Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Οποιαδήποτε έννοια ενός «άλλου κόσμου» ή ενός «ανώτερου κόσμου» ή ενός «αληθινότερου κόσμου» ή ενός «άγνωστου κόσμου» αποτελεί ανάθεμα για τον Νίτσε
Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε αυτό τον κόσμο δεν μας δίνει το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι μπορούμε να γνωρίσουμε κάποιον άλλο, ανώτερο, πιο αληθινό κόσμο. Στο σημείο αυτό, ο Νίτσε κατακεραυνώνει τους απανταχού προφήτες, μάντες και μελλοντολόγους, οι οποίοι λαχταρούν ένα άλλο, «πραγματικό» βασίλειο της ύπαρξης. Αν δεν γνωρίσουμε αυτή τη ζωή, πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε ότι θα γνωρίσουμε το «άγνωστο»;
Ο Ηράκλειτος όμως έχει για πάντα δίκιο όταν λέει ότι το Είναι αποτελεί κενό αποκύημα της φαντασίας. Ο «φαινόμενος» κόσμος είναι ο μοναδικός: ο «αληθινός κόσμος» έχει απλώς μπει από πάνω… (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Το «λογικό» στη φιλοσοφία»)
Επαναλαμβάνω: Ο αληθινός κόσμος, όπως κι αν έχει συλληφθεί ως τώρα – ήταν πάντα ο φαινομενικός κόσμος άλλη μια φορά. (Η Θέληση για Δύναμη)
Τρεις τύποι ανθρώπου ευθύνονται για την έλευση ενός «άλλου κόσμου» σ’ αυτόν εδώ:
Οι τόποι καταγωγής της έννοιας του «άλλου κόσμου»:
Ο φιλόσοφος, που επινοεί έναν κόσμο του λογικού, όπου το λογικό και οι λογικές λειτουργίες είναι επαρκείς: αυτή είναι η καταγωγή του «αληθινού» κόσμου-
ο άνθρωπος της θρησκείας, που επινοεί έναν «θεϊκό κόσμο»: αυτή είναι η καταγωγή του «αποφυσικοποιημένου, αντιφυσικού» κόσμου-
ο ηθικός άνθρωπος, που επινοεί έναν «ελεύθερο κόσμο»: αυτή είναι η καταγωγή του «καλού, τέλειου, δίκαιου, άγιου» κόσμου. (Η Θέληση για Δύναμη)
Προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα όσα λέγονται στο σημείο αυτό – όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα πράγματα που λέει ο Νίτσε – πρέπει κάποιος να γονατίσει, όχι για να προσευχηθεί, αλλά για να μυρίσει τη γη από κοντά και με πιο εξασκημένη μύτη απ’ ό,τι μέχρι τώρα, να φανταστεί – να νιώσει – ότι ο κόσμος κάτω, πάνω και οριζοντίως δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που του είχε μέχρι τώρα αποδώσει- δηλαδή, δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, λογικός ή παράλογος, πραγματικός ή ψεύτικος, ελεύθερος ή ανελεύθερος. Καμιά από αυτές τις έννοιες δεν έχει εφαρμογή εδώ- τα πάντα είναι φυσικά, αδιάγνωστα, αναγκαία.
Η έννοια του «άγνωστου κόσμου» υπαινίσσεται ότι αυτός ο κόσμος είναι «γνωστός» σε μας (ως ανιαρός)- η έννοια του «άλλου κόσμου» υπαινίσσεται ότι ο κόσμος μπορεί να είναι αλλιώς – καταργεί την αναγκαιότητα και τη μοίρα (άχρηστο να υποτάσσεσαι, να προσαρμόζεσαι)- η έννοια του «αληθινού κόσμου» υπαινίσσεται ότι αυτός ο κόσμος είναι αναληθής, εξαπατητικός, ανέντιμος, μη αυθεντικός, μη ουσιαστικός – και κατά συνέπεια ένας κόσμος μη προσαρμοσμένος στις ανάγκες μας (δεν συνιστά-ται να προσαρμόζεσαι σ’ αυτόν καλύτερα να αντιστέκεσαι σ’ αυτόν). (Η Θέληση για Δύναμη)
Δεν υπάρχει «άγνωστος κόσμος», όπως ακριβώς δεν υπάρχει και «γνωστός κόσμος»· δεν υπάρχει «άλλος κόσμος» καθώς τίποτα δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό που είναι- δεν υπάρχει «αληθινός κόσμος» αφού αυτός ο κόσμος δεν είναι ποτέ μη αληθινός, εφόσον ο ανθρώπινος νους είναι εκείνος που δημιουργεί το διαχωρισμό ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος. Μ άλλα λόγια, η ίδια η ζωή ουδέποτε μπορεί να είναι μη αληθινή.
Ποιο είδος ανθρώπου θα διακήρυττε ότι ύπαρχε ένας «άλλος», «καλύτερος», «ανώτερος» κόσμος που μας περιμένει ή που μπορούμε να κατακτήσουμε;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: όσοι μισούν αυτό τον κόσμο.
Δεν το λένε αυτό βέβαια «μηδέν», αλλά «επέκεινα» ή «Θεό» ή «αληθινή ζωή» ή νιρβάνα, λύτρωση, μακαριότητα… Αυτή η αθώα ρητορική από την περιοχή της θρησκευτικής-ηθικής ιδιοσυγκρασίας εμφανίζεται αμέσως πολύ λιγότερο αθώα από τη στιγμή που θα αντιληφθεί κανείς ποια τάση φοράει εδώ τον μανδύα των εξαίσιων λέξεων: η εχθρική προς τη ζωή τάση. (Αντίχριστος)
Ο χαρακτήρας του Διονύσου στη φιλοσοφία του Νίτσε αποκαλύπτει με μεγάλη σαφήνεια – λόγω του ότι ο Διόνυσος αποτελεί το αντίθετο άκρο – το είδος του μεταφυσικού ή θρήσκου ανθρώπου. Στο τέλος του βιβλίου Ίδε ο Άνθρωπος ο Νίτσε λέει, «Έγινα κατανοητός; – Ο Διόνυσος εναντίον του Εσταυρωμένου…» Ο Εσταυρωμένος εδώ_δεν αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Χριστό αλλά τον θρήσκο άνθρωπο (όρος που περιλαμβάνει τους μεταφυσικούς και όλους τους ηθικολόγους).
Ο θρήσκος άνθρωπος επιθυμεί έναν άλλο κόσμο- ο Διόνυσος επιθυμεί αποκλειστικά και μόνο αυτό τον κόσμο. Γιατί; Επειδή μόνο αυτός ο κόσμος υπάρχει. Ο θρήσκος βλέπει αυτό τον κόσμο και υπόσχεται ανακούφιση από τα βάσανα- ο Διόνυσος θέλει να υποφέρει επειδή τα βάσανα είναι κομμάτι αυτού του κόσμου. Ο θρήσκος διατείνεται ότι ο κόσμος «οφείλει» να είναι διαφορετικός από αυτό που είναι- ο Διόνυσος λέει ότι ο κόσμος δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτό που είναι. Αποτέλεσμα: ο θρήσκος αποστρέφεται αυτό τον κόσμο και αποζητά έναν άλλο- ο Διόνυσος αγαπά αυτό τον κόσμο και δεν αποζητά τίποτε άλλο. Ο θρήσκος προσεύχεται για κάτι καλύτερο, ανώτερο, πιο αληθινό, πιο ηθικό, πιο όμορφο- ο Διόνυσος χορεύει και τραγουδά μέσα στο όργιο αυτού που είναι.
Αυτό που μας διαφοροποιεί δεν είναι το ότι δεν επανευρίσκουμε Θεό ούτε στην ιστορία ούτε στη φύση ούτε πίσω από τη φύση – αλλά το ότι αντιλαμβανόμαστε αυτό που τιμήθηκε ως Θεός όχι ως «θεϊκό», αλλά ως αξιολύπητο, ως παράλογο, ως επιζήμιο- όχι μόνον ως πλάνη, αλλά ως έγκλημα εναντίον της ζωής… (Αντίχριστος)
Το τελευταίο που υπόσχομαι είναι να «βελτιώσω» την ανθρωπότητα. Δεν θα στήσω καινούργια είδωλα- ας μάθουν τα παλιά τι σημαίνει να έχουν πήλινα πόδια. Το αναποδογύρισμα των ειδώλων (είδωλα είναι η λέξη μου για τα «ιδεώδη») – αυτή είναι μάλλον η δουλειά μου. Η πραγματικότητα έχασε την αξία της, το νόημά της, την αληθοφάνειά της ακριβώς στον βαθμό που χαλκεύτηκε με ψέματα ένας ιδεώδης κόσμος… Ο «αληθινός κόσμος» και ο «φαινόμενος κόσμος» – μ’ άλλα λόγια: ο χαλκευμένος με ψέματα κόσμος και η πραγματικότητα… (Ίδε ο Άνθρωπος, «Πρόλογος»)
Η κατάφαση στη ζωή, ακόμα και όσον αφορά στα πιο αλλόκοτα και σκληρά προβλήματά της, η θέληση για ζωή, που γιορτάζει τη δική της ανεξαντλητότητα στη θυσία των ανώτερων τόπων της – αυτό ονόμασα εγώ διονυσιακό… (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Τι οφείλω στους αρχαίους»)
…Ένα τέτοιο πνεύμα που έχει γίνει ελεύθερο στέκεται με χαρούμενη και γεμάτη εμπιστοσύνη μοιρολατρεία μέσα στο σύμπαν, με την πίστη πως μόνο το επιμέρους είναι απορριπτέο, πως μέσα στο όλον όλα σώζονται και επιβεβαιώνονται. Είναι ένα πνεύμα που δεν αρνείται πια… Αλλά μια τέτοια πίστη είναι η ύψιστη όλων των πίστεων που μπορούμε να διανοηθούμε: τη βάφτισα με το όνομα Διόνυσος. (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Ακροβολισμοί ενός παράκαιρου ανθρώπου»)
Ο θρήσκος έχει «πίστη» ότι αυτός ο κόσμος θα γνωρίσει τη λύτρωση, θα εξαγνιστεί, θα αλλάξει. Η πίστη του στηρίζεται σ’ αυτό που δεν είναι εις βάρος αυτού που είναι. Ο Διόνυσος, το αντίθετό του, έχει πίστη στη βεβαιότητα αυτού που είναι, στην αποδοχή αυτού που είναι επειδή αυτό το είναι δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι. Ο θρήσκος θέλει κάτι άλλο. Ο Διόνυσος θέλει αυτό· ΑΥΤΟ και τίποτε άλλο.
Ο θεός εκφυλισμένος σε αντίφαση προς τη ζωή, αντί να είναι λάμπρυνσή της και αιώνιο Ναι της! Ο Θεός να εκφράζει την έχθρα προς τη ζωή, τη φύση, τη θέληση για ζωή! Ο Θεός να είναι η φόρμουλα για κάθε συκοφάντηση του «εντεύθεν», για κάθε ψέμα σχετικά με το «εκείθεν»! Ο Θεός ως θεοποίηση του μηδενός, ως θέληση για μηδέν που εκφράζεται με άγια λόγια!… (Αντίχριστος)
Νίτσε
Το γεγονός ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε αυτό τον κόσμο δεν μας δίνει το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι μπορούμε να γνωρίσουμε κάποιον άλλο, ανώτερο, πιο αληθινό κόσμο. Στο σημείο αυτό, ο Νίτσε κατακεραυνώνει τους απανταχού προφήτες, μάντες και μελλοντολόγους, οι οποίοι λαχταρούν ένα άλλο, «πραγματικό» βασίλειο της ύπαρξης. Αν δεν γνωρίσουμε αυτή τη ζωή, πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε ότι θα γνωρίσουμε το «άγνωστο»;
Ο Ηράκλειτος όμως έχει για πάντα δίκιο όταν λέει ότι το Είναι αποτελεί κενό αποκύημα της φαντασίας. Ο «φαινόμενος» κόσμος είναι ο μοναδικός: ο «αληθινός κόσμος» έχει απλώς μπει από πάνω… (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Το «λογικό» στη φιλοσοφία»)
Επαναλαμβάνω: Ο αληθινός κόσμος, όπως κι αν έχει συλληφθεί ως τώρα – ήταν πάντα ο φαινομενικός κόσμος άλλη μια φορά. (Η Θέληση για Δύναμη)
Τρεις τύποι ανθρώπου ευθύνονται για την έλευση ενός «άλλου κόσμου» σ’ αυτόν εδώ:
Οι τόποι καταγωγής της έννοιας του «άλλου κόσμου»:
Ο φιλόσοφος, που επινοεί έναν κόσμο του λογικού, όπου το λογικό και οι λογικές λειτουργίες είναι επαρκείς: αυτή είναι η καταγωγή του «αληθινού» κόσμου-
ο άνθρωπος της θρησκείας, που επινοεί έναν «θεϊκό κόσμο»: αυτή είναι η καταγωγή του «αποφυσικοποιημένου, αντιφυσικού» κόσμου-
ο ηθικός άνθρωπος, που επινοεί έναν «ελεύθερο κόσμο»: αυτή είναι η καταγωγή του «καλού, τέλειου, δίκαιου, άγιου» κόσμου. (Η Θέληση για Δύναμη)
Προκειμένου να γίνουν κατανοητά τα όσα λέγονται στο σημείο αυτό – όπως συμβαίνει και με τα περισσότερα πράγματα που λέει ο Νίτσε – πρέπει κάποιος να γονατίσει, όχι για να προσευχηθεί, αλλά για να μυρίσει τη γη από κοντά και με πιο εξασκημένη μύτη απ’ ό,τι μέχρι τώρα, να φανταστεί – να νιώσει – ότι ο κόσμος κάτω, πάνω και οριζοντίως δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που του είχε μέχρι τώρα αποδώσει- δηλαδή, δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, λογικός ή παράλογος, πραγματικός ή ψεύτικος, ελεύθερος ή ανελεύθερος. Καμιά από αυτές τις έννοιες δεν έχει εφαρμογή εδώ- τα πάντα είναι φυσικά, αδιάγνωστα, αναγκαία.
Η έννοια του «άγνωστου κόσμου» υπαινίσσεται ότι αυτός ο κόσμος είναι «γνωστός» σε μας (ως ανιαρός)- η έννοια του «άλλου κόσμου» υπαινίσσεται ότι ο κόσμος μπορεί να είναι αλλιώς – καταργεί την αναγκαιότητα και τη μοίρα (άχρηστο να υποτάσσεσαι, να προσαρμόζεσαι)- η έννοια του «αληθινού κόσμου» υπαινίσσεται ότι αυτός ο κόσμος είναι αναληθής, εξαπατητικός, ανέντιμος, μη αυθεντικός, μη ουσιαστικός – και κατά συνέπεια ένας κόσμος μη προσαρμοσμένος στις ανάγκες μας (δεν συνιστά-ται να προσαρμόζεσαι σ’ αυτόν καλύτερα να αντιστέκεσαι σ’ αυτόν). (Η Θέληση για Δύναμη)
Δεν υπάρχει «άγνωστος κόσμος», όπως ακριβώς δεν υπάρχει και «γνωστός κόσμος»· δεν υπάρχει «άλλος κόσμος» καθώς τίποτα δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό που είναι- δεν υπάρχει «αληθινός κόσμος» αφού αυτός ο κόσμος δεν είναι ποτέ μη αληθινός, εφόσον ο ανθρώπινος νους είναι εκείνος που δημιουργεί το διαχωρισμό ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος. Μ άλλα λόγια, η ίδια η ζωή ουδέποτε μπορεί να είναι μη αληθινή.
Ποιο είδος ανθρώπου θα διακήρυττε ότι ύπαρχε ένας «άλλος», «καλύτερος», «ανώτερος» κόσμος που μας περιμένει ή που μπορούμε να κατακτήσουμε;
Η απάντηση είναι πολύ απλή: όσοι μισούν αυτό τον κόσμο.
Δεν το λένε αυτό βέβαια «μηδέν», αλλά «επέκεινα» ή «Θεό» ή «αληθινή ζωή» ή νιρβάνα, λύτρωση, μακαριότητα… Αυτή η αθώα ρητορική από την περιοχή της θρησκευτικής-ηθικής ιδιοσυγκρασίας εμφανίζεται αμέσως πολύ λιγότερο αθώα από τη στιγμή που θα αντιληφθεί κανείς ποια τάση φοράει εδώ τον μανδύα των εξαίσιων λέξεων: η εχθρική προς τη ζωή τάση. (Αντίχριστος)
Ο χαρακτήρας του Διονύσου στη φιλοσοφία του Νίτσε αποκαλύπτει με μεγάλη σαφήνεια – λόγω του ότι ο Διόνυσος αποτελεί το αντίθετο άκρο – το είδος του μεταφυσικού ή θρήσκου ανθρώπου. Στο τέλος του βιβλίου Ίδε ο Άνθρωπος ο Νίτσε λέει, «Έγινα κατανοητός; – Ο Διόνυσος εναντίον του Εσταυρωμένου…» Ο Εσταυρωμένος εδώ_δεν αντιπροσωπεύει τον ίδιο τον Χριστό αλλά τον θρήσκο άνθρωπο (όρος που περιλαμβάνει τους μεταφυσικούς και όλους τους ηθικολόγους).
Ο θρήσκος άνθρωπος επιθυμεί έναν άλλο κόσμο- ο Διόνυσος επιθυμεί αποκλειστικά και μόνο αυτό τον κόσμο. Γιατί; Επειδή μόνο αυτός ο κόσμος υπάρχει. Ο θρήσκος βλέπει αυτό τον κόσμο και υπόσχεται ανακούφιση από τα βάσανα- ο Διόνυσος θέλει να υποφέρει επειδή τα βάσανα είναι κομμάτι αυτού του κόσμου. Ο θρήσκος διατείνεται ότι ο κόσμος «οφείλει» να είναι διαφορετικός από αυτό που είναι- ο Διόνυσος λέει ότι ο κόσμος δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτό που είναι. Αποτέλεσμα: ο θρήσκος αποστρέφεται αυτό τον κόσμο και αποζητά έναν άλλο- ο Διόνυσος αγαπά αυτό τον κόσμο και δεν αποζητά τίποτε άλλο. Ο θρήσκος προσεύχεται για κάτι καλύτερο, ανώτερο, πιο αληθινό, πιο ηθικό, πιο όμορφο- ο Διόνυσος χορεύει και τραγουδά μέσα στο όργιο αυτού που είναι.
Αυτό που μας διαφοροποιεί δεν είναι το ότι δεν επανευρίσκουμε Θεό ούτε στην ιστορία ούτε στη φύση ούτε πίσω από τη φύση – αλλά το ότι αντιλαμβανόμαστε αυτό που τιμήθηκε ως Θεός όχι ως «θεϊκό», αλλά ως αξιολύπητο, ως παράλογο, ως επιζήμιο- όχι μόνον ως πλάνη, αλλά ως έγκλημα εναντίον της ζωής… (Αντίχριστος)
Το τελευταίο που υπόσχομαι είναι να «βελτιώσω» την ανθρωπότητα. Δεν θα στήσω καινούργια είδωλα- ας μάθουν τα παλιά τι σημαίνει να έχουν πήλινα πόδια. Το αναποδογύρισμα των ειδώλων (είδωλα είναι η λέξη μου για τα «ιδεώδη») – αυτή είναι μάλλον η δουλειά μου. Η πραγματικότητα έχασε την αξία της, το νόημά της, την αληθοφάνειά της ακριβώς στον βαθμό που χαλκεύτηκε με ψέματα ένας ιδεώδης κόσμος… Ο «αληθινός κόσμος» και ο «φαινόμενος κόσμος» – μ’ άλλα λόγια: ο χαλκευμένος με ψέματα κόσμος και η πραγματικότητα… (Ίδε ο Άνθρωπος, «Πρόλογος»)
Η κατάφαση στη ζωή, ακόμα και όσον αφορά στα πιο αλλόκοτα και σκληρά προβλήματά της, η θέληση για ζωή, που γιορτάζει τη δική της ανεξαντλητότητα στη θυσία των ανώτερων τόπων της – αυτό ονόμασα εγώ διονυσιακό… (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Τι οφείλω στους αρχαίους»)
…Ένα τέτοιο πνεύμα που έχει γίνει ελεύθερο στέκεται με χαρούμενη και γεμάτη εμπιστοσύνη μοιρολατρεία μέσα στο σύμπαν, με την πίστη πως μόνο το επιμέρους είναι απορριπτέο, πως μέσα στο όλον όλα σώζονται και επιβεβαιώνονται. Είναι ένα πνεύμα που δεν αρνείται πια… Αλλά μια τέτοια πίστη είναι η ύψιστη όλων των πίστεων που μπορούμε να διανοηθούμε: τη βάφτισα με το όνομα Διόνυσος. (Το Λυκόφως των Ειδώλων, «Ακροβολισμοί ενός παράκαιρου ανθρώπου»)
Ο θρήσκος έχει «πίστη» ότι αυτός ο κόσμος θα γνωρίσει τη λύτρωση, θα εξαγνιστεί, θα αλλάξει. Η πίστη του στηρίζεται σ’ αυτό που δεν είναι εις βάρος αυτού που είναι. Ο Διόνυσος, το αντίθετό του, έχει πίστη στη βεβαιότητα αυτού που είναι, στην αποδοχή αυτού που είναι επειδή αυτό το είναι δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι. Ο θρήσκος θέλει κάτι άλλο. Ο Διόνυσος θέλει αυτό· ΑΥΤΟ και τίποτε άλλο.
Ο θεός εκφυλισμένος σε αντίφαση προς τη ζωή, αντί να είναι λάμπρυνσή της και αιώνιο Ναι της! Ο Θεός να εκφράζει την έχθρα προς τη ζωή, τη φύση, τη θέληση για ζωή! Ο Θεός να είναι η φόρμουλα για κάθε συκοφάντηση του «εντεύθεν», για κάθε ψέμα σχετικά με το «εκείθεν»! Ο Θεός ως θεοποίηση του μηδενός, ως θέληση για μηδέν που εκφράζεται με άγια λόγια!… (Αντίχριστος)
Νίτσε
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου