Καγκελαρίας. Ο βομβαρδισμός έφθασε ως τη φωλιά του Führer. Το Σοβιετικό πυροβολικό κτυπά την Καγκελαρία και μια βαθιά και συνεχής βουή γεμίζει τα υπόγεια. Πρέπει να σταματήσουν τους ανεμιστήρες που κάνουν να εισχωρούν τα κύματα σκόνης και δηλητηριωδών αερίων. H φυσική και ηθική απομόνωση βαραίνουν ακόμη περισσότερο.
Ο ραδιοφωνικός πομπός εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά η τηλεφωνική επικοινωνία με το αρχηγείο του Φύρστενμπεργκ έχει διακοπεί. Οι αεροναύτες του Κάιτελ ύψωσαν στον αέρα ένα μπαλόνι με αντένα, αλλά οι μεταδόσεις είναι αδύνατες και όχι σταθερές. Το καταφύγιο μιλά περισσότερο από όσο του απαντούν. Ζητά με αγωνία βοήθεια. Δεν παίρνει ανάμεσα σε μεγάλα διαστήματα σιωπής, παρά μόνο μηνύματα συγκεχυμένα και απογοητευτικά. Η καχυποψία αυξάνει τόσο, ώστε να καλύπτει ακόμη και τους πιο έμπιστους στρατηγούς, τον Κάιτελ και τον Γιοντλ. Τι κάνουν λοιπόν; ρωτάει ο Μπόρμαν. Ο Γκράιμ βρίσκεται πάντα στο νοσοκομείο του καταφυγίου.
Η Luftwaffe κάνει επανειλημμένες προσπάθειες να βγάλει τον καινούργιο της αρχηγό από την παγίδα του Βερολίνου. Με συνοδεία 30 καταδιωκτικά και 6 Fieseler Storch προσπαθούν να προσγειωθούν στον άξονα από ανατολικά προς δυτικά. Το σύννεφο από καπνούς δεν τους επιτρέπει να επισημάνουν την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Έπειτα στέλνονται 12 Γιούγκερς-52. Αλλά ούτε ένα δεν καταφέρνει να προσγειωθεί. Τέλος το βράδυ της 28ης ένα μικρό αεροπλάνο, ένα εκπαιδευτικό Άραντο-96, προσγειώνεται σώο. Ειδοποιούν τον Γκράιμ και την Χάννα Ράιτς να ετοιμαστούν γι’ αναχώρηση.
Αρνούνται. Θέλουν να μείνουν. Ο Χίτλερ τους έχει φέρει σε κατάσταση αδημονίας. Ο Γκράιμ έχει τηλεφωνήσει στον Κόλλερ ότι η επαφή με τον Χίτλερ είναι γι’ αυτόν ένα λουτρό ανανεωτικό και πως είναι σίγουρος για την απελευθέρωση του Βερολίνου και για τη νίκη. Αλλά ο Χίτλερ έχει στο εξής ένα λόγο ακόμη, πιο σημαντικό από την διοίκηση αεροπορικού πολέμου, για να ζητήσει από αυτόν τον αδάμαντα πίστης να πετάξει. Ο Γκράιμ πρέπει αμέσως να πάει στον Νταίνιτς, για να συλλάβει τον Χίμλερ. Ο Γκράιμ μόλις και μετά βίας μπορεί να μεταφερθεί. Τον βάζουν σ’ ένα άρμα, για να διασχίσουν τις λίγες εκατοντάδες μέτρα που χωρίζουν την Καγκελαρία από τον ανατολικο-δυτικό άξονα.
Δεν μπορεί κανείς ν’ αναπνεύσει και ολόκληρος ο ουρανός είναι κόκκινος. Το πυρπολημένο Βερολίνο φωτίζει φαντασμαγορικά τον κατατρυπημένο από οβίδες διάδρομο. Η Χάννα Ράιτς με έξοχη δεξιοτεχνία κατορθώνει ν’ απογειώσει το Άραντο και το οδηγεί στο Ρέχλιν. Ίσως λίγο μετά την πτήση αυτών των δύο τις πρώτες ώρες της 29ης Απριλίου να έγινε η τελετή του γάμου της Εύα Μπράουν και του Χίτλερ. Μάρτυρες είναι ο Γκαίμπελς και ο Μπόρμαν. Ο εκπρόσωπος της πολιτικής εξουσίας φορά το περιβραχιόνιο της Φολκστούρμ και ονομάζεται Walther Βάγκνερ. Η μικρή αυλή, μια δεκάδα άνθρωποι, τρεις ή τέσσερις γυναίκες, ανάμεσα τους η ειδική για χορτοφαγία μαγείρισσα Μάνσιαλυ, παρελαύνουν μπροστά στους δυο νεόνυμφους.
Αυτοί οι δύο αποσύρονται ύστερα για ένα γαμήλιο πρόγευμα, έπειτα ο Χίτλερ αφήνει τη νεαρή γυναίκα του και κλείνεται με τη γραμματέα του φράου Γιούνγκε στο κελί που του χρησιμεύει για γραφείο. Υπαγορεύει τη διπλή διαθήκη του, διαθήκη πολιτική, διαθήκη προσωπική. Η πολιτική διαθήκη είναι μια απολογία και μια κατάρα. Ο Χίτλερ υπερασπίζεται τον εαυτό του εναντίον της κατηγορίας πως είχε επιδιώξει τον πόλεμο. Καθιστά υπεύθυνους για το χάσιμο του πολέμου τους δειλούς και προδότες αξιωματικούς του. Καυτηριάζει τον Γκαίρινγκ και τον Χίμλερ, ονομάζει διάδοχό του τον ναύαρχο Νταίνιτς και διορίζει στα κύρια αξιώματα του κράτους τους εξής:
Γκαίμπελς καγκελάριο, Ζάις-Ίνκβαρτ υπουργό των Εξωτερικών, Μπόρμαν αρχηγό του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, Σαίρνερ, αρχηγό διοικητή της Wehrmacht κλπ. αφήνοντας έξω τον Ρίμπεντροπ, τον Σπέερ και τον Κάιτελ. Καταλήγει σε μια κραυγή μίσους: ''Ο Γερμανικός λαός οφείλει να κρατήσει σε όλη τους την ισχύ τους φυλετικούς νόμους και να καταδιώξει αμείλικτα τους δηλητηριαστές όλων των εθνών, τους Εβραίους''. Με την προσωπική του διαθήκη ο Χίτλερ κληροδοτεί την ατομική του περιουσία στο κόμμα, και αν το κόμμα δεν υπάρχει πια, στο κράτος, αν και το κράτος καταστραφεί, κάθε από μέρους μου διάθεση της περιουσίας μου είναι μάταιη.
Ζητά τα έργα τέχνης που, είχε συγκεντρώσει, να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση ενός μουσείου στο Λιντς, την πόλη από όπου κατάγεται. Εξηγεί τον γάμο του. Έπειτα από πολλά χρόνια ειλικρινούς αγάπης η Εύα Μπράουν αποφάσισε με τη θέλησή της να μοιρασθεί τον δρόμο του ως το τέλος και θέλησε να τον συνοδεύσει στο μεγάλο ταξίδι σαν γυναίκα του. ''Η γυναίκα μου κι εγώ αποφασίσαμε να πεθάνουμε για ν’ αποφύγουμε την ντροπή μιας αιχμαλωσίας. Θέλουμε τα σώματά μας να καούν αμέσως στον τόπο, όπου δώδεκα χρόνια πραγματοποίησα το μεγαλύτερο μέρος του μόχθου μου στην υπηρεσία του λαού μου''.
Τις ώρες που ακολουθούν ο Μπόρμαν και ο Γκαίμπελς ασχολούνται με την αντιγραφή της διαθήκης. Τρεις αξιωματικοί στέλνονται στον Νταίνιτς με τρία αντίγραφα: ''Οφείλουν να προσπαθήσουν να συναντηθούν με τη στρατιά Βενκ διασχίζοντας τις λίμνες του Χάβελ''. Με την ίδια πάντα σταθερότητα ύφους και διαύγεια σκέψεως ο Γκαίμπελς υπαγορεύει ύστερα αυτό που ονομάζει παράρτημα στην πολιτική διαθήκη του Führer. Για πρώτη φορά, λέει, αρνείται κατηγορηματικά να υπακούσει στον αρχηγό του και να εγκαταλείψει το Βερολίνο για να συμμετάσχει σε μια καινούρια κυβέρνηση.
Μέσα στον στρόβιλο από προδοσίες που κυκλώνει τον Führer, πρέπει να υπάρξει ένας τουλάχιστο άνθρωπος που να μείνει στο πλευρό του άνευ όρων, πιστός ως τον θάνατο. ''Αν ενεργούσα διαφορετικά, θα περνούσα το υπόλοιπο της ζωής μου με την αίσθηση πως είμαι ένας προδότης άξιος περιφρονήσεως και ένας χυδαίος τραμπούκος''. Ο Γκαίμπελς λοιπόν δηλώνει ότι θα μείνει στο Βερολίνο ως το τέλος και ότι, αν πέσει το Βερολίνο, θα δώσει ο ίδιος τέλος σε μια ζωή που δεν θα είχε πια κανένα σκοπό. Η γυναίκα του συμμερίζεται την απόφασή του, σε ό,τι αφορά την ίδια και σε ό,τι αφορά τα έξι παιδιά τους, που είναι πολύ μικρά, για να εκφράσουν τα ίδια γνώμη.
Ζωή έξω από τον εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι γι’ αυτούς νοητή, ο θάνατός του θα είναι και δικός τους θάνατος. Ψηλά ο αγώνας συνεχίζεται. Η Ρωσική προέλαση ξαναρχίζει με εκπληκτικά μέσα. Οι επιτιθέμενοι φθάνουν στην Μπίσμαρκστρασσε, την Κάντστρασσε, την Ζάαρλαντστρασσε, την Βίλχελμστρασσε. Μερικές απομονωμένες νησίδες αντίστασης πολιορκούνται στο Πάνκοφ και στο Νόικολλν. Το υπόλοιπο του εθνικοσοσιαλιστικού Βερολίνου δεν είναι πια παρά ένα είδος στενωπού μήκους 10 km, πλάτους από 200 m ως 3 km που αρχίζει από την Αλεξαντερπλάτς και τελειώνει στη γέφυρα του Πίσελσντορφ στον Χάβελ.
Αλλά η αντίσταση αυτού του τόσο παράξενα σχεδιασμένου οχυρώματος φαίνεται ακατάσβεστη. Οι Ρωσικές απώλειες αυξάνουν, γιατί οι αμυνόμενοι γίνονται ολοένα και πιο επιδέξιοι στον χειρισμό της αντιαρματικής γροθιάς. Η Αλεξαντερπλάτς μένει απόρθητη. Τα άρματα που εμφανίζονται στο Κύρφυρστενταμμ τινάζονται στον αέρα πυρπολημένα. Πέντε Τ-34 καταστρέφονται σε λίγα δευτερόλεπτα στο Χάλλενσεε από μαχητές με κοντά παντελόνια, που αμέσως έπειτα ρίχνονται στην αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνουν ένα σπίτι, κεφαλόσκαλο με κεφαλόσκαλο, δωμάτιο με δωμάτιο, χωρίς να πιαστεί ούτε ένας αιχμάλωτος.
Υπάρχει πάντα ένας πολεμικός ανταποκριτής. Απαθής ο φωτορεπόρτερ μιας υπηρεσίας προπαγάνδας κινηματογραφίζει τη μάχη. Στο καταφύγιο η τελευταία ελπίδα σβήνει οδυνηρά. Ύστερα από τους τρεις αξιωματικούς που μετέφεραν τη διαθήκη, τρεις άλλοι στάλθηκαν στον Βενκ για να τον ενημερώσουν για την κατάσταση και να του ζητήσουν μιαν υπέρτατη προσπάθεια. Ο Χίτλερ στέλνει στον Κάιτελ ένα μήνυμα ζητώντας του άμεση απάντηση στα ακόλουθα σημεία:
1) Που βρίσκονται οι προφυλακές του Βενκ;
2) Πότε θα ξαναρχίσει την επίθεσή του;
3) Που βρίσκεται η 9η στρατιά;
4) Που λογαριάζει να διεισδύσει;
5) Που βρίσκονται οι προφυλακές του Χόλστε;
Στον χάρτη των περιχώρων του Βερολίνου κόκκινα βέλη σχεδιάζουν μιαν ακόμη δυνατή επιχείρηση που συγκλίνει στην απελευθέρωση του Führer. Αυτή η επίθεση για την απελευθέρωση, υπέρτατη προσπάθεια της Wehrmacht, δεν ήταν άλλωστε ένα απλό δράμα. Ο Στάινερ (που μέσα στο καταφύγιο τον κατηγόρησαν για προδοσία) έφθασε ως 10 km από το προάστιο Τσέλεντορφ. Ο Βενκ έκανε επίθεση στις 27 Απριλίου, και κατέπληξε τους Ρώσους με τη δύναμη και την ακρίβεια των κτυπημάτων που έδωσε. Τα κολλημένα στους τοίχους του Βερολίνου ανακοινωθέντα για την πορεία του απελευθερωτή δεν είναι εντελώς φανταστικά.
Καταλαμβάνει το Μπέλτσιχ δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στα μετόπισθεν του εχθρού. Καταλαμβάνει το Μπέελιτς, όπου απελευθερώνει 3.000 τραυματίες και αιχμαλώτους. Φθάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χάβελ, το Σβίλεβ, 20 km από το Βερολίνο. Το Πότσδαμ δεν απέχει παρά 5 km και ανατρέποντας τους πολιορκητές η φρουρά συναντιέται με την 12η στρατιά. Αλλά τα στρατεύματα έχουν αποκάμει. Ο Βενκ πληροφορεί το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht, πως είναι αναγκασμένος να σταματήσει την επίθεση. Ο υφιστάμενός του, ο διοικητής σώματος στρατιάς Χόλστε, τολμά να πει στον στρατάρχη Κάιτελ, ότι οι στρατιώτες δεν θέλουν πια να πολεμήσουν, ξέροντας πως τους κάνουν να σκοτώνονται για ένα τίποτα.
Στα βόρεια του Βερολίνου η κατάσταση είναι ακόμα πιο σοβαρή και οι συγκρούσεις ακόμα πιο σφοδρές. Θέλοντας να διασώσει την 3η θωρακισμένη μεραρχία ο Χάινριτσι δίνει στον διάδοχο του Στάινερ τον Τίππελκιρς την διαταγή να ξαναπεράσει πίσω από το κανάλι του Βος, πράγμα που ισοδυναμεί με εγκατάλειψη κάθε ελπίδας να ξαναρχίσουν την πορεία προς το Βερολίνο. Ο Κάιτελ φθάνει αμέσως, κοντεύει να πάθει αποπληξία από την οργή. Αρνείται να ανακαλέσει τη διαταγή του, ο Κάιτελ τον καθαιρεί και τον βεβαιώνει πως θα περάσει στρατοδικείο. Αλλά την επομένη ο ίδιος ο στρατάρχης είναι αναγκασμένος να φύγει εσπευσμένα.
Οι Ρώσοι πλησιάζουν το αρχηγείο του Φύστενμπεργκ, όπου χθες το μπαλόνι με την αντένα καταρρίφθηκε από ένα Γιακ. ''Περίμενα ως την τελευταία στιγμή, αφηγείται ο Κάιτελ, γιατί είχα την ελπίδα να αποκαταστήσω επαφή με τον Führer. Τελικά ο Γιοντλ κι εγώ αναγκασθήκαμε να φύγουμε. Μισή ώρα ακόμη και οι Ρώσοι θα μας προλάβαιναν''. Σε μια αγροικία στο Ντόμπιν συγκεντρώνονται τα λείψανα του επιτελείου. Εκεί τη νύκτα της 29ης προς την 30ή Απριλίου μετέφεραν τις αγωνιώδεις ερωτήσεις που λίγες ώρες πρωτύτερα είχε υπαγορεύσει ο Χίτλερ. Ο Γιοντλ, λέει ο Κάιτελ, ετοίμασε την απάντηση όλη τη νύκτα και μου την έδωσε.
Η απάντηση ήταν περίπου η εξής: ''Δεν έχουμε κανένα νεώτερο από την 9η στρατιά. Ο Βενκ προχωρεί πολύ καλά με την βορινή του πτέρυγα, στα νότια του Πότσδαμ. Η επίθεση με θωρακισμένα προς την κατεύθυνση του Κράμπνιτς χωρίς επιτυχία. Η νότια πτέρυγα του Χάινριτσι εγκαταλείπει έδαφος προς τα δυτικά. Εγώ και οι αξιωματικοί του επιτελείου σας βρισκόμαστε σε πορεία μέρα και νύκτα, για να εξηγήσουμε στις μονάδες αυτό που έχουν να κάνουν και αυτό που διακινδυνεύεται''. Την ίδια σχεδόν στιγμή μια σύσκεψη γίνεται μέσα στο καταφύγιο.
Ο διοικητής του Βερολίνου ο ηλικιωμένος στρατηγός Βάιντλινγκ, έφθασε εξαντλημένος από τον δρόμο μετ' εμποδίων ανάμεσα στα ερείπια που καλύπτουν τώρα τη μικρή απόσταση από το αρχηγείο του της Φέντερστρασσε ως την Καγκελαρία. Η εικόνα που δίνει δεν επιτρέπει πια καμιά ελπίδα. Τα πολεμοφόδια αρχίζουν να λείπουν. Δεν απομένουν παρά ελάχιστες απ’ αυτές τις αντιαρματικές γροθιές που μόνο μ’ αυτές είναι δυνατό να αντιταχθούν στα άρματα. Τα περισσότερα από τα δοχεία που ρίχθηκαν με αλεξίπτωτα τις νύκτες, πέφτουν στα χέρια των Ρώσων. Ο Βέιντλιγκ θεωρεί χρέος του να ειδοποιήσει τον Führer, ότι η αντίσταση δεν θα είναι δυνατό να παραταθεί πέρα από την 1η Μαΐου.
Προτείνει έξοδο για να ανοίξει δρόμο ως τον Βενκ, τώρα που μένουν ακόμη μερικά φυσίγγια. Ο Χίτλερ απορρίπτει την πρόταση. Θεωρεί την έξοδο απραγματοποίητη. Δεν του απομένει πια, παρά μόνον ο θάνατος. Έχει κιόλας δώσει διαταγή να θανατώσουν την Αλσατική σκύλα του, την Μπλόντι, σημάδι αναμφισβήτητο εγκατάλειψης του αγώνα. Στην αρχή της νύκτας ο Χίτλερ αποχαιρετά τις γραμματείς του ζητώντας συγγνώμη που τους δίνει για τελευταίο ενθύμιο ένα φιαλίδιο με δηλητήριο και εκφράζει την λύπη του που δεν είχε και στρατηγούς το ίδιο με αυτές πιστούς. Η παράξενη τελετή μαθεύτηκε στην υπόγεια πόλη και την θεώρησαν σαν αναγγελία πως επίκειται η αυτοκτονία του Führer.
Περιμένουν με ανυπομονησία αυτήν τη λύση του δράματος, σαν το τέλος μιας δοκιμασίας μέσα στην οποία βυθίζεται η λογική. Διασκεδάζουν πολύ. Φαίνεται απίστευτο το ότι ήπιαν, τραγούδησαν, χόρεψαν, έκαναν έρωτα, όσο κράτησε η τελευταία νύκτα του καταφυγίου, αλλά οι μαρτυρίες είναι κατηγορηματικές. Τα ίδια συμβαίνουν και στις ανέπαφες βίλες του Γκρύνεβαλντ όπου μένουν οι ανώτατοι αξιωματούχοι Ναζί. Προσπαθούν, τραγουδώντας το ''Horst Wessel Lied'' να πιουν ως την τελευταία σταγόνα τη σαμπάνια και το κονιάκ που έχουν φέρει από τις χαμένες τώρα κατακτήσεις τους. Έπειτα οι πιο ψύχραιμοι τινάζουν στον αέρα τα μυαλά τους, ενώ την ίδια ώρα οι πιο αδύνατοι στο χαρακτήρα κοιτούν πως να εξαφανισθούν μέσα στη μάζα των πολιτών.
Όταν ξημερώνει, η μάχη του Βερολίνου εξακολουθεί ακόμη. Μένουν μόνο νησίδες αντίστασης, από τις οποίες η πιο σημαντική είναι το Χόχμπουνκερ, ο πύργος αντιαεροπορικής άμυνας του Ζωολογικού κήπου. Το τεράστιο αυτό κτίσμα που είναι συγχρόνως και καταφύγιο και πυροβολείο, είναι πλημμυρισμένο από ένα πλήθος βρώμικο, πειναλέο, τρομοκρατημένο, ζαλισμένο και αποβλακωμένο. Τρία ολόκληρα χρόνια ήμουν στο μέτωπο, λέει ένας στρατιώτης που καταφεύγει εκεί μια στιγμή, κι όμως σχεδόν τρομοκρατήθηκα από τη βροντή των κανονιών 88 μέσα στο αντηχείο αυτό από μπετόν. Οι πολίτες ούτε την ελάχιστη ταραχή δεν ένιωθαν.
Αλλού η άμυνα σιγά σιγά σπάει. Πλάι στην Καγκελαρία η υπόγεια διάβαση της Βόσστρασσε και το ξενοδοχείο Κάιζερχοφ καταλαμβάνονται έπειτα από σκληρή μάχη. Στον τρούλο του ερειπωμένου Reichstag μια κόκκινη σημαία που την ανέβασαν εκεί οι λοχίες Γιεγκόροφ και Κανταρίγια, κυματίζει. Η ώρα αυτή την στιγμή είναι 14:25. Ο Χίτλερ γευμάτιζε. Ήταν στο τραπέζι, στον κεντρικό διάδρομο του καταφυγίου, την ώρα που ο σοφέρ του, ο Έρικ Κέμπκα, βοηθούμενος από τέσσερις στρατιώτες, μετέφερε στους κήπους της Καγκελαρίας τα 180 λίτρα βενζίνης που προορίζονταν για να απανθρακώσουν το σώμα του και το σώμα της Εύας.
Ο Χιτλερ συνάντησε τη νεαρή γυναίκα του στο κελί, όπου είχε μείνει την ώρα που αυτός γευμάτιζε, ξαναβγήκε μαζί της, πέρασε μαζί της μπροστά στον Γκαίμπελς, τον Μπόρμαν, τον Κρεμπς, τον Μπούργκντορφ, τον Νάουμαν, τον Χέβελ, τον Βος και μπροστά από μερικούς κατώτερους αξιωματικούς και γραμματείς. Δεν υπήρξαν εκδηλώσεις με λόγια. Δόθηκαν τα χέρια σιωπηλά. Τη στιγμή αυτή οι Ρώσοι δεν απέχουν από το καταφύγιο ούτε 100 m. Ο Αδόλφος και η Εύα επιστρέφουν στο διαμέρισμά τους. Ακούγεται μια έκρηξη. Ο Χίτλερ αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα με μια σφαίρα από το περίστροφό του. Η Εύα πέθανε σιωπηλά μ’ ένα φιαλίδιο δηλητηρίου. Η ώρα είναι 15:30 στις 30 Απριλίου.
Το Τελευταίο 24ωρο του Χίτλερ
Δέκα μέρες αφού είχε κλείσει τα 56 του χρόνια, στις 30 Απριλίου 1945 αυτοκτόνησε μαζί με την Εύα Μπράουν, επί χρόνια ερωμένη του και σύζυγό του μόλις για μερικές μέρες. Ήταν η μέρα που οι Σύμμαχοι κατέλαβαν στο Βερολίνο. Τις τελευταίες στιγμές της ζωή του Χίτλερ, μέσα στο καταφύγιό του στο Βερολίνο, περιγράφει το βιβλίο των Jonathan Mayo και Emma Craigie. Η 30η Απριλίου 1945 είχε "πέσει" Δευτέρα. Για τα έξι παιδιά του υπουργού Προπαγάνδας, Γιόζεφ Γκέμπελς, η μέρα είχε αρχίσει όπως όλες οι άλλες. Τα ενοχλούσε που δεν είχαν μια αλλαξιά ρούχα. Όταν οι γονείς τους τα πήγαν στο καταφύγιο του Φύρερ, νόμιζαν πως δεν θα χρειαζόταν να μείνουν πολύ.
ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΟΥ ΦΥΡΕΡ
Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο καταφύγια που συνδέονταν μεταξύ τους, το πιο παλιό ήταν το Φορμπούνκερ (Vorbunker), κατασκευασμένο το 1936 και το νεότερο, το Φυρερμπούνκερ (Fuhrerbunker), που κατασκευάστηκε το 1943. Και τα δύο επικοινωνούσαν με τα κυρίως κτήρια της παλιάς και νέας Καγκελαρίας και είχαν και από μία έξοδο κινδύνου στους κήπους του συγκροτήματος κτηρίων. Tο Φυρερμπούνκερ, σε απόσταση 120 μέτρων βόρεια από το νέο κτήριο της Καγκελαρίας, βρισκόταν 17 μέτρα κάτω από τον κήπο της Καγκελαρίας και το Φορμπούνκερ κάτω από τη μεγάλη τραπεζαρία της παλαιάς Καγκελαρίας, που είχε πρόσοψη στην οδό Βιλχελμστράσσε. Tο Φυρερμπούνκερ ήταν κατασκευασμένο πιο βαθιά από το Φορμπούνκερ και προστατεύονταν περιμετρικά και από πάνω από περίπου 3 μέτρα σκυροδέματος, ενώ και τα δύο καταφύγια συνδέονταν με έναν διάδρομο και μια σειρά από σκαλοπάτια...
Tο Φυρερμπούνκερ υπήρχε αίθουσα παραγωγής ηλεκτρισμού, σύστημα εξαερισμού, τηλεφωνικό κέντρο και τουαλέτες. Φιλοξενούσε ακόμα μία αίθουσα συσκέψεων, ένα χειρουργείο, το γραφείο και το υπνοδωμάτιο του προσωπικού γιατρού του Χίτλερ, που μετά την αποχώρησή του τις τελευταίες μέρες του Απριλίου 1945, φιλοξένησε τον Γκέμπελς. Στη μία πλευρά του Φυρερμπούνκερ βρισκόταν το γραφείο του Χίτλερ, όπου δέσποζε ένα πορτρέτο του Φρειδερίκου του Μεγάλου και οι προσωπικοί χώροι του Χίτλερ αποτελούνταν από ένα γραφείο, ένα υπνοδωμάτιο και ένα μπάνιο που επικοινωνούσαν με το υπνοδωμάτιο που παραχωρήθηκε στην Εύα Μπράουν.
Στη μία άκρη βρισκόταν η χαλύβδινη πόρτα προς το διάδρομο με τον οποίο επικοινωνούσε με το Φορμπούνκερ και στην άλλη η έξοδος κινδύνου προς τον κήπο της Καγκελαρίας. Oι χώροι του Φορμπούνκερ εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται και μετά την κατασκευή του Φυρερμπούνκερ και φιλοξενούσαν το διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, μία αποθήκη τροφίμων και μία μεγάλη κάβα με κρασιά και σαμπάνιες, μία γεννήτρια, μία κουζίνα για τους ενοίκους του καταφύγιου και μία ξεχωριστή κουζίνα, όπου παρασκευάζονταν τα χορτοφαγικά γεύματα του Χίτλερ.
Το καταφύγιο ήταν χτισμένο βορειοανατολικά της Καγκελαρίας (Reichskanzlei) και σε βάθος πέντε μέτρων κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Κάτω από ένα μέτρο χώμα και τέσσερα μέτρα συμπαγούς σκυροδέματος, βρίσκονταν προστατευμένοι τριάντα χώροι, κατανεμημένοι σε δύο υπόγεια πατώματα, με εξόδους στα γύρω κυρίως κτίρια και με μια έξοδο κινδύνου στον κήπο. Η σχεδίαση του καταφυγίου αποδίδεται στον Άλμπερτ Σπέερ. Η κατασκευή του οχυρού αυτού καταφυγίου πραγματοποιήθηκε σε δύο οικοδομικές φάσεις, που ολοκληρώθηκαν το 1936 και το 1943. Το δεύτερο τμήμα ήταν προορισμένο προσωπικά για τον Χίτλερ, στο οποίο και «μετακόμισε» το 1945.
Η οικοδομή του δευτέρου τμήματος είναι ιδιαίτερα θωρακισμένη, σύμφωνα με τις οδηγίες του ίδιου του Χίτλερ. Για να προστατευθεί το οχυρό από τις βόμβες, ακόμα και στα πλαϊνά του, η οροφή, καθώς και οι πλευρικοί εξωτερικοί τοίχοι, είναι διπλού πάχους σε σύγκριση με το οικοδόμημα της πρώτης φάσης, και το οποίο θεωρείται ως απλή «πρόσβαση» στο δεύτερο, στο κυρίως καταφύγιο. Το καταφύγιο περιβρέχεται από τα υπόγεια φυσικά νερά της περιοχής, και γι' αυτό αντλίες ήταν σε συνεχή χρήση, επειδή το νερό έμπαινε από τις χαραμάδες. Το καταφύγιο είχε την δική του ηλεκτροδότηση χάρη σε γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος.
Η γεννήτρια χρησιμοποιούσε πετρέλαιο για τη λειτουργία της και, γιαυτό, ο θόρυβος μέσα στους χώρους του καταφυγίου ήταν μεγάλος. Ο αέρας ανανεωνόταν και περνούσε από ειδικά φίλτρα για να μην υπάρχει φόβος από δηλητηριώδη αέρια. Η εσωτερική διακόσμηση ήταν λιτή. Οι τοίχοι ήταν γυμνοί. Οι εξώπορτες και οι πόρτες ανάμεσα στα τμήματα του καταφυγίου έκλειναν αεροστεγώς. Στις εισόδους ήταν τοποθετημένη φρουρά από άνδρες των SS. Οι επισκέπτες δεν επιτρεπόταν να φέρουν κανενός είδους όπλο. Τα μόνα άτομα που οπλοφορούσαν στο εσωτερικό του καταφυγίου ήταν ο ασυρματιστής τηλεφωνητής Ρόχους Μις (Rochus Misch) και, πιθανόν, ο ίδιος ο Χίτλερ.
Ο Χίτλερ εγκαταστάθηκε στο καταφύγιο στις 16 Ιανουαρίου του 1945 λόγω των συνεχών εναέριων βομβαρδισμών από τις συμμαχικές δυνάμεις. Μαζί του πήρε την προσωπική του ακολουθία, τους αξιωματικούς του και μερικούς ακόμα. Η Εύα Μπράουν τον ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 1945 εγκαταλείποντας οριστικά την Βαυαρία και χρησιμοποίησε δύο δωμάτια δίπλα στο δωμάτιο του Χίτλερ. Τον Απρίλιο του 1945 τον ακολούθησε ο Γκαίμπελς και η γυναίκα του Μάγδα μαζί με τα παιδιά τους. Στο καταφύγιο τελέσθηκε ο γάμος του Χίτλερ με την Εύα Μπράουν και εκεί αυτοκτόνησαν και οι δύο.
Μετά τον πόλεμο, μέσα στο 1945, η Καγκελαρία ισοπεδώθηκε από τους Σοβιετικούς, αλλά το καταφύγιο παρέμεινε σχεδόν ανέπαφο, αν και μερικοί από τους χώρους του πλημμύρισαν. Tο 1947 οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να το ανατινάξουν, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να προκαλέσουν κάποιες ζημίες στους εξωτερικούς τοίχους του. Tο 1959 η Ανατολικογερμανική κυβέρνηση προσπάθησε επίσης να ανατινάξει το καταφύγιο, χωρίς όμως να πετύχει και αυτή πολλά πράγματα. H κατασκευάστρια εταιρεία Χόχτιφ, που μας είναι γνωστή ως ανάδοχος του αεροδρομίου "Ελευθέριος Βενιζέλος", φαίνεται ότι είχε κάνει καλά τη δουλειά της.
Μεταπολεμικά, η περιοχή όπου είχε κατασκευαστεί το καταφύγιο, που βρισκόταν κοντά στο Τείχος του Βερολίνου, ήταν σαφώς παραμελημένη μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών και έτσι το καταφύγιο παρέμεινε στην κατάσταση που βρισκόταν μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες Σοβιετικών και Ανατολικογερμανών να το ανατινάξουν και να το καταστρέψουν ολοσχερώς. Kατά τη διάρκεια ανοικοδόμησης κτηρίων στην περιοχή το 1988 - 1989 αποκαλύφθηκαν μερικά τμήματά του και καταστράφηκαν κατά τη θεμελίωση. Άλλα τμήματα των υπόγειων κατασκευών της Καγκελαρίας αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών τη δεκαετία του '90, αλλά γρήγορα μπαζώθηκαν.
Από το 1945 και μέχρι σήμερα μόνιμη ανησυχία των αρχών ήταν η πιθανότητα ο χώρος του καταφυγίου να γίνει τόπος προσκυνήματος των νεοναζί και καταβλήθηκε κάθε δυνατή προσπάθεια να εξαφανιστεί κάθε ίχνος στο έδαφος, που θα μπορούσε να αποκαλύψει το σημείο που ήταν κατασκευασμένο. Mία σκέψη να γίνει μουσείο απορρίφθηκε χωρίς πολλή συζήτηση και το 2005 πάνω από το καταφύγιο λειτουργούσε ένα Κινέζικο εστιατόριο και ένα μικρό εμπορικό κέντρο, ενώ το σημείο της εξόδου κινδύνου του στους κήπους της Καγκελαρίας χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
OΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ HMEPEΣ
Ενάμιση εκατομμύριο Σοβιετικοί στρατιώτες ήταν έτοιμοι να κινηθούν προς το κέντρο του Βερολίνου και την Καγκελαρία. Oι υπερασπιστές της πόλης δεν ξεπερνούσαν τις 45.000 και διέθεταν περίπου 60 άρματα. Oι δυνάμεις των Γερμανών που θα αγωνίζονταν μέσα στην πόλη αποτελούνταν από την αποδεκατισμένη 9η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών, τα υπολείμματα της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων Muncheberg, την 20ή Μεραρχία Γρεναδιέρων (ο διοικητής της οποίας αυτοκτόνησε μόλις αυτή υποχώρησε στο Βερολίνο), την 18η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Γρεναδιέρων, τη Μεραρχία ξένων εθελοντών των SS "Nordland", τη μισή δύναμη της 503ης Επιλαρχίας Βαρέων Αρμάτων των SS και άλλες διάσπαρτες μονάδες και ομάδες.
Πολύ σύντομα, η αναφορά σε συγκροτημένες μονάδες έχασε το νόημά της. H μάχη θα διεξαγόταν από αποκομμένες ομάδες της Βέρμαχτ και των SS, των υπερηλίκων της Πολιτοφυλακής (Volkssturm) και των εφήβων της Χιτλερικής Νεολαίας. Tα Τεθωρακισμένα Σώματα του Κόνιεφ αναπτύχθηκαν κατά μήκος της νότιας πλευράς του καναλιού Τέλτοβ και πίσω τους αναπτύχθηκε το πυροβολικό με 650 πυροβόλα ανά χιλιόμετρο. H προπαρασκευή πυροβολικού ξεκίνησε το πρωί της 24ης Απριλίου, με την ταυτόχρονη συμμετοχή της σοβιετικής αεροπορίας. Tα συνδυασμένα πυρά τους διέλυσαν τα κτήρια στην ανατολική όχθη του καναλιού.
Αμέσως το πεζικό διέσχισε το κανάλι με λέμβους και λίγο μετά το μεσημέρι, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή των πλωτών γεφυρών, άρχισε η διέλευση των τεθωρακισμένων σχηματισμών. Στις 25 Απριλίου ο Μαντώυφελ ανέφερε διάσπαση των γραμμών του από το 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο νοτίως του Στετίνο. O Χαϊνρίτσι, χωρίς να ενημερώσει τον Χίτλερ, τον Κάιτελ ή τον Γιοντλ, επέτρεψε στον Μαντώυφελ να υποχωρήσει στην περιοχή του Μέκλεμπουργκ προς τους Δυτικούς Συμμάχους.
Όταν οι "νεκροθάφτες" του Γερμανικού στρατού (όπως αποκαλούσαν τους Κάιτελ και Γιοντλ οι αξιωματικοί που μάχονταν επί σειρά ετών στην πρώτη γραμμή) το πληροφορήθηκαν αυτό, διέταξαν τον Χαϊνρίτσι να παρουσιαστεί στο Στρατηγείο του Χίτλερ, κατηγορώντας τον για δειλία και ανυπακοή. O Χαϊνρίτσι πείστηκε από τους αξιωματικούς του επιτελείου του να μην υπακούσει στη διαταγή, σώζοντας τη ζωή του. Την ίδια ημέρα οι Σοβιετικές δυνάμεις του Κόνιεφ συναντήθηκαν στο Τόργκαου με τους Αμερικανούς της 69ης Μεραρχίας Πεζικού επί του ποταμού Έλβα.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Χίτλερ προς τους διοικητές των μονάδων που υπερασπίζονταν το Βερολίνο ότι οι μεραρχίες των Βενκ, Μπούσε και Σέρνερ σπεύδουν προς την πολιορκούμενη πόλη, όλοι όσοι βρίσκονταν έξω από αυτήν το μόνο που σκέφτονταν ήταν η σωτήρια - αιχμαλωσία τους από τους Αμερικανούς. Oι δυνάμεις του Κόνιεφ εκκαθάρισαν την περιοχή νότια από το κανάλι Τέλτοβ και σύντομα στράφηκαν εναντίον της Μεραρχίας Τεθωρακισμένων Muncheberg στο αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, καταστρέφοντας όσα αεροσκάφη παρέμεναν καθηλωμένα λόγω έλλειψης καυσίμων.
Oι ρουκέτες Κατιούσα και το πυροβολικό ισοπέδωσαν τα διοικητικά κτήρια και την 26η Απριλίου τα άρματα κινήθηκαν στους διαδρόμους του αεροδρομίου χωρίς αντίσταση. Oι Γάλλοι εθελοντές των SS, μαζί με εφήβους της Χιτλερικής Νεολαίας, κατόρθωσαν να ανακόψουν την περαιτέρω προώθηση των Σοβιετικών αρμάτων, καταστρέφοντάς τα με αντιαρματικές γροθιές. H μάχη διεξαγόταν πια στους αδιάβατους από τα ερείπια και τις πυρκαγιές δρόμους του Βερολίνου, στα διαμερίσματα και στα υπόγεια όπου οι άμαχοι έβρισκαν καταφύγιο εδώ και πολύ καιρό.
Tα Σοβιετικά μαχητικά πετούσαν ανενόχλητα, αλλά ο καπνός δυσχέραινε την αναγνώριση των θέσεων των μαχητών. Tα βήματα των Σοβιετικών έγιναν πιο διστακτικά. Kανένας δεν ήθελε να χάσει τη ζωή του ενώ η θριαμβευτική νίκη ήταν τόσο κοντά. Tο πεζικό, όπου συναντούσε αντίσταση, παραχωρούσε την πρωτοβουλία στα άρματα ή στο πυροβολικό που ισοπέδωναν τα κτήρια με τα πυρά τους. Tο πυροβολικό συνέχιζε τις βολές του στην πόλη και οι άμαχοι που ξεπρόβαλλαν από τα υπόγεια σε αναζήτηση τροφής ή πόσιμου νερού συχνά έβρισκαν τραγικό θάνατο διαμελιζόμενοι από τις εκρήξεις.
Μέσα στην πόλη, η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στις δυνάμεις του Ζούκωφ και σε αυτές του Κόνιεφ είχε ως αποτέλεσμα άνδρες των δυνάμεων του Κόνιεφ να χάσουν τη ζωή τους από πυρά του πυροβολικού του Ζούκωφ και οι Σοβιετικοί πιλότοι να βομβαρδίζουν τους συμπατριώτες τους. H αμυντική περίμετρος είχε συρρικνωθεί σε μία περιοχή μήκους 15 χιλιομέτρων και πλάτους 5 χιλιομέτρων. Την υπερασπίζονταν σκόρπιες ομάδες ανδρών υπό τα καταιγιστικά πυρά του Σοβιετικού πυροβολικού. Την 28η Απριλίου οι δυνάμεις του Κόνιεφ διατάχθηκαν να τερματίσουν την επίθεσή τους στο κέντρο του Βερολίνου και στην Καγκελαρία.
H αποστολή αυτή ανατέθηκε στις δυνάμεις του Ζούκωφ που επιτίθεντο από τα βόρεια και τα ανατολικά. Oι μονάδες της 3ης και η 5ης Στρατιάς Κρούσης, που είχαν ξεκινήσει αυτή τη μάχη από τις όχθες του Όντερ, πλησίαζαν στη "φωλιά του Ναζιστικού κτήνους", όπως χαρακτήριζε η Σοβιετική προπαγάνδα το Γερμανικό Κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) και την Καγκελαρία. Oι ομάδες εφόδου έφεραν μαζί τους τις κόκκινες σημαίες με το σφυροδρέπανο για να τις υψώσουν στο Ράιχσταγκ, όπως είχε διατάξει ο ίδιος ο Στάλιν, ο οποίος θεωρούσε ότι η κατάληψη του Κοινοβουλίου θα σήμαινε και την κατάληψη της πόλης.
O καπνός από τις πυρκαγιές και η σκόνη από τα κτήρια που σωριάζονταν σε ερείπια είχε περιορίσει την ορατότητα. Tο δίκτυο υδροδότησης είχε καταστραφεί και οι μαχητές έσβηναν τη δίψα τους πίνοντας νερό από τα κανάλια. Oι λευκές σημαίες που άρχισαν να ξεπροβάλλουν, εξαγρίωσαν τους άνδρες των SS και των μαχητών της Χιτλερικής Νεολαίας, που εισέβαλαν στα κτήρια και εκτελούσαν τους ενοίκους. Την υπεράσπιση του κέντρου της πρωτεύουσας είχαν αναλάβει υπολείμματα μονάδων του Γερμανικού στρατού και των SS και κατά κύριο λόγο ξένα σώματα εθελοντών SS (Δανοί, Νορβηγοί, Σουηδοί, Βέλγοι και Γάλλοι) που κατάφεραν να σταθεροποιήσουν για λίγο τις γραμμές άμυνας.
Τμήματα της Χιτλερικής Νεολαίας κρατούσαν γέφυρες στον ποταμό Χάβελ στα δυτικά, εν αναμονή των δυνάμεων της 12ης Στρατιάς του Βενκ. Στις 28 Απριλίου οι Σοβιετικοί μάχονταν στην περιοχή του Τίεργκαρτεν και πλησίαζαν το καταφύγιο του Χίτλερ. O σπουδαίος ζωολογικός κήπος είχε καταστραφεί ολοσχερώς και όσα από τα ζώα δεν κομματιάστηκαν από τις βολές του πυροβολικού, περιφέρονταν στους δρόμους της πόλης. O αντιαεροπορικός πύργος του ζωολογικού κήπου συνέχισε να προβάλει αντίσταση και τα πυροβόλα του να βάλουν κατά των Σοβιετικών προς κάθε κατεύθυνση.
Στα βόρεια, οι Σοβιετικοί είχαν φτάσει στη γέφυρα Μόλτκε επί του ποταμού Σπρέε, το μοναδικό φυσικό εμπόδιο ανάμεσα σε αυτούς και στο Ράιχσταγκ, στην Καγκελαρία και στον Χίτλερ. Oι Γερμανοί υπερασπιστές πυροδότησαν τα εκρηκτικά που είχαν τοποθετήσει στη γέφυρα, αλλά όταν κατακάθισε η σκόνη, διαπίστωσαν ότι παρά τις σοβαρές ζημιές, η γέφυρα δεν είχε γκρεμιστεί και ήταν δυνατή η διέλευση πεζοπόρων τμημάτων. Tο πυροβόλα των Σοβιετικών που προωθήθηκαν μέχρι τις όχθες του ποταμού άνοιξαν πυρ λίγο πριν πέσει η νύχτα, διέλυσαν τις θέσεις άμυνας στην απέναντι όχθη και έδωσαν την ευκαιρία στο πεζικό να περάσει απέναντι και να δημιουργήσει σταθερά προγεφυρώματα που ενισχύθηκαν στη διάρκεια της νύκτας.
H επίθεσή τους με αυτόματα και χειροβομβίδες αποκρούστηκε από τη σθεναρή αντίσταση των, οχυρωμένων στο κτήριο του Υπουργείου Εσωτερικών και στο αρχηγείο της Γκεστάπο, υπερασπιστών της πόλης και τους ανάγκασε να χρησιμοποιήσουν τα βαριά οβιδοβόλα τους για να ανοίξουν ρήγματα στους τσιμεντένιους τοίχους των κτηρίων για να διασπάσουν την αμυντική γραμμή. Oι αμυνόμενοι, προτού υποχρεωθούν να υποχωρήσουν στα ερείπια γύρω από το Ράιχσταγκ, προξένησαν σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους.
Ακολούθησαν σκληρές μάχες στην περιοχή της Κένινγκσπλατς, που ήταν κατάσπαρτη από κρατήρες βλημάτων, διαλυμένες σιδηροτροχιές από τις γραμμές του τραμ, κατεστραμμένα οχήματα και άρματα. Oι υπερασπιστές του Βερολίνου είχαν ανοίξει ορύγματα και απωθούσαν το Σοβιετικό πεζικό με πολυβόλα και χειροβομβίδες.
Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
Όταν ο Κρεμπς επέστρεψε από τον Τσούικωφ με την απάντηση ότι μόνο η παράδοση άνευ όρων ήταν αποδεκτή και με τους Σοβιετικούς να πλησιάζουν σε απόσταση αναπνοής την Καγκελαρία, οι εναπομείναντες ένοικοι του καταφυγίου αντιλήφθηκαν ότι είχε φτάσει η ώρα των αποφάσεων. O Γκέμπελς είχε πάρει έγκαιρα την απόφασή του, αυτός και η οικογένεια να ακολουθήσουν τη μοίρα του Χίτλερ. Oι στρατηγοί Κρεμπς και Μπούργκντορφ, όπως και ο λοχαγός Σέντλε, είχαν αποφασίσει και αυτοί να θέσουν τέρμα στη ζωή τους.
Oι υπόλοιποι ένοικοι, μεταξύ αυτών και οι αρχιερείς του δόγματος, "Όποιος δεν είναι αρκετά γενναίος να πολεμήσει, πρέπει να πεθάνει", αυτοί που υπεράσπιζαν την αντίσταση μέχρι τέλους, αυτοί που εξέδωσαν τις διαταγές με τις οποίες χιλιάδες στρατιώτες και άμαχοι είχαν εκτελεστεί ή απαγχονιστεί από τη Στρατιωτική Αστυνομία, την Γκεστάπο και τα SS, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Βερολίνο και το βέβαιο θάνατο με ένα όπλο στα χέρια και να προσπαθήσουν να διαφύγουν προς τη Δύση. Στο στρατηγό Βάιντλινγκ δόθηκε η διαταγή να μην παραδώσει τη φρουρά πριν από το ξημέρωμα της Τετάρτης 2 Μαΐου, εξασφαλίζοντάς τους τη νύχτα της 1ης Μαΐου για την απόδρασή τους.
O Μόνκε, αρχηγός της φρουράς του καταφυγίου, σχεδίασε τις λεπτομέρειες της απόδρασης, διέταξε το πλήρωμα του τελευταίου Kingtiger να τεθεί στη διάθεσή τους και η φυγή προς τη σωτηρία άρχισε στις 11:00 την νύχτα της 1ης Μαΐου 1945. H πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον Μόνκε, με 20 άτομα και τις γραμματείς του Χίτλερ, κινούμενοι πότε στην επιφάνεια και πότε στις σήραγγες του υπόγειου σιδηροδρόμου, κατάφεραν να διασχίσουν τον ποταμό Σπρέε από μία μεταλλική γέφυρα πεζών.
Oι υπόλοιποι, κινούμενοι μέσα στα φλεγόμενα χαλάσματα και στα πυρά των Σοβιετικών, αποπροσανατολίστηκαν, οι ομάδες διαλύθηκαν, μερικοί κατάφεραν να βρεθούν στη βόρεια όχθη του Σπρέε, ενώ οι άλλοι είτε σκοτώθηκαν από τις εκρήξεις των οβίδων των αρμάτων και των πυροβόλων είτε αιχμαλωτίστηκαν από τους Σοβιετικούς. O Μπόρμαν, ντυμένος με πολιτικά και με τη σκέψη να φτάσει στον Ντένιτς και να εξασφαλίσει μια θέση στην κυβέρνηση του Ράιχ, ο γιατρός των SS, Στούμπφεγγερ, που προμήθευσε το δηλητήριο στους Χίτλερ και Γκέμπελς και πιστοποίησε το θάνατό τους, και ο αρχηγός της Χιτλερικής Νεολαίας, Άξμαν, προσπάθησαν να διαφύγουν μαζί.
Μέσα στη σύγχυση όμως χώρισαν οι δρόμοι τους και ο μόνος που επέζησε ήταν ο Άξμαν, που κατέθεσε ότι είχε δει τους άλλους δύο να κείτονται νεκροί. H μαρτυρία του, ειδικά για το θάνατο του Μπόρμαν, δεν έγινε πιστευτή και ο τελευταίος καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Tο μυστήριο που καλύπτει την τύχη του Μπόρμαν έδωσε πολλές αφορμές για μυθιστορηματικές αφηγήσεις μετά το τέλος του πολέμου.
O Άξμαν, που έστειλε το άνθος της Γερμανικής νεολαίας να χαθεί κάτω από τις ερπύστριες των Σοβιετικών αρμάτων, έφθασε στις Βαυαρικές Άλπεις, όπου παρέμεινε επί έξι μήνες κρυμμένος σε ένα καταφύγιο που είχε προετοιμάσει από πριν μαζί με άλλους αξιωματούχους της Χιτλερικής Νεολαίας, μέχρι τελικά να συλληφθεί από τους Αμερικανούς.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ - ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
- 16 - 19 Απριλίου 1945: Βομβαρδισμός του Βερολίνου από Σοβιετικά πυροβόλα και εκτοξευτές ρουκετών "Κατιούσα" (Katyusha), παράλληλα ξεκινά η επίθεση του 1ου και 2ου Λευκορωσικού Μετώπου.
- 20 Απριλίου 1945: Οι βομβαρδισμοί του Βερολίνου συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, ενώ ο Χίτλερ από τις 16 Ιανουαρίου 1945 βρίσκεται στο καταφύγιό του στα υπόγεια της Καγκελαρίας με το επιτελείο του, τους πιστούς ακολούθους του και τη μέλλουσα σύζυγό του.
- 21 Απριλίου 1945: Ο Χίτλερ αναλαμβάνει ο ίδιος τη στρατιωτική διοίκηση του Βερολίνου. Αποφασίζει την οχύρωση της πόλης. Το Βερολίνο και τα προάστιά του χωρίστηκαν σε 8 τομείς άμυνας. Ο έλεγχος των 7 εσωτερικών τομέων ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγού Χέλμουτ Βάϊτλινγκ, ενώ τον 8ο είχε αναλάβει ο υποστρατηγός (Brigadeführer) των SS Μόνκε (Wilhelm Mohnke). Οι μόνες διαθέσιμες δυνάμεις για την υπεράσπιση του Βερολίνου είναι η 18η και η 20η μεραρχία Γρεναδιέρων που αποτελούνταν από Γάλλους εθελοντές SS, η τεθωρακισμένη μεραρχία των SS Nordland που αποτελούνταν από Νορβηγούς εθελοντές SS, ένα τάγμα πεζικού της διαλυμένης μεραρχίας των SS Καρλομάγνος (Γάλλοι εθελοντές), κατάλοιπα της μεραρχίας "Αθούλ" (Ισπανοί εθελοντές) ενώ παράλληλα με αυτές τις δυνάμεις, υπήρχαν 8 τάγματα χαμηλής μαχητικότητας της Εθνοφυλακής (Volksturm) και μερικές χιλιάδες πλημμελώς εξοπλισμένων μελών της Χιτλερικής Νεολαίας.
- 22 Απριλίου 1945: Οι προφυλακές των Σοβιετικών βαδίζουν μέσα στο Βερολίνο, προετοιμάζοντας το έδαφος για την εισβολή των οκτώ στρατιών του Ζούκωφ και των 7 στρατιών του Κόνιεφ. Οι Σοβιετικοί ανέρχονταν σε 1.285.000 στρατιώτες, 14.600 πυροβόλα και 2.130 τανκς. Συντρίβει τις δυνάμεις των 5 πρώτων τομέων άμυνας του στρατηγού Χέλμουτ Βάιτλινγκ, το 3ο σώμα τεθωρακισμένων του στρατηγού Ρυμπάλκο με αποτέλεσμα να προελάσει 60 χιλιόμετρα μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
- 23 - 28 Απριλίου 1945: Η προέλαση των Σοβιετικών συνεχίζεται συντρίβοντας όλες τις εναπομείνασες δυνάμεις αντίστασης των Γερμανών. Ο Χίτλερ ελπίζει ότι αν η στρατιά του Βενκ φύγει από τον Έλβα και έρθει στο Βερολίνο, ο Ζούκωφ θα συντριβεί. Στέλνει διαταγή στον Βενκ να βαδίσει στην πόλη, και να καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα στον Κόκκινο Στρατό, αλλά, αν και η διαταγή του επιδόθηκε από τον στρατάρχη Βίλχελμ Κάιτελ, δεν εκτέλεσε την εντολή του Χίτλερ για μια σειρά από στρατηγικούς λόγους. Ο αρχηγός της Γερμανικής πολεμικής αεροπορίας (Luftwaffe) Χέρμαν Γκαίρινγκ με μήνυμά του ζητά από τον Χίτλερ να του μεταβιβάσει τις εξουσίες του Φύρερ. Ο Χίτλερ γίνεται έξαλλος και διατάσσει τη σύλληψη του με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και ακολουθεί ο αρχηγός της SS Χάινριχ Χίμλερ. Στις 28 Απριλίου ο Χίτλερ μαθαίνει ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι εκτελέστηκε από Ιταλούς αντιφασίστες και, μη θέλοντας να πέσει ζωντανός στα χέρια των Σοβιετικών, αποφασίζει την αυτοκτονία του.
- 30 Απριλίου 1945: Οι Σοβιετικοί έχουν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την Καγκελαρία, και παράλληλα πολιορκείται και το Ράιχσταγκ. Στις 15:30 το μεσημέρι, ο Χίτλερ και η σύζυγός του Εύα Μπράουν αυτοκτόνησαν, η μεν Μπράουν με κάψουλα υδροκυανίου, ο δε Χίτλερ αυτοπυροβολήθηκε στον κρόταφο. Τα πτώματα τους κάηκαν και ό,τι απέμεινε τάφηκε στον κήπο της Καγκελαρίας στον λάκκο που είχε ανοίξει μια οβίδα.
- Η ύψωση της Σοβιετικής σημαίας στο Ράιχσταγκ: Το βράδυ της 30ης Απριλίου γύρω στις 22:50 μια μικρή ομάδα Σοβιετικών λοχίων ανεβαίνουν στην ταράτσα του κτιρίου και υψώνουν τη Σοβιετική σημαία, ο λοχίας που τοποθέτησε τη σημαία σε ένα από τα αγάλματα της ταράτσας του Ράιχσταγκ ήταν ο Μιχαήλ Μίνιν. Η σκηνή επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα, 1η Μαΐου για να εκδοθεί σε φωτογραφία με άλλους πρωταγωνιστές.
ΤΟ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ MUSSOLINI
Οι 25 μεραρχίες που η Wehrmacht διατηρούσε στην Ιταλία, δεν ήταν πια παρά μια βιτρίνα. Ακόμη πιο πολύ κι από τα στρατεύματα που μάχονταν στη Γερμανία, οι μεραρχίες στην Ιταλία δεν διαθέτουν πολεμοφόδια και καύσιμα. Δεν έχουν ηθικό. Στην κορυφή της πυραμίδας, ο αρχιστράτηγος φον Βίτινγχοφ, εν όψει της αιχμαλωσίας της στρατιάς του συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που γίνονταν στην Ελβετία με την πρωτοβουλία του στρατηγού των SS Βέρνερ Βόλφ. Στη βάση ο στρατιώτης δεν έβλεπε να έχει κανένα νόημα η συνέχιση του πολέμου σε ξένο έδαφος, την ώρα που η δική του πατρίδα είχε υποστεί εισβολή.
Οι προσπάθειες του στρατάρχου Graziani να δημιουργήσει μια δημοκρατική φασιστική στρατιά κατέληξαν στον σχηματισμό 6 μεραρχιών, αλλά αυτές είχαν ελλείψεις ακόμη μεγαλύτερες κι από τις Γερμανικές μεραρχίες. Εξ άλλου ένας μικρός αριθμός από ταξιαρχίες Μελανοχιτώνων συναγωνίζονταν σε ακρότητες και δολοφονίες τις ομάδες των παρτιζάνων. Με το κτύπημα των Αγγλοαμερικανών από τις 8 ως τις 14 Απριλίου η βιτρίνα καταρρέει. Η Μπολόνια καταλαμβάνεται στις 21 Απριλίου. Η Μοδένα και η Φερράρα πέφτουν την επομένη. Η συμμαχική διοίκηση είχε προβλέψει μια στάθμευση στον Πο.
Μπροστά στην αδυναμία του εχθρού δίνεται η διαταγή να συνεχισθεί η επίθεση χωρίς ανάπαυλα. Το 4ο Αμερικανικό σώμα περνά τον Πο στις 23, κοντά στην Γκουαστάλλα. Οι Γερμανοί δεν ονειρεύονται παρά να ξαναβρεθούν στη Γερμανία. Στους δρόμους που οδηγούν στο Μπρέννερ τα καταδιωκτικά - βομβαρδιστικά των Συμμάχων εισπράττουν διόδια σε νεκρούς. Ο Μουσολίνι πέρασε μαύρο χειμώνα. Για μια μόνο μέρα, στις 16 Δεκεμβρίου, στη Σκάλα του Μιλάνου ξανάγινε ο δημαγωγός μαζών χαιρετίζοντας μπροστά σε 5.000 ενθουσιώδεις ακροατές την ανακήρυξη της Ιταλικής κοινωνικής δημοκρατίας και ξαναβρίσκοντας τις επαναστατικές εκφράσεις που είχε στην νεότητά του.
Αλλά η ψευδαίσθηση ξανάπεσε σαν ένα πυροτέχνημα που κάηκε. Στη βίλα του στη λίμνη της Γκάρντε ο Ντούτσε είναι στην πραγματικότητα αιχμάλωτος των Γερμανών. Τους μισεί, ξέρει πως έχουν χάσει τον πόλεμο, αλλά μένει αλυσοδεμένος με την αλυσίδα που ο ίδιος σφυρηλάτησε για τον εαυτό του. Στις 19 Απριλίου ο Μουσολίνι αποφασίζει να εγκαταλείψει το μέγαρο Φελτρινίνι, για να πάει στο Μιλάνο. Οι Γερμανοί προσπαθούν να τον αποτρέψουν, θέλουν να τον πείσουν να πάει πιο κοντά προς την Αυστρία και την Βαυαρία. Οι έμπιστοί του τον συμβουλεύουν να καταφύγει στην Ελβετία και η οικογένεια Πετάτσι προσφέρεται να του οργανώσει έναν ψεύτικο θάνατο, για να καλύψει την αναχώρησή του στην Ισπανία και την Αργεντινή.
Αντιστέκεται σε όλες αυτές τις πιέσεις. Ποτέ, λέει, δεν θα εγκαταλείψει την Ιταλία. Συντάσσεται με το σχέδιο του Παβολίνι, που προβλέπει τη συγκέντρωση στο φυσικό οχυρό Βαλτελίνε του πυρήνα των φανατικών φασιστών που έχουν αποφασίσει να πεθάνουν ηρωικά. Ο Παβολίνι τους υπολογίζει σε 3.000 άνδρες, αριθμό μικρό για ένα κόμμα που περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα συγκέντρωσε τόσες δονούμενες υποσχέσεις πίστης. Ο ελιγμός του Μιλάνου δεν συμβιβάζεται με το σχέδιο Βαλτελίνε. Αλλά η σκέψη του Μουσολίνι έχει πάρει στραβό δρόμο. Η υποταγή του είναι δύσκολη. Η ευφυΐα του, του αφήνει λίγες ψευδαισθήσεις πάνω στις πιθανότητες που του απομένουν:
''Έπαιξα, έχασα. Θα φύγω από τη ζωή χωρίς μίσος και χωρίς εγωισμό''. Η ρητορική του έχει μείνει πιστή, έπειτα από τόσους ανθρώπους και γεγονότα που τον έχουν προδώσει. ''Σταυρώθηκα από το πεπρωμένο μου το ίδιο''. Αλλά η φυσική του αισιοδοξία και η ετοιμότητα του πνεύματός του τον κάνουν ικανό να διακρίνει ακόμη και τώρα διεξόδους, άλλες από μιαν απελπισμένη έξοδο από τη σκηνή. Πέρασε ολόκληρες εβδομάδες τακτοποιώντας τα κρατικά έγγραφα, κρατώντας σημειώσεις, ετοιμάζοντας την άμυνά του - και πηγαίνοντας τις νύκτες με βάρκα μόνος με τον γραμματέα του στη λίμνη Γκάρντε, για να εξαφανίσει στα νερά της μερικούς φακέλους.
Στο Μιλάνο ελπίζει να διαπραγματευθεί με την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης. Θα της προσφέρει την συνθηκολόγηση του φασισμού. Θα της ζητήσει επιείκεια για τους Μελανοχίτωνες, ίσως για τους αρχηγούς τους, ίσως γι’ αυτόν τον ίδιο. Ο Μουσολίνι εγκαθίσταται στη νομαρχία, στη βία Μονφόρτε. Η γυναίκα του, η ντόννα Ρακέλε, έμεινε στο Σαλό. Η ερωμένη του, η Κλάρα Πετάτσι, τον ακολούθησε. Από αυτήν και μόνο εξαρτάται το να φύγει μακριά του. Ο Μουσολίνι την επισκέπτεται στο ιδιαίτερό της διαμέρισμα και την ικετεύει να φροντίσει για την ασφάλειά της.
Ο μεσολαβητής μεταξύ Ντούτσε και Επιτροπής Απελευθέρωσης είναι ο αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, Ίλντεφονσε καρδινάλιος Σούστερ. Πρόσωπο παγερό, πνεύμα πονηρό, όψη προβάτου, πανουργία αλεπούς. Μόλις στις 25 Απριλίου έγινε η συνάντηση στην αρχιεπισκοπή. Η Πάρμα, η Βερόνα και η Κρεμώνα μεγαλώνουν τον κατάλογο των πόλεων, που κατελήφθησαν. Οι Αμερικανοί βρίσκονται 60 km από το Μιλάνο. Για πολύ καιρό ήρεμη η μεγάλη αυτή πόλη, επιτέλους αναταράσσεται. Νωρίς το απόγευμα οι σειρήνες όλων των εργοστασίων δίνουν το σύνθημα της γενικής απεργίας. Η Γερμανική φρουρά είναι ακόμη κυρία της κατάστασης.
Ο αρχηγός της, ο στρατηγός Βέινιγκ, πρότεινε στον Ντούτσε μια αλλαγή στο σχέδιο Βαλτελίνε: ''Να κάνουν το Μιλάνο ένα Ιταλικό Σταλινγκράντ''. Ο Μουσολίνι αρνείται. Στο σαλόνι του καρδιναλίου η συζήτηση αρχίζει καλά. Την Επιτροπή εθνικής απελευθέρωσης εκπροσωπεί ο στρατηγός Καντόρνα, ο Χριστιανοδημοκράτης δικηγόρος Αχίλλε Μαράτσα και ένας μηχανικός ονόματι Ρικάρντο Λομπάρντι. Με παρακαθήμενο τον στρατάρχη Graziani ο Μουσολίνι είναι σε καλή διάθεση, κύριος του εαυτού του, και διευθύνει τη συζήτηση. Τα πάντα καταρρέουν με την παρέμβαση του Graziani, που ζήτησε να μη γίνει η ιταλική συνθηκολόγηση εν αγνοία των Γερμανών.
Ο Καντόρνα υποκρίνεται πως εκπλήσσεται: πώς μπορούν να έχουν τόση ευσυνειδησία, τα μέλη της νεοφασιστικής κυβέρνησης την ώρα που οι Γερμανοί επί πολύ καιρό προσπάθησαν να διαπραγματευθούν τη δική τους συνθηκολόγηση; Ο Μουσολίνι αναπηδά. Δεν ήξερε τίποτα. Για μιαν ακόμα φορά τον έχουν προδώσει. Η οργή και η ταπείνωση εκμηδενίζουν την υποταγή του, τη σύνεσή του και τον φόβο του. Οι προσπάθειες του καρδιναλίου να τον ηρεμήσει είναι μάταιες. Θέλει, λέει, να δει αμέσως τον Γερμανό πρόξενο, ζητά να ανασταλούν για μια ώρα οι διαπραγματεύσεις, φεύγει από την αρχιεπισκοπή, ξαναγυρίζει στη νομαρχία που είναι εκεί κοντά.
Αλλά η ανταρσία ξεσπά. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν από ένα ταραγμένο πλήθος. Ο Μουσολίνι καταλαβαίνει ότι πέρασε η ώρα των διαπραγματεύσεων. Δίνει δύο διαταγές. Η μία: Στο Βαλτελίνε. Η άλλη: Κατεύθυνση προς το Κόμο. Το Κόμο δεν βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο του Βαλτελίνε. Βρίσκεται ακριβώς πάνω στο δρόμο των Ελβετικών συνόρων και του Μπρέννερ. Ο δισταγμός του κυνηγημένου ανθρώπου εκφράζεται μ’ αυτήν την αντίφαση. Η συνοδεία περιλαμβάνει 30 οχήματα, ανάμεσά τους πολλά φορτηγά γεμάτα στρατιώτες του δημοκρατικού στρατού και τα δύο καμιόνια των SS του Ομπερστουρμφύρερ Μπίρτσερ.
Ο Μουσολίνι είναι σε μια Alfa Romeo με πέτσινο αμπέχονο και με ένα πολυβόλο στα γόνατά του. Ο Graziani, πολλοί υπουργοί και ανώτεροι υπάλληλοι στριμώχνονται σε τρεις άλλες Alfa Romeo. Μια πέμπτη, με μια μικρή Ισπανική σημαία υψωμένη, μεταφέρει την Κλάρα Πετάτσι, τον αδελφό της και την κουνιάδα της. Το πλήθος ανοίγει δρόμο μπροστά στην πάνοπλη φάλαγγα. Ο αυτοκινητόδρομος της λίμνης είναι ελεύθερος. Στις 22:00 ο Μουσολίνι φθάνει στο Κόμο και πάει να πλαγιάσει στη Νομαρχία. Η Ελβετική μεθόριος απέχει από την πόλη 10 km. Όλη η άλλη μέρα χάθηκε με την ανησυχία και την αναμονή. Κάτω από μια δυνατή βροχή η συνοδεία δεν προχωρεί παρά μόνο ως το Μενάτζιο πάνω στο δρόμο της λίμνης.
Η Ελβετία βρίσκεται πάντα πάρα πολύ κοντά, αλλά τα σύνορα είναι κλειστά και μερικοί που προσπαθούν να τα περάσουν, συλλαμβάνονται από τους καραμπινιέρους. Ο Μουσολίνι περνά την ημέρα σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, εργάζεται στα έγγραφά του ή ακούει το ραδιόφωνο που δεν του λέει παρά για ήττες και καταστροφές. Περιμένει τον Παβολίνι που πρόκειται να φέρει μαζί του το ιερό τάγμα του φασισμού. Θα πάνε ύστερα στο Βαλτελίνε ανάμεσα από τις αγέλες των παρτιζάνων. Την άλλη μέρα την αυγή ο Παβολίνι φθάνει μ’ ένα αυτοκίνητο εξοπλισμένο με πολυβόλα.
Ένα Γερμανικό απόσπασμα που το αποτελούν μερικά καμιόνια και 200 στρατιώτες της αντιαεροπορικής άμυνας, σταθμεύει στο Μενάτζιο, κάτω από τις διαταγές του υπολοχαγού Φόλλμαγιερ. Ο Μπίρτσερ ρωτά τον Φόλλμαγιερ αν οι Ιταλοί -που έχουν εξασθενήσει από τις πολλές λιποταξίες, ανάμεσα στις οποίες και του Graziani- μπορούν να ενωθούν με τη Γερμανική φάλαγγα. Ο Φόλλμαγιερ συγκατατίθεται με κακή διάθεση, που καθόλου δεν ελαττώνεται, όταν ανακαλύπτει πως ένας από τους φυγάδες είναι ο ίδιος ο Μουσολίνι. Δεν τους έχει στην καρδιά του τους Ιταλούς και περιορίζει την υποχρέωσή του στο να οδηγήσει αυτούς τους ανθρώπους σε Γερμανικό έδαφος.
Η φάλαγγα ξεκινά και πάλι. Η ένταση της βροχής κάνει τον δρόμο επικίνδυνο. Ο Μουσολίνι οδηγεί την Alfa Romeo του. Ξαναβρήκε την εμπιστοσύνη του. Του αποδίδουν αυτά τα λόγια, ίσως σαρκαστικά: ''Με 200 Γερμανούς πάει κανείς ως την άκρη του κόσμου''. Κατά τη διάρκεια μιας στάθμευσης ακούει ωστόσο τον Παβολίνι που έρχεται να του πει, πως θα έχει περισσότερη ασφάλεια στο αυτοκίνητο με τα πολυβόλα. Η Κλάρα έρχεται και κάθεται κοντά του, φορώντας μια κάσκα, που την κάνει να μοιάζει με στρατιωτάκο και κάτω από την ατσάλινη σκεπή ταρακουνιούνται μαζί οι δυο τους με τα χέρια τους ενωμένα. Κάνουν έτσι μερικά χιλιόμετρα. Πλησιάζουν ένα στενό ορεινό πέρασμα κι ένα χωριό που λέγονται Μούσσο.
Πυρά ρίχνονται εναντίον τους. Ένα μεγάλο δέντρο είναι ριγμένο στο πλάτος του δρόμου. Ενέδρα των παρτιζάνων. Αλλά εκεί που βρίσκονται αυτοί, ένα λευκό μαντίλι κινείται. Ο αρχηγός τους, ένας ονόματι Μπαρμπιέρι, δέχεται ν’ αφήσει να περάσουν οι Γερμανοί υπό τον όρο, πως δεν έχουν μαζί τους και Ιταλούς. Η συζήτηση κρατά από τις 08:00 ως τις 14:00, έξι ώρες. Μια παγωμένη βροχή γλιστρά αδιάκοπα πάνω στην ακίνητη συνοδεία, πάνω στο ατσάλινο κουτί που μέσα του είναι στριμωγμένοι ο Μουσολίνι και η ερωμένη του. Αυτή την στιγμή ο Μουσολίνι ίσως να παραδινόταν. Αλλά ο Ομπερστουρμφύρερ SS Μπίρτσερ πάει κοντά του με ένα Γερμανικό κράνος και μια χλαίνη στρατιώτου.
Ο Μουσολίνι διστάζει να τα φορέσει. Η Κλάρα του φωνάζει: ''Γλίτωσε τη ζωή σου''. Τα Γερμανικά καμιόνια περνούν. Ο Μουσολίνι είναι σ’ ένα απ’ αυτά. Τα Ιταλικά αυτοκίνητα μένουν. Εκτός από ένα, χάρη στην Ισπανική σημαία που έχει. Ο Μαρτσέλλο Πετάτσι δήλωσε πως ήταν ο πρεσβευτής της Ισπανίας και οι παρτιζάνοι του επιτρέψανε να συνεχίσει με τη γυναίκα του και την αδελφή του. Δυο χιλιόμετρα πιο πέρα ο δρόμος διασχίζει τη μικρή πόλη Ντόνγκο. Τα Γερμανικά καμιόνια σταματούν για τον συνηθισμένο έλεγχο των επιβατών τους. Αυτή την φορά οι παρτιζάνοι ξέρουν τι γυρεύουν. Ο ένας από τους υπουργούς του Μουσολίνι, ο Νίκολας Μπομπάτσι, εγκατέλειψε τη συνοδεία κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης στάθμευσης, παραδόθηκε στους παρτιζάνους και είπε: ''Ο Ντούτσε είναι μαζί μας''.
Δέκα άνδρες διεκδίκησαν την τιμή πως τον αναγνώρισαν καθισμένο σ’ ένα τζέρρικαν, παριστάνοντας τον μεθυσμένο, με το πολυβόλο του στα γόνατα. Αφήνεται χωρίς αντίσταση να τον συλλάβουν και να τον αφοπλίσουν. Ούτε μια κίνηση δεν κάνουν οι Γερμανοί για να τον υπερασπισθούν. Ξεκινούν και πάλι προς το Μεράνο με ανακούφιση. Ο τοπικός αρχηγός των παρτιζάνων είναι ο κόμης Πιερλουίτζι Μπελλίνι ντέλλε Στέλλε. Ο ανώτερός του στο Κόμο είναι ο συνταγματάρχης βαρόνος Τζιοβάνι Σαρντάνια, φίλος του στρατηγού Καντόρνα. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν διψά για αίμα. Αλλά η λεία τους είναι σπουδαία. Έχουν ειδοποιήσει το Μιλάνο για τη σύλληψη.
Περιμένοντας να τους απαλλάξουν από την ευθύνη τους τρέμουν για την ασφάλεια του αιχμαλώτου τους. Του έχουν σκεπάσει το πρόσωπο μ’ έναν επίδεσμο, για να τον εμφανίσουν σαν τραυματία. Όταν νύχτωσε, η αμείλικτη βροχή έγινε ένας υγρός πάγος. Ο Μουσολίνι που του πήραν τη Γερμανική χλαίνη, τουρτουρίζει. Του πετούν τέλος μια κουβέρτα, και ζαρώνει προσπαθώντας να σκεπασθεί. Οι ρουκέτες που λάμπουν μέσα στη νύχτα, η βροχή, η βουή των κανονιών που φανερώνει πως γίνονται μάχες κοντά στο Κόμο, αυξάνουν τον εκνευρισμό των φρουρών του Ντούτσε. Τον πήγαν πρώτα από το δημαρχείο του Ντόνγκο στον στρατώνα των τελωνοφυλάκων του Τζερμαζίνο.
Σκέπτονται να τον μεταφέρουν από την άλλη πλευρά της λίμνης, στη μεγάλη ιδιοκτησία του βιομηχάνου Καντεμαρότι, ύστερα αλλάζουν γνώμη και κρίνουν καλύτερο να τον φυλακίσουν σ’ ένα καταφύγιο παρτιζάνων. Αυτοί οι δισταγμοί σημαίνουν πολλές ώρες περιπλανήσεων μέσα στη νύχτα, σε δρόμους ανασκαμμένους, με ατέλειωτες συζητήσεις στο φως από λάμπες θυέλλης, μέσα στην υγρασία, το κρύο και την αγωνία. Το μόνο σημείο οίκτου ήταν μια συνάντηση σ’ ένα σταυροδρόμι. Υποχρέωσαν τον Μουσολίνι να κατέβει, με τη μουσκεμένη κουβέρτα του πάνω στους ώμους. Από ένα άλλο αυτοκίνητο βγήκε μια σκιά που την αναγνώρισε αμέσως.
Στο Ντόνγκο το παραμύθι του πρεσβευτή της Ισπανίας δεν προστάτευσε για πολύ τους Πετάτσι. Ο κόμης Μπελλίνι αναγνώρισε την ερωμένη του Ντούτσε. Η Κλάρα, ύστερα από μια μικρή άρνηση, εξεδήλωσε τη δύναμη της αγάπης της και ζήτησε να την ξαναπάνε στον Μουσολίνι. Της κάνουν αυτή τη χάρη. Και πάλι μέσα στα διαφορετικά τους αυτοκίνητα οι εραστές ανεβαίνουν μέσα στη νύχτα τον ίδιο Γολγοθά. Μόλις στις 3 το πρωί φθάνουν σε μιαν όαση. Είναι ένα χωριατόσπιτο στο χωριό Άτζανο, στις πλαγιές που δεσπόζουν πάνω στη λίμνη. Η οικογένεια Ντε Μαρία ανάβει μια φωτιά και βγάζει τα δυο της αγόρια από ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι, για να το δώσουν στους δυο κατάκοπους αιχμαλώτους, που τους φέρνουν εκεί και που δεν τους αναγνωρίζουν.
Στο σκοτάδι η Κλάρα και ο Μπενίτο κουβεντιάζουν για πολλές ώρες, ύστερα κοιμούνται μ’ έναν ύπνο ταραγμένο. Το πρωί στης 27ης Απριλίου αστράφτει από φως. Ο Μουσολίνι και η Κλάρα ξυπνούν αργά. Η Κλάρα γευματίζει με πολέντα. Μάταια προσπαθεί να καταπιεί μια κόρα ψωμί. Έπειτα ξαπλώνει και πάλι και σκεπάζεται με την κουβέρτα ως το σαγόνι. Ο Μουσολίνι κάθεται στην άκρη του παραθύρου και κοιτάζει τα βουνά. Ο εκτελεστής έρχεται στις 4 το απόγευμα. Είναι ένας λογιστής ονόματι Αουντίσιο που πήρε στην αντίσταση το όνομα συνταγματάρχης Βαλέριο. Δεν είναι αλήθεια, πως είχε πάρει διαταγή από την Επιτροπή εθνικής απελευθέρωσης.
Η μόνη διαταγή που είχε πάρει ήταν από τον Παλμίρο Τολιάτι εξ ονόματος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο κόμης Μπελλίνι και ο βαρόνος Σαρντάνια δίστασαν να του αποκαλύψουν τον τόπο, όπου ήταν κρατούμενος ο αιχμάλωτος. Τους βεβαίωσε πως είχε διαταγή να μεταφέρει τον Μουσολίνι στο Μιλάνο. Δεν πρόσθεσε πως έπρεπε να τον μεταφέρει νεκρό. Ορμώντας μέσα στο δωμάτιο λέει: ''Κάντε γρήγορα. Ήρθα να σας σώσω''. Η Κλάρα καθυστερεί ψάχνοντας κάτι στο κρεβάτι. Ο Βαλέριο ανέβασε στο αυτοκίνητό του τον Μπενίτο και την Κλάρα. Αυτός ανέβηκε στο φτερό, όπως και οι δυο ή τρεις άλλοι που τον συνόδευαν. Ο οδηγός, Τζεμινάτσα, έβλεπε το ζευγάρι μέσα στον καθρέφτη του αυτοκινήτου του, αυτός πολύ ωχρός, αυτή πολύ ήρεμη και δεν έμοιαζε καθόλου να φοβάται.
Το αυτοκίνητο κατευθύνθηκε προς το χωριό. Ο Βαλέριο είπε να σταματήσουν μπροστά σε μια βίλα περιτριγυρισμένη με κάγκελα και διέταξε τους δυο επιβάτες να κατέβουν. Οι αφηγήσεις μερικών μαρτύρων εμφανίζουν μικρές διαφορές σχετικά με τις συνθήκες που ο Βαλέριο προχώρησε στη διπλή εκτέλεση. Φαίνεται πως η Κλάρα Πετάτσι σκέπασε τον Μουσολίνι με το σώμα της φωνάζοντας: ''Όχι! Δεν μπορείτε να τον σκοτώσετε έτσι''. Σχετικά μ’ αυτή την εκτέλεση το Κομμουνιστικό Κόμμα κράτησε πάντα σιωπή. Εκτός από τον Αουντίζιο-Βαλέριο, βουβό μέλος της κομμουνιστικής ομάδας στην Ιταλική Βουλή, όλοι όσοι πήραν μέρος στην δολοφονία εξαφανίσθηκαν από θάνατο βίαιο και μυστηριώδη.
Ποτέ δεν μαθεύτηκε τι απόγιναν τα έγγραφα, για τα οποία ο Μουσολίνι έλεγε πως θα έκριναν το μέλλον της Ιταλίας. Αγνοούμε παράλληλα που διοχετεύθηκαν οι ράβδοι χρυσού και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που μετέφερε η Ιταλική συνοδεία. Αναστατωμένος ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον στρατάρχη Alexander να αρχίσει έρευνα και να προχωρήσει σε διώξεις. Οι περιστάσεις δεν ήταν ευνοϊκές για όλα αυτά. Η αγανάκτηση κατάπαυσε με τη σκέψη πως ο Μουσολίνι θα καταδικαζόταν σε θάνατο από ένα διεθνές δικαστήριο, όπως ο Γκαίρινγκ και ο Τόγιο Χιντόκι . Τουλάχιστο, συμπέρανε ο Τσώρτσιλ, ο Βαλέριο μας γλίτωσε από μια Ιταλική Νυρεμβέργη.
Στο Ντόνγκο τουφέκισαν 15 από τους φασίστες που είχαν συλληφθεί. Ανάμεσά τους ήταν ο Παβολίνι, ο Μαρτσέλλο Πετάτσι και ο Γιούντας Μπομπάτσι. Ο Βαλέριο λέει να φορτώσουν τα πτώματά τους σ’ ένα καμιόνι μαζί με τα πτώματα της Κλάρας και του Μπενίτο και τα μεταφέρει στο Μιλάνο, όπου μαζί με αλλά που πολλά απ’ αυτά είναι ανώνυμα, τα εκθέτουν στην Πιατσάλε Λορέτο όχι μακριά από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Τον πρώην γενικό γραμματέα του φασιστικού κόμματος Σταράτσε τον συνέλαβαν έξω από την πόλη και τον σκότωσαν μπροστά στα πτώματα, αφού πρώτα τον έσπασαν στο ξύλο. Η κτηνώδης απανθρωπιά του όχλου εξάπτεται.
Τον νεκρό Μουσολίνι τον κτύπησε, του παραμόρφωσε το πρόσωπο, τον κατατρύπησε με σφαίρες, τον κρέμασε από τα πόδια, αυτός ο ίδιος ο λαός που έσκαζε τα πνευμόνια του ζητωκραυγάζοντας τον Ντούτσε ζωντανό.
ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ FÜHRER
Αγνοείται αν ο Χίτλερ πληροφορήθηκε το τέλος του συντρόφου του Μουσολίνι. Αλλά οι ραδιοφωνικές εκπομπές της 28ης του μηνός του φέρνουν ένα καινούργιο χτύπημα: ένα ανακοινωθέν του πρακτορείου Reuters αποκαλύπτει ότι ο Χίμλερ προσπάθησε να διαπραγματευθεί με τη μεσολάβηση του κόμη Μπερναντόττε την παράδοση του Ράχ με αντάλλαγμα να διαδεχθεί αυτός τον Χίτλερ. Στα αλλόφρονα μάτια του Χίτλερ όλα τώρα φαίνονται καθαρά. Η προδοσία των SS είχε αρχίσει τον Μάρτιο με τη δολιοφθορά της αντεπίθεσης στη Βουδαπέστη. Η ολιγωρία του Στάινερ στα σχέδια διάσπασης του αποκλεισμού του Βερολίνου, είχε συμφωνηθεί μαζί με τον Χίμλερ.
Τον παρέδωσαν στους Ρώσους αυτόν, τον Χίτλερ, μέσα στην παγιδευμένη πρωτεύουσά του, για να μπορέσει ο άπιστος και δόλιος υπαρχηγός -αυτός που υποκρίνονταν πως ήταν περήφανος για την ονομασία der treue Heinrich (ο πιστός Heinrich)- να έχει ελεύθερα τα χέρια και να σκαρφαλώσει στη θέση του αρχηγού του παραδίδοντας στον εχθρό το Ράιχ. Ο Χίτλερ συσκέπτεται με τον Μπόρμαν και τον Γκαίμπελς και ψάχνει να βρει τρόπους να εκδικηθεί. Ο Χέρμαν Φέγκελαϊν είχε πάει στο σπίτι του πριν από λίγες ημέρες, για να προετοιμάσει την εξαφάνισή του, αλλά ο Χίτλερ διατάζει και τον οδηγούν στην Καγκελαρία, όπου και τίθεται υπό κράτηση.
Ο Φέγκελαϊν είναι πρώην τζόκεϊ. Αυτή η ιππευτική ικανότητα τον έφερε επικεφαλής μιας ταξιαρχίας ιππικού στη Ρωσία, έπειτα, αφού παντρεύτηκε την Γκρετλ Μπράουν, αδελφή της Εύας, μπήκε στον ιδιαίτερο κύκλο του Führer με την ιδιότητα του συνδέσμου των SS. Δεν χρειάζεται καμιά άλλη απόδειξη ενοχής. Ο πρώην τζόκεϊ κρίθηκε συνένοχος του Χίμλερ και τουφεκίστηκε στον κήπο της Καγκελαρίας. Ο βομβαρδισμός έφθασε ως τη φωλιά του Führer. Το Σοβιετικό πυροβολικό κτυπά την Καγκελαρία και μια βαθιά και συνεχής βουή γεμίζει τα υπόγεια. Πρέπει να σταματήσουν τους ανεμιστήρες που κάνουν να εισχωρούν τα κύματα σκόνης και δηλητηριωδών αερίων. H φυσική και ηθική απομόνωση βαραίνουν ακόμη περισσότερο.
Ο ραδιοφωνικός πομπός εξακολουθεί να λειτουργεί, αλλά η τηλεφωνική επικοινωνία με το αρχηγείο του Φύρστενμπεργκ έχει διακοπεί. Οι αεροναύτες του Κάιτελ ύψωσαν στον αέρα ένα μπαλόνι με αντένα, αλλά οι μεταδόσεις είναι αδύνατες και όχι σταθερές. Το καταφύγιο μιλά περισσότερο από όσο του απαντούν. Ζητά με αγωνία βοήθεια. Δεν παίρνει ανάμεσα σε μεγάλα διαστήματα σιωπής, παρά μόνο μηνύματα συγκεχυμένα και απογοητευτικά. Η καχυποψία αυξάνει τόσο, ώστε να καλύπτει ακόμη και τους πιο έμπιστους στρατηγούς, τον Κάιτελ και τον Γιοντλ. Τι κάνουν λοιπόν; ρωτάει ο Μπόρμαν. Ο Γκράιμ βρίσκεται πάντα στο νοσοκομείο του καταφυγίου.
Η Luftwaffe κάνει επανειλημμένες προσπάθειες να βγάλει τον καινούργιο της αρχηγό από την παγίδα του Βερολίνου. Με συνοδεία 30 καταδιωκτικά και 6 Fieseler Storch προσπαθούν να προσγειωθούν στον άξονα από ανατολικά προς δυτικά. Το σύννεφο από καπνούς δεν τους επιτρέπει να επισημάνουν την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Έπειτα στέλνονται 12 Γιούγκερς-52. Αλλά ούτε ένα δεν καταφέρνει να προσγειωθεί. Τέλος το βράδυ της 28ης ένα μικρό αεροπλάνο, ένα εκπαιδευτικό Άραντο-96, προσγειώνεται σώο. Ειδοποιούν τον Γκράιμ και την Χάννα Ράιτς να ετοιμαστούν γι’ αναχώρηση.
Αρνούνται. Θέλουν να μείνουν. Ο Χίτλερ τους έχει φέρει σε κατάσταση αδημονίας. Ο Γκράιμ έχει τηλεφωνήσει στον Κόλλερ ότι η επαφή με τον Χίτλερ είναι γι’ αυτόν ένα λουτρό ανανεωτικό και πως είναι σίγουρος για την απελευθέρωση του Βερολίνου και για τη νίκη. Αλλά ο Χίτλερ έχει στο εξής ένα λόγο ακόμη, πιο σημαντικό από την διοίκηση αεροπορικού πολέμου, για να ζητήσει από αυτόν τον αδάμαντα πίστης να πετάξει. Ο Γκράιμ πρέπει αμέσως να πάει στον Νταίνιτς, για να συλλάβει τον Χίμλερ. Ο Γκράιμ μόλις και μετά βίας μπορεί να μεταφερθεί. Τον βάζουν σ’ ένα άρμα, για να διασχίσουν τις λίγες εκατοντάδες μέτρα που χωρίζουν την Καγκελαρία από τον ανατολικο-δυτικό άξονα.
Δεν μπορεί κανείς ν’ αναπνεύσει και ολόκληρος ο ουρανός είναι κόκκινος. Το πυρπολημένο Βερολίνο φωτίζει φαντασμαγορικά τον κατατρυπημένο από οβίδες διάδρομο. Η Χάννα Ράιτς με έξοχη δεξιοτεχνία κατορθώνει ν’ απογειώσει το Άραντο και το οδηγεί στο Ρέχλιν. Ίσως λίγο μετά την πτήση αυτών των δύο τις πρώτες ώρες της 29ης Απριλίου να έγινε η τελετή του γάμου της Εύα Μπράουν και του Χίτλερ. Μάρτυρες είναι ο Γκαίμπελς και ο Μπόρμαν. Ο εκπρόσωπος της πολιτικής εξουσίας φορά το περιβραχιόνιο της Φολκστούρμ και ονομάζεται Walther Βάγκνερ. Η μικρή αυλή, μια δεκάδα άνθρωποι, τρεις ή τέσσερις γυναίκες, ανάμεσα τους η ειδική για χορτοφαγία μαγείρισσα Μάνσιαλυ, παρελαύνουν μπροστά στους δυο νεόνυμφους.
Αυτοί οι δύο αποσύρονται ύστερα για ένα γαμήλιο πρόγευμα, έπειτα ο Χίτλερ αφήνει τη νεαρή γυναίκα του και κλείνεται με τη γραμματέα του φράου Γιούνγκε στο κελί που του χρησιμεύει για γραφείο. Υπαγορεύει τη διπλή διαθήκη του, διαθήκη πολιτική, διαθήκη προσωπική. Η πολιτική διαθήκη είναι μια απολογία και μια κατάρα. Ο Χίτλερ υπερασπίζεται τον εαυτό του εναντίον της κατηγορίας πως είχε επιδιώξει τον πόλεμο. Καθιστά υπεύθυνους για το χάσιμο του πολέμου τους δειλούς και προδότες αξιωματικούς του. Καυτηριάζει τον Γκαίρινγκ και τον Χίμλερ, ονομάζει διάδοχό του τον ναύαρχο Νταίνιτς και διορίζει στα κύρια αξιώματα του κράτους τους εξής:
Γκαίμπελς καγκελάριο, Ζάις-Ίνκβαρτ υπουργό των Εξωτερικών, Μπόρμαν αρχηγό του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, Σαίρνερ, αρχηγό διοικητή της Wehrmacht κλπ. αφήνοντας έξω τον Ρίμπεντροπ, τον Σπέερ και τον Κάιτελ. Καταλήγει σε μια κραυγή μίσους: ''Ο Γερμανικός λαός οφείλει να κρατήσει σε όλη τους την ισχύ τους φυλετικούς νόμους και να καταδιώξει αμείλικτα τους δηλητηριαστές όλων των εθνών, τους Εβραίους''. Με την προσωπική του διαθήκη ο Χίτλερ κληροδοτεί την ατομική του περιουσία στο κόμμα, και αν το κόμμα δεν υπάρχει πια, στο κράτος, αν και το κράτος καταστραφεί, κάθε από μέρους μου διάθεση της περιουσίας μου είναι μάταιη.
Ζητά τα έργα τέχνης που, είχε συγκεντρώσει, να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση ενός μουσείου στο Λιντς, την πόλη από όπου κατάγεται. Εξηγεί τον γάμο του. Έπειτα από πολλά χρόνια ειλικρινούς αγάπης η Εύα Μπράουν αποφάσισε με τη θέλησή της να μοιρασθεί τον δρόμο του ως το τέλος και θέλησε να τον συνοδεύσει στο μεγάλο ταξίδι σαν γυναίκα του. ''Η γυναίκα μου κι εγώ αποφασίσαμε να πεθάνουμε για ν’ αποφύγουμε την ντροπή μιας αιχμαλωσίας. Θέλουμε τα σώματά μας να καούν αμέσως στον τόπο, όπου δώδεκα χρόνια πραγματοποίησα το μεγαλύτερο μέρος του μόχθου μου στην υπηρεσία του λαού μου''.
Τις ώρες που ακολουθούν ο Μπόρμαν και ο Γκαίμπελς ασχολούνται με την αντιγραφή της διαθήκης. Τρεις αξιωματικοί στέλνονται στον Νταίνιτς με τρία αντίγραφα: ''Οφείλουν να προσπαθήσουν να συναντηθούν με τη στρατιά Βενκ διασχίζοντας τις λίμνες του Χάβελ''. Με την ίδια πάντα σταθερότητα ύφους και διαύγεια σκέψεως ο Γκαίμπελς υπαγορεύει ύστερα αυτό που ονομάζει παράρτημα στην πολιτική διαθήκη του Führer. Για πρώτη φορά, λέει, αρνείται κατηγορηματικά να υπακούσει στον αρχηγό του και να εγκαταλείψει το Βερολίνο για να συμμετάσχει σε μια καινούρια κυβέρνηση.
Μέσα στον στρόβιλο από προδοσίες που κυκλώνει τον Führer, πρέπει να υπάρξει ένας τουλάχιστο άνθρωπος που να μείνει στο πλευρό του άνευ όρων, πιστός ως τον θάνατο. ''Αν ενεργούσα διαφορετικά, θα περνούσα το υπόλοιπο της ζωής μου με την αίσθηση πως είμαι ένας προδότης άξιος περιφρονήσεως και ένας χυδαίος τραμπούκος''. Ο Γκαίμπελς λοιπόν δηλώνει ότι θα μείνει στο Βερολίνο ως το τέλος και ότι, αν πέσει το Βερολίνο, θα δώσει ο ίδιος τέλος σε μια ζωή που δεν θα είχε πια κανένα σκοπό. Η γυναίκα του συμμερίζεται την απόφασή του, σε ό,τι αφορά την ίδια και σε ό,τι αφορά τα έξι παιδιά τους, που είναι πολύ μικρά, για να εκφράσουν τα ίδια γνώμη.
Ζωή έξω από τον εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι γι’ αυτούς νοητή, ο θάνατός του θα είναι και δικός τους θάνατος. Ψηλά ο αγώνας συνεχίζεται. Η Ρωσική προέλαση ξαναρχίζει με εκπληκτικά μέσα. Οι επιτιθέμενοι φθάνουν στην Μπίσμαρκστρασσε, την Κάντστρασσε, την Ζάαρλαντστρασσε, την Βίλχελμστρασσε. Μερικές απομονωμένες νησίδες αντίστασης πολιορκούνται στο Πάνκοφ και στο Νόικολλν. Το υπόλοιπο του εθνικοσοσιαλιστικού Βερολίνου δεν είναι πια παρά ένα είδος στενωπού μήκους 10 km, πλάτους από 200 m ως 3 km που αρχίζει από την Αλεξαντερπλάτς και τελειώνει στη γέφυρα του Πίσελσντορφ στον Χάβελ.
Αλλά η αντίσταση αυτού του τόσο παράξενα σχεδιασμένου οχυρώματος φαίνεται ακατάσβεστη. Οι Ρωσικές απώλειες αυξάνουν, γιατί οι αμυνόμενοι γίνονται ολοένα και πιο επιδέξιοι στον χειρισμό της αντιαρματικής γροθιάς. Η Αλεξαντερπλάτς μένει απόρθητη. Τα άρματα που εμφανίζονται στο Κύρφυρστενταμμ τινάζονται στον αέρα πυρπολημένα. Πέντε Τ-34 καταστρέφονται σε λίγα δευτερόλεπτα στο Χάλλενσεε από μαχητές με κοντά παντελόνια, που αμέσως έπειτα ρίχνονται στην αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνουν ένα σπίτι, κεφαλόσκαλο με κεφαλόσκαλο, δωμάτιο με δωμάτιο, χωρίς να πιαστεί ούτε ένας αιχμάλωτος.
Υπάρχει πάντα ένας πολεμικός ανταποκριτής. Απαθής ο φωτορεπόρτερ μιας υπηρεσίας προπαγάνδας κινηματογραφίζει τη μάχη. Στο καταφύγιο η τελευταία ελπίδα σβήνει οδυνηρά. Ύστερα από τους τρεις αξιωματικούς που μετέφεραν τη διαθήκη, τρεις άλλοι στάλθηκαν στον Βενκ για να τον ενημερώσουν για την κατάσταση και να του ζητήσουν μιαν υπέρτατη προσπάθεια. Ο Χίτλερ στέλνει στον Κάιτελ ένα μήνυμα ζητώντας του άμεση απάντηση στα ακόλουθα σημεία:
1) Που βρίσκονται οι προφυλακές του Βενκ;
2) Πότε θα ξαναρχίσει την επίθεσή του;
3) Που βρίσκεται η 9η στρατιά;
4) Που λογαριάζει να διεισδύσει;
5) Που βρίσκονται οι προφυλακές του Χόλστε;
Στον χάρτη των περιχώρων του Βερολίνου κόκκινα βέλη σχεδιάζουν μιαν ακόμη δυνατή επιχείρηση που συγκλίνει στην απελευθέρωση του Führer. Αυτή η επίθεση για την απελευθέρωση, υπέρτατη προσπάθεια της Wehrmacht, δεν ήταν άλλωστε ένα απλό δράμα. Ο Στάινερ (που μέσα στο καταφύγιο τον κατηγόρησαν για προδοσία) έφθασε ως 10 km από το προάστιο Τσέλεντορφ. Ο Βενκ έκανε επίθεση στις 27 Απριλίου, και κατέπληξε τους Ρώσους με τη δύναμη και την ακρίβεια των κτυπημάτων που έδωσε. Τα κολλημένα στους τοίχους του Βερολίνου ανακοινωθέντα για την πορεία του απελευθερωτή δεν είναι εντελώς φανταστικά.
Καταλαμβάνει το Μπέλτσιχ δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στα μετόπισθεν του εχθρού. Καταλαμβάνει το Μπέελιτς, όπου απελευθερώνει 3.000 τραυματίες και αιχμαλώτους. Φθάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χάβελ, το Σβίλεβ, 20 km από το Βερολίνο. Το Πότσδαμ δεν απέχει παρά 5 km και ανατρέποντας τους πολιορκητές η φρουρά συναντιέται με την 12η στρατιά. Αλλά τα στρατεύματα έχουν αποκάμει. Ο Βενκ πληροφορεί το Ανώτατο Αρχηγείο της Wehrmacht, πως είναι αναγκασμένος να σταματήσει την επίθεση. Ο υφιστάμενός του, ο διοικητής σώματος στρατιάς Χόλστε, τολμά να πει στον στρατάρχη Κάιτελ, ότι οι στρατιώτες δεν θέλουν πια να πολεμήσουν, ξέροντας πως τους κάνουν να σκοτώνονται για ένα τίποτα.
Στα βόρεια του Βερολίνου η κατάσταση είναι ακόμα πιο σοβαρή και οι συγκρούσεις ακόμα πιο σφοδρές. Θέλοντας να διασώσει την 3η θωρακισμένη μεραρχία ο Χάινριτσι δίνει στον διάδοχο του Στάινερ τον Τίππελκιρς την διαταγή να ξαναπεράσει πίσω από το κανάλι του Βος, πράγμα που ισοδυναμεί με εγκατάλειψη κάθε ελπίδας να ξαναρχίσουν την πορεία προς το Βερολίνο. Ο Κάιτελ φθάνει αμέσως, κοντεύει να πάθει αποπληξία από την οργή. Αρνείται να ανακαλέσει τη διαταγή του, ο Κάιτελ τον καθαιρεί και τον βεβαιώνει πως θα περάσει στρατοδικείο. Αλλά την επομένη ο ίδιος ο στρατάρχης είναι αναγκασμένος να φύγει εσπευσμένα.
Οι Ρώσοι πλησιάζουν το αρχηγείο του Φύστενμπεργκ, όπου χθες το μπαλόνι με την αντένα καταρρίφθηκε από ένα Γιακ. ''Περίμενα ως την τελευταία στιγμή, αφηγείται ο Κάιτελ, γιατί είχα την ελπίδα να αποκαταστήσω επαφή με τον Führer. Τελικά ο Γιοντλ κι εγώ αναγκασθήκαμε να φύγουμε. Μισή ώρα ακόμη και οι Ρώσοι θα μας προλάβαιναν''. Σε μια αγροικία στο Ντόμπιν συγκεντρώνονται τα λείψανα του επιτελείου. Εκεί τη νύκτα της 29ης προς την 30ή Απριλίου μετέφεραν τις αγωνιώδεις ερωτήσεις που λίγες ώρες πρωτύτερα είχε υπαγορεύσει ο Χίτλερ. Ο Γιοντλ, λέει ο Κάιτελ, ετοίμασε την απάντηση όλη τη νύκτα και μου την έδωσε.
Η απάντηση ήταν περίπου η εξής: ''Δεν έχουμε κανένα νεώτερο από την 9η στρατιά. Ο Βενκ προχωρεί πολύ καλά με την βορινή του πτέρυγα, στα νότια του Πότσδαμ. Η επίθεση με θωρακισμένα προς την κατεύθυνση του Κράμπνιτς χωρίς επιτυχία. Η νότια πτέρυγα του Χάινριτσι εγκαταλείπει έδαφος προς τα δυτικά. Εγώ και οι αξιωματικοί του επιτελείου σας βρισκόμαστε σε πορεία μέρα και νύκτα, για να εξηγήσουμε στις μονάδες αυτό που έχουν να κάνουν και αυτό που διακινδυνεύεται''. Την ίδια σχεδόν στιγμή μια σύσκεψη γίνεται μέσα στο καταφύγιο.
Ο διοικητής του Βερολίνου ο ηλικιωμένος στρατηγός Βάιντλινγκ, έφθασε εξαντλημένος από τον δρόμο μετ' εμποδίων ανάμεσα στα ερείπια που καλύπτουν τώρα τη μικρή απόσταση από το αρχηγείο του της Φέντερστρασσε ως την Καγκελαρία. Η εικόνα που δίνει δεν επιτρέπει πια καμιά ελπίδα. Τα πολεμοφόδια αρχίζουν να λείπουν. Δεν απομένουν παρά ελάχιστες απ’ αυτές τις αντιαρματικές γροθιές που μόνο μ’ αυτές είναι δυνατό να αντιταχθούν στα άρματα. Τα περισσότερα από τα δοχεία που ρίχθηκαν με αλεξίπτωτα τις νύκτες, πέφτουν στα χέρια των Ρώσων. Ο Βέιντλιγκ θεωρεί χρέος του να ειδοποιήσει τον Führer, ότι η αντίσταση δεν θα είναι δυνατό να παραταθεί πέρα από την 1η Μαΐου.
Προτείνει έξοδο για να ανοίξει δρόμο ως τον Βενκ, τώρα που μένουν ακόμη μερικά φυσίγγια. Ο Χίτλερ απορρίπτει την πρόταση. Θεωρεί την έξοδο απραγματοποίητη. Δεν του απομένει πια, παρά μόνον ο θάνατος. Έχει κιόλας δώσει διαταγή να θανατώσουν την Αλσατική σκύλα του, την Μπλόντι, σημάδι αναμφισβήτητο εγκατάλειψης του αγώνα. Στην αρχή της νύκτας ο Χίτλερ αποχαιρετά τις γραμματείς του ζητώντας συγγνώμη που τους δίνει για τελευταίο ενθύμιο ένα φιαλίδιο με δηλητήριο και εκφράζει την λύπη του που δεν είχε και στρατηγούς το ίδιο με αυτές πιστούς. Η παράξενη τελετή μαθεύτηκε στην υπόγεια πόλη και την θεώρησαν σαν αναγγελία πως επίκειται η αυτοκτονία του Führer.
Περιμένουν με ανυπομονησία αυτήν τη λύση του δράματος, σαν το τέλος μιας δοκιμασίας μέσα στην οποία βυθίζεται η λογική. Διασκεδάζουν πολύ. Φαίνεται απίστευτο το ότι ήπιαν, τραγούδησαν, χόρεψαν, έκαναν έρωτα, όσο κράτησε η τελευταία νύκτα του καταφυγίου, αλλά οι μαρτυρίες είναι κατηγορηματικές. Τα ίδια συμβαίνουν και στις ανέπαφες βίλες του Γκρύνεβαλντ όπου μένουν οι ανώτατοι αξιωματούχοι Ναζί. Προσπαθούν, τραγουδώντας το ''Horst Wessel Lied'' να πιουν ως την τελευταία σταγόνα τη σαμπάνια και το κονιάκ που έχουν φέρει από τις χαμένες τώρα κατακτήσεις τους. Έπειτα οι πιο ψύχραιμοι τινάζουν στον αέρα τα μυαλά τους, ενώ την ίδια ώρα οι πιο αδύνατοι στο χαρακτήρα κοιτούν πως να εξαφανισθούν μέσα στη μάζα των πολιτών.
Όταν ξημερώνει, η μάχη του Βερολίνου εξακολουθεί ακόμη. Μένουν μόνο νησίδες αντίστασης, από τις οποίες η πιο σημαντική είναι το Χόχμπουνκερ, ο πύργος αντιαεροπορικής άμυνας του Ζωολογικού κήπου. Το τεράστιο αυτό κτίσμα που είναι συγχρόνως και καταφύγιο και πυροβολείο, είναι πλημμυρισμένο από ένα πλήθος βρώμικο, πειναλέο, τρομοκρατημένο, ζαλισμένο και αποβλακωμένο. Τρία ολόκληρα χρόνια ήμουν στο μέτωπο, λέει ένας στρατιώτης που καταφεύγει εκεί μια στιγμή, κι όμως σχεδόν τρομοκρατήθηκα από τη βροντή των κανονιών 88 μέσα στο αντηχείο αυτό από μπετόν. Οι πολίτες ούτε την ελάχιστη ταραχή δεν ένιωθαν.
Αλλού η άμυνα σιγά σιγά σπάει. Πλάι στην Καγκελαρία η υπόγεια διάβαση της Βόσστρασσε και το ξενοδοχείο Κάιζερχοφ καταλαμβάνονται έπειτα από σκληρή μάχη. Στον τρούλο του ερειπωμένου Reichstag μια κόκκινη σημαία που την ανέβασαν εκεί οι λοχίες Γιεγκόροφ και Κανταρίγια, κυματίζει. Η ώρα αυτή την στιγμή είναι 14:25. Ο Χίτλερ γευμάτιζε. Ήταν στο τραπέζι, στον κεντρικό διάδρομο του καταφυγίου, την ώρα που ο σοφέρ του, ο Έρικ Κέμπκα, βοηθούμενος από τέσσερις στρατιώτες, μετέφερε στους κήπους της Καγκελαρίας τα 180 λίτρα βενζίνης που προορίζονταν για να απανθρακώσουν το σώμα του και το σώμα της Εύας.
Ο Χιτλερ συνάντησε τη νεαρή γυναίκα του στο κελί, όπου είχε μείνει την ώρα που αυτός γευμάτιζε, ξαναβγήκε μαζί της, πέρασε μαζί της μπροστά στον Γκαίμπελς, τον Μπόρμαν, τον Κρεμπς, τον Μπούργκντορφ, τον Νάουμαν, τον Χέβελ, τον Βος και μπροστά από μερικούς κατώτερους αξιωματικούς και γραμματείς. Δεν υπήρξαν εκδηλώσεις με λόγια. Δόθηκαν τα χέρια σιωπηλά. Τη στιγμή αυτή οι Ρώσοι δεν απέχουν από το καταφύγιο ούτε 100 m. Ο Αδόλφος και η Εύα επιστρέφουν στο διαμέρισμά τους. Ακούγεται μια έκρηξη. Ο Χίτλερ αυτοπυροβολήθηκε στο στόμα με μια σφαίρα από το περίστροφό του. Η Εύα πέθανε σιωπηλά μ’ ένα φιαλίδιο δηλητηρίου. Η ώρα είναι 15:30 στις 30 Απριλίου.
Το Τελευταίο 24ωρο του Χίτλερ
Δέκα μέρες αφού είχε κλείσει τα 56 του χρόνια, στις 30 Απριλίου 1945 αυτοκτόνησε μαζί με την Εύα Μπράουν, επί χρόνια ερωμένη του και σύζυγό του μόλις για μερικές μέρες. Ήταν η μέρα που οι Σύμμαχοι κατέλαβαν στο Βερολίνο. Τις τελευταίες στιγμές της ζωή του Χίτλερ, μέσα στο καταφύγιό του στο Βερολίνο, περιγράφει το βιβλίο των Jonathan Mayo και Emma Craigie. Η 30η Απριλίου 1945 είχε "πέσει" Δευτέρα. Για τα έξι παιδιά του υπουργού Προπαγάνδας, Γιόζεφ Γκέμπελς, η μέρα είχε αρχίσει όπως όλες οι άλλες. Τα ενοχλούσε που δεν είχαν μια αλλαξιά ρούχα. Όταν οι γονείς τους τα πήγαν στο καταφύγιο του Φύρερ, νόμιζαν πως δεν θα χρειαζόταν να μείνουν πολύ.
Όμως οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί τους χάλασαν τα χέρια. Τα παιδιά έτρωγαν ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα, ενώ η μητέρα τους Μάγδα ήταν ξαπλωμένη στο κρεββάτι της και δεν είχε καμία όρεξη να σηκωθεί. Αντίθετα από την Εύα Μπράουν που είχε σηκωθεί, είχε μακιγιαριστεί αλλά δεν μπορούσε να μείνει μόνη με τις σκέψεις της. Γι’ αυτό φώναξε τη γραμματέα του Χίτλερ να της κρατήσει παρέα. Ίσως γνωρίζοντας πως δεν είχε ακόμη πολλές ώρες ζωής, η Μπράουν χάρισε στη συνεργάτιδα μια γούνα, από τις πιο αγαπημένες της. Το μεσημέρι, ο Χίτλερ καλεί σύσκεψη για να ενημερωθεί.
Ο διοικητής του Βερολίνου ήταν απαισιόδοξος: η μάχη θα έχει τελειώσει μέχρι το απόγευμα, λέει. Ο Χίτλερ έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα και όταν ο στρατηγός Μόνκε επιβεβαίωσε πως τα πράγματα ήταν κάπως έτσι, έσυρε βαριά την καρέκλα του πίσω και σηκώθηκε. Στις 12:30 το μεσημέρι, η Μπράουν διάλεγε τα ρούχα με τα οποία έμελλε να πεθάνει, τα παιδιά του Γκέμπελς έπαιζαν στο δωμάτιό τους και η μητέρα τους ήταν ακόμη ξαπλωμένη. Την ίδια στιγμή, ο Χίτλερ βρίσκεται στο γραφείο του. Καλεί τον γραμματέα του Μάρτιν Μπόρμαν και του λέει: «Έφτασε η ώρα. Η δεσποινίς Μπράουν (δεν την αποκάλεσε ποτέ κυρία Χίτλερ) κι εγώ θα αυτοκτονήσουμε το απόγευμα».
Ένα 15λεπτο μετά, ο Χίλτερ καλεί τον υπασπιστή του. «Χρειαζόμαστε το πετρέλαιο. Τη χρειαζόμαστε επειγόντως. Δεν θέλω να καταλήξω κέρινο στη Μόσχα». Στην κουζίνα, προετοιμαζόταν το τελευταίο του γεύμα, μακαρόνια και σαλάτα με σος βινεγκρέτ. Στη μια μετά το μεσημέρι, η Εύα Μπράουν είχε διαλέξει το φόρεμα με το οποίο θα πέθαινε, ήταν μαύρο με λευκά τριαντάφυλλα γύρω από το λαιμό. Ήταν ένα από τα αγαπημένα του Χίτλερ. Την ίδια ώρα, ο Χίτλερ κάθεται να φάει μαζί με τη μαγείρισσα και τους δυο γραμματείς του. Κανείς δεν μιλάει εκτός από εκείνον. Μονολογεί για το μέλλον της Γερμανίας και τις δυσκολίες που έρχονται.
Στις 14:45 ο Χίτλερ καλεί τους πιο στενούς του συνεργάτες για να τους αποχαιρετίσει. Και το κάνει δια χειραψίας. Η Εύα Μπράουν τον ακολουθεί. Ο Γκέμπελς ξαφνικά αισθάνεται απεγνωσμένος. Ο άνθρωπος που είχε ορκιστεί πίστη στον Χίτλερ μέχρι τέλους και είχε πάει την οικογένειά του στο καταφύγιο για να πεθάνουν δίπλα στον Φύρερ τους, τώρα τον παρακαλεί: "Φύρερ μου είναι ακόμη δυνατόν να το σκάσεις. Φύρερ μου, σε εκλιπαρώ να το ξανασκεφτείς". "Ξέρεις την απόφασή μου. Δεν πρόκειται να την αλλάξω. Εσύ και η οικογένειά σου μπορείτε να εγκαταλείψετε το Βερολίνο" ήταν η απάντηση του Χίτλερ.
Ένα 15λεπτο μετά, ο Χίλτερ καλεί τον υπασπιστή του. «Χρειαζόμαστε το πετρέλαιο. Τη χρειαζόμαστε επειγόντως. Δεν θέλω να καταλήξω κέρινο στη Μόσχα». Στην κουζίνα, προετοιμαζόταν το τελευταίο του γεύμα, μακαρόνια και σαλάτα με σος βινεγκρέτ. Στη μια μετά το μεσημέρι, η Εύα Μπράουν είχε διαλέξει το φόρεμα με το οποίο θα πέθαινε, ήταν μαύρο με λευκά τριαντάφυλλα γύρω από το λαιμό. Ήταν ένα από τα αγαπημένα του Χίτλερ. Την ίδια ώρα, ο Χίτλερ κάθεται να φάει μαζί με τη μαγείρισσα και τους δυο γραμματείς του. Κανείς δεν μιλάει εκτός από εκείνον. Μονολογεί για το μέλλον της Γερμανίας και τις δυσκολίες που έρχονται.
Στις 14:45 ο Χίτλερ καλεί τους πιο στενούς του συνεργάτες για να τους αποχαιρετίσει. Και το κάνει δια χειραψίας. Η Εύα Μπράουν τον ακολουθεί. Ο Γκέμπελς ξαφνικά αισθάνεται απεγνωσμένος. Ο άνθρωπος που είχε ορκιστεί πίστη στον Χίτλερ μέχρι τέλους και είχε πάει την οικογένειά του στο καταφύγιο για να πεθάνουν δίπλα στον Φύρερ τους, τώρα τον παρακαλεί: "Φύρερ μου είναι ακόμη δυνατόν να το σκάσεις. Φύρερ μου, σε εκλιπαρώ να το ξανασκεφτείς". "Ξέρεις την απόφασή μου. Δεν πρόκειται να την αλλάξω. Εσύ και η οικογένειά σου μπορείτε να εγκαταλείψετε το Βερολίνο" ήταν η απάντηση του Χίτλερ.
Η τελευταία εντολή του είναι προς τον υπασπιστή του: "Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Φρόντισε η σορός μου να καεί και να καταστραφούν τα υπάρχοντά μου". Στις 15:15 η Μάγδα Γκέμπελς, πανικόβλητη που πλησιάζει το τέλος και θα πρέπει να σκοτώσει τα ίδια της τα παιδιά, παρακαλεί για μια τελευταία συνάντηση με τον Χίτλερ. Προσπαθεί να τον πείσει να φύγει από το Βερολίνο. Αν το κάνει, θα πειστεί να το κάνει και σύζυγός της και δεν θα σκοτώσει τα παιδιά της. Ούτε θα αυτοκτονήσει. Αλλά ο Χίτλερ ήταν ξανά ανένδοτος. Η ώρα είχε πάει 15:30. Τα παιδιά του Γκέμπελς τρώνε το τελευταίο γεύμα τους. Όλοι στο καταφύγιο περιμένουν τον πυροβολισμό. Ο Χίτλερ και η Μπράουν έχουν μείνει μόνοι στο γραφείο του.
Ο μικρός Χέλμουτ Γκέμπελς είναι χαρούμενος. «Οι βόμβες δεν μπορούν να μας πειράξουν μέσα στο καταφύγιο» λέει. Ακούγεται ο πυροβολισμός. "Bullseye" φωνάζει ο μικρός. Ώρα 15:40: Οι γραμματείς του Χίτλερ μπαίνουν στο γραφείο του. Βρίσκουν εκείνον και την Εύα Μπράουν καθισμένους δίπλα δίπλα στον καναπέ. Στα πόδια του Χίτλερ δυο πιστόλια, ένα με το οποίο αυτοπυροβολήθηκε και ένα που είχε ως ρεζέρβα. Είχε πυροβοληθεί στον δεξιό κρόταφο και το κεφάλι του ήταν γερμένο προς τον τοίχο. Η Εύα Μπράουν ήταν δίπλα του με τα πόδια πάνω στον καναπέ. Πάνω στο τραπεζάκι μπροστά τους το φιαλίδιο με το υδροκυάνιο. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο από το δηλητήριο.
Στις 15:50 ο υπασπιστής του Χίλτερ και τρεις στρατιώτες των SS παίρνουν τις σορούς του Χίτλερ και της Μπράουν, τα περιλούζουν με πετρέλαιο και τους βάζουν φωτιά. Για ώρες, η αυτοκτονία του Χίτλερ είχε κρατηθεί μυστική. Η μαγείρισσα του καταφυγίου είχε μαγειρέψει πουρέ και τηγανιτά αυγά για να κοροϊδέψει όσους εργάζονταν στην κουζίνα. Την 1η Μαΐου, ο θάνατος του Χίτλερ ανακοινώθηκε από ραδιοφώνου. Οι Γερμανοί άκουσαν πως ο Φύρερ τους είχε πέσει μαχόμενος μέχρι την τελευταία του ανάσα κατά των Μπολσεβίκων και υπέρ της Γερμανίας.
«Οπότε, αυτό ήταν το τέλος του μπάσταρδου» ήταν η αντίδραση του Στάλιν. Στις 16 Ιουλίου του 1945 ο Ουίστον Τσόρτσιλ επισκέπτεται το Βερολίνο και την καγκελαρία. Στέκεται στο σημείο όπου είχαν βρεθεί τα πτώματα του Χίτλερ και της Μπράουν και κάνει το σήμα της νίκης.
TΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Στην «Πολιτική Διαθήκη» του, που υπαγόρευσε ο Χίτλερ στις 29 Απριλίου, εξέφρασε την άποψη ότι δεν ήταν υπεύθυνος για την έκρηξη του πολέμου το 1939. Ομολογούσε ή καλύτερα θριαμβολογούσε για τη γενοκτονία των Εβραίων, την οποία είχε άλλωστε προφητέψει. Ο πόλεμος, όπως υπογράμμιζε, είχε ξεκινήσει από εκείνους τους άνδρες που είτε ήταν Εβραίοι στην καταγωγή είτε εξυπηρετούσαν τα Εβραϊκά συμφέροντα. Τέλος, κληροδοτούσε στις επερχόμενες γενιές την υποχρέωση να διατηρήσουν στο ακέραιο τους φυλετικούς νόμους και να συνεχίσουν την αντίσταση κατά του «διεθνούς Ιουδαϊσμού».
Ο «Αγών» του, όμως, είχε ολοκληρωθεί με τη Μάχη του Βερολίνου και τη συντριβή της Αυτοκρατορίας του. O Ζούκωφ πίεζε αφόρητα τα στρατεύματά του να τελειώσουν τη μάχη μέχρι την Πρωτομαγιά. Hθελε να προσφέρει στον Στάλιν τον θρίαμβο της κατάκτησης της πόλης την ίδια ημέρα που γιόρταζε το κόμμα. Oι τελευταίοι φανατικοί υπερασπιστές της πρωτεύουσας όμως, δεν είχαν καταθέσει ακόμη τα όπλα. Oι Σοβιετικοί που αδημονούσαν να φτάσουν στο Ράιχσταγκ, είχαν ένα δύσκολο έργο, μαχόμενοι στα ερείπια των κτηρίων που για τις αμυνόμενους αποτελούσαν ιδανικές θέσεις αντίστασης. Oι σκληρές συγκρούσεις συνεχίζονταν αμείωτες.
Tο απόγευμα της 30ής Απριλίου, στρατιώτες μίας μονάδας της 3ης Στρατιάς Κρούσης ανέβηκαν στον εξώστη του δεύτερου ορόφου του βομβαρδισμένου Ράιχσταγκ και ύψωσαν μία τεράστια κόκκινη σημαία. Tο ίδιο το κτήριο είχε μισοκαταστραφεί από τις οβίδες του πυροβολικού, αλλά δεν είχε καταρρεύσει και οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να μάχονται λυσσαλέα από το εσωτερικό του. Oι Σοβιετικοί που εισέβαλαν στους χώρους του, ήταν υποχρεωμένοι να ξετρυπώσουν τους αντιπάλους τους χρησιμοποιώντας χειροβομβίδες και αυτόματα. H μάχη συνεχίστηκε όλο το απόγευμα, οπότε οι υπερασπιστές του κτηρίου υποχώρησαν στο υπόγειο και στους επάνω ορόφους.
Αργά το βράδυ, μία σφοδρή έφοδος των Σοβιετικών τους επέτρεψε να ανέβουν στην ταράτσα του κτηρίου και να ξεδιπλώσουν τη σημαία με το σφυροδρέπανο. H κλασική σήμερα φωτογραφία που απαθανάτισε το συμβάν αντιπροσώπευε για τους Σοβιετικούς ολόκληρο τον αγώνα για την κατάκτηση του Βερολίνου, ωστόσο υπάρχουν δύο εκδοχές της: η πρωτότυπη και μία ρετουσαρισμένη, στην οποία έχουν αφαιρεθεί τα πανάκριβα ρολόγια που φορά και στα δύο του χέρια ένας κομισάριος, πιθανότατα προϊόντα λεηλασίας. Αλλά οι υπερασπιστές του κτηρίου συνέχισαν να μάχονται μέχρι το επόμενο απόγευμα, οπότε τελικά περίπου 300 Γερμανοί κατέθεσαν τα όπλα.
Oι πληροφορίες ότι οι Σοβιετικοί προωθούνταν από τις σήραγγες του υπόγειου σιδηροδρόμου, οδήγησαν στην απόφαση οι σκαπανείς της "Nordland" να ανατινάξουν τον τοίχο του καναλιού Λάντβερ ώστε να πλημμυρίσουν οι σήραγγες και να ανακοπεί η προώθηση του εχθρού. Αλλά οι πληροφορίες ήταν ανακριβείς και η ανατίναξη οδήγησε στον πνιγμό των άστεγων αμάχων που είχαν καταφύγει στις σήραγγες για να γλιτώσουν από τα πυρά των Σοβιετικών. Ανάμεσα στα θύματα ήταν πολλά παιδιά.
Tα μεσάνυχτα της 30ής Απριλίου, ο Τσούικωφ πληροφορήθηκε ότι ένας αντισυνταγματάρχης της Βέρμαχτ με λευκή σημαία ζητούσε να μάθει σε ποιο σημείο ο Κρεμπς, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, θα μπορούσε να συναντηθεί με τον Σοβιετικό διοικητή. Την άλλη ημέρα ο Κρεμπς (που μιλούσε Ρωσικά, αφού είχε χρηματίσει βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος στη Μόσχα πριν από τον πόλεμο), εμφανίστηκε στο στρατηγείο του με τριμελή συνοδεία. Ενημέρωσε τον Τσούικωφ για την αυτοκτονία του Χίτλερ και ζήτησε τοπική κατάπαυση του πυρός, εκτελώντας τις διαταγές του Μπόρμαν και του Γκέμπελς. O Τσούικωφ ενημέρωσε τον Ζούκωφ και ο τελευταίος τηλεφώνησε στον Στάλιν στη Μόσχα.
O ηγέτης του Κρεμλίνου δήλωσε ότι δεν θα δεχόταν παρά μόνο την άνευ όρων παράδοση. Τότε ο Κρεμπς ζήτησε να συμβουλευτεί τον Γκέμπελς και ο Τσούικωφ δέχθηκε. Στο μεταξύ, η μάχη συνεχιζόταν. H άμυνα είχε περιοριστεί σε ένα τμήμα της πόλης μήκους 10 χιλιομέτρων, από την Αλεξάντερπλατς μέχρι τον Χάβελ, και πλάτους από 3 χιλιόμετρα μέχρι 200 μέτρα. Μέσα στα χαλάσματα κείτονταν νεκροί άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Oι δρόμοι είχαν καταπλακωθεί από τα ερείπια, ενώ παντού υπήρχε καπνός, στάχτη, σκόνη και φλεγόμενα άρματα και οχήματα. Μέσα σε αυτή την κόλαση υπήρχαν ακόμα άνδρες και παιδιά που μάχονταν, τρέχοντας μέσα στους κρατήρες που είχε ανοίξει το σοβιετικό πυροβολικό.
O ρυθμός προώθησης των Σοβιετικών προς την Καγκελαρία ήταν αργός. Ακολουθούσε αυτόν του πυροβολικού, που κονιορτοποιούσε τα ερείπια και όσους βρίσκονταν μέσα σε αυτά. O Κρεμπς μετέφερε την απάντηση για την άνευ όρων παράδοση στο καταφύγιο. Ήταν η σειρά της οικογένειας Γκέμπελς. H Μάγδα Γκέμπελς, αφού έδωσε υπνωτικό στα έξι παιδιά της, τα έβαλε στα κρεβάτια τους και όταν αυτά αποκοιμήθηκαν, τους έβαλε στο στόμα τις κάψουλες υδροκυανίου που τις είχε δώσει ο Χίτλερ. Στη συνέχεια, ανέβηκε τα σκαλιά προς την αυλή της Καγκελαρίας. Εκεί έσπασε στο στόμα της μία κάψουλα.
O Γκέμπελς την πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, έσπασε τη δική του κάψουλα και αυτοπυροβολήθηκε στον δεξιό κρόταφο. Άνδρες της φρουράς έβρεξαν με πετρέλαιο τα άψυχα σώματα και τους έβαλαν φωτιά. O Κρεμπς και ο Μπούργκντορφ αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον Φύρερ στο θάνατο. Oι υπόλοιποι, ανάμεσά τους και ο Μπόρμαν, αποφάσισαν να επιχειρήσουν να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν προς τα δυτικά. Αρκετοί τα κατάφεραν. Tο πρωί της 2ας Μαΐου, ο διοικητής των δυνάμεων του Βερολίνου, Βάιτλινγκ, παραδόθηκε στους Σοβιετικούς.
Υπέγραψε την πράξη συνθηκολόγησης και αυτοκίνητα με μεγάφωνα μετέδωσαν τη διαταγή στις Γερμανικές δυνάμεις για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Δεν υπάκουσαν όμως όλοι σε αυτή τη διαταγή. H προοπτική της αιχμαλωσίας από τους Σοβιετικούς χαλύβδωσε τη θέληση πολλών Γερμανών στρατιωτών, που επιχείρησαν μια ηρωική έξοδο προς τη Δύση. O στρατηγός Μουμέρτ, διοικητής της μεραρχίας Muncheberg, οδήγησε μία φάλαγγα στρατιωτών και αμάχων πάνω από τη γέφυρα του Σπαντάου, μέσα από έναν καταιγισμό εχθρικών πυρών. Oι μάχες συνεχίστηκαν στο δρόμο προς το Σπαντάου.
O Μουμέρτ σκοτώθηκε στις 3 Μαΐου, ενώ τα υπολείμματα αυτών που μετείχαν στην ηρωική έξοδο αναμείχθηκαν με τις μάζες των προσφύγων που κατευθύνονταν στα δυτικά, με τα Σοβιετικά άρματα και αεροπλάνα να τους αποδεκατίζουν. Λίγοι κατόρθωσαν να ενωθούν με τις δυνάμεις της 12ης Στρατιάς. O θόρυβος της μάχης κόπασε στο Βερολίνο το απόγευμα της 2ας Μαΐου 1945. Tο τελευταίο οχυρό που σίγησε ήταν το αντιαεροπορικό καταφύγιο στον Ζωολογικό Κήπο. Νεκρική σιγή απλώθηκε στην κατεστραμμένη πόλη. Oι χλωμοί Βερολινέζοι ξεπρόβαλλαν από τα καταφύγια, μη πιστεύοντας και οι ίδιοι ότι κατάφεραν να επιβιώσουν. Aυτό που αντίκρισαν ήταν φλόγες, καπνοί και σωροί ερειπίων.
Υπολογίζεται ότι περίπου 100.000 Βερολινέζοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες ή αυτοκτόνησαν. Ελάχιστοι από τους στρατιώτες της φρουράς του Βερολίνου γλίτωσαν το θάνατο ή την αιχμαλωσία. H πτώση του Βερολίνου στους Σοβιετικούς κόστισε ακριβά και στον Κόκκινο Στρατό. Oι απώλειές του τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1945 ανήλθαν στις 352.475 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους, οι βαρύτερες από τη μάχη του Στάλινγκραντ και μέχρι τότε. H πτώση του Βερολίνου και ο θάνατος του Χίτλερ σήμαναν το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη. O Βενκ, αφού δημιούργησε ένα προγεφύρωμα στον Έλβα, περιμάζεψε τους άνδρες της 9ης Στρατιάς και τους παρέδωσε, μαζί με τους άνδρες της 12ης Στρατιάς, στους Αμερικανούς.
Oι άμαχοι που είχαν ακολουθήσει τους στρατιώτες εξαιρέθηκαν από το "προνόμιο" αιχμαλωσίας τους από τους Αμερικανούς. Στα βόρεια παραδόθηκαν οι άνδρες της 3ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς και της 21ης Ομάδας Στρατιών. Στις 8 Μαΐου 1945 ο στρατάρχης Κάιτελ υπέγραψε στο Βερολίνο την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στους Συμμάχους.
Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Ο Ρώσος αξιωματικός που κτυπά το Βερολίνο είναι ο ίδιος που υπεράσπισε το Σταλινγκράντ, ο σωματάρχης Β. Ι. Τσουίκοφ. Έχει εγκαταστήσει το αρχηγείο του στον αριθμό 3 του Σούλενμπουργκρινγκ, στην συνοικία Τέμπελχοφ. Τον πληροφορούν στις 30 Απριλίου κατά τα μεσάνυχτα ότι ένας Γερμανός συνταγματάρχης μόλις παρουσιάσθηκε με λευκή σημαία κοντά στο Λάντβερκαναλ. Ρωτά σε ποιο σημείο ο στρατηγός Κρεμπς, αρχηγός του Γενικού επιτελείου της Wehrmacht, θα μπορούσε να περάσει τις γραμμές για να εκπληρώσει μια αποστολή που είχε προς την Σοβιετική διοίκηση. Ο Τσουίκωφ αναφέρει στον στρατάρχη Ζούκωφ που τον εξουσιοδοτεί να δεχθεί τον απεσταλμένο του εχθρού.
Ο Κρεμπς φθάνει στο Σούλενμπουργκριν στις 04:00 μαζί με τον συνταγματάρχη φον Ντούφφινγκ, τον υπολοχαγό διερμηνέα Νέιλαντις, Λεττονό SS, κι ένα στρατιώτη που κρατεί λευκή σημαία. Οι τέσσερις είναι εξαντλημένοι από τη διαδρομή μέσα στην κόλαση του Βερολίνου. Ο Κρεμπς ζητά να συνομιλήσει ιδιαιτέρως με τον Τσουίκωφ, αυτός απαντά πως δεν μπορεί ν’ ακούσει τον απεσταλμένο παρά μόνο παρουσία και του επιτελείου του. Η μάχη συνεχίζεται. Ο εφιάλτης διαρκεί ακόμη. Η έκφραση αυτή δεν είναι υπερβολική. Όλες οι αφηγήσεις για τις τελευταίες ώρες του Βερολίνου συμπίπτουν και όλες είναι θλιβερές στην αδυναμία τους να υψωθούν στο επίπεδο της φρίκης που προσπαθούν να εικονίσουν.
Παντού νεκροί, σωροί νεκρών και των δύο φύλων και κάθε ηλικίας. Παντού τραυματίες που ικετεύουν να τους αποτελειώσουν. Ολοένα μια βροχή από στάχτες, θόλοι πύρινοι, πλήθη που τρέχουν ανάμεσα από εκρήξεις, βολές από τις πυροβολαρχίες του Στάλιν που ξεσηκώνουν σύννεφα από συντρίμματα, το βρυχώμενο πέρασμα των καταδιωκτικών - βομβαρδιστικών, στρατοδικεία στις γωνιές των δρόμων, κρεμασμένοι μέσα στα ερείπια, και μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο ομάδες ανδρών και παιδιών που μάχονται σαν δαίμονες. Οι μεραρχίες του 56ου θωρακισμένου σώματος, κυρίως των ξένων εθελοντών, έχουν ελαττωθεί σε μερικές εκατοντάδες άνδρες ή καλύτερα σε μερικές δεκάδες.
Η Νόρντλαντ στην έναρξη της πολιορκίας είχε 1.500 άνδρες, όταν πολεμούσε στο Νώυκολν, ο διοικητής της, ο ταξίαρχος Τσίγκλερ, ξαναβρίσκει 80 γύρω από την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Η μεραρχία Σάρλεμαν που υπερασπίζεται το καταφύγιο του Χίτλερ, δεν είχε μέσα στο Βερολίνο πάντοτε παρά ένα τάγμα με 300 άνδρες, κάτω από τις διαταγές του Χαουπτστουρμφύρερ Φενέτ. Η Φόλκστουρμ δεν ήταν παρά μονάδες αυτοσχέδιες που έπαψαν να αντιπροσωπεύουν μια πραγματική δύναμη, γιατί έλειπαν οι αντιαρματικές γροθιές, τα φυσίγγια ή το θάρρος. Τα ατρόμητα στρατεύματα της Χιτλερικής νεολαίας έχουν αποδεκατισθεί.
Υπολογίζεται ότι στην αρχή της μάχης του Βερολίνου υπήρχαν περίπου 90.000 Γερμανοί μαχητές διαφόρων κατηγοριών. Τώρα δεν θα πρέπει να έχουν απομείνει περισσότεροι από 10.000, αλλά η γενναιότητά τους και η ικανότητά τους, τους πολλαπλασιάζουν. Το Σάρλοτενμπουργκ κρατά ακόμη. Ο αγώνας συνεχίζεται στο Κούρφυρστενταμ. Η εκκλησία της φρουράς και το ξενοδοχείο Έντεν έπεσαν, αλλά από την άλλη πλευρά της Μπούνταπεστερστρασσε η μεραρχία Μύνχεμπεργκ υπερασπίζεται με λύσσα τον Ζωολογικό κήπο. Παραπλεύρως το Χόχμπουνκερ βροντά αδιάκοπα.
Στη συνοικία, όπου είναι τα κυβερνητικά κτήρια, οι Ρώσοι έχουν καταλάβει το υπουργείο Αεροπορίας και απομόνωσαν την Καγκελαρία, αλλά δεν προχωρούν παρά βήμα προς βήμα. Το κεντρικό αρχηγείο της Μπέντλερστρασσε δεν λειτουργεί πια. Οι διαταγές δεν φθάνουν πια στους διάφορους τομείς. Η κάθε ομάδα δεν μάχεται, παρά για λογαριασμό της, με μόνο το κίνητρο της απελπισίας. Για να ξανάπαει στις γερμανικές γραμμές ο Ντούφφινγκ κατευθύνθηκε προς την Μπούνταπεστερστρασσε. Ο Νέιλαντις και δύο Ρώσοι αξιωματικοί τον συνοδεύουν. Αναγνωρίζοντας Γερμανικές στολές κάτω από τη λευκή σημαία οι γρεναδιέροι της μεραρχίας Μπούνχεμπεργκ κραυγάζουν, ''Προδότες'' και πυροβολούν.
Ο Νέιλαντις τραυματίζεται, οι δύο Ρώσοι σκοτώνονται, ο Ντούφφινγκ σώθηκε με την παρέμβαση ενός Γερμανού αξιωματικού που διατάζει να σταματήσει το πυρ. Ο Ντούφφινγκ βρίσκει ένα τηλέφωνο, επικοινωνεί με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς που τον διατάζει να ξαναγυρίσει στον Τσουίκωφ και να φέρει από εκεί τον Κρεμπς, για να δώσει ο ίδιος την αναφορά του. Όλα αυτά τα γεγονότα που η αφήγησή τους τώρα είναι σύντομη, εξελίσσονταν τότε αργά αργά. Είναι μεσημέρι, όταν ο Ντούφφινγκ, με τη στολή του κουρελιασμένη, φθάνει στο Σούλενμπουργκρινγκ. Η πρώτη ημέρα του Μαΐου είναι τόσο υπέροχη που ο ήλιος έρχεται σε διάφορα σημεία να διαλύσει το σύννεφο από καπνιά που καλύπτει το Βερολίνο.
Ο Κρεμπς προσπάθησε ν’ ανοίξει συζήτηση με τους Ρώσους υπενθυμίζοντας πως η 1η Μαΐου είναι κοινή εορτή του Γ' Ράιχ και της Σοβιετικής Ένωσης. Κανείς δεν του απάντησε. Οι έγκλειστοι του καταφυγίου περίμεναν την επιστροφή του Κρεμπς με φοβερή ανυπομονησία. Ύστερα από το θάνατο του Χίτλερ επακολούθησε μια ακτίνα ελπίδας. Κάτω από τα ερείπια της Καγκελαρίας, κάτω από το πτώμα του Führer τους, οι αδιάλλακτοι του εθνικοσοσιαλισμού είναι έτοιμοι να διακηρύξουν την προσχώρησή τους στον Μπολσεβικισμό. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς και ο Μπόρμαν σχεδιάζουν να απευθύνουν μια έκκληση στον Γερμανικό λαό, να επανέλθει στη Ρωσική συμμαχία που είχε συνάψει και καταγγείλει ο Χίτλερ.
Η αναφορά του Κρεμπς διαλύει τη νέα αυτή χίμαιρα. Μια κραυγή απελπισίας, das ist das Ende (αυτό είναι το τέλος) ξεφεύγει από το στόμα του Γκαίμπελς, όταν μαθαίνει, πως οι Ρώσοι αποκρούουν κάθε είδους συζήτηση και απαιτούν καθαρή, απλή, άμεση και ολοκληρωτική συνθηκολόγηση. Ο στρατηγός Βάιντλινγκ δηλώνει, πως πρέπει να υποκύψουν. Ο Γκαίμπελς στην αρχή διαμαρτύρεται έντονα, έπειτα το παίρνει απόφαση, βυθίζεται στη σιωπή κι απομακρύνεται από τη ζωή. Ο Βάιντλινγκ εγκαταλείπει το οχυρωμένο καταφύγιο για τον τελευταίο του σταθμό διοίκησης, στη Βοσστράσσε, δίπλα στην Καγκελαρία. Έχει ακόμα έναν πομπό ασυρμάτου, με τον οποίο θα επιχειρήσει να πάρει πάλι επαφή με τον Τσουίκωφ.
Ο Μπόρμαν θέλει να ζήσει: προετοιμάζει μια νυκτερινή έξοδο, δραπέτευση όλων όσων βρίσκονται μέσα στο οχυρωμένο καταφύγιο. Ο Γκαίμπελς θέλει να πεθάνει. Οι σκηνές που σημειώθηκαν με την αυτοκτονία του Χίτλερ και της Εύα Μπράουν επαναλαμβάνονται με λιγότερη επισημότητα. Η οικογένεια αποχαιρετά τους συντρόφους της, έπειτα ένα δηλητηριασμένο ποτό που είχε παρασκευάσει ο γιατρός του καταφυγίου, σερβίρεται στα έξι παιδιά. Η Μάγδα και ο Joseph ανεβαίνουν έπειτα τη σκάλα που οδηγεί στον κήπο της Καγκελαρίας, εκείνος κρατώντας σαν εικόνισμα ένα πορτραίτο του Χίτλερ σε ασημένια κορνίζα.
Δυο SS που έχουν τοποθετηθεί σε κατάλληλη θέση τους σκοτώνουν, σύμφωνα με τη διαταγή που είχαν πάρει. Τα σώματα, βρεμένα με βενζίνη, καίγονται επιπόλαια, λιγότερο πάντως απ’ όσο χρειαζόταν για να γίνουν αγνώριστα. Τη στιγμή εκείνη ήταν 19:30. Τρεις άνθρωποι είχαν αποφασίσει να μείνουν στο οχυρωμένο καταφύγιο και να τινάξουν τα μυαλά τους τη στιγμή που οι Ρώσοι θα εισχωρούσαν εκεί. Ο Σέλντε, αρχηγός της φρουράς του Χίτλερ, ο στρατηγός Κρεμπς και ο στρατηγός Μπούργκντορφ, ο τελευταίος ολότελα μεθυσμένος. Οι άλλοι, άντρες και γυναίκες, βγαίνουν χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, με τον υπερασπιστή της Καγκελαρίας ταξίαρχο των SS Μένκε.
Το σχέδιο που είχε καταρτίσει ο Μπόρμαν, προβλέπει να φθάσουν στο σταθμό της Βιλχελμστράσσε περνώντας από τα υπόγεια γκαράζ της Καγκελαρίας, έπειτα να διασχίσουν τον Σπρέε, για να διαφύγουν προς τα βορειοδυτικά. Πολλοί απ’ αυτούς που συμμετέχουν στο εγχείρημα δεν έχουν εγκαταλείψει το καταφύγιο από την αρχή της πολιορκίας, νιώθουν κυριολεκτικά να πνίγονται μόλις βγαίνουν μέσα στη φλεγόμενη πόλη. Μερικοί θα διαφύγουν και θα επιζήσουν για να παράσχουν πολύτιμες μαρτυρίες για τις τελευταίες στιγμές του Χίτλερ. Οι πιο τυχεροί, όπως ο σοφέρ Κέμπκα και οι τρεις γραμματείς, Φράου Κρίστιαν, Φράου Γιούνγκε, Φρόυλαϊν Κρύγκερ, θα κατορθώσουν να φθάσουν στη Δυτική Γερμανία.
Άλλοι, όπως ο ναύαρχος Βος και ο θαλαμηπόλος Λίνγκε, θα κάνουν ένα μεγάλο γύρο περνώντας από τις Σοβιετικές φυλακές, όπου θα υποβληθούν σε καταπληκτικές πιέσεις, για να βεβαιώσουν ότι ο Χίτλερ είναι ζωντανός. Άλλοι θα σκοτωθούν μέσα στα ερείπια του Βερολίνου. Άλλοι τέλος θα εξαφανισθούν, χωρίς να βρεθεί ποτέ το πτώμα τους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μάρτιν Μπόρμαν. Είναι πολύ πιθανό να σκοτώθηκε γύρω στις 03:00 τα ξημερώματα ταυτόχρονα με τον υπουργό Νάουμαν στη Φρηντριχστράσσε, από την ανατίναξη ενός άρματος μάχης δίπλα στο οποίο βάδιζαν.
Ο Κέμπκα τον είδε να εξαφανίζεται μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη και ο αρχηγός της Χιτλερικής νεολαίας του Βερολίνου Άξμανν ισχυρίζεται ότι τον ανεγνώρισε κατά γης νεκρό ή ψυχορραγώντας. Οι μαρτυρίες αυτές όμως δεν θα κριθούν επαρκείς για να μην ασκηθεί δικαστική δίωξη εναντίον του. Ο Μπόρμαν θα καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο στη Νυρεμβέργη. Ενώ αυτά τα ατομικά ναυάγια χάνονται μέσα στο μεγάλο ψυχορράγημα του Βερολίνου, ο πομπός της Βοσστράσσε απευθύνει επανειλημμένα μια έκκληση.
''Εδώ το 56ο Γερμανικό σώμα θωρακισμένων. Ζητούμε άμεση κατάπαυση του πυρός. Οι αντιπρόσωποί μας θα προσέλθουν στο Ποτσνταμερμπρύκε στις 00:30. Σημείο αναγνώρισης: λευκή σημαία με φόντο κόκκινο φως. Παρακαλούμε απαντήστε. Περιμένουμε''.
Ο συνταγματάρχης φον Ντούφφινγκ φεύγει για τετάρτη φορά με τη λευκή σημαία και στις 05:00 οδηγεί στον τελευταίο σταθμό διοίκησης της στρατιωτικής διοίκησης του Βερολίνου ένα θωρακισμένο Σοβιετικό αυτοκίνητο. Ο Βάιντλινγκ μπαίνει μέσα μαζί με τους στρατηγούς Βέτας και Σμιτ-Ντάνκβαρτ. Το άρμα της συνθηκολόγησης διατρέχει πολλούς κινδύνους περνώντας κοντά στο Ανχάλτερ Μπάνχοφ ανάμεσα από νεαρούς μαχητές που είναι ακόμα καλά εξοπλισμένοι και δυσανασχετούν στο πέρασμά του. Η είδηση του θανάτου του Χίτλερ αρχίζει να διαδίδεται στα καταφύγια και στις θέσεις μάχης.
Αφήνει αδιάφορη τη μεγάλη μάζα που έχει εξουθενωθεί από τις υπερβολικές ταλαιπωρίες και τον τρόμο, προσκρούει όμως στην επικίνδυνη δυσπιστία των φανατικών που κραυγάζουν πως πρόκειται για ηττοπάθεια και προδοσία. Στο Σουλενμπούργκριν ο Βάιντλινγκ υπογράφει με τρεμάμενο χέρι την πράξη συνθηκολόγησης του Βερολίνου. Τον οδηγούν έπειτα σ’ ένα στούντιο του Γιοχάνισταλ, όπου οφείλει να συμμετάσχει στην επανάληψη της τελετής και να διαβάσει μια διακήρυξη, με την οποία κατηγορεί τον Χίτλερ ότι άφησε στα κρύα του λουτρού (im Stich), αυτούς που πολέμησαν γι’ αυτόν μέχρις εσχάτων. Αυτό δεν είναι όμως απόλυτα το τέλος. Μια απεγνωσμένη έξοδος οργανώνεται.
Πλήθος πολεμιστών που αρνούνται τη συνθηκολόγηση, συγκεντρώνονται στο Σάρλοτενμπουργκ. Καταματωμένος, με το χέρι κρεμασμένο από τον επίδεσμο, ο διοικητής της μεραρχίας Μύνχενμπεργκ Μούμμερτ, σχηματίζει μια φάλαγγα, την οποία εξαπολύει εναντίον της γέφυρας του Σπάνταου. Η διάβαση της γέφυρας γίνεται με ακατάσχετη ορμή. Μια ανθρώπινη μάζα ορμά προς τη γέφυρα κάτω από τα πυρά του Σοβιετικού πυροβολικού: στρατιώτες όλων των σχηματισμών της Wehrmacht, άμαχοι κρατώντας στην αγκαλιά τους παιδιά και σέρνοντας πίσω τους γέρους. Περνούν κυριολεκτικά μέσα από ένα καζάνι, όπου βράζει ανθρώπινη σάρκα.
Το όνομα του ανθρώπου που κράτησε την αντίσταση του Βερολίνου, του Βενκ, ξαναπαρουσιάζεται στα στόματα. Αυτόν θα επιχειρήσουν να συναντήσουν κάπου προς το Πότσδαμ. Στο Σπάνταου λυσσώδεις μάχες διεξάγονται γύρω στο φρούριο που κατέχεται από τους Ρώσους. Οι απελπισμένοι φυγάδες κοιμούνται μέσα στους δρόμους της πόλης που το φλεγόμενο Βερολίνο της έχει δώσει κατακόκκινο χρώμα. Την επομένη, 3 Μαΐου, η κατάσταση γίνεται τραγική. Ο Μούμμερτ σκοτώνεται. Οι μαχόμενοι έχουν εμπλακεί μέσα στις ορδές των προσφύγων που πεθαίνουν από την πείνα. Παρ’ όλα αυτά προχωρούν και φθάνουν στην πόλη Νταίμπεριτζ. Τα αεροπλάνα και τα άρματα τους αποδεκατίζουν. Μόνο μεμονωμένοι άνδρες θα κατορθώσουν να συνενωθούν με τη στρατιά Βενκ.
Στο Βερολίνο ο θόρυβος της μάχης κοπάζει. Το Hochbunker του Ζωολογικού κήπου, τελευταίος προμαχώνας της πρωτεύουσας, σωπαίνει. Πλήθη χλωμών ανθρώπων βγαίνουν από τα καταφύγια, κατάπληκτοι που ζουν. Αυτό που αντικρίζουν είναι τρομερό. Τα ερείπια που απλώνονται γύρω είναι τα πιο εκτεταμένα από όσα είχε συσσωρεύσει ποτέ η μανία των ανθρώπων. Χιλιάδες Βερολινέζοι είναι θαμμένοι κάτω από το πτώμα της πόλης τους που εξακολουθεί να φλέγεται. Η τύχη που περιμένει τους ζωντανούς μπορεί να κάνει αξιοζήλευτη την ανάπαυση των νεκρών. Κάθε τι που έκανε ο άνθρωπος σαν μέλος ενός κοινωνικού συνόλου έχει διαλυθεί.
Όλες οι γυναίκες βρίσκονται στη διάθεση του νικητή. Τα υλικά αγαθά καταστρέφονται ή πρόκειται να κατασχεθούν. Ο Σοβιετικός υπουργός Βιομηχανίας Ιβάν Σερώφ φθάνει αυτοπροσώπως, για να οργανώσει τη μεταφορά των βιομηχανιών του Βερολίνου στην Ε.Σ.Σ.Δ. Η αποσυναρμολόγησή τους είχε αρχίσει ενώ ακόμα γίνονταν μάχες, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα υπό το φως των προβολέων. Αυτό που γίνεται είναι μάλλον σφαγιασμός. Μεταξύ 75 και 91% των διαφόρων βιομηχανιών του Βερολίνου αντιπροσωπεύοντας αξία 4 δισεκατομμυρίων μάρκων θα λεηλατηθούν, αλλά στη Ρωσία θα φθάσουν μόνο παλιοσιδερικά.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ
Παρά λίγο ο αρχιναύαρχος Νταίνιτς να συλληφθεί στο Γενικό Στρατηγείο του στο Μπερνάου στα βόρεια του Βερολίνου. Είχε επαναπαυτεί σε μια διαβεβαίωση του Κάιτελ: ''Μια επίθεση που δεν πέτυχε ως την τρίτη μέρα, έχει αποτύχει''. Τη νύκτα της 19ης Απριλίου, έχοντας μια προαίσθηση, έδωσε διαταγή στους κατάπληκτους αξιωματικούς του να μετακινηθούν αμέσως. Μια ώρα αργότερα η Ανώτατη Διοίκηση του Ναυτικού βρισκόταν εν κινήσει. Μια ώρα αργότερα τα Ρωσικά άρματα έφθαναν στο Μπερνάου. Ο νέος Σταθμός Διοίκησης εγκαθίσταται στο Πλεν μεταξύ Λυβέκης και Κίελου.
Εδώ ακριβώς ο Νταίνιτς αναλαμβάνει την διοίκηση της Βόρειας Γερμανίας, με τον στρατάρχη Ερνστ Μπους υπό τις διαταγές του ως διοικητού των χερσαίων δυνάμεων. Οι ειδήσεις που φθάνουν όμως είναι καταπληκτικές κι ο Νταίνιτς νιώθει να πέφτουν πιο βαριές ευθύνες στους ώμους του. Η πρώτη έκπληξη -μικρότερη- είναι η καθαίρεση του Χέρμαν Γκαίρινγκ. Η δεύτερη είναι ένα ραδιοτηλεγράφημα του Μάρτιν Μπόρμαν που καταγγέλλει την προδοσία και τις μυστικές διαπραγματεύσεις του Χίμλερ. Ο Führer, καταλήγει ο Μπόρμαν, υπολογίζει πως θα ενεργήσετε αμέσως και αμείλικτα εναντίον όλων των προδοτών.
Ο Νταίνιτς δεν είναι μυαλό πολιτικό. Αφέθηκε να παρασυρθεί από την ολέθρια επίδραση του Χίτλερ, αλλά δεν αγαπά ούτε τον Μπόρμαν ούτε τον Γιόζεφ Γκαίμπελς ούτε τον Χίμλερ. Ωστόσο διστάζει. Αντί να κτυπήσει αμέσως κι αμείλικτα τον τελευταίο, ζητά από τον κατηγορούμενο μια συνάντηση και δέχεται να πραγματοποιηθεί αυτή στον στρατώνα των SS της Λυβέκης, όπως προτείνει ο Χίμλερ. Από την συνάντηση αυτή βγαίνει σώος και ακέραιος για μεγάλη ανακούφιση των συνεργατών του. Ο Χίμλερ επιβεβαίωσε την ανεπιφύλακτη αφοσίωσή του στον Führer και υποστήριξε, πως είναι θύμα σκευωρίας.
Ένα νέο μήνυμα υπογεγραμμένο από τον Μπόρμαν φθάνει στο Πλεν. Πληροφορεί τον Νταίνιτς, πως ο Führer τον όρισε διάδοχό του στη θέση του πρώην στρατάρχου του Ράιχ Γκαίρινγκ. Γραπτή εξουσιοδότηση πρόκειται σε σύντομο χρόνο να του σταλεί. Αλλά από τώρα κιόλας έχετε αρμοδιότητα να λάβετε όλα τα μέτρα που επιβάλλει η κατάσταση. Το τηλεγράφημα δεν διευκρινίζει, αν ο Χίτλερ σκοτώθηκε ή παραιτείται από τις εξουσίες του, αποσυρόμενος μπροστά στην καταστροφή, όπως ο Wilhelm ο 2ος το 1918. Ο πρώτος που ενημερώνεται είναι ο Χίμλερ. Καλείται στο Πλεν, όπου φθάνει ανάμεσα σε έξι ένοπλους αξιωματικούς των SS. Ο Νταίνιτς τον δέχεται με το περίστροφό του επάνω στο τραπέζι.
Ακούγοντας να του διαβάζουν το τηλεγράφημα του Μπόρμαν ο Χίμλερ γίνεται πελιδνός από οργή. Ελπίζω, λέει πικρόχολα, ''Να μου επιτρέψετε να είμαι το δεύτερο κατά σειρά πρόσωπο στο κράτος σας''. Η Γερμανία καταρρέει, οι άνθρωποι του εθνικοσοσιαλισμού είναι όλοι τους προορισμένοι να έχουν τέλος ατιμωτικό κι ωστόσο αγωνίζονται για την εξουσία με λύσσα -και θεατρικά μέσα- γκάγκστερς. Ο θάνατος του Χίτλερ επιβεβαιώνεται την επομένη 1η Μαΐου στις 07:40 με ένα νέο τηλεγράφημα από το Βερολίνο. Η αμφιβολία ωστόσο δεν έχει διαλυθεί τελείως. Το κείμενο είναι το ακόλουθο:
''Διαθήκη εν ισχύει. Θα σας συναντήσω, αμέσως μόλις μπορέσω. Ως τότε, έχω τη γνώμη, καθυστερήσετε δημόσια ανακοίνωση. Μπόρμαν. Κι αυτός εδώ αγκιστρώνεται στη φιλοδοξία, καλοπιάνει, προετοιμάζει το μέλλον του. Ο Νταίνιτς παραβλέπει τη συμβουλή που περιέχει το τηλεγράφημα. Η διαταγή που απευθύνει με τα ραδιοφωνικά κύματα μιλά για έναν Χίτλερ που έπεσε νεκρός στη θέση του μαχόμενος ως την τελευταία του πνοή εναντίον του Μπολσεβικισμού. Παρ’ όλα αυτά, όταν παίρνει ένα καινούριο -και τελευταίο- τηλεγράφημα από την Καγκελαρία που του συνοψίζει τη διαθήκη και του υπαγορεύει τους κυριότερους συνεργάτες του, αποφασίζει να μην το λάβει υπ’ όψη του.
Καγκελάριος θα είναι ο υπουργός Οικονομικών Σβέριν φον Κρόσιγκ, φελός που επιπλέει πάντα. Ο Άλφρεντ Σπέερ δεν έχει υπουργικό χαρτοφυλάκιο, παραμένει όμως δίπλα στον αρχιναύαρχο σαν προσωπικότητα των παρασκηνίων. Τον πείθει να διατάξει τη σύλληψη του Μπόρμαν και του Γκαίμπελς, αν κατορθώσουν να βγουν από το Βερολίνο. Την 1η Μαΐου η ομάδα στρατιών του Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, αδρανής εδώ και δέκα μέρες μπροστά στη Βρέμη και το Αμβούργο, ξεκινά πάλι ξαφνικά. Διαβαίνει τον Έλβα και εισβάλλει στα δυτικά του Μεκλεμβούργου. Ο Νταίνιτς εγκαταλείπει το Πλεν και συμπτύσσεται ως το Μύρβικ κοντά στο Φλένσμπουργκ στα Δανικά σύνορα.
Η Ανώτατη Διοίκηση της Wehrmacht εγκαθίσταται δίπλα του, ύστερα από ένα δραματικό ταξίδι στους δρόμους της ήττας. Το Χιτλερικό δηλητήριο που είχε ποτίσει τον Κάιτελ και τον Γιοντλ, είχε τόση δύναμη που τους έκανε να χαιρετίσουν την ξαφνική Βρετανική επίθεση βλέποντας σ’ αυτήν την προσέγγιση των εχθροπραξιών που πρόκειται να αρχίσουν μεταξύ Δυτικών και Σοβιετικών. Ο Χίτλερ είχε υποστηρίξει ως την τελευταία στιγμή, πως η παράταση, φαινομενικά χωρίς ελπίδα καμιά, της Γερμανικής αντίστασης είχε σαν νόημα ένα Zeitgewinn, ένα κέρδος χρόνου που θα επέτρεπε την ανατροπή των συμμαχιών. Οι δυο υπασπιστές του νομίζουν πως βλέπουν να πραγματοποιείται η προφητεία του.
Στο Φλένσμπουργκ ο Νταίνιτς υπαγορεύει στον υπασπιστή του πλωτάρχη Λούντε Νόυρατ έναν πίνακα της κληρονομιάς που του μεταβιβάζεται. Στην Ιταλία η ομάδα στρατιών Βιέτινγκχοφ μόλις είχε συνθηκολογήσει παραδίδοντας στους Συμμάχους σχεδόν ένα εκατομμύριο αιχμαλώτους. Στη Βόρειο Γερμανία το Βερολίνο έχει χαθεί και όλες οι στρατιές του μετώπου πλησιάζουν στη διάλυση. Στη Νότιο Γερμανία η κατάσταση δεν είναι διόλου καλύτερη. Η 3η Αμερικανική στρατιά ολοκληρώνει την κατάληψη της Σαξονίας. Το Μόναχο έχει καταληφθεί εδώ και δυο μέρες από την 7η Αμερικανική στρατιά. Αφού κατέλαβε τον Μέλανα Δρυμό και κυρίευσε τη Στουτγάρδη η 1η Γαλλική στρατιά φθάνει στη λίμνη της Κωνστάντιας.
Η Luftwaffe έχει σχεδόν εκμηδενιστεί και στο μικρό τμήμα που απομένει από τη Γερμανία, η πολεμική παραγωγή έχει στην πράξη σταματήσει εξ αιτίας της εξάντλησης των πρώτων υλών και την πλήρη αποδιοργάνωση των μεταφορών. Η Γερμανία παραμένει ισχυρή έξω από τη Γερμανία. Η ομάδα στρατιών Χίλπερτ κρατά καλά στην Κουρλάνδη. Η Νορβηγία και η Δανία βρίσκονται ακόμα υπό πλήρη κατοχή. Η ομάδα στρατιών Μπλάσκοβιτς διατηρεί το μεγαλύτερο τμήμα της Ολλανδίας περιλαμβανομένου του Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ.
Στην Γαλλία οι Σύμμαχοι παραβίασαν τις εκβολές του Ζιρόντ (καταστρέφοντας το Ρουαγιάν), η Δουνκέρκη όμως, το Καλαί, η Βουλώνη, το Λοριάν, το Σαιν-Ναζαίρ, η Λα Ροσέλ, καθώς και τα Αγγλονορμανδικά νησιά εξακολουθούν να κατέχονται από ισχυρές φρουρές. Στη Μεσόγειο η Γερμανία διατηρεί κατακτήσεις τόσο απομακρυσμένες, όσο η Ρόδος και η Κρήτη. Στην κεντρική Ευρώπη η ομάδα στρατιών Λερ κρατά το βόρειο τμήμα των Βαλκανίων, η ομάδα στρατιών Ρέντουλικ προασπίζει το δυτικό τμήμα της Αυστρίας, η ομάδα στρατιών Σαίρνερ είναι ακόμα κυρία ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας. Τρία εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονται ακόμα κάτω από τα όπλα από το Βόρειο ακρωτήριο ως το Αιγαίο πέλαγος.
Και την ίδια στιγμή το ίδιο το Ράιχ είναι χαμένο. Οι πρόσφυγες επιδεινώνουν αυτή την τόσο παράδοξη κατάσταση. Είναι εκατομμύρια, κανείς δεν ξέρει πόσα -ίσως 5, ίσως 10 ή περισσότερα-. Πολλούς τους έφθασε η Ρωσική προέλαση ή τους κάλυψε η Αγγλοαμερικανική προέλαση, η πυκνότητα τους όμως δεν παύει να αυξάνει στο περιορισμένο τμήμα του γερμανικού εδάφους που διατηρεί ο Γερμανικός στρατός. Οι απώλειες και τα βάσανά τους είναι φρικτά. Η επανάληψη της Βρετανικής επίθεσης συνοδεύεται από βομβαρδισμό όλων των οδών της Βόρειας Γερμανίας, πράγμα που συνεπάγεται εκατόμβες αμάχων. Και μόνο αυτοί οι άμαχοι φθάνουν για να εξουδετερωθούν οι πολυβολούμενοι αυτοί δρόμοι.
Οι ίδιοι οι επιτελικοί αξιωματικοί δεν κατορθώνουν πια ούτε να υπερνικήσουν το κύμα, όταν κατευθύνονται προς τα ανατολικά, ούτε να ξεφύγουν απ’ αυτό, όταν η αποστολή τους, τους καλεί προς τα δυτικά. Η συνέχιση του αγώνα μέσα σε τέτοιες συνθήκες δεν είναι πια παρά ένας σκληρός, ένας εγκληματικός παραλογισμός. Φθάνοντας σ’ αυτό το συμπέρασμα ο Νταίνιτς εξετάζει το δίλημμα, μπροστά στο οποίο βρίσκεται. Ο εχθρός διακηρύσσει από την διάσκεψη της Καζαμπλάνκα πως θα απαιτήσει άνευ όρων παράδοση. Δεν αφήνει να υπάρξει πια καμιά αμφιβολία από την εποχή της Διασκέψεως του Κεμπέκ, ότι εννοεί να πραγματοποιήσει την πλήρη διάλυση του Γερμανικού κράτους.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργεί τον πειρασμό να αρνηθεί ο αντίπαλος την παράδοση που του ζητά και να αφεθεί απλώς στα χέρια του σαν σώμα πια νεκρό. Όχι μόνο ο Γερμανικός στρατός, αλλά η ίδια η Γερμανία αιχμάλωτη, αδρανής κάτω από το βάρος των νικητών. Ο αρχιναύαρχος αποκρούει αυτήν την λύση απελπισίας. Ελπίζει πως η άφθαστη αυστηρότητα της συμμαχικής θέσεως θα παραμείνει θεωρητική και πως εκείνος προσωπικά θα επιπλεύσει ως αρχηγός μιας απαραίτητης Γερμανικής κυβέρνησης. Θα συνθηκολογήσει λοιπόν, αλλά θα επιχειρήσει να το κάνει με κάποιο διαχωρισμό: το ελάχιστο δυνατό όριο συνθηκολόγησης έναντι των Ρώσων, το μέγιστο δυνατό όριο συνθηκολόγησης έναντι των Άγγλων και των Αμερικανών.
Τα γεγονότα άλλωστε τον προλαμβάνουν. Ο συγκεντρωτικός μηχανισμός της διοίκησης καταρρέει. H συνθηκολόγηση του Βιέτινγκχοφ στην Ιταλία δεν είναι παρά η πρώτη μιας ολόκληρης σειράς. Παντού οι Γερμανικές στρατιές εγκαταλείπουν με δική τους πρωτοβουλία τον αγώνα και επιχειρούν να παραδοθούν αιχμάλωτες στα χέρια των Δυτικών. Μη μπορώντας πια να συνεχίσει την πορεία του προς το Βερολίνο ο Βενκ, εγκαθίσταται σε αμυντικές θέσεις στον ποταμό Χάβελ. Στις 2 Μαΐου τον συναντά η 9η στρατιά που άνοιξε από τον Όντερ ένα δρόμο μαρτυρικό ανάμεσα στις εχθρικές μάζες. Η τελευταία στρατηγική ιδέα του Χίτλερ υπήρξε να συγκεντρώσει δυο στρατιές, για να συντρίψει τους Ρώσους στο Βερολίνο.
Ο Χίτλερ όμως είναι νεκρός και η στρατιά Μπούσσε περιορίζεται σε μια τριανταριά χιλιάδες σκελετούς, που έχοντας χάσει πια και τη δύναμη να φοβούνται την Σοβιετική αιχμαλωσία αφήνονται να πέφτουν από εξάντληση. Ο Βενκ οργανώνει ένα σιδηροδρομικό πήγαινε - έλα, για να τους μεταφέρει προς δυσμάς και αντιμετωπίζει πάλι το πρόβλημα, που η εξέτασή του είχε διακοπεί τη νύκτα της 22ας Απριλίου με την άφιξη του Κάιτελ στο γενικό στρατηγείο του. Πώς να κατορθώσει να περάσει μέσα στις Αμερικανικές γραμμές όσο γίνεται περισσότερους στρατιωτικούς και πολίτες.
Στις 4 Μαΐου ο στρατηγός βαρόνος φον Έντελσχαϊμ, διοικητής του 48ου σώματος θωρακισμένων, διαβαίνει τον Έλβα με λευκή σημαία. Μεταφέρει στους Αμερικανούς τις προτάσεις του Βενκ. Παράδοση της 9ης και της 12ης στρατιάς στους Αμερικανούς άνοιγμα της γραμμής του Έλβα για τους τραυματίες, τους άοπλους στρατιωτικούς, τους φυγάδες αμάχους και τέλος στους μαχητές που θα καλύψουν την έξοδο όσο γίνεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εναντίον της Σοβιετικής προώθησης. Ο βαρόνος οδηγείται στο Στένταλ, Γενικό Στρατηγείο της 9ης Αμερικανικής στρατιάς, γίνεται δεκτός με ευγένεια και όλες οι προτάσεις του γίνονται δεκτές, με εξαίρεση μια μόνο, οι άμαχοι δεν θα μπορέσουν να διαβούν τον Έλβα.
Πολλοί έρχονται από την Ανατολική Πρωσία, τη Σιλεσία, τις Πολωνικές επαρχίες που είχε προσαρτήσει το Γ' Ράιχ. Ξεκίνησαν μέσα σε χιονοθύελλες, βάδισαν 1000 km, υπέστησαν χίλιους θανάτους κι άφησαν πίσω τους χιλιάδες πτώματα. Δεν τους μένει παρά να διαβούν τον Έλβα, για να βρουν εχθρούς που πιστεύουν πως ο πόλεμος δεν καταργεί όλους τους νόμους του ανθρωπισμού. Αλλά η διάβαση του Έλβα απαγορεύεται με Αμερικανική διαταγή. Ο Βενκ στέλνει πάλι τον Έντελσχαϊμ στο Στένταλ. Η αίτηση που μεταφέρει ακούεται με δυσπιστία. Οι Αμερικανοί αξιωματικοί δεν καταλαβαίνουν, γιατί τόσες χιλιάδες άμαχοι θέλουν να απομακρυνθούν ακόμα από τις εστίες τους που βρίσκονται κιόλας τόσο μακριά, ενώ οι εχθροπραξίες τελειώνουν.
Αρνούνται να ακούσουν την περιγραφή των Ρωσικών ωμοτήτων. Υποπτεύονται κάποιο Γερμανικό ελιγμό για να διασπασθούν οι Σύμμαχοι. Άλλωστε οι εντολές του S.H.A.E.F. είναι σαφείς. Η συνθηκολόγηση των εχθρικών μονάδων πρέπει να έχει αποκλειστικά και μόνο χαρακτήρα τοπικής στρατιωτικής παραδόσεως. Ο διοικητής της 9ης στρατιάς κρίνει ότι θα υπερέβαινε τις διαταγές που έχει και ότι θα αναγνώριζε εμμέσως την ύπαρξη σοβιετικής βαρβαρότητας, αν άνοιγε το μέτωπό του στους πρόσφυγες. Η ανάγκη επιβάλλει να υποκύψουν. Η συνθηκολόγηση υπογράφεται.
Οι τραυματίες, οι αφοπλισμένοι στρατιωτικοί, το προσωπικό των βοηθητικών υπηρεσιών αρχίζουν να διαβαίνουν τον Έλβα, ενώ η 48η μεραρχία αρμάτων και το 20ό σώμα στρατού σχηματίζουν ένα προγεφύρωμα γύρω στο Τανγκερμύντε. Κοντά στις όχθες του ποταμού έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες. Το Σοβιετικό πυροβολικό βροντά πολύ κοντά. Η Σοβιετική αεροπορία πολυβολεί τους καταυλισμούς. Πολλοί πέφτουν στο ποτάμι πιασμένοι από σανίδια, μέσα σε βαρέλια, αλλά οι περισσότεροι απωθούνται δια του πυρός. Στις 7 Μαΐου οι πολεμιστές αρχίζουν με τη σειρά τους να διαβαίνουν το ποτάμι. Ο Βενκ το διασχίζει την ώρα που αρχίζει να νυκτώνει καταδιωκόμενος από τις σφαίρες Ρώσικου πολυβόλου.
Περίπου 100.000 στρατιώτες και μερικές χιλιάδες πρόσφυγες που παρασύρουν μαζί τους φθάνουν στη Δύση. Η απόγνωση κυριεύει αυτούς που μένουν. Ολόκληρες οικογένειες αυτοκτονούν ή επιχειρώντας να διαβούν τον ποταμό παρ’ όλες τις δυσχέρειες, εξαφανίζονται στα νερά του. Στα βόρεια του Βενκ μάχεται η ομάδα στρατιών που φέρει ακόμα το όνομα του Βάιχσελ. Η 3η μεραρχία αρμάτων και η 21η στρατιά. Στην πραγματικότητα, όπως στη Γαλλία το 1940, τα επιβλητικά ονόματα στρατιά ή ομάδα στρατιών έχουν χάσει το νόημά τους. Ο προσωρινός διοικητής της ομάδας στρατηγός φον Τίππελκιρς δεν κατορθώνει ούτε καν να υπερνικήσει την πλημμυρίδα των προσφύγων για να περάσει να δει που βρίσκονται οι μεγάλες μονάδες του.
Παίρνει την απόφαση να συνθηκολογήσει, παρουσιάζεται ο ίδιος για τις διαπραγματεύσεις και κατορθώνει να συναντήσει τον διοικητή της 81ης αερομεταφερόμενης αμερικανικής στρατιάς Γκάβιν. Όπως ο Σίμσον, έτσι και αυτός δέχεται τους στρατιώτες και αποκρούει τους αμάχους. Μακρές φάλαγγες Γερμανών στρατιωτών βαδίζουν προς μια αιχμαλωσία σχετικά ήπια. Οι γυναίκες και τα παιδιά μένουν μέσα στην απελπισία τους. Ο ίδιος ο Νταίνιτς έχει αρχίσει συνομιλίες με τους νικητές.
Τη νύκτα της 2ας Μαΐου κατά τη διάρκεια της φυγής του προς το Φλένσμπουργκ σταμάτησε στον διαμετακομιστικό σταθμό επί της διώρυγας του Κίελου, για να αναθέσει στον αρχηγό του Πολεμικού Ναυτικού ναύαρχο φον Φρίντεμπουργκ, την αποστολή να μεταβεί προς συνάντηση του Μοντγκόμερυ. Οφείλει να του προσφέρει την συνθηκολόγηση όλων των Γερμανικών στρατιών που βρίσκονται στη Βόρειο Γερμανία και να του ζητήσει τη βοήθειά του για να ανακουφίσει τη δυστυχία των προσφύγων. Με το ταξίδι του Φρίντεμπουργκ παίρνουν εκδίκηση όλοι οι πληρεξούσιοι της ήττας που, από το 1938, αναγκάσθηκαν να φέρουν στα πόδια του Χίτλερ την υποταγή των εθνών τους.
Ο στρατηγός Κίντσελ, αρχηγός του επιτελείου του στρατάρχου Ερνστ Μπους και ο αρχηγός του δικού του επιτελείου, αντιναύαρχος Βάγκνερ, τον συνοδεύουν, καθώς και κάποιος ταγματάρχης Φρίντελ. Οι δρόμοι είναι αποκλεισμένοι από τους πρόσφυγες, γεμάτοι συντρίμμια και συνεχώς βάφονται με αίμα από την συμμαχική αεροπορία. Στα ερείπια του Αμβούργου ο gauleiter Κάουφμαν σταματά τους απεσταλμένους και λέει, πως θα τους τουφεκίσει. Δεν κατορθώνουν έτσι να φθάσουν παρά μόνο κατά το τέλος του πρωινού στον χέρσο κάμπο του Λούνεμπουργκ, όπου βρίσκεται ο κινητός Σταθμός Διοίκησης του Μοντγκόμερυ.
Εκείνος κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του. Οι Γερμανοί χαιρετούν κάτω από την Αγγλική σημαία που ανεμίζει στο φύσημα της αύρας. Ο Μόντυ τους δείχνει με μια αδιάφορη κίνηση: Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι θέλουν; Στιγμή σημαντική. Τη συνθηκολόγηση που ζητούν ο Μοντγκόμερυ την αρνείται. Οι στρατιές που του προσφέρουν μάχονται εναντίον των Ρώσων, ας παραδοθούν στους Ρώσους. Ο Φρίντεμπουργκ απαντά πως ούτε ένας στρατιώτης δεν θα υπακούσει στη διαταγή να καταθέσει τα όπλα σ’ αυτούς, όχι από φιλότιμο, αλλά αποκλειστικά και μόνο γιατί αιχμαλωσία στα χέρια των Ρώσων σημαίνει μεταχείριση βάρβαρη χειρότερη κι από το θάνατο.
Αντί να απαντήσει ο Μοντγκόμερυ βάζει τον Φρίντεμπουργκ μέσα στο τροχόσπιτό του και του δείχνει τους χάρτες του. Γύρω από ένα κουρέλι Γερμανίας, γιγάντιες δυνάμεις επιτίθενται. Ο Γερμανός ναύαρχος ξεσπά σε λυγμούς. Η ώρα του γεύματος φέρνει κάποια χαλάρωση. Ο Μοντγκόμερυ δίνει εντολή να σερβίρουν τους Γερμανούς σε μια ξεχωριστή σκηνή. Ο Φρίντεμπουργκ αλατίζει τις Αγγλικές μερίδες που του προσφέρουν με τα δάκρυά του. Η συνομιλία συνεχίζεται μέσα στη μεγάλη σκηνή του αρχιστρατήγου, πάντα ανάμεσα στους αδυσώπητους χάρτες. Ο Μόντυ διατυπώνει μια αντιπρόταση.
Υποβάλλει την ιδέα αμέσου συνθηκολόγησης όλων των χερσαίων, αεροπορικών και ναυτικών Γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονται στο δυτικό και βόρειο πλευρό της ομάδας στρατιών του, δηλαδή στην Ολλανδία, στα νησιά της Φρίζης, στην Ελιγολάνδη, στο Σλέσβιγκ-Χολστάιν, στην Δανία. Μ’ αυτό τον όρο όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες που θα παρουσιασθούν στα προχωρημένα Βρετανικά φυλάκια, ατομικά ή καθ’ ομάδας, θα τύχουν μεταχείρισης αιχμαλώτων πολέμου. Όσο για τους πρόσφυγες ο Μοντγκόμερυ επιβεβαιώνει, πως δεν μπορεί να τους επιτρέψει επίσημα να διαβούν τις γραμμές του. Υπόσχεται όμως να εξετάσει τα μέσα που θα ελαφρύνουν τη δυστυχία τους.
Δεν είμαι λέει, απάνθρωπος. Το αποδεικνύει διατάσσοντας την αναστολή των αεροπορικών βομβαρδισμών, χωρίς να περιμένει την υπογραφή της συνθηκολόγησης. Ο Φρίντεμπουργκ απαντά πως δεν έχει την αναγκαία εξουσιοδότηση για να επιβάλλει την συνθηκολόγηση των Γερμανικών δυνάμεων την Ολλανδίας και της Δανίας. Συμφωνούν να πάει να την επιδιώξει στο Φλένσμπουργκ. Ο ναύαρχος Βάγκνερ και ο στρατηγός Κίντσελ θα μείνουν στο Αγγλικό Γενικό Στρατηγείο. Σαν τελευταίο χρονικό όριο για την υπογραφή ορίζεται η επομένη 4η Μαΐου στις 18:00. Σ’ αυτό το διάστημα μεγάλες συζητήσεις γίνονται στο Φλένσμπουργκ.
Ο Νταίνιτς κάλεσε τους κυριότερους εκπροσώπους των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών των εδαφών που ακόμα κρατά η Wehrmacht. Ο Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ ήρθε από την Ολλανδία, ο Τερμπόφεν και ο στρατηγός Μπεμ από τη Νορβηγία, ο δόκτωρ Μπεστ και ο στρατηγός Λίντεμαν από την Δανία, ο στρατηγός Φέρτς, αρχηγός του επιτελείου της ομάδας Βορρά από την Κουρλάνδη, ο Ραϊχσπροτέκτορ Φραντς και ο στρατηγός φον Νάτσμερ, αρχηγός του επιτελείου της ομάδας Mitte, από την Τσεχοσλοβακία. Όλοι Συμφωνούν πως η κατάσταση είναι απελπιστική.
Ο Ζάις-Ίνκβαρτ αποκαλύπτει ότι άρχισε ήδη συνομιλίες και ο Φραντς πως διαπραγματεύεται με τους αστούς πολιτικούς της Πράγας, με σκοπό να αναλάβουν αυτοί την εξουσία και να καλέσουν τα αμερικανικά στρατεύματα. Ο Νάτσμερ ωστόσο δηλώνει, πως δεν μπορεί να εγγυηθεί για τον αρχηγό του, στρατάρχη Σαίρνερ, ικανό να θελήσει να προβάλει άμυνα στο βοημικό τετράγωνο μέχρι την τελευταία του πνοή. Τα μεσάνυχτα εμφανίζεται ο Φρίντεμπουργκ πελιδνός από την κούραση. Η εξέταση των όρων που κομίζει, συνεχίζεται παρουσία του Κάιτελ, του Γιοντλ και του Σβέριν.
Η υποχρέωση να παραδώσει ανέπαφα τα πολεμικά σταματά για μια στιγμή τον αρχιναύαρχο, έπειτα υποκύπτει, δίνει στον Φρίντεμπουργκ εξουσιοδότηση να υπογράψει τη συνθηκολόγηση όλων των στρατιών του Βορρά. Του ζητά έπειτα να συνεχίσει την αποστολή του ως την Ρέιμς, για να προσφέρει στους Αμερικανούς μια ανάλογη παράδοση και των άλλων στρατιών. Στις 18:00 στις 4 Μαΐου ο Φρίντεμπουργκ βρίσκεται πάλι μπροστά στο τροχόσπιτο του Μοντγκόμερυ. Αυτός του θέτει ένα και μόνο ερώτημα: Ναι η Όχι; Very dejected, λέει ο Μοντγκόμερυ, ο Γερμανός απαντά: ''Ναι''.
Είκοσι λεπτά αργότερα μπροστά στους απεσταλμένους του Τύπου, στους φωτογράφους, στους κινηματογραφιστές, στα μικρόφωνα της ραδιοφωνίας βάζει την υπογραφή του στο πρακτικό συνθηκολόγησης. Ένα Αγγλικό αεροπλάνο τον πηγαίνει πίσω στο Φλένσμπουργκ, από όπου την επομένη το πρωί ένα Γερμανικό αεροπλάνο απογειώνεται για να τον οδηγήσει στην Ρέιμς. Ο καιρός έχει χαλάσει. Ο Φρίντεμπουργκ αναγκάζεται να προσγειωθεί στις Βρυξέλλες, από όπου ένα αυτοκίνητο τον οδηγεί στην Ρέιμς, όπου φθάνει το απόγευμα συνοδευόμενος από τον στρατηγό Κίντσελ και κάποιον συνταγματάρχη Πόλεκ.
Η υποδοχή που του επιφυλάσσει ο Bedell Smith τον κάνει να ελπίζει, πως θα βρει την ίδια σιωπηρή κατανόηση, όπως και από τον Μοντγκόμερυ. Η ψευδαίσθηση διαλύεται όταν ο Bedell Smith επανέρχεται, αφού συζήτησε με τον Αϊζενχάουερ. Οι όροι είναι αμείλικτα αυστηροί. Η συνθηκολόγηση πρέπει να υπογραφεί για όλες τις Γερμανικές στρατιές και με τους Ρώσους το ίδιο ακριβώς, όπως και με τους Δυτικούς. Από τη στιγμή που θα τεθεί εν ισχύ, οι Γερμανοί στρατιώτες θα είναι αιχμάλωτοι στο σημείο όπου θα βρεθούν, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να κάνουν έστω και μια κίνηση, άλλως θα τίθενται εκτός των νόμων του πολέμου.
Ο Φρίντεμπουργκ επικαλείται τις παραχωρήσεις που επέτυχε από τον Μοντγκόμερυ, αλλά ο Bedell Smith απαντά ότι στο Λύνεμπουργκ επρόκειτο για μια μερική συνθηκολόγηση, ενώ στη Ρέιμς πρόκειται για γενική συνθηκολόγηση. Δεν λέει πως ο Άικ είναι σφόδρα δυσαρεστημένος με τη στάση του Μοντγκόμερυ. Ήταν σκεπτικός καθ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος, λέει ο υπασπιστής του Μπάτλερ, διερωτώμενος σε ποια θέση θα μπορούσε να βρεθεί, αν δεχόταν μια συνθηκολόγηση που οι Ρώσοι δεν θα ήθελαν να αναγνωρίσουν. Πιεζόμενος πάλι να πει ναι ή όχι ο Φρίντεμπουργκ επιτυγχάνει την έγκριση να αναφερθεί στο Φλένσμπουργκ. Ο Κίντσελ φεύγει και αναφέρει. Ο Νταίνιτς αποφασίζει να στείλει τον Γιοντλ για μια έσχατη προσπάθεια.
Η εκλογή δεν είναι και πολύ διπλωματική, αλλά ο Γιοντλ έχει γερά νεύρα. Ο Φρανσίς ντε Γκενγκάν που τον οδηγεί από το Σταθμό Διοίκησης του Μοντγκόμερυ στην Ρέιμς, σημειώνει την αδιατάρακτη ηρεμία του και ομολογεί την ταραχή που αισθάνεται από το γεγονός ότι βρίσκεται στο ίδιο αεροπλάνο με τον άνθρωπο που υπήρξε η κολασμένη ψυχή του Χίτλερ. Ο Γιοντλ κατά τα αλλά είναι το ίδιο ανίσχυρος όπως και ο Φρίντεμπουργκ. Επιχειρώντας να κερδίσει χρόνο προτείνει να γίνει η συνθηκολόγηση σε δύο φάσεις: Μια φάση κατά την οποία οι κινήσεις στρατευμάτων θα επιτραπούν και μια φάση κατά την οποία θα απαγορευθούν.
Ο Αϊζενχάουερ δίνει εντολή να του απαντήσουν, πως, αν η Γερμανική υπογραφή καθυστέρηση ακόμα, θα διατάξει να κλείσει τελείως το δυτικό μέτωπο και να πυροβολούν εναντίον κάθε Γερμανού στρατιώτη, έστω και άοπλου που θα ερχόταν να παραδοθεί. Όλα τα μέσα έχουν εξαντληθεί. Ο Γιοντλ τηλεγραφεί στο Φλένσμπουργκ, πως δεν βλέπει άλλη διέξοδο από την υπογραφή ή το χάος. Η απάντηση του Κάιτελ φθάνει στη 01:30. Πλήρης εξουσιοδότηση σας παρέχεται για την υπογραφή εκ μέρους του αρχιναυάρχου Νταίνιτς. Το εντευκτήριο μιας επαγγελματικής σχολής διαρρυθμίστηκε κατάλληλα γι’ αυτή την πανηγυρική στιγμή: Τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας μετά από εξήντα οκτώ μηνών εχθροπραξίες.
Ξαφνικά δίνεται η διαταγή, να αποσυρθούν οι προβολείς και τα μηχανήματα μαγνητοφωνήσεως. Οι 16 απεσταλμένοι του τύπου που είχαν φθάσει από το Παρίσι με ένα C-47, ειδοποιούνται πως πρέπει να κρατήσουν ''off the record'' το γεγονός για το οποίο είχαν κληθεί. Η συνθηκολόγηση της Γερμανίας με τους Δυτικούς Συμμάχους πρέπει να είναι μυστική. Ο Αϊζενχάουερ αποφασίζει να μην εμφανισθεί. Στην τελετή προεδρεύει ο Bedell Smith έχοντας δεξιά του τον Άγγλο ναύαρχο Χάρολντ Μπάροου και αριστερά του τον Ρώσο στρατηγό Ιβάν Σουσλοπάρωφ, απλό αρχηγό ενός αποσπάσματος συνδέσεως.
Ένας Αμερικανός αεροπόρος και ένας Άγγλος αεροπόρος, ο Καρλ Σπάατς και ο Τζ. Ρομπ, ο Άγγλος στρατηγός Φρέντερικ Μόργκαν, τέλος ο Γάλλος στρατηγός Φρανσουά Σεβέζ που προσκλήθηκε την τελευταία στιγμή, συμπληρώνουν τη συμμαχική πλευρά της τραπέζης. Απέναντι ο Γιοντλ, ο Φρίντεμπουργκ και ο ταγματάρχης Βίλχελμ Οξένιους που τον έφεραν για να αντιπροσωπεύσει την Luftwaffe. Όλα τελειώνουν μέσα σε λίγα λεπτά, ύστερα από τη δήλωση του Γιοντλ, ότι ο Γερμανικός λαός επαφίεται στη γενναιοψυχία των νικητών. Η απόκρυψη της υπογραφής στην Ρέιμς είναι μια νέα συνθηκολόγηση ενώπιον του Στάλιν. Η οργή του φαίνεται ότι έριξε το S.H.A.E.F. σε μια κατάσταση πανικού.
Σπεύδουν να συμφωνήσουν, πως η πραγματική τελετή θα γίνει τη μεθεπομένη στο Βερολίνο ανάμεσα στις νικηφόρες στρατιές του. Ο δυτικός κόσμος παρ’ όλα αυτά έμαθε την είδηση χάρη στο θάρρος του ανταποκριτού του Associated Press, Έντμουντ Κέννεντυ, που αγνόησε την προσβλητική απαγόρευση και εξαπάτησε τη λογοκρισία. Χρειάσθηκε όμως να συγκρατήσουν τον αρχιστράτηγο της Δύσης Ντουάιτ Αϊζενχάουερ για να μη σπεύσει στο Βερολίνο να παίξει ένα δεύτερο ρόλο πίσω από τον στρατάρχη Ζούκωφ. Το γενικό επιτελείο του Άικ, λέει ο Μπάτλερ, ερμήνευσε τη Σοβιετική αξίωση σαν προπαγανδιστική πράξη. Ο Πρωθυπουργός είχε ήδη εκφράσει την αντίθεσή του.
Ο Άικ συμμορφώθηκε με μεγάλη λύπη. Θα ήθελε να δει το Βερολίνο και να συναντήσει τους Ρώσους. Το Βερολίνο εξακολουθεί να φλέγεται. Εκρήξεις συγκλονίζουν τα ερείπια. Πρόκειται για αποθήκες πυρομαχικών ή για συμμαχικές βόμβες που δεν είχαν εκραγεί και που η πυρκαγιά τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Τα μεταγωγικά αεροπλάνα που μεταφέρουν τις δυτικές αντιπροσωπείες, υποβάλλονται σε σχολαστικές διατυπώσεις και συνοδεύονται από Σοβιετικά καταδιωκτικά ως το αεροδρόμιο του Τέμπελχοφ, που είναι σπαρμένο από τα χαλάσματα της μάχης. Όσο κι αν είναι προετοιμασμένοι, η πτήση επάνω από την καταστραμμένη πρωτεύουσα συγκλονίζει τους Δυτικούς.
Οι Ρώσοι, για έναν από τους λόγους που μόνο αυτοί ξέρουν το μυστικό τους, αποφεύγουν να τους κάνουν να διασχίσουν το κέντρο και τους οδηγούν κάνοντας ένα μεγάλο γύρο ως το Κάρλσχορστ, μακρινό προάστιο σχετικά ανέπαφο. Ο πληθυσμός κλήθηκε να εξαφανιστεί κατά μήκος της διαδρομής, η κυκλοφορία ρυθμίζεται από γυναίκες με κοντές φούστες που χειρίζονται με επιδεξιότητα αυτομάτων κόκκινους και κίτρινους φανούς, και τα στρατεύματα που έχουν παραταχθεί στα σταυροδρόμια έχουν καλή εμφάνιση. Ο Ντε Λατρ που την άφιξή του ούτε την περίμεναν ούτε την επιθυμούσαν, φαίνεται πως ακολούθησε άλλο δρομολόγιο.
Είναι ο μόνος που μιλά για ατέλειωτες σειρές δυστυχισμένων γυναικών, παιδιών και γέρων, αποβλακωμένων, που βαστούσαν τα πιο ετερόκλητα δοχεία, για να μαζεύουν λίγο νερό από τα σιντριβάνια της πόλης και τους κρουνούς κατάσβεσης πυρκαγιάς. Σημειώνει επίσης τις αντιθέσεις του Ερυθρού Στρατού, μονάδες θωρακισμένων με άριστη εμφάνιση και πιο πέρα εφοδιοπομπές από μακριά και στενά αμάξια με πανύψηλες ρόδες που μεταφέρουν κακοντυμένους στρατιώτες που φορούν στο κεφάλι σκούφους από αστραχάν κι έχουν ριγμένες στις πλάτες τους παλιές κουβέρτες. Η συμμετοχή του Γάλλου στρατηγού στην τελετή δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς σοβαρές προστριβές.
Αφού κατέλαβε τον Μέλανα Δρυμό η στρατιά του είχε παρακάμψει τη λίμνη της Κωνστάντιας, είχε εισδύσει στην Αυστρία, κυρίευσε το Μπρέγκεντς και το Φέλντκιρχ πάνω στο δρόμο του Μπρέννερ. Ο Ντε Λατρ βρίσκεται στο Λίνταου, όταν εξουσιοδοτείται από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ να πάρει μέρος στην υπογραφή της πανηγυρικής πράξης της συνθηκολόγησης στο Berlin. To S.H.A.E.F. είναι σύμφωνο, προμηθεύει το αεροπλάνο, οι Ρώσοι όμως αρχίζουν να δημιουργούν δυσκολίες. Ο Σαρλ ντε Γκωλ και οι σύντροφοί του, ο συνταγματάρχης Ντεμέτς και ο λοχαγός Μποντού, βλέπουν να τους προσφέρονται τρία αχυρένια στρώματα σ’ ένα θάλαμο και, πριν από όλα, επιδιώκουν μάταια να φθάσουν ως τον στρατάρχη Ζούκωφ.
Είναι άγνωστο για ποιο λόγο και με βάση ποιες σκέψεις η Μόσχα κάνει τη στάση της ηπιότερη. Συμφωνείται ότι η συνθηκολόγηση θα υπογραφεί από τον στρατάρχη Ζούκωφ και τον στρατάρχη Αεροπορίας Τέντερ, που αντιπροσωπεύει τον Eisenhower. Ο Αμερικανός στρατηγός Σπατς και ο Ντε Λατρ θα υπογράψουν ως μάρτυpες. Η γαλλική φιλοτιμία ικανοποιείται.
Στις 9 Μαΐου, λίγο μετά τα μεσάνυκτα, η συνεδρίαση αρχίζει στην αίθουσα τελετών της σχολής υπαξιωματικών του Κάρλχορστ. Μεσάνυχτα και 10 ο Ζούκωφ διατάσσει να εισαγάγουν τη Γερμανική αντιπροσωπεία. Ο Νταίνιτς είχε ορίσει ως αρχηγό της τον στρατάρχη Κάιτελ. Μπαίνει με ύφος που οι αυτόπτες μάρτυρες θα χαρακτηρίσουν υπεροπτικό, που μπορεί όμως να θεωρηθεί ως αξιοπρεπής ακαμψία ενός στρατιώτου που επιτελεί την πιο οδυνηρή από τις πράξεις αυταπαρνήσεως. Χαιρετά υψώνοντας τη στραταρχική του ράβδο, χωρίς να πάρει απάντηση.
Δίπλα του κάθονται ο ναύαρχος Φρίντεμπουργκ, κίτρινος σαν πτώμα και ο αντιστράτηγος Στούμπφ, εκπρόσωπος του στρατάρχου φον Γκράιμ που το τραύμα του στο Βερολίνο τον έχει καθηλώσει σ’ ένα Βαυαρικό νοσοκομείο. Πίσω τους παρατάσσονται στη σειρά έξι αξιωματικοί, αληθινά επιβλητικοί, λέει ο λοχαγός Μποντού, φορώντας όλους τους πολεμικούς σταυρούς μετά ξιφών και παραμένουν ακίνητοι, ενώ δαγκώνουν τα χείλη τους για να μην κλάψουν. Συγκινητική εικόνα ενός στρατού ηττημένου. Γίνεται η ανάγνωση της συμφωνίας. Η Γερμανική αντιπροσωπεία αναγνωρίζει την άνευ όρων παράδοση όλων των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, η οποία κατά τους όρους της Ρέιμς έχει ήδη τεθεί εν ισχύει από τις 23:01 της προηγουμένης ημέρας.
Ο Κάιτελ ζητά μια προθεσμία εικοσιτεσσέρων ωρών για να γνωστοποίηση την συμφωνία στις στρατιές. Ο Ζούκωφ απαντά, πως η αίτηση έχει ήδη απορριφθεί. Ανταλλάσσονται οι υπογραφές. Ο Κάιτελ χαιρετά πάλι με τη στραταρχική του ράβδο. Οι νικητές μένουν καθισμένοι. Οι ηττημένοι βγαίνουν έξω. Μερικές ημέρες αργότερα ο ναύαρχος Φρίντεμπουργκ αυτοκτονεί με δηλητήριο. Ο στρατηγός Κίντσελ τινάζει τα μυαλά του στον αέρα. Ο Χίμλερ, καταλήγει να παραδοθεί σε ένα Αγγλικό φυλάκιο, αλλά τη στιγμή που αρχίζει η σωματική έρευνα μασά μια παστίλια υδροκυάνιο και πέφτει νεκρός. Ο Γκράιμ αυτοκτονεί κι αυτός με δηλητήριο. Άλλοι, που υπήρξαν από τους πιο φανατικούς, επιχειρούν να σώσουν τη ζωή τους.
Ο gauleiter Χάνκε που διέταξε την άμυνα του Βρότσλαβ μέχρι τελευταίου ανδρός και μέχρι τελευταίας γυναικός, απογειώνεται από την πόλη που ψυχορραγεί μέσα σ’ ένα Fieseler Storch. Ο gauleiter Κοχ φεύγει από το Πίλλαου επιβαίνοντας στο παγοθραυστικό που το είχε μετατρέψει σε ιδιωτική κιβωτό και φθάνει στις Δανικές ακτές. Χάνονται και ο ένας και ο άλλος μέσα στο χάος της ηττημένης Γερμανίας.
Στην Κουρλάνδη κάθε είδους πλωτά μέσα φεύγουν από τα λιμάνια του Λίμπαου και του Βίνταου κατά τη διάρκεια της ημέρας, της 8ης Μαΐου, επαναπατρίζοντας 28.000 άνδρες κι ανεβάζοντας σε 2.204.722 άτομα τον αριθμό των στρατιωτικών και των αμάχων που αποσπάσθηκαν από τους θύλακες της Ανατολής από το Γερμανικό Ναυτικό, αφήνοντας όμως στην αιχμαλωσία 230.000 στρατιώτες. Στα Βαλκάνια οι 400.000 άνδρες της ομάδας στρατιών Λερ οφείλουν να παραδοθούν στους παρτιζάνους του Τίτο, που διαπράττουν εις βάρος τους σκληρές πράξεις αντεκδίκησης. Στην Αυστρία η ομάδα στρατιών Ρέντουλικ, δύναμης 600.000 ανδρών, κατορθώνει να παραδοθεί στους Αμερικανούς.
Στην Τσεχοσλοβακία η Πράγα εξεγείρεται στις 6 Μαΐου. Ο Πάττον βρίσκεται στο Πίλσεν, σε απόσταση 80 km από την πρωτεύουσα. Ζητά την έγκριση να εξορμήσει και χωρίς να την περιμένει, στέλνει μπροστά ένα απόσπασμα θωρακισμένων. Ο Bradley επεμβαίνει. Η Πράγα, όπως η Βιέννη και το Βερολίνο, είναι Σοβιετικά οικόπεδα. Το απόσπασμα που είχε φθάσει ήδη στην Πράγα ανακαλείται. Η βοήθεια που φθάνει στους επαναστατημένους είναι πραγματικά απροσδόκητη. Ο Χίτλερ είχε αποφασίσει, αρκετά αργά, να επιτρέψει τη συγκρότηση μιας στρατιάς Βλασώφ. Μόνο μια μεραρχία κατορθώθηκε να εξοπλισθεί.
Αυτή φθάνει στην Πράγα κάτω από τη διοίκηση του Ουκρανού στρατηγού Μπουνιτσένκο και αντί να την καταστείλει, προσχωρεί στην εξέγερση. Έτσι έβλεπε κανείς Γερμανικές στολές να πολεμούν εναντίον άλλων Γερμανικών στολών. Ο ίδιος ο Βλασώφ σπεύδει και μετά τη συντριβή της Γερμανικής φρουράς οδηγεί περίπου 100.000 άνδρες του στις Αμερικανικές γραμμές. Ο Πάττον διατάσσει να τους μεταχειρισθούν ως αιχμαλώτους πολέμου. Αργότερα θα παραδοθούν με επί κεφαλής τον Βλασώφ στους Ρώσους. Ο Σαίρνερ μαθαίνει τη συνθηκολόγηση στο Γενικό Στρατηγείο του, στο Γιάζεφστατ, στα όρη της Σουηδίας.
Έχει κάτω από τις διαταγές του τρεις στρατιές ανέπαφες, την 3η, την 17η και την 4η αρμάτων, με συνολικό αριθμό 1.200.000 ανδρών. Λίγο καιρό πριν να περικυκλωθεί το Βερολίνο είχε πετάξει ως τον Χίτλερ, για να επιχειρήσει να τον φέρει στο Βοημικό τετράπλευρο δίνοντάς του την υπόσχεση μιας απεγνωσμένης άμυνας. Είχε όμως εξασφαλίσει και τα προσωπικά του μετόπισθεν. Μαθαίνοντας πως τα πάντα τελείωσαν, ντύνεται πολιτικά, χώνει στην τσέπη του τα αδαμαντοκόλλητα παράσημά του και απογειώνεται με το Fieseler του προς την γενέτειρά του Βαυαρία, όπου είχε οργανώσει ένα καταφύγιο εφοδιασμένο με τα απαραίτητα για τη συντήρησή του για ένα χρόνο.
Χωρικοί καταγγέλλουν την παρουσία του και οι Αμερικανοί τον συλλαμβάνουν και τον παραδίδουν στους Ρώσους. Αυτοί ύστερα από μερικά χρόνια θα τον απελευθερώσουν με τιμές που φθάνουν ως το σημείο να τον δεξιωθεί στο Ανατολικό Βερολίνο ο Walther Ούλμπριχτ. Ελάχιστοι από τους στρατιώτες του θα γλιτώσουν από τα στρατόπεδα και οι περισσότεροι δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Η κυβέρνηση - φάντασμα του Φλένσμπουργκ διαιρεί τους Συμμάχους. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ την βλέπει σαν ένα χρήσιμο όργανο και επιθυμεί να την διατηρήσει.
Ο Αϊζενχάουερ ανησυχεί για τις αντισοβιετικές διαθέσεις του Νταίνιτς που συγκεκριμένα στέλνει στη Δύση τους Γερμανούς επιστήμονες που αναζητούν οι Ρώσοι και που προορίζονται να γίνουν Αμερικανοί υπήκοοι. Ο Κάιτελ συλλαμβάνεται πρώτος, έπειτα, στις 22 Μαΐου, ο αρχιναύαρχος καλείται με τον Γιοντλ και τους συνεργάτες του στο Πάτρια, που μέσα στο λιμάνι του Φλένσμπουργκ χρησιμοποιείται ως έδρα της διασυμμαχικής επιτροπής ελέγχου. Απεσταλμένος από την S.H.A.E.F. ο Αμερικανός στρατηγός Ρουκς διατάσσει να τους φυλακίσουν. Ο αρχιναύαρχος και οι αξιωματικοί του είναι υποχρεωμένοι να κατεβάσουν τα πανταλόνια τους, για να υποστούν σωματική ερευνά.
Συμβολική ταπείνωση. Η Γερμανία δεν είναι μόνο ηττημένη. Έχει χάσει κάθε είδους πολιτική ύπαρξη και μάλιστα κάθε είδους νομική υπόσταση. Δεν είναι μόνο ηττημένη, είναι στην κυριολεξία, εκμηδενισμένη.
ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ
Η ΑΕΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Το Βερολίνο αποτελούσε το "μήλο της Έριδας" μεταξύ της ΕΣΣΔ και των Δυτικών δυνάμεων πριν ακόμα αρχίσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί είχαν επιτρέψει στον Κόκκινο Στρατό να κατακτήσει μόνος του την πρωτεύουσα του Γ' Ράιχ τον Μάιο του 1945, με το σκεπτικό ότι θα τους παραχωρείτο άμεση και ανεμπόδιστη πρόσβαση στην πόλη αμέσως μετά την τυπική λήξη των εχθροπραξιών. Είχε επίσης συμφωνηθεί από κοινού ότι τον έλεγχο της πόλης θα ασκούσε μια τετραεθνής επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των νικητών, στην οποία θα συμμετείχαν (κατανέμοντας μεταξύ τους το Βερολίνο σε τομείς) οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ, η Βρετανία και η Γαλλία.
Αμέσως μετά την κατάληψη του Βερολίνου όμως οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν επί οκτώ εβδομάδες να επιτρέψουν την άφιξη των Συμμάχων τους, χρονικό διάστημα που εκμεταλλεύθηκαν για να απογυμνώσουν ανενδοίαστα τα Γερμανικά εργοστάσια της ευρύτερης ανατολικής Γερμανίας από ολόκληρο τον μηχανολογικό εξοπλισμό τους, τον οποίο και μετέφεραν στη χώρα τους. Όταν οι εκπρόσωποι των άλλων τριών δυνάμεων έφθασαν στην πόλη τον Ιούλιο του 1945, ανακάλυψαν ότι έλειπε το 70% των βιομηχανιών της κατεχόμενης από τον Κόκκινο Στρατό ζώνης.
Την ίδια περίοδο οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να αποκτήσουν τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο του Βερολίνου τοποθετώντας σε καίριες δημοτικές θέσεις ανθρώπους γνωστούς για τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις τους, όπως ήταν ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, που είχε ζήσει για αρκετά χρόνια ως αυτοεξόριστος στη Μόσχα, ο Πάουλ Μαρκγκράφ, ο οποίος ανήκε στον σκληρό πυρήνα των Σταλινικών Γερμανών, και ο Αρθουρ Πηκ, γιος του προέδρου του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Λένιν είχε πει κάποτε πως ''Όποιος ελέγχει το Βερολίνο ελέγχει τη Γερμανία και όποιος ελέγχει τη Γερμανία ελέγχει την Ευρώπη''.
Οι διάδοχοί του στο Κρεμλίνο είχαν αντιληφθεί τη σημασία αυτού του αποφθέγματος. Παρά τις πρώιμες τριβές με τη Σοβιετική ηγεσία στα ζητήματα ρύθμισης των αρμοδιοτήτων επί της κατοχής της νικημένης Γερμανίας, οι Δυτικοί εξακολουθούσαν να έχουν την αφελή αντίληψη ότι θα μπορούσαν να συνεργαστούν αρμονικά με τους παλαιούς συμμάχους τους από την Ανατολή. Για να μη τους προκαλέσουν περισσότερο, μάλιστα, δεν επέμειναν ιδιαίτερα για τη σύνταξη και την υπογραφή μιας συμφωνίας που να εγγυάται την ελεύθερη πρόσβαση οποιουδήποτε Δυτικού στην πόλη μέσω των χερσαίων συγκοινωνιακών δικτύων.
Το κύριο πρόβλημα ήταν πως Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι έπρεπε να ασκήσουν κατοχή σε μια πόλη στην καρδιά της ανατολικής Γερμανίας, περιτριγυρισμένη από τις δεκάδες μεραρχίες του Κόκκινου Στρατού που είχαν φθάσει ως τον ποταμό Έλβα. Το Βερολίνο ήταν πλέον ένα στρατιωτικο-διπλωματικό νησί των τεσσάρων δυνάμεων, στο μέσο μιας τεράστιας Σοβιετοκρατούμενης περιοχής. Οι Δυτικοί έκαναν το λάθος να πιστέψουν ότι η ανεμπόδιστη πρόσβασή τους στην πόλη από την ξηρά θα θεωρείτο δεδομένη και αρκέστηκαν να υπογράψουν μέσα στο 1945 με τους Σοβιετικούς μόνο μια συμφωνία για τους τρεις αεροδιαδρόμους, πλάτους 30 km ο καθένας, μέσω των οποίων επιτρεπόταν να φθάσουν στο Τέμπελχοφ, το κυριότερο αεροδρόμιο του Βερολίνου.
Η συμφωνία του Πότσδαμ τον Αύγουστο του 1945 απαιτούσε από τις νικήτριες δυνάμεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου να μεταχειριστούν τη Γερμανία ως μια οικονομική ενότητα, αλλά από εκεί και πέρα κάθε προσωρινή στρατιωτική κυβέρνηση (η Γερμανία είχε χωριστεί σε τέσσερις ζώνες κατοχής, όπως και το Βερολίνο) ήταν ελεύθερη να ακολουθήσει όποιο είδος πολιτικής επιθυμούσε και να εφαρμόσει κατά το δοκούν τις τέσσερις βασικές παραμέτρους: αποναζιστικοποίηση, αποστρατιωτικοποίηση, διάλυση των βιομηχανικών και άλλων καρτέλ και εκδημοκρατισμό.
Πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι τέτοιου είδους διαφορές στην υιοθετούμενη πολιτική θα ήταν μικρές μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας αλλά αβυσσαλέες σε σχέση με την ΕΣΣΔ. Με τις πλέον επουσιώδεις αφορμές τα πνεύματα συχνά οξύνονταν επικίνδυνα κατά τις συνεδριάσεις τόσο του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου (ΣΣΕ), που ήταν υπεύθυνο για ολόκληρη τη Γερμανία, όσο και του Συμμαχικού Διοικητηρίου (ΣΔ), το οποίο είχε την ευθύνη του Βερολίνου. Οι Σύμμαχοι κατέληγαν να ανταλλάσσουν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς με τους Σοβιετικούς, να κατηγορούν τη Δύση ότι είναι ανεκτική με τους Ναζί και συνεργάζεται μαζί τους και την τελευταία να αντιτείνει ότι οι Ρώσοι καταλήστεψαν τη Γερμανία επίτηδες, ώστε να τη διατηρούν ασταθή και πρόσφορη για τον κομμουνιστικό προσηλυτισμό.
Λόγω αυτών των διενέξεων το Βερολίνο έγινε γρήγορα γνωστό ως "η πρωτεύουσα του Ψυχρού Πολέμου". Με αφορμή τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1946 οι Γερμανοί κομμουνιστές προσπάθησαν (με την υποστήριξη, φυσικά, των Σοβιετικών) να συνενώσουν το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα (SPD) με το Κομμουνιστικό Κόμμα σε ένα νέο Κόμμα Σοσιαλιστικής Ενότητας (SED). Οι σοσιαλδημοκράτες των δυτικών ζωνών απέρριψαν αυτή την πρόταση αντιλαμβανόμενοι ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε έμμεση υποταγή τους στη Μόσχα. Το αποτέλεσμα ήταν στις εκλογές το SPD να πετύχει ποσοστό 48,7% ενώ το SED έλαβε μόλις 19,8%.
Κατά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από 13 χρόνια οι Βερολινέζοι απέρριψαν μαζικά την παραλλαγή της "δημοκρατίας" που πρέσβευε το SED. Μη μπορώντας να αλλάξουν τα εκλογικά αποτελέσματα οι Σοβιετικοί αντέδρασαν υιοθετώντας μια στάση με την οποία περιφρονούσαν επιδεικτικά τη νέα δημοτική αρχή και αρνούντο να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της αν προηγουμένως δεν τις ενέκρινε το ΣΔ. Η ανάδειξη του Ερνστ Ρώυτερ ως δημάρχου συνάντησε το βέτο των Σοβιετικών επειδή, παρά το ότι ήταν πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Ρώυτερ είχε επιδείξει συχνά ανεξαρτησία πνεύματος. Η αντίθεση σταδιακά κλιμακώθηκε.
Μπροστά στη μετατροπή της Γερμανίας σε μια νέα ιδιότυπη εμπόλεμη ζώνη οι Δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν να λάβουν μέτρα για να προστατεύσουν την κατεχόμενη Γερμανία και να την αναδιοργανώσουν το ταχύτερο δυνατό. Το 1947 Βρετανοί και Αμερικανοί συνένωσαν τις αντίστοιχες ζώνες τους σε μια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή κάρβουνου και άλλων αγαθών από τη δυτική Γερμανία στην ανατολική, που είχε καθιερωθεί ως μορφή πολεμικής αποζημίωσης προς την ΕΣΣΔ. Λίγους μήνες αργότερα, στις 3 Απριλίου 1948, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζωρτζ Μάρσαλ, ανακοίνωσε το περίφημο ομώνυμο τετραετές σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης της Ευρώπης, ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στο οποίο, προς έκπληξη των Σοβιετικών, συμπεριέλαβε και τη Γερμανία. Ενεργώντας με άριστη διπλωματικότητα ο πρώην στρατηγός απηύθυνε πρόταση παροχής οικονομικής βοήθειας ακόμα και στην ίδια την ΕΣΣΔ και στις κατεχόμενες από αυτή χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αλλά, όπως αναμενόταν άλλωστε, η πρόταση αυτή απορρίφθηκε. Οι Σοβιετικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις πρωτοβουλίες των Δυτικών συμμάχων και χαρακτήρισαν τις ενέργειές τους ως παραβίαση των συμφωνιών του Πότσδαμ. Προχώρησαν μάλιστα σε αντίποινα με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που μπορούσαν να το πράξουν: διακόπτοντας τις συγκοινωνίες μέσα στο Βερολίνο.
Προφασιζόμενοι "τεχνικές δυσκολίες" στο σιδηροδρομικό δίκτυο περιόρισαν αισθητά τον αριθμό φορτηγών τραίνων που επιτρεπόταν να διέλθουν από τη ζώνη τους, προκαλώντας έτσι οξεία έλλειψη τροφίμων στην πόλη. Όταν το πρόβλημα άρχισε να επηρεάζει ακόμα και την τροφοδοσία των στρατιωτικών φρουρών τους στο Βερολίνο οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί οργάνωσαν μια μικρή αερογέφυρα μεταφέροντας μικρά φορτία εφοδίων στην πόλη. Αν και το ΣΔ εξακολουθούσε να συνεδριάζει τυπικά όλο αυτό το διάστημα, η επίτευξη συμφωνίας ακόμα και σε θέματα ήσσονος σημασίας ήταν σχεδόν αδύνατη.
Τον Μάρτιο του 1948 ο Σοβιετικός στρατάρχης Βασίλυ Σοκολόφσκυ, επικεφαλής της αντιπροσωπείας της χώρας του στο ΣΣΕ, κατηγόρησε τις Δυτικές δυνάμεις ότι "δεν μπορούν να ανεχθούν τη γνήσια δημοκρατία" και αποχώρησε επιδεικτικά από το Συμβούλιο μαζί με όλους τους συναδέλφους του. Ο στρατηγός Λούσιους Κλέη, ο Αμερικανός στρατιωτικός επίτροπος, διαπίστωνε με ανησυχία μια ένταση σε κάθε Σοβιετικό με τον οποίο είχε επίσημες επαφές και ανέφερε στην κυβέρνησή του πως φοβόταν ότι ο πόλεμος μπορεί να έλθει με δραματικά απότομο τρόπο.
Η κατάσταση είχε περιπλακεί επειδή αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη οι Δυτικοί Σύμμαχοι είχαν προχωρήσει σε άμεση αποστράτευση του μεγαλύτερου όγκου των δυνάμεών τους και σε απόσυρσή τους στα πατρώα εδάφη, ενώ αντίθετα ο Σοβιετικός Στρατός εξακολουθούσε να διαθέτει σε ετοιμότητα δεκάδες μεραρχίες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών οι Σοβιετικοί το 1948 διατηρούσαν ακόμα 84 μεραρχίες στην ανατολική Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες του "Σιδηρού Παραπετάσματος", ενώ η Δύση παρέτασσε μόλις 16 μεραρχίες στη Γερμανία, στην Αυστρία, στις Κάτω Χώρες και στη Γαλλία.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να νιώθουν για πρώτη φορά την έντονη απειλή: Οι Σοβιετικοί μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ανισορροπία δυνάμεων και να εκδηλώσουν μια αιφνιδιαστική επίθεση στη δυτική Ευρώπη. "Το μόνο που χρειάζονται οι Ρώσοι για να φθάσουν στον Ρήνο είναι παπούτσια", έλεγε ο Αμερικανός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Ρόμπερτ Λόβατ.
ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΥΠΟ ΟΜΗΡΙΑ
Η Δύση συνέχιζε απτόητη το πρόγραμμά της για την ανασυγκρότηση της δυτικής Γερμανίας και τον Ιούνιο του 1948 ανέθεσε σε επιτροπή Γερμανών αξιωματούχων να καταστρώσει το προσχέδιο ενός Συντάγματος, βάσει του οποίου θα μπορούσε να συσταθεί ένα νέο κυρίαρχο Ομοσπονδιακό κράτος. Στις 18 Ιουνίου οι Σύμμαχοι ανακοίνωσαν ότι έθεταν σε κυκλοφορία ένα νέο νόμισμα, το Γερμανικό Μάρκο, το οποίο θα αντικαθιστούσε το παλαιό "μάρκο του Ράιχ" (του οποίου η αξία είχε εξανεμιστεί από τον πληθωρισμό) σε αναλογία ενός νέου προς 10 παλαιά. Επίσης θα γινόταν διαγραφή όλων των χρεών προς το δημόσιο.
Το νέο νόμισμα ίσχυσε αρχικά μόνο για τη δυτική Γερμανία και όχι για το Βερολίνο, αλλά, όταν οι Σοβιετικοί επιχείρησαν να απαντήσουν επιβάλλοντας ένα δικό τους νόμισμα σε ολόκληρη την πόλη, οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν: είχαν μεταφέρει κρυφά στο Βερολίνο 250 εκατομμύρια νέα μάρκα μέσα σε συσκευασίες που ανέγραφαν πάνω τους "ουίσκυ", "τζιν" και "μπράντυ" και στις 24 Ιουνίου άρχισαν να τα διανέμουν. Το διχοτομημένο Βερολίνο βρέθηκε έτσι μεταξύ δύο νομισμάτων και μεταξύ δύο θανάσιμα αλληλομισούμενων ιδεολογιών.
Στη δυτική ζώνη κυκλοφορούσαν μάρκα με μια μεγάλη σφραγίδα "Β" πάνω τους, ενώ στην ανατολική τα παλαιά "μάρκα του Ράιχ" πάνω στα οποία οι Σοβιετικοί είχαν κολλήσει κουπόνια τροφίμων. Λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση της κρίσης των νομισμάτων ο Σοβιετικός αντιπρόσωπος στο ΣΔ, υποστράτηγος Αλεξάντερ Κοτίκωφ, και ο Αμερικανός ομόλογός του, συνταγματάρχης Φρανκ Χόουλεϋ, αποχώρησαν από αυτό το διασυμμαχικό όργανο εξαφανίζοντας και τα τελευταία υποτυπώδη υπολείμματα συνεργασίας Ανατολής και Δύσης. Η μάχη των νομισμάτων μεταμορφώθηκε γρήγορα σε μάχη για το Βερολίνο.
Στις 18 Ιουνίου 1948 οι Σοβιετικοί διέκοψαν κάθε οδική συγκοινωνία της πόλης με τη Δύση, προφασιζόμενοι και πάλι "τεχνικές δυσκολίες". Έξι ημέρες αργότερα η διακοπή επεκτάθηκε στο σιδηροδρομικό δίκτυο, οπότε οι Σοβιετικοί ισχυρίστηκαν ότι η κίνησή τους αντέβαινε σε μια νέα διάταξη που είχε εκδοθεί την προηγούμενη νύκτα. Ανίκανοι να αντιδράσουν οι Γερμανοί σιδηροδρομικοί υπάλληλοι υπάκουσαν και αποσύνδεσαν από τις μηχανές τα φορτωμένα με τρόφιμα και καύσιμα βαγόνια που προορίζονταν για τον αστικό πληθυσμό του Βερολίνου. Η συμφόρηση που προκλήθηκε στους συρμούς ήταν τρομερή. Ακολούθησε η διακοπή των ποτάμιων μεταφορών.
Οι Σοβιετικοί διέκοψαν και την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και κάρβουνου από τον δικό τους τομέα της πόλης προς τον δυτικό. Τις επόμενες εβδομάδες κλιμάκωσαν περισσότερο την αντιπαράθεση εγκαθιστώντας οδοφράγματα και στρατιωτικά φυλάκια ελέγχου σε όλες τις εισόδους του ανατολικού Βερολίνου, αν και το μέτρο αυτό δεν συνοδεύτηκε προς το παρόν από παρεμπόδιση της διακίνησης προσώπων και αγαθών από τον έναν τομέα στον άλλον. Στην πραγματικότητα το ζήτημα των νομισμάτων απετέλεσε περισσότερο την αφορμή παρά την αιτία γι' αυτή την αχαρακτήριστη Σοβιετική ενέργεια.
Η Μόσχα ήλπιζε ότι κρατώντας με αυτόν τον τρόπο όμηρο ολόκληρο το Βερολίνο θα πίεζε τη Δύση να ακυρώσει τα σχέδιά της για μια νέα ενιαία Γερμανία, προοπτική που αποτελούσε ανάθεμα για τη Σοβιετική κυβέρνηση. Ήθελε επίσης να εκβιάσει για τη συνέχιση της παροχής πρώτων υλών από τη δυτική Γερμανία (και κυρίως το Ρούρ) αλλά κυρίως να πείσει τους Δυτικούς να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους στο Βερολίνο καταδεικνύοντας ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να διατηρούν έναν απομονωμένο θύλακα μέσα στη "φωλιά της Σοβιετικής αρκούδας", όπως αποκαλείτο τότε η ανατολική Γερμανία. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Το Βερολίνο διέθετε τρόφιμα για 36 ημέρες και κάρβουνο για 45.
Το ερώτημα ήταν αν οι Δυτικοί θα άφηναν αυτό το απόθεμα να εξαντληθεί ενώ θα διαπραγματεύονταν με τους Σοβιετικούς ή θα επιχειρούσαν τουλάχιστον να το διατηρήσουν. Ο Χόουλεϋ αποκάλεσε τη Σοβιετική ενέργεια για ολοκληρωτικό αποκλεισμό του Βερολίνου ως "την πιο βάρβαρη στην Ιστορία, από την εποχή που ο Τζένκις Χαν μετέτρεπε ολόκληρες πόλεις σε πυραμίδες από ανθρώπινα κρανία". Αν και ο χαρακτηρισμός αυτός είχε μια δόση υπερβολής, το αναμφισβήτητο γεγονός ήταν ότι η Σοβιετική κίνηση έπαιζε με τις ζωές 2.100.000 αθώων ανθρώπων που ζούσαν τότε στο δυτικό Βερολίνο και τους υπέβαλλε σε νέες κακουχίες, σαν να μην έφθαναν εκείνες που είχαν υποστεί από την εποχή του πολέμου και των βομβαρδισμών.
Η φτώχεια και η μιζέρια βασίλευαν σε όλες τις γειτονιές, η εγκληματικότητα είχε φθάσει σε πρωτόγνωρα ύψη (οι ανθρωποκτονίες από 40 τον χρόνο, που ήταν παλαιότερα, είχαν εκτοξευθεί σε 500), τα νοσοκομεία διέθεταν ελάχιστα φάρμακα και οι μαυραγορίτες εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των κατοίκων για τα στοιχειώδη αγαθά. Κυρίαρχο "νόμισμα" της πρωτεύουσας της Γερμανίας ήταν τα αμερικανικά τσιγάρα "Lucky Strike", που πωλούντο έναντι 1,25 δολαρίων το ένα πακέτο και είχαν γίνει είδος πολυτελείας για τον εξαθλιωμένο λαό. Όταν σε αυτά τα προβλήματα ήλθε να προστεθεί η διακοπή παροχής ενέργειας και κάρβουνου, πολλοί πίστεψαν ότι οι κάτοικοι του Βερολίνου θα λυγίσουν.
Προς έκπληξη των Σοβιετικών όμως βγήκαν στους δρόμους και διατράνωσαν την υποστήριξή τους στον Ρώυτερ όταν αυτός κάλεσε τον ελεύθερο κόσμο να βοηθήσει την πόλη "σε αυτή την αποφασιστική φάση της μάχης της για την ελευθερία". Μέσα στη δυστυχία τους οι Γερμανοί έβρισκαν το κουράγιο να ορθώσουν το ανάστημά τους στην υπερδύναμη. "Η μεγάλη μάζα αισθάνεται από τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής μια απέχθεια οργανική, θα έλεγε κάποιος, για τους Ρώσους", γράφει ο Καρτιέ. "Δεν της χρειάζεται να ελπίζει για να παλέψει μέχρις εσχάτων".
Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΕΡΟΓΕΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
Εκείνοι που ήταν υποχρεωμένοι αλλά και ικανοί να αντιδράσουν με κάποιον τρόπο ήταν οι Δυτικοί Σύμμαχοι. Η Ουάσιγκτον ωστόσο αιφνιδιάστηκε από τις εξελίξεις και ο διπλωμάτης Τζωρτζ Κήναν αντικατόπτριζε τον επικρατούντα προβληματισμό όταν δήλωνε: "Κανένας μας δεν ήταν σίγουρος για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η Ρωσική κίνηση ή αν θα έπρεπε καν να αντιμετωπιστεί. Η κατάσταση ήταν σκοτεινή και γεμάτη κινδύνους". Η Γαλλία τήρησε στάση αναμονής προκειμένου να διαπιστώσει τι σκόπευαν να πράξουν οι εταίροι της. Η Βρετανία όμως τάχθηκε εξ αρχής σθεναρά αντίθετη με τη Σοβιετική ενέργεια και ο υπουργός Εξωτερικών της, Ερνεστ Μπέβην, δεν δίστασε να δηλώσει με παρρησία ότι η χώρα του δεν θα εγκατέλειπε το Βερολίνο ούτε θα ανέστελλε τα σχέδιά της για τη δημιουργία του δυτικογερμανικού κράτους.
Ο στρατηγός Κλέη ερμήνευσε την ενέργεια των Σοβιετικών ως έναν καθαρά ψυχολογικό ελιγμό, μια μπλόφα που αποσκοπούσε στο να αναγκάσει τη Δύση να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της στην πόλη, και δήλωσε δημόσια ότι οι ΗΠΑ δεν σκόπευαν να φύγουν από το Βερολίνο. "Αν το Βερολίνο πέσει", είπε σε μια συνέντευξη Τύπου, "θα ακολουθήσει και ολόκληρη η Γερμανία. Αν σκοπεύουμε να υπερασπιστούμε την Ευρώπη απέναντι στον κομμουνισμό θα πρέπει να παραμείνουμε ακλόνητοι". Κατ' ιδίαν όμως διατύπωνε τις επιφυλάξεις του. Εκμυστηρεύθηκε στον στενό κύκλο του πως αν οι Σύμμαχοι δεν κατάφερναν να ανεφοδιάσουν το Βερολίνο, ο πληθυσμός, που θα είχε φθάσει στα όρια της λιμοκτονίας, θα επαναστατούσε και θα πίεζε τους Δυτικούς να αποχωρήσουν προκειμένου να λήξει ο αποκλεισμός.
Ο πρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν, ο οποίος είχε μπροστά του τις εκλογές του Νοεμβρίου, βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. "Φέρτε μου", είπε στον Κλέη, "μια πρόταση του Μικτού Συμβουλίου Αρχηγών Επιτελείων για τη διάσπαση του αποκλεισμού και θα την υπογράψω αμέσως". Οι εναλλακτικές λύσεις ήταν ελάχιστες και όλες αρκετά δύσκολες να εφαρμοστούν. Δεν υπήρχε ούτε καν σκέψη ανάληψης στρατιωτικής δράσης αφού η μικροσκοπική συμμαχική φρουρά του Βερολίνου αριθμούσε μόλις 15.000 άνδρες.
Η αμέσως επόμενη λύση (την οποία υποστήριξε και ο Κλέη) ήταν η αποστολή μιας οπλισμένης φάλαγγας οδικώς από τη δυτική Γερμανία προς το Βερολίνο και οι επιτελείς ετοίμασαν σε χρόνο-ρεκόρ τα σχετικά σχέδια που προέβλεπαν κινητοποίηση 6.000 στρατιωτών για να προστατευτούν τα οχήματα καθώς θα κάλυπταν την απόσταση των 176 km από το Χέλμστεντ ως το Βερολίνο. Ο Κλέη προχώρησε περισσότερο ζητώντας από τον διοικητή της Αμερικανικής Αεροπορίας στην Ευρώπη, πτέραρχο Κέρτις Λημέη, να του παράσχει υποστήριξη με τα μαχητικά αεροσκάφη του σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί άνοιγαν πυρ εναντίον της φάλαγγας.
Ο Λημέη απάντησε ότι θεωρούσε αυτό το ενδεχόμενο μάλλον απίθανο, αλλά, αν συνέβαινε, θα του έδινε λαμπρή ευκαιρία να προσβάλει όλες τις σοβιετικές αεροπορικές βάσεις στην ανατολική Γερμανία. Τελικά το σχέδιο του Κλέη ναυάγησε. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ το θεώρησε ως πολύ χονδροειδές και παρακινδυνευμένο, ενώ το Πεντάγωνο το χαρακτήρισε ως "στρατιωτικώς ανεφάρμοστο". Αργότερα ο αρχηγός του Μικτού Συμβουλίου Αρχηγών Επιτελείων, στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϋ, υποστήριξε: "Οι Ρώσοι θα μπορούσαν να σταματήσουν ακόμα και μια οπλισμένη φάλαγγα χωρίς να χρειαστεί να ανοίξουν πυρ εναντίον της. Θα μπορούσαν να κλείσουν τους δρόμους δήθεν για επισκευές ή να ανατινάξουν μια γέφυρα μπροστά μας και μια πίσω μας εγκλωβίζοντάς μας σε μια παγίδα".
Αν οι Δυτικές δυνάμεις δεν επιθυμούσαν να αντιπαρατεθούν στρατιωτικά με την ΕΣΣΔ αλλά επέμεναν να παραμείνουν στο Βερολίνο, όφειλαν να βρουν έναν τρόπο ανεφοδιασμού του για όσο διάστημα θα καταβάλλονταν προσπάθειες διπλωματικής επίλυσης της κρίσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η αερομεταφορά εφοδίων ήταν μια προφανής λύση αλλά αρχικά μόνο ο Μπέβιν την υποστήριξε ένθερμα. Είπε μάλιστα ότι η εμφάνιση των αεροπλάνων θα τόνωνε το ηθικό του πληθυσμού στο δυτικό Βερολίνο και θα έδειχνε στη Μόσχα ότι η Δύση όχι μόνο δεν ήταν αδύναμη αλλά αντίθετα διέθετε μεγάλες τεχνολογικές δυνατότητες και εκπληκτική αεροπορική ισχύ.
Αφού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την ιδέα της χερσαίας φάλαγγας ο Κλέη τάχθηκε με το μέρος του Μπέβιν συνηγορώντας στην ιδέα της αερογέφυρας. Το Πεντάγωνο ωστόσο παρέμενε προβληματισμένο πιστεύοντας ότι ακόμα και η αποστολή μεταγωγικών αεροσκαφών στην αποκλεισμένη πόλη περιέκλειε τον κίνδυνο της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης ή την πιθανότητα να αναλάβουν δράση οι Σοβιετικοί σε κάποια άλλη περιοχή δημιουργώντας αντιπερισπασμό. Το τέλος σε αυτή την αμφιταλάντευση το έθεσε τελικά ο ίδιος ο πρόεδρος Τρούμαν, ο οποίος στις 26 Ιουνίου 1948 διέταξε να αρχίσουν το συντομότερο δυνατό οι αεροπορικές αποστολές εφοδίων στο Βερολίνο.
Στις ενστάσεις κάποιων συμβούλων του που έλεγαν πως μια τέτοια ενέργεια πιθανώς θα οδηγούσε σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ, ο Τρούμαν απάντησε: "Θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί". Ακόμα και αν μια αερογέφυρα δεν σηματοδοτούσε την έναρξη ένοπλης σύρραξης, δεν σήμαινε ότι θα μπορούσε και να σώσει το Βερολίνο από την πείνα και το κρύο. Ποτέ κατά το παρελθόν δεν είχε επιχειρήσει κάποιος να ανεφοδιάσει από τον αέρα ένα τόσο πολυπληθές αστικό κέντρο παρέχοντάς του όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση είδη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι Αμερικανοί είχαν μια επιτυχημένη σχετική εμπειρία κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το 1942 - 1944 έστειλαν τα αεροπλάνα τους σε τακτικά δρομολόγια πάνω από τα Ιμαλάια, μεταφέροντας 72.000 t εφοδίων μηνιαίως από την Ινδία στην Κίνα. Οι Βρετανοί είχαν πράξει κάτι ανάλογο κατά την εκστρατεία τους στη Βιρμανία, αλλά αυτές οι αποστολές είχαν περιοριστεί σε καθαρά στρατιωτικά υλικά και είχαν γίνει σε μη απειλούμενο εναέριο χώρο.
Με την εκδήλωση της κρίσης το καλοκαίρι του 1948 η Αμερικανική Αεροπορία, που πριν από τρία χρόνια είχε κυριολεκτικά "κρύψει τον ήλιο" πάνω από τη Γερμανία με τους τεράστιους αεροπορικούς στόλους της, διέθετε επί Ευρωπαϊκού εδάφους μόνο δύο αεροσκάφη Douglas C-54 Skymaster που μπορούσαν να μεταφέρουν σχεδόν 10 t το καθένα με ταχύτητα 288 km/h και 102 ταλαιπωρημένα C-47 Dakota με μεταφορική ικανότητα 3 t και ταχύτητα 272 km/h. Από την πλευρά τους οι Βρετανοί μπορούσαν να συνεισφέρουν μόνο 14 Dakota και οι Γάλλοι έξι Junkers και ένα C-47 Dakota, όλα σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Υπήρχαν επίσης σοβαρότατες αδυναμίες και ελλείψεις στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις φόρτωσης και απο-προσγείωσης.
Κύρια αεροπορική βάση των Αμερικανών στην κατεχόμενη Γερμανία ήταν εκείνη του Ράιν-Μάιν, που διέθετε διάδρομο επαρκούς μήκους αλλά με επιφάνεια ακατάλληλη για να δεχθεί βαριά μεταγωγικά. Η βάση Βούνστορφ της RAF είχε ελάχιστες θέσεις στάθμευσης αεροσκαφών και υποτυπώδη υποδομή φόρτωσής τους. Από την άλλη πλευρά στο ίδιο το Βερολίνο υπήρχαν μόνο δύο αεροδρόμια. Το αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, που βρισκόταν στον Αμερικανικό τομέα, είχε κατασκευαστεί επί Χίτλερ κατά τη δεκαετία του 1930 και διέθετε μεγάλες εγκαταστάσεις διαχείρισης φορτίων αλλά και σοβαρά μειονεκτήματα.
Διέθετε μόνο έναν διάδρομο και μάλιστα στρωμένο με χαλυβδόφυλλα, που ήταν πολύ επικίνδυνα για τα ελαστικά των αεροσκαφών και οποιοδήποτε αεροπλάνο προσέγγιζε εκεί ερχόμενο από τα δυτικά έπρεπε να πετάξει χαμηλά πάνω από πολυώροφα κτίρια και επικίνδυνα κοντά σε μια καμινάδα ύψους 120 m. Το αεροδρόμιο Γκάτοβ στον Βρετανικό τομέα ήταν απαλλαγμένο από παρόμοιους εφιάλτες κατά την προσέγγιση αλλά υστερούσε απελπιστικά σε υποδομή. Οι Γάλλοι δεν διέθεταν κανένα αεροδρόμιο στον τομέα τους έως ότου οι Αμερικανοί προσφέρθηκαν να κατασκευάσουν ένα καινούργιο για λογαριασμό τους στο Τέγκελ, τον Ιούλιο του 1948.
Επειδή η προσέγγιση στο Τέγκελ εμποδιζόταν αρκετά από τους ψηλούς αναμεταδότες του Ραδιόφωνου του Βερολίνου που βρίσκονταν στον Σοβιετικό τομέα, οι Γάλλοι ζήτησαν ευγενικά από τους κομμουνιστές "συμμάχους" να τους αποσυναρμολογήσουν και να τους μεταφέρουν αλλού. Οι Σοβιετικοί φυσικά αρνήθηκαν και οι Γάλλοι τους ανατίναξαν μόνοι τους, παρέχοντας έτσι τη μοναδική ουσιαστική συμβολή τους στην επιτυχία της αερογέφυρας του Βερολίνου.
ΟΙ ΗΠΑ ΣΚΟΠΕΥΟΥΝ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Την επομένη κιόλας της έναρξης του αποκλεισμού 32 πτήσεις Αμερικανικών αεροπλάνων που έγιναν από το Ράιν-Μάιν έφθασαν στο Βερολίνο μεταφέροντας 80 t εφοδίων, κυρίως γάλα για τα παιδιά, αλεύρι και φάρμακα. Πέντε ημέρες αργότερα οι Βρετανοί έκαναν τη δική τους πρεμιέρα χρησιμοποιώντας τα παλιά αλλά αξιόπιστα C-47. Οι 160 αεροπόροι που ενεπλάκησαν σε εκείνη την πρώτη φάση της επιχείρησης ανεφοδιασμού του Βερολίνου εργάζονταν στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, με τρεις ή τέσσερις ώρες ύπνου κάθε νύκτα και με πρόγραμμα πτήσεων επτά ημέρες την εβδομάδα. Δεν εκφράστηκε ούτε μια διαμαρτυρία.
Την τέταρτη ημέρα η πόλη έλαβε από τον αέρα 384 t εφοδίων και κάθε 24ωρο που περνούσε η ποσότητα αυξανόταν. Ταυτόχρονα με αυτή τη δειλή έναρξη των αερομεταφορών οι Δυτικοί αποδύθηκαν σε μια γιγαντιαία προσπάθεια συγκέντρωσης αεροσκαφών από κάθε σημείο του πλανήτη. Οι Αμερικανοί μετέφεραν στη Γερμανία μεταγωγικά από το Γκουάμ, την Αλάσκα, τη Χαβάη, την Ιαπωνία και τον Παναμά. Παρά το ότι η συγκέντρωση ήταν εντυπωσιακή, η οργάνωση αρχικά είχε περισσότερο ερασιτεχνικό χαρακτήρα. Οι φορτώσεις ήταν χαοτικές, τα ατυχήματα πολυάριθμα, οι ζημιές που προκαλούντο από τα φορτηγά αυτοκίνητα στα αεροπλάνα (και αντίστροφα) σημαντικές και συχνές.
Τις πρώτες ημέρες οι πιλότοι πειραματίστηκαν ρίχνοντας τα εφόδια στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου για να μη χάνουν χρόνο με τη διαδικασία προσγείωσης και απογείωσης, αλλά γρήγορα διαπιστώθηκε ότι αυτή η μέθοδος είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των τροφίμων και τη μετατροπή του κάρβουνου σε σκόνη. Το χειρότερο ήταν πως αν και οι παραδόσεις φορτίου αυξάνονταν κάθε εβδομάδα που περνούσε, οι ανάγκες των Βερολινέζων εξακολουθούσαν να μη καλύπτονται, ούτε καν κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Αμερικανούς επιτελείς σε απελπισία.
Ο υπασπιστής του Κλέη, Ρόμπερτ Μέρφυ, έγραψε στις 9 Ιουλίου: "Μέσα σε μια περίπου εβδομάδα μπορεί να βρεθούμε να αντιμετωπίζουμε έναν πληθυσμό στα όρια της απόγνωσης, που θα απαιτεί την αποχώρησή μας για να σωθεί από τη δοκιμασία". Στον Λευκό Οίκο ωστόσο ο Τρούμαν δήλωσε απερίφραστα απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με την πολιτική των ΗΠΑ στο Βερολίνο: "Οι ΗΠΑ σκοπεύουν να μείνουν. Τελεία και παύλα". Ήταν σαφές ότι χρειαζόταν δραστική αναδιοργάνωση της επιχείρησης αν οι Σύμμαχοι δεν ήθελαν να δουν το Βερολίνο να πέφτει στα χέρια των κομμουνιστών σαν ώριμο φρούτο.
Η Αμερικανική μεθοδικότητα άρχισε να φέρνει τα πρώτα σημάδια ουσιαστικής βελτίωσης από τα μέσα Ιουλίου, όταν δεκάδες μεταγωγικά C-54, μαζί με νεοαφιχθέντα τετρακινητήρια Βρετανικά York και υδροπλάνα Sunderland (που προσθαλασσώνονταν στον ποταμό Χάβελ ή σε κάποια από τις πολυάριθμες λίμνες του Βερολίνου), εντάχθηκαν στο σύστημα αερομεταφορών. Αμέσως μετά την άφιξή τους στη Γερμανία τα C- 54 απογυμνώθηκαν από κάθε περιττό βάρος ή εξάρτημα που κατελάμβανε πολύτιμο χώρο: τα όργανα ναυτιλίας μακράς ακτίνας δράσης, οι εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων, τα καθίσματα των στρατιωτών, τα διαχωριστικά της ατράκτου και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να μετακινηθεί ξηλώθηκαν.
Τα μεγαλύτερα αεροπλάνα μπορούσαν να μεταφέρουν αρκετά ογκώδη φορτία, όπως γεννήτριες, βιομηχανικό εξοπλισμό και άλλα υλικά πρώτης ανάγκης. Τα τρόφιμα παραδίδονταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε αφυδατωμένη μορφή, κάτι που αφενός μείωνε το βάρος τους και αφετέρου επέτρεπε την ταχύτερη και οικονομικότερη συσκευασία τους, αν και θυσιαζόταν η γεύση τους. Για τους σκληρά εργαζόμενους τεχνικούς που είχαν αναλάβει το έργο της φόρτωσης και της εκφόρτωσης των αεροσκαφών θεσπίσθηκαν ειδικές πρόσθετες αμοιβές που είχαν συνήθως τη μορφή δωρεάν τσιγάρων.
Το ρεκόρ αποδοτικότητας πέτυχε μια 12μελής ομάδα τεχνικών στο Ράιν-Μάιν, που πέτυχε να φορτώσει 9 t κάρβουνου σε ένα C-54 μέσα σε πέντε λεπτά και 45 δευτερόλεπτα, κερδίζοντας μια ολόκληρη κούτα τσιγάρων για κάθε άνδρα της.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΤΕΡΑΡΧΟΥ ΤΑΝΝΕΡ
Τα πιο κρίσιμα βήματα προς την κατακόρυφη αύξηση της αποτελεσματικότητας έγιναν χάρη στις τεχνικές επινοήσεις και στις καινοτομίες διοικητικής μέριμνας που εισήγαγε ο Αμερικανός πτέραρχος Ουίλιαμ Τάννερ, βετεράνος της υπέρπτησης των Ιμαλαϊων, ο οποίος έφθασε στη Γερμανία τον Ιούλιο του 1948 για να ηγηθεί της Συνδυασμένης Δύναμης Επιχειρήσεων Αερομεταφορών (CAΤF). Οι αντιλήψεις του Τάννερ για την οργάνωση των αποστολών ήταν απλές και ξεκάθαρες:
"Δεν υπάρχει βιασύνη και αυτοσχεδιασμός παρά μόνο η σταθερή προσήλωση στο να φέρουμε σε αίσιο πέρας το έργο μας. Σε μια επιτυχημένη αερομεταφορά δεν βλέπεις σταθμευμένα αεροσκάφη να γεμίζουν τον χώρο γύρω σου. Βρίσκονται είτε στον αέρα, είτε στις ράμπες φόρτωσης και εκφόρτωσης, είτε στα συνεργεία συντήρησης και ανεφοδιασμού". Ο Τάννερ επέβαλε γρήγορα το δυναμικό προσωπικό του στυλ και έκανε τους υφισταμένους του να συνηθίσουν στην ιδέα ότι θα πρέπει να επιλέγουν τα αεροσκάφη για κάθε αποστολή ανάλογα με τον τύπο, την ταχύτητα και τη μεταφορική ικανότητά τους ώστε να αποφεύγονται οι συνωστισμοί τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος.
Μέχρι τότε οι πιλότοι επέλεγαν μόνοι τους το προφίλ πτήσης που τους εξυπηρετούσε και συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος "θα απογειωθεί τελευταίος και θα επιστρέψει πρώτος". Το σύστημα του Τάννερ προέβλεπε αυστηρά καθορισμένες παραμέτρους πτήσης που έθεσαν τέρμα στις περίφημες "κούρσες" μέσα στους αεροδιαδρόμους. Παράλληλα οι βελτιώσεις στους πύργους ελέγχου των αεροδρομίων του Βερολίνου κατέστησαν δυνατή την προσγείωση περισσότερων αεροσκαφών με μικρότερο χρονικό διαχωρισμό μεταξύ τους. Ως λάτρεις της εκπαίδευσης οι Αμερικανοί δεν παρέλειψαν να δημιουργήσουν και ένα ειδικό σχολείο στη βάση Γκρέητ Φωλς της Μοντάνα, όπου ιπτάμενα πληρώματα και τεχνικοί εδάφους εκπαιδεύονταν να συνεργάζονται αρμονικά σε ένα απαιτητικό περιβάλλον.
Μεταξύ άλλων ο Τάννερ έθεσε σε εφαρμογή και μια νέα διαδικασία επανεξυπηρέτησης και επαναφόρτωσης των αεροσκαφών ώστε να αξιοποιηθεί στο έπακρο ο αριθμός τους. Οι αεροπόροι που υπέφεραν από τη ρουτίνα των αποστολών συνήθιζαν μέχρι τότε να εξέρχονται από τα αεροπλάνα τους μετά την προσγείωση και να χαλαρώνουν καπνίζοντας ή πηγαίνοντας στο μπαρ της βάσης. Ο Τάννερ όμως εφάρμοσε νέα μέτρα. Στο εξής κάθε αεροπλάνο που άγγιζε τον διάδρομο προσγείωσης το υποδέχονταν δύο Jeep στα οποία επέβαιναν αντίστοιχα ο αξιωματικός επιχειρήσεων και ο υπεύθυνος μετεωρολόγος, οι οποίοι πραγματοποιούσαν άμεση ενημέρωση του πληρώματος για την επόμενη αποστολή του.
Σε ένα τρίτο όχημα που ακολουθούσε, συνήθως ένα ανοικτό ημιφορτηγό Volkswagen, υπήρχαν ένα πλήρως οργανωμένο σνακ-μπαρ και μερικές από τις ωραιότερες δεσποινίδες του προσωπικού της βάσης. Αυτομάτως τα παράπονα των πληρωμάτων έπαψαν και οι χρόνοι επανεξυπηρέτησης έπεσαν στα 30 λεπτά. Ένα από τα κυριότερα προβλήματα της αερογέφυρας ήταν οι ανάγκες συντήρησης των αεροσκαφών. Κάθε μεταγωγικό χρειαζόταν να περάσει από τυπικούς τεχνικούς ελέγχους σε καθημερινή βάση, διεξοδικότερους ελέγχους ανά 50 ώρες πτήσης, την πλήρη προβλεπόμενη συντήρηση ανά 200 ώρες και γενική ανακατασκευή κάθε 1.000 ώρες.
Η τελευταία απαιτούσε τη μεταφορά του αεροπλάνου σε κατάλληλο εργοστάσιο και την παραμονή του εκεί επί 15 τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα ο Τάννερ και οι άνδρες του τελειοποιούσαν μια προσεκτικά μελετημένη "χορογραφία" φόρτωσης, εκφόρτωσης, ανεφοδιασμού, ενημέρωσης και απογείωσης των αεροπλάνων. Σύντομα οι τεχνικοί ήταν σε θέση να φορτώσουν 10 t εφοδίων και ένα C-54 μέσα σε 20 λεπτά και να τους εκφορτώσουν σε 30 λεπτά. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος μέχρι να πεισθούν οι πολίτες του πολιορκημένου Βερολίνου ότι αυτός ο "προμαχώνας της ελευθερίας" στον οποίο ζούσαν, δεν θα στραγγαλιζόταν τελικά από την ασιτία και τις ασθένειες.
Οι πρώτοι μήνες του αποκλεισμού είχαν επιφέρει μεγάλες μειώσεις στις καθημερινές μερίδες τροφίμων, οι οποίες και πριν από τα γεγονότα απείχαν πολύ από το να είναι ικανοποιητικές. Επειδή ο ανατολικός τομέας εφοδιαζόταν καλύτερα, οι ταλαίπωροι Βερολινέζοι βομβαρδίζονταν με ανακοινώσεις των Σοβιετικών που τους καλούσαν να προμηθευτούν τα αναγκαία εφόδιά τους από τη δική τους ζώνη. Ο μόνος όρος που έθεταν ήταν να μετακομίσει κάποιος εκούσια στο ανατολικό Βερολίνο. Κατόπιν θα είχε όσα τρόφιμα ήθελε. Προς τιμή των Βερολινέζων, μόνο 85.000 άνθρωποι από τα εκατομμύρια του πληθυσμού αποδέχθηκαν την πρόσκληση και πέρασαν στη Σοβιετοκρατούμενη ζώνη προκειμένου να εξασφαλίσουν τροφή για τις οικογένειές τους.
Οι Σοβιετικοί, που είχαν πιστέψει ότι με τον τρόπο αυτό θα προκαλούσαν ρεύμα φυγής προς τον τομέα τους ως ένα πρώτο βήμα για τη μελλοντική ολοκληρωτική πρόσδεση του Βερολίνου στο άρμα τους, εξεπλάγησαν από την καρτερία του γερμανικού λαού. Εξακολουθούσαν όμως να τρέφουν την πεποίθηση ότι σύντομα η πόλη θα έπεφτε στα χέρια τους χωρίς να χρειαστεί να ρίξουν ούτε έναν πυροβολισμό. Το Βερολίνο υπέφερε αλλά άντεχε. Όλα τα δημόσια μέσα μεταφοράς σταματούσαν την κυκλοφορία τους στις 18.00 και ο φωτισμός των δρόμων είχε ελαττωθεί κατά τα 3/4. Το φωταέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα παρέχονταν από τους Σοβιετικούς μόνο για δύο ώρες την ημέρα αλλά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη η χρήση τους.
Τουλάχιστον 4.600 επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κλείσουν λόγω έλλειψης κάρβουνου και άλλες 6.500 υπολειτουργούσαν. Όσα δένδρα είχαν σωθεί από τους βομβαρδισμούς κόπηκαν από τους κατοίκους εν όψει του χειμώνα. Το 20% της ξυλείας θα φυλασσόταν για την ανοικοδόμηση, ενώ το υπόλοιπο (περίπου 150 kg ανά οικογένεια) θα διανεμόταν μόλις έκανε την εμφάνισή του το πρώτο χειμωνιάτικο ψύχος. Στα τέλη του 1948 οι κόποι του Τάννερ και των πληρωμάτων του άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Οι Βερολινέζοι δεν λιμοκτονούσαν πια και η τοπική οικονομία δεν είχε παραλύσει, προς μεγάλη έκπληξη των Σοβιετικών.
Τα παιδιά διασκέδαζαν βλέποντας τους πιλότους να τους ρίχνουν γλυκά δεμένα σε μικρά αλεξίπτωτα και αποκαλούσαν τα αεροπλάνα "σοκολατένια βομβαρδιστικά". Η πόλη ωστόσο ζούσε με τον τρόμο του επερχόμενου χειμώνα επειδή τότε οι ανάγκες σε τρόφιμα και ενέργεια θα αυξάνονταν κατά πολύ και οι καιρικές συνθήκες πιθανώς θα δυσχέραιναν τις πτήσεις. Η δημοτική αρχή του Βερολίνου εκτιμούσε ότι απαιτούντο τουλάχιστον 5.650 t τροφής και κάρβουνου ημερησίως για να μπορέσει να επιβιώσει ο πληθυσμός και οι Σύμμαχοι αγωνίστηκαν σκληρά για να κερδίσουν αυτό το στοίχημα. Τον Οκτώβριο παρέδιδαν κατά μέσο όρο 4.760 t ημερησίως, τον Νοέμβριο 3.800 t.
Ο Τάννερ βάσιζε πλέον τις ελπίδες του στον αυξανόμενο αριθμό μεγάλων μεταγωγικών C-74 Globemaster, το καθένα από τα οποία είχε μεταφορική ικανότητα 25 t. Εκτελώντας κατά μέσο όρο έξι αποστολές την ημέρα ένα και μόνο C-74 μπορούσε να ενισχύσει το Βερολίνο με 150 t. Τα C-74 όμως ήταν ακόμα λιγοστά. Το ηθικό άρχισε να κάμπτεται και πάλι στην αποκλεισμένη πόλη και υπήρχαν ανησυχητικά σημάδια ότι οι Σοβιετικοί πιθανώς δεν θα ανέχονταν περισσότερο τη λειτουργία της δυτικής αερογέφυρας. Σοβιετικά μαχητικά αεροπλάνα άρχισαν να οργανώνουν εικονικές αερομαχίες μεταξύ τους πάνω από το Βερολίνο ενώ οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες εκτελούσαν συχνά εκπαιδευτικά πυρά, κυρίως στην περιοχή του βόρειου αεροδιαδρόμου.
Με την πάροδο την ημερών οι Σοβιετικοί πιλότοι έγιναν προκλητικότεροι και κατέληξαν να παρενοχλούν με επικίνδυνους ελιγμούς τα μεταγωγικά, όποτε τύχαινε να τα συναντήσουν. Η ένταση ήταν μεγάλη. Αν κάποιο από αυτά τα επεισόδια εξελισσόταν από απλή παρενόχληση σε κατάρριψη ή σε ανταλλαγή πυρών, ο πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος. Όπως αποδείχθηκε τελικά οι σοβιετικές προκλήσεις, αν και φανέρωναν ιδιαίτερο θράσος, δεν ξέφυγαν ποτέ από τον έλεγχο της Μόσχας και δεν κατέληξαν σε κλιμάκωση της ρήξης. Τα επεισόδια αυτά ελαττώθηκαν δραστικά κατά τους χειμερινούς μήνες. Τότε οι Σοβιετικοί επαναπαύθηκαν για μια ακόμα φορά στο ότι η κακοκαιρία και οι χιονοπτώσεις θα έρχονταν και πάλι ως σύμμαχοί τους.
Πίστευαν εσφαλμένα ότι η αερογέφυρα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει και βάσιζαν αυτή την πεποίθησή τους στο παράδειγμα του Στάλινγκραντ. Εκεί η Luftwaffe είχε επωμισθεί την αποστολή να μεταφέρει τουλάχιστον 700 t την ημέρα στην πολιορκημένη 6η Στρατιά του Φρήντριχ Πάουλους αλλά σπάνια κατόρθωσε να ξεπεράσει τους 90. Η Αμερικανική Αεροπορία όμως δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα της Luftwaffe. Στις 22 Οκτωβρίου 1948 ο Τρούμαν ενέκρινε την αποστολή, στη Γερμανία, άλλων 66 αεροσκαφών C-54, ανεβάζοντας το σύνολο των μεταγωγικών αυτού του τύπου που είχαν εμπλακεί στον ανεφοδιασμό του Βερολίνου σε 225.
Επιπλέον τον Νοέμβριο κατέστη επιχειρησιακό και το αεροδρόμιο του Τέγκελ χάρη στην εθελοντική εργασία 17.000 Γερμανών, ανδρών και γυναικών, που μετέφεραν δέκα εκατομμύρια τούβλα από τα ερείπια της πόλης στο εργοτάξιο. Η κατασκευή του τρίτου αεροδρομίου του Βερολίνου ολοκληρώθηκε σε δύο μήνες αντί για τέσσερις που είχαν υπολογίσει οι Αμερικανοί, αυξάνοντας θεαματικά τις δυνατότητες εκφορτώσεων. Η εγκατάσταση νέων ραντάρ στις βάσεις και ραδιοβοηθημάτων στα αεροπλάνα έδωσε τη δυνατότητα στα μεταγωγικά να πετούν "όταν τα πουλιά περπατούσαν", κατά τη χαρακτηριστική έκφραση των πιλότων.
Η αισιοδοξία ήταν πλέον έκδηλη. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον ο Κλέη δήλωσε: "Η αερογέφυρα θα συνεχιστεί μέχρι να αρθεί ο αποκλεισμός".
ΟΙ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΙ ΧΑΝΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Προς απογοήτευση των Σοβιετικών ο Τρούμαν επανεξελέγη κατά τις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 2ας Νοεμβρίου 1948 και τους εγκατέλειψε και ένας από τους πιο παραδοσιακούς συμμάχους τους, ο περίφημος "στρατηγός χειμώνας". Τον Ιανουάριο του 1949 σημειώθηκε ένα μετεωρολογικό θαύμα: Ο ουρανός ήταν καθαρός και το χιόνι δεν πάγωνε. Εκμεταλλευόμενα τη σπάνια αυτή εύνοια της τύχης τα αεροπλάνα κατάφεραν να αυξήσουν τον όγκο των μεταφορών τους σε 5.546 t την ημέρα, εξορμώντας πλέον (εκτός από το Ράιν-Μάιν) και από βάσεις όπως το Βισμπάντεν, το Φάσμπεργκ, το Τσέλε, το Βούνσντορφ, το Λύμπεκ, το Φούλσμπυτελ και το Αμβούργο.
"Σε κάθε κύκλο που θα συμπληρώσει ο ωροδείκτης", γράφει χαρακτηριστικά ο Καρτιέ, "μέρα και νύχτα, με καλοκαιρία ή με θύελλα, 40 αεροπλάνα πρέπει να πετούν προς την πολιορκημένη πόλη". Καθώς η καλοκαιρία συνεχιζόταν ως και τον Μάρτιο, οι μέσες ημερήσιες παραδόσεις συχνά ξεπερνούσαν τους 6.000 t και οι Βερολινέζοι στον δυτικό τομέα είδαν το φάσμα του υποσιτισμού να απομακρύνεται και κέρδισαν βάρος. Η άνοιξη του 1949 σημάδεψε την κορύφωση της αεροπορικής δραστηριότητας, με τα αεροπλάνα να προσγειώνονται γύρω από την πόλη με ρυθμό ένα κάθε 90 δευτερόλεπτα και χρόνο εκφόρτωσης και απογείωσης μόλις έξι λεπτά! Πολλά από τα μεταγωγικά δεν επέστρεφαν στη δυτική Γερμανία άδεια.
Μετέφεραν προϊόντα που παρήγε το Βερολίνο και ανθρώπους οι οποίοι είχαν άμεση ανάγκη ειδικής ιατρικής φροντίδας. Τον Απρίλιο η αερογέφυρα πέτυχε ένα φανταστικό ρεκόρ μεταφέροντας 7.830 t ημερησίως με πτήσεις που συχνά έφθαναν σε συχνότητα τη μια ανά λεπτό. Οι Βερολινέζοι δεν αρκέστηκαν στο να παρακολουθούν απαθείς αυτή την πρωτοφανή σε μέγεθος και αποφασιστικότητα προσπάθεια των Συμμάχων. Μεγάλος αριθμός πολιτών προσέφερε εθελοντική εργασία βοηθώντας στην εκφόρτωση των αεροσκαφών, στη συντήρησή τους και στην κίνηση των φορτηγών αυτοκινήτων που ανελάμβαναν τη διακίνηση των αγαθών μέσα στην πόλη.
Κατέβαλλαν επίσης φιλότιμες προσπάθειες να αυξήσουν την τοπική παραγωγή τροφίμων αξιοποιώντας καλλιεργητικά και την τελευταία γωνιά πράσινου της πόλης, ενώ δεν έλειπαν το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, που λειτουργούσαν ευεργετικά στην εξύψωση του ηθικού: "Είμαστε τυχεροί", έλεγαν. "Φανταστείτε τι θα γινόταν αν οι Αμερικανοί είχαν κάνει τον αποκλεισμό και οι Ρώσοι την αερογέφυρα". Μέσα από την πόλη εξέπεμπε 24ωρο πρόγραμμα ο σταθμός "Οι Νησιώτες", που μετέδιδε συνεχώς ειδήσεις από τη ζωή στο αποκλεισμένο Βερολίνο και ψυχαγωγούσε τον πληθυσμό.
Υπήρχαν φυσικά και εκείνοι που έκαναν πικρόχολα σχόλια για τους Δυτικούς, λέγοντας ότι το Βερολίνο δεν θα είχε φθάσει ποτέ σε αυτή την κατάσταση αν οι Σύμμαχοι δεν είχαν αφήσει τόσο επιπόλαια τον Στάλιν να κατακτήσει το 1/3 της Γερμανίας. Η πλειοψηφία του πληθυσμού όμως ήταν ευτυχής για την υποστήριξη την οποία λάμβανε από τους Δυτικούς και χαιρόταν που μπορούσε να συμπαραταχθεί μαζί τους απέναντι στους Σοβιετικούς, που ούτως ή άλλως οι περισσότεροι τους αντιπαθούσαν. Ακόμα και οι Δυτικογερμανοί συνέδραμαν έμμεσα στην επιχείρηση, μέσω του "φόρου Βερολίνου" που κατέβαλλαν για την οικονομική ενίσχυση των συμπατριωτών τους στην πόλη.
Η ΜΟΣΧΑ ΥΠΟΧΩΡΕΙ
Την άνοιξη του 1949 η αερογέφυρα λειτουργούσε με τέτοια αποτελεσματικότητα ώστε φαινόταν ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί επ' αόριστο. Παράλληλα με αυτή την επιτυχία οι Σύμμαχοι προχωρούσαν γοργά στον σχηματισμό του νέου δυτικογερμανικού κράτους. Τον Απρίλιο ιδρύθηκε και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ), κάτι που προκάλεσε ισχυρούς πολιτικούς τριγμούς ανατολικά του "σιδηρού παραπετάσματος". Η Μόσχα βρέθηκε ξαφνικά να έχει χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αρκείται σε ρόλο παθητικού θεατή των εξελίξεων που δεν μπορούσε να εμποδίσει ή να αναστείλει.
Είχε αποκλείσει το Βερολίνο ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους όρους της στη Δύση και αντί γι' αυτό βρισκόταν απίστευτα παραγκωνισμένη και ηττημένη στο διπλωματικό πεδίο. Οι Δυτικοί προχώρησαν και σε μια μορφή δικού τους αντι-αποκλεισμού της ΕΣΣΔ επιβάλλοντάς της εμπορικές κυρώσεις και σταματώντας τις αποστολές φορτίων πρώτων υλών και βιομηχανικών αγαθών από τις δικές τους γερμανικές ζώνες προς την ανατολική. Έτσι εκτός από το κάρβουνο του Ρούρ η Σοβιετική ζώνη στερήθηκε σύντομα κρίσιμα υλικά: ηλεκτρικούς κινητήρες, ρουλεμάν, συστήματα μετάδοσης κίνησης, τρυπάνια και άλλα εργαλεία και οπτικά όργανα.
Η απουσία αυτών των υλικών κατέστη ακόμα πιο τραγική λόγω της λεηλασίας του βιομηχανικού εξοπλισμού της ανατολικής Γερμανίας, στην οποία είχαν προβεί οι Σοβιετικοί αμέσως μετά την κατάληψή της το 1945. Ήταν φανερό ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει τελείως από τον έλεγχο των Σοβιετικών και ο αποκλεισμός του Βερολίνου είχε περισσότερο αρνητικές συνέπειες στην ηγεσία του Κρεμλίνου παρά θετικές. Τον Μάρτιο του 1949 ο αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, Γιάκοβ Μαλίκ, άρχισε μυστικές διμερείς επαφές με τον Αμερικανό ομόλογό του, Φίλιπ Τζέσαπ.
Έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις η σοβιετική πλευρά εμφανίστηκε πρόθυμη να άρει τον αποκλεισμό υπό τον όρο ότι η Δύση θα συγκαλούσε ένα συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών στη Γερμανία τον Μάιο, ελπίζοντας ίσως ακόμα ότι θα κατάφερνε να ματαιώσει τη δημιουργία ενός Δυτικογερμανικού κράτους. Οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν αυτή την πρόταση με καχυποψία, αλλά συμφώνησαν στη σύγκληση του συμβουλίου. Έτσι ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα της 12ης Μαΐου 1949 τα φώτα άναψαν πάλι ως δια μαγείας σε ολόκληρο το Βερολίνο, έπειτα από 11 μήνες διακοπής, και τα τραίνα άρχισαν να καταφθάνουν και πάλι ανεμπόδιστα.
Οι Βερολινέζοι υποδέχθηκαν την άρση του αποκλεισμού χωρίς πανηγυρισμούς, αφού διαισθάνονταν ότι η αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης, που είχε ξεκινήσει με την κρίση στην πόλη τους, ήταν μόλις στην αρχή της. Όλοι γνώριζαν ότι οι Σοβιετικοί εξακολουθούσαν να τηρούν το Βερολίνο σε ένα καθεστώς αόρατης ομηρίας και ότι θα μπορούσαν εύκολα να επαναλάβουν τον αποκλεισμό οποτεδήποτε το έκριναν σκόπιμο. Στην πραγματικότητα παρά τη φαινομενική ύφεση οι Σοβιετικοί συνέχισαν κατά περιόδους να παρενοχλούν την κυκλοφορία οχημάτων και τραίνων, υποχρεώνοντας τους Δυτικούς να συνεχίσουν κανονικά τις αερομεταφορές ως τον Σεπτέμβριο του 1949.
Επιπλέον το Βερολίνο έδειχνε σαφή σημάδια διχοτόμησης καθώς οι διαφορές μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τομέα γίνονταν όλο και πιο έντονες. Η αερογέφυρα του Βερολίνου είχε πετύχει έναν πραγματικό άθλο: μετέφερε περισσότερους από 2.000.000 t φορτίου με 238.616 πτήσεις σε διάστημα 318 ημερών. Για να μεταφερθεί αυτό το φορτίο θα χρειάζονταν 15.000 εμπορικές αμαξοστοιχίες. Η απόσταση που κάλυψαν συνολικά τα αεροπλάνα ισοδυναμούσε με 3.000 φορές τον γύρο της Γης ή 16 ταξίδια στη Σελήνη μετ' επιστροφής. Το κόστος της επιχείρησης σε καύσιμα, υλικά και εργατοώρες ήταν τεράστιο.
Πικρό ήταν το αντίτιμο που κατέβαλαν τα ηρωικά πληρώματα για να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους: 77 Βρετανοί και Αμερικανοί αεροπόροι έχασαν τη ζωή τους κατά τις αερομεταφορές από διάφορους λόγους. Ο αριθμός αυτός θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον μικρός με δεδομένο τον όγκο και την πυκνότητα των πτήσεων. Αυτή η επιτυχημένη στρατιωτική επιχείρηση απέφερε πολύτιμη εμπειρία στο ζήτημα των αεροπορικών μεταφορών, στην οργάνωση και στη διεξαγωγή τους. Πολλές από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν βρήκαν αργότερα εφαρμογή στη βελτίωση του συστήματος ελέγχου των πολιτικών πτήσεων στις ΗΠΑ.
Εκτός από την καθαρά αεροπορική της σημασία η αερογέφυρα του Βερολίνου είχε και εξόχως πολιτική σημασία, αφού έθεσε για πρώτη φορά ξεκάθαρα τις στρατιωτικές και διπλωματικές παραμέτρους από τις οποίες θα εξαρτώντο τα επόμενα 50 χρόνια οι σχέσεις μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΣΣΔ. Υπερασπίζοντας σταθερά και με κάθε διαθέσιμο μέσο την ανεξαρτησία του δυτικού Βερολίνου οι Δυτικοί Σύμμαχοι έθεσαν έναν σαφέστατο φραγμό σε κάθε απόπειρα περαιτέρω επέκτασης της σοβιετικής επιρροής στην Ευρώπη. Η κρίση απετέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία του ΝΑΤΟ, της νέας μεγάλης συμμαχίας που θα κυριαρχούσε στην ήπειρο κατά το υπόλοιπο του 20ού αιώνα.
Η διαχείριση της κρίσης έθεσε επίσης τα θεμέλια για την ανάπτυξη πολύ καλών σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Δυτικής Γερμανίας (η οποία ιδρύθηκε τυπικά τον Μάιο του 1949), σηματοδοτώντας έτσι την πρώτη φορά στην Ιστορία που οι Αμερικανοί συνήψαν συμμαχία με τους Γερμανούς. Η θεαματική αερογέφυρα μπορεί να έσωσε το 1948-49 το Βερολίνο αλλά στην πραγματικότητα λύτρωσε μόνο ένα μέρος της πόλης. Οι Γερμανοί που ζούσαν στον ανατολικό τομέα συνέχισαν να υποφέρουν τα δεινά ενός αποτυχημένου -όπως αποδείχθηκε- οικονομικού και πολιτικού συστήματος που τους άφησε έξω από το "οικονομικό θαύμα" του υπόλοιπου Γερμανικού λαού κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Επρόκειτο να εκδηλωθούν και άλλες κρίσεις στο Βερολίνο κατά τα επόμενα χρόνια. Το 1958 η Μόσχα απείλησε πάλι με νέο αποκλεισμό, με βίαιη εκδίωξη των Δυτικών δυνάμεων από την πόλη και με ενσωμάτωσή της στην Ανατολική Γερμανία. Ο λόγος για τον οποίο το Κρεμλίνο επέλεξε να σκληρύνει τη στάση του ήταν η ακατάσχετη "αιμορραγία" που υφίστατο το Ανατολικογερμανικό κράτος - μαριονέτα εξαιτίας του κύματος φυγής πληθυσμού του προς τον δυτικό τομέα του Βερολίνου. Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί επέλεγαν κάθε χρόνο τον δρόμο της φυγής από το κομμουνιστικό καθεστώς. Σε απάντηση η Μόσχα ύψωσε το 1961 το περίφημο Τείχος, που χώρισε την πόλη στα δύο.
Οι κάτοικοι του Βερολίνου δεν ξέχασαν ποτέ την "αερογέφυρα ζωής". Το 1951 με πρωτοβουλία του Ερνστ Ρώυτερ δημιουργήθηκε ένα μνημείο του αποκλεισμού μπροστά στην είσοδο του αεροδρομίου του Τέμπελχοφ, προκειμένου να τιμηθεί η συμβολή των αερομεταφορών στη σωτηρία της πόλης. Το γλυπτό παραμένει ακόμα για να θυμίζει τις δοκιμασίες παλαιότερων ταραγμένων εποχών. Αποτελείται από έναν οβελίσκο ύψους 20 m από τον οποίο ξεκινούν τρία παρακλάδια προς τη Δύση, που συμβολίζουν τους τρεις αεροδιαδρόμους της επιχείρησης. Στη βάση του είναι σκαλισμένα τα ονόματα των αεροπόρων που έπεσαν στο καθήκον.
Ατενίζοντάς το κάποιος δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί τις επιπτώσεις που είχε η αταλάντευτη στάση των Συμμάχων το 1948 - 1949 για την τελική επικράτηση της Δύσης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και την επανένωση της Γερμανίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Β' Π.Π.
Στις 2 Μαΐου 1945 τελείωσε η μάχη του Βερολίνου, η τελευταία επίθεση στο Ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων. Το τέλος της μάχης θα έβρισκε τον Αδόλφο Χίτλερ και πολλούς άλλους Ναζί ηγέτες νεκρούς, την πόλη τελείως κατεστραμμένη και τον πληθυσμό της στο έλεος της πείνας και των επιδημιών, αφού οι βομβαρδισμένοι υπόνομοι είχαν μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα και, στο χάος που επικρατούσε, τα τρόφιμα και τα φάρμακα είχαν παντελώς εξαντληθεί. Η κυρίως μάχη για την πόλη του Βερολίνου έλαβε χώρα από το μεσημέρι της 20 / 04 / 1945 ως τις 6π.μ. της 02 / 05 / 1945 και υπήρξε μια από τις φονικότερες της ανθρώπινης ιστορίας.
Οι Γερμανικές δυνάμεις που αμύνονταν μέσα στην πόλη αριθμούσαν τους 45 χιλ. άνδρες και προέρχονταν από υπολείμματα μεραρχιών της Βέρμαχτ και των Βάφεν SS, ηλικιωμένους εφέδρους των μονάδων πολιτοφυλακής, πυρήνες της χιτλερικής νεολαίας που απαρτίζονταν από παιδιά και εφήβους, ελάχιστα τεθωρακισμένα και καθόλου αεροπορία. Απέναντί τους είχαν περίπου 2,5 εκατ. Ρώσους και 80 χιλ. Πολωνούς, 7 χιλ. τεθωρακισμένα, 7,5 χιλ. αεροπλάνα και 45 χιλ. κανόνια και εκτοξευτές ρουκετών. Η μάχη ήταν εξαιρετικά άνιση και το Βερολίνο ήδη περικυκλωμένο, μετά την αποτυχία του γερμανικού στρατού να σταματήσει την εχθρική επίθεση στα περίχωρα.
Έτσι, οι Γερμανοί στην ουσία προσπαθούσαν να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν την πτώση, αφού οι δυνάμεις των Ρώσων ήταν συντριπτικά ανώτερες σε αριθμό και εξοπλισμό και η συμμαχική αεροπορία βομβάρδιζε καθημερινά την πόλη κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο το έργο των αμυνομένων. Οι Σοβιετικές δυνάμεις προχωρούσαν αργά προς το κέντρο από τρεις κατευθύνσεις, αντιμετωπίζοντας σθεναρή αντίσταση, ακόμα και αντεπιθέσεις. Από τα νοτιοανατολικά, κατά μήκος της οδού Φρανκφούρτερ και στόχο την πλατεία Αλεξάντερ, από τα βόρεια με αντικειμενικό σκοπό το Ράιχσταγκ και από τα νότια με στόχο την πλατεία Ποτσντάμερ μέσω της λεωφόρου Σόνεν.
Τα σημεία στα οποία οι μάχες ήταν πραγματικά λυσσαλέες ήταν η γέφυρα Μόλτκε, το αρχηγείο της Γκεστάπο, το κτήριο του Ράιχσταγκ και το πάρκο Τιεργκάρτεν με τον τεθωρακισμένο αντιαεροπορικό πύργο του ζωολογικού κήπου, που κράτησε μέχρι την τελευταία μέρα των εχθροπραξιών. Τα στρατιωτικά τμήματα που πολέμησαν με τον περισσότερο φανατισμό ήταν οι μονάδες ξένων εθελοντών των SS. Γάλλοι, Νορβηγοί και Σουηδοί ήταν οι τελευταίοι υπερασπιστές του Τρίτου Ράιχ, ακόμα και όταν κάθε ελπίδα είχε πια χαθεί, προφανώς γιατί αυτοί οι άνδρες δεν είχαν πλέον πατρίδα και ήταν αποφασισμένοι να μην παραδοθούν στους Ρώσους.
Το πρωί της 30 / 05 / 1945, στην πρωινή ενημέρωση, ο διοικητής του Βερολίνου στρατηγός Βάιντλινγκ ανέφερε στον Χίτλερ ότι οι αμυνόμενοι θα εξαντλούσαν τα πυρομαχικά τους μέσα στην ημέρα. Ο Χίτλερ του έδωσε την άδεια να σπάσει τον κλοιό και να διαφύγει με τα τμήματά του προς τα δυτικά. Αργότερα, ο ίδιος και η Εύα Μπράουν θα αυτοκτονούσαν ακολουθούμενοι από τον Γκέμπελς και τη γυναίκα του, αφού είχαν σκοτώσει προηγουμένως τα παιδιά τους. Το βράδυ της πρώτης προς 2 Μαΐου ήταν η τελευταία ευκαιρία απόδρασης για τη φρουρά της πόλης.
Από αυτούς που προσπάθησαν να διαφύγουν εκείνο το βράδυ, μόνο όσοι κατάφεραν να διασχίσουν τη γέφυρα Σαρλότενμπρικε και να φτάσουν στο Σπαντάου, ξέφυγαν από τον σοβιετικό κλοιό. Την επομένη όλα είχαν τελειώσει. Παρά την απόλυτη υπεροπλία τους, οι επιτιθέμενοι είχαν 80 χιλ. νεκρούς και 280 χιλ. τραυματίες και πάνω από 2 χιλ. κατεστραμμένα τεθωρακισμένα. Για τους Γερμανούς οι απώλειες ξεπέρασαν τους 400 χιλ. νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού παραμένουν ακόμα και σήμερα άγνωστες. Η Σοβιετική διοίκηση, από την πρώτη μέρα της εκεχειρίας έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να ταΐσει τον πληθυσμό του Βερολίνου.
Αλλά το έργο ήταν πολύ δύσκολο και υπήρξαν προβλήματα εφοδιασμού και πρόσβασης των πολιτών στα σημεία διανομής τροφίμων. Τα κρούσματα βιασμών Γερμανίδων κάθε ηλικίας από μεθυσμένους και μη Ρώσους στρατιώτες έφτασαν το ασύλληπτο νούμερο των 100 χιλ. στο Βερολίνο, ενώ στο σύνολο της κατειλημμένης από τους Σοβιετικούς Γερμανικής επικράτειας ξεπέρασαν το ενάμισι εκατομμύριο. Επίσης υπήρξαν περιστατικά που οι Ρώσοι έκλεβαν και σκότωναν χωρίς διάκριση πολίτες και μόνο μετά το καλοκαίρι του 1945 επιβλήθηκε μιας κάποιας μορφής πειθαρχία στα Σοβιετικά στρατεύματα στη Γερμανία, μετά την παραδειγματική τιμωρία των παραβατών.
Για τους κατοίκους του Βερολίνου, η μάχη της επιβίωσης σε καιρό ειρήνης θα ήταν το ίδιο σκληρή όσο και στον καιρό του πολέμου. Η μάχη του Βερολίνου τελείωσε με παράδοση της πόλης στους Σοβιετικούς, με τεράστιες απώλειες και για τις δύο πλευρές:
Σοβιετικοί
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Στις 15:50 ο υπασπιστής του Χίλτερ και τρεις στρατιώτες των SS παίρνουν τις σορούς του Χίτλερ και της Μπράουν, τα περιλούζουν με πετρέλαιο και τους βάζουν φωτιά. Για ώρες, η αυτοκτονία του Χίτλερ είχε κρατηθεί μυστική. Η μαγείρισσα του καταφυγίου είχε μαγειρέψει πουρέ και τηγανιτά αυγά για να κοροϊδέψει όσους εργάζονταν στην κουζίνα. Την 1η Μαΐου, ο θάνατος του Χίτλερ ανακοινώθηκε από ραδιοφώνου. Οι Γερμανοί άκουσαν πως ο Φύρερ τους είχε πέσει μαχόμενος μέχρι την τελευταία του ανάσα κατά των Μπολσεβίκων και υπέρ της Γερμανίας.
«Οπότε, αυτό ήταν το τέλος του μπάσταρδου» ήταν η αντίδραση του Στάλιν. Στις 16 Ιουλίου του 1945 ο Ουίστον Τσόρτσιλ επισκέπτεται το Βερολίνο και την καγκελαρία. Στέκεται στο σημείο όπου είχαν βρεθεί τα πτώματα του Χίτλερ και της Μπράουν και κάνει το σήμα της νίκης.
TΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Στην «Πολιτική Διαθήκη» του, που υπαγόρευσε ο Χίτλερ στις 29 Απριλίου, εξέφρασε την άποψη ότι δεν ήταν υπεύθυνος για την έκρηξη του πολέμου το 1939. Ομολογούσε ή καλύτερα θριαμβολογούσε για τη γενοκτονία των Εβραίων, την οποία είχε άλλωστε προφητέψει. Ο πόλεμος, όπως υπογράμμιζε, είχε ξεκινήσει από εκείνους τους άνδρες που είτε ήταν Εβραίοι στην καταγωγή είτε εξυπηρετούσαν τα Εβραϊκά συμφέροντα. Τέλος, κληροδοτούσε στις επερχόμενες γενιές την υποχρέωση να διατηρήσουν στο ακέραιο τους φυλετικούς νόμους και να συνεχίσουν την αντίσταση κατά του «διεθνούς Ιουδαϊσμού».
Ο «Αγών» του, όμως, είχε ολοκληρωθεί με τη Μάχη του Βερολίνου και τη συντριβή της Αυτοκρατορίας του. O Ζούκωφ πίεζε αφόρητα τα στρατεύματά του να τελειώσουν τη μάχη μέχρι την Πρωτομαγιά. Hθελε να προσφέρει στον Στάλιν τον θρίαμβο της κατάκτησης της πόλης την ίδια ημέρα που γιόρταζε το κόμμα. Oι τελευταίοι φανατικοί υπερασπιστές της πρωτεύουσας όμως, δεν είχαν καταθέσει ακόμη τα όπλα. Oι Σοβιετικοί που αδημονούσαν να φτάσουν στο Ράιχσταγκ, είχαν ένα δύσκολο έργο, μαχόμενοι στα ερείπια των κτηρίων που για τις αμυνόμενους αποτελούσαν ιδανικές θέσεις αντίστασης. Oι σκληρές συγκρούσεις συνεχίζονταν αμείωτες.
Tο απόγευμα της 30ής Απριλίου, στρατιώτες μίας μονάδας της 3ης Στρατιάς Κρούσης ανέβηκαν στον εξώστη του δεύτερου ορόφου του βομβαρδισμένου Ράιχσταγκ και ύψωσαν μία τεράστια κόκκινη σημαία. Tο ίδιο το κτήριο είχε μισοκαταστραφεί από τις οβίδες του πυροβολικού, αλλά δεν είχε καταρρεύσει και οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να μάχονται λυσσαλέα από το εσωτερικό του. Oι Σοβιετικοί που εισέβαλαν στους χώρους του, ήταν υποχρεωμένοι να ξετρυπώσουν τους αντιπάλους τους χρησιμοποιώντας χειροβομβίδες και αυτόματα. H μάχη συνεχίστηκε όλο το απόγευμα, οπότε οι υπερασπιστές του κτηρίου υποχώρησαν στο υπόγειο και στους επάνω ορόφους.
Αργά το βράδυ, μία σφοδρή έφοδος των Σοβιετικών τους επέτρεψε να ανέβουν στην ταράτσα του κτηρίου και να ξεδιπλώσουν τη σημαία με το σφυροδρέπανο. H κλασική σήμερα φωτογραφία που απαθανάτισε το συμβάν αντιπροσώπευε για τους Σοβιετικούς ολόκληρο τον αγώνα για την κατάκτηση του Βερολίνου, ωστόσο υπάρχουν δύο εκδοχές της: η πρωτότυπη και μία ρετουσαρισμένη, στην οποία έχουν αφαιρεθεί τα πανάκριβα ρολόγια που φορά και στα δύο του χέρια ένας κομισάριος, πιθανότατα προϊόντα λεηλασίας. Αλλά οι υπερασπιστές του κτηρίου συνέχισαν να μάχονται μέχρι το επόμενο απόγευμα, οπότε τελικά περίπου 300 Γερμανοί κατέθεσαν τα όπλα.
Oι πληροφορίες ότι οι Σοβιετικοί προωθούνταν από τις σήραγγες του υπόγειου σιδηροδρόμου, οδήγησαν στην απόφαση οι σκαπανείς της "Nordland" να ανατινάξουν τον τοίχο του καναλιού Λάντβερ ώστε να πλημμυρίσουν οι σήραγγες και να ανακοπεί η προώθηση του εχθρού. Αλλά οι πληροφορίες ήταν ανακριβείς και η ανατίναξη οδήγησε στον πνιγμό των άστεγων αμάχων που είχαν καταφύγει στις σήραγγες για να γλιτώσουν από τα πυρά των Σοβιετικών. Ανάμεσα στα θύματα ήταν πολλά παιδιά.
Tα μεσάνυχτα της 30ής Απριλίου, ο Τσούικωφ πληροφορήθηκε ότι ένας αντισυνταγματάρχης της Βέρμαχτ με λευκή σημαία ζητούσε να μάθει σε ποιο σημείο ο Κρεμπς, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, θα μπορούσε να συναντηθεί με τον Σοβιετικό διοικητή. Την άλλη ημέρα ο Κρεμπς (που μιλούσε Ρωσικά, αφού είχε χρηματίσει βοηθός στρατιωτικός ακόλουθος στη Μόσχα πριν από τον πόλεμο), εμφανίστηκε στο στρατηγείο του με τριμελή συνοδεία. Ενημέρωσε τον Τσούικωφ για την αυτοκτονία του Χίτλερ και ζήτησε τοπική κατάπαυση του πυρός, εκτελώντας τις διαταγές του Μπόρμαν και του Γκέμπελς. O Τσούικωφ ενημέρωσε τον Ζούκωφ και ο τελευταίος τηλεφώνησε στον Στάλιν στη Μόσχα.
O ηγέτης του Κρεμλίνου δήλωσε ότι δεν θα δεχόταν παρά μόνο την άνευ όρων παράδοση. Τότε ο Κρεμπς ζήτησε να συμβουλευτεί τον Γκέμπελς και ο Τσούικωφ δέχθηκε. Στο μεταξύ, η μάχη συνεχιζόταν. H άμυνα είχε περιοριστεί σε ένα τμήμα της πόλης μήκους 10 χιλιομέτρων, από την Αλεξάντερπλατς μέχρι τον Χάβελ, και πλάτους από 3 χιλιόμετρα μέχρι 200 μέτρα. Μέσα στα χαλάσματα κείτονταν νεκροί άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Oι δρόμοι είχαν καταπλακωθεί από τα ερείπια, ενώ παντού υπήρχε καπνός, στάχτη, σκόνη και φλεγόμενα άρματα και οχήματα. Μέσα σε αυτή την κόλαση υπήρχαν ακόμα άνδρες και παιδιά που μάχονταν, τρέχοντας μέσα στους κρατήρες που είχε ανοίξει το σοβιετικό πυροβολικό.
O ρυθμός προώθησης των Σοβιετικών προς την Καγκελαρία ήταν αργός. Ακολουθούσε αυτόν του πυροβολικού, που κονιορτοποιούσε τα ερείπια και όσους βρίσκονταν μέσα σε αυτά. O Κρεμπς μετέφερε την απάντηση για την άνευ όρων παράδοση στο καταφύγιο. Ήταν η σειρά της οικογένειας Γκέμπελς. H Μάγδα Γκέμπελς, αφού έδωσε υπνωτικό στα έξι παιδιά της, τα έβαλε στα κρεβάτια τους και όταν αυτά αποκοιμήθηκαν, τους έβαλε στο στόμα τις κάψουλες υδροκυανίου που τις είχε δώσει ο Χίτλερ. Στη συνέχεια, ανέβηκε τα σκαλιά προς την αυλή της Καγκελαρίας. Εκεί έσπασε στο στόμα της μία κάψουλα.
O Γκέμπελς την πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, έσπασε τη δική του κάψουλα και αυτοπυροβολήθηκε στον δεξιό κρόταφο. Άνδρες της φρουράς έβρεξαν με πετρέλαιο τα άψυχα σώματα και τους έβαλαν φωτιά. O Κρεμπς και ο Μπούργκντορφ αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον Φύρερ στο θάνατο. Oι υπόλοιποι, ανάμεσά τους και ο Μπόρμαν, αποφάσισαν να επιχειρήσουν να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν προς τα δυτικά. Αρκετοί τα κατάφεραν. Tο πρωί της 2ας Μαΐου, ο διοικητής των δυνάμεων του Βερολίνου, Βάιτλινγκ, παραδόθηκε στους Σοβιετικούς.
Υπέγραψε την πράξη συνθηκολόγησης και αυτοκίνητα με μεγάφωνα μετέδωσαν τη διαταγή στις Γερμανικές δυνάμεις για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Δεν υπάκουσαν όμως όλοι σε αυτή τη διαταγή. H προοπτική της αιχμαλωσίας από τους Σοβιετικούς χαλύβδωσε τη θέληση πολλών Γερμανών στρατιωτών, που επιχείρησαν μια ηρωική έξοδο προς τη Δύση. O στρατηγός Μουμέρτ, διοικητής της μεραρχίας Muncheberg, οδήγησε μία φάλαγγα στρατιωτών και αμάχων πάνω από τη γέφυρα του Σπαντάου, μέσα από έναν καταιγισμό εχθρικών πυρών. Oι μάχες συνεχίστηκαν στο δρόμο προς το Σπαντάου.
O Μουμέρτ σκοτώθηκε στις 3 Μαΐου, ενώ τα υπολείμματα αυτών που μετείχαν στην ηρωική έξοδο αναμείχθηκαν με τις μάζες των προσφύγων που κατευθύνονταν στα δυτικά, με τα Σοβιετικά άρματα και αεροπλάνα να τους αποδεκατίζουν. Λίγοι κατόρθωσαν να ενωθούν με τις δυνάμεις της 12ης Στρατιάς. O θόρυβος της μάχης κόπασε στο Βερολίνο το απόγευμα της 2ας Μαΐου 1945. Tο τελευταίο οχυρό που σίγησε ήταν το αντιαεροπορικό καταφύγιο στον Ζωολογικό Κήπο. Νεκρική σιγή απλώθηκε στην κατεστραμμένη πόλη. Oι χλωμοί Βερολινέζοι ξεπρόβαλλαν από τα καταφύγια, μη πιστεύοντας και οι ίδιοι ότι κατάφεραν να επιβιώσουν. Aυτό που αντίκρισαν ήταν φλόγες, καπνοί και σωροί ερειπίων.
Υπολογίζεται ότι περίπου 100.000 Βερολινέζοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες ή αυτοκτόνησαν. Ελάχιστοι από τους στρατιώτες της φρουράς του Βερολίνου γλίτωσαν το θάνατο ή την αιχμαλωσία. H πτώση του Βερολίνου στους Σοβιετικούς κόστισε ακριβά και στον Κόκκινο Στρατό. Oι απώλειές του τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1945 ανήλθαν στις 352.475 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους, οι βαρύτερες από τη μάχη του Στάλινγκραντ και μέχρι τότε. H πτώση του Βερολίνου και ο θάνατος του Χίτλερ σήμαναν το τέλος του πολέμου στην Ευρώπη. O Βενκ, αφού δημιούργησε ένα προγεφύρωμα στον Έλβα, περιμάζεψε τους άνδρες της 9ης Στρατιάς και τους παρέδωσε, μαζί με τους άνδρες της 12ης Στρατιάς, στους Αμερικανούς.
Oι άμαχοι που είχαν ακολουθήσει τους στρατιώτες εξαιρέθηκαν από το "προνόμιο" αιχμαλωσίας τους από τους Αμερικανούς. Στα βόρεια παραδόθηκαν οι άνδρες της 3ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς και της 21ης Ομάδας Στρατιών. Στις 8 Μαΐου 1945 ο στρατάρχης Κάιτελ υπέγραψε στο Βερολίνο την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στους Συμμάχους.
Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Ο Ρώσος αξιωματικός που κτυπά το Βερολίνο είναι ο ίδιος που υπεράσπισε το Σταλινγκράντ, ο σωματάρχης Β. Ι. Τσουίκοφ. Έχει εγκαταστήσει το αρχηγείο του στον αριθμό 3 του Σούλενμπουργκρινγκ, στην συνοικία Τέμπελχοφ. Τον πληροφορούν στις 30 Απριλίου κατά τα μεσάνυχτα ότι ένας Γερμανός συνταγματάρχης μόλις παρουσιάσθηκε με λευκή σημαία κοντά στο Λάντβερκαναλ. Ρωτά σε ποιο σημείο ο στρατηγός Κρεμπς, αρχηγός του Γενικού επιτελείου της Wehrmacht, θα μπορούσε να περάσει τις γραμμές για να εκπληρώσει μια αποστολή που είχε προς την Σοβιετική διοίκηση. Ο Τσουίκωφ αναφέρει στον στρατάρχη Ζούκωφ που τον εξουσιοδοτεί να δεχθεί τον απεσταλμένο του εχθρού.
Ο Κρεμπς φθάνει στο Σούλενμπουργκριν στις 04:00 μαζί με τον συνταγματάρχη φον Ντούφφινγκ, τον υπολοχαγό διερμηνέα Νέιλαντις, Λεττονό SS, κι ένα στρατιώτη που κρατεί λευκή σημαία. Οι τέσσερις είναι εξαντλημένοι από τη διαδρομή μέσα στην κόλαση του Βερολίνου. Ο Κρεμπς ζητά να συνομιλήσει ιδιαιτέρως με τον Τσουίκωφ, αυτός απαντά πως δεν μπορεί ν’ ακούσει τον απεσταλμένο παρά μόνο παρουσία και του επιτελείου του. Η μάχη συνεχίζεται. Ο εφιάλτης διαρκεί ακόμη. Η έκφραση αυτή δεν είναι υπερβολική. Όλες οι αφηγήσεις για τις τελευταίες ώρες του Βερολίνου συμπίπτουν και όλες είναι θλιβερές στην αδυναμία τους να υψωθούν στο επίπεδο της φρίκης που προσπαθούν να εικονίσουν.
Παντού νεκροί, σωροί νεκρών και των δύο φύλων και κάθε ηλικίας. Παντού τραυματίες που ικετεύουν να τους αποτελειώσουν. Ολοένα μια βροχή από στάχτες, θόλοι πύρινοι, πλήθη που τρέχουν ανάμεσα από εκρήξεις, βολές από τις πυροβολαρχίες του Στάλιν που ξεσηκώνουν σύννεφα από συντρίμματα, το βρυχώμενο πέρασμα των καταδιωκτικών - βομβαρδιστικών, στρατοδικεία στις γωνιές των δρόμων, κρεμασμένοι μέσα στα ερείπια, και μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο ομάδες ανδρών και παιδιών που μάχονται σαν δαίμονες. Οι μεραρχίες του 56ου θωρακισμένου σώματος, κυρίως των ξένων εθελοντών, έχουν ελαττωθεί σε μερικές εκατοντάδες άνδρες ή καλύτερα σε μερικές δεκάδες.
Η Νόρντλαντ στην έναρξη της πολιορκίας είχε 1.500 άνδρες, όταν πολεμούσε στο Νώυκολν, ο διοικητής της, ο ταξίαρχος Τσίγκλερ, ξαναβρίσκει 80 γύρω από την Πύλη του Βρανδεμβούργου. Η μεραρχία Σάρλεμαν που υπερασπίζεται το καταφύγιο του Χίτλερ, δεν είχε μέσα στο Βερολίνο πάντοτε παρά ένα τάγμα με 300 άνδρες, κάτω από τις διαταγές του Χαουπτστουρμφύρερ Φενέτ. Η Φόλκστουρμ δεν ήταν παρά μονάδες αυτοσχέδιες που έπαψαν να αντιπροσωπεύουν μια πραγματική δύναμη, γιατί έλειπαν οι αντιαρματικές γροθιές, τα φυσίγγια ή το θάρρος. Τα ατρόμητα στρατεύματα της Χιτλερικής νεολαίας έχουν αποδεκατισθεί.
Υπολογίζεται ότι στην αρχή της μάχης του Βερολίνου υπήρχαν περίπου 90.000 Γερμανοί μαχητές διαφόρων κατηγοριών. Τώρα δεν θα πρέπει να έχουν απομείνει περισσότεροι από 10.000, αλλά η γενναιότητά τους και η ικανότητά τους, τους πολλαπλασιάζουν. Το Σάρλοτενμπουργκ κρατά ακόμη. Ο αγώνας συνεχίζεται στο Κούρφυρστενταμ. Η εκκλησία της φρουράς και το ξενοδοχείο Έντεν έπεσαν, αλλά από την άλλη πλευρά της Μπούνταπεστερστρασσε η μεραρχία Μύνχεμπεργκ υπερασπίζεται με λύσσα τον Ζωολογικό κήπο. Παραπλεύρως το Χόχμπουνκερ βροντά αδιάκοπα.
Στη συνοικία, όπου είναι τα κυβερνητικά κτήρια, οι Ρώσοι έχουν καταλάβει το υπουργείο Αεροπορίας και απομόνωσαν την Καγκελαρία, αλλά δεν προχωρούν παρά βήμα προς βήμα. Το κεντρικό αρχηγείο της Μπέντλερστρασσε δεν λειτουργεί πια. Οι διαταγές δεν φθάνουν πια στους διάφορους τομείς. Η κάθε ομάδα δεν μάχεται, παρά για λογαριασμό της, με μόνο το κίνητρο της απελπισίας. Για να ξανάπαει στις γερμανικές γραμμές ο Ντούφφινγκ κατευθύνθηκε προς την Μπούνταπεστερστρασσε. Ο Νέιλαντις και δύο Ρώσοι αξιωματικοί τον συνοδεύουν. Αναγνωρίζοντας Γερμανικές στολές κάτω από τη λευκή σημαία οι γρεναδιέροι της μεραρχίας Μπούνχεμπεργκ κραυγάζουν, ''Προδότες'' και πυροβολούν.
Ο Νέιλαντις τραυματίζεται, οι δύο Ρώσοι σκοτώνονται, ο Ντούφφινγκ σώθηκε με την παρέμβαση ενός Γερμανού αξιωματικού που διατάζει να σταματήσει το πυρ. Ο Ντούφφινγκ βρίσκει ένα τηλέφωνο, επικοινωνεί με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς που τον διατάζει να ξαναγυρίσει στον Τσουίκωφ και να φέρει από εκεί τον Κρεμπς, για να δώσει ο ίδιος την αναφορά του. Όλα αυτά τα γεγονότα που η αφήγησή τους τώρα είναι σύντομη, εξελίσσονταν τότε αργά αργά. Είναι μεσημέρι, όταν ο Ντούφφινγκ, με τη στολή του κουρελιασμένη, φθάνει στο Σούλενμπουργκρινγκ. Η πρώτη ημέρα του Μαΐου είναι τόσο υπέροχη που ο ήλιος έρχεται σε διάφορα σημεία να διαλύσει το σύννεφο από καπνιά που καλύπτει το Βερολίνο.
Ο Κρεμπς προσπάθησε ν’ ανοίξει συζήτηση με τους Ρώσους υπενθυμίζοντας πως η 1η Μαΐου είναι κοινή εορτή του Γ' Ράιχ και της Σοβιετικής Ένωσης. Κανείς δεν του απάντησε. Οι έγκλειστοι του καταφυγίου περίμεναν την επιστροφή του Κρεμπς με φοβερή ανυπομονησία. Ύστερα από το θάνατο του Χίτλερ επακολούθησε μια ακτίνα ελπίδας. Κάτω από τα ερείπια της Καγκελαρίας, κάτω από το πτώμα του Führer τους, οι αδιάλλακτοι του εθνικοσοσιαλισμού είναι έτοιμοι να διακηρύξουν την προσχώρησή τους στον Μπολσεβικισμό. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς και ο Μπόρμαν σχεδιάζουν να απευθύνουν μια έκκληση στον Γερμανικό λαό, να επανέλθει στη Ρωσική συμμαχία που είχε συνάψει και καταγγείλει ο Χίτλερ.
Η αναφορά του Κρεμπς διαλύει τη νέα αυτή χίμαιρα. Μια κραυγή απελπισίας, das ist das Ende (αυτό είναι το τέλος) ξεφεύγει από το στόμα του Γκαίμπελς, όταν μαθαίνει, πως οι Ρώσοι αποκρούουν κάθε είδους συζήτηση και απαιτούν καθαρή, απλή, άμεση και ολοκληρωτική συνθηκολόγηση. Ο στρατηγός Βάιντλινγκ δηλώνει, πως πρέπει να υποκύψουν. Ο Γκαίμπελς στην αρχή διαμαρτύρεται έντονα, έπειτα το παίρνει απόφαση, βυθίζεται στη σιωπή κι απομακρύνεται από τη ζωή. Ο Βάιντλινγκ εγκαταλείπει το οχυρωμένο καταφύγιο για τον τελευταίο του σταθμό διοίκησης, στη Βοσστράσσε, δίπλα στην Καγκελαρία. Έχει ακόμα έναν πομπό ασυρμάτου, με τον οποίο θα επιχειρήσει να πάρει πάλι επαφή με τον Τσουίκωφ.
Ο Μπόρμαν θέλει να ζήσει: προετοιμάζει μια νυκτερινή έξοδο, δραπέτευση όλων όσων βρίσκονται μέσα στο οχυρωμένο καταφύγιο. Ο Γκαίμπελς θέλει να πεθάνει. Οι σκηνές που σημειώθηκαν με την αυτοκτονία του Χίτλερ και της Εύα Μπράουν επαναλαμβάνονται με λιγότερη επισημότητα. Η οικογένεια αποχαιρετά τους συντρόφους της, έπειτα ένα δηλητηριασμένο ποτό που είχε παρασκευάσει ο γιατρός του καταφυγίου, σερβίρεται στα έξι παιδιά. Η Μάγδα και ο Joseph ανεβαίνουν έπειτα τη σκάλα που οδηγεί στον κήπο της Καγκελαρίας, εκείνος κρατώντας σαν εικόνισμα ένα πορτραίτο του Χίτλερ σε ασημένια κορνίζα.
Δυο SS που έχουν τοποθετηθεί σε κατάλληλη θέση τους σκοτώνουν, σύμφωνα με τη διαταγή που είχαν πάρει. Τα σώματα, βρεμένα με βενζίνη, καίγονται επιπόλαια, λιγότερο πάντως απ’ όσο χρειαζόταν για να γίνουν αγνώριστα. Τη στιγμή εκείνη ήταν 19:30. Τρεις άνθρωποι είχαν αποφασίσει να μείνουν στο οχυρωμένο καταφύγιο και να τινάξουν τα μυαλά τους τη στιγμή που οι Ρώσοι θα εισχωρούσαν εκεί. Ο Σέλντε, αρχηγός της φρουράς του Χίτλερ, ο στρατηγός Κρεμπς και ο στρατηγός Μπούργκντορφ, ο τελευταίος ολότελα μεθυσμένος. Οι άλλοι, άντρες και γυναίκες, βγαίνουν χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, με τον υπερασπιστή της Καγκελαρίας ταξίαρχο των SS Μένκε.
Το σχέδιο που είχε καταρτίσει ο Μπόρμαν, προβλέπει να φθάσουν στο σταθμό της Βιλχελμστράσσε περνώντας από τα υπόγεια γκαράζ της Καγκελαρίας, έπειτα να διασχίσουν τον Σπρέε, για να διαφύγουν προς τα βορειοδυτικά. Πολλοί απ’ αυτούς που συμμετέχουν στο εγχείρημα δεν έχουν εγκαταλείψει το καταφύγιο από την αρχή της πολιορκίας, νιώθουν κυριολεκτικά να πνίγονται μόλις βγαίνουν μέσα στη φλεγόμενη πόλη. Μερικοί θα διαφύγουν και θα επιζήσουν για να παράσχουν πολύτιμες μαρτυρίες για τις τελευταίες στιγμές του Χίτλερ. Οι πιο τυχεροί, όπως ο σοφέρ Κέμπκα και οι τρεις γραμματείς, Φράου Κρίστιαν, Φράου Γιούνγκε, Φρόυλαϊν Κρύγκερ, θα κατορθώσουν να φθάσουν στη Δυτική Γερμανία.
Άλλοι, όπως ο ναύαρχος Βος και ο θαλαμηπόλος Λίνγκε, θα κάνουν ένα μεγάλο γύρο περνώντας από τις Σοβιετικές φυλακές, όπου θα υποβληθούν σε καταπληκτικές πιέσεις, για να βεβαιώσουν ότι ο Χίτλερ είναι ζωντανός. Άλλοι θα σκοτωθούν μέσα στα ερείπια του Βερολίνου. Άλλοι τέλος θα εξαφανισθούν, χωρίς να βρεθεί ποτέ το πτώμα τους. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Μάρτιν Μπόρμαν. Είναι πολύ πιθανό να σκοτώθηκε γύρω στις 03:00 τα ξημερώματα ταυτόχρονα με τον υπουργό Νάουμαν στη Φρηντριχστράσσε, από την ανατίναξη ενός άρματος μάχης δίπλα στο οποίο βάδιζαν.
Ο Κέμπκα τον είδε να εξαφανίζεται μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη και ο αρχηγός της Χιτλερικής νεολαίας του Βερολίνου Άξμανν ισχυρίζεται ότι τον ανεγνώρισε κατά γης νεκρό ή ψυχορραγώντας. Οι μαρτυρίες αυτές όμως δεν θα κριθούν επαρκείς για να μην ασκηθεί δικαστική δίωξη εναντίον του. Ο Μπόρμαν θα καταδικασθεί ερήμην σε θάνατο στη Νυρεμβέργη. Ενώ αυτά τα ατομικά ναυάγια χάνονται μέσα στο μεγάλο ψυχορράγημα του Βερολίνου, ο πομπός της Βοσστράσσε απευθύνει επανειλημμένα μια έκκληση.
''Εδώ το 56ο Γερμανικό σώμα θωρακισμένων. Ζητούμε άμεση κατάπαυση του πυρός. Οι αντιπρόσωποί μας θα προσέλθουν στο Ποτσνταμερμπρύκε στις 00:30. Σημείο αναγνώρισης: λευκή σημαία με φόντο κόκκινο φως. Παρακαλούμε απαντήστε. Περιμένουμε''.
Ο συνταγματάρχης φον Ντούφφινγκ φεύγει για τετάρτη φορά με τη λευκή σημαία και στις 05:00 οδηγεί στον τελευταίο σταθμό διοίκησης της στρατιωτικής διοίκησης του Βερολίνου ένα θωρακισμένο Σοβιετικό αυτοκίνητο. Ο Βάιντλινγκ μπαίνει μέσα μαζί με τους στρατηγούς Βέτας και Σμιτ-Ντάνκβαρτ. Το άρμα της συνθηκολόγησης διατρέχει πολλούς κινδύνους περνώντας κοντά στο Ανχάλτερ Μπάνχοφ ανάμεσα από νεαρούς μαχητές που είναι ακόμα καλά εξοπλισμένοι και δυσανασχετούν στο πέρασμά του. Η είδηση του θανάτου του Χίτλερ αρχίζει να διαδίδεται στα καταφύγια και στις θέσεις μάχης.
Αφήνει αδιάφορη τη μεγάλη μάζα που έχει εξουθενωθεί από τις υπερβολικές ταλαιπωρίες και τον τρόμο, προσκρούει όμως στην επικίνδυνη δυσπιστία των φανατικών που κραυγάζουν πως πρόκειται για ηττοπάθεια και προδοσία. Στο Σουλενμπούργκριν ο Βάιντλινγκ υπογράφει με τρεμάμενο χέρι την πράξη συνθηκολόγησης του Βερολίνου. Τον οδηγούν έπειτα σ’ ένα στούντιο του Γιοχάνισταλ, όπου οφείλει να συμμετάσχει στην επανάληψη της τελετής και να διαβάσει μια διακήρυξη, με την οποία κατηγορεί τον Χίτλερ ότι άφησε στα κρύα του λουτρού (im Stich), αυτούς που πολέμησαν γι’ αυτόν μέχρις εσχάτων. Αυτό δεν είναι όμως απόλυτα το τέλος. Μια απεγνωσμένη έξοδος οργανώνεται.
Πλήθος πολεμιστών που αρνούνται τη συνθηκολόγηση, συγκεντρώνονται στο Σάρλοτενμπουργκ. Καταματωμένος, με το χέρι κρεμασμένο από τον επίδεσμο, ο διοικητής της μεραρχίας Μύνχενμπεργκ Μούμμερτ, σχηματίζει μια φάλαγγα, την οποία εξαπολύει εναντίον της γέφυρας του Σπάνταου. Η διάβαση της γέφυρας γίνεται με ακατάσχετη ορμή. Μια ανθρώπινη μάζα ορμά προς τη γέφυρα κάτω από τα πυρά του Σοβιετικού πυροβολικού: στρατιώτες όλων των σχηματισμών της Wehrmacht, άμαχοι κρατώντας στην αγκαλιά τους παιδιά και σέρνοντας πίσω τους γέρους. Περνούν κυριολεκτικά μέσα από ένα καζάνι, όπου βράζει ανθρώπινη σάρκα.
Το όνομα του ανθρώπου που κράτησε την αντίσταση του Βερολίνου, του Βενκ, ξαναπαρουσιάζεται στα στόματα. Αυτόν θα επιχειρήσουν να συναντήσουν κάπου προς το Πότσδαμ. Στο Σπάνταου λυσσώδεις μάχες διεξάγονται γύρω στο φρούριο που κατέχεται από τους Ρώσους. Οι απελπισμένοι φυγάδες κοιμούνται μέσα στους δρόμους της πόλης που το φλεγόμενο Βερολίνο της έχει δώσει κατακόκκινο χρώμα. Την επομένη, 3 Μαΐου, η κατάσταση γίνεται τραγική. Ο Μούμμερτ σκοτώνεται. Οι μαχόμενοι έχουν εμπλακεί μέσα στις ορδές των προσφύγων που πεθαίνουν από την πείνα. Παρ’ όλα αυτά προχωρούν και φθάνουν στην πόλη Νταίμπεριτζ. Τα αεροπλάνα και τα άρματα τους αποδεκατίζουν. Μόνο μεμονωμένοι άνδρες θα κατορθώσουν να συνενωθούν με τη στρατιά Βενκ.
Στο Βερολίνο ο θόρυβος της μάχης κοπάζει. Το Hochbunker του Ζωολογικού κήπου, τελευταίος προμαχώνας της πρωτεύουσας, σωπαίνει. Πλήθη χλωμών ανθρώπων βγαίνουν από τα καταφύγια, κατάπληκτοι που ζουν. Αυτό που αντικρίζουν είναι τρομερό. Τα ερείπια που απλώνονται γύρω είναι τα πιο εκτεταμένα από όσα είχε συσσωρεύσει ποτέ η μανία των ανθρώπων. Χιλιάδες Βερολινέζοι είναι θαμμένοι κάτω από το πτώμα της πόλης τους που εξακολουθεί να φλέγεται. Η τύχη που περιμένει τους ζωντανούς μπορεί να κάνει αξιοζήλευτη την ανάπαυση των νεκρών. Κάθε τι που έκανε ο άνθρωπος σαν μέλος ενός κοινωνικού συνόλου έχει διαλυθεί.
Όλες οι γυναίκες βρίσκονται στη διάθεση του νικητή. Τα υλικά αγαθά καταστρέφονται ή πρόκειται να κατασχεθούν. Ο Σοβιετικός υπουργός Βιομηχανίας Ιβάν Σερώφ φθάνει αυτοπροσώπως, για να οργανώσει τη μεταφορά των βιομηχανιών του Βερολίνου στην Ε.Σ.Σ.Δ. Η αποσυναρμολόγησή τους είχε αρχίσει ενώ ακόμα γίνονταν μάχες, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα υπό το φως των προβολέων. Αυτό που γίνεται είναι μάλλον σφαγιασμός. Μεταξύ 75 και 91% των διαφόρων βιομηχανιών του Βερολίνου αντιπροσωπεύοντας αξία 4 δισεκατομμυρίων μάρκων θα λεηλατηθούν, αλλά στη Ρωσία θα φθάσουν μόνο παλιοσιδερικά.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ
Παρά λίγο ο αρχιναύαρχος Νταίνιτς να συλληφθεί στο Γενικό Στρατηγείο του στο Μπερνάου στα βόρεια του Βερολίνου. Είχε επαναπαυτεί σε μια διαβεβαίωση του Κάιτελ: ''Μια επίθεση που δεν πέτυχε ως την τρίτη μέρα, έχει αποτύχει''. Τη νύκτα της 19ης Απριλίου, έχοντας μια προαίσθηση, έδωσε διαταγή στους κατάπληκτους αξιωματικούς του να μετακινηθούν αμέσως. Μια ώρα αργότερα η Ανώτατη Διοίκηση του Ναυτικού βρισκόταν εν κινήσει. Μια ώρα αργότερα τα Ρωσικά άρματα έφθαναν στο Μπερνάου. Ο νέος Σταθμός Διοίκησης εγκαθίσταται στο Πλεν μεταξύ Λυβέκης και Κίελου.
Εδώ ακριβώς ο Νταίνιτς αναλαμβάνει την διοίκηση της Βόρειας Γερμανίας, με τον στρατάρχη Ερνστ Μπους υπό τις διαταγές του ως διοικητού των χερσαίων δυνάμεων. Οι ειδήσεις που φθάνουν όμως είναι καταπληκτικές κι ο Νταίνιτς νιώθει να πέφτουν πιο βαριές ευθύνες στους ώμους του. Η πρώτη έκπληξη -μικρότερη- είναι η καθαίρεση του Χέρμαν Γκαίρινγκ. Η δεύτερη είναι ένα ραδιοτηλεγράφημα του Μάρτιν Μπόρμαν που καταγγέλλει την προδοσία και τις μυστικές διαπραγματεύσεις του Χίμλερ. Ο Führer, καταλήγει ο Μπόρμαν, υπολογίζει πως θα ενεργήσετε αμέσως και αμείλικτα εναντίον όλων των προδοτών.
Ο Νταίνιτς δεν είναι μυαλό πολιτικό. Αφέθηκε να παρασυρθεί από την ολέθρια επίδραση του Χίτλερ, αλλά δεν αγαπά ούτε τον Μπόρμαν ούτε τον Γιόζεφ Γκαίμπελς ούτε τον Χίμλερ. Ωστόσο διστάζει. Αντί να κτυπήσει αμέσως κι αμείλικτα τον τελευταίο, ζητά από τον κατηγορούμενο μια συνάντηση και δέχεται να πραγματοποιηθεί αυτή στον στρατώνα των SS της Λυβέκης, όπως προτείνει ο Χίμλερ. Από την συνάντηση αυτή βγαίνει σώος και ακέραιος για μεγάλη ανακούφιση των συνεργατών του. Ο Χίμλερ επιβεβαίωσε την ανεπιφύλακτη αφοσίωσή του στον Führer και υποστήριξε, πως είναι θύμα σκευωρίας.
Ένα νέο μήνυμα υπογεγραμμένο από τον Μπόρμαν φθάνει στο Πλεν. Πληροφορεί τον Νταίνιτς, πως ο Führer τον όρισε διάδοχό του στη θέση του πρώην στρατάρχου του Ράιχ Γκαίρινγκ. Γραπτή εξουσιοδότηση πρόκειται σε σύντομο χρόνο να του σταλεί. Αλλά από τώρα κιόλας έχετε αρμοδιότητα να λάβετε όλα τα μέτρα που επιβάλλει η κατάσταση. Το τηλεγράφημα δεν διευκρινίζει, αν ο Χίτλερ σκοτώθηκε ή παραιτείται από τις εξουσίες του, αποσυρόμενος μπροστά στην καταστροφή, όπως ο Wilhelm ο 2ος το 1918. Ο πρώτος που ενημερώνεται είναι ο Χίμλερ. Καλείται στο Πλεν, όπου φθάνει ανάμεσα σε έξι ένοπλους αξιωματικούς των SS. Ο Νταίνιτς τον δέχεται με το περίστροφό του επάνω στο τραπέζι.
Ακούγοντας να του διαβάζουν το τηλεγράφημα του Μπόρμαν ο Χίμλερ γίνεται πελιδνός από οργή. Ελπίζω, λέει πικρόχολα, ''Να μου επιτρέψετε να είμαι το δεύτερο κατά σειρά πρόσωπο στο κράτος σας''. Η Γερμανία καταρρέει, οι άνθρωποι του εθνικοσοσιαλισμού είναι όλοι τους προορισμένοι να έχουν τέλος ατιμωτικό κι ωστόσο αγωνίζονται για την εξουσία με λύσσα -και θεατρικά μέσα- γκάγκστερς. Ο θάνατος του Χίτλερ επιβεβαιώνεται την επομένη 1η Μαΐου στις 07:40 με ένα νέο τηλεγράφημα από το Βερολίνο. Η αμφιβολία ωστόσο δεν έχει διαλυθεί τελείως. Το κείμενο είναι το ακόλουθο:
''Διαθήκη εν ισχύει. Θα σας συναντήσω, αμέσως μόλις μπορέσω. Ως τότε, έχω τη γνώμη, καθυστερήσετε δημόσια ανακοίνωση. Μπόρμαν. Κι αυτός εδώ αγκιστρώνεται στη φιλοδοξία, καλοπιάνει, προετοιμάζει το μέλλον του. Ο Νταίνιτς παραβλέπει τη συμβουλή που περιέχει το τηλεγράφημα. Η διαταγή που απευθύνει με τα ραδιοφωνικά κύματα μιλά για έναν Χίτλερ που έπεσε νεκρός στη θέση του μαχόμενος ως την τελευταία του πνοή εναντίον του Μπολσεβικισμού. Παρ’ όλα αυτά, όταν παίρνει ένα καινούριο -και τελευταίο- τηλεγράφημα από την Καγκελαρία που του συνοψίζει τη διαθήκη και του υπαγορεύει τους κυριότερους συνεργάτες του, αποφασίζει να μην το λάβει υπ’ όψη του.
Καγκελάριος θα είναι ο υπουργός Οικονομικών Σβέριν φον Κρόσιγκ, φελός που επιπλέει πάντα. Ο Άλφρεντ Σπέερ δεν έχει υπουργικό χαρτοφυλάκιο, παραμένει όμως δίπλα στον αρχιναύαρχο σαν προσωπικότητα των παρασκηνίων. Τον πείθει να διατάξει τη σύλληψη του Μπόρμαν και του Γκαίμπελς, αν κατορθώσουν να βγουν από το Βερολίνο. Την 1η Μαΐου η ομάδα στρατιών του Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, αδρανής εδώ και δέκα μέρες μπροστά στη Βρέμη και το Αμβούργο, ξεκινά πάλι ξαφνικά. Διαβαίνει τον Έλβα και εισβάλλει στα δυτικά του Μεκλεμβούργου. Ο Νταίνιτς εγκαταλείπει το Πλεν και συμπτύσσεται ως το Μύρβικ κοντά στο Φλένσμπουργκ στα Δανικά σύνορα.
Η Ανώτατη Διοίκηση της Wehrmacht εγκαθίσταται δίπλα του, ύστερα από ένα δραματικό ταξίδι στους δρόμους της ήττας. Το Χιτλερικό δηλητήριο που είχε ποτίσει τον Κάιτελ και τον Γιοντλ, είχε τόση δύναμη που τους έκανε να χαιρετίσουν την ξαφνική Βρετανική επίθεση βλέποντας σ’ αυτήν την προσέγγιση των εχθροπραξιών που πρόκειται να αρχίσουν μεταξύ Δυτικών και Σοβιετικών. Ο Χίτλερ είχε υποστηρίξει ως την τελευταία στιγμή, πως η παράταση, φαινομενικά χωρίς ελπίδα καμιά, της Γερμανικής αντίστασης είχε σαν νόημα ένα Zeitgewinn, ένα κέρδος χρόνου που θα επέτρεπε την ανατροπή των συμμαχιών. Οι δυο υπασπιστές του νομίζουν πως βλέπουν να πραγματοποιείται η προφητεία του.
Στο Φλένσμπουργκ ο Νταίνιτς υπαγορεύει στον υπασπιστή του πλωτάρχη Λούντε Νόυρατ έναν πίνακα της κληρονομιάς που του μεταβιβάζεται. Στην Ιταλία η ομάδα στρατιών Βιέτινγκχοφ μόλις είχε συνθηκολογήσει παραδίδοντας στους Συμμάχους σχεδόν ένα εκατομμύριο αιχμαλώτους. Στη Βόρειο Γερμανία το Βερολίνο έχει χαθεί και όλες οι στρατιές του μετώπου πλησιάζουν στη διάλυση. Στη Νότιο Γερμανία η κατάσταση δεν είναι διόλου καλύτερη. Η 3η Αμερικανική στρατιά ολοκληρώνει την κατάληψη της Σαξονίας. Το Μόναχο έχει καταληφθεί εδώ και δυο μέρες από την 7η Αμερικανική στρατιά. Αφού κατέλαβε τον Μέλανα Δρυμό και κυρίευσε τη Στουτγάρδη η 1η Γαλλική στρατιά φθάνει στη λίμνη της Κωνστάντιας.
Η Luftwaffe έχει σχεδόν εκμηδενιστεί και στο μικρό τμήμα που απομένει από τη Γερμανία, η πολεμική παραγωγή έχει στην πράξη σταματήσει εξ αιτίας της εξάντλησης των πρώτων υλών και την πλήρη αποδιοργάνωση των μεταφορών. Η Γερμανία παραμένει ισχυρή έξω από τη Γερμανία. Η ομάδα στρατιών Χίλπερτ κρατά καλά στην Κουρλάνδη. Η Νορβηγία και η Δανία βρίσκονται ακόμα υπό πλήρη κατοχή. Η ομάδα στρατιών Μπλάσκοβιτς διατηρεί το μεγαλύτερο τμήμα της Ολλανδίας περιλαμβανομένου του Άμστερνταμ και του Ρότερνταμ.
Στην Γαλλία οι Σύμμαχοι παραβίασαν τις εκβολές του Ζιρόντ (καταστρέφοντας το Ρουαγιάν), η Δουνκέρκη όμως, το Καλαί, η Βουλώνη, το Λοριάν, το Σαιν-Ναζαίρ, η Λα Ροσέλ, καθώς και τα Αγγλονορμανδικά νησιά εξακολουθούν να κατέχονται από ισχυρές φρουρές. Στη Μεσόγειο η Γερμανία διατηρεί κατακτήσεις τόσο απομακρυσμένες, όσο η Ρόδος και η Κρήτη. Στην κεντρική Ευρώπη η ομάδα στρατιών Λερ κρατά το βόρειο τμήμα των Βαλκανίων, η ομάδα στρατιών Ρέντουλικ προασπίζει το δυτικό τμήμα της Αυστρίας, η ομάδα στρατιών Σαίρνερ είναι ακόμα κυρία ολόκληρης της Τσεχοσλοβακίας. Τρία εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονται ακόμα κάτω από τα όπλα από το Βόρειο ακρωτήριο ως το Αιγαίο πέλαγος.
Και την ίδια στιγμή το ίδιο το Ράιχ είναι χαμένο. Οι πρόσφυγες επιδεινώνουν αυτή την τόσο παράδοξη κατάσταση. Είναι εκατομμύρια, κανείς δεν ξέρει πόσα -ίσως 5, ίσως 10 ή περισσότερα-. Πολλούς τους έφθασε η Ρωσική προέλαση ή τους κάλυψε η Αγγλοαμερικανική προέλαση, η πυκνότητα τους όμως δεν παύει να αυξάνει στο περιορισμένο τμήμα του γερμανικού εδάφους που διατηρεί ο Γερμανικός στρατός. Οι απώλειες και τα βάσανά τους είναι φρικτά. Η επανάληψη της Βρετανικής επίθεσης συνοδεύεται από βομβαρδισμό όλων των οδών της Βόρειας Γερμανίας, πράγμα που συνεπάγεται εκατόμβες αμάχων. Και μόνο αυτοί οι άμαχοι φθάνουν για να εξουδετερωθούν οι πολυβολούμενοι αυτοί δρόμοι.
Οι ίδιοι οι επιτελικοί αξιωματικοί δεν κατορθώνουν πια ούτε να υπερνικήσουν το κύμα, όταν κατευθύνονται προς τα ανατολικά, ούτε να ξεφύγουν απ’ αυτό, όταν η αποστολή τους, τους καλεί προς τα δυτικά. Η συνέχιση του αγώνα μέσα σε τέτοιες συνθήκες δεν είναι πια παρά ένας σκληρός, ένας εγκληματικός παραλογισμός. Φθάνοντας σ’ αυτό το συμπέρασμα ο Νταίνιτς εξετάζει το δίλημμα, μπροστά στο οποίο βρίσκεται. Ο εχθρός διακηρύσσει από την διάσκεψη της Καζαμπλάνκα πως θα απαιτήσει άνευ όρων παράδοση. Δεν αφήνει να υπάρξει πια καμιά αμφιβολία από την εποχή της Διασκέψεως του Κεμπέκ, ότι εννοεί να πραγματοποιήσει την πλήρη διάλυση του Γερμανικού κράτους.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργεί τον πειρασμό να αρνηθεί ο αντίπαλος την παράδοση που του ζητά και να αφεθεί απλώς στα χέρια του σαν σώμα πια νεκρό. Όχι μόνο ο Γερμανικός στρατός, αλλά η ίδια η Γερμανία αιχμάλωτη, αδρανής κάτω από το βάρος των νικητών. Ο αρχιναύαρχος αποκρούει αυτήν την λύση απελπισίας. Ελπίζει πως η άφθαστη αυστηρότητα της συμμαχικής θέσεως θα παραμείνει θεωρητική και πως εκείνος προσωπικά θα επιπλεύσει ως αρχηγός μιας απαραίτητης Γερμανικής κυβέρνησης. Θα συνθηκολογήσει λοιπόν, αλλά θα επιχειρήσει να το κάνει με κάποιο διαχωρισμό: το ελάχιστο δυνατό όριο συνθηκολόγησης έναντι των Ρώσων, το μέγιστο δυνατό όριο συνθηκολόγησης έναντι των Άγγλων και των Αμερικανών.
Τα γεγονότα άλλωστε τον προλαμβάνουν. Ο συγκεντρωτικός μηχανισμός της διοίκησης καταρρέει. H συνθηκολόγηση του Βιέτινγκχοφ στην Ιταλία δεν είναι παρά η πρώτη μιας ολόκληρης σειράς. Παντού οι Γερμανικές στρατιές εγκαταλείπουν με δική τους πρωτοβουλία τον αγώνα και επιχειρούν να παραδοθούν αιχμάλωτες στα χέρια των Δυτικών. Μη μπορώντας πια να συνεχίσει την πορεία του προς το Βερολίνο ο Βενκ, εγκαθίσταται σε αμυντικές θέσεις στον ποταμό Χάβελ. Στις 2 Μαΐου τον συναντά η 9η στρατιά που άνοιξε από τον Όντερ ένα δρόμο μαρτυρικό ανάμεσα στις εχθρικές μάζες. Η τελευταία στρατηγική ιδέα του Χίτλερ υπήρξε να συγκεντρώσει δυο στρατιές, για να συντρίψει τους Ρώσους στο Βερολίνο.
Ο Χίτλερ όμως είναι νεκρός και η στρατιά Μπούσσε περιορίζεται σε μια τριανταριά χιλιάδες σκελετούς, που έχοντας χάσει πια και τη δύναμη να φοβούνται την Σοβιετική αιχμαλωσία αφήνονται να πέφτουν από εξάντληση. Ο Βενκ οργανώνει ένα σιδηροδρομικό πήγαινε - έλα, για να τους μεταφέρει προς δυσμάς και αντιμετωπίζει πάλι το πρόβλημα, που η εξέτασή του είχε διακοπεί τη νύκτα της 22ας Απριλίου με την άφιξη του Κάιτελ στο γενικό στρατηγείο του. Πώς να κατορθώσει να περάσει μέσα στις Αμερικανικές γραμμές όσο γίνεται περισσότερους στρατιωτικούς και πολίτες.
Στις 4 Μαΐου ο στρατηγός βαρόνος φον Έντελσχαϊμ, διοικητής του 48ου σώματος θωρακισμένων, διαβαίνει τον Έλβα με λευκή σημαία. Μεταφέρει στους Αμερικανούς τις προτάσεις του Βενκ. Παράδοση της 9ης και της 12ης στρατιάς στους Αμερικανούς άνοιγμα της γραμμής του Έλβα για τους τραυματίες, τους άοπλους στρατιωτικούς, τους φυγάδες αμάχους και τέλος στους μαχητές που θα καλύψουν την έξοδο όσο γίνεται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εναντίον της Σοβιετικής προώθησης. Ο βαρόνος οδηγείται στο Στένταλ, Γενικό Στρατηγείο της 9ης Αμερικανικής στρατιάς, γίνεται δεκτός με ευγένεια και όλες οι προτάσεις του γίνονται δεκτές, με εξαίρεση μια μόνο, οι άμαχοι δεν θα μπορέσουν να διαβούν τον Έλβα.
Πολλοί έρχονται από την Ανατολική Πρωσία, τη Σιλεσία, τις Πολωνικές επαρχίες που είχε προσαρτήσει το Γ' Ράιχ. Ξεκίνησαν μέσα σε χιονοθύελλες, βάδισαν 1000 km, υπέστησαν χίλιους θανάτους κι άφησαν πίσω τους χιλιάδες πτώματα. Δεν τους μένει παρά να διαβούν τον Έλβα, για να βρουν εχθρούς που πιστεύουν πως ο πόλεμος δεν καταργεί όλους τους νόμους του ανθρωπισμού. Αλλά η διάβαση του Έλβα απαγορεύεται με Αμερικανική διαταγή. Ο Βενκ στέλνει πάλι τον Έντελσχαϊμ στο Στένταλ. Η αίτηση που μεταφέρει ακούεται με δυσπιστία. Οι Αμερικανοί αξιωματικοί δεν καταλαβαίνουν, γιατί τόσες χιλιάδες άμαχοι θέλουν να απομακρυνθούν ακόμα από τις εστίες τους που βρίσκονται κιόλας τόσο μακριά, ενώ οι εχθροπραξίες τελειώνουν.
Αρνούνται να ακούσουν την περιγραφή των Ρωσικών ωμοτήτων. Υποπτεύονται κάποιο Γερμανικό ελιγμό για να διασπασθούν οι Σύμμαχοι. Άλλωστε οι εντολές του S.H.A.E.F. είναι σαφείς. Η συνθηκολόγηση των εχθρικών μονάδων πρέπει να έχει αποκλειστικά και μόνο χαρακτήρα τοπικής στρατιωτικής παραδόσεως. Ο διοικητής της 9ης στρατιάς κρίνει ότι θα υπερέβαινε τις διαταγές που έχει και ότι θα αναγνώριζε εμμέσως την ύπαρξη σοβιετικής βαρβαρότητας, αν άνοιγε το μέτωπό του στους πρόσφυγες. Η ανάγκη επιβάλλει να υποκύψουν. Η συνθηκολόγηση υπογράφεται.
Οι τραυματίες, οι αφοπλισμένοι στρατιωτικοί, το προσωπικό των βοηθητικών υπηρεσιών αρχίζουν να διαβαίνουν τον Έλβα, ενώ η 48η μεραρχία αρμάτων και το 20ό σώμα στρατού σχηματίζουν ένα προγεφύρωμα γύρω στο Τανγκερμύντε. Κοντά στις όχθες του ποταμού έχουν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες. Το Σοβιετικό πυροβολικό βροντά πολύ κοντά. Η Σοβιετική αεροπορία πολυβολεί τους καταυλισμούς. Πολλοί πέφτουν στο ποτάμι πιασμένοι από σανίδια, μέσα σε βαρέλια, αλλά οι περισσότεροι απωθούνται δια του πυρός. Στις 7 Μαΐου οι πολεμιστές αρχίζουν με τη σειρά τους να διαβαίνουν το ποτάμι. Ο Βενκ το διασχίζει την ώρα που αρχίζει να νυκτώνει καταδιωκόμενος από τις σφαίρες Ρώσικου πολυβόλου.
Περίπου 100.000 στρατιώτες και μερικές χιλιάδες πρόσφυγες που παρασύρουν μαζί τους φθάνουν στη Δύση. Η απόγνωση κυριεύει αυτούς που μένουν. Ολόκληρες οικογένειες αυτοκτονούν ή επιχειρώντας να διαβούν τον ποταμό παρ’ όλες τις δυσχέρειες, εξαφανίζονται στα νερά του. Στα βόρεια του Βενκ μάχεται η ομάδα στρατιών που φέρει ακόμα το όνομα του Βάιχσελ. Η 3η μεραρχία αρμάτων και η 21η στρατιά. Στην πραγματικότητα, όπως στη Γαλλία το 1940, τα επιβλητικά ονόματα στρατιά ή ομάδα στρατιών έχουν χάσει το νόημά τους. Ο προσωρινός διοικητής της ομάδας στρατηγός φον Τίππελκιρς δεν κατορθώνει ούτε καν να υπερνικήσει την πλημμυρίδα των προσφύγων για να περάσει να δει που βρίσκονται οι μεγάλες μονάδες του.
Παίρνει την απόφαση να συνθηκολογήσει, παρουσιάζεται ο ίδιος για τις διαπραγματεύσεις και κατορθώνει να συναντήσει τον διοικητή της 81ης αερομεταφερόμενης αμερικανικής στρατιάς Γκάβιν. Όπως ο Σίμσον, έτσι και αυτός δέχεται τους στρατιώτες και αποκρούει τους αμάχους. Μακρές φάλαγγες Γερμανών στρατιωτών βαδίζουν προς μια αιχμαλωσία σχετικά ήπια. Οι γυναίκες και τα παιδιά μένουν μέσα στην απελπισία τους. Ο ίδιος ο Νταίνιτς έχει αρχίσει συνομιλίες με τους νικητές.
Τη νύκτα της 2ας Μαΐου κατά τη διάρκεια της φυγής του προς το Φλένσμπουργκ σταμάτησε στον διαμετακομιστικό σταθμό επί της διώρυγας του Κίελου, για να αναθέσει στον αρχηγό του Πολεμικού Ναυτικού ναύαρχο φον Φρίντεμπουργκ, την αποστολή να μεταβεί προς συνάντηση του Μοντγκόμερυ. Οφείλει να του προσφέρει την συνθηκολόγηση όλων των Γερμανικών στρατιών που βρίσκονται στη Βόρειο Γερμανία και να του ζητήσει τη βοήθειά του για να ανακουφίσει τη δυστυχία των προσφύγων. Με το ταξίδι του Φρίντεμπουργκ παίρνουν εκδίκηση όλοι οι πληρεξούσιοι της ήττας που, από το 1938, αναγκάσθηκαν να φέρουν στα πόδια του Χίτλερ την υποταγή των εθνών τους.
Ο στρατηγός Κίντσελ, αρχηγός του επιτελείου του στρατάρχου Ερνστ Μπους και ο αρχηγός του δικού του επιτελείου, αντιναύαρχος Βάγκνερ, τον συνοδεύουν, καθώς και κάποιος ταγματάρχης Φρίντελ. Οι δρόμοι είναι αποκλεισμένοι από τους πρόσφυγες, γεμάτοι συντρίμμια και συνεχώς βάφονται με αίμα από την συμμαχική αεροπορία. Στα ερείπια του Αμβούργου ο gauleiter Κάουφμαν σταματά τους απεσταλμένους και λέει, πως θα τους τουφεκίσει. Δεν κατορθώνουν έτσι να φθάσουν παρά μόνο κατά το τέλος του πρωινού στον χέρσο κάμπο του Λούνεμπουργκ, όπου βρίσκεται ο κινητός Σταθμός Διοίκησης του Μοντγκόμερυ.
Εκείνος κατεβαίνει από το αυτοκίνητό του. Οι Γερμανοί χαιρετούν κάτω από την Αγγλική σημαία που ανεμίζει στο φύσημα της αύρας. Ο Μόντυ τους δείχνει με μια αδιάφορη κίνηση: Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τι θέλουν; Στιγμή σημαντική. Τη συνθηκολόγηση που ζητούν ο Μοντγκόμερυ την αρνείται. Οι στρατιές που του προσφέρουν μάχονται εναντίον των Ρώσων, ας παραδοθούν στους Ρώσους. Ο Φρίντεμπουργκ απαντά πως ούτε ένας στρατιώτης δεν θα υπακούσει στη διαταγή να καταθέσει τα όπλα σ’ αυτούς, όχι από φιλότιμο, αλλά αποκλειστικά και μόνο γιατί αιχμαλωσία στα χέρια των Ρώσων σημαίνει μεταχείριση βάρβαρη χειρότερη κι από το θάνατο.
Αντί να απαντήσει ο Μοντγκόμερυ βάζει τον Φρίντεμπουργκ μέσα στο τροχόσπιτό του και του δείχνει τους χάρτες του. Γύρω από ένα κουρέλι Γερμανίας, γιγάντιες δυνάμεις επιτίθενται. Ο Γερμανός ναύαρχος ξεσπά σε λυγμούς. Η ώρα του γεύματος φέρνει κάποια χαλάρωση. Ο Μοντγκόμερυ δίνει εντολή να σερβίρουν τους Γερμανούς σε μια ξεχωριστή σκηνή. Ο Φρίντεμπουργκ αλατίζει τις Αγγλικές μερίδες που του προσφέρουν με τα δάκρυά του. Η συνομιλία συνεχίζεται μέσα στη μεγάλη σκηνή του αρχιστρατήγου, πάντα ανάμεσα στους αδυσώπητους χάρτες. Ο Μόντυ διατυπώνει μια αντιπρόταση.
Υποβάλλει την ιδέα αμέσου συνθηκολόγησης όλων των χερσαίων, αεροπορικών και ναυτικών Γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονται στο δυτικό και βόρειο πλευρό της ομάδας στρατιών του, δηλαδή στην Ολλανδία, στα νησιά της Φρίζης, στην Ελιγολάνδη, στο Σλέσβιγκ-Χολστάιν, στην Δανία. Μ’ αυτό τον όρο όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες που θα παρουσιασθούν στα προχωρημένα Βρετανικά φυλάκια, ατομικά ή καθ’ ομάδας, θα τύχουν μεταχείρισης αιχμαλώτων πολέμου. Όσο για τους πρόσφυγες ο Μοντγκόμερυ επιβεβαιώνει, πως δεν μπορεί να τους επιτρέψει επίσημα να διαβούν τις γραμμές του. Υπόσχεται όμως να εξετάσει τα μέσα που θα ελαφρύνουν τη δυστυχία τους.
Δεν είμαι λέει, απάνθρωπος. Το αποδεικνύει διατάσσοντας την αναστολή των αεροπορικών βομβαρδισμών, χωρίς να περιμένει την υπογραφή της συνθηκολόγησης. Ο Φρίντεμπουργκ απαντά πως δεν έχει την αναγκαία εξουσιοδότηση για να επιβάλλει την συνθηκολόγηση των Γερμανικών δυνάμεων την Ολλανδίας και της Δανίας. Συμφωνούν να πάει να την επιδιώξει στο Φλένσμπουργκ. Ο ναύαρχος Βάγκνερ και ο στρατηγός Κίντσελ θα μείνουν στο Αγγλικό Γενικό Στρατηγείο. Σαν τελευταίο χρονικό όριο για την υπογραφή ορίζεται η επομένη 4η Μαΐου στις 18:00. Σ’ αυτό το διάστημα μεγάλες συζητήσεις γίνονται στο Φλένσμπουργκ.
Ο Νταίνιτς κάλεσε τους κυριότερους εκπροσώπους των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών των εδαφών που ακόμα κρατά η Wehrmacht. Ο Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ ήρθε από την Ολλανδία, ο Τερμπόφεν και ο στρατηγός Μπεμ από τη Νορβηγία, ο δόκτωρ Μπεστ και ο στρατηγός Λίντεμαν από την Δανία, ο στρατηγός Φέρτς, αρχηγός του επιτελείου της ομάδας Βορρά από την Κουρλάνδη, ο Ραϊχσπροτέκτορ Φραντς και ο στρατηγός φον Νάτσμερ, αρχηγός του επιτελείου της ομάδας Mitte, από την Τσεχοσλοβακία. Όλοι Συμφωνούν πως η κατάσταση είναι απελπιστική.
Ο Ζάις-Ίνκβαρτ αποκαλύπτει ότι άρχισε ήδη συνομιλίες και ο Φραντς πως διαπραγματεύεται με τους αστούς πολιτικούς της Πράγας, με σκοπό να αναλάβουν αυτοί την εξουσία και να καλέσουν τα αμερικανικά στρατεύματα. Ο Νάτσμερ ωστόσο δηλώνει, πως δεν μπορεί να εγγυηθεί για τον αρχηγό του, στρατάρχη Σαίρνερ, ικανό να θελήσει να προβάλει άμυνα στο βοημικό τετράγωνο μέχρι την τελευταία του πνοή. Τα μεσάνυχτα εμφανίζεται ο Φρίντεμπουργκ πελιδνός από την κούραση. Η εξέταση των όρων που κομίζει, συνεχίζεται παρουσία του Κάιτελ, του Γιοντλ και του Σβέριν.
Η υποχρέωση να παραδώσει ανέπαφα τα πολεμικά σταματά για μια στιγμή τον αρχιναύαρχο, έπειτα υποκύπτει, δίνει στον Φρίντεμπουργκ εξουσιοδότηση να υπογράψει τη συνθηκολόγηση όλων των στρατιών του Βορρά. Του ζητά έπειτα να συνεχίσει την αποστολή του ως την Ρέιμς, για να προσφέρει στους Αμερικανούς μια ανάλογη παράδοση και των άλλων στρατιών. Στις 18:00 στις 4 Μαΐου ο Φρίντεμπουργκ βρίσκεται πάλι μπροστά στο τροχόσπιτο του Μοντγκόμερυ. Αυτός του θέτει ένα και μόνο ερώτημα: Ναι η Όχι; Very dejected, λέει ο Μοντγκόμερυ, ο Γερμανός απαντά: ''Ναι''.
Είκοσι λεπτά αργότερα μπροστά στους απεσταλμένους του Τύπου, στους φωτογράφους, στους κινηματογραφιστές, στα μικρόφωνα της ραδιοφωνίας βάζει την υπογραφή του στο πρακτικό συνθηκολόγησης. Ένα Αγγλικό αεροπλάνο τον πηγαίνει πίσω στο Φλένσμπουργκ, από όπου την επομένη το πρωί ένα Γερμανικό αεροπλάνο απογειώνεται για να τον οδηγήσει στην Ρέιμς. Ο καιρός έχει χαλάσει. Ο Φρίντεμπουργκ αναγκάζεται να προσγειωθεί στις Βρυξέλλες, από όπου ένα αυτοκίνητο τον οδηγεί στην Ρέιμς, όπου φθάνει το απόγευμα συνοδευόμενος από τον στρατηγό Κίντσελ και κάποιον συνταγματάρχη Πόλεκ.
Η υποδοχή που του επιφυλάσσει ο Bedell Smith τον κάνει να ελπίζει, πως θα βρει την ίδια σιωπηρή κατανόηση, όπως και από τον Μοντγκόμερυ. Η ψευδαίσθηση διαλύεται όταν ο Bedell Smith επανέρχεται, αφού συζήτησε με τον Αϊζενχάουερ. Οι όροι είναι αμείλικτα αυστηροί. Η συνθηκολόγηση πρέπει να υπογραφεί για όλες τις Γερμανικές στρατιές και με τους Ρώσους το ίδιο ακριβώς, όπως και με τους Δυτικούς. Από τη στιγμή που θα τεθεί εν ισχύ, οι Γερμανοί στρατιώτες θα είναι αιχμάλωτοι στο σημείο όπου θα βρεθούν, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να κάνουν έστω και μια κίνηση, άλλως θα τίθενται εκτός των νόμων του πολέμου.
Ο Φρίντεμπουργκ επικαλείται τις παραχωρήσεις που επέτυχε από τον Μοντγκόμερυ, αλλά ο Bedell Smith απαντά ότι στο Λύνεμπουργκ επρόκειτο για μια μερική συνθηκολόγηση, ενώ στη Ρέιμς πρόκειται για γενική συνθηκολόγηση. Δεν λέει πως ο Άικ είναι σφόδρα δυσαρεστημένος με τη στάση του Μοντγκόμερυ. Ήταν σκεπτικός καθ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος, λέει ο υπασπιστής του Μπάτλερ, διερωτώμενος σε ποια θέση θα μπορούσε να βρεθεί, αν δεχόταν μια συνθηκολόγηση που οι Ρώσοι δεν θα ήθελαν να αναγνωρίσουν. Πιεζόμενος πάλι να πει ναι ή όχι ο Φρίντεμπουργκ επιτυγχάνει την έγκριση να αναφερθεί στο Φλένσμπουργκ. Ο Κίντσελ φεύγει και αναφέρει. Ο Νταίνιτς αποφασίζει να στείλει τον Γιοντλ για μια έσχατη προσπάθεια.
Η εκλογή δεν είναι και πολύ διπλωματική, αλλά ο Γιοντλ έχει γερά νεύρα. Ο Φρανσίς ντε Γκενγκάν που τον οδηγεί από το Σταθμό Διοίκησης του Μοντγκόμερυ στην Ρέιμς, σημειώνει την αδιατάρακτη ηρεμία του και ομολογεί την ταραχή που αισθάνεται από το γεγονός ότι βρίσκεται στο ίδιο αεροπλάνο με τον άνθρωπο που υπήρξε η κολασμένη ψυχή του Χίτλερ. Ο Γιοντλ κατά τα αλλά είναι το ίδιο ανίσχυρος όπως και ο Φρίντεμπουργκ. Επιχειρώντας να κερδίσει χρόνο προτείνει να γίνει η συνθηκολόγηση σε δύο φάσεις: Μια φάση κατά την οποία οι κινήσεις στρατευμάτων θα επιτραπούν και μια φάση κατά την οποία θα απαγορευθούν.
Ο Αϊζενχάουερ δίνει εντολή να του απαντήσουν, πως, αν η Γερμανική υπογραφή καθυστέρηση ακόμα, θα διατάξει να κλείσει τελείως το δυτικό μέτωπο και να πυροβολούν εναντίον κάθε Γερμανού στρατιώτη, έστω και άοπλου που θα ερχόταν να παραδοθεί. Όλα τα μέσα έχουν εξαντληθεί. Ο Γιοντλ τηλεγραφεί στο Φλένσμπουργκ, πως δεν βλέπει άλλη διέξοδο από την υπογραφή ή το χάος. Η απάντηση του Κάιτελ φθάνει στη 01:30. Πλήρης εξουσιοδότηση σας παρέχεται για την υπογραφή εκ μέρους του αρχιναυάρχου Νταίνιτς. Το εντευκτήριο μιας επαγγελματικής σχολής διαρρυθμίστηκε κατάλληλα γι’ αυτή την πανηγυρική στιγμή: Τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας μετά από εξήντα οκτώ μηνών εχθροπραξίες.
Ξαφνικά δίνεται η διαταγή, να αποσυρθούν οι προβολείς και τα μηχανήματα μαγνητοφωνήσεως. Οι 16 απεσταλμένοι του τύπου που είχαν φθάσει από το Παρίσι με ένα C-47, ειδοποιούνται πως πρέπει να κρατήσουν ''off the record'' το γεγονός για το οποίο είχαν κληθεί. Η συνθηκολόγηση της Γερμανίας με τους Δυτικούς Συμμάχους πρέπει να είναι μυστική. Ο Αϊζενχάουερ αποφασίζει να μην εμφανισθεί. Στην τελετή προεδρεύει ο Bedell Smith έχοντας δεξιά του τον Άγγλο ναύαρχο Χάρολντ Μπάροου και αριστερά του τον Ρώσο στρατηγό Ιβάν Σουσλοπάρωφ, απλό αρχηγό ενός αποσπάσματος συνδέσεως.
Ένας Αμερικανός αεροπόρος και ένας Άγγλος αεροπόρος, ο Καρλ Σπάατς και ο Τζ. Ρομπ, ο Άγγλος στρατηγός Φρέντερικ Μόργκαν, τέλος ο Γάλλος στρατηγός Φρανσουά Σεβέζ που προσκλήθηκε την τελευταία στιγμή, συμπληρώνουν τη συμμαχική πλευρά της τραπέζης. Απέναντι ο Γιοντλ, ο Φρίντεμπουργκ και ο ταγματάρχης Βίλχελμ Οξένιους που τον έφεραν για να αντιπροσωπεύσει την Luftwaffe. Όλα τελειώνουν μέσα σε λίγα λεπτά, ύστερα από τη δήλωση του Γιοντλ, ότι ο Γερμανικός λαός επαφίεται στη γενναιοψυχία των νικητών. Η απόκρυψη της υπογραφής στην Ρέιμς είναι μια νέα συνθηκολόγηση ενώπιον του Στάλιν. Η οργή του φαίνεται ότι έριξε το S.H.A.E.F. σε μια κατάσταση πανικού.
Σπεύδουν να συμφωνήσουν, πως η πραγματική τελετή θα γίνει τη μεθεπομένη στο Βερολίνο ανάμεσα στις νικηφόρες στρατιές του. Ο δυτικός κόσμος παρ’ όλα αυτά έμαθε την είδηση χάρη στο θάρρος του ανταποκριτού του Associated Press, Έντμουντ Κέννεντυ, που αγνόησε την προσβλητική απαγόρευση και εξαπάτησε τη λογοκρισία. Χρειάσθηκε όμως να συγκρατήσουν τον αρχιστράτηγο της Δύσης Ντουάιτ Αϊζενχάουερ για να μη σπεύσει στο Βερολίνο να παίξει ένα δεύτερο ρόλο πίσω από τον στρατάρχη Ζούκωφ. Το γενικό επιτελείο του Άικ, λέει ο Μπάτλερ, ερμήνευσε τη Σοβιετική αξίωση σαν προπαγανδιστική πράξη. Ο Πρωθυπουργός είχε ήδη εκφράσει την αντίθεσή του.
Ο Άικ συμμορφώθηκε με μεγάλη λύπη. Θα ήθελε να δει το Βερολίνο και να συναντήσει τους Ρώσους. Το Βερολίνο εξακολουθεί να φλέγεται. Εκρήξεις συγκλονίζουν τα ερείπια. Πρόκειται για αποθήκες πυρομαχικών ή για συμμαχικές βόμβες που δεν είχαν εκραγεί και που η πυρκαγιά τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Τα μεταγωγικά αεροπλάνα που μεταφέρουν τις δυτικές αντιπροσωπείες, υποβάλλονται σε σχολαστικές διατυπώσεις και συνοδεύονται από Σοβιετικά καταδιωκτικά ως το αεροδρόμιο του Τέμπελχοφ, που είναι σπαρμένο από τα χαλάσματα της μάχης. Όσο κι αν είναι προετοιμασμένοι, η πτήση επάνω από την καταστραμμένη πρωτεύουσα συγκλονίζει τους Δυτικούς.
Οι Ρώσοι, για έναν από τους λόγους που μόνο αυτοί ξέρουν το μυστικό τους, αποφεύγουν να τους κάνουν να διασχίσουν το κέντρο και τους οδηγούν κάνοντας ένα μεγάλο γύρο ως το Κάρλσχορστ, μακρινό προάστιο σχετικά ανέπαφο. Ο πληθυσμός κλήθηκε να εξαφανιστεί κατά μήκος της διαδρομής, η κυκλοφορία ρυθμίζεται από γυναίκες με κοντές φούστες που χειρίζονται με επιδεξιότητα αυτομάτων κόκκινους και κίτρινους φανούς, και τα στρατεύματα που έχουν παραταχθεί στα σταυροδρόμια έχουν καλή εμφάνιση. Ο Ντε Λατρ που την άφιξή του ούτε την περίμεναν ούτε την επιθυμούσαν, φαίνεται πως ακολούθησε άλλο δρομολόγιο.
Είναι ο μόνος που μιλά για ατέλειωτες σειρές δυστυχισμένων γυναικών, παιδιών και γέρων, αποβλακωμένων, που βαστούσαν τα πιο ετερόκλητα δοχεία, για να μαζεύουν λίγο νερό από τα σιντριβάνια της πόλης και τους κρουνούς κατάσβεσης πυρκαγιάς. Σημειώνει επίσης τις αντιθέσεις του Ερυθρού Στρατού, μονάδες θωρακισμένων με άριστη εμφάνιση και πιο πέρα εφοδιοπομπές από μακριά και στενά αμάξια με πανύψηλες ρόδες που μεταφέρουν κακοντυμένους στρατιώτες που φορούν στο κεφάλι σκούφους από αστραχάν κι έχουν ριγμένες στις πλάτες τους παλιές κουβέρτες. Η συμμετοχή του Γάλλου στρατηγού στην τελετή δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς σοβαρές προστριβές.
Αφού κατέλαβε τον Μέλανα Δρυμό η στρατιά του είχε παρακάμψει τη λίμνη της Κωνστάντιας, είχε εισδύσει στην Αυστρία, κυρίευσε το Μπρέγκεντς και το Φέλντκιρχ πάνω στο δρόμο του Μπρέννερ. Ο Ντε Λατρ βρίσκεται στο Λίνταου, όταν εξουσιοδοτείται από τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ να πάρει μέρος στην υπογραφή της πανηγυρικής πράξης της συνθηκολόγησης στο Berlin. To S.H.A.E.F. είναι σύμφωνο, προμηθεύει το αεροπλάνο, οι Ρώσοι όμως αρχίζουν να δημιουργούν δυσκολίες. Ο Σαρλ ντε Γκωλ και οι σύντροφοί του, ο συνταγματάρχης Ντεμέτς και ο λοχαγός Μποντού, βλέπουν να τους προσφέρονται τρία αχυρένια στρώματα σ’ ένα θάλαμο και, πριν από όλα, επιδιώκουν μάταια να φθάσουν ως τον στρατάρχη Ζούκωφ.
Είναι άγνωστο για ποιο λόγο και με βάση ποιες σκέψεις η Μόσχα κάνει τη στάση της ηπιότερη. Συμφωνείται ότι η συνθηκολόγηση θα υπογραφεί από τον στρατάρχη Ζούκωφ και τον στρατάρχη Αεροπορίας Τέντερ, που αντιπροσωπεύει τον Eisenhower. Ο Αμερικανός στρατηγός Σπατς και ο Ντε Λατρ θα υπογράψουν ως μάρτυpες. Η γαλλική φιλοτιμία ικανοποιείται.
Στις 9 Μαΐου, λίγο μετά τα μεσάνυκτα, η συνεδρίαση αρχίζει στην αίθουσα τελετών της σχολής υπαξιωματικών του Κάρλχορστ. Μεσάνυχτα και 10 ο Ζούκωφ διατάσσει να εισαγάγουν τη Γερμανική αντιπροσωπεία. Ο Νταίνιτς είχε ορίσει ως αρχηγό της τον στρατάρχη Κάιτελ. Μπαίνει με ύφος που οι αυτόπτες μάρτυρες θα χαρακτηρίσουν υπεροπτικό, που μπορεί όμως να θεωρηθεί ως αξιοπρεπής ακαμψία ενός στρατιώτου που επιτελεί την πιο οδυνηρή από τις πράξεις αυταπαρνήσεως. Χαιρετά υψώνοντας τη στραταρχική του ράβδο, χωρίς να πάρει απάντηση.
Δίπλα του κάθονται ο ναύαρχος Φρίντεμπουργκ, κίτρινος σαν πτώμα και ο αντιστράτηγος Στούμπφ, εκπρόσωπος του στρατάρχου φον Γκράιμ που το τραύμα του στο Βερολίνο τον έχει καθηλώσει σ’ ένα Βαυαρικό νοσοκομείο. Πίσω τους παρατάσσονται στη σειρά έξι αξιωματικοί, αληθινά επιβλητικοί, λέει ο λοχαγός Μποντού, φορώντας όλους τους πολεμικούς σταυρούς μετά ξιφών και παραμένουν ακίνητοι, ενώ δαγκώνουν τα χείλη τους για να μην κλάψουν. Συγκινητική εικόνα ενός στρατού ηττημένου. Γίνεται η ανάγνωση της συμφωνίας. Η Γερμανική αντιπροσωπεία αναγνωρίζει την άνευ όρων παράδοση όλων των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, η οποία κατά τους όρους της Ρέιμς έχει ήδη τεθεί εν ισχύει από τις 23:01 της προηγουμένης ημέρας.
Ο Κάιτελ ζητά μια προθεσμία εικοσιτεσσέρων ωρών για να γνωστοποίηση την συμφωνία στις στρατιές. Ο Ζούκωφ απαντά, πως η αίτηση έχει ήδη απορριφθεί. Ανταλλάσσονται οι υπογραφές. Ο Κάιτελ χαιρετά πάλι με τη στραταρχική του ράβδο. Οι νικητές μένουν καθισμένοι. Οι ηττημένοι βγαίνουν έξω. Μερικές ημέρες αργότερα ο ναύαρχος Φρίντεμπουργκ αυτοκτονεί με δηλητήριο. Ο στρατηγός Κίντσελ τινάζει τα μυαλά του στον αέρα. Ο Χίμλερ, καταλήγει να παραδοθεί σε ένα Αγγλικό φυλάκιο, αλλά τη στιγμή που αρχίζει η σωματική έρευνα μασά μια παστίλια υδροκυάνιο και πέφτει νεκρός. Ο Γκράιμ αυτοκτονεί κι αυτός με δηλητήριο. Άλλοι, που υπήρξαν από τους πιο φανατικούς, επιχειρούν να σώσουν τη ζωή τους.
Ο gauleiter Χάνκε που διέταξε την άμυνα του Βρότσλαβ μέχρι τελευταίου ανδρός και μέχρι τελευταίας γυναικός, απογειώνεται από την πόλη που ψυχορραγεί μέσα σ’ ένα Fieseler Storch. Ο gauleiter Κοχ φεύγει από το Πίλλαου επιβαίνοντας στο παγοθραυστικό που το είχε μετατρέψει σε ιδιωτική κιβωτό και φθάνει στις Δανικές ακτές. Χάνονται και ο ένας και ο άλλος μέσα στο χάος της ηττημένης Γερμανίας.
Στην Κουρλάνδη κάθε είδους πλωτά μέσα φεύγουν από τα λιμάνια του Λίμπαου και του Βίνταου κατά τη διάρκεια της ημέρας, της 8ης Μαΐου, επαναπατρίζοντας 28.000 άνδρες κι ανεβάζοντας σε 2.204.722 άτομα τον αριθμό των στρατιωτικών και των αμάχων που αποσπάσθηκαν από τους θύλακες της Ανατολής από το Γερμανικό Ναυτικό, αφήνοντας όμως στην αιχμαλωσία 230.000 στρατιώτες. Στα Βαλκάνια οι 400.000 άνδρες της ομάδας στρατιών Λερ οφείλουν να παραδοθούν στους παρτιζάνους του Τίτο, που διαπράττουν εις βάρος τους σκληρές πράξεις αντεκδίκησης. Στην Αυστρία η ομάδα στρατιών Ρέντουλικ, δύναμης 600.000 ανδρών, κατορθώνει να παραδοθεί στους Αμερικανούς.
Στην Τσεχοσλοβακία η Πράγα εξεγείρεται στις 6 Μαΐου. Ο Πάττον βρίσκεται στο Πίλσεν, σε απόσταση 80 km από την πρωτεύουσα. Ζητά την έγκριση να εξορμήσει και χωρίς να την περιμένει, στέλνει μπροστά ένα απόσπασμα θωρακισμένων. Ο Bradley επεμβαίνει. Η Πράγα, όπως η Βιέννη και το Βερολίνο, είναι Σοβιετικά οικόπεδα. Το απόσπασμα που είχε φθάσει ήδη στην Πράγα ανακαλείται. Η βοήθεια που φθάνει στους επαναστατημένους είναι πραγματικά απροσδόκητη. Ο Χίτλερ είχε αποφασίσει, αρκετά αργά, να επιτρέψει τη συγκρότηση μιας στρατιάς Βλασώφ. Μόνο μια μεραρχία κατορθώθηκε να εξοπλισθεί.
Αυτή φθάνει στην Πράγα κάτω από τη διοίκηση του Ουκρανού στρατηγού Μπουνιτσένκο και αντί να την καταστείλει, προσχωρεί στην εξέγερση. Έτσι έβλεπε κανείς Γερμανικές στολές να πολεμούν εναντίον άλλων Γερμανικών στολών. Ο ίδιος ο Βλασώφ σπεύδει και μετά τη συντριβή της Γερμανικής φρουράς οδηγεί περίπου 100.000 άνδρες του στις Αμερικανικές γραμμές. Ο Πάττον διατάσσει να τους μεταχειρισθούν ως αιχμαλώτους πολέμου. Αργότερα θα παραδοθούν με επί κεφαλής τον Βλασώφ στους Ρώσους. Ο Σαίρνερ μαθαίνει τη συνθηκολόγηση στο Γενικό Στρατηγείο του, στο Γιάζεφστατ, στα όρη της Σουηδίας.
Έχει κάτω από τις διαταγές του τρεις στρατιές ανέπαφες, την 3η, την 17η και την 4η αρμάτων, με συνολικό αριθμό 1.200.000 ανδρών. Λίγο καιρό πριν να περικυκλωθεί το Βερολίνο είχε πετάξει ως τον Χίτλερ, για να επιχειρήσει να τον φέρει στο Βοημικό τετράπλευρο δίνοντάς του την υπόσχεση μιας απεγνωσμένης άμυνας. Είχε όμως εξασφαλίσει και τα προσωπικά του μετόπισθεν. Μαθαίνοντας πως τα πάντα τελείωσαν, ντύνεται πολιτικά, χώνει στην τσέπη του τα αδαμαντοκόλλητα παράσημά του και απογειώνεται με το Fieseler του προς την γενέτειρά του Βαυαρία, όπου είχε οργανώσει ένα καταφύγιο εφοδιασμένο με τα απαραίτητα για τη συντήρησή του για ένα χρόνο.
Χωρικοί καταγγέλλουν την παρουσία του και οι Αμερικανοί τον συλλαμβάνουν και τον παραδίδουν στους Ρώσους. Αυτοί ύστερα από μερικά χρόνια θα τον απελευθερώσουν με τιμές που φθάνουν ως το σημείο να τον δεξιωθεί στο Ανατολικό Βερολίνο ο Walther Ούλμπριχτ. Ελάχιστοι από τους στρατιώτες του θα γλιτώσουν από τα στρατόπεδα και οι περισσότεροι δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Η κυβέρνηση - φάντασμα του Φλένσμπουργκ διαιρεί τους Συμμάχους. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ την βλέπει σαν ένα χρήσιμο όργανο και επιθυμεί να την διατηρήσει.
Ο Αϊζενχάουερ ανησυχεί για τις αντισοβιετικές διαθέσεις του Νταίνιτς που συγκεκριμένα στέλνει στη Δύση τους Γερμανούς επιστήμονες που αναζητούν οι Ρώσοι και που προορίζονται να γίνουν Αμερικανοί υπήκοοι. Ο Κάιτελ συλλαμβάνεται πρώτος, έπειτα, στις 22 Μαΐου, ο αρχιναύαρχος καλείται με τον Γιοντλ και τους συνεργάτες του στο Πάτρια, που μέσα στο λιμάνι του Φλένσμπουργκ χρησιμοποιείται ως έδρα της διασυμμαχικής επιτροπής ελέγχου. Απεσταλμένος από την S.H.A.E.F. ο Αμερικανός στρατηγός Ρουκς διατάσσει να τους φυλακίσουν. Ο αρχιναύαρχος και οι αξιωματικοί του είναι υποχρεωμένοι να κατεβάσουν τα πανταλόνια τους, για να υποστούν σωματική ερευνά.
Συμβολική ταπείνωση. Η Γερμανία δεν είναι μόνο ηττημένη. Έχει χάσει κάθε είδους πολιτική ύπαρξη και μάλιστα κάθε είδους νομική υπόσταση. Δεν είναι μόνο ηττημένη, είναι στην κυριολεξία, εκμηδενισμένη.
ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ
Η ΑΕΡΟΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Το Βερολίνο αποτελούσε το "μήλο της Έριδας" μεταξύ της ΕΣΣΔ και των Δυτικών δυνάμεων πριν ακόμα αρχίσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί είχαν επιτρέψει στον Κόκκινο Στρατό να κατακτήσει μόνος του την πρωτεύουσα του Γ' Ράιχ τον Μάιο του 1945, με το σκεπτικό ότι θα τους παραχωρείτο άμεση και ανεμπόδιστη πρόσβαση στην πόλη αμέσως μετά την τυπική λήξη των εχθροπραξιών. Είχε επίσης συμφωνηθεί από κοινού ότι τον έλεγχο της πόλης θα ασκούσε μια τετραεθνής επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των νικητών, στην οποία θα συμμετείχαν (κατανέμοντας μεταξύ τους το Βερολίνο σε τομείς) οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ, η Βρετανία και η Γαλλία.
Αμέσως μετά την κατάληψη του Βερολίνου όμως οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν επί οκτώ εβδομάδες να επιτρέψουν την άφιξη των Συμμάχων τους, χρονικό διάστημα που εκμεταλλεύθηκαν για να απογυμνώσουν ανενδοίαστα τα Γερμανικά εργοστάσια της ευρύτερης ανατολικής Γερμανίας από ολόκληρο τον μηχανολογικό εξοπλισμό τους, τον οποίο και μετέφεραν στη χώρα τους. Όταν οι εκπρόσωποι των άλλων τριών δυνάμεων έφθασαν στην πόλη τον Ιούλιο του 1945, ανακάλυψαν ότι έλειπε το 70% των βιομηχανιών της κατεχόμενης από τον Κόκκινο Στρατό ζώνης.
Την ίδια περίοδο οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να αποκτήσουν τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο του Βερολίνου τοποθετώντας σε καίριες δημοτικές θέσεις ανθρώπους γνωστούς για τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις τους, όπως ήταν ο Βάλτερ Ούλμπριχτ, που είχε ζήσει για αρκετά χρόνια ως αυτοεξόριστος στη Μόσχα, ο Πάουλ Μαρκγκράφ, ο οποίος ανήκε στον σκληρό πυρήνα των Σταλινικών Γερμανών, και ο Αρθουρ Πηκ, γιος του προέδρου του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Λένιν είχε πει κάποτε πως ''Όποιος ελέγχει το Βερολίνο ελέγχει τη Γερμανία και όποιος ελέγχει τη Γερμανία ελέγχει την Ευρώπη''.
Οι διάδοχοί του στο Κρεμλίνο είχαν αντιληφθεί τη σημασία αυτού του αποφθέγματος. Παρά τις πρώιμες τριβές με τη Σοβιετική ηγεσία στα ζητήματα ρύθμισης των αρμοδιοτήτων επί της κατοχής της νικημένης Γερμανίας, οι Δυτικοί εξακολουθούσαν να έχουν την αφελή αντίληψη ότι θα μπορούσαν να συνεργαστούν αρμονικά με τους παλαιούς συμμάχους τους από την Ανατολή. Για να μη τους προκαλέσουν περισσότερο, μάλιστα, δεν επέμειναν ιδιαίτερα για τη σύνταξη και την υπογραφή μιας συμφωνίας που να εγγυάται την ελεύθερη πρόσβαση οποιουδήποτε Δυτικού στην πόλη μέσω των χερσαίων συγκοινωνιακών δικτύων.
Το κύριο πρόβλημα ήταν πως Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι έπρεπε να ασκήσουν κατοχή σε μια πόλη στην καρδιά της ανατολικής Γερμανίας, περιτριγυρισμένη από τις δεκάδες μεραρχίες του Κόκκινου Στρατού που είχαν φθάσει ως τον ποταμό Έλβα. Το Βερολίνο ήταν πλέον ένα στρατιωτικο-διπλωματικό νησί των τεσσάρων δυνάμεων, στο μέσο μιας τεράστιας Σοβιετοκρατούμενης περιοχής. Οι Δυτικοί έκαναν το λάθος να πιστέψουν ότι η ανεμπόδιστη πρόσβασή τους στην πόλη από την ξηρά θα θεωρείτο δεδομένη και αρκέστηκαν να υπογράψουν μέσα στο 1945 με τους Σοβιετικούς μόνο μια συμφωνία για τους τρεις αεροδιαδρόμους, πλάτους 30 km ο καθένας, μέσω των οποίων επιτρεπόταν να φθάσουν στο Τέμπελχοφ, το κυριότερο αεροδρόμιο του Βερολίνου.
Η συμφωνία του Πότσδαμ τον Αύγουστο του 1945 απαιτούσε από τις νικήτριες δυνάμεις του Β' Παγκοσμίου Πολέμου να μεταχειριστούν τη Γερμανία ως μια οικονομική ενότητα, αλλά από εκεί και πέρα κάθε προσωρινή στρατιωτική κυβέρνηση (η Γερμανία είχε χωριστεί σε τέσσερις ζώνες κατοχής, όπως και το Βερολίνο) ήταν ελεύθερη να ακολουθήσει όποιο είδος πολιτικής επιθυμούσε και να εφαρμόσει κατά το δοκούν τις τέσσερις βασικές παραμέτρους: αποναζιστικοποίηση, αποστρατιωτικοποίηση, διάλυση των βιομηχανικών και άλλων καρτέλ και εκδημοκρατισμό.
Πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι τέτοιου είδους διαφορές στην υιοθετούμενη πολιτική θα ήταν μικρές μεταξύ ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας αλλά αβυσσαλέες σε σχέση με την ΕΣΣΔ. Με τις πλέον επουσιώδεις αφορμές τα πνεύματα συχνά οξύνονταν επικίνδυνα κατά τις συνεδριάσεις τόσο του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου (ΣΣΕ), που ήταν υπεύθυνο για ολόκληρη τη Γερμανία, όσο και του Συμμαχικού Διοικητηρίου (ΣΔ), το οποίο είχε την ευθύνη του Βερολίνου. Οι Σύμμαχοι κατέληγαν να ανταλλάσσουν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς με τους Σοβιετικούς, να κατηγορούν τη Δύση ότι είναι ανεκτική με τους Ναζί και συνεργάζεται μαζί τους και την τελευταία να αντιτείνει ότι οι Ρώσοι καταλήστεψαν τη Γερμανία επίτηδες, ώστε να τη διατηρούν ασταθή και πρόσφορη για τον κομμουνιστικό προσηλυτισμό.
Λόγω αυτών των διενέξεων το Βερολίνο έγινε γρήγορα γνωστό ως "η πρωτεύουσα του Ψυχρού Πολέμου". Με αφορμή τις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1946 οι Γερμανοί κομμουνιστές προσπάθησαν (με την υποστήριξη, φυσικά, των Σοβιετικών) να συνενώσουν το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα (SPD) με το Κομμουνιστικό Κόμμα σε ένα νέο Κόμμα Σοσιαλιστικής Ενότητας (SED). Οι σοσιαλδημοκράτες των δυτικών ζωνών απέρριψαν αυτή την πρόταση αντιλαμβανόμενοι ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε έμμεση υποταγή τους στη Μόσχα. Το αποτέλεσμα ήταν στις εκλογές το SPD να πετύχει ποσοστό 48,7% ενώ το SED έλαβε μόλις 19,8%.
Κατά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από 13 χρόνια οι Βερολινέζοι απέρριψαν μαζικά την παραλλαγή της "δημοκρατίας" που πρέσβευε το SED. Μη μπορώντας να αλλάξουν τα εκλογικά αποτελέσματα οι Σοβιετικοί αντέδρασαν υιοθετώντας μια στάση με την οποία περιφρονούσαν επιδεικτικά τη νέα δημοτική αρχή και αρνούντο να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της αν προηγουμένως δεν τις ενέκρινε το ΣΔ. Η ανάδειξη του Ερνστ Ρώυτερ ως δημάρχου συνάντησε το βέτο των Σοβιετικών επειδή, παρά το ότι ήταν πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Ρώυτερ είχε επιδείξει συχνά ανεξαρτησία πνεύματος. Η αντίθεση σταδιακά κλιμακώθηκε.
Μπροστά στη μετατροπή της Γερμανίας σε μια νέα ιδιότυπη εμπόλεμη ζώνη οι Δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν να λάβουν μέτρα για να προστατεύσουν την κατεχόμενη Γερμανία και να την αναδιοργανώσουν το ταχύτερο δυνατό. Το 1947 Βρετανοί και Αμερικανοί συνένωσαν τις αντίστοιχες ζώνες τους σε μια και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διακοπεί η ροή κάρβουνου και άλλων αγαθών από τη δυτική Γερμανία στην ανατολική, που είχε καθιερωθεί ως μορφή πολεμικής αποζημίωσης προς την ΕΣΣΔ. Λίγους μήνες αργότερα, στις 3 Απριλίου 1948, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζωρτζ Μάρσαλ, ανακοίνωσε το περίφημο ομώνυμο τετραετές σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης της Ευρώπης, ύψους 13 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στο οποίο, προς έκπληξη των Σοβιετικών, συμπεριέλαβε και τη Γερμανία. Ενεργώντας με άριστη διπλωματικότητα ο πρώην στρατηγός απηύθυνε πρόταση παροχής οικονομικής βοήθειας ακόμα και στην ίδια την ΕΣΣΔ και στις κατεχόμενες από αυτή χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αλλά, όπως αναμενόταν άλλωστε, η πρόταση αυτή απορρίφθηκε. Οι Σοβιετικοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τις πρωτοβουλίες των Δυτικών συμμάχων και χαρακτήρισαν τις ενέργειές τους ως παραβίαση των συμφωνιών του Πότσδαμ. Προχώρησαν μάλιστα σε αντίποινα με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο που μπορούσαν να το πράξουν: διακόπτοντας τις συγκοινωνίες μέσα στο Βερολίνο.
Προφασιζόμενοι "τεχνικές δυσκολίες" στο σιδηροδρομικό δίκτυο περιόρισαν αισθητά τον αριθμό φορτηγών τραίνων που επιτρεπόταν να διέλθουν από τη ζώνη τους, προκαλώντας έτσι οξεία έλλειψη τροφίμων στην πόλη. Όταν το πρόβλημα άρχισε να επηρεάζει ακόμα και την τροφοδοσία των στρατιωτικών φρουρών τους στο Βερολίνο οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί οργάνωσαν μια μικρή αερογέφυρα μεταφέροντας μικρά φορτία εφοδίων στην πόλη. Αν και το ΣΔ εξακολουθούσε να συνεδριάζει τυπικά όλο αυτό το διάστημα, η επίτευξη συμφωνίας ακόμα και σε θέματα ήσσονος σημασίας ήταν σχεδόν αδύνατη.
Τον Μάρτιο του 1948 ο Σοβιετικός στρατάρχης Βασίλυ Σοκολόφσκυ, επικεφαλής της αντιπροσωπείας της χώρας του στο ΣΣΕ, κατηγόρησε τις Δυτικές δυνάμεις ότι "δεν μπορούν να ανεχθούν τη γνήσια δημοκρατία" και αποχώρησε επιδεικτικά από το Συμβούλιο μαζί με όλους τους συναδέλφους του. Ο στρατηγός Λούσιους Κλέη, ο Αμερικανός στρατιωτικός επίτροπος, διαπίστωνε με ανησυχία μια ένταση σε κάθε Σοβιετικό με τον οποίο είχε επίσημες επαφές και ανέφερε στην κυβέρνησή του πως φοβόταν ότι ο πόλεμος μπορεί να έλθει με δραματικά απότομο τρόπο.
Η κατάσταση είχε περιπλακεί επειδή αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου στην Ευρώπη οι Δυτικοί Σύμμαχοι είχαν προχωρήσει σε άμεση αποστράτευση του μεγαλύτερου όγκου των δυνάμεών τους και σε απόσυρσή τους στα πατρώα εδάφη, ενώ αντίθετα ο Σοβιετικός Στρατός εξακολουθούσε να διαθέτει σε ετοιμότητα δεκάδες μεραρχίες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών οι Σοβιετικοί το 1948 διατηρούσαν ακόμα 84 μεραρχίες στην ανατολική Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες του "Σιδηρού Παραπετάσματος", ενώ η Δύση παρέτασσε μόλις 16 μεραρχίες στη Γερμανία, στην Αυστρία, στις Κάτω Χώρες και στη Γαλλία.
Οι ΗΠΑ άρχισαν να νιώθουν για πρώτη φορά την έντονη απειλή: Οι Σοβιετικοί μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ανισορροπία δυνάμεων και να εκδηλώσουν μια αιφνιδιαστική επίθεση στη δυτική Ευρώπη. "Το μόνο που χρειάζονται οι Ρώσοι για να φθάσουν στον Ρήνο είναι παπούτσια", έλεγε ο Αμερικανός αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Ρόμπερτ Λόβατ.
ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΥΠΟ ΟΜΗΡΙΑ
Η Δύση συνέχιζε απτόητη το πρόγραμμά της για την ανασυγκρότηση της δυτικής Γερμανίας και τον Ιούνιο του 1948 ανέθεσε σε επιτροπή Γερμανών αξιωματούχων να καταστρώσει το προσχέδιο ενός Συντάγματος, βάσει του οποίου θα μπορούσε να συσταθεί ένα νέο κυρίαρχο Ομοσπονδιακό κράτος. Στις 18 Ιουνίου οι Σύμμαχοι ανακοίνωσαν ότι έθεταν σε κυκλοφορία ένα νέο νόμισμα, το Γερμανικό Μάρκο, το οποίο θα αντικαθιστούσε το παλαιό "μάρκο του Ράιχ" (του οποίου η αξία είχε εξανεμιστεί από τον πληθωρισμό) σε αναλογία ενός νέου προς 10 παλαιά. Επίσης θα γινόταν διαγραφή όλων των χρεών προς το δημόσιο.
Το νέο νόμισμα ίσχυσε αρχικά μόνο για τη δυτική Γερμανία και όχι για το Βερολίνο, αλλά, όταν οι Σοβιετικοί επιχείρησαν να απαντήσουν επιβάλλοντας ένα δικό τους νόμισμα σε ολόκληρη την πόλη, οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν: είχαν μεταφέρει κρυφά στο Βερολίνο 250 εκατομμύρια νέα μάρκα μέσα σε συσκευασίες που ανέγραφαν πάνω τους "ουίσκυ", "τζιν" και "μπράντυ" και στις 24 Ιουνίου άρχισαν να τα διανέμουν. Το διχοτομημένο Βερολίνο βρέθηκε έτσι μεταξύ δύο νομισμάτων και μεταξύ δύο θανάσιμα αλληλομισούμενων ιδεολογιών.
Στη δυτική ζώνη κυκλοφορούσαν μάρκα με μια μεγάλη σφραγίδα "Β" πάνω τους, ενώ στην ανατολική τα παλαιά "μάρκα του Ράιχ" πάνω στα οποία οι Σοβιετικοί είχαν κολλήσει κουπόνια τροφίμων. Λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση της κρίσης των νομισμάτων ο Σοβιετικός αντιπρόσωπος στο ΣΔ, υποστράτηγος Αλεξάντερ Κοτίκωφ, και ο Αμερικανός ομόλογός του, συνταγματάρχης Φρανκ Χόουλεϋ, αποχώρησαν από αυτό το διασυμμαχικό όργανο εξαφανίζοντας και τα τελευταία υποτυπώδη υπολείμματα συνεργασίας Ανατολής και Δύσης. Η μάχη των νομισμάτων μεταμορφώθηκε γρήγορα σε μάχη για το Βερολίνο.
Στις 18 Ιουνίου 1948 οι Σοβιετικοί διέκοψαν κάθε οδική συγκοινωνία της πόλης με τη Δύση, προφασιζόμενοι και πάλι "τεχνικές δυσκολίες". Έξι ημέρες αργότερα η διακοπή επεκτάθηκε στο σιδηροδρομικό δίκτυο, οπότε οι Σοβιετικοί ισχυρίστηκαν ότι η κίνησή τους αντέβαινε σε μια νέα διάταξη που είχε εκδοθεί την προηγούμενη νύκτα. Ανίκανοι να αντιδράσουν οι Γερμανοί σιδηροδρομικοί υπάλληλοι υπάκουσαν και αποσύνδεσαν από τις μηχανές τα φορτωμένα με τρόφιμα και καύσιμα βαγόνια που προορίζονταν για τον αστικό πληθυσμό του Βερολίνου. Η συμφόρηση που προκλήθηκε στους συρμούς ήταν τρομερή. Ακολούθησε η διακοπή των ποτάμιων μεταφορών.
Οι Σοβιετικοί διέκοψαν και την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και κάρβουνου από τον δικό τους τομέα της πόλης προς τον δυτικό. Τις επόμενες εβδομάδες κλιμάκωσαν περισσότερο την αντιπαράθεση εγκαθιστώντας οδοφράγματα και στρατιωτικά φυλάκια ελέγχου σε όλες τις εισόδους του ανατολικού Βερολίνου, αν και το μέτρο αυτό δεν συνοδεύτηκε προς το παρόν από παρεμπόδιση της διακίνησης προσώπων και αγαθών από τον έναν τομέα στον άλλον. Στην πραγματικότητα το ζήτημα των νομισμάτων απετέλεσε περισσότερο την αφορμή παρά την αιτία γι' αυτή την αχαρακτήριστη Σοβιετική ενέργεια.
Η Μόσχα ήλπιζε ότι κρατώντας με αυτόν τον τρόπο όμηρο ολόκληρο το Βερολίνο θα πίεζε τη Δύση να ακυρώσει τα σχέδιά της για μια νέα ενιαία Γερμανία, προοπτική που αποτελούσε ανάθεμα για τη Σοβιετική κυβέρνηση. Ήθελε επίσης να εκβιάσει για τη συνέχιση της παροχής πρώτων υλών από τη δυτική Γερμανία (και κυρίως το Ρούρ) αλλά κυρίως να πείσει τους Δυτικούς να παραιτηθούν από τα δικαιώματά τους στο Βερολίνο καταδεικνύοντας ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να διατηρούν έναν απομονωμένο θύλακα μέσα στη "φωλιά της Σοβιετικής αρκούδας", όπως αποκαλείτο τότε η ανατολική Γερμανία. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Το Βερολίνο διέθετε τρόφιμα για 36 ημέρες και κάρβουνο για 45.
Το ερώτημα ήταν αν οι Δυτικοί θα άφηναν αυτό το απόθεμα να εξαντληθεί ενώ θα διαπραγματεύονταν με τους Σοβιετικούς ή θα επιχειρούσαν τουλάχιστον να το διατηρήσουν. Ο Χόουλεϋ αποκάλεσε τη Σοβιετική ενέργεια για ολοκληρωτικό αποκλεισμό του Βερολίνου ως "την πιο βάρβαρη στην Ιστορία, από την εποχή που ο Τζένκις Χαν μετέτρεπε ολόκληρες πόλεις σε πυραμίδες από ανθρώπινα κρανία". Αν και ο χαρακτηρισμός αυτός είχε μια δόση υπερβολής, το αναμφισβήτητο γεγονός ήταν ότι η Σοβιετική κίνηση έπαιζε με τις ζωές 2.100.000 αθώων ανθρώπων που ζούσαν τότε στο δυτικό Βερολίνο και τους υπέβαλλε σε νέες κακουχίες, σαν να μην έφθαναν εκείνες που είχαν υποστεί από την εποχή του πολέμου και των βομβαρδισμών.
Η φτώχεια και η μιζέρια βασίλευαν σε όλες τις γειτονιές, η εγκληματικότητα είχε φθάσει σε πρωτόγνωρα ύψη (οι ανθρωποκτονίες από 40 τον χρόνο, που ήταν παλαιότερα, είχαν εκτοξευθεί σε 500), τα νοσοκομεία διέθεταν ελάχιστα φάρμακα και οι μαυραγορίτες εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των κατοίκων για τα στοιχειώδη αγαθά. Κυρίαρχο "νόμισμα" της πρωτεύουσας της Γερμανίας ήταν τα αμερικανικά τσιγάρα "Lucky Strike", που πωλούντο έναντι 1,25 δολαρίων το ένα πακέτο και είχαν γίνει είδος πολυτελείας για τον εξαθλιωμένο λαό. Όταν σε αυτά τα προβλήματα ήλθε να προστεθεί η διακοπή παροχής ενέργειας και κάρβουνου, πολλοί πίστεψαν ότι οι κάτοικοι του Βερολίνου θα λυγίσουν.
Προς έκπληξη των Σοβιετικών όμως βγήκαν στους δρόμους και διατράνωσαν την υποστήριξή τους στον Ρώυτερ όταν αυτός κάλεσε τον ελεύθερο κόσμο να βοηθήσει την πόλη "σε αυτή την αποφασιστική φάση της μάχης της για την ελευθερία". Μέσα στη δυστυχία τους οι Γερμανοί έβρισκαν το κουράγιο να ορθώσουν το ανάστημά τους στην υπερδύναμη. "Η μεγάλη μάζα αισθάνεται από τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής μια απέχθεια οργανική, θα έλεγε κάποιος, για τους Ρώσους", γράφει ο Καρτιέ. "Δεν της χρειάζεται να ελπίζει για να παλέψει μέχρις εσχάτων".
Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΕΡΟΓΕΦΥΡΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
Εκείνοι που ήταν υποχρεωμένοι αλλά και ικανοί να αντιδράσουν με κάποιον τρόπο ήταν οι Δυτικοί Σύμμαχοι. Η Ουάσιγκτον ωστόσο αιφνιδιάστηκε από τις εξελίξεις και ο διπλωμάτης Τζωρτζ Κήναν αντικατόπτριζε τον επικρατούντα προβληματισμό όταν δήλωνε: "Κανένας μας δεν ήταν σίγουρος για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η Ρωσική κίνηση ή αν θα έπρεπε καν να αντιμετωπιστεί. Η κατάσταση ήταν σκοτεινή και γεμάτη κινδύνους". Η Γαλλία τήρησε στάση αναμονής προκειμένου να διαπιστώσει τι σκόπευαν να πράξουν οι εταίροι της. Η Βρετανία όμως τάχθηκε εξ αρχής σθεναρά αντίθετη με τη Σοβιετική ενέργεια και ο υπουργός Εξωτερικών της, Ερνεστ Μπέβην, δεν δίστασε να δηλώσει με παρρησία ότι η χώρα του δεν θα εγκατέλειπε το Βερολίνο ούτε θα ανέστελλε τα σχέδιά της για τη δημιουργία του δυτικογερμανικού κράτους.
Ο στρατηγός Κλέη ερμήνευσε την ενέργεια των Σοβιετικών ως έναν καθαρά ψυχολογικό ελιγμό, μια μπλόφα που αποσκοπούσε στο να αναγκάσει τη Δύση να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της στην πόλη, και δήλωσε δημόσια ότι οι ΗΠΑ δεν σκόπευαν να φύγουν από το Βερολίνο. "Αν το Βερολίνο πέσει", είπε σε μια συνέντευξη Τύπου, "θα ακολουθήσει και ολόκληρη η Γερμανία. Αν σκοπεύουμε να υπερασπιστούμε την Ευρώπη απέναντι στον κομμουνισμό θα πρέπει να παραμείνουμε ακλόνητοι". Κατ' ιδίαν όμως διατύπωνε τις επιφυλάξεις του. Εκμυστηρεύθηκε στον στενό κύκλο του πως αν οι Σύμμαχοι δεν κατάφερναν να ανεφοδιάσουν το Βερολίνο, ο πληθυσμός, που θα είχε φθάσει στα όρια της λιμοκτονίας, θα επαναστατούσε και θα πίεζε τους Δυτικούς να αποχωρήσουν προκειμένου να λήξει ο αποκλεισμός.
Ο πρόεδρος Χάρρυ Τρούμαν, ο οποίος είχε μπροστά του τις εκλογές του Νοεμβρίου, βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. "Φέρτε μου", είπε στον Κλέη, "μια πρόταση του Μικτού Συμβουλίου Αρχηγών Επιτελείων για τη διάσπαση του αποκλεισμού και θα την υπογράψω αμέσως". Οι εναλλακτικές λύσεις ήταν ελάχιστες και όλες αρκετά δύσκολες να εφαρμοστούν. Δεν υπήρχε ούτε καν σκέψη ανάληψης στρατιωτικής δράσης αφού η μικροσκοπική συμμαχική φρουρά του Βερολίνου αριθμούσε μόλις 15.000 άνδρες.
Η αμέσως επόμενη λύση (την οποία υποστήριξε και ο Κλέη) ήταν η αποστολή μιας οπλισμένης φάλαγγας οδικώς από τη δυτική Γερμανία προς το Βερολίνο και οι επιτελείς ετοίμασαν σε χρόνο-ρεκόρ τα σχετικά σχέδια που προέβλεπαν κινητοποίηση 6.000 στρατιωτών για να προστατευτούν τα οχήματα καθώς θα κάλυπταν την απόσταση των 176 km από το Χέλμστεντ ως το Βερολίνο. Ο Κλέη προχώρησε περισσότερο ζητώντας από τον διοικητή της Αμερικανικής Αεροπορίας στην Ευρώπη, πτέραρχο Κέρτις Λημέη, να του παράσχει υποστήριξη με τα μαχητικά αεροσκάφη του σε περίπτωση που οι Σοβιετικοί άνοιγαν πυρ εναντίον της φάλαγγας.
Ο Λημέη απάντησε ότι θεωρούσε αυτό το ενδεχόμενο μάλλον απίθανο, αλλά, αν συνέβαινε, θα του έδινε λαμπρή ευκαιρία να προσβάλει όλες τις σοβιετικές αεροπορικές βάσεις στην ανατολική Γερμανία. Τελικά το σχέδιο του Κλέη ναυάγησε. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ το θεώρησε ως πολύ χονδροειδές και παρακινδυνευμένο, ενώ το Πεντάγωνο το χαρακτήρισε ως "στρατιωτικώς ανεφάρμοστο". Αργότερα ο αρχηγός του Μικτού Συμβουλίου Αρχηγών Επιτελείων, στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϋ, υποστήριξε: "Οι Ρώσοι θα μπορούσαν να σταματήσουν ακόμα και μια οπλισμένη φάλαγγα χωρίς να χρειαστεί να ανοίξουν πυρ εναντίον της. Θα μπορούσαν να κλείσουν τους δρόμους δήθεν για επισκευές ή να ανατινάξουν μια γέφυρα μπροστά μας και μια πίσω μας εγκλωβίζοντάς μας σε μια παγίδα".
Αν οι Δυτικές δυνάμεις δεν επιθυμούσαν να αντιπαρατεθούν στρατιωτικά με την ΕΣΣΔ αλλά επέμεναν να παραμείνουν στο Βερολίνο, όφειλαν να βρουν έναν τρόπο ανεφοδιασμού του για όσο διάστημα θα καταβάλλονταν προσπάθειες διπλωματικής επίλυσης της κρίσης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η αερομεταφορά εφοδίων ήταν μια προφανής λύση αλλά αρχικά μόνο ο Μπέβιν την υποστήριξε ένθερμα. Είπε μάλιστα ότι η εμφάνιση των αεροπλάνων θα τόνωνε το ηθικό του πληθυσμού στο δυτικό Βερολίνο και θα έδειχνε στη Μόσχα ότι η Δύση όχι μόνο δεν ήταν αδύναμη αλλά αντίθετα διέθετε μεγάλες τεχνολογικές δυνατότητες και εκπληκτική αεροπορική ισχύ.
Αφού υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την ιδέα της χερσαίας φάλαγγας ο Κλέη τάχθηκε με το μέρος του Μπέβιν συνηγορώντας στην ιδέα της αερογέφυρας. Το Πεντάγωνο ωστόσο παρέμενε προβληματισμένο πιστεύοντας ότι ακόμα και η αποστολή μεταγωγικών αεροσκαφών στην αποκλεισμένη πόλη περιέκλειε τον κίνδυνο της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης ή την πιθανότητα να αναλάβουν δράση οι Σοβιετικοί σε κάποια άλλη περιοχή δημιουργώντας αντιπερισπασμό. Το τέλος σε αυτή την αμφιταλάντευση το έθεσε τελικά ο ίδιος ο πρόεδρος Τρούμαν, ο οποίος στις 26 Ιουνίου 1948 διέταξε να αρχίσουν το συντομότερο δυνατό οι αεροπορικές αποστολές εφοδίων στο Βερολίνο.
Στις ενστάσεις κάποιων συμβούλων του που έλεγαν πως μια τέτοια ενέργεια πιθανώς θα οδηγούσε σε πόλεμο με την ΕΣΣΔ, ο Τρούμαν απάντησε: "Θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί". Ακόμα και αν μια αερογέφυρα δεν σηματοδοτούσε την έναρξη ένοπλης σύρραξης, δεν σήμαινε ότι θα μπορούσε και να σώσει το Βερολίνο από την πείνα και το κρύο. Ποτέ κατά το παρελθόν δεν είχε επιχειρήσει κάποιος να ανεφοδιάσει από τον αέρα ένα τόσο πολυπληθές αστικό κέντρο παρέχοντάς του όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση είδη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι Αμερικανοί είχαν μια επιτυχημένη σχετική εμπειρία κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το 1942 - 1944 έστειλαν τα αεροπλάνα τους σε τακτικά δρομολόγια πάνω από τα Ιμαλάια, μεταφέροντας 72.000 t εφοδίων μηνιαίως από την Ινδία στην Κίνα. Οι Βρετανοί είχαν πράξει κάτι ανάλογο κατά την εκστρατεία τους στη Βιρμανία, αλλά αυτές οι αποστολές είχαν περιοριστεί σε καθαρά στρατιωτικά υλικά και είχαν γίνει σε μη απειλούμενο εναέριο χώρο.
Με την εκδήλωση της κρίσης το καλοκαίρι του 1948 η Αμερικανική Αεροπορία, που πριν από τρία χρόνια είχε κυριολεκτικά "κρύψει τον ήλιο" πάνω από τη Γερμανία με τους τεράστιους αεροπορικούς στόλους της, διέθετε επί Ευρωπαϊκού εδάφους μόνο δύο αεροσκάφη Douglas C-54 Skymaster που μπορούσαν να μεταφέρουν σχεδόν 10 t το καθένα με ταχύτητα 288 km/h και 102 ταλαιπωρημένα C-47 Dakota με μεταφορική ικανότητα 3 t και ταχύτητα 272 km/h. Από την πλευρά τους οι Βρετανοί μπορούσαν να συνεισφέρουν μόνο 14 Dakota και οι Γάλλοι έξι Junkers και ένα C-47 Dakota, όλα σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Υπήρχαν επίσης σοβαρότατες αδυναμίες και ελλείψεις στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις φόρτωσης και απο-προσγείωσης.
Κύρια αεροπορική βάση των Αμερικανών στην κατεχόμενη Γερμανία ήταν εκείνη του Ράιν-Μάιν, που διέθετε διάδρομο επαρκούς μήκους αλλά με επιφάνεια ακατάλληλη για να δεχθεί βαριά μεταγωγικά. Η βάση Βούνστορφ της RAF είχε ελάχιστες θέσεις στάθμευσης αεροσκαφών και υποτυπώδη υποδομή φόρτωσής τους. Από την άλλη πλευρά στο ίδιο το Βερολίνο υπήρχαν μόνο δύο αεροδρόμια. Το αεροδρόμιο Τέμπελχοφ, που βρισκόταν στον Αμερικανικό τομέα, είχε κατασκευαστεί επί Χίτλερ κατά τη δεκαετία του 1930 και διέθετε μεγάλες εγκαταστάσεις διαχείρισης φορτίων αλλά και σοβαρά μειονεκτήματα.
Διέθετε μόνο έναν διάδρομο και μάλιστα στρωμένο με χαλυβδόφυλλα, που ήταν πολύ επικίνδυνα για τα ελαστικά των αεροσκαφών και οποιοδήποτε αεροπλάνο προσέγγιζε εκεί ερχόμενο από τα δυτικά έπρεπε να πετάξει χαμηλά πάνω από πολυώροφα κτίρια και επικίνδυνα κοντά σε μια καμινάδα ύψους 120 m. Το αεροδρόμιο Γκάτοβ στον Βρετανικό τομέα ήταν απαλλαγμένο από παρόμοιους εφιάλτες κατά την προσέγγιση αλλά υστερούσε απελπιστικά σε υποδομή. Οι Γάλλοι δεν διέθεταν κανένα αεροδρόμιο στον τομέα τους έως ότου οι Αμερικανοί προσφέρθηκαν να κατασκευάσουν ένα καινούργιο για λογαριασμό τους στο Τέγκελ, τον Ιούλιο του 1948.
Επειδή η προσέγγιση στο Τέγκελ εμποδιζόταν αρκετά από τους ψηλούς αναμεταδότες του Ραδιόφωνου του Βερολίνου που βρίσκονταν στον Σοβιετικό τομέα, οι Γάλλοι ζήτησαν ευγενικά από τους κομμουνιστές "συμμάχους" να τους αποσυναρμολογήσουν και να τους μεταφέρουν αλλού. Οι Σοβιετικοί φυσικά αρνήθηκαν και οι Γάλλοι τους ανατίναξαν μόνοι τους, παρέχοντας έτσι τη μοναδική ουσιαστική συμβολή τους στην επιτυχία της αερογέφυρας του Βερολίνου.
ΟΙ ΗΠΑ ΣΚΟΠΕΥΟΥΝ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Την επομένη κιόλας της έναρξης του αποκλεισμού 32 πτήσεις Αμερικανικών αεροπλάνων που έγιναν από το Ράιν-Μάιν έφθασαν στο Βερολίνο μεταφέροντας 80 t εφοδίων, κυρίως γάλα για τα παιδιά, αλεύρι και φάρμακα. Πέντε ημέρες αργότερα οι Βρετανοί έκαναν τη δική τους πρεμιέρα χρησιμοποιώντας τα παλιά αλλά αξιόπιστα C-47. Οι 160 αεροπόροι που ενεπλάκησαν σε εκείνη την πρώτη φάση της επιχείρησης ανεφοδιασμού του Βερολίνου εργάζονταν στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, με τρεις ή τέσσερις ώρες ύπνου κάθε νύκτα και με πρόγραμμα πτήσεων επτά ημέρες την εβδομάδα. Δεν εκφράστηκε ούτε μια διαμαρτυρία.
Την τέταρτη ημέρα η πόλη έλαβε από τον αέρα 384 t εφοδίων και κάθε 24ωρο που περνούσε η ποσότητα αυξανόταν. Ταυτόχρονα με αυτή τη δειλή έναρξη των αερομεταφορών οι Δυτικοί αποδύθηκαν σε μια γιγαντιαία προσπάθεια συγκέντρωσης αεροσκαφών από κάθε σημείο του πλανήτη. Οι Αμερικανοί μετέφεραν στη Γερμανία μεταγωγικά από το Γκουάμ, την Αλάσκα, τη Χαβάη, την Ιαπωνία και τον Παναμά. Παρά το ότι η συγκέντρωση ήταν εντυπωσιακή, η οργάνωση αρχικά είχε περισσότερο ερασιτεχνικό χαρακτήρα. Οι φορτώσεις ήταν χαοτικές, τα ατυχήματα πολυάριθμα, οι ζημιές που προκαλούντο από τα φορτηγά αυτοκίνητα στα αεροπλάνα (και αντίστροφα) σημαντικές και συχνές.
Τις πρώτες ημέρες οι πιλότοι πειραματίστηκαν ρίχνοντας τα εφόδια στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου για να μη χάνουν χρόνο με τη διαδικασία προσγείωσης και απογείωσης, αλλά γρήγορα διαπιστώθηκε ότι αυτή η μέθοδος είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή των τροφίμων και τη μετατροπή του κάρβουνου σε σκόνη. Το χειρότερο ήταν πως αν και οι παραδόσεις φορτίου αυξάνονταν κάθε εβδομάδα που περνούσε, οι ανάγκες των Βερολινέζων εξακολουθούσαν να μη καλύπτονται, ούτε καν κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Αμερικανούς επιτελείς σε απελπισία.
Ο υπασπιστής του Κλέη, Ρόμπερτ Μέρφυ, έγραψε στις 9 Ιουλίου: "Μέσα σε μια περίπου εβδομάδα μπορεί να βρεθούμε να αντιμετωπίζουμε έναν πληθυσμό στα όρια της απόγνωσης, που θα απαιτεί την αποχώρησή μας για να σωθεί από τη δοκιμασία". Στον Λευκό Οίκο ωστόσο ο Τρούμαν δήλωσε απερίφραστα απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφων σχετικά με την πολιτική των ΗΠΑ στο Βερολίνο: "Οι ΗΠΑ σκοπεύουν να μείνουν. Τελεία και παύλα". Ήταν σαφές ότι χρειαζόταν δραστική αναδιοργάνωση της επιχείρησης αν οι Σύμμαχοι δεν ήθελαν να δουν το Βερολίνο να πέφτει στα χέρια των κομμουνιστών σαν ώριμο φρούτο.
Η Αμερικανική μεθοδικότητα άρχισε να φέρνει τα πρώτα σημάδια ουσιαστικής βελτίωσης από τα μέσα Ιουλίου, όταν δεκάδες μεταγωγικά C-54, μαζί με νεοαφιχθέντα τετρακινητήρια Βρετανικά York και υδροπλάνα Sunderland (που προσθαλασσώνονταν στον ποταμό Χάβελ ή σε κάποια από τις πολυάριθμες λίμνες του Βερολίνου), εντάχθηκαν στο σύστημα αερομεταφορών. Αμέσως μετά την άφιξή τους στη Γερμανία τα C- 54 απογυμνώθηκαν από κάθε περιττό βάρος ή εξάρτημα που κατελάμβανε πολύτιμο χώρο: τα όργανα ναυτιλίας μακράς ακτίνας δράσης, οι εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων, τα καθίσματα των στρατιωτών, τα διαχωριστικά της ατράκτου και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να μετακινηθεί ξηλώθηκαν.
Τα μεγαλύτερα αεροπλάνα μπορούσαν να μεταφέρουν αρκετά ογκώδη φορτία, όπως γεννήτριες, βιομηχανικό εξοπλισμό και άλλα υλικά πρώτης ανάγκης. Τα τρόφιμα παραδίδονταν πλέον σχεδόν αποκλειστικά σε αφυδατωμένη μορφή, κάτι που αφενός μείωνε το βάρος τους και αφετέρου επέτρεπε την ταχύτερη και οικονομικότερη συσκευασία τους, αν και θυσιαζόταν η γεύση τους. Για τους σκληρά εργαζόμενους τεχνικούς που είχαν αναλάβει το έργο της φόρτωσης και της εκφόρτωσης των αεροσκαφών θεσπίσθηκαν ειδικές πρόσθετες αμοιβές που είχαν συνήθως τη μορφή δωρεάν τσιγάρων.
Το ρεκόρ αποδοτικότητας πέτυχε μια 12μελής ομάδα τεχνικών στο Ράιν-Μάιν, που πέτυχε να φορτώσει 9 t κάρβουνου σε ένα C-54 μέσα σε πέντε λεπτά και 45 δευτερόλεπτα, κερδίζοντας μια ολόκληρη κούτα τσιγάρων για κάθε άνδρα της.
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΤΕΡΑΡΧΟΥ ΤΑΝΝΕΡ
Τα πιο κρίσιμα βήματα προς την κατακόρυφη αύξηση της αποτελεσματικότητας έγιναν χάρη στις τεχνικές επινοήσεις και στις καινοτομίες διοικητικής μέριμνας που εισήγαγε ο Αμερικανός πτέραρχος Ουίλιαμ Τάννερ, βετεράνος της υπέρπτησης των Ιμαλαϊων, ο οποίος έφθασε στη Γερμανία τον Ιούλιο του 1948 για να ηγηθεί της Συνδυασμένης Δύναμης Επιχειρήσεων Αερομεταφορών (CAΤF). Οι αντιλήψεις του Τάννερ για την οργάνωση των αποστολών ήταν απλές και ξεκάθαρες:
"Δεν υπάρχει βιασύνη και αυτοσχεδιασμός παρά μόνο η σταθερή προσήλωση στο να φέρουμε σε αίσιο πέρας το έργο μας. Σε μια επιτυχημένη αερομεταφορά δεν βλέπεις σταθμευμένα αεροσκάφη να γεμίζουν τον χώρο γύρω σου. Βρίσκονται είτε στον αέρα, είτε στις ράμπες φόρτωσης και εκφόρτωσης, είτε στα συνεργεία συντήρησης και ανεφοδιασμού". Ο Τάννερ επέβαλε γρήγορα το δυναμικό προσωπικό του στυλ και έκανε τους υφισταμένους του να συνηθίσουν στην ιδέα ότι θα πρέπει να επιλέγουν τα αεροσκάφη για κάθε αποστολή ανάλογα με τον τύπο, την ταχύτητα και τη μεταφορική ικανότητά τους ώστε να αποφεύγονται οι συνωστισμοί τόσο στον αέρα όσο και στο έδαφος.
Μέχρι τότε οι πιλότοι επέλεγαν μόνοι τους το προφίλ πτήσης που τους εξυπηρετούσε και συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος "θα απογειωθεί τελευταίος και θα επιστρέψει πρώτος". Το σύστημα του Τάννερ προέβλεπε αυστηρά καθορισμένες παραμέτρους πτήσης που έθεσαν τέρμα στις περίφημες "κούρσες" μέσα στους αεροδιαδρόμους. Παράλληλα οι βελτιώσεις στους πύργους ελέγχου των αεροδρομίων του Βερολίνου κατέστησαν δυνατή την προσγείωση περισσότερων αεροσκαφών με μικρότερο χρονικό διαχωρισμό μεταξύ τους. Ως λάτρεις της εκπαίδευσης οι Αμερικανοί δεν παρέλειψαν να δημιουργήσουν και ένα ειδικό σχολείο στη βάση Γκρέητ Φωλς της Μοντάνα, όπου ιπτάμενα πληρώματα και τεχνικοί εδάφους εκπαιδεύονταν να συνεργάζονται αρμονικά σε ένα απαιτητικό περιβάλλον.
Μεταξύ άλλων ο Τάννερ έθεσε σε εφαρμογή και μια νέα διαδικασία επανεξυπηρέτησης και επαναφόρτωσης των αεροσκαφών ώστε να αξιοποιηθεί στο έπακρο ο αριθμός τους. Οι αεροπόροι που υπέφεραν από τη ρουτίνα των αποστολών συνήθιζαν μέχρι τότε να εξέρχονται από τα αεροπλάνα τους μετά την προσγείωση και να χαλαρώνουν καπνίζοντας ή πηγαίνοντας στο μπαρ της βάσης. Ο Τάννερ όμως εφάρμοσε νέα μέτρα. Στο εξής κάθε αεροπλάνο που άγγιζε τον διάδρομο προσγείωσης το υποδέχονταν δύο Jeep στα οποία επέβαιναν αντίστοιχα ο αξιωματικός επιχειρήσεων και ο υπεύθυνος μετεωρολόγος, οι οποίοι πραγματοποιούσαν άμεση ενημέρωση του πληρώματος για την επόμενη αποστολή του.
Σε ένα τρίτο όχημα που ακολουθούσε, συνήθως ένα ανοικτό ημιφορτηγό Volkswagen, υπήρχαν ένα πλήρως οργανωμένο σνακ-μπαρ και μερικές από τις ωραιότερες δεσποινίδες του προσωπικού της βάσης. Αυτομάτως τα παράπονα των πληρωμάτων έπαψαν και οι χρόνοι επανεξυπηρέτησης έπεσαν στα 30 λεπτά. Ένα από τα κυριότερα προβλήματα της αερογέφυρας ήταν οι ανάγκες συντήρησης των αεροσκαφών. Κάθε μεταγωγικό χρειαζόταν να περάσει από τυπικούς τεχνικούς ελέγχους σε καθημερινή βάση, διεξοδικότερους ελέγχους ανά 50 ώρες πτήσης, την πλήρη προβλεπόμενη συντήρηση ανά 200 ώρες και γενική ανακατασκευή κάθε 1.000 ώρες.
Η τελευταία απαιτούσε τη μεταφορά του αεροπλάνου σε κατάλληλο εργοστάσιο και την παραμονή του εκεί επί 15 τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα ο Τάννερ και οι άνδρες του τελειοποιούσαν μια προσεκτικά μελετημένη "χορογραφία" φόρτωσης, εκφόρτωσης, ανεφοδιασμού, ενημέρωσης και απογείωσης των αεροπλάνων. Σύντομα οι τεχνικοί ήταν σε θέση να φορτώσουν 10 t εφοδίων και ένα C-54 μέσα σε 20 λεπτά και να τους εκφορτώσουν σε 30 λεπτά. Χρειάστηκε αρκετός χρόνος μέχρι να πεισθούν οι πολίτες του πολιορκημένου Βερολίνου ότι αυτός ο "προμαχώνας της ελευθερίας" στον οποίο ζούσαν, δεν θα στραγγαλιζόταν τελικά από την ασιτία και τις ασθένειες.
Οι πρώτοι μήνες του αποκλεισμού είχαν επιφέρει μεγάλες μειώσεις στις καθημερινές μερίδες τροφίμων, οι οποίες και πριν από τα γεγονότα απείχαν πολύ από το να είναι ικανοποιητικές. Επειδή ο ανατολικός τομέας εφοδιαζόταν καλύτερα, οι ταλαίπωροι Βερολινέζοι βομβαρδίζονταν με ανακοινώσεις των Σοβιετικών που τους καλούσαν να προμηθευτούν τα αναγκαία εφόδιά τους από τη δική τους ζώνη. Ο μόνος όρος που έθεταν ήταν να μετακομίσει κάποιος εκούσια στο ανατολικό Βερολίνο. Κατόπιν θα είχε όσα τρόφιμα ήθελε. Προς τιμή των Βερολινέζων, μόνο 85.000 άνθρωποι από τα εκατομμύρια του πληθυσμού αποδέχθηκαν την πρόσκληση και πέρασαν στη Σοβιετοκρατούμενη ζώνη προκειμένου να εξασφαλίσουν τροφή για τις οικογένειές τους.
Οι Σοβιετικοί, που είχαν πιστέψει ότι με τον τρόπο αυτό θα προκαλούσαν ρεύμα φυγής προς τον τομέα τους ως ένα πρώτο βήμα για τη μελλοντική ολοκληρωτική πρόσδεση του Βερολίνου στο άρμα τους, εξεπλάγησαν από την καρτερία του γερμανικού λαού. Εξακολουθούσαν όμως να τρέφουν την πεποίθηση ότι σύντομα η πόλη θα έπεφτε στα χέρια τους χωρίς να χρειαστεί να ρίξουν ούτε έναν πυροβολισμό. Το Βερολίνο υπέφερε αλλά άντεχε. Όλα τα δημόσια μέσα μεταφοράς σταματούσαν την κυκλοφορία τους στις 18.00 και ο φωτισμός των δρόμων είχε ελαττωθεί κατά τα 3/4. Το φωταέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα παρέχονταν από τους Σοβιετικούς μόνο για δύο ώρες την ημέρα αλλά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη η χρήση τους.
Τουλάχιστον 4.600 επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να κλείσουν λόγω έλλειψης κάρβουνου και άλλες 6.500 υπολειτουργούσαν. Όσα δένδρα είχαν σωθεί από τους βομβαρδισμούς κόπηκαν από τους κατοίκους εν όψει του χειμώνα. Το 20% της ξυλείας θα φυλασσόταν για την ανοικοδόμηση, ενώ το υπόλοιπο (περίπου 150 kg ανά οικογένεια) θα διανεμόταν μόλις έκανε την εμφάνισή του το πρώτο χειμωνιάτικο ψύχος. Στα τέλη του 1948 οι κόποι του Τάννερ και των πληρωμάτων του άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Οι Βερολινέζοι δεν λιμοκτονούσαν πια και η τοπική οικονομία δεν είχε παραλύσει, προς μεγάλη έκπληξη των Σοβιετικών.
Τα παιδιά διασκέδαζαν βλέποντας τους πιλότους να τους ρίχνουν γλυκά δεμένα σε μικρά αλεξίπτωτα και αποκαλούσαν τα αεροπλάνα "σοκολατένια βομβαρδιστικά". Η πόλη ωστόσο ζούσε με τον τρόμο του επερχόμενου χειμώνα επειδή τότε οι ανάγκες σε τρόφιμα και ενέργεια θα αυξάνονταν κατά πολύ και οι καιρικές συνθήκες πιθανώς θα δυσχέραιναν τις πτήσεις. Η δημοτική αρχή του Βερολίνου εκτιμούσε ότι απαιτούντο τουλάχιστον 5.650 t τροφής και κάρβουνου ημερησίως για να μπορέσει να επιβιώσει ο πληθυσμός και οι Σύμμαχοι αγωνίστηκαν σκληρά για να κερδίσουν αυτό το στοίχημα. Τον Οκτώβριο παρέδιδαν κατά μέσο όρο 4.760 t ημερησίως, τον Νοέμβριο 3.800 t.
Ο Τάννερ βάσιζε πλέον τις ελπίδες του στον αυξανόμενο αριθμό μεγάλων μεταγωγικών C-74 Globemaster, το καθένα από τα οποία είχε μεταφορική ικανότητα 25 t. Εκτελώντας κατά μέσο όρο έξι αποστολές την ημέρα ένα και μόνο C-74 μπορούσε να ενισχύσει το Βερολίνο με 150 t. Τα C-74 όμως ήταν ακόμα λιγοστά. Το ηθικό άρχισε να κάμπτεται και πάλι στην αποκλεισμένη πόλη και υπήρχαν ανησυχητικά σημάδια ότι οι Σοβιετικοί πιθανώς δεν θα ανέχονταν περισσότερο τη λειτουργία της δυτικής αερογέφυρας. Σοβιετικά μαχητικά αεροπλάνα άρχισαν να οργανώνουν εικονικές αερομαχίες μεταξύ τους πάνω από το Βερολίνο ενώ οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες εκτελούσαν συχνά εκπαιδευτικά πυρά, κυρίως στην περιοχή του βόρειου αεροδιαδρόμου.
Με την πάροδο την ημερών οι Σοβιετικοί πιλότοι έγιναν προκλητικότεροι και κατέληξαν να παρενοχλούν με επικίνδυνους ελιγμούς τα μεταγωγικά, όποτε τύχαινε να τα συναντήσουν. Η ένταση ήταν μεγάλη. Αν κάποιο από αυτά τα επεισόδια εξελισσόταν από απλή παρενόχληση σε κατάρριψη ή σε ανταλλαγή πυρών, ο πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος. Όπως αποδείχθηκε τελικά οι σοβιετικές προκλήσεις, αν και φανέρωναν ιδιαίτερο θράσος, δεν ξέφυγαν ποτέ από τον έλεγχο της Μόσχας και δεν κατέληξαν σε κλιμάκωση της ρήξης. Τα επεισόδια αυτά ελαττώθηκαν δραστικά κατά τους χειμερινούς μήνες. Τότε οι Σοβιετικοί επαναπαύθηκαν για μια ακόμα φορά στο ότι η κακοκαιρία και οι χιονοπτώσεις θα έρχονταν και πάλι ως σύμμαχοί τους.
Πίστευαν εσφαλμένα ότι η αερογέφυρα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει και βάσιζαν αυτή την πεποίθησή τους στο παράδειγμα του Στάλινγκραντ. Εκεί η Luftwaffe είχε επωμισθεί την αποστολή να μεταφέρει τουλάχιστον 700 t την ημέρα στην πολιορκημένη 6η Στρατιά του Φρήντριχ Πάουλους αλλά σπάνια κατόρθωσε να ξεπεράσει τους 90. Η Αμερικανική Αεροπορία όμως δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα της Luftwaffe. Στις 22 Οκτωβρίου 1948 ο Τρούμαν ενέκρινε την αποστολή, στη Γερμανία, άλλων 66 αεροσκαφών C-54, ανεβάζοντας το σύνολο των μεταγωγικών αυτού του τύπου που είχαν εμπλακεί στον ανεφοδιασμό του Βερολίνου σε 225.
Επιπλέον τον Νοέμβριο κατέστη επιχειρησιακό και το αεροδρόμιο του Τέγκελ χάρη στην εθελοντική εργασία 17.000 Γερμανών, ανδρών και γυναικών, που μετέφεραν δέκα εκατομμύρια τούβλα από τα ερείπια της πόλης στο εργοτάξιο. Η κατασκευή του τρίτου αεροδρομίου του Βερολίνου ολοκληρώθηκε σε δύο μήνες αντί για τέσσερις που είχαν υπολογίσει οι Αμερικανοί, αυξάνοντας θεαματικά τις δυνατότητες εκφορτώσεων. Η εγκατάσταση νέων ραντάρ στις βάσεις και ραδιοβοηθημάτων στα αεροπλάνα έδωσε τη δυνατότητα στα μεταγωγικά να πετούν "όταν τα πουλιά περπατούσαν", κατά τη χαρακτηριστική έκφραση των πιλότων.
Η αισιοδοξία ήταν πλέον έκδηλη. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον ο Κλέη δήλωσε: "Η αερογέφυρα θα συνεχιστεί μέχρι να αρθεί ο αποκλεισμός".
ΟΙ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΙ ΧΑΝΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Προς απογοήτευση των Σοβιετικών ο Τρούμαν επανεξελέγη κατά τις Αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 2ας Νοεμβρίου 1948 και τους εγκατέλειψε και ένας από τους πιο παραδοσιακούς συμμάχους τους, ο περίφημος "στρατηγός χειμώνας". Τον Ιανουάριο του 1949 σημειώθηκε ένα μετεωρολογικό θαύμα: Ο ουρανός ήταν καθαρός και το χιόνι δεν πάγωνε. Εκμεταλλευόμενα τη σπάνια αυτή εύνοια της τύχης τα αεροπλάνα κατάφεραν να αυξήσουν τον όγκο των μεταφορών τους σε 5.546 t την ημέρα, εξορμώντας πλέον (εκτός από το Ράιν-Μάιν) και από βάσεις όπως το Βισμπάντεν, το Φάσμπεργκ, το Τσέλε, το Βούνσντορφ, το Λύμπεκ, το Φούλσμπυτελ και το Αμβούργο.
"Σε κάθε κύκλο που θα συμπληρώσει ο ωροδείκτης", γράφει χαρακτηριστικά ο Καρτιέ, "μέρα και νύχτα, με καλοκαιρία ή με θύελλα, 40 αεροπλάνα πρέπει να πετούν προς την πολιορκημένη πόλη". Καθώς η καλοκαιρία συνεχιζόταν ως και τον Μάρτιο, οι μέσες ημερήσιες παραδόσεις συχνά ξεπερνούσαν τους 6.000 t και οι Βερολινέζοι στον δυτικό τομέα είδαν το φάσμα του υποσιτισμού να απομακρύνεται και κέρδισαν βάρος. Η άνοιξη του 1949 σημάδεψε την κορύφωση της αεροπορικής δραστηριότητας, με τα αεροπλάνα να προσγειώνονται γύρω από την πόλη με ρυθμό ένα κάθε 90 δευτερόλεπτα και χρόνο εκφόρτωσης και απογείωσης μόλις έξι λεπτά! Πολλά από τα μεταγωγικά δεν επέστρεφαν στη δυτική Γερμανία άδεια.
Μετέφεραν προϊόντα που παρήγε το Βερολίνο και ανθρώπους οι οποίοι είχαν άμεση ανάγκη ειδικής ιατρικής φροντίδας. Τον Απρίλιο η αερογέφυρα πέτυχε ένα φανταστικό ρεκόρ μεταφέροντας 7.830 t ημερησίως με πτήσεις που συχνά έφθαναν σε συχνότητα τη μια ανά λεπτό. Οι Βερολινέζοι δεν αρκέστηκαν στο να παρακολουθούν απαθείς αυτή την πρωτοφανή σε μέγεθος και αποφασιστικότητα προσπάθεια των Συμμάχων. Μεγάλος αριθμός πολιτών προσέφερε εθελοντική εργασία βοηθώντας στην εκφόρτωση των αεροσκαφών, στη συντήρησή τους και στην κίνηση των φορτηγών αυτοκινήτων που ανελάμβαναν τη διακίνηση των αγαθών μέσα στην πόλη.
Κατέβαλλαν επίσης φιλότιμες προσπάθειες να αυξήσουν την τοπική παραγωγή τροφίμων αξιοποιώντας καλλιεργητικά και την τελευταία γωνιά πράσινου της πόλης, ενώ δεν έλειπαν το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, που λειτουργούσαν ευεργετικά στην εξύψωση του ηθικού: "Είμαστε τυχεροί", έλεγαν. "Φανταστείτε τι θα γινόταν αν οι Αμερικανοί είχαν κάνει τον αποκλεισμό και οι Ρώσοι την αερογέφυρα". Μέσα από την πόλη εξέπεμπε 24ωρο πρόγραμμα ο σταθμός "Οι Νησιώτες", που μετέδιδε συνεχώς ειδήσεις από τη ζωή στο αποκλεισμένο Βερολίνο και ψυχαγωγούσε τον πληθυσμό.
Υπήρχαν φυσικά και εκείνοι που έκαναν πικρόχολα σχόλια για τους Δυτικούς, λέγοντας ότι το Βερολίνο δεν θα είχε φθάσει ποτέ σε αυτή την κατάσταση αν οι Σύμμαχοι δεν είχαν αφήσει τόσο επιπόλαια τον Στάλιν να κατακτήσει το 1/3 της Γερμανίας. Η πλειοψηφία του πληθυσμού όμως ήταν ευτυχής για την υποστήριξη την οποία λάμβανε από τους Δυτικούς και χαιρόταν που μπορούσε να συμπαραταχθεί μαζί τους απέναντι στους Σοβιετικούς, που ούτως ή άλλως οι περισσότεροι τους αντιπαθούσαν. Ακόμα και οι Δυτικογερμανοί συνέδραμαν έμμεσα στην επιχείρηση, μέσω του "φόρου Βερολίνου" που κατέβαλλαν για την οικονομική ενίσχυση των συμπατριωτών τους στην πόλη.
Η ΜΟΣΧΑ ΥΠΟΧΩΡΕΙ
Την άνοιξη του 1949 η αερογέφυρα λειτουργούσε με τέτοια αποτελεσματικότητα ώστε φαινόταν ότι θα μπορούσε να διατηρηθεί επ' αόριστο. Παράλληλα με αυτή την επιτυχία οι Σύμμαχοι προχωρούσαν γοργά στον σχηματισμό του νέου δυτικογερμανικού κράτους. Τον Απρίλιο ιδρύθηκε και το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ), κάτι που προκάλεσε ισχυρούς πολιτικούς τριγμούς ανατολικά του "σιδηρού παραπετάσματος". Η Μόσχα βρέθηκε ξαφνικά να έχει χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αρκείται σε ρόλο παθητικού θεατή των εξελίξεων που δεν μπορούσε να εμποδίσει ή να αναστείλει.
Είχε αποκλείσει το Βερολίνο ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους όρους της στη Δύση και αντί γι' αυτό βρισκόταν απίστευτα παραγκωνισμένη και ηττημένη στο διπλωματικό πεδίο. Οι Δυτικοί προχώρησαν και σε μια μορφή δικού τους αντι-αποκλεισμού της ΕΣΣΔ επιβάλλοντάς της εμπορικές κυρώσεις και σταματώντας τις αποστολές φορτίων πρώτων υλών και βιομηχανικών αγαθών από τις δικές τους γερμανικές ζώνες προς την ανατολική. Έτσι εκτός από το κάρβουνο του Ρούρ η Σοβιετική ζώνη στερήθηκε σύντομα κρίσιμα υλικά: ηλεκτρικούς κινητήρες, ρουλεμάν, συστήματα μετάδοσης κίνησης, τρυπάνια και άλλα εργαλεία και οπτικά όργανα.
Η απουσία αυτών των υλικών κατέστη ακόμα πιο τραγική λόγω της λεηλασίας του βιομηχανικού εξοπλισμού της ανατολικής Γερμανίας, στην οποία είχαν προβεί οι Σοβιετικοί αμέσως μετά την κατάληψή της το 1945. Ήταν φανερό ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει τελείως από τον έλεγχο των Σοβιετικών και ο αποκλεισμός του Βερολίνου είχε περισσότερο αρνητικές συνέπειες στην ηγεσία του Κρεμλίνου παρά θετικές. Τον Μάρτιο του 1949 ο αντιπρόσωπος της ΕΣΣΔ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, Γιάκοβ Μαλίκ, άρχισε μυστικές διμερείς επαφές με τον Αμερικανό ομόλογό του, Φίλιπ Τζέσαπ.
Έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις η σοβιετική πλευρά εμφανίστηκε πρόθυμη να άρει τον αποκλεισμό υπό τον όρο ότι η Δύση θα συγκαλούσε ένα συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών στη Γερμανία τον Μάιο, ελπίζοντας ίσως ακόμα ότι θα κατάφερνε να ματαιώσει τη δημιουργία ενός Δυτικογερμανικού κράτους. Οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν αυτή την πρόταση με καχυποψία, αλλά συμφώνησαν στη σύγκληση του συμβουλίου. Έτσι ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα της 12ης Μαΐου 1949 τα φώτα άναψαν πάλι ως δια μαγείας σε ολόκληρο το Βερολίνο, έπειτα από 11 μήνες διακοπής, και τα τραίνα άρχισαν να καταφθάνουν και πάλι ανεμπόδιστα.
Οι Βερολινέζοι υποδέχθηκαν την άρση του αποκλεισμού χωρίς πανηγυρισμούς, αφού διαισθάνονταν ότι η αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης, που είχε ξεκινήσει με την κρίση στην πόλη τους, ήταν μόλις στην αρχή της. Όλοι γνώριζαν ότι οι Σοβιετικοί εξακολουθούσαν να τηρούν το Βερολίνο σε ένα καθεστώς αόρατης ομηρίας και ότι θα μπορούσαν εύκολα να επαναλάβουν τον αποκλεισμό οποτεδήποτε το έκριναν σκόπιμο. Στην πραγματικότητα παρά τη φαινομενική ύφεση οι Σοβιετικοί συνέχισαν κατά περιόδους να παρενοχλούν την κυκλοφορία οχημάτων και τραίνων, υποχρεώνοντας τους Δυτικούς να συνεχίσουν κανονικά τις αερομεταφορές ως τον Σεπτέμβριο του 1949.
Επιπλέον το Βερολίνο έδειχνε σαφή σημάδια διχοτόμησης καθώς οι διαφορές μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τομέα γίνονταν όλο και πιο έντονες. Η αερογέφυρα του Βερολίνου είχε πετύχει έναν πραγματικό άθλο: μετέφερε περισσότερους από 2.000.000 t φορτίου με 238.616 πτήσεις σε διάστημα 318 ημερών. Για να μεταφερθεί αυτό το φορτίο θα χρειάζονταν 15.000 εμπορικές αμαξοστοιχίες. Η απόσταση που κάλυψαν συνολικά τα αεροπλάνα ισοδυναμούσε με 3.000 φορές τον γύρο της Γης ή 16 ταξίδια στη Σελήνη μετ' επιστροφής. Το κόστος της επιχείρησης σε καύσιμα, υλικά και εργατοώρες ήταν τεράστιο.
Πικρό ήταν το αντίτιμο που κατέβαλαν τα ηρωικά πληρώματα για να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους: 77 Βρετανοί και Αμερικανοί αεροπόροι έχασαν τη ζωή τους κατά τις αερομεταφορές από διάφορους λόγους. Ο αριθμός αυτός θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον μικρός με δεδομένο τον όγκο και την πυκνότητα των πτήσεων. Αυτή η επιτυχημένη στρατιωτική επιχείρηση απέφερε πολύτιμη εμπειρία στο ζήτημα των αεροπορικών μεταφορών, στην οργάνωση και στη διεξαγωγή τους. Πολλές από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν βρήκαν αργότερα εφαρμογή στη βελτίωση του συστήματος ελέγχου των πολιτικών πτήσεων στις ΗΠΑ.
Εκτός από την καθαρά αεροπορική της σημασία η αερογέφυρα του Βερολίνου είχε και εξόχως πολιτική σημασία, αφού έθεσε για πρώτη φορά ξεκάθαρα τις στρατιωτικές και διπλωματικές παραμέτρους από τις οποίες θα εξαρτώντο τα επόμενα 50 χρόνια οι σχέσεις μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΣΣΔ. Υπερασπίζοντας σταθερά και με κάθε διαθέσιμο μέσο την ανεξαρτησία του δυτικού Βερολίνου οι Δυτικοί Σύμμαχοι έθεσαν έναν σαφέστατο φραγμό σε κάθε απόπειρα περαιτέρω επέκτασης της σοβιετικής επιρροής στην Ευρώπη. Η κρίση απετέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία του ΝΑΤΟ, της νέας μεγάλης συμμαχίας που θα κυριαρχούσε στην ήπειρο κατά το υπόλοιπο του 20ού αιώνα.
Η διαχείριση της κρίσης έθεσε επίσης τα θεμέλια για την ανάπτυξη πολύ καλών σχέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Δυτικής Γερμανίας (η οποία ιδρύθηκε τυπικά τον Μάιο του 1949), σηματοδοτώντας έτσι την πρώτη φορά στην Ιστορία που οι Αμερικανοί συνήψαν συμμαχία με τους Γερμανούς. Η θεαματική αερογέφυρα μπορεί να έσωσε το 1948-49 το Βερολίνο αλλά στην πραγματικότητα λύτρωσε μόνο ένα μέρος της πόλης. Οι Γερμανοί που ζούσαν στον ανατολικό τομέα συνέχισαν να υποφέρουν τα δεινά ενός αποτυχημένου -όπως αποδείχθηκε- οικονομικού και πολιτικού συστήματος που τους άφησε έξω από το "οικονομικό θαύμα" του υπόλοιπου Γερμανικού λαού κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Επρόκειτο να εκδηλωθούν και άλλες κρίσεις στο Βερολίνο κατά τα επόμενα χρόνια. Το 1958 η Μόσχα απείλησε πάλι με νέο αποκλεισμό, με βίαιη εκδίωξη των Δυτικών δυνάμεων από την πόλη και με ενσωμάτωσή της στην Ανατολική Γερμανία. Ο λόγος για τον οποίο το Κρεμλίνο επέλεξε να σκληρύνει τη στάση του ήταν η ακατάσχετη "αιμορραγία" που υφίστατο το Ανατολικογερμανικό κράτος - μαριονέτα εξαιτίας του κύματος φυγής πληθυσμού του προς τον δυτικό τομέα του Βερολίνου. Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί επέλεγαν κάθε χρόνο τον δρόμο της φυγής από το κομμουνιστικό καθεστώς. Σε απάντηση η Μόσχα ύψωσε το 1961 το περίφημο Τείχος, που χώρισε την πόλη στα δύο.
Οι κάτοικοι του Βερολίνου δεν ξέχασαν ποτέ την "αερογέφυρα ζωής". Το 1951 με πρωτοβουλία του Ερνστ Ρώυτερ δημιουργήθηκε ένα μνημείο του αποκλεισμού μπροστά στην είσοδο του αεροδρομίου του Τέμπελχοφ, προκειμένου να τιμηθεί η συμβολή των αερομεταφορών στη σωτηρία της πόλης. Το γλυπτό παραμένει ακόμα για να θυμίζει τις δοκιμασίες παλαιότερων ταραγμένων εποχών. Αποτελείται από έναν οβελίσκο ύψους 20 m από τον οποίο ξεκινούν τρία παρακλάδια προς τη Δύση, που συμβολίζουν τους τρεις αεροδιαδρόμους της επιχείρησης. Στη βάση του είναι σκαλισμένα τα ονόματα των αεροπόρων που έπεσαν στο καθήκον.
Ατενίζοντάς το κάποιος δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί τις επιπτώσεις που είχε η αταλάντευτη στάση των Συμμάχων το 1948 - 1949 για την τελική επικράτηση της Δύσης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και την επανένωση της Γερμανίας.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Β' Π.Π.
Στις 2 Μαΐου 1945 τελείωσε η μάχη του Βερολίνου, η τελευταία επίθεση στο Ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων. Το τέλος της μάχης θα έβρισκε τον Αδόλφο Χίτλερ και πολλούς άλλους Ναζί ηγέτες νεκρούς, την πόλη τελείως κατεστραμμένη και τον πληθυσμό της στο έλεος της πείνας και των επιδημιών, αφού οι βομβαρδισμένοι υπόνομοι είχαν μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα και, στο χάος που επικρατούσε, τα τρόφιμα και τα φάρμακα είχαν παντελώς εξαντληθεί. Η κυρίως μάχη για την πόλη του Βερολίνου έλαβε χώρα από το μεσημέρι της 20 / 04 / 1945 ως τις 6π.μ. της 02 / 05 / 1945 και υπήρξε μια από τις φονικότερες της ανθρώπινης ιστορίας.
Οι Γερμανικές δυνάμεις που αμύνονταν μέσα στην πόλη αριθμούσαν τους 45 χιλ. άνδρες και προέρχονταν από υπολείμματα μεραρχιών της Βέρμαχτ και των Βάφεν SS, ηλικιωμένους εφέδρους των μονάδων πολιτοφυλακής, πυρήνες της χιτλερικής νεολαίας που απαρτίζονταν από παιδιά και εφήβους, ελάχιστα τεθωρακισμένα και καθόλου αεροπορία. Απέναντί τους είχαν περίπου 2,5 εκατ. Ρώσους και 80 χιλ. Πολωνούς, 7 χιλ. τεθωρακισμένα, 7,5 χιλ. αεροπλάνα και 45 χιλ. κανόνια και εκτοξευτές ρουκετών. Η μάχη ήταν εξαιρετικά άνιση και το Βερολίνο ήδη περικυκλωμένο, μετά την αποτυχία του γερμανικού στρατού να σταματήσει την εχθρική επίθεση στα περίχωρα.
Έτσι, οι Γερμανοί στην ουσία προσπαθούσαν να καθυστερήσουν όσο μπορούσαν την πτώση, αφού οι δυνάμεις των Ρώσων ήταν συντριπτικά ανώτερες σε αριθμό και εξοπλισμό και η συμμαχική αεροπορία βομβάρδιζε καθημερινά την πόλη κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο το έργο των αμυνομένων. Οι Σοβιετικές δυνάμεις προχωρούσαν αργά προς το κέντρο από τρεις κατευθύνσεις, αντιμετωπίζοντας σθεναρή αντίσταση, ακόμα και αντεπιθέσεις. Από τα νοτιοανατολικά, κατά μήκος της οδού Φρανκφούρτερ και στόχο την πλατεία Αλεξάντερ, από τα βόρεια με αντικειμενικό σκοπό το Ράιχσταγκ και από τα νότια με στόχο την πλατεία Ποτσντάμερ μέσω της λεωφόρου Σόνεν.
Τα σημεία στα οποία οι μάχες ήταν πραγματικά λυσσαλέες ήταν η γέφυρα Μόλτκε, το αρχηγείο της Γκεστάπο, το κτήριο του Ράιχσταγκ και το πάρκο Τιεργκάρτεν με τον τεθωρακισμένο αντιαεροπορικό πύργο του ζωολογικού κήπου, που κράτησε μέχρι την τελευταία μέρα των εχθροπραξιών. Τα στρατιωτικά τμήματα που πολέμησαν με τον περισσότερο φανατισμό ήταν οι μονάδες ξένων εθελοντών των SS. Γάλλοι, Νορβηγοί και Σουηδοί ήταν οι τελευταίοι υπερασπιστές του Τρίτου Ράιχ, ακόμα και όταν κάθε ελπίδα είχε πια χαθεί, προφανώς γιατί αυτοί οι άνδρες δεν είχαν πλέον πατρίδα και ήταν αποφασισμένοι να μην παραδοθούν στους Ρώσους.
Το πρωί της 30 / 05 / 1945, στην πρωινή ενημέρωση, ο διοικητής του Βερολίνου στρατηγός Βάιντλινγκ ανέφερε στον Χίτλερ ότι οι αμυνόμενοι θα εξαντλούσαν τα πυρομαχικά τους μέσα στην ημέρα. Ο Χίτλερ του έδωσε την άδεια να σπάσει τον κλοιό και να διαφύγει με τα τμήματά του προς τα δυτικά. Αργότερα, ο ίδιος και η Εύα Μπράουν θα αυτοκτονούσαν ακολουθούμενοι από τον Γκέμπελς και τη γυναίκα του, αφού είχαν σκοτώσει προηγουμένως τα παιδιά τους. Το βράδυ της πρώτης προς 2 Μαΐου ήταν η τελευταία ευκαιρία απόδρασης για τη φρουρά της πόλης.
Από αυτούς που προσπάθησαν να διαφύγουν εκείνο το βράδυ, μόνο όσοι κατάφεραν να διασχίσουν τη γέφυρα Σαρλότενμπρικε και να φτάσουν στο Σπαντάου, ξέφυγαν από τον σοβιετικό κλοιό. Την επομένη όλα είχαν τελειώσει. Παρά την απόλυτη υπεροπλία τους, οι επιτιθέμενοι είχαν 80 χιλ. νεκρούς και 280 χιλ. τραυματίες και πάνω από 2 χιλ. κατεστραμμένα τεθωρακισμένα. Για τους Γερμανούς οι απώλειες ξεπέρασαν τους 400 χιλ. νεκρούς και τραυματίες. Οι απώλειες του άμαχου πληθυσμού παραμένουν ακόμα και σήμερα άγνωστες. Η Σοβιετική διοίκηση, από την πρώτη μέρα της εκεχειρίας έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να ταΐσει τον πληθυσμό του Βερολίνου.
Αλλά το έργο ήταν πολύ δύσκολο και υπήρξαν προβλήματα εφοδιασμού και πρόσβασης των πολιτών στα σημεία διανομής τροφίμων. Τα κρούσματα βιασμών Γερμανίδων κάθε ηλικίας από μεθυσμένους και μη Ρώσους στρατιώτες έφτασαν το ασύλληπτο νούμερο των 100 χιλ. στο Βερολίνο, ενώ στο σύνολο της κατειλημμένης από τους Σοβιετικούς Γερμανικής επικράτειας ξεπέρασαν το ενάμισι εκατομμύριο. Επίσης υπήρξαν περιστατικά που οι Ρώσοι έκλεβαν και σκότωναν χωρίς διάκριση πολίτες και μόνο μετά το καλοκαίρι του 1945 επιβλήθηκε μιας κάποιας μορφής πειθαρχία στα Σοβιετικά στρατεύματα στη Γερμανία, μετά την παραδειγματική τιμωρία των παραβατών.
Για τους κατοίκους του Βερολίνου, η μάχη της επιβίωσης σε καιρό ειρήνης θα ήταν το ίδιο σκληρή όσο και στον καιρό του πολέμου. Η μάχη του Βερολίνου τελείωσε με παράδοση της πόλης στους Σοβιετικούς, με τεράστιες απώλειες και για τις δύο πλευρές:
Σοβιετικοί
- Νεκροί: 78.291.
- Τραυματίες: 274.184.
- Συνολικά: 352.475.
- Νεκροί: 92.000 - 100.000 στρατιώτες.
- Τραυματίες: 220.000 στρατιώτες.
- Αιχμάλωτοι: 479.298.
- Επιπλέον 95.000 Βερολινέζοι έχασαν τη ζωή τους, εκ των οποίων 11.000 υπέστησαν καρδιακή προσβολή και 6.400 αυτοκτόνησαν.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου