Τι σημαίνει άραγε για τον πολύ κόσμο, σήμερα, η συγκεκριμένη λέξη; Είναι φανερό ότι μόνο σε ελάχιστους η λέξη παραπέμπει στη γή των προγόνων μας, στη γή των πατέρων μας, σε εκείνο τελοσπάντων στο οποίο αναφερόταν ο μεγάλος μας τραγικός Ευριπίδης με τον στίχο «..καί τινες άλλαι στοναχαί μείζους ή γής πατρίας όρον εκλείπειν;» (Και ποιό κακό είναι βαρύτερο από τον χαμό της πατρίδος;”). Αυτή η απαξίωση της λέξεως δεν είναι φυσικά δίχως εξήγηση, αφού αν αναρωτηθεί κανείς τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτή η λέξη για τον νεοελληνικό άνθρωπο, τον άνθρωπο δηλαδή που όλοι συναντάμε γύρω μας, στα λεωφορεία, τις ταβέρνες, τις καφετέριες, τα γήπεδα και τα κάθε λογής “ελληνάδικα”, τότε με τρόμο συνειδητοποιεί ότι δύσκολα θα μπορούσε να έχει μία ξεκάθαρη απάντηση.
Με δεδομένη την αλήθεια ότι η διαμόρφωση των ανθρώπων είναι μία προσθετική διαδικασία, κάθε άνθρωπος είναι το αποτέλεσμα κάποιας συγκεκριμένης «μορφωτικής» (με ευρεία έννοια) και εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και το άθροισμα κάποιων συγκεκριμένων εμπειριών, γνώσεων και αντιλήψεων. Είμαστε δηλαδή αυτό που μάθαμε να είμαστε από τους γονείς μας, από το ανθρώπινο περιβάλλον μας, από το σχολείο, από τους ρόλους που μας ανετέθησαν και τους ενστερνισθήκαμε, και τελικά διαμορφώσαμε άποψη και θέση για τη ζωή και τον κόσμο σύμφωνα με ό,τι μας επεβλήθη ως δεδομένο. Μη απτές λοιπόν πραγματικότητες, που είναι έξω από τα δεδομένα που μας έχουν παρασχεθεί, υποβιβάζονται κατά κανόνα σε αφηρημένες έννοιες που ελάχιστα μας αφορούν στην καθημερινή μας ζωή. Μία από αυτές είναι φυσικά, για τα δεδομένα της «Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ» και η λέξη «Πατρίς».
Η λέξη αυτή, βαθύτατα κακοποιημένη τους τελευταίους αιώνες στα στόματα των πατριδοκάπηλων εθνικιστών αλλά και των διεθνιστών, μα επίσης και ουσιαστικά νεκρή μετά την ομογενοποίηση του πλανήτη κάτω από τους πολιτικοστρατιωτικούς μηχανισμούς των μονοθεϊστικών και οικουμενιστικών Θρησκειών και πολιτικών ιδεολογιών της Βαρβαρικής Εποχής, αξίζει την προστασία μας και την επαναφορά της στο αρχικό και αυθεντικό νοηματικό της περιεχόμενο, όπως οριζόταν δηλαδή από τους προγόνους μας πραγματικούς Έλληνες.
Για εκείνους τους τυχερούς ανθρώπους που δεν έζησαν την «βαπτισμένη» εποχή της πλήρους απαξιώσεως του ανθρώπου μέσα από την αντιφυσική θεολογία ενος «πολιτισμού» της ερήμου και της ερημώσεως, η λέξη «Πατρίς» συμβόλιζε τη γη των πατέρων, την πατρική γη, τη γη όπου είχαν ταφεί τα λείψανα των προγόνων και όπου επίσης κατοικούσαν οι ψυχές τους. Δεν ήταν μια τυχαία λέξη, διότι για τους προγόνους μας η πατρική γή ήταν όντως ιερή, εφόσον την κατοικούσαν οι Θεοί τους και τα προγονικά τους πνεύματα. Όπως και η Πολιτεία ή οι λοιποί θεσμοί του πολιτισμένου βίου, έτσι και η “Πατρίς” δεν ήταν μία αφηρημένη έννοια όπως είναι στις ημέρες μας, όπου η κρατούσα “μονοθεϊστική” αντίληψη περί της θεότητας νοείται ως διαφυλετική και οικουμενική, αλλά, αντιθέτως, αντιπροσώπευε μεταξύ άλλων ένα τοπικό Πάνθεον συγκεκριμένων θεοτήτων και θείων προγονικών πνευμάτων που παρέπεμπαν σε επίσης συγκεκριμένη και καθημερινή Λατρεία και δοξασίες που επηρέαζαν βαθιά την ψυχή.
Η σχέση βεβαίως των Εντοπίων Θεών με την «πατρίδα γαία», ελάχιστα αναλύεται από τους μισθοφόρους της Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ, πράγμα φυσικό και απολύτως κατανοητό ωστόσο, αφού κάτι ανάλογο θα «ράγιζε» καίρια την ψευδή μεταχριστιανική έννοια της εν Χριστώ και οικουμενισμώ «Πατρίδος». Ο Γκυστάβ ντε Φουλάνς παρατηρεί παρ’όλα αυτά, αρκετά σωστά, ότι στην Αρχαία Ελλάδα ουσιαστικά ανεγνώριζαν ως πολίτη μόνον αυτόν που συμμετείχε στη θρησκευτική ζωή της πόλεως, και με βάση την συμμετοχή του αυτή αποκτούσε τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα. Όποιος απαρνιόταν την Πατρώα Λατρεία, απαρνιόταν κατ' επέκτασιν και τα δικαιώματά του. Σχετικά με τα δημόσια γεύματα («Θυσιόδειπνα»), τα οποία αποτελούσαν την βασική τελετή της Εθνικής Λατρείας βλέπουμε λ.χ. στην περίπτωση της Σπάρτης, ότι όταν κάποιος δεν έπαιρνε μέρος στα δημόσια γεύματα, αυτομάτως διαγροφόταν από την τάξη των πολιτών, ακόμη και αν δεν ευθυνόταν ο ίδιος για την αποχή του. Το ίδιο στην Αθήνα. Όποιος δεν συμμετείχε στις τελετές που γίνονταν προς τιμήν των Θεών της πόλεως, έχανε τα δικαιώματα του πολίτου, όπως άλλωστε και στη Ρώμη, όπου η παρουσία στην ιερή τελετή του Εξαγνισμού της Πόλεως ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορεί κάποιος να απολαμβάνει πολιτικών δικαιωμάτων. Ο Ρωμαίος άνδρας που δεν συμμετείχε στις κοινές προσευχές και θυσίες, έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα μέχρι την επόμενη τελετή Εξαγνισμού.
Ο πατριωτισμός των Ελλήνων προγόνων μας, ήταν ένα δυναμικό αίσθημα, η ύψιστη Αρετή στην οποία στόχευαν όλες οι άλλες τους αρετές. Η ιερή για αυτούς Πόλις, παρήγαγε για τους ανθρώπους που την αποτελούσαν μία «βασικη παιδεία», η οποία αποσκοπούσε στην καλλιέργεια του καλού γούστου και της φαντασίας, που με την σειρά τους παρήγαγαν την αγάπη για την «πατρίδα πόλη» και μία σπάνια εσωτερική φλόγα αυταπαρνήσεως υπερ αυτής. Ο πατριωτισμός, αποτελούσε μία όχι φιλοσοφική αλλά «απτή» Αρετή της καθημερινής ζωής, βασισμένη όχι στην Γνώση των, ούτως ή άλλως, λιγοστών σοφών, αλλ’ αντιθέτως πάνω στην «γνώμη» της απαρτίας των πολιτικών προσωπικοτήτων (δηλαδή του σώματος των πολιτών, του δήμου / δάμου). Όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι γνώριζαν ότι στην “Πατρίδα” τους, και μόνον σε αυτήν, ώφειλαν την περιουσία τους, την ασφάλειά τους, τη νομοθεσία τους, την πίστη τους, και τους Θεούς ΤΟΥΣ. Χάνοντάς την, έχαναν τα πάντα, έστω κι αν προσπαθούσαν να την «κουβαλήσουν» μέσα τους, όπως με πολύ συγκινητικό τρόπο έπραξαν οι πρόσφυγες Θεσπιείς μετά την σφαγή των Θερμοπυλών.
Η «πατρίς γαία» για όλους τους Εθνικούς, συνδέεται με τον «κάτοικο-άνθρωπο» με έναν πανίσχυρο ιερό δεσμό. Ο τελευταίος οφείλει να την αγαπά, όπως αγαπά την οικογένειά του και την Θρησκεία του και να την υπακούει όπως υπακούει τους γονείς και τους Θεούς. Πρέπει να δοθεί εξολοκλήρου σε αυτήν την θεία γή και να την αγαπά και στις δόξες της και στις πίκρες της, τόσο στην ακμή, όσο και στην παρακμή της. Μα πάνω από όλα, πρέπει να ξέρει να πεθαίνει για χάριν της «Πατρίδος» του. Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Κελτοί, οι Γερμανοί, πέθαιναν κάποιες φορές για υποθέσεις αφοσιώσεως σ' έναν άνθρωπο ή για θέματα τιμής (που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά σε όλες τις πολυθεϊστικές Παραδόσεις). ΠΑΝΤΟΤΕ όμως πέθαιναν γεμάτοι αποφασιστικότητα, πολεμώντας σε υπεράσπιση της γής των πατέρων και μητέρων τους, της γης των προπατόρων και του ίδιου τους του Έθνους. Η επίθεση εναντίον της γής τους ήταν επίθεση εναντίον της αλυσίδος του γένους τους και της Θρησκείας τους, αλλά και της ψυχής τους της ίδιας. Πολεμούσαν με όλο τους το σθένος για τους τάφους τους και τις ιερές πυρές των βωμών τους, pro aris et focis. Αν ο εχθρός (παρά το ότι τις περισσότερες φορές ανήκε στην αυτή ομοεθνία) κατελάμβανε την πόλη τους, η κατάληψη από μόνη της βεβήλωνε τους τάφους των προγόνων, μόλυνε τις ιερές επιβώμιες πυρές των Εστιών και των Ναών τους, προσέβαλλε τους Θεούς της Πόλεως και μαγάριζε τη Λατρεία τους.
Η αυθεντική, προχριστιανική, έννοια της “Πατρίδος”, βασίζεται συνεπώς στην πλήρη συνείδηση της εντοπιότητος, αλλά και των θείων παρουσιών που την κάνουν ιδιαίτερη για τους κατοίκους της. Δεν βασίζεται πουθενά αλλού, όπως επιχειρούν εδώ και μιάμιση χιλιετία να κατασκευάσουν «βάθρα» οι, εξ ορισμού άλλωστε, αντεθνιστές «μονοθεϊστές», σε επίπλαστες δηλαδή βάσεις και σε κρατικά νομοθετήματα, για αυτό και εκεί οφείλει να ξανατοποθετηθεί, μόνο που αυτό προϋποθέτει προηγουμένως μία κάθετη ρήξη μας με την κάθε ιδεολογία και Θρησκεία που μάχεται τον υγιή και φυσικό διαφορισμό των ανθρώπων σε ιδιαίτερα ΈΘΝΗ με ιδιαίτερη Παράδοση, Θρησκεία και Τρόπο καθημερινής ζωής. Το ίδιο προϋποθέτει και την ρήξη με κάθε «οικουμενισμό» που σκοπό έχει να αφανίσει την ανθρώπινη Εθνόσφαιρα προς χάριν ενός βαπτίσματος ή μίας περιτομής. Ο οποιοσδήποτε ανυποψίαστος τολμήσει να ρωτήσει έναν ακραιφνή χριστιανό ή μουσουλμάνο για το τι θα διάλεγε αν υποχρεωνόταν να διαλέξει ανάμεσα στο συμφέρον της Πατρίδος του και στο συμφέρον της «οικουμενικής» πίστεώς του, θα «εκπλαγεί» από την τραγική επιβεβαίωση των πιό πάνω προϋποθέσεων.
Με δεδομένη την αλήθεια ότι η διαμόρφωση των ανθρώπων είναι μία προσθετική διαδικασία, κάθε άνθρωπος είναι το αποτέλεσμα κάποιας συγκεκριμένης «μορφωτικής» (με ευρεία έννοια) και εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και το άθροισμα κάποιων συγκεκριμένων εμπειριών, γνώσεων και αντιλήψεων. Είμαστε δηλαδή αυτό που μάθαμε να είμαστε από τους γονείς μας, από το ανθρώπινο περιβάλλον μας, από το σχολείο, από τους ρόλους που μας ανετέθησαν και τους ενστερνισθήκαμε, και τελικά διαμορφώσαμε άποψη και θέση για τη ζωή και τον κόσμο σύμφωνα με ό,τι μας επεβλήθη ως δεδομένο. Μη απτές λοιπόν πραγματικότητες, που είναι έξω από τα δεδομένα που μας έχουν παρασχεθεί, υποβιβάζονται κατά κανόνα σε αφηρημένες έννοιες που ελάχιστα μας αφορούν στην καθημερινή μας ζωή. Μία από αυτές είναι φυσικά, για τα δεδομένα της «Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ» και η λέξη «Πατρίς».
Η λέξη αυτή, βαθύτατα κακοποιημένη τους τελευταίους αιώνες στα στόματα των πατριδοκάπηλων εθνικιστών αλλά και των διεθνιστών, μα επίσης και ουσιαστικά νεκρή μετά την ομογενοποίηση του πλανήτη κάτω από τους πολιτικοστρατιωτικούς μηχανισμούς των μονοθεϊστικών και οικουμενιστικών Θρησκειών και πολιτικών ιδεολογιών της Βαρβαρικής Εποχής, αξίζει την προστασία μας και την επαναφορά της στο αρχικό και αυθεντικό νοηματικό της περιεχόμενο, όπως οριζόταν δηλαδή από τους προγόνους μας πραγματικούς Έλληνες.
Για εκείνους τους τυχερούς ανθρώπους που δεν έζησαν την «βαπτισμένη» εποχή της πλήρους απαξιώσεως του ανθρώπου μέσα από την αντιφυσική θεολογία ενος «πολιτισμού» της ερήμου και της ερημώσεως, η λέξη «Πατρίς» συμβόλιζε τη γη των πατέρων, την πατρική γη, τη γη όπου είχαν ταφεί τα λείψανα των προγόνων και όπου επίσης κατοικούσαν οι ψυχές τους. Δεν ήταν μια τυχαία λέξη, διότι για τους προγόνους μας η πατρική γή ήταν όντως ιερή, εφόσον την κατοικούσαν οι Θεοί τους και τα προγονικά τους πνεύματα. Όπως και η Πολιτεία ή οι λοιποί θεσμοί του πολιτισμένου βίου, έτσι και η “Πατρίς” δεν ήταν μία αφηρημένη έννοια όπως είναι στις ημέρες μας, όπου η κρατούσα “μονοθεϊστική” αντίληψη περί της θεότητας νοείται ως διαφυλετική και οικουμενική, αλλά, αντιθέτως, αντιπροσώπευε μεταξύ άλλων ένα τοπικό Πάνθεον συγκεκριμένων θεοτήτων και θείων προγονικών πνευμάτων που παρέπεμπαν σε επίσης συγκεκριμένη και καθημερινή Λατρεία και δοξασίες που επηρέαζαν βαθιά την ψυχή.
Η σχέση βεβαίως των Εντοπίων Θεών με την «πατρίδα γαία», ελάχιστα αναλύεται από τους μισθοφόρους της Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ, πράγμα φυσικό και απολύτως κατανοητό ωστόσο, αφού κάτι ανάλογο θα «ράγιζε» καίρια την ψευδή μεταχριστιανική έννοια της εν Χριστώ και οικουμενισμώ «Πατρίδος». Ο Γκυστάβ ντε Φουλάνς παρατηρεί παρ’όλα αυτά, αρκετά σωστά, ότι στην Αρχαία Ελλάδα ουσιαστικά ανεγνώριζαν ως πολίτη μόνον αυτόν που συμμετείχε στη θρησκευτική ζωή της πόλεως, και με βάση την συμμετοχή του αυτή αποκτούσε τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα. Όποιος απαρνιόταν την Πατρώα Λατρεία, απαρνιόταν κατ' επέκτασιν και τα δικαιώματά του. Σχετικά με τα δημόσια γεύματα («Θυσιόδειπνα»), τα οποία αποτελούσαν την βασική τελετή της Εθνικής Λατρείας βλέπουμε λ.χ. στην περίπτωση της Σπάρτης, ότι όταν κάποιος δεν έπαιρνε μέρος στα δημόσια γεύματα, αυτομάτως διαγροφόταν από την τάξη των πολιτών, ακόμη και αν δεν ευθυνόταν ο ίδιος για την αποχή του. Το ίδιο στην Αθήνα. Όποιος δεν συμμετείχε στις τελετές που γίνονταν προς τιμήν των Θεών της πόλεως, έχανε τα δικαιώματα του πολίτου, όπως άλλωστε και στη Ρώμη, όπου η παρουσία στην ιερή τελετή του Εξαγνισμού της Πόλεως ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορεί κάποιος να απολαμβάνει πολιτικών δικαιωμάτων. Ο Ρωμαίος άνδρας που δεν συμμετείχε στις κοινές προσευχές και θυσίες, έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα μέχρι την επόμενη τελετή Εξαγνισμού.
Ο πατριωτισμός των Ελλήνων προγόνων μας, ήταν ένα δυναμικό αίσθημα, η ύψιστη Αρετή στην οποία στόχευαν όλες οι άλλες τους αρετές. Η ιερή για αυτούς Πόλις, παρήγαγε για τους ανθρώπους που την αποτελούσαν μία «βασικη παιδεία», η οποία αποσκοπούσε στην καλλιέργεια του καλού γούστου και της φαντασίας, που με την σειρά τους παρήγαγαν την αγάπη για την «πατρίδα πόλη» και μία σπάνια εσωτερική φλόγα αυταπαρνήσεως υπερ αυτής. Ο πατριωτισμός, αποτελούσε μία όχι φιλοσοφική αλλά «απτή» Αρετή της καθημερινής ζωής, βασισμένη όχι στην Γνώση των, ούτως ή άλλως, λιγοστών σοφών, αλλ’ αντιθέτως πάνω στην «γνώμη» της απαρτίας των πολιτικών προσωπικοτήτων (δηλαδή του σώματος των πολιτών, του δήμου / δάμου). Όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι γνώριζαν ότι στην “Πατρίδα” τους, και μόνον σε αυτήν, ώφειλαν την περιουσία τους, την ασφάλειά τους, τη νομοθεσία τους, την πίστη τους, και τους Θεούς ΤΟΥΣ. Χάνοντάς την, έχαναν τα πάντα, έστω κι αν προσπαθούσαν να την «κουβαλήσουν» μέσα τους, όπως με πολύ συγκινητικό τρόπο έπραξαν οι πρόσφυγες Θεσπιείς μετά την σφαγή των Θερμοπυλών.
Η «πατρίς γαία» για όλους τους Εθνικούς, συνδέεται με τον «κάτοικο-άνθρωπο» με έναν πανίσχυρο ιερό δεσμό. Ο τελευταίος οφείλει να την αγαπά, όπως αγαπά την οικογένειά του και την Θρησκεία του και να την υπακούει όπως υπακούει τους γονείς και τους Θεούς. Πρέπει να δοθεί εξολοκλήρου σε αυτήν την θεία γή και να την αγαπά και στις δόξες της και στις πίκρες της, τόσο στην ακμή, όσο και στην παρακμή της. Μα πάνω από όλα, πρέπει να ξέρει να πεθαίνει για χάριν της «Πατρίδος» του. Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Κελτοί, οι Γερμανοί, πέθαιναν κάποιες φορές για υποθέσεις αφοσιώσεως σ' έναν άνθρωπο ή για θέματα τιμής (που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά σε όλες τις πολυθεϊστικές Παραδόσεις). ΠΑΝΤΟΤΕ όμως πέθαιναν γεμάτοι αποφασιστικότητα, πολεμώντας σε υπεράσπιση της γής των πατέρων και μητέρων τους, της γης των προπατόρων και του ίδιου τους του Έθνους. Η επίθεση εναντίον της γής τους ήταν επίθεση εναντίον της αλυσίδος του γένους τους και της Θρησκείας τους, αλλά και της ψυχής τους της ίδιας. Πολεμούσαν με όλο τους το σθένος για τους τάφους τους και τις ιερές πυρές των βωμών τους, pro aris et focis. Αν ο εχθρός (παρά το ότι τις περισσότερες φορές ανήκε στην αυτή ομοεθνία) κατελάμβανε την πόλη τους, η κατάληψη από μόνη της βεβήλωνε τους τάφους των προγόνων, μόλυνε τις ιερές επιβώμιες πυρές των Εστιών και των Ναών τους, προσέβαλλε τους Θεούς της Πόλεως και μαγάριζε τη Λατρεία τους.
Η αυθεντική, προχριστιανική, έννοια της “Πατρίδος”, βασίζεται συνεπώς στην πλήρη συνείδηση της εντοπιότητος, αλλά και των θείων παρουσιών που την κάνουν ιδιαίτερη για τους κατοίκους της. Δεν βασίζεται πουθενά αλλού, όπως επιχειρούν εδώ και μιάμιση χιλιετία να κατασκευάσουν «βάθρα» οι, εξ ορισμού άλλωστε, αντεθνιστές «μονοθεϊστές», σε επίπλαστες δηλαδή βάσεις και σε κρατικά νομοθετήματα, για αυτό και εκεί οφείλει να ξανατοποθετηθεί, μόνο που αυτό προϋποθέτει προηγουμένως μία κάθετη ρήξη μας με την κάθε ιδεολογία και Θρησκεία που μάχεται τον υγιή και φυσικό διαφορισμό των ανθρώπων σε ιδιαίτερα ΈΘΝΗ με ιδιαίτερη Παράδοση, Θρησκεία και Τρόπο καθημερινής ζωής. Το ίδιο προϋποθέτει και την ρήξη με κάθε «οικουμενισμό» που σκοπό έχει να αφανίσει την ανθρώπινη Εθνόσφαιρα προς χάριν ενός βαπτίσματος ή μίας περιτομής. Ο οποιοσδήποτε ανυποψίαστος τολμήσει να ρωτήσει έναν ακραιφνή χριστιανό ή μουσουλμάνο για το τι θα διάλεγε αν υποχρεωνόταν να διαλέξει ανάμεσα στο συμφέρον της Πατρίδος του και στο συμφέρον της «οικουμενικής» πίστεώς του, θα «εκπλαγεί» από την τραγική επιβεβαίωση των πιό πάνω προϋποθέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου