H Ελβετία υπέρ της Ομοιοπαθητικής Ιατρικής
Η έδρα δύο φαρμακευτικών εταιρειών γιγάντων- η Ελβετία-τάσσεται υπέρ της Ομοιοπαθητικής Ιατρικής νομιμοποιώντας την αποζημίωση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων σε εθνική κλίμακα. Η πιο εμπεριστατωμένη εκτίμηση που έγινε ποτέ από οποιοδήποτε κυβερνητικό σώμα σχετικά με την Ομοιοπαθητική Ιατρική κατέληξε ότι όχι μόνο είναι αποτελεσματική αλλά είναι πολύ περισσότερο αποδοτική σε θέματα διαχείρησης πόρων από την συμβατική Ιατρική. Κατ’ ακρίβεια -σύμφωνα με τη μελέτη πάντα- είναι τόσο αποτελεσματική ώστε οι ασθενείς θα έπρεπε να αποζημιώνονται για τα ομοιοπαθητικά φάρμακα τους από το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ελβετίας.
Αφήνοντας μια παράδοση χρόνων ουδετερότητας πάνω σε πολλά ζητήματα η Ελβετική κυβέρνηση διενήργησε μια λεπτομερή έρευνα για την Ομοιοπαθητική και άλλες εναλλακτικές θεραπείες ανταποκρινόμενη στην ευρέως διαδομένη χρησιμοποίηση τους τόσο από τους γιατρούς όσο και από τους ασθενείς. Αξιοσημείωτα σχεδόν τα δύο τρίτα όλων των γιατρών στην Ελβετία εκτιμούν την εναλλακτική ιατρική, περίπου 40% τη χρησιμοποιούν και 85% της χώρας θέλει το εθνικό σύστημα υγείας της χώρας να περιλαμβάνει και αυτές τις θεραπείες.
Η μελέτη ακολουθεί την απόφαση του 1998 της Ελβετικής κυβέρνησης να επεκτείνει το εθνικό ασφαλιστικό σύστημα και να συμπεριλάβει έναν αριθμό εναλλακτικών θεραπειών όπως η Ομοιοπαθητική, η παραδοσιακή Κινέζικη ιατρική τα φυτοθεραπευτικά και ανθρωποσοφικά φάρμακα. Παρόλα αυτά η αποζημίωση ήταν προσωρινή αφού εκκρεμούσε το αποτέλεσμα της εκτεταμμένης ανετεθειμένης από την κυβέρνηση έρευνας σχετικά με τις διάφορες θεραπείες.
Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων
Στον οργανισμό Swiss Network for Technology Health Assesment που δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση το 1999 έπεσε το φορτίο να καθορίσει ποιές επενδύσεις στην υγεία έπιαναν τόπο. Η αναφορά- βιβλίο- με τίτλο “Η Ομοιοπαθητική στην Υγειονομική Περίθαλψη: αποτελεσματικότητα, καταλληλότητα, ασφάλεια, κόστος” που εκδόθηκε από τους Gudrum Bornhoft και Peter F. Matthiessen από το Πανεπιστήμιο του Witten/Herdecke στη Γερμανία και το PanMedion Foundation στη Ζυρίχη επανεξέτασε διεξοδικά όλες τις σημαντικές αποδείξεις για την Ομοιοπαθητική τις προερχόμενες από τις σημαντικές προκλινικές μελέτες (ανθρώπινες κυτταρικές σειρές, μελέτες σε φυτά και ζώα και βιοχημικά ευρήματα) και τις δοκιμές σε ανθρώπους (τυχαιοποιημένες διπλές τυφλές, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, συστηματικές ανασκοπήσεις, μετα αναλύσεις και επιδημιολογικές μελέτες).
Η μεθοδολογία της αναφοράς είχε χρησιμοποιηθεί από το National Institute of Health Research του Ηνωμένου Βασιλείου ως μέσο αξιολόγησης της πραγματικής αποτελεσματικότητας, ασφάλειας και σχέσης κόστους αποτελεσματικότητας των διαθέσιμων προσφερόμενων θεραπειών από το Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι Ελβετοί επιστήμονες είχαν δύο βασικά κριτήρια για να κρίνουν την ποιότητα μιας μελέτης: εσωτερική εγκυρότητα (απηχεί την ποιότητα του σχεδιασμού της μελέτης και την εκτέλεση του) και εξωτερική εγκυρότητα (με πόση ακρίβεια οι μελέτες αντικατοπτρίζουν την χρήση της Ομοιοπαθητικής στην πραγματική ζωή). Η αξιολόγηση της εξωτερικής εγκυρότητας είναι εξαιρετικά σημαντική αφού η έρευνα για την Ομοιοπαθητική συνήθως γίνεται από γιατρούς και επιστήμονες με μικρή κατανόηση του πως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ή ποιές θεραπείες δουλεύουν καλύτερα για ποιούς ασθενείς.
Πολλές μελέτες υψηλού προφίλ, που υποτίθεται ότι απομυθοποιούν θεραπείες όπως η Ομοιοπαθητική έχουν κατ’ουσίαν προδιαγεγραμμένη την αποτυχία επειδή οι ερευνητές κατ’ ουσίαν δεν ξέρουν τι κάνουν. Συχνά οι ερευνητές χρησιμοποιούν το λάθος ομοιοπαθητικό φάρμακο ή το χρησιμοποιούν ανάρμοστα. Κάποιες ομοιοπαθητικές μελέτες έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο για διαφορετικές περιπτώσεις ενώ είναι ευρέως γνωστό ότι διαφορετικές καταστάσεις απαιτούν εξατομικευμένη και διαφοροποιημένη θεραπεία.
Αφού αξιολόγησε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία η Ελβετική ομάδα κατέληξε ότι οι υψηλής ποιότητας διερευνήσεις των προκλινικών βασικών μελετών απέδειξαν ότι υψηλής δυναμοποίησης ομοιοπαθητικά φάρμακα επάγουν ρυθμιστικές και συγκεκριμένες αλλαγές σε κύτταρα ή ζώντες οργανισμούς. Από τις συστηματικές ανασκοπήσεις της ανθρώπινης έρευνας-λέει η αναφορά – 20 από τις 22 διέκριναν τουλάχιστον ένα ρεύμα πρός την ομοιοπαθητική και 5 έδειξαν ξεκάθαρες αποδείξεις ομοιοπαθητικής θεραπείας.
Η αναφορά βρήκε ειδικά ισχυρές αποδείξεις για την εφαρμογή της ομοιοπαθητικής θεραπείας στις λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού ή στις αλλεργικές αντιδράσεις: για τις μελέτες που έδειξαν ένα συνολικό θετικό αποτέλεσμα υπέρ της Ομοιοπαθητικής οι 6 από κάθε 7 έδειξαν τουλάχιστον ισοδυναμία προς τις θεραπευτικές συμβατικές παρεμβάσεις και από τις 16μελέτες που ενέπλεκαν εικονικό φάρμακο οι μισές έδειξαν σημαντικά αποτελέσματα με την Ομοιοπαθητική.
Πιθανά το πιο σημαντικό όλων είναι το γεγονός ότι η αναφορά κατέληξε στο ότι η αποτελεσματικότητα της Ομοιοπαθητικής “μπορεί να υποστηριχθεί από κλινικές αποδείξεις και θεωρείται ασφαλής”. Οι Bornhoft και Matthiessen κατέληξαν ότι “υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την κλινική αποτελεσματικότητα της Ομοιοπαθητικής και για την ασφάλεια και την οικονομική υπεροχή συγκρινόμενη με τη συμβατική θεραπεία”
Αξιολόγηση αποτελεσματικότητας κόστους
Η Ελβετική κυβέρνηση επιπρόσθετα εξέτασε εαν η ομοιοπαθητική θεραπεία έκανε οικονομία ή ήταν πιο δαπανηρή μελετώντας στοιχεία από Ελβετούς ασφαλιστές υγείας συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για συμβουλευτική, φάρμακα, φυσιοθεραπείες και εργαστηριακές αναλύσεις. Όπως προέκυψε οι γιατροί που ειδικεύονται στην Ομοιοπαθητική κοστίζουν τουλάχιστον 15% λιγότερο στο σύστημα Υγείας από ότι οι συμβατικοί γιατροί αν και οι ασθενείς που ακολουθούν ομοιοπαθητική θεραπεία συνήθως είχαν πιο χρόνια προβλήματα και μεγαλύτερα θέματα υγείας τα οποία συνήθως αντιστοιχούν με μεγαλύτερα ποσά αποζημείωσης από τις ασφάλειες.
Όταν θεραπείες για συγκεκριμένα προβλήματα συγκρίθηκαν ξανά η Ομοιοπαθητική αποδείχτηκε πιο οικονόμα: τα παιδιά με λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού είχαν λιγότερες υποτροπές της ασθένειας και χρειάστηκαν λιγότερα αντιβιοτικά από όσα έπαιρναν συμβατικά φάρμακα. Επιπρόσθετα η εφαρμογή της Ομοιοπαθητικής οδήγησε σε λιγότερη εξάρτηση από τα φάρμακα. Σε περισσότερους από 500 ασθενείς με ρευματική νόσο σχεδόν το ένα τρίτο κατάφερε να σταματήσει τη συμβατική θεραπευτική αγωγή και το άλλο ένα τρίτο μείωση τη χρήση των φαρμάκων.
Η ομοιοπαθητική θεραπεία για γονιμότητα στις γυναίκες πρόσφερε τη μεγαλύτερη οικονομία συγκρινόμενη με τις συμβατικές θεραπείες. Επίσης οικονομία έγινε και στους λογαριασμούς των νοσοκομείων: οι γυναίκες ασθενείς που τις κούραραν ομοιοπαθητικοί γιατροί είχαν 6 φορές μικρότερη πιθανότητα να εμφανιστούν στο νοσοκομείο από ότι εκείνες που τις κουράριζαν συμβατικοί γιατροί. Επίσης υπήρχαν και έμμεσα οικονομικά οφέλη όπως λιγότερες μέρες αναρρωτικής άδειας από τους ασθενείς που εφάρμοζαν ομοιοπαθητική θεραπεία.
Επιπλέον οι εφαρμόζοντες την ομοιοπαθητική θεραπεία ανέφεραν λιγότερες παρενέργειες και καλύτερες σχέσεις γιατρού-ασθενούς. Συγκρίνοντας την ικανοποίηση του ασθενούς σε ομοιοπαθητικές – συμβατικές θεραπείες σε περισσότερους από 3000 (τρεις χιλιάδες) συμμετέχοντες στη μελέτη σημαντικό ποσοστό ασθενών 53% που ακολουθούσε ομοιοπαθητική θεραπεία ανέφερε ότι ήταν ‘εντελώς ικανοποιημένο’ συγκρινόμενο με 43% από όσους ακολουθούσε συμβατικές θεραπείες ( BMC Complement Altern Med, 2008; 8:52).
Οι Εναλλακτικές Θεραπείες ως επικρατούσα τάση
Οι Ελβετοί πρωτοπορούν και δείχνουν το δρόμο στην ενσωμάτωση των εναλλακτικών θεραπειών στην επικρατούσα υγειονομική περίθαλψη. Ακολουθώντας ένα εθνικό δημοψήφισμα του 2009 στο οποίο τα 2/3 της πλειοψηφίας ψήφισαν για την ενσωμάτωση της φυσικής, συμπληρωματικής και εναλλακτικής Ιατρικής στο Ελβετικό Σύστημα Υγείας ο Ελβετός Υπουργός Υγείας ενέκρινε την πληρωμή των φαρμάκων για πέντε από τις πιο δημοφιλείς εναλλακτικές θεραπείες: Oμοιοπαθητική, φυτοθεραπεία, παραδοσιακή Κινέζικη Ιατρική, ανθρωποσοφικά φάρμακα και τη νευρική θεραπεία που βασίζεται στην θεώρηση ότι το τραύμα δημιουργεί διαταραχές στην ηλεκτροχημική λειτουργία των ιστών.
Ίσως η πιο αξιοσημείωτη πλευρά όλων αυτών δεν είναι απλά το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα της αναφοράς αυτής η ομοιοπαθητική έχει κατοχυρωθεί στο Ελβετικό Σύνταγμα και τα φάρμακα της αποζημιώνονται σε αυτούς που τα χρειάζονται από κρατικά χρήματα, αλλά ότι αυτό το γεγονός συμβαίνει στη χώρα που την έδρα τους έχουν δύο κολοσσοί της φαρμακοβιομηχανίας. Έχει επίσης συμβεί ακριβώς τη στιγμή που οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (των οποίων η Ελβετία συμμετέχει) οι οποίες χρηματοδοτούνται από τη φαρμακοβιομηχανία απαγορεύουν ή έχουν δραματικά περιορίσει την διαθεσιμότητα των συμπληρωμάτων διατροφής και αρκετών εναλλακτικών θεραπειών παρόλη την μακρά και επιτυχημένη παρουσία τους στο χώρο της Υγείας. Για να παραφράσουμε τον Μαρκ Τουέιν οι Ελβετοί στέλνουν ένα ξεκάθαρο και σθεναρό μήνυμα στους γίγαντες της φαρμακοβιομηχανίας στις διαρκείς προσπάθειες τους να δυσφημίσουν την εναλλακτική ιατρική ότι οι αναφορές του θανάτου της είναι υπερβολικές και ανυπόστατες. Ελληνική Γραμματεία Ομοιοπαθητικής
H Ομοιοπαθητική, από τις λέξεις Όμοιον και Πάθος
Είναι μια μέθοδος εναλλακτικής ιατρικής που επινοήθηκε το 1796 από τον Σάμουελ Χάνεμαν (Samuel Hahnemann), με βάση το αξίωμα πως «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» (similia similibus curantur), σύμφωνα με το οποίο η θεραπεία μιας ασθένειας μπορεί να επιτευχθεί με χρήση φαρμακευτικών ουσιών που είναι ικανές να προκαλέσουν τα συμπτώματα αυτής της ασθένειας, όταν χορηγηθούν σε έναν υγιή οργανισμό. Η oμοιοπαθητική θεωρείται ψευδοεπιστήμη από την συστηματική ιατρική [όπως είναι φυσικό επακόλουθο, για τα συναισθηματικά πανουκλιασμένα μυαλά τους] ενώ έχει βρεθεί πως η επίδραση των φαρμάκων της δεν είναι πιο αποτελεσματική από την επίδραση των εικονικών φαρμάκων (placebo). Τωρα αν το placebo θεραπεύει ποιός ο λόγος να χρησιμοποιούνται τα φάρμακα;
Φαινόμενο placebo (πλασέμπο) ονομάζεται το φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασθενής παρουσιάζει βελτίωση ενώ λαμβάνει ένα εικονικό φάρμακο, δηλαδή μια ουσία χωρίς πραγματική δράση για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Πρόκειται δηλαδή για φαινόμενο ΘΕΛΗΣΗΣ, κατά το οποίο, ο ασθενής πιστεύοντας ότι λαμβάνει ένα φάρμακο που θα τον βοηθήσει, εξ’ αιτίας αυτής της πεποίθησης και μόνο παρουσιάζει βελτίωση. Τα εικονικά σκευάσματα (placebo) χρησιμοποιούνται ευρέως (αν και σκόπιμα όχι πάντα) στις ιατρικές μελέτες για τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων. Το φαινόμενο placebo είναι ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο και παρουσιάζεται περίπου στο 30 -50% όσων λαμβάνουν φάρμακα (χημικά ή μη).
Ο Hahnemann (και όχι μόνο αυτός) ανακάλυψε πως η αιτία των ασθενειών ήταν τα φαινόμενα που αποκαλούνται «μιάσματα», τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με ομοιοπαθητικά φάρμακα. Για την παρασκευή των φαρμάκων αυτών γίνεται σταδιακή αραίωση μιας δραστικής ουσίας σε οινόπνευμα ή απεσταγμένο νερό, την οποία ακολουθεί βίαη κρούση πάνω σε ένα ελαστικό σώμα. Η αραίωση συνήθως συνεχίζεται ακόμα και όταν πλέον δεν απομένει ούτε ένα μόριο της αρχικής ουσίας. Οι Ομοιοπαθητικοί επιλέγουν φάρμακα συμβουλευόμενοι καταλόγους, γνωστοί και ως «ευρετηριολόγια» (αγγλ. repertory), με βάση μια διάγνωση που λαμβάνει υπόψη τα συμπτώματα του ασθενούς, τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, τη φυσική και ψυχολογική του κατάσταση, και την ιστορία της ζωής του.
Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Hahnemann, αναφέρονται συχνά ως «Κλασική Ομοιοπαθητική» στα πλαίσια της οποίας ο ασθενής λαμβάνει ένα μόνο φάρμακο και δίδεται ικανός χρόνος στον οργανισμό του ασθενούς να ανταποκριθεί. Υπό τον όρο «ομοιοπαθητική» συμπεριλαμβάνονται και άλλοι τρόποι εφαρμογής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα η Ισοπαθητική, η Πλουραλιστική ομοιοπαθητική, η Πολυφαρμακία, κ.α. Σήμερα η ομοιοπαθητική ως διακριτό σύστημα ιατρικής αναγνωρίζεται από τον νόμο στο Βέλγιο (1999), τη Βουλγαρία (2005), τη Γερμανία (1998), την Ουγγαρία (1997), τη Λιθουανία (1997), την Πορτογαλία (2003), τη Ρουμανία (1981), τη Σλοβενία (2007) και το Ηνωμένο Βασίλειο (1950), σε ό,τι αφορά στην Ε.Ε.
Ο Ιπποκράτης έχει θεμελιώσει την ομοιοπαθητική περίπου το 400 π.κ.ε. όταν υπαγόρευε τη χρήση μιας μικρής δόσης μανδραγόρα για θεραπεία μανίας, γνωρίζοντας πως αυτό προκαλεί μανία σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις. Το 16ο αιώνα, ο πρωτοπόρος της φαρμακολογίας Παράκελσος αναφέρει πως σε μικρές δόσεις «αυτό που προκαλεί αρρώστια στον άνθρωπο, επίσης τον θεραπεύει» Ο Σάμουελ Χάνεμαν (1755–1843) έδωσε στην ομοιοπαθητική το όνομά της και διεύρυνε τις αρχές της στα τέλη του 18ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, η κλασική ιατρική χρησιμοποιούσε μεθόδους όπως αφαίμαξη και κάθαρση, καθώς και πολύπλοκα μείγματα όπως η θερακή (ή θεριακή) Βενετίας, η οποία παρασκευαζόταν από 64 ουσίες, όπως όπιο, μύρο και σάρκα οχιάς. Αυτές οι θεραπείες συχνά προκαλούσαν την επιδείνωση των συμπτωμάτων, με μοιραία αποτελέσματα. Ο Χάνεμαν απέρριψε αυτές τις πρακτικές – οι οποίες εκθειάζονταν για πολλούς αιώνες – ως παράλογες και μη συνιστώμενες. Αντί για αυτές, εφάρμοσε τη χρήση μεμονωμένων φαρμάκων σε μικρότερες δόσεις και προωθούσε μια άυλη, βιταλιστική προσέγγιση της λειτουργίας των ζωντανών οργανισμών, γνωρίζοντας πως οι ασθένειες έχουν και πνευματικά, όπως και φυσικά αίτια.
Ο όρος «ομοιοπαθητική» επινοήθηκε από τον Χάνεμαν και για πρώτη φορά εμφανίστηκε στον τύπο το 1807.
Ο Χάνεμαν επινόησε την ομοιοπαθητική ενώ μετέφραζε μια ιατρική διατριβή του Σκωτσέζου γιατρού και χημικού Ουίλιαμ Κάλλεν (William Cullen) στα Γερμανικά. Μιας και ήταν σκεπτικός απέναντι στη θεωρία του Κάλλεν, που αφορούσε τη χρήση της κιγχόνης για τη θεραπεία της ελονοσίας, ο Χάνεμαν κατάπιε μια ποσότητα του φλοιού της προκειμένου να ερευνήσει τι θα συνέβαινε. Ως αποτέλεσμα, εμφάνισε πυρετό, ρίγος και αρθραλγία: συμπτώματα παρόμοια με αυτά της ελονοσίας. Μετά από αυτό το πείραμα, ο Χάνεμαν έφτασε στην πεποίθηση πως όλα τα αποτελεσματικά φάρμακα προκαλούν συμπτώματα σε υγιείς οργανισμούς, όμοια με αυτά των ασθενειών που θεραπεύουν, σύμφωνα με το «νόμο των ομοίων» που είχαν προτείνει οι γιατροί της αρχαιότητας.
Ο Χάνεμαν άρχισε να ερευνά την επίδραση που έχουν διάφορες ουσίες στον ανθρώπινο οργανισμό, η διαδικασία που αργότερα έγινε γνωστή ως «ομοιοπαθητική επαλήθευση» (αγγλ. “homeopathic proving”). Σε αυτά τα πειράματα οι εθελοντές καλούνταν να ερευνούν τις ενέργειες που προκαλούνται από την κατάποση διαφόρων ουσιών, με ακριβή καταγραφή συμπτωμάτων καθώς και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αυτά εμφανίζονταν. Μια συλλογή επαληθεύσεων δημοσιεύτηκε το 1805, και μια δεύτερη συλλογή των 65 φαρμάκων εμφανίστηκε στο βιβλίο του, Materia Medica Pura, το 1810.
Ο Χάνεμαν είχε την γνώση πως οι μεγάλες δόσεις φαρμάκων που προκαλούσαν όμοια συμπτώματα οδηγούσαν στην επιδείνωση της ασθένειας, και συνιστούσε την ισχυρή αραίωση αυτών των ουσιών. Πίστευε πως η τεχνική που επινόησε για την παρασκευή των διαλυμάτων, μπορούσε να συντηρήσει τις θεραπευτικές ιδιοτητες μιας ουσίας, αφαιρώντας ταυτόχρονα τις επιβλαβείς. Κατά την άποψή του, αυτή η διαδικασία αφύπνιζε και ενίσχυε τις «πνευματοειδείς θεραπευτικές δυνάμεις των ακατέργαστων ουσιών». Το 1810 ο Χάνεμαν ολοκλήρωσε και δημοσίευσε μια πλήρη επισκόπηση του νέου ιατρικού συστήματός του στο σύγγραμμα Όργανο της ορθολογικής θεραπευτικής τέχνης (Organon der rationellen Heikunst, 1810). Η 6η έκδοση του συγγράμματος, που δημοσιεύτηκε το 1921, χρησιμοποιείται από τους ομοιοπαθητικούς μέχρι σήμερα.
Μιάσματα και νοσήματα
Στο Όργανο της ορθολογικής θεραπευτικής τέχνης, ο Χάνεμαν εισήγαγε την έννοια των «μιασμάτων» ως «μολυσματικών στοιχείων» που αποτελούν τη βάση των χρόνιων παθήσεων. Ο Χάνεμαν είχε συνδέσει το κάθε μίασμα με συγκεκριμένα νοσήματα, και πίστευε πως η αρχική έκθεση στα μιάσματα προκαλεί τοπικά συμπτώματα, όπως δερματοπάθειες ή αφροδισιακά νοσήματα. Όταν όμως αυτά τα συμπτώματα καταπιέζονται με τη χρήση φαρμάκων, η πραγματική αιτία προχωρά πιο βαθιά και αρχίζει να εκδηλώνεται με τη μορφή παθήσεων των εσωτερικών οργάνων.
Σύμφωνα με τις αρχές της ομοιοπαθητικής, η θεραπεία των ασθενειών που γίνεται με την απευθείας αντιμετώπιση των συμπτωμάτων τους, όπως συμβαίνει στη συμβατική ιατρική, δεν είναι αποτελεσματική επειδή όλα τα «νοσήματα συνήθως συνδέονται με κάποια κρυμμένη, βαθιά ριζωμένη, υποκείμενη χρόνια, ή κληρονομική τάση». Το αντίστοιχο υποκείμενο μίασμα παραμένει, και τα βαθιά ριζωμένα νοσήματα μπορούν να θεραπευτούν μόνο με την αφαίρεση της βαθύτερης διατάραξης της ζωτικής δύναμης.
Ο Χάνεμαν αρχικά παρουσίασε μόνο τρία μιάσματα, από τα οποία το πιο σημαντικό ήταν η ψώρα, την οποία ο Χάνεμαν συσχέτιζε με κάθε είδους δερματοπάθεια που εμπεριέχει το στοιχείο της φαγούρας. Σύμφωνα με τον Χάνεμαν, η ψώρα προέρχεται από την καταπιεσμένη ψωρίαση, και αποτελεί ένα θεμέλιο για πολύ περισσότερα νοσήματα. Η ψώρα είναι η αιτία νοσημάτων όπως η επιληψία, ο καρκίνος, ο ίκτερος, η κώφωση και ο καταρράκτης. Έκτοτε, έχουν προταθεί και άλλα μιάσματα, μερικά από τα οποία αντικαθιστούν μια ή παραπάνω από τις προτεινόμενες λειτουργίες της ψώρας, όπως μιάσματα φυματίωσης και καρκίνου.
Ο νόμος της επιδεκτικότητας συνεπάγεται ότι η αρνητική κατάσταση του νου μπορεί να προσελκύσει ενεργειακές οντότητες που ονομάζονται «μιάσματα», οι οποίες μπορούν να εισβάλλουν στο σώμα και να προκαλέσουν συμπτώματα ασθενειών. Ο Χάνεμαν απέρριψε την ιδέα της αρρώστιας ως ξεχωριστής ή ξένης οντότητας, και επέμενε πως ήταν πάντα μέρος του “ζωτικού συνόλου”. Ο Χάνεμαν επινόησε την έκφραση «αλλοπαθητική ιατρική», η χρήση της οποίας αποτελεί (φυσικά) υποτιμητική αναφορά στην παραδοσιακή δυτική ιατρική. Η περί μιασμάτων θεωρία του Χάνεμαν παραμένει αντικείμενο διαμάχης στους κύκλους των ομοιοπαθητικών ακόμα και στη σύγχρονη εποχή. Είναι άλλωστε λογικό, άνθρωποι με μειωμένη γνώση και ελάχιστη έως καθόλου ΑΝΤΙΛΗΨΗ, είναι αδύνατον να αντιληφθούν τι εννοεί και σε τι αναφέρεται ένα αληθινός άνθρωπος.
Η έδρα δύο φαρμακευτικών εταιρειών γιγάντων- η Ελβετία-τάσσεται υπέρ της Ομοιοπαθητικής Ιατρικής νομιμοποιώντας την αποζημίωση των ομοιοπαθητικών φαρμάκων σε εθνική κλίμακα. Η πιο εμπεριστατωμένη εκτίμηση που έγινε ποτέ από οποιοδήποτε κυβερνητικό σώμα σχετικά με την Ομοιοπαθητική Ιατρική κατέληξε ότι όχι μόνο είναι αποτελεσματική αλλά είναι πολύ περισσότερο αποδοτική σε θέματα διαχείρησης πόρων από την συμβατική Ιατρική. Κατ’ ακρίβεια -σύμφωνα με τη μελέτη πάντα- είναι τόσο αποτελεσματική ώστε οι ασθενείς θα έπρεπε να αποζημιώνονται για τα ομοιοπαθητικά φάρμακα τους από το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Ελβετίας.
Αφήνοντας μια παράδοση χρόνων ουδετερότητας πάνω σε πολλά ζητήματα η Ελβετική κυβέρνηση διενήργησε μια λεπτομερή έρευνα για την Ομοιοπαθητική και άλλες εναλλακτικές θεραπείες ανταποκρινόμενη στην ευρέως διαδομένη χρησιμοποίηση τους τόσο από τους γιατρούς όσο και από τους ασθενείς. Αξιοσημείωτα σχεδόν τα δύο τρίτα όλων των γιατρών στην Ελβετία εκτιμούν την εναλλακτική ιατρική, περίπου 40% τη χρησιμοποιούν και 85% της χώρας θέλει το εθνικό σύστημα υγείας της χώρας να περιλαμβάνει και αυτές τις θεραπείες.
Η μελέτη ακολουθεί την απόφαση του 1998 της Ελβετικής κυβέρνησης να επεκτείνει το εθνικό ασφαλιστικό σύστημα και να συμπεριλάβει έναν αριθμό εναλλακτικών θεραπειών όπως η Ομοιοπαθητική, η παραδοσιακή Κινέζικη ιατρική τα φυτοθεραπευτικά και ανθρωποσοφικά φάρμακα. Παρόλα αυτά η αποζημίωση ήταν προσωρινή αφού εκκρεμούσε το αποτέλεσμα της εκτεταμμένης ανετεθειμένης από την κυβέρνηση έρευνας σχετικά με τις διάφορες θεραπείες.
Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων
Στον οργανισμό Swiss Network for Technology Health Assesment που δημιουργήθηκε από την κυβέρνηση το 1999 έπεσε το φορτίο να καθορίσει ποιές επενδύσεις στην υγεία έπιαναν τόπο. Η αναφορά- βιβλίο- με τίτλο “Η Ομοιοπαθητική στην Υγειονομική Περίθαλψη: αποτελεσματικότητα, καταλληλότητα, ασφάλεια, κόστος” που εκδόθηκε από τους Gudrum Bornhoft και Peter F. Matthiessen από το Πανεπιστήμιο του Witten/Herdecke στη Γερμανία και το PanMedion Foundation στη Ζυρίχη επανεξέτασε διεξοδικά όλες τις σημαντικές αποδείξεις για την Ομοιοπαθητική τις προερχόμενες από τις σημαντικές προκλινικές μελέτες (ανθρώπινες κυτταρικές σειρές, μελέτες σε φυτά και ζώα και βιοχημικά ευρήματα) και τις δοκιμές σε ανθρώπους (τυχαιοποιημένες διπλές τυφλές, ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο, συστηματικές ανασκοπήσεις, μετα αναλύσεις και επιδημιολογικές μελέτες).
Η μεθοδολογία της αναφοράς είχε χρησιμοποιηθεί από το National Institute of Health Research του Ηνωμένου Βασιλείου ως μέσο αξιολόγησης της πραγματικής αποτελεσματικότητας, ασφάλειας και σχέσης κόστους αποτελεσματικότητας των διαθέσιμων προσφερόμενων θεραπειών από το Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Οι Ελβετοί επιστήμονες είχαν δύο βασικά κριτήρια για να κρίνουν την ποιότητα μιας μελέτης: εσωτερική εγκυρότητα (απηχεί την ποιότητα του σχεδιασμού της μελέτης και την εκτέλεση του) και εξωτερική εγκυρότητα (με πόση ακρίβεια οι μελέτες αντικατοπτρίζουν την χρήση της Ομοιοπαθητικής στην πραγματική ζωή). Η αξιολόγηση της εξωτερικής εγκυρότητας είναι εξαιρετικά σημαντική αφού η έρευνα για την Ομοιοπαθητική συνήθως γίνεται από γιατρούς και επιστήμονες με μικρή κατανόηση του πως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ή ποιές θεραπείες δουλεύουν καλύτερα για ποιούς ασθενείς.
Πολλές μελέτες υψηλού προφίλ, που υποτίθεται ότι απομυθοποιούν θεραπείες όπως η Ομοιοπαθητική έχουν κατ’ουσίαν προδιαγεγραμμένη την αποτυχία επειδή οι ερευνητές κατ’ ουσίαν δεν ξέρουν τι κάνουν. Συχνά οι ερευνητές χρησιμοποιούν το λάθος ομοιοπαθητικό φάρμακο ή το χρησιμοποιούν ανάρμοστα. Κάποιες ομοιοπαθητικές μελέτες έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο για διαφορετικές περιπτώσεις ενώ είναι ευρέως γνωστό ότι διαφορετικές καταστάσεις απαιτούν εξατομικευμένη και διαφοροποιημένη θεραπεία.
Αφού αξιολόγησε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία η Ελβετική ομάδα κατέληξε ότι οι υψηλής ποιότητας διερευνήσεις των προκλινικών βασικών μελετών απέδειξαν ότι υψηλής δυναμοποίησης ομοιοπαθητικά φάρμακα επάγουν ρυθμιστικές και συγκεκριμένες αλλαγές σε κύτταρα ή ζώντες οργανισμούς. Από τις συστηματικές ανασκοπήσεις της ανθρώπινης έρευνας-λέει η αναφορά – 20 από τις 22 διέκριναν τουλάχιστον ένα ρεύμα πρός την ομοιοπαθητική και 5 έδειξαν ξεκάθαρες αποδείξεις ομοιοπαθητικής θεραπείας.
Η αναφορά βρήκε ειδικά ισχυρές αποδείξεις για την εφαρμογή της ομοιοπαθητικής θεραπείας στις λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού ή στις αλλεργικές αντιδράσεις: για τις μελέτες που έδειξαν ένα συνολικό θετικό αποτέλεσμα υπέρ της Ομοιοπαθητικής οι 6 από κάθε 7 έδειξαν τουλάχιστον ισοδυναμία προς τις θεραπευτικές συμβατικές παρεμβάσεις και από τις 16μελέτες που ενέπλεκαν εικονικό φάρμακο οι μισές έδειξαν σημαντικά αποτελέσματα με την Ομοιοπαθητική.
Πιθανά το πιο σημαντικό όλων είναι το γεγονός ότι η αναφορά κατέληξε στο ότι η αποτελεσματικότητα της Ομοιοπαθητικής “μπορεί να υποστηριχθεί από κλινικές αποδείξεις και θεωρείται ασφαλής”. Οι Bornhoft και Matthiessen κατέληξαν ότι “υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την κλινική αποτελεσματικότητα της Ομοιοπαθητικής και για την ασφάλεια και την οικονομική υπεροχή συγκρινόμενη με τη συμβατική θεραπεία”
Αξιολόγηση αποτελεσματικότητας κόστους
Η Ελβετική κυβέρνηση επιπρόσθετα εξέτασε εαν η ομοιοπαθητική θεραπεία έκανε οικονομία ή ήταν πιο δαπανηρή μελετώντας στοιχεία από Ελβετούς ασφαλιστές υγείας συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για συμβουλευτική, φάρμακα, φυσιοθεραπείες και εργαστηριακές αναλύσεις. Όπως προέκυψε οι γιατροί που ειδικεύονται στην Ομοιοπαθητική κοστίζουν τουλάχιστον 15% λιγότερο στο σύστημα Υγείας από ότι οι συμβατικοί γιατροί αν και οι ασθενείς που ακολουθούν ομοιοπαθητική θεραπεία συνήθως είχαν πιο χρόνια προβλήματα και μεγαλύτερα θέματα υγείας τα οποία συνήθως αντιστοιχούν με μεγαλύτερα ποσά αποζημείωσης από τις ασφάλειες.
Όταν θεραπείες για συγκεκριμένα προβλήματα συγκρίθηκαν ξανά η Ομοιοπαθητική αποδείχτηκε πιο οικονόμα: τα παιδιά με λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού είχαν λιγότερες υποτροπές της ασθένειας και χρειάστηκαν λιγότερα αντιβιοτικά από όσα έπαιρναν συμβατικά φάρμακα. Επιπρόσθετα η εφαρμογή της Ομοιοπαθητικής οδήγησε σε λιγότερη εξάρτηση από τα φάρμακα. Σε περισσότερους από 500 ασθενείς με ρευματική νόσο σχεδόν το ένα τρίτο κατάφερε να σταματήσει τη συμβατική θεραπευτική αγωγή και το άλλο ένα τρίτο μείωση τη χρήση των φαρμάκων.
Η ομοιοπαθητική θεραπεία για γονιμότητα στις γυναίκες πρόσφερε τη μεγαλύτερη οικονομία συγκρινόμενη με τις συμβατικές θεραπείες. Επίσης οικονομία έγινε και στους λογαριασμούς των νοσοκομείων: οι γυναίκες ασθενείς που τις κούραραν ομοιοπαθητικοί γιατροί είχαν 6 φορές μικρότερη πιθανότητα να εμφανιστούν στο νοσοκομείο από ότι εκείνες που τις κουράριζαν συμβατικοί γιατροί. Επίσης υπήρχαν και έμμεσα οικονομικά οφέλη όπως λιγότερες μέρες αναρρωτικής άδειας από τους ασθενείς που εφάρμοζαν ομοιοπαθητική θεραπεία.
Επιπλέον οι εφαρμόζοντες την ομοιοπαθητική θεραπεία ανέφεραν λιγότερες παρενέργειες και καλύτερες σχέσεις γιατρού-ασθενούς. Συγκρίνοντας την ικανοποίηση του ασθενούς σε ομοιοπαθητικές – συμβατικές θεραπείες σε περισσότερους από 3000 (τρεις χιλιάδες) συμμετέχοντες στη μελέτη σημαντικό ποσοστό ασθενών 53% που ακολουθούσε ομοιοπαθητική θεραπεία ανέφερε ότι ήταν ‘εντελώς ικανοποιημένο’ συγκρινόμενο με 43% από όσους ακολουθούσε συμβατικές θεραπείες ( BMC Complement Altern Med, 2008; 8:52).
Οι Εναλλακτικές Θεραπείες ως επικρατούσα τάση
Οι Ελβετοί πρωτοπορούν και δείχνουν το δρόμο στην ενσωμάτωση των εναλλακτικών θεραπειών στην επικρατούσα υγειονομική περίθαλψη. Ακολουθώντας ένα εθνικό δημοψήφισμα του 2009 στο οποίο τα 2/3 της πλειοψηφίας ψήφισαν για την ενσωμάτωση της φυσικής, συμπληρωματικής και εναλλακτικής Ιατρικής στο Ελβετικό Σύστημα Υγείας ο Ελβετός Υπουργός Υγείας ενέκρινε την πληρωμή των φαρμάκων για πέντε από τις πιο δημοφιλείς εναλλακτικές θεραπείες: Oμοιοπαθητική, φυτοθεραπεία, παραδοσιακή Κινέζικη Ιατρική, ανθρωποσοφικά φάρμακα και τη νευρική θεραπεία που βασίζεται στην θεώρηση ότι το τραύμα δημιουργεί διαταραχές στην ηλεκτροχημική λειτουργία των ιστών.
Ίσως η πιο αξιοσημείωτη πλευρά όλων αυτών δεν είναι απλά το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα της αναφοράς αυτής η ομοιοπαθητική έχει κατοχυρωθεί στο Ελβετικό Σύνταγμα και τα φάρμακα της αποζημιώνονται σε αυτούς που τα χρειάζονται από κρατικά χρήματα, αλλά ότι αυτό το γεγονός συμβαίνει στη χώρα που την έδρα τους έχουν δύο κολοσσοί της φαρμακοβιομηχανίας. Έχει επίσης συμβεί ακριβώς τη στιγμή που οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (των οποίων η Ελβετία συμμετέχει) οι οποίες χρηματοδοτούνται από τη φαρμακοβιομηχανία απαγορεύουν ή έχουν δραματικά περιορίσει την διαθεσιμότητα των συμπληρωμάτων διατροφής και αρκετών εναλλακτικών θεραπειών παρόλη την μακρά και επιτυχημένη παρουσία τους στο χώρο της Υγείας. Για να παραφράσουμε τον Μαρκ Τουέιν οι Ελβετοί στέλνουν ένα ξεκάθαρο και σθεναρό μήνυμα στους γίγαντες της φαρμακοβιομηχανίας στις διαρκείς προσπάθειες τους να δυσφημίσουν την εναλλακτική ιατρική ότι οι αναφορές του θανάτου της είναι υπερβολικές και ανυπόστατες. Ελληνική Γραμματεία Ομοιοπαθητικής
H Ομοιοπαθητική, από τις λέξεις Όμοιον και Πάθος
Είναι μια μέθοδος εναλλακτικής ιατρικής που επινοήθηκε το 1796 από τον Σάμουελ Χάνεμαν (Samuel Hahnemann), με βάση το αξίωμα πως «τα όμοια θεραπεύονται με τα όμοια» (similia similibus curantur), σύμφωνα με το οποίο η θεραπεία μιας ασθένειας μπορεί να επιτευχθεί με χρήση φαρμακευτικών ουσιών που είναι ικανές να προκαλέσουν τα συμπτώματα αυτής της ασθένειας, όταν χορηγηθούν σε έναν υγιή οργανισμό. Η oμοιοπαθητική θεωρείται ψευδοεπιστήμη από την συστηματική ιατρική [όπως είναι φυσικό επακόλουθο, για τα συναισθηματικά πανουκλιασμένα μυαλά τους] ενώ έχει βρεθεί πως η επίδραση των φαρμάκων της δεν είναι πιο αποτελεσματική από την επίδραση των εικονικών φαρμάκων (placebo). Τωρα αν το placebo θεραπεύει ποιός ο λόγος να χρησιμοποιούνται τα φάρμακα;
Φαινόμενο placebo (πλασέμπο) ονομάζεται το φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασθενής παρουσιάζει βελτίωση ενώ λαμβάνει ένα εικονικό φάρμακο, δηλαδή μια ουσία χωρίς πραγματική δράση για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Πρόκειται δηλαδή για φαινόμενο ΘΕΛΗΣΗΣ, κατά το οποίο, ο ασθενής πιστεύοντας ότι λαμβάνει ένα φάρμακο που θα τον βοηθήσει, εξ’ αιτίας αυτής της πεποίθησης και μόνο παρουσιάζει βελτίωση. Τα εικονικά σκευάσματα (placebo) χρησιμοποιούνται ευρέως (αν και σκόπιμα όχι πάντα) στις ιατρικές μελέτες για τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας των φαρμάκων. Το φαινόμενο placebo είναι ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο και παρουσιάζεται περίπου στο 30 -50% όσων λαμβάνουν φάρμακα (χημικά ή μη).
Ο Hahnemann (και όχι μόνο αυτός) ανακάλυψε πως η αιτία των ασθενειών ήταν τα φαινόμενα που αποκαλούνται «μιάσματα», τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με ομοιοπαθητικά φάρμακα. Για την παρασκευή των φαρμάκων αυτών γίνεται σταδιακή αραίωση μιας δραστικής ουσίας σε οινόπνευμα ή απεσταγμένο νερό, την οποία ακολουθεί βίαη κρούση πάνω σε ένα ελαστικό σώμα. Η αραίωση συνήθως συνεχίζεται ακόμα και όταν πλέον δεν απομένει ούτε ένα μόριο της αρχικής ουσίας. Οι Ομοιοπαθητικοί επιλέγουν φάρμακα συμβουλευόμενοι καταλόγους, γνωστοί και ως «ευρετηριολόγια» (αγγλ. repertory), με βάση μια διάγνωση που λαμβάνει υπόψη τα συμπτώματα του ασθενούς, τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, τη φυσική και ψυχολογική του κατάσταση, και την ιστορία της ζωής του.
Οι βασικές αρχές της ομοιοπαθητικής, όπως διατυπώθηκαν από τον Hahnemann, αναφέρονται συχνά ως «Κλασική Ομοιοπαθητική» στα πλαίσια της οποίας ο ασθενής λαμβάνει ένα μόνο φάρμακο και δίδεται ικανός χρόνος στον οργανισμό του ασθενούς να ανταποκριθεί. Υπό τον όρο «ομοιοπαθητική» συμπεριλαμβάνονται και άλλοι τρόποι εφαρμογής των ομοιοπαθητικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα η Ισοπαθητική, η Πλουραλιστική ομοιοπαθητική, η Πολυφαρμακία, κ.α. Σήμερα η ομοιοπαθητική ως διακριτό σύστημα ιατρικής αναγνωρίζεται από τον νόμο στο Βέλγιο (1999), τη Βουλγαρία (2005), τη Γερμανία (1998), την Ουγγαρία (1997), τη Λιθουανία (1997), την Πορτογαλία (2003), τη Ρουμανία (1981), τη Σλοβενία (2007) και το Ηνωμένο Βασίλειο (1950), σε ό,τι αφορά στην Ε.Ε.
Ο Ιπποκράτης έχει θεμελιώσει την ομοιοπαθητική περίπου το 400 π.κ.ε. όταν υπαγόρευε τη χρήση μιας μικρής δόσης μανδραγόρα για θεραπεία μανίας, γνωρίζοντας πως αυτό προκαλεί μανία σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις. Το 16ο αιώνα, ο πρωτοπόρος της φαρμακολογίας Παράκελσος αναφέρει πως σε μικρές δόσεις «αυτό που προκαλεί αρρώστια στον άνθρωπο, επίσης τον θεραπεύει» Ο Σάμουελ Χάνεμαν (1755–1843) έδωσε στην ομοιοπαθητική το όνομά της και διεύρυνε τις αρχές της στα τέλη του 18ου αιώνα. Εκείνη την εποχή, η κλασική ιατρική χρησιμοποιούσε μεθόδους όπως αφαίμαξη και κάθαρση, καθώς και πολύπλοκα μείγματα όπως η θερακή (ή θεριακή) Βενετίας, η οποία παρασκευαζόταν από 64 ουσίες, όπως όπιο, μύρο και σάρκα οχιάς. Αυτές οι θεραπείες συχνά προκαλούσαν την επιδείνωση των συμπτωμάτων, με μοιραία αποτελέσματα. Ο Χάνεμαν απέρριψε αυτές τις πρακτικές – οι οποίες εκθειάζονταν για πολλούς αιώνες – ως παράλογες και μη συνιστώμενες. Αντί για αυτές, εφάρμοσε τη χρήση μεμονωμένων φαρμάκων σε μικρότερες δόσεις και προωθούσε μια άυλη, βιταλιστική προσέγγιση της λειτουργίας των ζωντανών οργανισμών, γνωρίζοντας πως οι ασθένειες έχουν και πνευματικά, όπως και φυσικά αίτια.
Ο όρος «ομοιοπαθητική» επινοήθηκε από τον Χάνεμαν και για πρώτη φορά εμφανίστηκε στον τύπο το 1807.
Ο Χάνεμαν επινόησε την ομοιοπαθητική ενώ μετέφραζε μια ιατρική διατριβή του Σκωτσέζου γιατρού και χημικού Ουίλιαμ Κάλλεν (William Cullen) στα Γερμανικά. Μιας και ήταν σκεπτικός απέναντι στη θεωρία του Κάλλεν, που αφορούσε τη χρήση της κιγχόνης για τη θεραπεία της ελονοσίας, ο Χάνεμαν κατάπιε μια ποσότητα του φλοιού της προκειμένου να ερευνήσει τι θα συνέβαινε. Ως αποτέλεσμα, εμφάνισε πυρετό, ρίγος και αρθραλγία: συμπτώματα παρόμοια με αυτά της ελονοσίας. Μετά από αυτό το πείραμα, ο Χάνεμαν έφτασε στην πεποίθηση πως όλα τα αποτελεσματικά φάρμακα προκαλούν συμπτώματα σε υγιείς οργανισμούς, όμοια με αυτά των ασθενειών που θεραπεύουν, σύμφωνα με το «νόμο των ομοίων» που είχαν προτείνει οι γιατροί της αρχαιότητας.
Ο Χάνεμαν άρχισε να ερευνά την επίδραση που έχουν διάφορες ουσίες στον ανθρώπινο οργανισμό, η διαδικασία που αργότερα έγινε γνωστή ως «ομοιοπαθητική επαλήθευση» (αγγλ. “homeopathic proving”). Σε αυτά τα πειράματα οι εθελοντές καλούνταν να ερευνούν τις ενέργειες που προκαλούνται από την κατάποση διαφόρων ουσιών, με ακριβή καταγραφή συμπτωμάτων καθώς και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες αυτά εμφανίζονταν. Μια συλλογή επαληθεύσεων δημοσιεύτηκε το 1805, και μια δεύτερη συλλογή των 65 φαρμάκων εμφανίστηκε στο βιβλίο του, Materia Medica Pura, το 1810.
Ο Χάνεμαν είχε την γνώση πως οι μεγάλες δόσεις φαρμάκων που προκαλούσαν όμοια συμπτώματα οδηγούσαν στην επιδείνωση της ασθένειας, και συνιστούσε την ισχυρή αραίωση αυτών των ουσιών. Πίστευε πως η τεχνική που επινόησε για την παρασκευή των διαλυμάτων, μπορούσε να συντηρήσει τις θεραπευτικές ιδιοτητες μιας ουσίας, αφαιρώντας ταυτόχρονα τις επιβλαβείς. Κατά την άποψή του, αυτή η διαδικασία αφύπνιζε και ενίσχυε τις «πνευματοειδείς θεραπευτικές δυνάμεις των ακατέργαστων ουσιών». Το 1810 ο Χάνεμαν ολοκλήρωσε και δημοσίευσε μια πλήρη επισκόπηση του νέου ιατρικού συστήματός του στο σύγγραμμα Όργανο της ορθολογικής θεραπευτικής τέχνης (Organon der rationellen Heikunst, 1810). Η 6η έκδοση του συγγράμματος, που δημοσιεύτηκε το 1921, χρησιμοποιείται από τους ομοιοπαθητικούς μέχρι σήμερα.
Μιάσματα και νοσήματα
Στο Όργανο της ορθολογικής θεραπευτικής τέχνης, ο Χάνεμαν εισήγαγε την έννοια των «μιασμάτων» ως «μολυσματικών στοιχείων» που αποτελούν τη βάση των χρόνιων παθήσεων. Ο Χάνεμαν είχε συνδέσει το κάθε μίασμα με συγκεκριμένα νοσήματα, και πίστευε πως η αρχική έκθεση στα μιάσματα προκαλεί τοπικά συμπτώματα, όπως δερματοπάθειες ή αφροδισιακά νοσήματα. Όταν όμως αυτά τα συμπτώματα καταπιέζονται με τη χρήση φαρμάκων, η πραγματική αιτία προχωρά πιο βαθιά και αρχίζει να εκδηλώνεται με τη μορφή παθήσεων των εσωτερικών οργάνων.
Σύμφωνα με τις αρχές της ομοιοπαθητικής, η θεραπεία των ασθενειών που γίνεται με την απευθείας αντιμετώπιση των συμπτωμάτων τους, όπως συμβαίνει στη συμβατική ιατρική, δεν είναι αποτελεσματική επειδή όλα τα «νοσήματα συνήθως συνδέονται με κάποια κρυμμένη, βαθιά ριζωμένη, υποκείμενη χρόνια, ή κληρονομική τάση». Το αντίστοιχο υποκείμενο μίασμα παραμένει, και τα βαθιά ριζωμένα νοσήματα μπορούν να θεραπευτούν μόνο με την αφαίρεση της βαθύτερης διατάραξης της ζωτικής δύναμης.
Ο Χάνεμαν αρχικά παρουσίασε μόνο τρία μιάσματα, από τα οποία το πιο σημαντικό ήταν η ψώρα, την οποία ο Χάνεμαν συσχέτιζε με κάθε είδους δερματοπάθεια που εμπεριέχει το στοιχείο της φαγούρας. Σύμφωνα με τον Χάνεμαν, η ψώρα προέρχεται από την καταπιεσμένη ψωρίαση, και αποτελεί ένα θεμέλιο για πολύ περισσότερα νοσήματα. Η ψώρα είναι η αιτία νοσημάτων όπως η επιληψία, ο καρκίνος, ο ίκτερος, η κώφωση και ο καταρράκτης. Έκτοτε, έχουν προταθεί και άλλα μιάσματα, μερικά από τα οποία αντικαθιστούν μια ή παραπάνω από τις προτεινόμενες λειτουργίες της ψώρας, όπως μιάσματα φυματίωσης και καρκίνου.
Ο νόμος της επιδεκτικότητας συνεπάγεται ότι η αρνητική κατάσταση του νου μπορεί να προσελκύσει ενεργειακές οντότητες που ονομάζονται «μιάσματα», οι οποίες μπορούν να εισβάλλουν στο σώμα και να προκαλέσουν συμπτώματα ασθενειών. Ο Χάνεμαν απέρριψε την ιδέα της αρρώστιας ως ξεχωριστής ή ξένης οντότητας, και επέμενε πως ήταν πάντα μέρος του “ζωτικού συνόλου”. Ο Χάνεμαν επινόησε την έκφραση «αλλοπαθητική ιατρική», η χρήση της οποίας αποτελεί (φυσικά) υποτιμητική αναφορά στην παραδοσιακή δυτική ιατρική. Η περί μιασμάτων θεωρία του Χάνεμαν παραμένει αντικείμενο διαμάχης στους κύκλους των ομοιοπαθητικών ακόμα και στη σύγχρονη εποχή. Είναι άλλωστε λογικό, άνθρωποι με μειωμένη γνώση και ελάχιστη έως καθόλου ΑΝΤΙΛΗΨΗ, είναι αδύνατον να αντιληφθούν τι εννοεί και σε τι αναφέρεται ένα αληθινός άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου