Το έργο του Ηροδότου στο μεγαλύτερο μέρος βασίζεται σε προσωπική έρευνα («ιστορίη»), κατά την οποία ο ιστορικός άντλησε πληροφορίες από διάφορες γραπτές και προφορικές πηγές. Στις γραπτές πηγές κατατάσσονται οι επιγραφές σε αναθήματα, τα επιγράμματα σε αναμνηστικά μνημεία και οι χρησμοί, πού τους παραθέτει με ιδιαίτερη φροντίδα.
Επίσημα έγγραφα, με τη σημερινή έννοια της λέξεως, δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε πολλά. Ενδείξεις μόνο υπάρχουν εδώ και εκεί. Είναι πιθανόν π.χ. οι πληροφορίες για τη διαίρεση του περσικού κράτους σε σατραπείες και σε φορολογικά διαμερίσματα να προέρχωνται από επίσημους καταλόγους.
Παλαιότερα ανάμεσα στις γραπτές πηγές είχε υπερτονιστεί ο ρόλος του έργου των λογογράφων, ιδιαίτερα των «Περσικών» του Χάρωνος του Λαμψακηνού και των «Λυδικών» του Ξάνθου. Η έλλειψη βεβαιότητος όμως ως προς τον χρόνο της συγγραφής των έργων αυτών μας κάνει σήμερα επιφυλακτικούς. Έτσι ως μόνη ασφαλής πηγή από τα έργα των παλαιοτέρων λογογράφων μένει το έργο του Εκαταίου, πού το μνημονεύει ρητά ο Ηρόδοτος.
Εκτός από τις γραπτές πηγές ο Ηρόδοτος βασίσθηκε και στην προφορική παράδοση των λαών πού επισκέφθηκε. Επειδή όμως οι πηγές αυτές από τη φύση τους είναι πιο επισφαλείς, θα δούμε αμέσως παρακάτω τον τρόπο, με τον οποίο τις χρησιμοποίησε.
Επειδή ένα μεγάλο μέρος, τόσο από τις γραπτές όσο και από τις προφορικές πηγές, προερχόταν από αλλόγλωσσους λαούς, είναι πολύ πιθανόν ότι ο Ηρόδοτος χρησιμοποίησε και διερμηνείς· αυτών ακριβώς τις πληροφορίες ήταν πολύ πιο δύσκολο να ελέγξει.
Η εξέταση των πηγών του Ηροδότου μας προϊδεάζει και για τη μεθοδολογία του, πού στη βάση της είναι εμπειρική, γιατί ο ιστορικός βασίζεται πιο πολύ στην αυτοψία. Το έργο του ιστορικού στο μεγαλύτερο του μέρος είναι καρπός της προσωπικής του έρευνας, και μόνο όπου η προσωπική έρευνα δεν του επαρκεί καταφεύγει στις πληροφορίες των άλλων. Και στο σημείο αυτό πάλι το ίδιο του το έργο μας διαφωτίζει. Στο δεύτερο βιβλίο ο Ηρόδοτος περνάει από την περιγραφή της χώρας των Αιγυπτίων στη διήγηση μιας επιτομής της ιστορίας τους, ως εδώ, λέει, μίλησαν η παρατήρηση μου («όψις»), η κρίση μου («γνώμη») και η προσωπική μου έρευνα («ιστορίη»)· από εδώ και πέρα θα βασισθώ σ' αυτά πού άκουσα από άλλους («κατά [τα] ήκουον»).
Χαρακτηριστικά είναι ακόμη και αυτά πού αναφέρει στο έβδομο βιβλίο μιλώντας για τους Αργείους: «εγώ είμαι υποχρεωμένος να διηγούμαι αυτά πού μου λένε· να τα πιστέψω ωστόσο δεν είμαι καθόλου υποχρεωμένος. Και ο λόγος αυτός ας ισχύει για όλη μου την ιστορία».
Ο Ηρόδοτος, είτε βασίζεται στην «όψιν» τη δική του είτε στα «λεγόμενα» των άλλων- η φράση «λέγειν τα λεγόμενα» έχει γίνει χαρακτηριστική για τη μεθοδολογία του-υποβάλλει το υλικό του σε κριτικό έλεγχο, ιδιαίτερα όταν βασίζεται σε ξένες πληροφορίες. Ο έλεγχός του έχει πολλές διακυμάνσεις- ξεκινάει από αγνωστικισμό ή σκεπτικισμό και φθάνει ως την απροκάλυπτη κοροϊδία. Γι' αυτό φράσεις όπως «ουκ ατρεκέως έχω λέγειν», «ουκ έχω ειπείν», «ταύτα δε ου πιστά» και άλλες παρόμοιες επανέρχονται πολύ συχνά στο έργο του. Όταν πάλι έχει να κάνη με αφηγήσεις πού αντικρούονται, η πιο συνηθισμένη του τακτική είναι να τις παραθέτει, χωρίς να επιδιώκει σύνθεση ή να παίρνει θέση, πράγμα πού κάνει πολύ σπάνια. Χαρακτηριστικό ακόμη για τη μέθοδό του είναι πώς δηλώνει σχεδόν πάντοτε επώνυμα τις πηγές του.
Παραθέτουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπου, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, παρακολουθούμε τις διακυμάνσεις του κριτικού ελέγχου του ιστορικού.
Στο τέταρτο βιβλίο δείχνει αγνωστικισμό για την ιστορία του Ζάλμοξι πού έλεγαν ότι έζησε τρία χρόνια σε ένα «κατάγαιον οίκημα» και πού και ο ίδιος δεν ξέρει αν πρέπει να τον πει άνθρωπο ή επιχώριο θρακικό δαίμονα.
Στο δεύτερο βιβλίο απορρίπτει ως ανοησίες («ταύτα δε λέγουσι φλυηρέοντες...») όσα του διηγήθηκαν στη Σάη για τα αγάλματα των κοριτσιών, πού κατά την παράδοση τα είχαν στήσει με κομμένα χέρια, για να θυμίζουν το παράπτωμα τους, ενώ ο ίδιος βλέποντας τα κάτω από τα αγάλματα νόμισε πώς είχαν πέσει από τον χρόνο. Στο ίδιο βιβλίο δεν δέχεται («εμοί μεν ου πιστά λέγοντες») τις παράδοξες ιστορίες πού του διηγήθηκαν στην Αίγυπτο για τα κατορθώματα του ιερού πουλιού φοίνικος.
Στο έβδομο βιβλίο παραθέτει τις εκδοχές και των άλλων Ελλήνων και των Αργείων για την αποχή των τελευταίων από τους Περσικούς πολέμους με τη δήλωση πού είδαμε, πώς αυτός δηλαδή οφείλει να αναφέρει όσα του λένε, χωρίς ωστόσο να είναι υποχρεωμένος και να τα πιστεύει.
Τέλος στο έκτο βιβλίο με κατηγορηματικό τρόπο, ασυνήθιστο για τον Ηρόδοτο («θώμα δε μοι, και ουκ ενδέκομαι τον λόγον...»), ανασκευάζει την υποψία-τη «διαβολή», κατά τη γνώμη του ιστορικού, - πώς οι Αλκμεωνίδες είχαν συνεργασθεί με τον Δάτι και τον Ιππία.
Παρ' όλο όμως τον αναμφισβήτητο έλεγχο πού ασκεί ο Ηρόδοτος στις πληροφορίες του, στο έργο του διαπιστώνονται ορισμένα λάθη πού στο παρελθόν υπερτονίσθηκαν από αυστηρούς-κάποτε και κακόβουλους-κριτικούς του ιστορικού, και κλόνισαν την πίστη στην αξιοπιστία του. Αλλά η πρόοδος των ιστορικών επιστημών (της ιστορίας, αρχαιολογίας, επιγραφικής κλπ.) έδειξε ότι ο Ηρόδοτος είναι ευσυνείδητος συλλέκτης του υλικού του· το καταχωρεί με σχολαστικότητα στο έργο του και όταν ακόμη ο ίδιος δεν το πιστεύει.
Και η τακτική αυτή αποδείχθηκε πολύτιμη. Έτσι διασώθηκαν χρήσιμες πληροφορίες, πού, ενώ ο ίδιος τις θεωρού-σε απίστευτες («ου πιστά»), γιατί οι δικές του γνώσεις δεν τον βοηθούσαν να τις καταλάβει ή να τις εξηγήσει, σήμερα αποδείχθηκαν «πιστότατες» από τη σύγχρονη έρευνα και δυνάμωσαν την πίστη μας στο έργο του.
Ενδεικτικές περιπτώσεις, όπου επαληθεύεται ο Ηρόδοτος, είναι η διήγηση του για την ιστορία των Αργείων αδελφών, του Κλεόβιδος και του Βίτωνος, η οποία επιβεβαιώθηκε από αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα.
Η λεπτόλογη περιγραφή του ευπαλίνειου υδραγωγείου στη Σάμο επαληθεύθηκε ως την τελευταία της διάσταση και στο παρελθόν, αλλά και από πρόσφατες εργασίες πού συνεχίζονται ακόμη.
Οι δύο λύκοι πού οδηγούν τον Αιγύπτιο ιερέα σε μια εορτή, όπως αποκάλυψε η αιγυπτιολογία, είναι δύο βοηθοί πού φορούν προσωπίδα λύκου στη λιτάνευση του θεού Όσιρι.
Το σαγήνευμα (= ψάρεμα) των ανθρώπων, πού αναφέρει στο έκτο βιβλίο και πού τόσο το είχαν παλαιότερα εκμεταλλευθεί, για να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία του Ηροδότου, νεώτερη έρευνα έδειξε πώς είναι μια παλαιά ανατολική τακτική πού την εφάρμοζαν και στο κυνήγι και στον πόλεμο.
Στο τέταρτο βιβλίο διηγείται τον περίπλου της Λιβύης (= Αφρικής), πού πραγματοποίησαν Φοίνικες ναύτες με εντολή του Φαραώ Νεκώ. Ξεκίνησαν από την Ερυθρά θάλασσα, έκαναν τον γύρο της Αφρικής και έφθασαν στην Αίγυπτο από τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ). Όταν ύστερα από χρόνια γύρισαν πίσω, διηγήθηκαν πώς «... περιπλώοντες την Λιβύην τον ήλιον έσχον ες τα δεξιά». Αυτό ο Ηρόδοτος το απορρίπτει χαρακτηρίζοντας το απίστευτο («ου πιστά»). Και όμως οι Φοίνικες αυτοί είχαν παρακάμψει το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος! Ακολουθώντας πορεία αντίθετη με τους θαλασσοπόρους της Αναγεννήσεως, ενώ έπλεαν προς Ν. ξαφνικά παρέκαμψαν το Ακρωτήριο και, καθώς έπλεαν πια προς Δ., βρέθηκαν με τον ήλιο στα δεξιά τους («ες τα δεξιά»)!
Οπωσδήποτε η συστηματική μελέτη του έργου του Ηροδότου αποκάλυψε ορισμένες ανακρίβειες, όπως είναι η μεταμόρφωση του Ναβουχοδονόσορος σε γυναίκα με το όνομα Νίτωκρις, η αλλαγή του Μίθρα σε θεά και μερικές ακόμη.
Όμως τα σφάλματα αυτά δεν βαραίνουν σε σχέση με το τόσο πλούσιο και ετερόκλητο υλικό πού συγκέντρωσε ο ιστορικός στο έργο του. Καθώς μάλιστα πολλά από τα στοιχεία του τα έπαιρνε από άλλους, δεν είναι περίεργο να παρεξήγησε κάτι ή να έπεσε θύμα των πληροφοριοδοτών του, πού κάποτε, για λόγους αστάθμητους του έλεγαν ψέματα, θα ήταν ωστόσο, υπερβολή η διαπίστωση μερικών σφαλμάτων να γενικεύεται και να αμφισβητείται η αξιοπιστία του ιστορικού στο σύνολο της.
Ο Ηρόδοτος «πατέρας της ιστορίας»
Επίμαχο παραμένει για τους ερευνητές το θέμα αν και κατά πόσο ο Ηρόδοτος είναι ιστορικός, με τη σημερινή έννοια της λέξεως, και αν ο παλαιός χαρακτηρισμός του Κικέρωνος, πού τον ονόμασε «πατέρα της ιστορίας», του αξίζει.
Η ιδιομορφία του έργου του-πολυστρώματο και αρχαϊκό καθώς είναι - αλλά πολλές φορές και ο τρόπος με τον οποίο τον πλησίασαν οι μελετηταί του, προκάλεσαν πολλούς και διαφορετικούς χαρακτηρισμούς. Από τους αρχαίους επικριτές του, για να περιορισθούμε σε δύο, ο Κτησίας τον είπε ψεύτη και «λογοποιό», ενώ ο Πλούταρχος έγραψε ολόκληρο λίβελλο εναντίον του, οπού τον αποκάλεσε κακοήθη διαστρεβλωτή της ιστορικής αλήθειας.
Στα νεώτερα χρονιά, κυρίως στον προηγούμενο αιώνα, τον χαρακτήρισαν ασυνείδητο λογοκλόπο, και η αυστηρή φιλολογική και ιστορική υπερκριτική έκανε το καθετί για να βρει λάθη και ανακρίβειες στο έργο του και να του αμφισβητήσει και αυτό τον τίτλο του ιστορικού. Αυτά τα ίδια όμως χρονιά δεν έλειψαν και οι υπερασπιστές του ιστορικού. Άλλοι τον είπαν βαθυστόχαστο γνώστη και αναλυτή της ανθρώπινης μοίρας και άλλοι μεγάλο ιστορικό πού είναι βέβαιος για τον σκοπό του.
Η στάση των σύγχρονων μελετητών απέναντι στον ιστορικό έχει μεταστραφεί. Δέχονται ότι ο χαρακτηρισμός του Κικέρωνος δεν είναι υπερβολικός και ότι η πατρότης της ιστορικής έρευνας ανήκει πραγματικά στον Ηρόδοτο. Σ' αυτό συνετέλεσαν οι γνώσεις πού αποκτήθηκαν με την πρόοδο των ιστορικών επιστημών, αλλά και οι ειδικές μελέτες, πού εξέτασαν το έργο του ιστορικού με διαφορετικό μάτι. Τώρα βασική προϋπόθεση θεωρείται να μην εξετάζεται το έργο του Αλικαρνασσέως ιστορικού ούτε ως καθαρό καλλιτέχνημα ούτε ως στεγνή επιστημονική ιστορία, αλλά ως μία σύνθεση πού συνενώνει αξεδιάλυτα και τα δύο αυτά στοιχεία. Έτσι κοιταγμένο ικανοποιεί και τον κοινό αναγνώστη με τη φρεσκάδα και την άνετη αφήγησή του, και τον αυστηρό ιστορικό πού έχει πολλά να συλλέξει από αυτό. Ο Ηρόδοτος στην ιστορία του δεν διηγείται μόνο τα περίεργα και τα παράξενα πού είδε και έμαθε, αλλά δίνει και συγκεκριμένο ιστορικό υλικό πού αναφέρεται στην πολιτική, πολεμική και πολιτιστική ιστορία των αρχαίων λαών. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός, του, και ας φθάνει σ' αυτόν με κάποια λοξοδρόμηση.
Κάτι πού έβλαψε πολύ τον Ηρόδοτο είναι η εσφαλμένη συνήθεια να αξιολογείται σε σχέση με τον Θουκυδίδη. Το ορθό είναι να αντιμετωπίζεται το έργο του αυτόνομο, έτσι όπως είναι, και να λαμβάνεται υπ' όψη η κληρονομιά που βρήκε και στην οποία οφείλονται τα αρχαϊκά στοιχεία του έργου του, καθώς και η κρίσιμη μεταβατική εποχή στην οποία έζησε. Τότε γίνεται φανερό πώς ο Ηρόδοτος είναι μεγάλος καλλιτέχνης του λόγου και άξιος ιστορικός.
Βέβαια ο Ηρόδοτος έχει και ορισμένες βασικές αδυναμίες, όπως είναι η αναρμοδιότης του στα στρατιωτικά, η αδυναμία να ερμηνεύσει σωστά τις πολεμικές πράξεις ως αποτελέσματα πού απορρέουν από αίτια πολιτικά, οικονομικά κ.ά. Υστερεί δηλαδή ο Ηρόδοτος, όπως συνήθως τονίζεται, ακριβώς στα σημεία εκείνα, στα οποία υπερτερεί ο Θουκυδίδης και τα οποία κάνουν τον τελευταίο τον πιο μεγάλο ιστορικό του αρχαίου κόσμου. Όμως και με τις αδυναμίες αυτές ο Ηρόδοτος, για την εποχή πού επισκοπούμε παίρνει τη δεύτερη αμέσως θέση μετά τον Θουκυδίδη.
Το έργο του Ηροδότου δεν γνώρισε ούτε στην αρχαιότητα ούτε στα νεώτερα χρονιά την πλατιά διάδοση πού είχε το έργο άλλων ιστορικών, κάποτε και κατώτερης αξίας. Ο Ηρόδοτος στάθηκε ο παραγνωρισμένος και αδικημένος της ιστορίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ιστορία του δεν διαβαζόταν καθόλου και ότι ο ιστορικός δεν είχε θαυμαστές και μιμητές. Και μόνο το γεγονός ότι ένα κείμενο γραμμένο σε διάλεκτο, εκτεταμένο και δύσκολο, όπως το δικό του, σώθηκε στο σύνολό του, ενώ τόσα και τόσα άλλα χάθηκαν, είναι απόδειξη πώς ο Ηρόδοτος ποτέ δεν έπαψε να διαβάζεται.
Απηχήσεις από το Ηροδότειο έργο υπάρχουν ήδη στον Σοφοκλή, στον Ευριπίδη και στην Αττική κωμωδία. Το ιστορικό έπος του Χοιρίλου «Περσικά», από τον Ηρόδοτο δανείζεται το υλικό του. Από τον ίδιο ιστορικό αντλεί πολλά και ο Αριστοτέλης, για να γράψει την «Αθηναίων Πολιτεία» του και ας τον κατηγορεί συχνά. Ο Θεόπομπος στο κύριο έργο του τον μιμείται, αν και αδέξια, ενώ προηγουμένως είχε κάμει και μια επιτομή των ιστοριών του σε δυο βιβλία. Οι πάπυροι από τους ελληνιστικούς χρόνους, που σώζουν αποσπάσματα από το έργο του, μαρτυρούν για την επιβίωσή του στην εποχή αυτή. Ένας μάλιστα πάπυρος δείχνει πως τον Ιστορικό τον είχε υπομνηματίσει ο μεγάλος φιλόλογος της εποχής Αρίσταρχος. Πλατιά όμως διάδοση η ιστορία του γνωρίζει στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Ο Διονύσιος ο Αλλικαρνασεύς μελετά επισταμένα το έργο του και μας χαρίζει, λεπτές παρατηρήσεις, ενώ ο Αρριανός και ο Λουκιανός ομολογούν απερίφραστα τον θαυμασμό τους για το ύφος του και τον μιμούνται.
Στη βυζαντινή εποχή φαίνεται πώς το έργο του Ηροδότου δεν το μελετούσαν και πολύ και ίσως αυτό να οφείλεται στη γλωσσική του μορφή. Ωστόσο ο Φώτιος μας δίνει περίληψη του ηροδότειου έργου στη «Βιβλιοθήκη» του, ενώ ο Ιωάννης ο Κίνναμος, ιστορικός του 12ου αϊ. μ.Χ., τον μιμείται.
Νέα διάδοση του έργου του Ηροδότου παρατηρείται στην Αναγέννηση, οπότε με τις εξερευνήσεις δημιουργείται κλίμα ανάλογο με αυτό πού χαρακτηρίζει το έργο του.
Σήμερα, όπως είχαμε την ευκαιρία να τονίσουμε πολλές φορές, αναθεωρήθηκαν οι παλαιότερες αντιλήψεις για τον Αλικαρνασσέα ιστορικό και αποκαταστάθηκε η αξία του. Το πλούσιο ιστορικό υλικό για την αρχαία Ελλάδα, άλλα και για τους ανατολικούς λαούς, πού διέσωσε, πλουτίζει τις γνώσεις μας για τον αρχαίο κόσμο, πού διαφορετικά θα ήταν πολύ περιορισμένες. Το έργο του είναι το πρώτο ιστορικό σύγγραμμα στον ευρωπαϊκό χώρο με ευρύτητα στο περιεχόμενο και με πλατιά τοπικά και χρονικά όρια, πού μας δίνει ένα πανόραμα της ιστορίας και του πολιτισμού ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου. Από την άποψη αυτή δικαιολογημένα το έργο του τον τοποθετεί στην αρχή της ευρωπαϊκής ιστορίας και ίσως δεν είναι υπερβολή αν πούμε πώς ο Ηρόδοτος είναι ο πρώτος Ευρωπαίος Ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου