Όταν «κάνουμε τίποτα» πραγματικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά που έχουν σημασία.
Η ιδέα πως το να «κάνεις τίποτα» είναι μια δεξιότητα που χρειάζεται να μάθει κάποιος μπορεί να προκαλεί σύγχυση, τουλάχιστον αρχικά.
Σίγουρα είναι απλά το ζήτημα του να σταματήσει κάποιος να κάνει το παραμικρό. Αυτό δεν είναι; Κι όμως αυτό είναι τελικά εύκολο να το πεις και δύσκολο να το κάνεις. Είναι μια γενική παραδοχή –αναγνωρισμένη από το Βούδα έως τον Τζον Κητς (Άγγλος ρομαντικός ποιητής) – ότι το «πράττειν» μπορεί να γίνει ένα είδος καταναγκασμού, μια εξάρτηση που δεν έχει την αναγνώριση που της αξίζει επειδή η κοινωνία μας επαινεί γι ’αυτήν. Πράγματι, το να μάθεις να «κάνεις τίποτα» μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας για να πετύχουμε ό,τι επιθυμούμε στους φρενήρεις ρυθμούς που ζούμε. Δείτε γιατί:
Το να «κάνεις τίποτα» δε σημαίνει ότι δεν κάνεις κάτι
Αν υποθέσουμε ότι δεν είσαι νεκρός, είσαι σε μια κατάσταση όπου μονίμως κάνεις κάτι – ακόμα και αν απλώς απολαμβάνεις την αδράνεια. (Για τους ψυχολόγους το αίσθημα της απόλαυσης είναι κι αυτή μια δεξιότητα που μπορεί να ασκεί κάποιον στο να μαθαίνει να συγκεντρώνεται σε κάθε αίσθηση ξεχωριστά). Αλλά αυτό που συνηθέστερα εννοούμε όταν λέμε «κάνω τίποτα», σημαίνει δεν κάνω κάτι χρήσιμο. Το θέμα είναι ότι το «χρήσιμο» ορίζεται με τρόπους που δεν μας εξυπηρετούν πάντοτε. Το να εργάζεται κανείς όλο και πιο σκληρά για να αγοράζει όλο και περισσότερα πράγματα είναι χρήσιμο για τους εμπόρους αλλά όχι απαραίτητα για εμάς. Η χρησιμότητα σχετίζεται περισσότερο με το μέλλον: σας αποσπά από το παρόν, κάνοντας όλο και πιο δύσκολο να απολαύσετε τη στιγμή, ίσως λοιπόν το να «κάνεις τίποτα» να είναι συνώνυμο της απόλαυσης της ζωής.
Η ανεμελιά, η ξεκούραση ακόμα και η ανία μπορούν να πυροδοτήσουν τη δημιουργικότητα
Υπάρχει λόγος που τόσο πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες γενικότερα βάζουν στην καθημερινότητά τους μακρινές βόλτες. Μια εξήγηση είναι «το φαινόμενο της επώασης»: όταν σταματάει κάποιος να εστιάζει σε αυτό που πρέπει να κάνει φαίνεται πως δίνει άδεια στο ασυνείδητο να ξεκινήσει να εργάζεται. Σε μια έρευνα οι άνθρωποι που γνώριζαν ότι θα επέστρεφαν σε μια δημιουργική δραστηριότητα μετά το διάλειμμα τα πήγαν πολύ καλύτερα σε αυτή τη δραστηριότητα όταν επέστρεψαν σε αυτή σε σχέση με εκείνους που δεν περίμεναν ότι θα επιστρέψουν στη δραστηριότητα αυτή. Υποθέτουμε ότι είναι η ασυνείδητη επεξεργασία όχι απλά η ανάπαυλα, που κάνει τη διαφορά.
Άλλες έρευνες σχετικές με την ανία, (σε μια από αυτές οι συμμετέχοντες έπρεπε να αντιγράψουν αριθμούς από τον τηλεφωνικό κατάλογο), δείχνουν ότι η ανία κινητοποιεί τους ανθρώπους να επινοήσουν ενδιαφέροντες τρόπους ώστε να την καταπολεμήσουν κι έτσι πυροδοτείται η δημιουργικότητά τους. Επιπλέον, η ελεύθερη σκέψη καταπολεμά την τάση να έχουμε παρωπίδες όπως όταν συγκεντρωνόμαστε αποκλειστικά και μόνο στους στόχους μας.
Η υπερδραστηριότητα είναι αντιπαραγωγική
Εδώ και πολλά χρόνια συγχέουμε την υπερπροσπάθεια με την αποτελεσματικότητα. Μια μέρα που ξοδεύουμε σε δευτερεύουσες εργασίες είναι εξουθενωτική, αλλά εμείς θεωρούμε –συχνά λανθασμένα- ότι κάναμε κάτι απαραίτητο και χρήσιμο. Ο Δανός ειδικός στην εργασία Manfred Kets de Vries, γράφει ότι η υπερδραστηριότητα μπορεί να είναι «ένας πολύ αποτελεσματικός αμυντικός μηχανισμός για να απωθούνται ενοχλητικές σκέψεις και συναισθήματα». Όταν «κάνουμε τίποτα» πραγματικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά που έχουν σημασία.
Η ξεκούραση είναι απαραίτητη για τον εγκέφαλο
Από τη Βιομηχανική Επανάσταση ως σήμερα, αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους σαν να είναι μηχανές, υποθέτοντας ότι αν πιεστούμε πολύ και πιέσουμε και τους άλλους θα επιτύχουμε περισσότερα. Όμως οι νευροεπιστήμονες συνεχώς επιβεβαιώνουν ότι οι εγκέφαλοί μας χρειάζονται ξεκούραση – όχι μόνο για να επαναφορτίσουμε τις μπαταρίες μας αλλά για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε τα δεδομένα που παίρνουμε, να ταξινομήσουμε τη μνήμη μας, να ενισχύσουμε τις διαδικασίες μάθησης και να ενδυναμώσουμε τους νευρώνες που μας επιτρέπουν να κάνουμε όλα τα παραπάνω. Σε μια έρευνα του 2009 η απεικόνιση του εγκεφάλου ανθρώπων στους οποίους ζητήθηκε να χρησιμοποιήσουν ένα τηλεχειριστήριο που δεν λειτουργούσε όπως τα συνηθισμένα, έδειξε ότι η γνωστική διεργασία των ανθρώπων που μάθαιναν κάτι νέο, γινόταν κατά τη διάρκεια των περιόδων χαλάρωσης του εγκεφάλου.
Θα μπορείτε να ελέγχετε την προσοχή σας
Μην περιμένετε πως το να «κάνετε τίποτα» θα σας φαίνεται εύκολο στην αρχή: η αντίσταση στην ανάγκη να κάνετε πράγματα απαιτεί αποφασιστικότητα. Στο Βουδισμό σύμφωνα με την εκπαιδεύτρια στο διαλογισμό Susan Piver η υπεραπασχόληση θεωρείται μια μορφή τεμπελιάς – είναι μια αποτυχία να διατηρήσουμε την προσοχή μας απερίσπαστη από κάποιο ασήμαντο email, ιστοσελίδα ή κάποια υποχρέωση που διεκδικεί την προσοχή μας. Ο πειρασμός είναι μεγάλος: η σύγχρονη οικονομία και ειδικά το διαδίκτυο μάχονται για να τους δώσουμε την προσοχή μας. Τα καλά νέα είναι ότι το να μάθουμε «να κάνουμε τίποτα» θα μας βοηθήσει να ξαναπάρουμε στα χέρια μας τον έλεγχο της προσοχής μας σε κάθε περίσταση. Ένα είναι το κόλπο: προγραμματίστε κάποια στιγμή μέσα στη μέρα να «κάνετε τίποτα» με τον ίδιο τρόπο που προγραμματίζετε τις υπόλοιπες ασχολίες της μέρας. Απλά μην περιμένετε να σας κατανοήσουν οι υπόλοιποι αν ισχυριστείτε ότι δε μπορείτε να φανείτε συνεπείς σε κάποια κοινωνική υποχρέωση επειδή είστε απασχολημένοι με το να «κάνετε τίποτα».
Η ιδέα πως το να «κάνεις τίποτα» είναι μια δεξιότητα που χρειάζεται να μάθει κάποιος μπορεί να προκαλεί σύγχυση, τουλάχιστον αρχικά.
Σίγουρα είναι απλά το ζήτημα του να σταματήσει κάποιος να κάνει το παραμικρό. Αυτό δεν είναι; Κι όμως αυτό είναι τελικά εύκολο να το πεις και δύσκολο να το κάνεις. Είναι μια γενική παραδοχή –αναγνωρισμένη από το Βούδα έως τον Τζον Κητς (Άγγλος ρομαντικός ποιητής) – ότι το «πράττειν» μπορεί να γίνει ένα είδος καταναγκασμού, μια εξάρτηση που δεν έχει την αναγνώριση που της αξίζει επειδή η κοινωνία μας επαινεί γι ’αυτήν. Πράγματι, το να μάθεις να «κάνεις τίποτα» μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας για να πετύχουμε ό,τι επιθυμούμε στους φρενήρεις ρυθμούς που ζούμε. Δείτε γιατί:
Το να «κάνεις τίποτα» δε σημαίνει ότι δεν κάνεις κάτι
Αν υποθέσουμε ότι δεν είσαι νεκρός, είσαι σε μια κατάσταση όπου μονίμως κάνεις κάτι – ακόμα και αν απλώς απολαμβάνεις την αδράνεια. (Για τους ψυχολόγους το αίσθημα της απόλαυσης είναι κι αυτή μια δεξιότητα που μπορεί να ασκεί κάποιον στο να μαθαίνει να συγκεντρώνεται σε κάθε αίσθηση ξεχωριστά). Αλλά αυτό που συνηθέστερα εννοούμε όταν λέμε «κάνω τίποτα», σημαίνει δεν κάνω κάτι χρήσιμο. Το θέμα είναι ότι το «χρήσιμο» ορίζεται με τρόπους που δεν μας εξυπηρετούν πάντοτε. Το να εργάζεται κανείς όλο και πιο σκληρά για να αγοράζει όλο και περισσότερα πράγματα είναι χρήσιμο για τους εμπόρους αλλά όχι απαραίτητα για εμάς. Η χρησιμότητα σχετίζεται περισσότερο με το μέλλον: σας αποσπά από το παρόν, κάνοντας όλο και πιο δύσκολο να απολαύσετε τη στιγμή, ίσως λοιπόν το να «κάνεις τίποτα» να είναι συνώνυμο της απόλαυσης της ζωής.
Η ανεμελιά, η ξεκούραση ακόμα και η ανία μπορούν να πυροδοτήσουν τη δημιουργικότητα
Υπάρχει λόγος που τόσο πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες γενικότερα βάζουν στην καθημερινότητά τους μακρινές βόλτες. Μια εξήγηση είναι «το φαινόμενο της επώασης»: όταν σταματάει κάποιος να εστιάζει σε αυτό που πρέπει να κάνει φαίνεται πως δίνει άδεια στο ασυνείδητο να ξεκινήσει να εργάζεται. Σε μια έρευνα οι άνθρωποι που γνώριζαν ότι θα επέστρεφαν σε μια δημιουργική δραστηριότητα μετά το διάλειμμα τα πήγαν πολύ καλύτερα σε αυτή τη δραστηριότητα όταν επέστρεψαν σε αυτή σε σχέση με εκείνους που δεν περίμεναν ότι θα επιστρέψουν στη δραστηριότητα αυτή. Υποθέτουμε ότι είναι η ασυνείδητη επεξεργασία όχι απλά η ανάπαυλα, που κάνει τη διαφορά.
Άλλες έρευνες σχετικές με την ανία, (σε μια από αυτές οι συμμετέχοντες έπρεπε να αντιγράψουν αριθμούς από τον τηλεφωνικό κατάλογο), δείχνουν ότι η ανία κινητοποιεί τους ανθρώπους να επινοήσουν ενδιαφέροντες τρόπους ώστε να την καταπολεμήσουν κι έτσι πυροδοτείται η δημιουργικότητά τους. Επιπλέον, η ελεύθερη σκέψη καταπολεμά την τάση να έχουμε παρωπίδες όπως όταν συγκεντρωνόμαστε αποκλειστικά και μόνο στους στόχους μας.
Η υπερδραστηριότητα είναι αντιπαραγωγική
Εδώ και πολλά χρόνια συγχέουμε την υπερπροσπάθεια με την αποτελεσματικότητα. Μια μέρα που ξοδεύουμε σε δευτερεύουσες εργασίες είναι εξουθενωτική, αλλά εμείς θεωρούμε –συχνά λανθασμένα- ότι κάναμε κάτι απαραίτητο και χρήσιμο. Ο Δανός ειδικός στην εργασία Manfred Kets de Vries, γράφει ότι η υπερδραστηριότητα μπορεί να είναι «ένας πολύ αποτελεσματικός αμυντικός μηχανισμός για να απωθούνται ενοχλητικές σκέψεις και συναισθήματα». Όταν «κάνουμε τίποτα» πραγματικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτά που έχουν σημασία.
Η ξεκούραση είναι απαραίτητη για τον εγκέφαλο
Από τη Βιομηχανική Επανάσταση ως σήμερα, αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους σαν να είναι μηχανές, υποθέτοντας ότι αν πιεστούμε πολύ και πιέσουμε και τους άλλους θα επιτύχουμε περισσότερα. Όμως οι νευροεπιστήμονες συνεχώς επιβεβαιώνουν ότι οι εγκέφαλοί μας χρειάζονται ξεκούραση – όχι μόνο για να επαναφορτίσουμε τις μπαταρίες μας αλλά για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε τα δεδομένα που παίρνουμε, να ταξινομήσουμε τη μνήμη μας, να ενισχύσουμε τις διαδικασίες μάθησης και να ενδυναμώσουμε τους νευρώνες που μας επιτρέπουν να κάνουμε όλα τα παραπάνω. Σε μια έρευνα του 2009 η απεικόνιση του εγκεφάλου ανθρώπων στους οποίους ζητήθηκε να χρησιμοποιήσουν ένα τηλεχειριστήριο που δεν λειτουργούσε όπως τα συνηθισμένα, έδειξε ότι η γνωστική διεργασία των ανθρώπων που μάθαιναν κάτι νέο, γινόταν κατά τη διάρκεια των περιόδων χαλάρωσης του εγκεφάλου.
Θα μπορείτε να ελέγχετε την προσοχή σας
Μην περιμένετε πως το να «κάνετε τίποτα» θα σας φαίνεται εύκολο στην αρχή: η αντίσταση στην ανάγκη να κάνετε πράγματα απαιτεί αποφασιστικότητα. Στο Βουδισμό σύμφωνα με την εκπαιδεύτρια στο διαλογισμό Susan Piver η υπεραπασχόληση θεωρείται μια μορφή τεμπελιάς – είναι μια αποτυχία να διατηρήσουμε την προσοχή μας απερίσπαστη από κάποιο ασήμαντο email, ιστοσελίδα ή κάποια υποχρέωση που διεκδικεί την προσοχή μας. Ο πειρασμός είναι μεγάλος: η σύγχρονη οικονομία και ειδικά το διαδίκτυο μάχονται για να τους δώσουμε την προσοχή μας. Τα καλά νέα είναι ότι το να μάθουμε «να κάνουμε τίποτα» θα μας βοηθήσει να ξαναπάρουμε στα χέρια μας τον έλεγχο της προσοχής μας σε κάθε περίσταση. Ένα είναι το κόλπο: προγραμματίστε κάποια στιγμή μέσα στη μέρα να «κάνετε τίποτα» με τον ίδιο τρόπο που προγραμματίζετε τις υπόλοιπες ασχολίες της μέρας. Απλά μην περιμένετε να σας κατανοήσουν οι υπόλοιποι αν ισχυριστείτε ότι δε μπορείτε να φανείτε συνεπείς σε κάποια κοινωνική υποχρέωση επειδή είστε απασχολημένοι με το να «κάνετε τίποτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου