Όσο περισσότερο αναλύουμε τις σχέσεις ανθρώπινου και ζωικού βασιλείου, τόσο καθαρότερα βλέπουμε ότι η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην αποδοχή ενός νοήματος. Αυτό φαίνεται αν πάρουμε στα σοβαρά τις προόδους στην έρευνα της συμπεριφοράς και συνειδητοποιήσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των ζωικών και κοινωνικών λειτουργιών ή συμπεριφορών είναι κοινό στον άνθρωπο και στα ζώα. Τώρα, η ειδοποιός διαφορά γίνεται απολύτως κατανοητή, αν σκεφτούμε πόσα πράγματα περιλαμβάνει το νόημα: ως κορυφαία αφαίρεση εμπεριέχει και τις δευτερεύουσες αφαιρέσεις που αναφέρονται στις εργαλειακές ικανότητες (εργαλεία, γλώσσα). Η επιδίωξη ισχύος συναρτάται ακριβώς με αυτήν την ειδοποιό διαφορά.
Αν ως επιδίωξη ισχύος ορίσουμε την προσπάθεια διατήρησης της σχετικής θέσης ισχύος, τότε στην επιδίωξη ισχύος θα πρέπει να εντάξουμε ό,τι κατατείνει στη διατήρηση των υπαρχουσών θέσεων ισχύος, ό,τι δηλαδή παρουσιάζεται ως προσπάθεια διαφύλαξης της κοινωνικής ισορροπίας. Από την άποψη αυτή, (συλλογική) επιδίωξη ισχύος είναι ο κομφορμισμός (ό,τι δεν έχω εγώ δεν θα το έχει κανένας) και παρόμοια φαινόμενα.
Η σκέψη προσανατολίζεται στον διαχωρισμό φίλου-εχθρού ανεξάρτητα από το αν η πράξη φτάνει σε αντιπαραθέσεις και σε απτές αντιθέσεις. Γιατί κάθε πράξη κάνει τη διάκριση καλού-κακού, ενώ δεν φτάνει κάθε πράξη σε σύγκρουση.
Η κοινωνία διδάσκει το χωρισμό σε φίλους και εχθρούς την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνει κάποιον να ξεχωρίζει το καλό από το κακό (πράγμα άλλωστε απαραίτητο για την επιβίωση της). Τα δύο αυτά αντιθετικά ζεύγη συναρτώνται ευθέως (ο «κακός» είναι ο εχθρός), αλλά και εμμέσως: μαθαίνοντας να ταυτίζει κανείς κακό και εχθρικό, μαθαίνοντας να εκλογικεύει την έχθρα του και να βαφτίζει το εχθρικό «κακό».
Αν η επιδίωξη ισχύος έτσι ή αλλιώς συνδέεται με τη σπάνη ορισμένων αγαθών, τότε σε τελευταία ανάλυση έχει να κάνει με το πεπερασμένο του ανθρώπου και του κόσμου του. Αν αναλογιστούμε ακριβώς τι σημαίνει αυτό το πεπερασμένο, τότε θα καταλάβουμε γιατί η επιδίωξη ισχύος είναι αναπόδραστη και γιατί το αίτημα της υπέρβασης της ισοδυναμεί με το αίτημα υπέρβασης του πεπερασμένου, δηλαδή με το αίτημα της οικοδόμησης του Παραδείσου
Για όσους τονίζουν την «κοινωνικότητα»: ο άνθρωπος δεν δημιούργησε πολιτισμό μόνον επειδή είναι κοινωνικό ζώο” αν αυτός ήταν ο μόνος όρος, τότε πολιτισμό θα είχαν αναπτύξει και πολλά άλλα ζωικά είδη.
Η πρωτόγονη κοινωνία παρουσιάζει μια εκπληκτική ποικιλία δοξασιών, ιεροτελεστιών και άπειρες παραλλαγές στη χρήση, την εξάπλωση τους κ.λπ. Η ποικιλία αυτή ξεπερνά κατά πολύ οικονομικούς-κοινοτικούς ή και γενικούς ανθρωπολογικούς καθορισμούς, και μαρτυρά μια πνευματική δημιουργικότητα πολύ ανώτερη από το λειτουργικά αναγκαίο.
Το παλαιό πρόβλημα της αντίθεσης οργανικού ή φύσης και πολιτισμού η δική μου θέση το λύνει παρακολουθώντας την ιδεατή μετατροπή των βιολογικών μεγεθών. Πόσο γόνιμος και ευρύς είναι αυτός ο τρόπος προσέγγισης φαίνεται από τη σύνδεση αυτοσυντήρησης και νοήματος της ζωής.
Ουσιώδες δεν είναι μόνο ότι η συμβολική αξία ξεπερνά τη βιολογική, αλλά και ότι διατηρεί εντός της τις τυπικές κανονικότητες της βιολογικής. Μόνον έτσι εξηγείται το φαινόμενο ότι ο άνθρωπος μπορεί να θυσιάζει βιολογικές αξίες για χάρη συμβολικών αξιών!! Η συμβολική αξία μπορεί δηλαδή να προτιμηθεί απέναντι στη βιολογική γιατί έχει γίνει η ίδια όχημα της φυσικής επιλογής – ήτοι υπό τις συνθήκες της κοινωνίας είναι ισχυρότεροι όσοι είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για ένα σύμβολο ή μιαν αξία, παρά όσοι φοβούνται για τη ζωή τους.
Όταν συνδέουμε το νόημα με τους μηχανισμούς της φυσικής επιλογής, τότε ξεπερνάμε συγχρόνως και μονομιάς τόσο τον βιολογισμό όσο και την ηθικολογία.
Η θεολογία λέει με τον τρόπο της ότι πνεύμα και επιθυμία ισχύος συνδέονται: ο Σατανάς είναι καθαρό πνεύμα, και στην εξέγερση του εναντίον του Θεού ωθείται από καθαρώς πνευματικά κίνητρα” εδώ δεν διακυβεύονται υλικά αγαθά!
Αν το πνεύμα γεννιέται από την υποπλασία των ενστίκτων, τότε η επιδίωξη ισχύος, η οποία ενοικεί στο πνεύμα και χάρη στο πνεύμα γνωρίζει την πλήρη της εκδίπλωση, γεννιέται ακριβώς από την υποπλασία των ενστίκτων και την διάχυση των ορμών. Ακριβώς η εγκατάλειψη της ψυχολογίας των ορμών μας φέρνει στον παράγοντας της ισχύος! Η ισχύς δεν είναι ορμή, παρά ως μέγεθος ανθρωπολογικά διάχυτο αναμιγνύεται με ό,τι κάνει ο άνθρωπος.
Η γέφυρα ανάμεσα στην ισχύ ως διασφάλιση της αυτοσυντήρησης και την ισχύ ως καθορισμό του φίλου ρίχνεται με κατασκευές που εν τελευταία αναλύσει σημαίνουν ότι οι άλλοι οφείλουν να είναι όπως εμείς, ήτοι να έχουν τις ίδιες αντιλήψεις και να σωθούν με τον ίδιο τρόπο. Εδώ συγκλίνει το ατομικό με το γενικό, η σύγκλιση αυτή αποτελεί ακριβώς το ενοποιητικό στοιχείο όλων των μορφών της ισχύος – και αυτό εξηγεί γιατί ο Λόγος, η λύτρωση κ.λπ. μπορεί να είναι εξίσου ισχύς όσο και η κυριαρχία.
Για να συμπεριληφθεί στον ορισμό της ισχύος ο παράγοντας της διασφάλισης της αυτοσυντήρησης, πρέπει να πούμε ότι ισχύς είναι η δυνατότητα να επηρεάζεις τη συμπεριφορά όχι μόνο των άλλων αλλά και του εαυτού σου. Πράγματι, την έσχατη αδυναμία την αισθάνεται κανείς όχι μόνο όταν δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτε ενάντια σε άλλους, παρά γενικά όταν αισθάνεται ότι δεν ελέγχει τις πράξεις του, που ή δεν θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα ή δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα, ότι δηλαδή η συμπεριφορά μας δεν ελέγχεται από -εμάς- τους ίδιους και δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τότε αισθανόμαστε ανίσχυροι – πριν ακόμα τεθεί οποιοδήποτε θέμα ελέγχου της συμπεριφοράς των άλλων.
Μέχρι τώρα πιστευόταν ότι η επιδίωξη ισχύος συνδεόταν με την παλιά θεωρία των ορμών, δηλαδή εντοπιζόταν σε μια ξεχωριστή ορμή. Εμείς θα δείξουμε ότι η επιδίωξη ισχύος υφίσταται ακριβώς λόγω της μη ύπαρξης ξεχωριστών ορμών, ήτοι της ενότητας της δυναμικής των ορμών.
Το ότι ο άνθρωπος είναι συμβολικό ζώο του επιτρέπει να διαστέλλει τη βία από την ισχύ και να απολαμβάνει την ισχύ στο επίπεδο της αναγνώρισης. Αυτό σημαίνει παράλληλα μια δυναμοποίηση του παράγοντα της ισχύος, γιατί, καθώς η ισχύς αποκτά πολλές όψεις και καθώς η πολλαπλότητα των όψεων δημιουργεί αντιστοιχίες με τις προδιαθέσεις και τις ροπές των υποκειμένων, όλο και περισσότεροι άνθρωποι την αποζητούν. Για να την αποζητήσει κανείς δεν χρειάζεται να είναι σωματικά ισχυρότερος από τους άλλους, δεν χρειάζεται καν να ασκεί κυριαρχία. (Στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο δεν υπάρχει ισχύς χωρίς κυριαρχία – τουλάχιστον, αν όχι και βία.)
Ακριβώς η αναστοχαστική δομή του εαυτού με κάνει να επιζητώ ισχύ, γιατί αυτή με αναγκάζει να αναρωτιέμαι κάθε τόσο ποιός είμαι – σε σχέση με τους άλλους. (Και στο κρίσιμο αυτό σημείο βλέπουμε ότι η ισχύς φωλιάζει εκεί όπου οι ηθικολόγοι εντοπίζουν τον ηθικό πυρήνα του ανθρώπου.)
Η επιδίωξη ισχύος ως συνεχής προσπάθεια του υποκειμένου να αποκτήσει εκείνο που δεν πρόκειται να έχει ποτέ: σταθερή και αδιατάρακτη ταυτότητα. Όποιος θα είχε κάτι τέτοιο δεν θα ήθελε ισχύ γιατί θα ήταν Θεός, δηλαδή απόλυτα γαλήνιος και αυτάρκης.
Προς απάντηση των μεγάλων αποριών οι φιλόσοφοι θα εφευρίσκουν όλο και περισσότερα σοφίσματα. Αλλά αυτά χρησιμεύουν απλώς για τη διεξαγωγή των μεταξύ τους αγώνων γοήτρου και ισχύος – όχι για τη λύση πρακτικών προβλημάτων.
Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τα επίπεδα της ισχύος και να πούμε ότι οι μορφές του αγώνα για ισχύ στο επίπεδο προσώπων παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη ανθρωπολογικά δεδομένη σταθερότητα απ” ό,τι οι θεσμικές μορφές, οι οποίες παραλλάσσουν ριζικά από κοινωνία σε κοινωνία. Έτσι, ενώ οι θεσμικά παγιωμένες σχέσεις ισχύος είναι ριζικά διαφορετικές στον Μεσαίωνα και σήμερα, ωστόσο στο προσωπικό επίπεδο το παιχνίδι της ισχύος διατηρεί λίγο πολύ τις ίδιες δομές. Το παιχνίδι της ισχύος μεταξύ θεσμών διατηρεί και αυτό πάγια γνωρίσματα στο βαθμό που οι θεσμοί εκπροσωπούνται από ανθρώπους. Πάπας και Αυτοκράτορας μπορούν να πολεμούν με βάση τους ίδους τυπικούς κανόνες του παιχνιδιού όπως οι Τσώρτσιλ και Χίτλερ, μολονότι εκπροσωπούν toto coelo [(αντι)διαμετρικά] διαφορετικούς θεσμούς.
Βεβαίως δεν υπάρχει μια ορμή της ισχύος χωριστά και δίπλα στη σεξουαλική ορμή ή την β, γ, δ ορμή. Η επιδίωξη ισχύος πηγάζει από κάθε επιδίωξη χωριστά, όταν αυτή συναντά εμπόδια στην ικανοποίηση της, ενοικεί δηλαδή σε κάθε επιδίωξη και θα μπορούσε να θεωρηθεί η δυναμική της επιδίωξης. Ο ψυχισμός συγκεντρώνεται στην εκάστοτε ενεργή επιδίωξη, στην οποία υποτάσσονται οι υπόλοιπες (ποτέ δεν είναι όλες οι επιδιώξεις εξίσου ενεργές). Η επιδίωξη ισχύος εμφανίζεται τότε ως η συγκέντρωση του ψυχισμού σε ένα σημείο, και με αυτή την έννοια ενοποιεί το υποκείμενο γύρω από μια θεμελιώδη επιδίωξη.
Θα ήταν ανόητο να λεχθεί ότι η πολιτική (που διαφέρει από τον πόλεμο) δεν είναι αγώνας ισχύος επειδή εδώ αναζητούμε και έχουμε και φίλους, όχι μόνο εχθρούς. Γιατί α) και η έχθρα είναι διεύρυνση της οικείας ισχύος, μέχρι τώρα υπήρξε φιλία μόνο σε έναν κόσμο όπου υπήρχε και έχθρα. Και β) συνάπτεται σε έναν κόσμο όπου υπάρχει και έχθρα. Χωρίς τους κινδύνους του κόσμου και χωρίς την επιδίωξη της αναγνώρισης μας από μέρους άλλων δεν έχει νόημα η φιλία. Απόδειξη: ακριβώς στον πόλεμο εναντίον ενός εχθρού ψάχνει κανείς παντού γύρω του για φίλους!
Αν μέσα στη λεγόμενη επιθετικότητα κρύβεται απλώς φόβος ότι οι άλλοι θα κάνουν πρώτοι κάτι εις βάρος μας, τότε για να εξαλειφθεί αυτός πρέπει να δημιουργηθεί ένας κόσμος όπου καθένας μπορεί να έχει τα πάντα – ακόμα και εκείνα που τα θέλει ταυτόχρονα κάποιος άλλος. Ένας τέτοιος κόσμος είναι αδύνατος.
Ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα, γιατί μόνος αυτός θέτει προβλήματα στα οποία δεν υπάρχει λύση – ενώ τα άλλα ζώα θέτουν στον εαυτό τους μόνο προβλήματα που μπορούν να λύσουν. Και πέρα από αυτό: ο άνθρωπος δεν κρατά σε δύο χωριστές σφαίρες τα προβλήματα που επιδέχονται λύση από όσα δεν επιδέχονται, παρά αντιμετωπίζει τα επιλύσιμα από τη σκοπιά των μη επιλύσιμων, βλέπει δηλαδή τα πρώτα από τη σκοπιά του νοήματος και των αξιών.
Ο έρωτας ως σχέση όπου και τα δύο μέρη βρίσκουν την απόλυτη αναγνώριση και όπου μάλιστα μπορούν να απαιτήσουν αμοιβαία την αποκλειστική αναγνώριση (πίστη).
Όποιος πιστεύει ότι κατέχει όλα τα αγαθά, πιστεύει και ότι «μὴ ἐνδέχεσθαι παθεῖν μηδὲν κακόν” καὶ γὰρ τοῦτο τῶν ἀγαθῶν» (Αριστοτέλης, Ρητορική, 1385b 22-24). Ήτοι: όποιος επιδιώκει μια κατάσταση όπου δεν θα κινδυνεύει επιδιώκει ένα συγκεκριμένο αγαθό, χωριστό από τα άλλα. Ενόψει του υπαρκτού, αυτοτελούς αγαθού της ασφάλειας κινητοποιούνται δυνάμεις οι οποίες δεν θα αναφαίνονταν, αν δεν ήταν συνειδητό ότι αποτελεί αγαθό το να αποκλείσεις και να παραμερίσεις εκ των προτέρων του κινδύνους, φτάνοντας σε μια κατάσταση που δεν περιέχει κανένα κίνδυνο. Η επιδίωξη αυτής της κατάστασης θέτει σε κίνηση την ατελείωτη επιδίωξη ισχύος.
Η ψυχολογία δεν μπορεί να εξηγήσει τον ατομικό χαρακτήρα. Μπορεί να αναλύσει μόνιμες και γενικές τάσεις κάθε συμπεριφοράς, όμως δεν μπορεί να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη εκείνη εκάστοτε δοσολογία και μίξη τους, η οποία συνιστά τον ατομικό χαρακτήρα. Μπορεί να πει τι είναι ζήλια, όχι όμως γιατί ο ένας ζηλεύει περισσότερο από κάποιον άλλον.
Πράξεις θυσίας και αυτοκαταστροφής είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσει κάποιος προκειμένου να παραμείνει σε συμφωνία με το ιδεατό εγώ του. Η αλλαγή ταυτότητας προκαλεί ασύγκριτα μεγαλύτερες δυσκολίες – εκτός αυτού είναι η ίδια μια πράξη αυτοκαταστροφής, οπότε προτιμάται εκείνη η αυτοκαταστροφή που γίνεται απευθείας και επιρρωνύει [ενισχύει] το υπάρχον ιδεατό εγώ, επιρρωνύοντας συνάμα την ως τώρα βιοπορεία.
Δυο βασικές σχολές για την υφή του εαυτού: α) υπάρχουν τόσοι εαυτοί στον καθένα όσα κοινωνικά πρόσωπα ή ομάδες. β) Ο εαυτός είναι ενιαίος, μια ιδιαίτερη αυτοτελής εξελικτική διεργασία.
Ανάλογα εκτιμάται ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου, του αυτοελέγχου, του εκκοινωνισμού κ.λπ. Η προσπάθεια να αποδείξει κανείς τη μια από τις δύο αυτές αντιλήψεις ισοδυναμεί με τετραγωνισμό του κύκλου. Τα πολλά πρόσωπα τα υποδύεται κανείς ακριβώς επιδή ζητά ένα πράγμα: την αναγνώριση. Για να είναι ένας, πρέπει να είναι πολλοί. Συχνά το ίδιο πρόσωπο ξέρει ότι υποδύεται πολλά. Το αντίτιμο για να είναι επιτυχής προς τα έξω είναι να εξασθενίζει προς τα μέσα – μπορεί όμως να κάνει και το αντίθετο.
Η σχέση μεταξύ υποκειμένων είναι διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων τους. Αν δεν είναι δυνατό να αποδεχτεί το ένα ολότελα την αυτοκατανόηση του άλλου (γιατί αυτό θα συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας κλίμακας αξιών επικίνδυνης για τη δική του ταυτότητα), τότε εξετάζεται -εφόσον θεωρείται πλεονεκτικότερη η διατήρηση των σχέσεων- ποιά σημεία θα εξουδετερωθούν-αγνοηθούν και ποιά θα μεταβληθούν εκατέρωθεν (είτε νόμιμα είτε ad hoc, δηλαδή ενόψει αυτής της σχέσης, μολονότι μπορούν να παραμείνουν ενεργά ως προς μιαν άλλη). Αλλά ακόμα και όταν επιτευχθεί μια πρώτη ισορροπία, είναι δυνατό, στη βάση των κεκτημένων θέσεων, να επιχειρηθεί ανακατάληψη του εδάφους που χαρίστηκε αρχικά. Έτσι γεννιέται σε ένα κατοπινό στάδιο η σύγκρουση που αποφεύχθηκε αρχικά.
Πρέπει να απαλλαγούμε από τις απλοϊκές αντιλήψεις για την έννοια της αναγνώρισης, η οποία συχνότατα γίνεται αντιληπτή ως επιδειξιμανία κ.λπ. Κάθε άλλο: Στήνοντας το σκηνικό της αναγνώρισης, κάθε άτομο στήνει ολόκληρο τον κόσμο της, ήτοι τις εκάστοτε καθοριστικές γι” αυτή βαθμίδες δικαιοδοσίας, οι οποίες διόλου δεν είναι υποχρεωτικά εκείνες που ευνοούν την επιδειξιομανία. Επίσης, ορισμένες υπάρξεις, που φοβούνται τις δοκιμασίες, αρνούνται εντελώς την αναγνώριση, ζητούν την ταπείνωση κ.λ.π. – στην πραγματικότητα τοποθετούν την ανάγκη τους για προσωπική καταξίωση σε τόσο κρυφή μεριά, ώστε να μην μπορεί να τη βρει κανείς για να την προσβάλει.
Το εγώ παραμένει θολό και άγνωστο. Τα περιγράμματα του δίνονται πλασματικά, με συμβατικές λέξεις ή σε στιγμές ισορροπίας με τον περίγυρο και τους άλλους – στιγμές όμως που δεν οφείλονται αναγκαστικά στο ότι βρέθηκε η βαθύτερη ουσία του: η ισορροπία και η ευαρέσκεια δεν οφείλεται στην αυτογνωσία, παρά στην ανταπόκριση των αισθημάτων μας με την εικόνα περί εγώ, που ανακύπτει σε τέτοιες στιγμές. Κατ” ουσίαν ίδια είναι η λεγόμενη αυτογνωσία, που φαίνονται μερικοί να πετυχαίνουν. Εδώ συμπίπτει η εικόνα περί εγώ με τα αισθήματα μας, και αυτό δημιουργεί μιαν αδιατάρακτη ενότητα” μιας και είναι αδιατάρακτη, φαίνεται ότι δεν περιέχει άγνωστους συντελεστές. Όμως το γεγονός ότι οι άγνωστοι συντελεστές ισορρόπησαν (είτε συναισθηματικά είτε στην εικόνα μας για το εγώ μας είτε και ανάμεσα σε αυτά τα δύο) δεν σημαίνει ότι άγνωστοι δεν υπάρχουν.
Η ορμή (Trieb) είναι μια ενέργεια ενιαία, ένα ρεύμα ενέργειας και δυναμικότητας. Η εκάστοτε διοχέτευση της την κάνει να διαφέρει, να παίρνει μορφές και να παρουσιάζεται σαν το ένα ή το άλλο (ποιά είναι η πρώτη ορμή; Βούληση; Αυτοσυντήρηση; Κυριαρχία; Όλα είναι το ίδιο). Αυτή η ίδια υπάρχει πέραν του καλού και του κακού, και μόνο το ετικετάρισμα σύμφωνα με αυτές τις έννοιες της δίνει την αντίστοιχη εικόνα, όπως δίνει και στο φορέα της το αίσθημα της ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας (αναγνώρισης ή τύψεων). Η ίδια ορμή υπόκειται σε όλες τις περιπτώσεις, η ίδια παρουσιάζεται άλλοτε σαν επιθετικότητα και άλλοτε σαν ηθική.
Κατά πόσο το εγώ του δεκάχρονου ανθρώπου είναι το ίδιο με του πενηντάχρονου; Μήπως αλλάζει ολοκληρωτικά, όπως το πλοίο, που κάθε τόσο αντικαθίσταται ένα μέρος του και στο τέλος δεν κρατά παρά το όνομα – οπότε είναι το ίδιο μόνο και μόνο γιατί κάποιοι το θεωρούν ίδιο; Αν η κοινωνία δεν θεωρούσε ένα άτομο ως ταυτόσημο με τον εαυτό του μέσα στην διαδοχή του χρόνου, κατά πόσο θα είχε το ίδιο συναίσθηση της ταυτότητας αυτής; Ήτοι: αν ο πενηντάχρονος δει τον δεκάχρονο εαυτό του σε ποιόν βαθμό θα επαναγνωρίσει ένα συνεχές εγώ; Και ακόμη περισσότερο: αν μπορούσα να δω τον τωρινό μου εαυτό να φέρεται και κινείται, θα τον αναγνώριζα, σε περίπτωση που δεν τον είχα δει στον καθρέφτη;
Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλαδή ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που την χρειαζόμαστε στο παρόν;
Αποφεύγουμε να γνωρίσουμε τον άλλον: η ανιδιοτελής ανάλυση των κινήτρων του δεν μας επιτρέπει να πάρουμε απέναντι του τη θέση που θέλουμε – προπαντός μπορεί να κλονίσει το αίσθημα ανωτερότητας ή επιείκειας απέναντι σε αυτόν. Προτιμάμε τη συμβατική του εικόνα που εξυπηρετεί τις ανάγκες του θυμικού μας.
Η επιτυχία συμφιλιώνει με τον κόσμο, όπως αυτός είναι. Γιατί οι δομές του παρουσιάζονται τότε προϋπόθεση, ή, έστω, συμβιβάσιμες με την επιτυχία μας. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο επιτυχημένος παραιτείται από κάθε κριτική. (Ιδιαίτερα, αν η κριτική αυτή είχε υφανθεί και στερεωθεί στην προ της επιτυχίας περίοδο της αφάνειας και των συναφών συμπλεγμάτων). Γιατί η κριτική δίνει το αίσθημα της ισχύος και αυτό θέλει να απολαύσει τώρα ο επιτυχημένος, στερεώνοντας την παλιά του κριτική με την τωρινή του επιτυχία και δίνοντας έτσι την επιθυμητή συνέχεια στην εξέλιξη του.
Ο άνθρωπος αγωνίζεται αδιάκοπα για να παρουσιάζει προς τα έξω μια προσωπικότητα συνεπή και ολοκληρωμένη. Συνεχώς απατά τον εαυτό για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά του ρυθμίζεται ανάλογα με την εικόνα που θέλει να δώσει, γι” αυτό και ανάμεσα στη συμπεριφορά και στον πραγματικό εαυτό υπάρχει ένα χάσμα (η ευγένεια συνίσταται στο να το παραβλέπεις – στους άλλους). Η επιθετικότητα αυξάνεται όταν οι άλλοι βλέπουν το χάσμα και προπαντός όταν εμείς ξέρουμε πως το βλέπουν. Τότε προσπαθούμε να βρούμε τι ποταπά κίνητρα έχει η συμπεριφορά του άλλου απέναντι μας.
Η αδράνεια, νόμος της ψυχικής οικονομίας: Είναι αδύνατο να ζει κανείς στο ύψος των βιωματικά εντονότερων στιγμών. Αυτές είναι στη πραγματικότητα λίγες, και αν φαίνονται περισσότερες αυτό συμβαίνει γιατί σε κάθε παραπλήσια αφορμή αναπλάθουμε τα αισθήματα της μεγάλης, έντονης στιγμής (χώρια που τα αισθήματα μας στυλιζάρονται προκαταβολικά, λόγω της κουλτούρας: έρωτας, θαυμασμός της φύσης κ.λπ. είναι πράγματα πολιτισμικώς καθιερωμένα).
Ο νόμος τούτος ισχύει και για ανθρώπους ιδιαίτερα δημιουργικούς. Μεγάλοι καλλιτέχνες δημιουργούν, αφού εγκυμονήσουν πολλά χρόνια και ζυμώσουν το έργο τους σε στιγμές κάθε άλλο παρά ουρανοβάμονες: λέξη λέξη ή νότα νότα, από χίλιες αφορμές καθημερινές, από άπειρους, λίγο πολύ τυχαίους συνειρμούς κ.α. επηρεασμούς. Η εικόνα της μεγαλοφυΐας, που ζει σε συνεχή πυρετό, είναι πλασματική – απόδειξη ότι όλοι οι μεγάλοι ήσαν πολύ εργατικοί. Μεγαλοφυΐα σημαίνει: να είσαι τόσο δοσμένος σε κάτι, ώστε να εργάζεσαι συνεχώς γι” αυτό. Λίγη εργασία σημαίνει συνεπώς έλλειψη μεγαλοφυΐας. Αλλά η πολύ εργασία σημαίνει με τη σειρά της έλλειψη της μεγαλοφυΐας ως συνεχούς ανορθολογικού πυρετού.
Ακριβώς επειδή το εγώ δεν είναι κάποια σταθερή ταυτότητα παρά ένα ενεργειακό ρευστό, που μορφοποιείται χεόμενο σε διάφορα αγγεία, χρειάζεται απολύτως ορισμένους πόλους με βάση τους οποίους συγκροτείται εκάστοτε. Οι δύο θεμελιώδεις πόλοι είναι ο φίλος και ο εχθρός που ικανοποιούν τις δύο θεμελιώδεις ανάγκες του ενεργειακού ρευστού: να διαστέλλεται και να συστέλλεται.
Στη σοφιστική ανάγεται η σύνοψη των βασικών παθών σε τέσσερα (χαρά-λύπη, επιθυμία-φόβος) και των ελαττωμάτων σε τρία (δοξομανία-φιλοχρηματία-φιληδονία). Ας σημειωθεί ότι τα ελαττώματα είναι όλα μορφές επιθυμίας – και την επιθυμία τη μετριάζει μόνον ο φόβος.
Τα αισθήματα δεν είναι πολύ διαφορετικά ανάμεσα στα ζώα και τους ανθρώπους. Εκείνο που τους προσδίδει «βάθος» και τα διαφορίζει (εκλεπτύνει) είναι η νοημοσύνη – και αυτή είναι προνόμιο του ανθρώπου απέναντι στα ζώα και προνόμιο μερικών ανθρώπων απέναντι σε άλλους. Τίποτα δεν γίνεται άμεσα αισθητό παρά μόνο διαμέσου μιας νοητικής πράξης. Ακριβώς καθώς η νόηση φέρνει στη συνείδηση ένα αίσθημα το κάνει περίπλοκο, δηλαδή το ερμηνεύει και το εμπλουτίζει συνειρμικά κ.λπ., δηλαδή με όλα τα δικά της μέσα.
Το γεγονός ότι ο άνθρωπος ενεργεί στη σκιά του θανάτου δεν σημαίνει ότι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τον σκέφτεται (δεν σκέφτεται όπως οι υπαρξιστές φιλόσοφοι). Όμως οι μερικότεροι κίνδυνοι, στους οποίους συγκεντρώνει την προσοχή του, αυτοί στέκουν υπό τη σκιά του θανάτου και είναι ενδεχόμενο να κορυφωθούν με αυτήν την έννοια. Ο άνθρωπος δεν ζει στη σκιά του θανάτου με την έννοια ότι η σκέψη του θανάτου τον παραλύει” αντίθετα, επιδιώκει τους στόχους του σαν να είναι αθάνατος, δηλαδή σαν οι στόχοι του να ήσαν απόλυτοι. Όμως ο θάνατος εμφανίζεται στη ζωή του ως κίνδυνος, ως εχθρός, ως φόβος.
Για την πολυμορφία και συνάμα τη θεμελιώδη ενότητα του ανθρώπου (γύρω από τις βασικές ορμές): το ότι ένα δέντρο έχει μια ρίζα δεν το εμποδίζει να έχει πολλά κλαδιά – ούτε εμποδίζει τα κλαδιά να καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη ρίζα.
Καθώς τα ένστικτα χάνουν στον άνθρωπο την ειδοποιό τους εντόπιση και λειτουργία, χαλαρώνουν, απλώνουν και συμφύρονται. Εκεί όπου είχαμε χωριστά ερείσματα και λειτουργίες, τώρα έχουμε έναν ανάκατο χυλό, μια κυμαινόμενη ενέργεια. Μόνο αυτός ο χυλός μπορεί να έχει πλαστικότητα και γι” αυτό μπορεί να πλάθεται εκ των έξω από τη μορφοποιό δύναμη του πολιτισμού. Όμως η απώλεια της ειδοποιού αναφοράς δεν σημαίνει καθόλου μείωση της έντασης της ψυχικής ενέργειας. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Ο πολιτισμός καλείται τώρα να δώσει μορφή με μια μεγαλύτερη ένταση, και γι” αυτό είναι προγραμματισμένη η σύγκρουση μεταξύ κανόνα και ψυχής.
Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς το ζώο που δημιουργεί σύμβολα. Είναι το ζώο που κάνει τα σύμβολα μέρος του πραγματικού του περιβάλλοντος και που συμπεριφέρεται απέναντι τους όπως και απέναντι στα υπόλοιπα μέρη του πραγματικού περιβάλλοντος. Ήτοι: στη συμπεριφορά αυτή συμμετέχει ολόκληρος, με τους μηχανισμούς που κινούν οι ασύνειδες ενορμήσεις του. Μόνο γι” αυτόν το λόγο μπορούν οι υποθέσεις του πνεύματος να γίνουν υποθέσεις ζωής και θανάτου.
Εάν δεν υπήρχαν τα μικρά κβάντα της ισχύος, η κοινωνία δεν θα γνώριζε ούτε τα μεγάλα – έστω και αν η μετάβαση από τα πρώτα στα δεύτερα δεν γίνεται γραμμικά. Μικρά κβάντα είναι ακόμα και όσα μου επιτρέπουν να κινούμαι και να ενεργώ, καταρχήν χωρίς αναγκαία σύνδεση με άλλους. Η δυνατότητα μου για κίνηση και ενέργεια με φέρνει σε επαφή -άρα ενδεχομένως και σε σύγκρουση- με άλλους.
Ακόμα και η πλήρης ταύτιση της οικείας συμπεριφοράς με τη συμπεριφορά ενός άλλου αποσκοπεί στην ενίσχυση του εγώ και της αυτοπεποίθησης. Γιατί αυτός ο άλλος κατά κανόνα είναι μεγαλύτερος και ισχυρότερος, αυτές τις ιδιότητες θέλει να πάρει το παιδί όταν ταυτίζεται μαζί του.
Σε σχέση με τους ιστορικούς ιδεότυπους («καπιταλισμός»), στους οποίους κρυσταλλώνεται η συλλογική πράξη, πρέπει να επισημανθεί η εξής οπτική απάτη: μολονότι οι τύποι αυτοί γεννιούνται ιστορικά από την ετερογονία των σκοπών, ωστόσο η καθαρότητα τους υποβάλλει την εντύπωση ότι βγήκαν από μια καθαρά ορθολογική σκοποθεσία ως προς αυτόν το σκοπό, ότι δηλαδή η πράξη που τους δημιούργησε είχε (υποκειμενικά) αυτό το νόημα. Όμως αυτό το νόημα το έχουν μόνον αντικειμενικά (σκοπιά του παρατηρητή, ο οποίος τώρα κινδυνεύει να θεωρήσει ως υποκειμενικό νόημα ό,τι υφίσταται ως ιστορικό μόρφωμα). Στο επίπεδο της ετερογονίας η οπτική απάτη είναι αναπόφευκτη αν αυτή η ορθολογική σκοποθεσία νοηθεί ευθύγραμμα.
Αν δεχτούμε έναν ορθολογισμό της ταυτότητας ίσως ξεφεύγουμε από τον φαύλο κύκλο εγωισμού-αλτρουισμού: μπορώ να συνδέσω την ταυτότητα μου με τη διάπραξη αλτρουιστικών πράξεων. Η ταυτότητα βρίσκεται καθ” αυτή πάνω από το εννοιολογικό ζεύγος. Ήτοι μπορεί να είναι εγωιστική ή αλτρουιστική. Αλλά και στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει ένα εγώ προκειμένου να είναι αλτρουιστικό. Δεν υπάρχει αλτρουισμός που να μην έχει φορέα του ένα εγώ, το οποίο κατά τη διάπραξη μιας αλτρουιστικής πράξεως αισθάνεται πλήρωση.
Αλτρουισμός χωρίς υπαρξιακή πλήρωση, δηλαδή συνοδευόμενος από αποστροφή, δεν είναι παρά εξαναγκασμός του εγώ, άρα όχι αλτρουισμός.
Στη συμπεριφορά των άλλων ο εαυτός βλέπει τι του είναι χρήσιμο. Ακόμα και αν πρόκειται να στραφεί εναντίον άλλων, πρέπει να υιοθετήσει ουσιώδη μέρη της συμπεριφοράς τους (αρχίζοντας από τη γλώσσα) προκειμένου να αποκτήσει τη δυνατότητα να κινηθεί κοινωνικά. Πρέπει να κοινωνικοποιηθεί για να επιτύχει τους ατομικούς του σκοπούς.
Αν ως επιδίωξη ισχύος ορίσουμε την προσπάθεια διατήρησης της σχετικής θέσης ισχύος, τότε στην επιδίωξη ισχύος θα πρέπει να εντάξουμε ό,τι κατατείνει στη διατήρηση των υπαρχουσών θέσεων ισχύος, ό,τι δηλαδή παρουσιάζεται ως προσπάθεια διαφύλαξης της κοινωνικής ισορροπίας. Από την άποψη αυτή, (συλλογική) επιδίωξη ισχύος είναι ο κομφορμισμός (ό,τι δεν έχω εγώ δεν θα το έχει κανένας) και παρόμοια φαινόμενα.
Η σκέψη προσανατολίζεται στον διαχωρισμό φίλου-εχθρού ανεξάρτητα από το αν η πράξη φτάνει σε αντιπαραθέσεις και σε απτές αντιθέσεις. Γιατί κάθε πράξη κάνει τη διάκριση καλού-κακού, ενώ δεν φτάνει κάθε πράξη σε σύγκρουση.
Η κοινωνία διδάσκει το χωρισμό σε φίλους και εχθρούς την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνει κάποιον να ξεχωρίζει το καλό από το κακό (πράγμα άλλωστε απαραίτητο για την επιβίωση της). Τα δύο αυτά αντιθετικά ζεύγη συναρτώνται ευθέως (ο «κακός» είναι ο εχθρός), αλλά και εμμέσως: μαθαίνοντας να ταυτίζει κανείς κακό και εχθρικό, μαθαίνοντας να εκλογικεύει την έχθρα του και να βαφτίζει το εχθρικό «κακό».
Αν η επιδίωξη ισχύος έτσι ή αλλιώς συνδέεται με τη σπάνη ορισμένων αγαθών, τότε σε τελευταία ανάλυση έχει να κάνει με το πεπερασμένο του ανθρώπου και του κόσμου του. Αν αναλογιστούμε ακριβώς τι σημαίνει αυτό το πεπερασμένο, τότε θα καταλάβουμε γιατί η επιδίωξη ισχύος είναι αναπόδραστη και γιατί το αίτημα της υπέρβασης της ισοδυναμεί με το αίτημα υπέρβασης του πεπερασμένου, δηλαδή με το αίτημα της οικοδόμησης του Παραδείσου
Για όσους τονίζουν την «κοινωνικότητα»: ο άνθρωπος δεν δημιούργησε πολιτισμό μόνον επειδή είναι κοινωνικό ζώο” αν αυτός ήταν ο μόνος όρος, τότε πολιτισμό θα είχαν αναπτύξει και πολλά άλλα ζωικά είδη.
Η πρωτόγονη κοινωνία παρουσιάζει μια εκπληκτική ποικιλία δοξασιών, ιεροτελεστιών και άπειρες παραλλαγές στη χρήση, την εξάπλωση τους κ.λπ. Η ποικιλία αυτή ξεπερνά κατά πολύ οικονομικούς-κοινοτικούς ή και γενικούς ανθρωπολογικούς καθορισμούς, και μαρτυρά μια πνευματική δημιουργικότητα πολύ ανώτερη από το λειτουργικά αναγκαίο.
Το παλαιό πρόβλημα της αντίθεσης οργανικού ή φύσης και πολιτισμού η δική μου θέση το λύνει παρακολουθώντας την ιδεατή μετατροπή των βιολογικών μεγεθών. Πόσο γόνιμος και ευρύς είναι αυτός ο τρόπος προσέγγισης φαίνεται από τη σύνδεση αυτοσυντήρησης και νοήματος της ζωής.
Ουσιώδες δεν είναι μόνο ότι η συμβολική αξία ξεπερνά τη βιολογική, αλλά και ότι διατηρεί εντός της τις τυπικές κανονικότητες της βιολογικής. Μόνον έτσι εξηγείται το φαινόμενο ότι ο άνθρωπος μπορεί να θυσιάζει βιολογικές αξίες για χάρη συμβολικών αξιών!! Η συμβολική αξία μπορεί δηλαδή να προτιμηθεί απέναντι στη βιολογική γιατί έχει γίνει η ίδια όχημα της φυσικής επιλογής – ήτοι υπό τις συνθήκες της κοινωνίας είναι ισχυρότεροι όσοι είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για ένα σύμβολο ή μιαν αξία, παρά όσοι φοβούνται για τη ζωή τους.
Όταν συνδέουμε το νόημα με τους μηχανισμούς της φυσικής επιλογής, τότε ξεπερνάμε συγχρόνως και μονομιάς τόσο τον βιολογισμό όσο και την ηθικολογία.
Η θεολογία λέει με τον τρόπο της ότι πνεύμα και επιθυμία ισχύος συνδέονται: ο Σατανάς είναι καθαρό πνεύμα, και στην εξέγερση του εναντίον του Θεού ωθείται από καθαρώς πνευματικά κίνητρα” εδώ δεν διακυβεύονται υλικά αγαθά!
Αν το πνεύμα γεννιέται από την υποπλασία των ενστίκτων, τότε η επιδίωξη ισχύος, η οποία ενοικεί στο πνεύμα και χάρη στο πνεύμα γνωρίζει την πλήρη της εκδίπλωση, γεννιέται ακριβώς από την υποπλασία των ενστίκτων και την διάχυση των ορμών. Ακριβώς η εγκατάλειψη της ψυχολογίας των ορμών μας φέρνει στον παράγοντας της ισχύος! Η ισχύς δεν είναι ορμή, παρά ως μέγεθος ανθρωπολογικά διάχυτο αναμιγνύεται με ό,τι κάνει ο άνθρωπος.
Η γέφυρα ανάμεσα στην ισχύ ως διασφάλιση της αυτοσυντήρησης και την ισχύ ως καθορισμό του φίλου ρίχνεται με κατασκευές που εν τελευταία αναλύσει σημαίνουν ότι οι άλλοι οφείλουν να είναι όπως εμείς, ήτοι να έχουν τις ίδιες αντιλήψεις και να σωθούν με τον ίδιο τρόπο. Εδώ συγκλίνει το ατομικό με το γενικό, η σύγκλιση αυτή αποτελεί ακριβώς το ενοποιητικό στοιχείο όλων των μορφών της ισχύος – και αυτό εξηγεί γιατί ο Λόγος, η λύτρωση κ.λπ. μπορεί να είναι εξίσου ισχύς όσο και η κυριαρχία.
Για να συμπεριληφθεί στον ορισμό της ισχύος ο παράγοντας της διασφάλισης της αυτοσυντήρησης, πρέπει να πούμε ότι ισχύς είναι η δυνατότητα να επηρεάζεις τη συμπεριφορά όχι μόνο των άλλων αλλά και του εαυτού σου. Πράγματι, την έσχατη αδυναμία την αισθάνεται κανείς όχι μόνο όταν δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτε ενάντια σε άλλους, παρά γενικά όταν αισθάνεται ότι δεν ελέγχει τις πράξεις του, που ή δεν θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα ή δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα, ότι δηλαδή η συμπεριφορά μας δεν ελέγχεται από -εμάς- τους ίδιους και δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τότε αισθανόμαστε ανίσχυροι – πριν ακόμα τεθεί οποιοδήποτε θέμα ελέγχου της συμπεριφοράς των άλλων.
Μέχρι τώρα πιστευόταν ότι η επιδίωξη ισχύος συνδεόταν με την παλιά θεωρία των ορμών, δηλαδή εντοπιζόταν σε μια ξεχωριστή ορμή. Εμείς θα δείξουμε ότι η επιδίωξη ισχύος υφίσταται ακριβώς λόγω της μη ύπαρξης ξεχωριστών ορμών, ήτοι της ενότητας της δυναμικής των ορμών.
Το ότι ο άνθρωπος είναι συμβολικό ζώο του επιτρέπει να διαστέλλει τη βία από την ισχύ και να απολαμβάνει την ισχύ στο επίπεδο της αναγνώρισης. Αυτό σημαίνει παράλληλα μια δυναμοποίηση του παράγοντα της ισχύος, γιατί, καθώς η ισχύς αποκτά πολλές όψεις και καθώς η πολλαπλότητα των όψεων δημιουργεί αντιστοιχίες με τις προδιαθέσεις και τις ροπές των υποκειμένων, όλο και περισσότεροι άνθρωποι την αποζητούν. Για να την αποζητήσει κανείς δεν χρειάζεται να είναι σωματικά ισχυρότερος από τους άλλους, δεν χρειάζεται καν να ασκεί κυριαρχία. (Στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο δεν υπάρχει ισχύς χωρίς κυριαρχία – τουλάχιστον, αν όχι και βία.)
Ακριβώς η αναστοχαστική δομή του εαυτού με κάνει να επιζητώ ισχύ, γιατί αυτή με αναγκάζει να αναρωτιέμαι κάθε τόσο ποιός είμαι – σε σχέση με τους άλλους. (Και στο κρίσιμο αυτό σημείο βλέπουμε ότι η ισχύς φωλιάζει εκεί όπου οι ηθικολόγοι εντοπίζουν τον ηθικό πυρήνα του ανθρώπου.)
Η επιδίωξη ισχύος ως συνεχής προσπάθεια του υποκειμένου να αποκτήσει εκείνο που δεν πρόκειται να έχει ποτέ: σταθερή και αδιατάρακτη ταυτότητα. Όποιος θα είχε κάτι τέτοιο δεν θα ήθελε ισχύ γιατί θα ήταν Θεός, δηλαδή απόλυτα γαλήνιος και αυτάρκης.
Προς απάντηση των μεγάλων αποριών οι φιλόσοφοι θα εφευρίσκουν όλο και περισσότερα σοφίσματα. Αλλά αυτά χρησιμεύουν απλώς για τη διεξαγωγή των μεταξύ τους αγώνων γοήτρου και ισχύος – όχι για τη λύση πρακτικών προβλημάτων.
Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τα επίπεδα της ισχύος και να πούμε ότι οι μορφές του αγώνα για ισχύ στο επίπεδο προσώπων παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη ανθρωπολογικά δεδομένη σταθερότητα απ” ό,τι οι θεσμικές μορφές, οι οποίες παραλλάσσουν ριζικά από κοινωνία σε κοινωνία. Έτσι, ενώ οι θεσμικά παγιωμένες σχέσεις ισχύος είναι ριζικά διαφορετικές στον Μεσαίωνα και σήμερα, ωστόσο στο προσωπικό επίπεδο το παιχνίδι της ισχύος διατηρεί λίγο πολύ τις ίδιες δομές. Το παιχνίδι της ισχύος μεταξύ θεσμών διατηρεί και αυτό πάγια γνωρίσματα στο βαθμό που οι θεσμοί εκπροσωπούνται από ανθρώπους. Πάπας και Αυτοκράτορας μπορούν να πολεμούν με βάση τους ίδους τυπικούς κανόνες του παιχνιδιού όπως οι Τσώρτσιλ και Χίτλερ, μολονότι εκπροσωπούν toto coelo [(αντι)διαμετρικά] διαφορετικούς θεσμούς.
Βεβαίως δεν υπάρχει μια ορμή της ισχύος χωριστά και δίπλα στη σεξουαλική ορμή ή την β, γ, δ ορμή. Η επιδίωξη ισχύος πηγάζει από κάθε επιδίωξη χωριστά, όταν αυτή συναντά εμπόδια στην ικανοποίηση της, ενοικεί δηλαδή σε κάθε επιδίωξη και θα μπορούσε να θεωρηθεί η δυναμική της επιδίωξης. Ο ψυχισμός συγκεντρώνεται στην εκάστοτε ενεργή επιδίωξη, στην οποία υποτάσσονται οι υπόλοιπες (ποτέ δεν είναι όλες οι επιδιώξεις εξίσου ενεργές). Η επιδίωξη ισχύος εμφανίζεται τότε ως η συγκέντρωση του ψυχισμού σε ένα σημείο, και με αυτή την έννοια ενοποιεί το υποκείμενο γύρω από μια θεμελιώδη επιδίωξη.
Θα ήταν ανόητο να λεχθεί ότι η πολιτική (που διαφέρει από τον πόλεμο) δεν είναι αγώνας ισχύος επειδή εδώ αναζητούμε και έχουμε και φίλους, όχι μόνο εχθρούς. Γιατί α) και η έχθρα είναι διεύρυνση της οικείας ισχύος, μέχρι τώρα υπήρξε φιλία μόνο σε έναν κόσμο όπου υπήρχε και έχθρα. Και β) συνάπτεται σε έναν κόσμο όπου υπάρχει και έχθρα. Χωρίς τους κινδύνους του κόσμου και χωρίς την επιδίωξη της αναγνώρισης μας από μέρους άλλων δεν έχει νόημα η φιλία. Απόδειξη: ακριβώς στον πόλεμο εναντίον ενός εχθρού ψάχνει κανείς παντού γύρω του για φίλους!
Αν μέσα στη λεγόμενη επιθετικότητα κρύβεται απλώς φόβος ότι οι άλλοι θα κάνουν πρώτοι κάτι εις βάρος μας, τότε για να εξαλειφθεί αυτός πρέπει να δημιουργηθεί ένας κόσμος όπου καθένας μπορεί να έχει τα πάντα – ακόμα και εκείνα που τα θέλει ταυτόχρονα κάποιος άλλος. Ένας τέτοιος κόσμος είναι αδύνατος.
Ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα, γιατί μόνος αυτός θέτει προβλήματα στα οποία δεν υπάρχει λύση – ενώ τα άλλα ζώα θέτουν στον εαυτό τους μόνο προβλήματα που μπορούν να λύσουν. Και πέρα από αυτό: ο άνθρωπος δεν κρατά σε δύο χωριστές σφαίρες τα προβλήματα που επιδέχονται λύση από όσα δεν επιδέχονται, παρά αντιμετωπίζει τα επιλύσιμα από τη σκοπιά των μη επιλύσιμων, βλέπει δηλαδή τα πρώτα από τη σκοπιά του νοήματος και των αξιών.
Ο έρωτας ως σχέση όπου και τα δύο μέρη βρίσκουν την απόλυτη αναγνώριση και όπου μάλιστα μπορούν να απαιτήσουν αμοιβαία την αποκλειστική αναγνώριση (πίστη).
Όποιος πιστεύει ότι κατέχει όλα τα αγαθά, πιστεύει και ότι «μὴ ἐνδέχεσθαι παθεῖν μηδὲν κακόν” καὶ γὰρ τοῦτο τῶν ἀγαθῶν» (Αριστοτέλης, Ρητορική, 1385b 22-24). Ήτοι: όποιος επιδιώκει μια κατάσταση όπου δεν θα κινδυνεύει επιδιώκει ένα συγκεκριμένο αγαθό, χωριστό από τα άλλα. Ενόψει του υπαρκτού, αυτοτελούς αγαθού της ασφάλειας κινητοποιούνται δυνάμεις οι οποίες δεν θα αναφαίνονταν, αν δεν ήταν συνειδητό ότι αποτελεί αγαθό το να αποκλείσεις και να παραμερίσεις εκ των προτέρων του κινδύνους, φτάνοντας σε μια κατάσταση που δεν περιέχει κανένα κίνδυνο. Η επιδίωξη αυτής της κατάστασης θέτει σε κίνηση την ατελείωτη επιδίωξη ισχύος.
Η ψυχολογία δεν μπορεί να εξηγήσει τον ατομικό χαρακτήρα. Μπορεί να αναλύσει μόνιμες και γενικές τάσεις κάθε συμπεριφοράς, όμως δεν μπορεί να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη εκείνη εκάστοτε δοσολογία και μίξη τους, η οποία συνιστά τον ατομικό χαρακτήρα. Μπορεί να πει τι είναι ζήλια, όχι όμως γιατί ο ένας ζηλεύει περισσότερο από κάποιον άλλον.
Πράξεις θυσίας και αυτοκαταστροφής είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσει κάποιος προκειμένου να παραμείνει σε συμφωνία με το ιδεατό εγώ του. Η αλλαγή ταυτότητας προκαλεί ασύγκριτα μεγαλύτερες δυσκολίες – εκτός αυτού είναι η ίδια μια πράξη αυτοκαταστροφής, οπότε προτιμάται εκείνη η αυτοκαταστροφή που γίνεται απευθείας και επιρρωνύει [ενισχύει] το υπάρχον ιδεατό εγώ, επιρρωνύοντας συνάμα την ως τώρα βιοπορεία.
Δυο βασικές σχολές για την υφή του εαυτού: α) υπάρχουν τόσοι εαυτοί στον καθένα όσα κοινωνικά πρόσωπα ή ομάδες. β) Ο εαυτός είναι ενιαίος, μια ιδιαίτερη αυτοτελής εξελικτική διεργασία.
Ανάλογα εκτιμάται ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου, του αυτοελέγχου, του εκκοινωνισμού κ.λπ. Η προσπάθεια να αποδείξει κανείς τη μια από τις δύο αυτές αντιλήψεις ισοδυναμεί με τετραγωνισμό του κύκλου. Τα πολλά πρόσωπα τα υποδύεται κανείς ακριβώς επιδή ζητά ένα πράγμα: την αναγνώριση. Για να είναι ένας, πρέπει να είναι πολλοί. Συχνά το ίδιο πρόσωπο ξέρει ότι υποδύεται πολλά. Το αντίτιμο για να είναι επιτυχής προς τα έξω είναι να εξασθενίζει προς τα μέσα – μπορεί όμως να κάνει και το αντίθετο.
Η σχέση μεταξύ υποκειμένων είναι διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων τους. Αν δεν είναι δυνατό να αποδεχτεί το ένα ολότελα την αυτοκατανόηση του άλλου (γιατί αυτό θα συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας κλίμακας αξιών επικίνδυνης για τη δική του ταυτότητα), τότε εξετάζεται -εφόσον θεωρείται πλεονεκτικότερη η διατήρηση των σχέσεων- ποιά σημεία θα εξουδετερωθούν-αγνοηθούν και ποιά θα μεταβληθούν εκατέρωθεν (είτε νόμιμα είτε ad hoc, δηλαδή ενόψει αυτής της σχέσης, μολονότι μπορούν να παραμείνουν ενεργά ως προς μιαν άλλη). Αλλά ακόμα και όταν επιτευχθεί μια πρώτη ισορροπία, είναι δυνατό, στη βάση των κεκτημένων θέσεων, να επιχειρηθεί ανακατάληψη του εδάφους που χαρίστηκε αρχικά. Έτσι γεννιέται σε ένα κατοπινό στάδιο η σύγκρουση που αποφεύχθηκε αρχικά.
Πρέπει να απαλλαγούμε από τις απλοϊκές αντιλήψεις για την έννοια της αναγνώρισης, η οποία συχνότατα γίνεται αντιληπτή ως επιδειξιμανία κ.λπ. Κάθε άλλο: Στήνοντας το σκηνικό της αναγνώρισης, κάθε άτομο στήνει ολόκληρο τον κόσμο της, ήτοι τις εκάστοτε καθοριστικές γι” αυτή βαθμίδες δικαιοδοσίας, οι οποίες διόλου δεν είναι υποχρεωτικά εκείνες που ευνοούν την επιδειξιομανία. Επίσης, ορισμένες υπάρξεις, που φοβούνται τις δοκιμασίες, αρνούνται εντελώς την αναγνώριση, ζητούν την ταπείνωση κ.λ.π. – στην πραγματικότητα τοποθετούν την ανάγκη τους για προσωπική καταξίωση σε τόσο κρυφή μεριά, ώστε να μην μπορεί να τη βρει κανείς για να την προσβάλει.
Το εγώ παραμένει θολό και άγνωστο. Τα περιγράμματα του δίνονται πλασματικά, με συμβατικές λέξεις ή σε στιγμές ισορροπίας με τον περίγυρο και τους άλλους – στιγμές όμως που δεν οφείλονται αναγκαστικά στο ότι βρέθηκε η βαθύτερη ουσία του: η ισορροπία και η ευαρέσκεια δεν οφείλεται στην αυτογνωσία, παρά στην ανταπόκριση των αισθημάτων μας με την εικόνα περί εγώ, που ανακύπτει σε τέτοιες στιγμές. Κατ” ουσίαν ίδια είναι η λεγόμενη αυτογνωσία, που φαίνονται μερικοί να πετυχαίνουν. Εδώ συμπίπτει η εικόνα περί εγώ με τα αισθήματα μας, και αυτό δημιουργεί μιαν αδιατάρακτη ενότητα” μιας και είναι αδιατάρακτη, φαίνεται ότι δεν περιέχει άγνωστους συντελεστές. Όμως το γεγονός ότι οι άγνωστοι συντελεστές ισορρόπησαν (είτε συναισθηματικά είτε στην εικόνα μας για το εγώ μας είτε και ανάμεσα σε αυτά τα δύο) δεν σημαίνει ότι άγνωστοι δεν υπάρχουν.
Η ορμή (Trieb) είναι μια ενέργεια ενιαία, ένα ρεύμα ενέργειας και δυναμικότητας. Η εκάστοτε διοχέτευση της την κάνει να διαφέρει, να παίρνει μορφές και να παρουσιάζεται σαν το ένα ή το άλλο (ποιά είναι η πρώτη ορμή; Βούληση; Αυτοσυντήρηση; Κυριαρχία; Όλα είναι το ίδιο). Αυτή η ίδια υπάρχει πέραν του καλού και του κακού, και μόνο το ετικετάρισμα σύμφωνα με αυτές τις έννοιες της δίνει την αντίστοιχη εικόνα, όπως δίνει και στο φορέα της το αίσθημα της ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας (αναγνώρισης ή τύψεων). Η ίδια ορμή υπόκειται σε όλες τις περιπτώσεις, η ίδια παρουσιάζεται άλλοτε σαν επιθετικότητα και άλλοτε σαν ηθική.
Κατά πόσο το εγώ του δεκάχρονου ανθρώπου είναι το ίδιο με του πενηντάχρονου; Μήπως αλλάζει ολοκληρωτικά, όπως το πλοίο, που κάθε τόσο αντικαθίσταται ένα μέρος του και στο τέλος δεν κρατά παρά το όνομα – οπότε είναι το ίδιο μόνο και μόνο γιατί κάποιοι το θεωρούν ίδιο; Αν η κοινωνία δεν θεωρούσε ένα άτομο ως ταυτόσημο με τον εαυτό του μέσα στην διαδοχή του χρόνου, κατά πόσο θα είχε το ίδιο συναίσθηση της ταυτότητας αυτής; Ήτοι: αν ο πενηντάχρονος δει τον δεκάχρονο εαυτό του σε ποιόν βαθμό θα επαναγνωρίσει ένα συνεχές εγώ; Και ακόμη περισσότερο: αν μπορούσα να δω τον τωρινό μου εαυτό να φέρεται και κινείται, θα τον αναγνώριζα, σε περίπτωση που δεν τον είχα δει στον καθρέφτη;
Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλαδή ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που την χρειαζόμαστε στο παρόν;
Αποφεύγουμε να γνωρίσουμε τον άλλον: η ανιδιοτελής ανάλυση των κινήτρων του δεν μας επιτρέπει να πάρουμε απέναντι του τη θέση που θέλουμε – προπαντός μπορεί να κλονίσει το αίσθημα ανωτερότητας ή επιείκειας απέναντι σε αυτόν. Προτιμάμε τη συμβατική του εικόνα που εξυπηρετεί τις ανάγκες του θυμικού μας.
Η επιτυχία συμφιλιώνει με τον κόσμο, όπως αυτός είναι. Γιατί οι δομές του παρουσιάζονται τότε προϋπόθεση, ή, έστω, συμβιβάσιμες με την επιτυχία μας. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο επιτυχημένος παραιτείται από κάθε κριτική. (Ιδιαίτερα, αν η κριτική αυτή είχε υφανθεί και στερεωθεί στην προ της επιτυχίας περίοδο της αφάνειας και των συναφών συμπλεγμάτων). Γιατί η κριτική δίνει το αίσθημα της ισχύος και αυτό θέλει να απολαύσει τώρα ο επιτυχημένος, στερεώνοντας την παλιά του κριτική με την τωρινή του επιτυχία και δίνοντας έτσι την επιθυμητή συνέχεια στην εξέλιξη του.
Ο άνθρωπος αγωνίζεται αδιάκοπα για να παρουσιάζει προς τα έξω μια προσωπικότητα συνεπή και ολοκληρωμένη. Συνεχώς απατά τον εαυτό για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά του ρυθμίζεται ανάλογα με την εικόνα που θέλει να δώσει, γι” αυτό και ανάμεσα στη συμπεριφορά και στον πραγματικό εαυτό υπάρχει ένα χάσμα (η ευγένεια συνίσταται στο να το παραβλέπεις – στους άλλους). Η επιθετικότητα αυξάνεται όταν οι άλλοι βλέπουν το χάσμα και προπαντός όταν εμείς ξέρουμε πως το βλέπουν. Τότε προσπαθούμε να βρούμε τι ποταπά κίνητρα έχει η συμπεριφορά του άλλου απέναντι μας.
Η αδράνεια, νόμος της ψυχικής οικονομίας: Είναι αδύνατο να ζει κανείς στο ύψος των βιωματικά εντονότερων στιγμών. Αυτές είναι στη πραγματικότητα λίγες, και αν φαίνονται περισσότερες αυτό συμβαίνει γιατί σε κάθε παραπλήσια αφορμή αναπλάθουμε τα αισθήματα της μεγάλης, έντονης στιγμής (χώρια που τα αισθήματα μας στυλιζάρονται προκαταβολικά, λόγω της κουλτούρας: έρωτας, θαυμασμός της φύσης κ.λπ. είναι πράγματα πολιτισμικώς καθιερωμένα).
Ο νόμος τούτος ισχύει και για ανθρώπους ιδιαίτερα δημιουργικούς. Μεγάλοι καλλιτέχνες δημιουργούν, αφού εγκυμονήσουν πολλά χρόνια και ζυμώσουν το έργο τους σε στιγμές κάθε άλλο παρά ουρανοβάμονες: λέξη λέξη ή νότα νότα, από χίλιες αφορμές καθημερινές, από άπειρους, λίγο πολύ τυχαίους συνειρμούς κ.α. επηρεασμούς. Η εικόνα της μεγαλοφυΐας, που ζει σε συνεχή πυρετό, είναι πλασματική – απόδειξη ότι όλοι οι μεγάλοι ήσαν πολύ εργατικοί. Μεγαλοφυΐα σημαίνει: να είσαι τόσο δοσμένος σε κάτι, ώστε να εργάζεσαι συνεχώς γι” αυτό. Λίγη εργασία σημαίνει συνεπώς έλλειψη μεγαλοφυΐας. Αλλά η πολύ εργασία σημαίνει με τη σειρά της έλλειψη της μεγαλοφυΐας ως συνεχούς ανορθολογικού πυρετού.
Ακριβώς επειδή το εγώ δεν είναι κάποια σταθερή ταυτότητα παρά ένα ενεργειακό ρευστό, που μορφοποιείται χεόμενο σε διάφορα αγγεία, χρειάζεται απολύτως ορισμένους πόλους με βάση τους οποίους συγκροτείται εκάστοτε. Οι δύο θεμελιώδεις πόλοι είναι ο φίλος και ο εχθρός που ικανοποιούν τις δύο θεμελιώδεις ανάγκες του ενεργειακού ρευστού: να διαστέλλεται και να συστέλλεται.
Στη σοφιστική ανάγεται η σύνοψη των βασικών παθών σε τέσσερα (χαρά-λύπη, επιθυμία-φόβος) και των ελαττωμάτων σε τρία (δοξομανία-φιλοχρηματία-φιληδονία). Ας σημειωθεί ότι τα ελαττώματα είναι όλα μορφές επιθυμίας – και την επιθυμία τη μετριάζει μόνον ο φόβος.
Τα αισθήματα δεν είναι πολύ διαφορετικά ανάμεσα στα ζώα και τους ανθρώπους. Εκείνο που τους προσδίδει «βάθος» και τα διαφορίζει (εκλεπτύνει) είναι η νοημοσύνη – και αυτή είναι προνόμιο του ανθρώπου απέναντι στα ζώα και προνόμιο μερικών ανθρώπων απέναντι σε άλλους. Τίποτα δεν γίνεται άμεσα αισθητό παρά μόνο διαμέσου μιας νοητικής πράξης. Ακριβώς καθώς η νόηση φέρνει στη συνείδηση ένα αίσθημα το κάνει περίπλοκο, δηλαδή το ερμηνεύει και το εμπλουτίζει συνειρμικά κ.λπ., δηλαδή με όλα τα δικά της μέσα.
Το γεγονός ότι ο άνθρωπος ενεργεί στη σκιά του θανάτου δεν σημαίνει ότι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τον σκέφτεται (δεν σκέφτεται όπως οι υπαρξιστές φιλόσοφοι). Όμως οι μερικότεροι κίνδυνοι, στους οποίους συγκεντρώνει την προσοχή του, αυτοί στέκουν υπό τη σκιά του θανάτου και είναι ενδεχόμενο να κορυφωθούν με αυτήν την έννοια. Ο άνθρωπος δεν ζει στη σκιά του θανάτου με την έννοια ότι η σκέψη του θανάτου τον παραλύει” αντίθετα, επιδιώκει τους στόχους του σαν να είναι αθάνατος, δηλαδή σαν οι στόχοι του να ήσαν απόλυτοι. Όμως ο θάνατος εμφανίζεται στη ζωή του ως κίνδυνος, ως εχθρός, ως φόβος.
Για την πολυμορφία και συνάμα τη θεμελιώδη ενότητα του ανθρώπου (γύρω από τις βασικές ορμές): το ότι ένα δέντρο έχει μια ρίζα δεν το εμποδίζει να έχει πολλά κλαδιά – ούτε εμποδίζει τα κλαδιά να καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη ρίζα.
Καθώς τα ένστικτα χάνουν στον άνθρωπο την ειδοποιό τους εντόπιση και λειτουργία, χαλαρώνουν, απλώνουν και συμφύρονται. Εκεί όπου είχαμε χωριστά ερείσματα και λειτουργίες, τώρα έχουμε έναν ανάκατο χυλό, μια κυμαινόμενη ενέργεια. Μόνο αυτός ο χυλός μπορεί να έχει πλαστικότητα και γι” αυτό μπορεί να πλάθεται εκ των έξω από τη μορφοποιό δύναμη του πολιτισμού. Όμως η απώλεια της ειδοποιού αναφοράς δεν σημαίνει καθόλου μείωση της έντασης της ψυχικής ενέργειας. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Ο πολιτισμός καλείται τώρα να δώσει μορφή με μια μεγαλύτερη ένταση, και γι” αυτό είναι προγραμματισμένη η σύγκρουση μεταξύ κανόνα και ψυχής.
Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς το ζώο που δημιουργεί σύμβολα. Είναι το ζώο που κάνει τα σύμβολα μέρος του πραγματικού του περιβάλλοντος και που συμπεριφέρεται απέναντι τους όπως και απέναντι στα υπόλοιπα μέρη του πραγματικού περιβάλλοντος. Ήτοι: στη συμπεριφορά αυτή συμμετέχει ολόκληρος, με τους μηχανισμούς που κινούν οι ασύνειδες ενορμήσεις του. Μόνο γι” αυτόν το λόγο μπορούν οι υποθέσεις του πνεύματος να γίνουν υποθέσεις ζωής και θανάτου.
Εάν δεν υπήρχαν τα μικρά κβάντα της ισχύος, η κοινωνία δεν θα γνώριζε ούτε τα μεγάλα – έστω και αν η μετάβαση από τα πρώτα στα δεύτερα δεν γίνεται γραμμικά. Μικρά κβάντα είναι ακόμα και όσα μου επιτρέπουν να κινούμαι και να ενεργώ, καταρχήν χωρίς αναγκαία σύνδεση με άλλους. Η δυνατότητα μου για κίνηση και ενέργεια με φέρνει σε επαφή -άρα ενδεχομένως και σε σύγκρουση- με άλλους.
Ακόμα και η πλήρης ταύτιση της οικείας συμπεριφοράς με τη συμπεριφορά ενός άλλου αποσκοπεί στην ενίσχυση του εγώ και της αυτοπεποίθησης. Γιατί αυτός ο άλλος κατά κανόνα είναι μεγαλύτερος και ισχυρότερος, αυτές τις ιδιότητες θέλει να πάρει το παιδί όταν ταυτίζεται μαζί του.
Σε σχέση με τους ιστορικούς ιδεότυπους («καπιταλισμός»), στους οποίους κρυσταλλώνεται η συλλογική πράξη, πρέπει να επισημανθεί η εξής οπτική απάτη: μολονότι οι τύποι αυτοί γεννιούνται ιστορικά από την ετερογονία των σκοπών, ωστόσο η καθαρότητα τους υποβάλλει την εντύπωση ότι βγήκαν από μια καθαρά ορθολογική σκοποθεσία ως προς αυτόν το σκοπό, ότι δηλαδή η πράξη που τους δημιούργησε είχε (υποκειμενικά) αυτό το νόημα. Όμως αυτό το νόημα το έχουν μόνον αντικειμενικά (σκοπιά του παρατηρητή, ο οποίος τώρα κινδυνεύει να θεωρήσει ως υποκειμενικό νόημα ό,τι υφίσταται ως ιστορικό μόρφωμα). Στο επίπεδο της ετερογονίας η οπτική απάτη είναι αναπόφευκτη αν αυτή η ορθολογική σκοποθεσία νοηθεί ευθύγραμμα.
Αν δεχτούμε έναν ορθολογισμό της ταυτότητας ίσως ξεφεύγουμε από τον φαύλο κύκλο εγωισμού-αλτρουισμού: μπορώ να συνδέσω την ταυτότητα μου με τη διάπραξη αλτρουιστικών πράξεων. Η ταυτότητα βρίσκεται καθ” αυτή πάνω από το εννοιολογικό ζεύγος. Ήτοι μπορεί να είναι εγωιστική ή αλτρουιστική. Αλλά και στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει ένα εγώ προκειμένου να είναι αλτρουιστικό. Δεν υπάρχει αλτρουισμός που να μην έχει φορέα του ένα εγώ, το οποίο κατά τη διάπραξη μιας αλτρουιστικής πράξεως αισθάνεται πλήρωση.
Αλτρουισμός χωρίς υπαρξιακή πλήρωση, δηλαδή συνοδευόμενος από αποστροφή, δεν είναι παρά εξαναγκασμός του εγώ, άρα όχι αλτρουισμός.
Στη συμπεριφορά των άλλων ο εαυτός βλέπει τι του είναι χρήσιμο. Ακόμα και αν πρόκειται να στραφεί εναντίον άλλων, πρέπει να υιοθετήσει ουσιώδη μέρη της συμπεριφοράς τους (αρχίζοντας από τη γλώσσα) προκειμένου να αποκτήσει τη δυνατότητα να κινηθεί κοινωνικά. Πρέπει να κοινωνικοποιηθεί για να επιτύχει τους ατομικούς του σκοπούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου