Γύρω στα τέλη του τρίτου προ ''Χριστού'' αιώνα στην Κύναιθα της ορεινής Αρκαδίας η εγκληματική δραστηριότητα δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων αποδιοπομπαίων εξαιρέσεων. Πρώην ευυπόληπτοι πολίτες μεταμορφώνονται σε αχόρταγους ληστές , χωρίς καν να μπουν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήματα.
Οι βιασμοί ανηλίκων και γυναικών είναι καθημερινά φαινόμενα και τίποτα δεν εμποδίζει τους ευκαιριακά κατέχοντες την εξουσία να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους αντιπάλους τους αφού δημεύσουν τις περιουσίες τους. Οι υπόλοιπες πόλεις του αρκαδικού κοινού έχουν γεμίσει από φυγάδες Κυναιθείς. Προσπαθούν να γλιτώσουν από τις συνοπτικές διαδικασίες μιας παραφοράς που όσο πιο ανεξέλεγκτη είναι τόσο πιο αδικαιολόγητη μοιάζει.
Καμιά στρατηγική ή πολιτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Μακριά από τους μεγάλους δρόμους της Ιστορίας που πάντα δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές, οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας, εγκλωβισμένοι στα υψόμετρα της Αρκαδίας, έχουν γίνει έρμαια της κακοφορμισμένης βίας. Η κατάσταση αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος τράβηξε για μια δεκαετία περίπου και η έκβασή της θυμίζει ομαδική αυτοκτονία.
Καμιά τρακοσάρια εξόριστοι Κυναιθείς συμφωνούν με αυτούς που τους εξόρισαν να επιστρέψουν στην πόλη. Και από εκεί, παραβαίνοντας τους όρκους που έχουν δώσει διαπραγματεύονται την παράδοση της Αρκαδίας στον Δωρίμαχο, τον στρατηγό των Αιτωλών που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι λεπτομέρειες, οι σκάλες που έστησαν πάνω στα τείχη, ο δόλος που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την τελευταία στιγμή τις πύλες δεν έχει και τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι αφού ο στρατηγός μπει στην πόλη και σφάξει όσους του αντιστάθηκαν θα καταδικάσει σε θάνατο και αυτούς που τον βοήθησαν " των αδίκων έργων εν τουτ'έπραξαν δικαιότατον ", θα συμπεράνει ο ιστορικός για τους Αιτωλούς.
Όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν θα περιφέρονται για μερικούς μήνες στις υπόλοιπες αρκαδικές πόλεις ζητώντας άσυλο. Καμιά δεν θα τους δεχτεί. Οι Μαντινείς μάλιστα, μετά το πέρασμά τους θα κάνουν καθαρτήριες τελετές και θα περιφέρουν τα σφάγια κυκλικά γύρω από τα μέρη που είχαν πατήσει οι φυγάδες για να βεβαιωθούν ότι το μίασμα δεν θα μολύνει τις ψυχές τους. Τέσσερις αιώνες αργότερα ο Παυσανίας που θα περάσει από την Κύναιθα δεν θα βρει μόνο παρά μερικά ερείπια , τα τελευταία σιωπηλά ίχνη μιας πολιτείας που κάποτε υπήρξε μεγάλη.
Το συμπέρασμα του Πολύβιου που εντάσσει τα επεισόδια στα γεγονότα του λεγόμενου "Συμμαχικού Πολέμου" είναι κατηγορηματικό: Οι Κυναιθείς δίκαια έπαθαν ότι έπαθαν. Και η ερμηνεία με την οποία προσπαθεί να επουλώσει την τραυματική για όλους τους Αρκάδες εμπειρία - σ' αυτήν λέγεται πως αναφέρονταν οι προφορικές παραδόσεις της περιοχής για πολλούς αιώνες - επειδή ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδοξα απλοϊκή, μοιάζει περισσότερο πειστική: Οι Κυναιθείς εξαγριώθηκαν, αποθηριώθηκαν γιατί για κάποιους λόγους παραμέλησαν την πατροπαράδοτη μουσική παιδεία των Αρκάδων, λεει ο Πολύβιος.
Και συνεχίζει: σ' ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι τραχύ και αύθαδες, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η ακαμψία που φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος βίος είναι η Μουσική. Η έκφραση της αγριότητας που σκόρπισαν τα γεγονότα της Κύναιθας σ' όλο τον τόπο δεν είναι τίποτε άλλο από την γκριμάτσα της ζωής που έχασε τη μουσική της.
Έχασαν το ρυθμό τους.
Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν.
Λέγεται πως το "αρκαδικό κοινόν", μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ομοσπονδία ελληνικών πόλεων που εμφανίστηκαν στην ιστορία, δεν στηρίχθηκε ούτε στην κοινή πολιτική οργάνωση όλων αυτών των πόλεων, που παρότι γειτονικές, παρέμειναν απομονωμένες η μια από την άλλη, ούτε στα οικονομικά συμφέροντα κι άλλα παρόμοια, αλλά στην καλλιέργεια του κοινού αισθήματος που κατέθετε στο μέσον της ζωής η μουσική.
Οι Αρκάδες δεν διακρίνονταν για τις ρητορικές τους επιδόσεις. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Μαζεύονταν για να παίξουν μουσική.
"Μουσικήν γαρ, την γε αληθώς μουσικήν, πασι μεν ανθρώποις όφελος ασκείν, Αρκάσι δε και αναγκαίον" - λεει πάλι ο Πολύβιος ο οποίος διακόπτει την αφήγηση των Ιστοριών του για να παρεμβάλει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στις μουσικές επιδόσεις των Αρκάδων.
Από μικρά παιδιά μάθαιναν τους νόμους της τέχνης και τραγουδούσαν τους πατροπαράδοτους ύμνους και παιάνες για τους επιχώριους θεούς και ήρωες. Αργότερα από τους γεροντότερους διδάσκονταν τους σκοπούς του Φιλόξενου , ενός διθυραμβικού ποιητή που έζησε στην αυλή του Διονυσίου του Τυράννου και τα τραγούδια του Τιμόθεου, αυτού που λέγεται πως προσέθεσε τη δέκατη και την ενδέκατη χορδή στην κιθάρα, το όργανο που υπηρέτησε με τόση δεξιοτεχνία σ' όλη τη διάρκεια του βίου του. Ως τα τριάντα τους οι νέοι συμμετείχαν υποχρεωτικά χορεύοντας στις ετήσιες γιορτές , στο ρυθμού του διονυσιακού αυλού. Στα συμπόσιά τους οι Αρκάδες, πότέ δεν καλούσαν επαγγελματίες τραγουδιστές για να τους διασκεδάσουν, Πάντα εκτελούσαν τους γνώριμους σκοπούς τους οι ίδιοι.
Γι αυτούς ήταν μεγάλη ντροπή να ομολογήσουν πως δεν ξέρουν κάποιο από τα τραγούδια τους και τα άμουσα παιδιά τους μπορεί να μην τα έριχναν στον Καιάδα, τα υπέβαλαν όμως σ΄ ένα σορό καθαρτήριες δοκιμασίες . Η σπουδαιότερη και πιο ακραία ήταν η λεγόμενη άσκηση μοναξιάς, η "κατά μόνας" όπως την αποκαλούσαν προφέροντας αυτό το "μόνας" με κάποια ειρωνική έμφαση σαν να ήθελαν να προκαλέσουν εξορκίζοντάς τους ανομολόγητους φόβους - τους ίδιους αυτούς φόβους που δούλεψαν για να βγει από το μυθολογικό εργαστήριο η τρομερή μορφή του Λυκάωνα, του ιδρυτή της πρώτης πόλης επί της γης, που κάθε εννιά χρόνια μεταμορφωνόταν σε λύκο.
Η "κατά μόνας" εμπειρία την οποία πολλοί από τους κατοίκους της ενδοχώρας είχαν γευθεί στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της καθόδου στις πιο ενδόμυχες μονές της φαντασίας, στις περιοχές του νου όπου ο λόγος , έχοντας υπερβεί τα όριά του, αγγίζει τον πρωτογενή βόμβο μιας ύπαρξης αρχαϊκής, αυτής που αμετακίνητη ελλοχεύει και σήμερα ακόμη στο υπέδαφος της ζωής.
Πολύ απλά οι γονείς, υπό τους ήχους των αυλών οδηγούσαν το παιδί τους σε κάποιο ερημικό σημείο και το εγκατέλειπαν εκεί μέχρι να τραγουδήσει, " ίνα άση ", όπως συνήθισαν να λένε παροιμειωδώς . Κατά προτίμηση η δοκιμασία ελάμβανε χώρα κατά τις ημέρες του χειμερινού ηλιοστασίου όταν η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν , οι χιονοπτώσεις είναι καθημερινές και το σκοτάδι της νύχτας υπονομεύει ακόμα και το παγωμένο φως της ημέρας. Δεν ξέρω αν αυτό γινόταν επειδή , στη διάρκεια αυτής της εποχής του χρόνου το τοπίο της Αρκαδίας θυμίζει τη γη των υπερβορείων, τόπο καταγωγής για πολλούς του ξανθού θεού της μουσικής του Απόλλωνα.
Το σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιες ώρες εκεί πέρα ακουγόταν το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου, αυτό που ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει στα συστατικά της ψυχής του και μόνο τα πνευστά του Μεγάλου Πανός μπορούν να το αποδώσουν με κάποια σχετική ενάργεια, έστω και κατά προσέγγιση.
Τι ήταν αυτό που οδηγούσε το ανυπότακτο αυτί των νεαρών Αρκάδων στους νόμους της μουσικής; Ήταν ο φόβος , η φυσική δοκιμασία ή μήπως ο συνδυασμός και των δύο ; Πάντως έλεγαν ότι το τραγούδι των "δοκιμασμένων" μπορούσες μετά να το ξεχωρίσεις από μακριά, ακόμη και στις μεγάλες χορωδίες των ετησίων τελετών. Κουβαλούσε στους φθόγγους του τα χρώματα από το σκοτάδι της μεγάλης νύχτας που το γέννησε, αυτό το μερίδιο της σιωπής που χρειάζεται κάθε μουσική για να μπορέσει να διεισδύσει χωρίς παρεκτροπές στα μόρια της ψυχής, και να ανακινήσει τα υλικά της σαν τη ρευστότητα της θάλασσας στο βάθος του ορίζοντα - αυτής της θάλασσας που κυκλοφορεί σαν υπονοούμενο στις πτυχές του τοπίου της Πελοποννήσου ακόμα και όταν δεν τη βλέπεις και που υπήρξε και συνεχίζει να είναι μια άλλη έμμονη ιδέα των κατοίκων της ενδοχώρας .
Είναι εξάλλου μάλλον βέβαιο ότι η "κατά μόνας" δοκιμασία θα πρέπει να ήταν αποτελεσματική. Αλλιώς δεν εξηγείται πως διατηρήθηκε ακόμα σε εποχές που ο χριστιανισμός έχει θριαμβεύσει και αντιμετωπίζεται από πολλού σύγχρονους ιστορικούς , ως μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις του παγανισμού στην Πελοπόννησο, μαζί με ορισμένες τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδος.
Σ' έναν εκχριστιανισμένο Σλάβο ψάλτη των Μέσων αιώνων εξάλλου χρωστάμε και τη μόνη γραπτή μαρτυρία για το τι υπήρξε το "μουσικό υπόβαθρο του κόσμου" - διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αρκάδες, βοσκοί αιγοπροβάτων και μισθοφόροι πολεμιστές ως επί το πλείστον , ελάχιστα γραπτά μνημεία άφησαν πίσω τους. Αυτός λοιπόν σημειώνει ότι το " μουσικό υπόβαθρο του κόσμου" είναι ο συντεταγμένος συνδυασμός του συρίγματος της απολύτου σιωπής, του αισθήματος της ερημιάς και των δρόμων που ακολουθεί ο νους όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το θέαμα του έναστρου ουρανού. Γι αυτόν όλα αυτά τα στοιχεία δεν αντανακλούν παρά τη μία αδιαίρετο και μοναδική θεότητας, αυτήν που δεν μπορούσαν να ακούσουν οι Αρκάδες πίσω από τους φθόγγους της μουσικής τους, γιατί κανείς δεν τους είχε αποκαλύψει την ύπαρξή της. Στα λόγια του είναι η αλήθεια διακρίνεται η ειρωνεία του χριστιανού απέναντι στην παγανιστική αφέλεια, μαζί με το σεβασμό όμως του μουσικού που υποκλίνεται μπροστά στην προϊστορία της τέχνης του.
Βέβαια, δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι ακόμα και αν είχε αναπτυχθεί κάτι σαν αρκαδική λογοτεχνία - κάτι μάλλον αδιανόητο για ανθρώπους που προτιμούσαν να τραγουδούν αντί να μιλάνε - τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Η μουσική παραμένει πάντα η τέχνη που ανθίσταται περισσότερο στον εγκλωβισμό της σε λέξεις και στους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες τους, ίσως γιατί οι νόμοι της έχουν να κάνουν με το χρόνο και τις σιωπές, τα ίδια υλικά που χρησιμοποιεί η τέχνη της αφήγησης. Ένα πίνακα μπορείς να τον περιγράψεις , ένα μουσικό κομμάτι όμως είναι αδύνατον να το αφηγηθείς, εκτός και αν καταφύγεις σ'εκείνες τις μεταφορές που παλεύουν να μπαλώσουν σαν κέρινα ομοιώματα το κενό της αμηχανίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Σωκράτης ενώ με τόση ευφράδεια στέκεται μπροστά σε έννοιες όπως η ελευθερία και το δίκαιο, αφήνει τη μουσική για το τέλος, διατυπώνοντας εκείνο το "μουσική ποίει και εργάζου " λίγες μόνον στιγμές πριν από το θάνατό του, σαν να μην θέλει να αφήσει χρόνο στους μαθητές του να ζητήσουν εξηγήσεις.
Για το τέλος μένει η απορία : ποια να είναι άραγε αυτή η "αληθώς μουσική" στην οποία αναφέρεται ο Πολύβιος; Ελάχιστα πεισμένη από τις προσπάθειες αποκατάστασης της αρχαίας ελληνικής μουσικής που μπορούν να ικανοποιήσουν μόνον ορισμένους συλλέκτες - ιστοριοδίφες, αρκούμαι στη νοσταλγία αυτών των ρυθμικών φθόγγων που χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους τους, όχι γιατί μπορώ να τους φανταστώ αλλά γιατί μπορώ να σκεφτώ την ύπαρξή τους.
Τι άλλο μπορεί να επιδιώξει μία μουσική που θέλει να είναι αληθινή, εκτός από το να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με τον κόσμο τους; Κι αν κάτι με γοητεύει σ' όλη αυτήν την ιστορία είναι η εικόνα αυτών των λιγομίλητων ανθρώπων που με τα σώματα ελαφρώς σκυφτά, αν και γεροδεμένα, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, αρχίζουν να τραγουδάνε ή να ξεφυσάνε με μανία τα πρωτόλεια όργανά τους, όχι για να προσθέσουν στη ζωή τους κάποια πολυτέλεια, αλλά για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, το μερίδιο της αγριότητας που κουβαλούσαν μέσα τους.
Η Μουσική ήταν το ένδυμα της ορφανής συνείδησής τους.
Οι βιασμοί ανηλίκων και γυναικών είναι καθημερινά φαινόμενα και τίποτα δεν εμποδίζει τους ευκαιριακά κατέχοντες την εξουσία να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους αντιπάλους τους αφού δημεύσουν τις περιουσίες τους. Οι υπόλοιπες πόλεις του αρκαδικού κοινού έχουν γεμίσει από φυγάδες Κυναιθείς. Προσπαθούν να γλιτώσουν από τις συνοπτικές διαδικασίες μιας παραφοράς που όσο πιο ανεξέλεγκτη είναι τόσο πιο αδικαιολόγητη μοιάζει.
Καμιά στρατηγική ή πολιτική σκοπιμότητα δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Μακριά από τους μεγάλους δρόμους της Ιστορίας που πάντα δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές, οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας, εγκλωβισμένοι στα υψόμετρα της Αρκαδίας, έχουν γίνει έρμαια της κακοφορμισμένης βίας. Η κατάσταση αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος τράβηξε για μια δεκαετία περίπου και η έκβασή της θυμίζει ομαδική αυτοκτονία.
Καμιά τρακοσάρια εξόριστοι Κυναιθείς συμφωνούν με αυτούς που τους εξόρισαν να επιστρέψουν στην πόλη. Και από εκεί, παραβαίνοντας τους όρκους που έχουν δώσει διαπραγματεύονται την παράδοση της Αρκαδίας στον Δωρίμαχο, τον στρατηγό των Αιτωλών που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι λεπτομέρειες, οι σκάλες που έστησαν πάνω στα τείχη, ο δόλος που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την τελευταία στιγμή τις πύλες δεν έχει και τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι αφού ο στρατηγός μπει στην πόλη και σφάξει όσους του αντιστάθηκαν θα καταδικάσει σε θάνατο και αυτούς που τον βοήθησαν " των αδίκων έργων εν τουτ'έπραξαν δικαιότατον ", θα συμπεράνει ο ιστορικός για τους Αιτωλούς.
Όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν θα περιφέρονται για μερικούς μήνες στις υπόλοιπες αρκαδικές πόλεις ζητώντας άσυλο. Καμιά δεν θα τους δεχτεί. Οι Μαντινείς μάλιστα, μετά το πέρασμά τους θα κάνουν καθαρτήριες τελετές και θα περιφέρουν τα σφάγια κυκλικά γύρω από τα μέρη που είχαν πατήσει οι φυγάδες για να βεβαιωθούν ότι το μίασμα δεν θα μολύνει τις ψυχές τους. Τέσσερις αιώνες αργότερα ο Παυσανίας που θα περάσει από την Κύναιθα δεν θα βρει μόνο παρά μερικά ερείπια , τα τελευταία σιωπηλά ίχνη μιας πολιτείας που κάποτε υπήρξε μεγάλη.
Το συμπέρασμα του Πολύβιου που εντάσσει τα επεισόδια στα γεγονότα του λεγόμενου "Συμμαχικού Πολέμου" είναι κατηγορηματικό: Οι Κυναιθείς δίκαια έπαθαν ότι έπαθαν. Και η ερμηνεία με την οποία προσπαθεί να επουλώσει την τραυματική για όλους τους Αρκάδες εμπειρία - σ' αυτήν λέγεται πως αναφέρονταν οι προφορικές παραδόσεις της περιοχής για πολλούς αιώνες - επειδή ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδοξα απλοϊκή, μοιάζει περισσότερο πειστική: Οι Κυναιθείς εξαγριώθηκαν, αποθηριώθηκαν γιατί για κάποιους λόγους παραμέλησαν την πατροπαράδοτη μουσική παιδεία των Αρκάδων, λεει ο Πολύβιος.
Και συνεχίζει: σ' ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι τραχύ και αύθαδες, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η ακαμψία που φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος βίος είναι η Μουσική. Η έκφραση της αγριότητας που σκόρπισαν τα γεγονότα της Κύναιθας σ' όλο τον τόπο δεν είναι τίποτε άλλο από την γκριμάτσα της ζωής που έχασε τη μουσική της.
Έχασαν το ρυθμό τους.
Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν.
Λέγεται πως το "αρκαδικό κοινόν", μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ομοσπονδία ελληνικών πόλεων που εμφανίστηκαν στην ιστορία, δεν στηρίχθηκε ούτε στην κοινή πολιτική οργάνωση όλων αυτών των πόλεων, που παρότι γειτονικές, παρέμειναν απομονωμένες η μια από την άλλη, ούτε στα οικονομικά συμφέροντα κι άλλα παρόμοια, αλλά στην καλλιέργεια του κοινού αισθήματος που κατέθετε στο μέσον της ζωής η μουσική.
Οι Αρκάδες δεν διακρίνονταν για τις ρητορικές τους επιδόσεις. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Μαζεύονταν για να παίξουν μουσική.
"Μουσικήν γαρ, την γε αληθώς μουσικήν, πασι μεν ανθρώποις όφελος ασκείν, Αρκάσι δε και αναγκαίον" - λεει πάλι ο Πολύβιος ο οποίος διακόπτει την αφήγηση των Ιστοριών του για να παρεμβάλει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στις μουσικές επιδόσεις των Αρκάδων.
Από μικρά παιδιά μάθαιναν τους νόμους της τέχνης και τραγουδούσαν τους πατροπαράδοτους ύμνους και παιάνες για τους επιχώριους θεούς και ήρωες. Αργότερα από τους γεροντότερους διδάσκονταν τους σκοπούς του Φιλόξενου , ενός διθυραμβικού ποιητή που έζησε στην αυλή του Διονυσίου του Τυράννου και τα τραγούδια του Τιμόθεου, αυτού που λέγεται πως προσέθεσε τη δέκατη και την ενδέκατη χορδή στην κιθάρα, το όργανο που υπηρέτησε με τόση δεξιοτεχνία σ' όλη τη διάρκεια του βίου του. Ως τα τριάντα τους οι νέοι συμμετείχαν υποχρεωτικά χορεύοντας στις ετήσιες γιορτές , στο ρυθμού του διονυσιακού αυλού. Στα συμπόσιά τους οι Αρκάδες, πότέ δεν καλούσαν επαγγελματίες τραγουδιστές για να τους διασκεδάσουν, Πάντα εκτελούσαν τους γνώριμους σκοπούς τους οι ίδιοι.
Γι αυτούς ήταν μεγάλη ντροπή να ομολογήσουν πως δεν ξέρουν κάποιο από τα τραγούδια τους και τα άμουσα παιδιά τους μπορεί να μην τα έριχναν στον Καιάδα, τα υπέβαλαν όμως σ΄ ένα σορό καθαρτήριες δοκιμασίες . Η σπουδαιότερη και πιο ακραία ήταν η λεγόμενη άσκηση μοναξιάς, η "κατά μόνας" όπως την αποκαλούσαν προφέροντας αυτό το "μόνας" με κάποια ειρωνική έμφαση σαν να ήθελαν να προκαλέσουν εξορκίζοντάς τους ανομολόγητους φόβους - τους ίδιους αυτούς φόβους που δούλεψαν για να βγει από το μυθολογικό εργαστήριο η τρομερή μορφή του Λυκάωνα, του ιδρυτή της πρώτης πόλης επί της γης, που κάθε εννιά χρόνια μεταμορφωνόταν σε λύκο.
Η "κατά μόνας" εμπειρία την οποία πολλοί από τους κατοίκους της ενδοχώρας είχαν γευθεί στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της καθόδου στις πιο ενδόμυχες μονές της φαντασίας, στις περιοχές του νου όπου ο λόγος , έχοντας υπερβεί τα όριά του, αγγίζει τον πρωτογενή βόμβο μιας ύπαρξης αρχαϊκής, αυτής που αμετακίνητη ελλοχεύει και σήμερα ακόμη στο υπέδαφος της ζωής.
Πολύ απλά οι γονείς, υπό τους ήχους των αυλών οδηγούσαν το παιδί τους σε κάποιο ερημικό σημείο και το εγκατέλειπαν εκεί μέχρι να τραγουδήσει, " ίνα άση ", όπως συνήθισαν να λένε παροιμειωδώς . Κατά προτίμηση η δοκιμασία ελάμβανε χώρα κατά τις ημέρες του χειμερινού ηλιοστασίου όταν η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν , οι χιονοπτώσεις είναι καθημερινές και το σκοτάδι της νύχτας υπονομεύει ακόμα και το παγωμένο φως της ημέρας. Δεν ξέρω αν αυτό γινόταν επειδή , στη διάρκεια αυτής της εποχής του χρόνου το τοπίο της Αρκαδίας θυμίζει τη γη των υπερβορείων, τόπο καταγωγής για πολλούς του ξανθού θεού της μουσικής του Απόλλωνα.
Το σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιες ώρες εκεί πέρα ακουγόταν το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου, αυτό που ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει στα συστατικά της ψυχής του και μόνο τα πνευστά του Μεγάλου Πανός μπορούν να το αποδώσουν με κάποια σχετική ενάργεια, έστω και κατά προσέγγιση.
Τι ήταν αυτό που οδηγούσε το ανυπότακτο αυτί των νεαρών Αρκάδων στους νόμους της μουσικής; Ήταν ο φόβος , η φυσική δοκιμασία ή μήπως ο συνδυασμός και των δύο ; Πάντως έλεγαν ότι το τραγούδι των "δοκιμασμένων" μπορούσες μετά να το ξεχωρίσεις από μακριά, ακόμη και στις μεγάλες χορωδίες των ετησίων τελετών. Κουβαλούσε στους φθόγγους του τα χρώματα από το σκοτάδι της μεγάλης νύχτας που το γέννησε, αυτό το μερίδιο της σιωπής που χρειάζεται κάθε μουσική για να μπορέσει να διεισδύσει χωρίς παρεκτροπές στα μόρια της ψυχής, και να ανακινήσει τα υλικά της σαν τη ρευστότητα της θάλασσας στο βάθος του ορίζοντα - αυτής της θάλασσας που κυκλοφορεί σαν υπονοούμενο στις πτυχές του τοπίου της Πελοποννήσου ακόμα και όταν δεν τη βλέπεις και που υπήρξε και συνεχίζει να είναι μια άλλη έμμονη ιδέα των κατοίκων της ενδοχώρας .
Είναι εξάλλου μάλλον βέβαιο ότι η "κατά μόνας" δοκιμασία θα πρέπει να ήταν αποτελεσματική. Αλλιώς δεν εξηγείται πως διατηρήθηκε ακόμα σε εποχές που ο χριστιανισμός έχει θριαμβεύσει και αντιμετωπίζεται από πολλού σύγχρονους ιστορικούς , ως μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις του παγανισμού στην Πελοπόννησο, μαζί με ορισμένες τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδος.
Σ' έναν εκχριστιανισμένο Σλάβο ψάλτη των Μέσων αιώνων εξάλλου χρωστάμε και τη μόνη γραπτή μαρτυρία για το τι υπήρξε το "μουσικό υπόβαθρο του κόσμου" - διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αρκάδες, βοσκοί αιγοπροβάτων και μισθοφόροι πολεμιστές ως επί το πλείστον , ελάχιστα γραπτά μνημεία άφησαν πίσω τους. Αυτός λοιπόν σημειώνει ότι το " μουσικό υπόβαθρο του κόσμου" είναι ο συντεταγμένος συνδυασμός του συρίγματος της απολύτου σιωπής, του αισθήματος της ερημιάς και των δρόμων που ακολουθεί ο νους όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το θέαμα του έναστρου ουρανού. Γι αυτόν όλα αυτά τα στοιχεία δεν αντανακλούν παρά τη μία αδιαίρετο και μοναδική θεότητας, αυτήν που δεν μπορούσαν να ακούσουν οι Αρκάδες πίσω από τους φθόγγους της μουσικής τους, γιατί κανείς δεν τους είχε αποκαλύψει την ύπαρξή της. Στα λόγια του είναι η αλήθεια διακρίνεται η ειρωνεία του χριστιανού απέναντι στην παγανιστική αφέλεια, μαζί με το σεβασμό όμως του μουσικού που υποκλίνεται μπροστά στην προϊστορία της τέχνης του.
Βέβαια, δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι ακόμα και αν είχε αναπτυχθεί κάτι σαν αρκαδική λογοτεχνία - κάτι μάλλον αδιανόητο για ανθρώπους που προτιμούσαν να τραγουδούν αντί να μιλάνε - τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά.
Η μουσική παραμένει πάντα η τέχνη που ανθίσταται περισσότερο στον εγκλωβισμό της σε λέξεις και στους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες τους, ίσως γιατί οι νόμοι της έχουν να κάνουν με το χρόνο και τις σιωπές, τα ίδια υλικά που χρησιμοποιεί η τέχνη της αφήγησης. Ένα πίνακα μπορείς να τον περιγράψεις , ένα μουσικό κομμάτι όμως είναι αδύνατον να το αφηγηθείς, εκτός και αν καταφύγεις σ'εκείνες τις μεταφορές που παλεύουν να μπαλώσουν σαν κέρινα ομοιώματα το κενό της αμηχανίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Σωκράτης ενώ με τόση ευφράδεια στέκεται μπροστά σε έννοιες όπως η ελευθερία και το δίκαιο, αφήνει τη μουσική για το τέλος, διατυπώνοντας εκείνο το "μουσική ποίει και εργάζου " λίγες μόνον στιγμές πριν από το θάνατό του, σαν να μην θέλει να αφήσει χρόνο στους μαθητές του να ζητήσουν εξηγήσεις.
Για το τέλος μένει η απορία : ποια να είναι άραγε αυτή η "αληθώς μουσική" στην οποία αναφέρεται ο Πολύβιος; Ελάχιστα πεισμένη από τις προσπάθειες αποκατάστασης της αρχαίας ελληνικής μουσικής που μπορούν να ικανοποιήσουν μόνον ορισμένους συλλέκτες - ιστοριοδίφες, αρκούμαι στη νοσταλγία αυτών των ρυθμικών φθόγγων που χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους τους, όχι γιατί μπορώ να τους φανταστώ αλλά γιατί μπορώ να σκεφτώ την ύπαρξή τους.
Τι άλλο μπορεί να επιδιώξει μία μουσική που θέλει να είναι αληθινή, εκτός από το να συμφιλιώσει τους ανθρώπους με τον κόσμο τους; Κι αν κάτι με γοητεύει σ' όλη αυτήν την ιστορία είναι η εικόνα αυτών των λιγομίλητων ανθρώπων που με τα σώματα ελαφρώς σκυφτά, αν και γεροδεμένα, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, αρχίζουν να τραγουδάνε ή να ξεφυσάνε με μανία τα πρωτόλεια όργανά τους, όχι για να προσθέσουν στη ζωή τους κάποια πολυτέλεια, αλλά για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, το μερίδιο της αγριότητας που κουβαλούσαν μέσα τους.
Η Μουσική ήταν το ένδυμα της ορφανής συνείδησής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου