Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Η ανθρωπότητα ως ολότητα

Δυστυχώς η ανθρωπότητα αγνόησε και αγνοεί εντελώς τα λόγια του Πλάτωνα :
«Αθηναίος : Και ποιος δικαστής θα ήταν καλύτερος ;Εκείνος που θα θανάτωνε τα κακά αδέλφια και θα άφηνε να τα βέλτιστα να εξουσιάζουν ή εκείνος που θα έδινε την εξουσία στους χρηστούς αλλά θα άφηνε τους χείρους να ζήσουν κάτω από την εξουσία των βέλτιστους ; Θα μπορούσαμε μάλιστα να βρούμε και τρίτο δικαστή, κάποιον που θα πλησίαζε τη διαιρεμένη οικογένεια και, χωρίς να σκοτώσει κανέναν, θα φρόντιζε να συμφιλιώσει τα μέλη της και να τους δώσει νόμους που θα εξασφάλιζαν την ειρήνη μεταξύ τους.
Κλεινίας : Ναι, αυτός ο νομοθέτης και δικαστής θα ήταν αναμφισβήτητα προτιμότερος.
Αθ. : θεσπίζοντας όμως τους νόμους θα απέβλεπε στην ειρήνη και όχι στον πόλεμο.
Κλ.: Ορθά.
ΑΘ. : Τι να πούμε τότε για τον άνθρωπο που οργανώνει ολόκληρη την πόλη ; Όταν κανονίζει τη συμπεριφορά των μελών της θα δώσει περισσότερη σημασία στον εξωτερικό ή στον εσωτερικό πόλεμο, που ονομάζεται στάσις(εμφύλιος πόλεμος) ; Αυτός είναι, θεωρώ, το τελευταίο πράγμα που θα ευχόταν κανένα για την πατρίδα του. Κι αν μάλιστα ξεσπάσει ποτέ, όλοι θέλουν να σταματήσει το ταχύτερο.
Κλ. : Αφαλώς θα δώσει μεγαλύτερη προσοχή στο δεύτερο.
ΑΘ. : Στην περίπτωση της στάσεως(εμφυλίου πολέμου) όμως, μπορεί να συμβεί ένα από τα δύο. Να νικήσει η μία πλευρά εξοντώνοντας την άλλη ή να επικρατήσει γρήγορα η ειρήνη και η φιλία μετά από διαπραγματεύσεις. Ποιο από τα δύο θα προτιμούσες, αν υποθέσουμε ότι η πόλη πρέπει να έχει στραμμένη την προσοχή της σε εξωτερικούς εχθρούς ;
Κλ. : Όλοι θα προτιμούσαν τη δεύτερη λύση για την πατρίδα τους.
ΑΘ. : Δεν θα είχε, λοιπόν, και ο νομοθέτης τις ίδιες απόψεις :
Κλ. : Ασφαλώς.
ΑΘ. : κάθε νομοθέτης δεν αποβλέπει στο άριστο όταν νομοθετεί ;
Κλ. : Σίγουρα.
ΑΘ. : Το άριστο, συνεπώς, δεν είναι ο ούτε ο πόλεμος ούτε η στάσις(εμφύλιος πόλεμος) – και μακάρι να μη χρειαστεί ποτέ να καταφύγουμε σε αυτά – αλλά η ειρήνη και η φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι θα έλεγε ότι η νίκη μιας πόλεως πάνω στον εαυτό της δεν είναι απλά κάτι άριστο αλλά απόλυτα αναγκαίο. Μοιάζει με τον άρρωστο που, αφού πήρε τα φάρμακα του ιατρού, βρίσκεται τώρα στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με κάποιον που δεν χρειάστηκε την ιατρική βοήθεια. Παρόμοια, οποιοσδήποτε έχει τέτοιες αντιλήψεις για την ευδαιμονία μιας πόλεως ή ακόμα και ενός ατόμου, δεν θα γίνει ποτέ άξιος πολιτικός και ακριβής νομοθέτης, αν οι νόμοι του αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνο στον πόλεμο αντί στην εδραίωση της ειρήνης.»[1]
 
Εξ ου και τα περίφημα λόγια του ποιητή Θεόγνη, πολίτη των εν Σικελία Μεγαρέων:
«Όποιος μένει πιστός, Κύρνε, μέσα στην φονική διχοστασία, αξίζει το βάρος του σε χρυσό και ασήμι».[2]
 
Μάλιστα σχετικά με τα λόγια του Θεόγνη ο Πλάτων λέγει πως :
«Κατά την γνώμη μας εκείνος που μετέχει σε ένα τόσο σκληρό πόλεμο είναι πολύ ανώτερος από τους άλλους, στον ίδιο βαθμό που ο συνδυασμός δικαιοσύνης, σωφροσύνης, φρόνησης και ανδρείας είναι πολύ ανώτερος από την ανδρεία μόνη της. Σε μια στάση(εμφύλιο πόλεμο) κανένας δεν μπορεί να μένει δίκαιος και πιστός χωρίς αυτές τις αρετές».[3]
 
Σχολιάζοντας δε ο Πρόκλος τα λόγια του Πλάτωνα μας λέγει πως :
«ο Πλάτων αποδέχεται τον Θεόγνη ως μετέχοντα στην πολιτική επιστήμη και στην αρετή, την οποία ονόμασε πιστότητα, ηγεμόνα και σύμβουλο.»[4]
 
Ξέχασε η ανθρωπότητα τα λόγια και του Πλουτάρχου του Χαιρωνεύς, του διατελέσαντος ιερέας στο(ν) εν Δελφοίς ναό & μαντείο του Απόλλωνα :
«Από τη Φύση δεν υπάρχει πατρίδα, καθώς ούτε σπίτι, ούτε αγρός, ούτε χαλκουργείο, όπως έλεγε ο Αρίστων, ούτε ιατρείο, αλλά γίνεται ή καλύτερα ονομάζεται και αποκαλείται, το καθένα τους σε σχέση με αυτό που το κατοικεί και το χρησιμοποιεί. Ο άνθρωπος, όπως λέει ο Πλάτων (“Τίμαιος”, 90.a.6), “δεν είναι φυτό της γης”, ούτε ακίνητο, “αλλά ουράνιο”, όπου σαν άλλη ρίζα η κεφαλή κρατάει το σώμα όρθιο, στραμμένο προς τον ουρανό. Επομένως, εύστοχα είπε ο Ηρακλής : “Αργείος ή Θηβαίος αφού δεν καυχιέμαι για μία (δηλαδή για κάποια πόλη που ανήκει)∙ κάθε πύργος Ελλήνων είναι για μένα πατρίδα”. Ο Σωκράτης το είπε ακόμη πιο εύστοχα, λέγοντας πως δεν είναι Αθηναίος, ούτε Έλλην, αλλά Κόσμιος (του Κόσμου), όπως θα έλεγε κανείς ότι είναι Ρόδιος ή Κορίνθιος, επειδή δεν θέλησε να κλειστεί μέσα στα όριο του Σουνίου, του Ταινάρου και των Κεραυνίων. “Βλέπεις εκεί ψηλά τον άπειρο αιθέρα, και τη γη έχει πέριξ στις υγρές του αγκάλες” τούτα είναι τα όρια της πατρίδας μας και κανείς εντός τους δεν είναι φυγάς, ξένος ή αλλοδαπός, όπου υπάρχει το ίδιο πυρ, ύδωρ, αήρ, οι ίδιοι άρχοντες, διοικητές, πρυτάνεις, ο ήλιος, η σελήνη, ο φωσφόρος. Οι ίδιοι νόμοι για όλους, ένα το πρόσταγμα και μία η ηγεμονία, οι βόρειες τροπές (χειμερινό ηλιοστάσιο) οι νότιες τροπές (θερινό ηλιοστάσιο), οι ισημερίες, οι Πλειάδες, ο Αρκτούρος, οι ώρες της σποράς και οι ώρες του φυτεύματος. Ένας ο Βασιλιάς και Άρχων∙ “ο Θεός που είναι αρχή και μέση και τέλος του σύμπαντος, που το διατρέχει από τη φύση του απ’ άκρου εις άκρον σε όλη του την έκτασή του. Τον ακολουθεί από πίσω του η Δίκη, η τιμωρός όσων παραβαίνουν τον Θείο Νόμο” (Πλάτων “Νόμοι, 716.Α”) τον οποίο εφαρμόζουμε όλοι εμείς οι άνθρωποι από τη φύση μας προς όλους τους ανθρώπους σαν να ήταν συμπολίτες μας.»[5]
 
Άλλωστε – κατά πως λέγει ο Πρόκλος :
«Η σταθερή και αΐδιος “ευγένεια”[6] των ψυχών εξαρτάται από τους θεούς περί τους οποίους εσπάρησαν και από τις θεϊκές δυνάμεις υπό τις οποίες ετάχθησαν. Διότι ευγενέστερες είναι αυτές που ακολουθούν τους υψηλότερους θεούς και όσες συνδέονται με τις μεγαλύτερες δυνάμεις κατά την δια κλήρου διανομή μέσα στο σύμπαν. Το ίδιο λέω και για τις πόλεις. Διότι η διαφορά ως προς τους κλήρους αρχίζει από ψηλά και φτάνει μέχρι τις ψυχές. Λέμε λοιπόν ότι άλλοι κλήροι είναι οι εμπύριοι, άλλοι οι αιθέριοι, άλλοι οι ουράνιοι, άλλοι των χθόνιων θεών, και ότι από τις ψυχές άλλες είναι της Ηλιακής σφαίρας, άλλες της Ερμαϊκής σφαίρας, άλλες της Σεληνιακής. Η τοιαύτη κατά τόπους διακλήρωση των ψυχών όντως είναι άξια φρονήματος, ενώ η “ες τς παρ μν πλεις κα τος ν γ τπους ποβλπουσα δικρισις τοπς στι κα χαυντητος ατα τας ψυχας».[7]
 
Ξέχασε η ανθρωπότητα την διδασκαλία των θεώτατων φιλοσόφων & ιερέων Πυθαγόρα και Πλάτωνα:
«Οι Πυθαγόρειοι έλεγαν ότι τα πάντα γεννιούνται από τους πρώτους και ηγετικούς αριθμούς και ότι όλα τα εγκόσμια λαμβάνουν υπόσταση από τους τρείς Θεούς. Ένδειξη αυτών των Θεών περιέχουν η μονάδα, η δυάδα και η τριάδα, ώστε πρέπει να ξεκινήσει από αυτές και να έχει τον νου του σε αυτές όποιος πρόκειται να γίνει μελετητής της Φύσης. Επιπλέων, τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων έχουν μελετηθεί και από άλλους, όμως το τελικό, το υποδειγματικό και το δημιουργικό αίτιο έχουν εξεταστεί ειδικά από εκείνους. Αυτά, λοιπόν, τα αίτια δηλώνονται με τους εν λόγω αριθμούς. Το τελικό με την μονάδα, γιατί είναι επικεφαλής των αριθμών, στη θέση του Αγαθού. Το υποδειγματικό με τη δυάδα, γιατί η ετερότητα των όντων διαχώρισε τις πρωταρχικές αιτίες των πάντων. Επιπλέον, η δυάδα είναι αρχή της τετράδας των νοητών υποδειγμάτων. Το δημιουργικό, τέλος, αίτιο δηλώνεται με την τριάδα. Γιατί ο νους ταιριάζει στην τριάδα, καθώς είναι τρίτος από το όντως ΟΝ με ενδιάμεση την ζωή, ή τρίτος από τον πατέρα με ενδιάμεση την δύναμη, ή τρίτος από το νοητό με ενδιάμεση την νόηση. Γιατί όποια σχέση έχει η μονάδα προς την δυάδα, την ίδια σχέση έχει το όντως ΟΝ προς την ζωή, ο πατέρας προς την δύναμη, και το νοητό προς την νόηση. Και όποια σχέση έχει η δυάδα προς την τριάδα, την ίδια σχέση έχει η ζωή, η δύναμη και η νόηση προς τον νου. Επιπλέον όλα τα θεία υπάρχουν σε όλα τα θεία και είναι ενωμένα μεταξύ τους, ώστε να είναι και όλοι οι θεοί μέσα σε έναν και καθένας τους μέσα σε όλους και να συγκρατούνται με την θεία φιλία. Και ο Σφαίρος που υπάρχει εκεί περιέχει την μία ένωση των θεών. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Σωκράτης, έχοντας κατά νου το θείο, κάνει αρχή από την κοινωνία και την ομόνοια και σε αυτήν καλεί και τους άλλους. Έξαλλου, και η παράθεση γεύματος και η συμμετοχή σε γεύμα είναι λέξεις που ταιριάζουν στους Θεούς, και εξίσου στους εγκόσμιους θεούς. Γιατί ανεβαίνουν μαζί με τους ανεξάρτητους θεούς σε “σε γεύμα και γιορτή”, όπως λέει ο Σωκράτης στον “Φαίδρο, 247.a”, και το τραπέζι την ημέρα της γεννήσεως της Αφροδίτης παρατίθεται από τον “μεγάλο” Ζευς. Ανάλογα, λοιπόν, ζητά και ο Σωκράτης να συμβαίνουν ανάμεσα και στα μέλη της παρέας του και να κοινωνήσουν μεταξύ τους τις περί τα θεία νοήσεις. Και δεν είναι καθόλου περίεργο που ο Τίμαιος και φιλοξενεί τους άλλους και φιλοξενείται από αυτούς, επειδή και από τους θεολόγους έχουν εξυμνηθεί μεταδόσεις και ανταλλαγές των δυνάμεων, καθώς τα θεία συμπληρώνουν το ένα το άλλο και συμπληρώνονται το ένα από το άλλο. Έτσι και από τους Φοιβόληπτους ποιητές ακούσαμε ότι οι θεοί φιλεύουν αλλήλους με τις νοητικές ενέργειές τους ή με τις προνοητικές πράξεις τους στο σύμπαν : “εκείνοι με χρυσά κύπελλα ο ένας τον άλλον χαιρετούσαν, κοιτάζοντας την πόλη των Τρώων”. Αν, μάλιστα, γνωρίζουν και νοούν ο ένας τον άλλον, “γιατί οι θεοί δεν είναι άγνωστοι ο ένας στον άλλον”, και αν το νοητό είναι τροφή του νοητικού, σύμφωνα με τον χρησμό, είναι φανερό ότι και η ανταλλαγή φιλοξενίας υπάρχει πρώτα στους θεούς και οι σοφότεροι άνθρωποι, μιμούμενοι και σε αυτό τους θεούς, μεταδίδουν ο ένας στον άλλο γενναιόδωρα τις νοήσεις τους.»[8]
 
Εξ ου και οι Πυθαγόρειοι μιμούμενοι τους Θεούς :
  • «πρέσβευαν την φυσική επικοινωνία, την επικοινωνία των φυσικών όντων, τόσο εν τη γενέσει, με βάση την οποία όλα καθίστανται ρητά και συμμετρικά μεταξύ τους, όσο και την εν τοις ουρανίοις. Γιατί και εκείνα μεταδίδουν το ένα στο άλλο τις δυνάμεις τους.»[9] Εξ ου και σχολιάζοντας τα λόγια του Σωκράτης του “Τίμαιου, 17.a” που λέγει : «Φυσικά, και κατά δύναμη δε θα παραλείψουμε τίποτα. Γιατί δεν θα ήταν δίκαιο, ενώ χτές φιλευτήκαμε από εσένα με όσα φιλέματα ήταν πρέπον, να μη σου ανταποδώσουμε τη φιλοξενία με προθυμία εμείς οι υπόλοιποι», ο Πρόκλος εξηγεί πως : «Φυσικά διδάγματα που πρέπει να πάρουμε από αυτό το χωρίο είναι τα εξής : πρώτον, η ανταπόδοση των λόγων αποτελεί εικόνα της επικοινωνίας και της ανταλλαγής των δυνάμεων στα έργα της Φύσης. Λόγω της ανταλλαγής αυτής όλα έχουν συμπαραταχτεί και συντελούν στην μία αρμονία του σύμπαντος. Δεύτερον, οι ενέργειες της Φύσης εναλλάσσονται, καθώς κάθε φορά το ένα ή το άλλο αίτιο προκαλεί το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα. Με αυτό μοιάζει η ανταπόδοση της φιλοξενίας στον χτεσινό οικοδεσπότη. Θεολογικά δόγματα είναι τα εξής : το δημιουργικό αίτιο προχωρά μέσα από όλα και συμπληρώνει τα πάντα και αποκόπτει κάθε έλλειψη με τη δύναμή του και την γόνιμη αφθονία του, με βάση την οποία δεν αφήνει τίποτα στερημένο από τον εαυτό του. Γιατί χαρακτηρίζεται από υπερπληρότητα, επάρκεια και πλήρη τελειότητα. Αλλά και η ανταπόδοση της φιλοξενίας είναι παρμένη από την φιλοξενία των μύθων για τους θεούς, με βάση την οποία οι θεοί χαιρετούν ο ένας τον άλλον, “εκείνοι με χρυσά κύπελλα ο ένας τον άλλον χαιρετούσαν” λέγει ο Όμηρος στην “Ιλιάδα, Δ’ 4”. Μάλιστα πληρούνται με νέκταρ κοντά στον μέγιστο Ζευς. Και δεν έχει ειπωθεί απλά “να σου αντιδώσουμε τη φιλοξενία (ἀνθεστιᾶν)” αλλά να “να σου ανταποδώσουμε τη φιλοξενία (ἀνταφεστιᾶν)”. γιατί το “αποδίδω” συμπεριλαμβάνει την ολοκληρωτική αποπληρωμή της φιλοξενίας. Αυτό παρατηρείται και στα καθολικότερα όντα. Γιατί και οι φαινόμενες διακοσμήσεις (=Κόσμοι) με την κορυφαία καταλληλότητά τους προσκαλούν τις αφανείς δυνάμεις, και εκείνες λόγω της αφθονίας της αγαθότητά τους τις/τους τελειοποιούν και αυτές/αυτούς, και συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους και η μετάδοση της τελειότητας γίνεται ανταπόδοση της πρόσκλησης. Επιπλέον, η πραγματοποίηση όλων αυτών σύμφωνα με το “δίκαιο” αποτελεί εικόνα της Δίκης/Δικαιοσύνης που μαζί με τον Ζευς τακτοποιεί τα πάντα, το δε “πρέπον” αποτελεί εικόνα της αιτίας που φωτίζει το σύμπαν με το κάλλος του δημιουργού, και τα “φιλέματα” είναι εικόνα της ανταλλαγής που είναι καθορισμένη σύμφωνα με τις θείες ιδιότητες. Γιατί καθένα θείο έχει δικές του δυνάμεις και ενέργειες. Όπως ακριβώς, λοιπόν, ο Σωκράτης φίλεψε τον Τίμαιο με τους λόγους της φιλοσοφίας του, έτσι και ο καθένας από τους θεούς ενεργώντας με βάση τις δικές του δυνάμεις συντελεί στη μια και ανώτερη πρόνοια του δημιουργού για το σύμπαν.»[10]
  • «έθεταν την Φιλία και την ομονοητική[11] ζωή ως σκοπό ολόκληρης της φιλοσοφίας τους.»[12], εξ ου και «αυτή ο Σωκράτης στον “Τίμαιο” την έχει προβάλει πριν από όλα αποκαλώντας τον Τίμαιο φίλο.»[13] Αλλά και ο Πλάτων στους “Νόμους” λέγει ότι : «Θα βρούμε λοιπόν την πρώτη (καλύτερη) πόλη, πολιτεία (πολίτευμα), και νόμους εκεί που ισχύει το παλιό γνωμικό το οποίο λέει ότι τα αγαθά των φίλων είναι κοινά. Δεν ξέρω βέβαια αν υπάρχει ή θα υπάρξει κάποτε μια κοινωνία, όπου τα πάντα θα ανήκουν σε όλους – κοινές γυναίκες, κοινά παιδιά και αγαθά αλλά σε μία τέτοια πόλη η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας θα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά. Τα πάντα θα είναι στην διάθεση όλων, ακόμα και εκείνα που από την φύση τους αποτελούν ιδιοκτησία κάθε ανθρώπου, όπως τα όμματα ή τα ώτα ή τα χέρια, με την έννοια ότι όλοι οι πολίτες βλέπουν, ακούνε και ενεργούν από κοινού επιβάλλουν τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα στην πόλη και είναι οι καλύτεροι που μπορούν να υπάρξουν. Σε μια τέτοια πόλη κατοικούν είτε Θεοί είτε παίδες θεών και η ζωή όλων όσων έχουν τέτοιους νόμους είναι στ’ αλήθεια ευφραινόμενοι. Επομένως, δεν χρειάζεται να ψάξουμε αλλού για να βρούμε πιο υποδειγματικό πολίτευμα από αυτό. Αν πραγματοποιηθούν όσα είπαμε, θα το κάνουν αθάνατο και δεύτερο σε αξία.»[14] Άλλωστε : «η τελειότητα επέρχεται στις ψυχές μέσω της φιλίας και της (επι)κοινωνίας με τα ενάρετα ήθη, πράγμα που φρόντιζαν ιδιαιτέρως οι Πυθαγόρειοι, κάνοντας σκοπό της ζωής τους την καθαρότατη φιλία.»[15] Μιας και «η αληθινή φιλία είναι χαρακτηριστικό των ίδιων των Θεών και των ανώτερων από εμάς γενών, και φτάνει στις αγαθές ψυχές.»[16] Όμως «Οφείλουμε να ξέρουμε ότι η φιλία είναι μεν πράγμα σεβαστό και πολύτιμο, χρειάζεται όμως ζωή πρέπουσα στους θεούς και νοητική. Διότι για πρώτη φορά έλαβε υπόσταση μεταξύ των Θεών με τη νοητική ζωή και τον, κατά Εμπεδοκλή, νοητό θεό, τον οποίο εκείνος αποκαλεί συνήθως “Σφαίρο”.»[17] Αλλά και ο Πρόκλος λέγει ότι : «Τελικός σκοπός της άριστης πολιτείας είναι η ένωση, όπως βέβαια και της συστάσεως του Κόσμου, και πριν από τον Κόσμο τούτο το Ένα. Διότι η ομοιότητα ανήκει στην συστοιχία του Ενός. Εξ ου και όλα τα στοιχεία που λαμβάνουν την πρόοδό τους παράγονται μέσω της ομοιότητας από τα οικεία του αίτια, και όλα όσα επιστρέφουν προς τις αρχές επιστρέφουν μέσω της ομοιότητας λόγω του πόθου τους για το Ένα. Διότι αυτό που δεν μπόρεσε να παραμείνει στο Ένα αποδέχεται το όμοιο ως συγγενικό προς το Ένα. Η αρμονία επίσης και ο ρυθμός, των οποίων προΐστανται οι Μούσες, έχουν την ύπαρξή τους μέσα από την ομοιότητα. Για τούτο βέβαια δεν δημιουργούν όλοι οι λόγοι ρυθμούς ή αρμονίες, αλλά αυτοί της ομοιότητας επιμόριοι και πολλαπλάσιοι. Οι πολυσχιδής και πολυσύνθετος χαρακτήρας των άλλων λόγων είναι ξένος προς τους μουσικούς λόγους. Σε αλληλουχία λοιπόν προς τις δικές τους ενέργειες και προς τα δώρα που προσφέρουν στον Κόσμο, οι Μούσες ανήγαγαν τη διχοστασία στην ανομοιότητα και την φιλία στην ομοιότητα της ζωής. Και ο ίδιος άλλωστε ο ιερός αριθμός των Μουσών ανήκει στη φύση της ταυτότητας και της ομοιότητας, διότι είναι τετράγωνος παραγόμενος από τον πρώτο περιττό και τέλειο, που προσδιορίζεται από τρείς τριάδες, και δεν είναι μόνο τέλειος, αλλά τέλειος ως προς όλες τις αναφορές του, συνδεδεμένος με τη μονάδα από την οποία προήλθε και σπεύδοντας και αυτός να είναι ένα καινούριο ένα.»[18]
  • «θεωρούσαν ότι οι συμφωνίες, τις οποίες έκαναν ανάμεσά τους, έπρεπε να παραμένουν σε αυτούς σταθερές.»[19] : εξ ου και ο Σωκράτης στην αρχή του “Τίμαιου” αναζητά και ρωτά που είναι το τέταρτο πρόσωπο που υπήρχε στην συνάντηση της “Πολιτείας”.
  • «Ασπάζονταν την κοινοκτημοσύνη στις ανακαλύψεις των δογμάτων και τα συγγράμματα του ενός Πυθαγορείου ήταν κοινά όλων τους.»[20] : «Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Σωκράτης, στον “Τίμαιο” καλώντας τους ίδιους να γίνουν διαιτυμόνες και εστιάτορες, πληρούντες και πληρομενους, διδάσκοντες και μανθάνοντες.»[21] : Και βέβαια «ο Πλάτων μέσω της ίδιας της μίμησης των τέλειων ανδρών μας σκιαγραφεί τα πρότυπα των καθηκόντων, πρότυπα που έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση από αυτά που εμπεριέχονται σε ξερούς κανόνες. Γιατί η μίμηση διαμορφώνει τη ζωή των ακροατών σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του αντικειμένου της. Με αυτά, λοιπόν, δηλώνει με το τι θα χορτάσει ο φιλόσοφος. Με την ακρόαση των λόγων και ποιο θα θεωρήσει ότι είναι το αληθινό γεύμα. Όχι αυτό που έχουν πιστέψει οι περισσότεροι – γιατί αυτό είναι ζωώδες -, αλλά αυτό που χορταίνει τον άνθρωπο που έχουμε μέσα μας. Για αυτό και χρησιμοποιείται συχνά από τον Πλάτωνα το ρήμα “φιλεύω” για τα λόγια. “Ή μήπως είναι φανερό ότι ο Λυσίας σας φίλεψε με λόγια” (βλ. “Φαίδρος, 227.b”) και “Μόνο εσείς οι δυο φιλευτείτε και σε εμάς μην δώσετε” (βλ. Λυσίας, 211.c”)».[22]
Τελειώνοντας την παρούσα μελέτη θα παραθέσουμε τα λόγια του Πλάτωνα που – ακολουθώντας πιστά και ακλόνητα τους εκ του Διός εγγεγραμμένους στη ουσία της ψυχής ειμάρμενους νόμους – λέγει αφενός πως :
«”Ποια πράξη όμως είναι αρεστή στο θεό και σύμφωνη με την θέλησή του ;; Υπάρχει μόνο μία, που την εκφράζει το παλιό ρητό : στο όμοιο αρέσει το όμοιο που τηρεί το μέτρο. Τα υπερβολικά δεν είναι αρεστά ούτε μεταξύ τους ούτε σε εκείνα που έχουν μέτρο. Κατά την άποψή μας, ο θεός είναι το βασικό μέτρο των πραγμάτων, πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο όπως υποστηρίζουν μερικοί. Αν θέλει λοιπόν κανείς να γίνει προσφιλής στον θεό πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να του μοιάσει. Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, όποιος είναι συνετός θα έχει την φιλία του θεού – αφού θα του μοιάζει – ενώ ο μη σώφρων και άδικος, ως εντελώς διαφορετικός από τον θεό, θα είναι εχθρός του. Το ίδιο ισχύει  και για όλα τα άλλα. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι λογική συνέπεια του συλλογισμού αυτού είναι το εξής δίδαγμα, που το θεωρώ κάλλιστο και αληθέστατο από όλα τα άλλα. Για τον αγαθό άνθρωπο, το κάλλιστο και άριστο μέσο για να ζήσει ευδαίμονα βίο είναι να θύειν στους θεούς και να προσομιλεί αεί μαζί τους με την ευχή, τα αναθήματα και την θεραπεία.  Για τον κακό άνθρωπο είναι φυσικό να συμβαίνει το αντίθετο, αφού έχει ακάθαρτη ψυχή. Τόσο ο θεός όσο και ο αγαθός άνθρωπος δεν είναι σωστό να δέχονται δώρα από βρώμικα χέρια – κάτι που σημαίνει ότι ο κόπος που καταβάλλουν οι ασεβείς για να αποκτήσουν την εύνοια των θεών πάει χαμένος, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τις προσπάθειες των ενάρετων. Αυτός λοιπόν πρέπει να είναι ο στόχος μας. Ποια όμως είναι τα βέλη μας και τα μηχανήματα με τα οποία θα τα εκτοξεύσουμε ;; Ας πούμε πως αυτά είναι τα όπλα μας, πρώτο και καλύτερο θεωρείται η απόδοση τιμών στους Ολύμπιους θεούς που έχουν την πόλη και μετά στους χθόνιους θεούς. Στους πρώτους κατά τον σκοπό της ευσέβειας πρέπει ορθότατα να προσφέρονται τα άρτια και τα δεξιά, ενώ στους δεύτερους τα περιττά και αριστερά. Στην συνέχεια ο έμφρων οργιασθείς θα αποδώσει τιμές στους Δαίμονες και στους Ήρωες. Έπειτα στα ιδρύματα των πατρώων Θεών – όπως προστάζει ο νόμος – και τέλος στους ζωντανούς γονείς, αφού είναι σωστό και δίκαιο να πληρώνει κανείς πρώτα τα πιο σημαντικά χρέη του  και στην συνέχεια τα υπόλοιπα. Πρέπει να θεωρεί ότι όλα όσα απέκτησε και διαθέτει τα χρωστά σε εκείνους που τον γέννησαν και τον μεγάλωσαν, ώστε να τα χρησιμοποιεί πρόθυμα για την εξυπηρέτησή τους. Πρέπει να τους βοηθά με την περιουσία του, με τη σωματική του δύναμη και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους. Έτσι ξεπληρώνει τις φροντίδες και τους κόπους που κατέβαλαν για αυτόν, το δάνειο δηλ. που του έδωσαν όταν ήταν νέος, το οποίο έχουν μεγάλη ανάγκη στα γεράματά τους. Σε όλη του τη ζωή ο άνθρωπος οφείλει να μιλά με ευδημία στους γονείς του, γιατί τα άστοχα και επιπόλαια λόγια τιμωρούνται αυστηρά. Όλες οι πράξεις μας παρακολουθούνται εκ της Νεμέσεως, αγγέλου της Δίκης. Αν οι γονείς οργιστούν, ο νέος πρέπει να υποχωρεί και να τους αφήνει να ξεσπάσουν με λόγια ή με έργα, χωρίς να τους κρατά κακία. Πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι είναι φυσικό να θυμώνει ένας πατέρας όταν θεωρεί ότι το παιδί τον αδικεί. Κι όταν πεθάνουν οι γονείς μας, πρέπει να τους κάνουμε την σωφρονέστατη και καλλίστη ταφή, χωρίς να ξεπερνάμε τα όρια αλλά και χωρίς να υστερούμε σε όσα έφτιαχναν οι πρόγονοί μας για τους δικούς τους γονείς. Κάθε έτος οφείλουμε να τιμάμε την διαιώνιση της μνήμη τους και να τους προσφέρουμε το μερίδιο που τους ανήκει από τα αγαθά που διαθέτουμε. Αν το κάνουμε αυτό και ζήσουμε συμφώνως με τους κανόνες που αναφέραμε, καθένας μας θα πάρει την αμοιβή που του αξίζει από τους θεούς και από τοα κρείττονα γένη, έτσι ώστε να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ευτυχισμένος”. Οι νόμοι καθόρισαν επίσης τις υποχρεώσεις μας προς τα τέκνα, τους συγγενείς, τους φίλους και τους συμπολίτες μας αλλά και τα ξενικά προς θεών θεραπεύματα. Όρισαν επίσης τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να φερόμαστε σε κάθε κατηγορία αυτών των ανθρώπων, αν θέλουμε να ζήσουμε μια όμορφη ζωή χωρίς να παραβαίνουμε τον νόμο, αλλά πείθοντας και άλλοτε τιμωρώντας εκείνους που δεν θέλουν να συμμορφωθούν, ώστε η πόλη μας να γίνει εύδαιμον και μακαρία με την βοήθεια των θεών».[23]
 
Αφετέρου ότι :
«Αν ένας άνθρωπος τιμά και σέβεται τους συγγενείς του, που έχουν το ίδιο αίμα και λατρεύουν τους ίδιους θεούς, αυτός είναι λογικό να ελπίζει ότι οι γενέθλιοι θεοί θα είναι εύνους στην των παιδιών του σπορά. Επίσης θα κερδίσει την ευμένεια των Θεών αν θεωρεί τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι φίλοι και οι εταίροι πολύ ανώτερες από όσο τις θεωρούν οι ίδιοι και, αντίθετα, αν θεωρεί ότι οι δικές του υπηρεσίες προς εκείνους είναι πολύ πιο μικρές. Σχετικά με την πόλη και τους συμπολίτες του, άριστος είναι ο άνθρωπος, που, αντί να επιδιώκει τη διάκριση στην Ολυμπία και στους άλλους αγώνες, ειρηνικούς και πολεμικούς, προτιμά να έχει φήμη ότι υπακούει στους νόμους της πατρίδας του υπηρετώντας τους όλη τους τη ζωή με μεγαλύτερη αφοσίωση από οποιονδήποτε άλλο. Όσο για τις σχέσεις με τους ξένους, πρέπει να θεωρεί να θεωρεί τα συμβόλαιο αγιότατα. Όλα σχεδόν τα αμαρτήματα προς τους ξένους, που βρίσκονται κάτω από την προστασία των Θεών, προκαλούν πολύ αυστηρές τιμωρίες από εκείνες που επιβάλλονται σε αδικήματα προς συμπολίτες μας. Ο ξένος όντας έρημος εταίρων και συγγενών είναι ελεεινότερος(συμπαθέστερος) σε Θεούς και ανθρώπους. Έτσι, αυτός που μπορεί να βοηθήσει στην τιμωρία των ενόχων το κάνει με μεγαλύτερη προθυμία. Και φυσικά, περισσότερο από όλους μπορεί να επιβάλει τιμωρίες ο των ξένων προστάτης θεός ή δαίμονα, που ακολουθεί τον Ζεύς τον ξένιο. Μεγάλη λοιπόν ευλάβεια και προμήθεια για όποιο σκέφτεται το μέλλον το να πορευτεί προς το τέλος της ζωής του δίχως να έχει αδικήσει κάποιον ξένο. Το μέγιστο αμάρτημα, πάνω και από τα σε ξένους και συμπολίτες, είναι προς τους ικέτες. Ο θεός, τον οποίο επικαλείται ο ικέτης για την εκτέλεση των υποσχέσεων που το έδωσαν, γίνεται φύλακας του παθόντος και δεν παραλείπει ποτέ να μείνει ατιμώρητος ο φταίχτης».[24]
 
Αλλά και πως :
«Πρέπει να τιμάμε τον ξένιο Ζεύς και να μην διώχνουμε τους ξένους από το τραπέζι μας και από τις θυσίες μας, όπως κάνουν οι κάτοικοι του Νείλου, ούτε με άγριους νόμους να τους εμποδίζουμε να επισκέπτονται την χώρα μας».[25]
 
Γιατί κατά πως λέγει ο Πλάτων :
«λένε οι σοφοί ότι τον ουρανό και τη γη και τους Θεούς και τους ανθρώπους συνδέουν η κοινωνία, η φιλία, η κοσμιότητα, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και ότι εξαιτίας αυτών, οι σοφοί ονομάζουν το σύμπαν τούτου “Κόσμο” και όχι ακοσμία ούτε ακολασία.»[26]
Ξεχάσαμε η άνθρωπο τα λόγια του Αχιλλέα :
«γιατί δεν είναι αντάξια της ψυχής μου ούτε όσα λένε
πως είχε αποκτήσει το Ίλιον, η καλοκατοικημένη πόλη,
πριν από την ειρήνη, πριν έλθουν οι γιοί των Αχαιών εδώ,
ούτε όσα το λίθινο κατώφλι του τοξευτή εντός κλείνει,
του Φοίβου Απόλλωνος, στην πετρώδη Πυθώνα»[27]
 
Έτσι απάντησε ο Αχιλλέας στους Αχαιούς, όταν εκείνοι του ζήτησαν να μπει ξανά στην μάχη και να δεχτεί τα δώρα του Αγαμέμνονα ως αντάλλαγμα ξεχάσει την αδικία του ….
Ήθελε να τους πει με άλλα λόγια ότι και ο Σωκράτης θα έλεγε αιώνες μετά :
«Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από εμάς πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον Θεό.»[28]
 
Ήθελαν και οι δύο να πουν πως:
«Από όλα τα πράγματα που κατέχει ο άνθρωπος, το πιο ιερό μετά τους θεούς είναι η ψυχή. Ξέρουμε ότι κάθε άνθρωπος αποτελείται από δυο ειδών στοιχεία. Ορισμένα, τα οποία κυριαρχούν, είναι πιο δυνατά και πιο καλά, ενώ τα άλλα, κατώτερα και πιο αδύναμα, οφείλουν να υποτάσσονται στα προηγούμενα. Ο Άνθρωπος πρέπει πάντα να προτιμά εκείνα που κυριαρχούν παρά εκείνα που υποτάσσονται. Έτσι, όταν λέω ότι τόσο μετά τους Θεούς, που είναι κύριοι της μοίρας μας, όσο και μετά τους δαίμονες ή τους ήρωες ο άνθρωπος πρέπει να τιμά την ψυχή του, νομίζω ότι μιλώ σωστά. Σπάνια όμως το πετυχαίνει κάποιος αυτό. Απλά, νομίζει πως το καταφέρνει. Γιατί τίποτα κακό δεν αξίζει να τιμηθεί, αφού η τιμή είναι θείο δώρο. Οπωσδήποτε νομίζει ότι εξυψώνει την ψυχή του με λόγια ή δώρα ή υποχωρήσεις και δεν φροντίζει να την κάνει καλύτερη, φαντάζεται ότι την τιμά αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, κάθε άνθρωπος που φτάνει στην εφηβεία νομίζει πως τα ξέρει όλα και φαντάζεται ότι τιμά την ψυχή του με τους επαίνους και με το να την αφήνει να κάνει ότι θέλει. Σύμφωνα όμως με όσα είπαμε πριν από λίγο, δεν πρόκειται για τιμή αλλά βλάβη, αφού έχουμε δεχτεί ότι η ψυχή βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά τους θεούς. Επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ότι η ευθύνη για τα αμαρτήματα που κάνει δεν είναι δική του αλλά των άλλων, τους οποίους κατηγορεί για τις συχνές και σοβαρές κακοτυχίες του θεωρώντας τον εαυτό του ανεύθυνο για αυτά, νομίζει ότι έτσι τιμά την ψυχή του. Πετυχαίνει όμως ακριβώς αντίθετο. Το ίδιο γίνεται και όταν ρίχνεται στις απολαύσεις και αδιαφορεί για τις συστάσεις και τις συμβουλές του νομοθέτη, αφού ντροπιάζει την ψυχή του και τη γεμίζει με τύψεις και ενοχές. Ή, για να πάρουμε την αντίθετη περίπτωση, όταν δεν υπομένει τους κόπους, τους φόβου, τους πόνους και τις λύπες αλλά τα αποφεύγει από δειλία, όχι μόνο δεν τιμά την ψυχή του αλλά την ντροπιάζει. Το ίδιο γίνεται και όταν θεωρεί τη ζωή το μεγαλύτερο αγαθό του Κόσμου. Η σκέψη αυτή ατιμάζει την ψυχή γιατί πιστεύει ότι όλα όσα υπάρχουν στον Άδη είναι κακά, ενώ θα έπρεπε να αντιταχθεί σε αυτή την απαίσια ιδέα και να ηρεμήσει την ψυχή του με την σκέψη ότι δεν ξέρει αν η συνάντηση μας με τους εκεί θεούς είναι ίσως το μεγαλύτερο αγαθό. Όταν κάποιος δίνει μεγαλύτερη αξία στο κάλλος παρά στην αρετή, ντροπιάζει την ψυχή του με απόλυτο και ολοκληρωτικό τρόπο. Ο λόγος γιατί πιστεύει ότι το σώμα έχει μεγαλύτερη αξία από την ψυχή, κάτι εντελώς λανθασμένο. Κανένα γηγενές πράγμα δεν είναι εντιμότερο των Ολύμπιων. Όποιος πιστεύει κάτι το διαφορετικό για την ψυχή δεν κατανοεί πόσο υπέροχο είναι αυτό το αγαθό που περιφρονεί.»[29]
 
Μάλιστα ο Πλάτων λέγει πως :
«αν διαλυθεί η σύνθεση του σώματος και ιδρυθεί η ψυχή στον οικείο της τόπο, το σώμα που απομένει, το γεώδες και άλογο, δεν είναι πλέον ο άνθρωπος. Διότι εμείς είμαστε ψυχή, ζώο αθάνατο κλεισμένο μέσα σε θνητό φρούριο. Και το σώμα τούτο το προσάρτησε η Φύση ως κατοικία για κακό. Σε αυτό ηδονές είναι επιπόλαιες, φευγαλέες και ανάμεικτες και περισσότερες οδύνες, και οι πόνοι βαθείς, πολύχρονοι και χωρίς χαρές. Από ασθένειες και φλεγμονές των αισθητηρίων οργάνων, και ακόμα από τις εσωτερικές κακώσεις υποφέροντας αναγκαστικά η ψυχή, επειδή είναι διάσπαρτη σε όλους τους πόρους του σώματος, ποθεί τον ουράνιο και σύμφυλο αιθέρα, και διψά γι’ αυτόν, προσμένοντας την εκεί ζωή και αυτούς που θα συναντήσει. Επομένως η απαλλαγή του ζην είναι μεταβολή κάποιου κακού σε αγαθό»[30].
 
Εξ ου και όταν επιχειρεί να μεταστρέψει τον φόβο του Αξίοχου για τον θάνατο ο Σωκράτης του λέγει :
«Αν από την αρχή, Αξίοχε, από άγνοια, δεν έπαιρνες κατά κάποιο τρόπο ως δεδομένη την αίσθηση, δεν θα φοβόσουν τον θάνατο. Τώρα όμως εσύ βασανίζεις τον εαυτό σου, φοβούμενος ότι θα στερηθείς την ψυχή, δίνεις ψυχή στην στέρηση, και τρέμεις μήπως δεν αισθάνεσαι, και νομίζεις πως θα καταλάβεις με αίσθηση την αίσθηση που δεν υπάρχει. Σχετικά με αυτά υπάρχουν πολλοί και καλοί λόγοι για την αθανασία της ψυχής. Καμία θνητή φύση δεν θα μπορούσε να κάνει τόσο μεγάλα έργα, ώστε να καταφρονήσει τη βία των δυνατότερων της θηρίων, να διασχίσει πελάγη, να χτίσει πόλεις, να εγκαθιδρύσει πολιτεύματα, να αναβλέψει στον ουρανό και να δει περιφορές άστρων και τροχιές ήλιου και σελήνης, και ανατολές και δύσεις, και εκλάψεις και ταχείες αποκαταστάσεις, και ισημερίες και διττά ηλιοστάσια, και χειμώνες Πλειάδων, και θερινούς ανέμους και βροχές, και εξαίσιους συρμούς καταιγίδων, και να παραδώσει στον αιώνα τα παθήματα του Κόσμου, αν δεν υπήρχε κάποιο όντως θείο πνεύμα στην ψυχή, με το οποίο να αντιλαμβάνεται και να γνωρίζει τόσο σπουδαία πράγματα. Ώστε δεν πηγαίνεις στον θάνατο αλλά στην αθανασία, Αξίοχε, και δεν θα στερηθείς τα αγαθά αλλά θα νιώσεις πιο ειλικρινά την απόλαυση, ούτε θα αναμειχθούν με θνητό σώμα οι ηδονές, αλλά θα είναι απρόσβλητες από κάθε οδύνη. Διότι θα φτάσεις εκεί, αφού απαλλαγείς από τούτη εδώ τη φυλακή, εκεί που δεν υπάρχει πόνος και στεναγμός και γήρας, αλλά ζωή γαλήνια δίχως δυστυχίες, ατενίζοντας με ησυχία απαρασάλευτη, εξετάζοντας από κοντά τη Φύση, φιλοσοφώντας όχι για όχλο και θέατρο, αλλά για την αμφιθαλή αλήθεια».[31]
 
Και για περισσότερη ανάλυση του λέγει :
«Αν μάλιστα θέλεις κι άλλη συζήτηση, θα σου μιλήσω για εκείνο που με πληροφόρησε ο Γωβρύης, ένας μάγος. Είπε, λοιπόν ότι, κατά την εκστρατεία του Ξέρξη, ο παππούς και ομώνυμός του, όταν στάλθηκε στην Δήλο, για να κρατήσει το νησί όπου γεννήθηκαν οι δυο Θεοί ασύλητο, από κάποιες χάλκινες δέλτους, τις οποίες κόμισαν εκ των Υπερβορείων η Ώπις και η Εκαέργη, έμαθε πως μετά την λύση από το σώμα η ψυχή προχωρεί σε άδηλο τόπο, στην υπόγεια οίκηση, όπου βρίσκεται η βασιλεία του Πλούτωνα, που δεν είναι μικρότερη από την αυλή του Διός, επειδή η μεν γη κατέχει τα μέσα του Κόσμου, ο δε πόλος είναι σφαιροειδής, του οποίου το ένα ημισφαίριο έλαβαν οι ουράνιοι Θεοί, και το άλλο οι υπένερθεν, και είναι οι πρώτοι αδέλφια, οι άλλοι παίδες των αδελφών. Τα δε πρόπυλα της οδού προς τον Πλούτωνα είναι οχυρωμένα με σιδερένιους μοχλούς και κλειδιά. Μόλις τούτα ανοίξουν, περιμένει ο ποταμός Αχέρων, και μετά από αυτόν ο Κωκυτός, τους οποίους πρέπει να διαβεί κανείς για να φτάσει κοντά στον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ, στον τόπο που ονομάζεται πεδίο της αλήθειας. Εκεί κάθονται δικαστές που ανακρίνουν όποιον φτάνει με ποιο τρόπο έζησε και με τι απασχόλησε το σώμα του όσο κατοικούσε σε αυτό. Είναι, βέβαια, αδύνατο να πει κάποιος ψέματα. Όσοι στην διάρκεια της ζωής εξ αγαθού δαίμονος εμπνεύστηκαν, στον των ευσεβών χώρο οικίζονται, όπου υπάρχουν εν αφθονία και όλες τις ώρες(εποχές) όλοι οι καρποί, και ρέουν πηγές καθαρών υδάτων, και ποίκιλα άνθη ανθίζουν σε λειμώνες, και διατριβές φιλοσόφων και θέατρα ποιητών, και κυκλικοί χοροί και μουσικά ακούσματα, και μελωδικά συμπόσια και ευωχίες αυτοχορήγητες, και ακήρατος αλυπία και γλυκιά δίαιτα. Γιατί ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζέστη υπάρχει, αλλά πνέει ευχάριστος αέρας, σπαρμένος με απαλές αχτίδες του ήλιου. Εκεί οι μυημένοι κατέχουν την προεδρία. Και εκεί συντελείται η όσια αγιστεία. Πως, λοιπόν, πρώτος δεν θα τιμηθείς εσύ, που έχεις συγγενικούς δεσμούς με τους Θεούς ; Κατά τον παλαιό λόγο, μάλιστα, και ο Ηρακλής και ο Διόνυσος, προτού κατέβουν στην Άδη, μυήθηκαν εκεί, και το θάρρος για να πορευτούν το άντλησαν παρά της Ελευσινίας Θεάς. Όσοι, πάλι, πέρασαν την ζωή τους κάνοντας κακουργήματα, οδηγούνται από τις Ερινύες προς το έρεβος και το χάος δια του Ταρτάρου, όπου διαμένουν οι ασεβείς και οι πίθοι των Δαναΐδων δεν γεμίζουν ποτέ ύδωρ και η δίψα του Ταντάλου είναι αιώνια, και τα σπλάχνα του Τιτυού τρώγονται αιώνια και αναδημιουργούνται, και κυλά προς τα πάνω αδιάκοπα τον βράχο ο Σίσυφος, του οποίου το τέλος των βασάνων γίνεται πάλι η αρχή τους. Εκεί οι κακοί, όπως τους γλύφουν θηρία και καίγονται επίπονα από λαμπάδες των Ποινών και υποβάλλονται σε κάθε είδους βασανιστήριο, βασανίζονται από αΐδιες τιμωρίες. Ετούτα άκουσα από τον Γωβρύη, και εσύ μπορείς να κρίνεις, Αξίοχε. Εγώ, βέβαια, καθώς έλκομαι εκ της λογικής προν την αντίθετη, τούτο μόνο γνωρίζω καλά, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, καθώς και ότι εγκαταλείπει τούτο τον τόπο και απαλλάσσεται από λύπες.»[32]
-----------------------------
[1] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 627.d.11 – 628.e.1»:
     Leg 627.d.11 ` to     Leg 628.e.1   {ΑΘ.} Πότερος οὖν ἀμείνων, ὅστις τοὺς μὲν ἀπολέσειεν αὐτῶν ὅσοι κακοί, τοὺς δὲ βελτίους ἄρχειν αὐτοὺς αὑτῶν προστάξειεν, ἢ ὅδε ὃς ἂν τοὺς μὲν χρηστοὺς ἄρχειν, τοὺς χείρους δ᾽ ἐάσας ζῆν ἄρχεσθαι ἑκόντας ποιήσειεν; τρίτον δέ που δικαστὴν πρὸς ἀρετὴν εἴπωμεν, εἴ τις εἴη τοιοῦτος ὅστις παραλαβὼν συγγένειαν μίαν διαφερομένην, μήτε ἀπο λέσειεν μηδένα, διαλλάξας δὲ εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον, νόμους αὐτοῖς θείς, πρὸς ἀλλήλους παραφυλάττειν δύναιτο ὥστε εἶναι φίλους.  
{ΚΛ.} Μακρῷ ἀμείνων γίγνοιτ᾽ ἂν ὁ τοιοῦτος δικαστής τε καὶ νομοθέτης.  
{ΑΘ.} Καὶ μὴν τοὐναντίον γε ἢ πρὸς πόλεμον ἂν βλέπων αὐτοῖς τοὺς νόμους διανομοθετοῖ.  
{ΚΛ.} Τοῦτο μὲν ἀληθές.    
{ΑΘ.} Τί δ᾽ ὁ τὴν πόλιν συναρμόττων; πρὸς πόλεμον αὐτῆς ἂν τὸν ἔξωθεν βλέπων τὸν βίον κοσμοῖ μᾶλλον, ἢ πρὸς πόλεμον τὸν ἐν αὐτῇ γιγνόμενον ἑκάστοτε, ἣ δὴ καλεῖται στάσις; ὃν μάλιστα μὲν ἅπας ἂν βούλοιτο μήτε γενέσθαι ποτὲ ἐν ἑαυτοῦ πόλει γενόμενόν τε ὡς τάχιστα ἀπαλλάττεσθαι.  
{ΚΛ.} Δῆλον ὅτι πρὸς τοῦτον.  
{ΑΘ.} Πότερα δὲ ἀπολομένων αὖ τῶν ἑτέρων εἰρήνην τῆς στάσεως γενέσθαι, νικησάντων δὲ ποτέρων, δέξαιτ᾽ ἄν τις, μᾶλλον ἢ φιλίας τε καὶ εἰρήνης ὑπὸ διαλλαγῶν γενομένης, οὕτω τοῖς ἔξωθεν πολεμίοις προσέχειν ἀνάγκην εἶναι τὸν νοῦν;  
{ΚΛ.} Οὕτω πᾶς ἂν ἐθέλοι πρότερον ἢ ᾽κείνως περὶ τὴν αὑτοῦ γίγνεσθαι πόλιν.  
{ΑΘ.} Οὐκοῦν καὶ νομοθέτης ὡσαύτως;  
{ΚΛ.} Τί μήν;  
{ΑΘ.} Ἆρα οὖν οὐ τοῦ ἀρίστου ἕνεκα πάντα ἂν τὰ νόμιμα τιθείη πᾶς;  
{ΚΛ.} Πῶς δ᾽ οὔ;  
{ΑΘ.} Τό γε μὴν ἄριστον οὔτε ὁ πόλεμος οὔτε ἡ στάσις, ἀπευκτὸν δὲ τὸ δεηθῆναι τούτων, εἰρήνη δὲ πρὸς ἀλλήλους ἅμα καὶ φιλοφροσύνη, καὶ δὴ καὶ τὸ νικᾶν, ὡς ἔοικεν, αὐτὴν αὑτὴν πόλιν οὐκ ἦν τῶν ἀρίστων ἀλλὰ τῶν ἀναγκαίων· ὅμοιον ὡς εἰ κάμνον σῶμα ἰατρικῆς καθάρσεως τυχὸν ἡγοῖτό τις ἄριστα πράττειν τότε, τῷ δὲ μηδὲ τὸ παράπαν δεηθέντι σώματι μηδὲ προσέχοι τὸν νοῦν, ὡσαύτως δὲ καὶ πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν ἢ καὶ ἰδιώτου διανοούμενος οὕτω τις οὔτ᾽ ἄν ποτε πολιτικὸς γένοιτο ὀρθῶς, πρὸς τὰ ἔξωθεν πολεμικὰ ἀποβλέπων μόνον καὶ πρῶτον, οὔτ᾽ ἂν νομοθέτης ἀκριβής, εἰ μὴ χάριν εἰρήνης τὰ πολέμου νομοθετοῖ μᾶλλον ἢ τῶν πολεμικῶν ἕνεκα τὰ τῆς εἰρήνης.  
 
[2]      Eleg 1.77 ` to     Eleg 1.78 Πιστὸς ἀνὴρ χρυσοῦ τε καὶ ἀργύρου ἀντερύσασθαι   ἄξιος ἐν χαλεπῆι, Κύρνε, διχοστασίηι.
 
[3] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 630.a.7 – 630.b.3»:
     Leg 630.a.7 ` to     Leg 630.b.3 τοῦτον δή φαμεν ἐν πολέμῳ χαλεπωτέρῳ ἀμείνονα ἐκείνου πάμπολυ γίγνεσθαι, σχεδὸν ὅσον ἀμείνων δικαιοσύνη καὶ 630.b σωφροσύνη καὶ φρόνησις εἰς ταὐτὸν ἐλθοῦσαι μετ᾽ ἀνδρείας, αὐτῆς μόνης ἀνδρείας. πιστὸς μὲν γὰρ καὶ ὑγιὴς ἐν στάσεσιν οὐκ ἄν ποτε γένοιτο ἄνευ συμπάσης ἀρετῆς·
 
[4] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας υπόμνημα, βιβλίο Β’, 1.187.21 – 1.187.24» :
     in R 1.187.21 ` to     in R 1.187.24 ἐνταῦθα τοίνυν ἀποδέχεται τὸν Θέογνιν ὡς πολιτικῆς ἐπιστήμης μετέχοντα καὶ τῆς ὅλης ἀρετῆς, ἣν δὴ πιστότητα κέκληκεν, ἡγεμόνα καὶ σύμβουλον·
 
[5] Βλ., Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς «Περί Φυγής, 600.E.7 – 601.B.6» :
     De exilio 600.E.7 ` to     De exilio 601.B.6   Οἷόν ἐστιν ἡ νῦν σοι παροῦσα μετάστασις ἐκ τῆς νομιζομένης πατρίδος. φύσει γὰρ οὐκ ἔστι πατρίς, ὥσπερ οὐδ᾽ οἶκος οὐδ᾽ ἀγρὸς οὐδὲ χαλκεῖον, ὡς Ἀρίστων (St. V. Fr. I 371) ἔλεγεν, οὐδ᾽ ἰατρεῖον· ἀλλὰ γίνεται μᾶλλον δ᾽ ὀνομάζεται καὶ καλεῖται τούτων ἕκαστον ἀεὶ πρὸς τὸν 600.F οἰκοῦντα καὶ χρώμενον. ὁ γὰρ ἄνθρωπος, ᾗ φησιν ὁ Πλάτων (Tim. 90a), «φυτὸν οὐκ ἔγγειον» οὐδ᾽ ἀκίνητον   «ἀλλ᾽ οὐράνιόν» ἐστιν, ὥσπερ ἐκ ῥίζης τὸ σῶμα τῆς κεφαλῆς ὀρθὸν ἱστάσης πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνεστραμμένον. ὅθεν εὖ μὲν ὁ Ἡρακλῆς εἶπεν (Trag. adesp. 392)            «Ἀργεῖος ἢ Θηβαῖος· οὐ γὰρ εὔχομαι       μιᾶς· ἅπας μοι πύργος Ἑλλήνων πατρίς.»      ὁ δὲ Σωκράτης βέλτιον, οὐκ Ἀθηναῖος οὐδ᾽ Ἕλλην ἀλλὰ κόσμιος εἶναι φήσας, ὡς ἄν τις Ῥόδιος εἶπεν ἢ Κορίνθιο, ὅτι μηδὲ Σουνίῳ μηδὲ Ταινάρῳ μηδὲ τοῖς Κεραυνίοις ἐνέκλεισεν ἑαυτόν.        «ὁρᾷς τὸν ὑψοῦ τόνδ᾽ ἄπειρον αἰθέρα, καὶ γῆν πέριξ ἔχονθ᾽ ὑγραῖς <ἐν> ἀγκάλαις;»           ( Eur. fr. 941, 1. 2 )      οὗτοι τῆς πατρίδος ἡμῶν ὅροι [εἰσί], καὶ οὐδεὶς οὔτε φυγὰς ἐν τούτοις οὔτε ξένος οὔτ᾽ ἀλλοδαπός, ὅπου τὸ αὐτὸ πῦρ ὕδωρ ἀήρ, ἄρχοντες οἱ αὐτοὶ καὶ διοικηταὶ καὶ πρυτάνεις ἥλιος σελήνη φωσφόρος· οἱ αὐτοὶ νόμοι πᾶσι, ὑφ᾽ ἑνὸς προστάγματος καὶ μιᾶς ἡγεμονίας τροπαὶ βόρειοι τροπαὶ νότιοι ἰσημερίαι Πλειὰς Ἀρκτοῦρος ὧραι σπόρων ὧραι φυτειῶν· εἷς δὲ βασιλεὺς καὶ ἄρχων· «θεὸς ἀρχήν τε καὶ μέσα καὶ τελευτὴν ἔχων τοῦ παντὸς εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος· τῷ δ᾽ ἕπεται Δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρός» (Plat. Legg. 716a), ᾗ χρώμεθα πάντες ἄνθρωποι φύσει πρὸς πάντας ἀνθρώ πους ὥσπερ πολίτας.
 
[6] καλή καταγωγή.
 
[7] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.2 – 113.13» :
     in Alc 113.2 ` to     in Alc 113.13 ἡ δὲ ἑστῶσα καὶ ἀΐδιος εὐγένεια τῶν ψυχῶν ἀπὸ τῶν θεῶν ἤρτηται περὶ οὓς ἐσπάρησαν, καὶ τῶν θείων δυνάμεων ὑφ᾽ ἃς ἐτάχθησαν· εὐγενέστεραι γὰρ αἱ τῶν θεῶν ὑψηλοτέρων ὀπαδοὶ καὶ αἱ δυνάμεων μειζόνων ἐξημμέναι κατὰ τὴν ἐν τῷ παντὶ διακλήρωσιν. τὸ δὲ αὐτὸ λέγω καὶ περὶ τῶν πόλεων. ἄνωθεν γὰρ ἡ κατὰ τοὺς κλήρους διαφορὰ διήκει καὶ μέχρι τῶν ψυχῶν· καί φαμεν τοὺς μὲν ἐμπυρίους εἶναι, τοὺς δὲ αἰθερίους, τοὺς δὲ οὐρανίους, τοὺς δὲ χθονίους θεούς, καὶ τῶν ψυχῶν τὰς μὲν τῆς ἡλιακῆς εἶναι σφαίρας, τὰς δὲ τῆς Ἑρμαϊκῆς, τὰς δὲ τῆς σεληνιακῆς. καὶ ἔστιν ἡ τοιαύτη κατὰ τόπους διακλήρωσις τῶν ψυχῶν ὄντως ἀξία φρονήματος, ἡ δὲ εἰς τὰς παρ᾽ ἡμῖν πόλεις καὶ τοὺς ἐν γῇ τόπους ἀποβλέπουσα διάκρισις ἄτοπός ἐστι καὶ χαυνότητος αἰτία ταῖς ψυχαῖς.
 
[8] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.17.10 – 1.18.28» :
     in Ti 1.17.10 ` to     in Ti 1.18.28 διὰ τῶν πρώτων καὶ ἡγεμονικῶν ἀριθμῶν πάντα ἐγέννων οἱ ἄνδρες, καὶ ἀπὸ τῶν τριῶν θεῶν πᾶσι τὴν ὑπόστασιν ἐδίδοσαν τοῖς ἐγκοσμίοις. τούτων ἔνδειξιν ἔχουσιν ἥ τε μονὰς καὶ ἡ δυὰς καὶ ἡ τριάς, ὥστε ἀπ᾽ αὐτῶν ἄρχεσθαι δέον καὶ πρὸς αὐτὰς βλέπειν τὸν ἐσόμενον τῆς φύσεως θεατήν. ἔτι τὰ μὲν συν αίτια τῶν φυσικῶν πραγμάτων καὶ παρ᾽ ἄλλοις ἐτεθεώρητο, τὸ δὲ τελικὸν καὶ παραδειγματικὸν καὶ ποιητικὸν ἰδίως παρ᾽ αὐτοῖς ἐξητάζετο. ταῦτ᾽ οὖν τὰ αἴτια διὰ τῶν ἐκκειμένων ἀριθμῶν δηλοῦται, τὸ μὲν τελικὸν διὰ τῆς μονάδος· ἐν τἀγαθοῦ γὰρ τάξει προέστηκε τῶν ἀριθμῶν· τὸ δὲ παραδειγματικὸν διὰ τῆς δυάδος· ἡ γὰρ ἑτερότης τῶν ὄντων διέκρινε τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας τῶν ὅλων· ἔτι δὲ καὶ ἡ δυὰς ἀρχὴ τῆς τετρακτύος ἐστὶ τῶν νοητῶν παραδειγμάτων· τὸ δὲ ποιητικὸν σημαίνεται διὰ τῆς τριάδος· οἰκεῖος γὰρ ὁ νοῦς τῇ τριάδι, τρίτος ὢν ἀπὸ τοῦ ὄντος διὰ μέσης τῆς ζωῆς, ἢ ἀπὸ τοῦ πατρὸς διὰ τῆς δυνάμεως, ἢ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ διὰ τῆς νοήσεως· ἀνάλογον γὰρ ὡς μονὰς πρὸς δυάδα, οὕτως τὸ ὂν πρὸς τὴν ζωήν, καὶ ὁ πατὴρ πρὸς τὴν δύναμιν, καὶ τὸ νοητὸν πρὸς τὴν νόησιν· ὡς δὲ δυὰς πρὸς τριάδα, ἥ τε ζωὴ πρὸς τὸν νοῦν καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ νόησις. ἔτι τὰ θεῖα πάντα ἐν πᾶσίν ἐστι καὶ ἥνωται ἀλλήλοις, ὡς εἶναι καὶ πάντας ἐν ἑνὶ καὶ ἐν πᾶσιν ἕκαστον καὶ διὰ τῆς θείας φιλίας συνέχεσθαι· καὶ ὁ ἐκεῖ <Σφαῖρος> [Emped. frg. 27D.] τὴν μίαν ἕνωσιν περιέχει τῶν θεῶν. εἰκότως ἄρα καὶ ὁ Σωκράτης εἰς τὸ θεῖον βλέπων κοινωνίας καὶ ὁμονοίας προκατάρχει καὶ εἰς ταύ την καὶ τοὺς ἄλλους παρακαλεῖ. καὶ μὴν καὶ ἡ ἑστίασις καὶ ἡ δαὶς προσήκοντά ἐστιν ὀνόματα τοῖς θεοῖς καὶ οὐχ ἥκιστα τοῖς ἐγκοσμίοις· συνανίασι γὰρ τοῖς ἀπολύτοις θεοῖς <ἐπὶ δαῖτά τε καὶ θοίνην>, ὥς φησιν ὁ ἐν τῷ <Φαίδρῳ Σωκράτης> [247.a ], καὶ ἡ ἑστίασις ἡ ἐν τοῖς γενεθλίοις τῆς Ἀφροδίτης παρὰ τῷ μεγάλῳ γίγνεται Διί. ταῦτα δὴ καὶ ὁ Σωκράτης ἀνάλογον ἀξιοῖ γίγνεσθαι περὶ αὐτούς, νοήσεων θείων κοινωνοῦντας ἀλλήλοις. καὶ οὐδὲν θαυμαστόν, εἰ καὶ Τίμαιος ἑστιᾷ τοὺς ἄλλους καὶ ἑστιᾶται παρ᾽ αὐτῶν, ἐπεὶ καὶ παρὰ τοῖς <θεολόγοις> μεταδόσεις εἰσὶ δυνάμεων ὑμνημέναι καὶ μετουσίαι, πληρούντων τε ἄλληλα τῶν θείων καὶ πληρουμένων ὑπ᾽ ἀλλήλων· οὕτω γὰρ καὶ παρὰ τοῖς <φοιβολήπτοις ποιηταῖς> ἠκούσαμεν, ὅτι δεξιοῦνται ἀλλήλους οἱ θεοὶ ταῖς νοεραῖς ἐνεργείαις ἢ ταῖς προνοητικαῖς εἰς τὸ πᾶν ποιήσεσι·              
<τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσι δειδέχατ᾽ ἀλλήλους Τρώων πόλιν εἰσορόωντες> [Δ 4]. εἰ δὲ καὶ γιγνώσκουσιν ἀλλήλους καὶ νοοῦσιν·   <οὐ γάρ τ᾽ ἀγνῶτες θεοὶ ἀλλήλοισι πέλονται> [ε 79]· τροφὴ δὲ τὸ νοητὸν τῷ νοοῦντι κατὰ τὸ <λόγιόν> ἐστι, δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἀνταφεστιᾶν πρώτως ἐν τοῖς θεοῖς, καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ σοφώτεροι μιμούμενοι καὶ ταύτῃ τοὺς θεοὺς μεταδιδόασιν ἀλλήλοις ἀφθόνως τῶν οἰκείων ἕκαστοι νοήσεων.
 
[9] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.17.4 – 1.17.7» :
     in Ti 1.17.4 ` to     in Ti 1.17.7 ἔτι τὴν φυσικὴν κοινωνίαν οἱ ἄνδρες ἐπρέσβευον, τήν τε ἐν τῇ γενέσει, καθ᾽ ἣν πάντα ῥητὰ καὶ σύμμετρα ἀλλήλοις ἀποτελεῖται, καὶ τὴν ἐν τοῖς οὐρανίοις· μεταδίδωσι γὰρ ἀλλήλοις καὶ ἐκεῖνα τῶν οἰκείων δυνάμεων.
 
[10] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνα, βιβλίο Α’, 1.25.8 – 1.26.8» :
     in Ti 1.25.8 ` to     in Ti 1.26.8 φυσικὰ δὲ τὸ τὴν ἀντίδοσιν τῶν λόγων εἰκόνα φέρειν τῆς ἐν τοῖς φυσικοῖς ἔργοις κοινωνίας τῶν δυνάμεων καὶ ἀμοιβῆς, δι᾽ ἣν πάντα συντέτακται καὶ εἰς τὴν μίαν ἁρμονίαν συντελεῖ τοῦ παντός, καὶ τὸ κατὰ χρόνον ἐξαλλάττεσθαι τὰς τῆς φύσεως ἐνεργείας, νῦν μὲν ἄλλων, νῦν δὲ ἄλλων ποιούντων εἰς ἄλλα καὶ ἄλλα· τούτοις γὰρ ἔοικε τὸ ἀνταφεστιᾶν τὸν ἑστιάσαντα χθές. θεολογικὸν δὲ τὸ τὸ δημιουργικὸν αἴτιον διὰ πάντων προϊέναι καὶ πάντα πληροῦν καὶ πᾶσαν ἔλλειψιν ἀποκόπτειν διὰ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως καὶ τῆς γονίμου περιουσίας, καθ᾽ ἣν οὐδὲν ἀφίησιν ἔρημον ἑαυτοῦ· τῷ γὰρ ὑπερπλήρει καὶ τῷ ἱκανῷ καὶ τῷ παντελείῳ χαρακτηρίζεται. καὶ μὴν καὶ τὸ <ἀνταφεστιᾶν> ἀπὸ τῆς ἐν ταῖς θεομυθίαις ἑστιάσεως εἵλκυσται, καθ᾽ ἣν δεξιοῦνται ἀλλήλους οἱ θεοί· <τοὶ δὲ χρυσέοις δεπάεσσι Δειδέχατ᾽ ἀλλήλους> [Δ 4]· παρὰ τῷ μεγίστῳ Διὶ πληρούμενοι τοῦ νέκταρος. καὶ οὐδὲ ἁπλῶς εἴρηται ἀνθεστιᾶν, ἀλλ᾽ ἀνταφεστιᾶν· ἡ γὰρ ἀφεστίασις τὴν ὁλοτελῆ τῆς ἑστιάσεως ἀποπλήρωσιν συνείληφεν. ὁρᾶται δὲ τοῦτο καὶ ἐν τοῖς ὅλοις· αἵ τε γὰρ φαινόμεναι διακοσμήσεις διὰ τῆς ἑαυτῶν ἄκρας ἐπιτηδειότητος προκαλοῦνται τὰς ἀφανεῖς δυνάμεις, καὶ ἐκεῖναι δι᾽ ἀγαθότητος ὑπερβολὴν καὶ ταύτας τελειοῦσι, καὶ συνάπτεται ταῦτα πάντα ἀλλήλοις, καὶ ἀνταπόδοσις γίνεται τῆς προκλήσεως ἡ τῆς τελειότητος μετάδοσις. ἔτι τοίνυν τὸ μετὰ <τοῦ δικαίου> ταῦτα πάντα ποιεῖν εἰκόνα φέρει τῆς Δίκης τῆς ἅμα τῷ Διὶ πάντα ταττούσης, τὸ <δὲ πρέπον> τῆς τῷ καλῷ τῷ δημιουργικῷ τὰ ὅλα καταλαμπούσης αἰτίας, τὰ <δὲ ξένια> τῆς κατὰ τὰς θείας ἰδιότητας ἀφωρισμένης ἐξαλλαγῆς· ἕκαστον γὰρ τῶν θείων οἰκείας ἔχει δυνάμεις καὶ ἐνεργείας. ὥσπερ οὖν ὁ <Σωκράτης> τοῖς ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ φιλοσοφίας λόγοις ἐξένισε τὸν Τίμαιον, οὕτω δὴ καὶ τῶν θεῶν ἕκαστος κατὰ τὰς ἰδίας ἐνεργῶν δυνάμεις συντελεῖ πρὸς τὴν μίαν τοῦ δημιουργοῦ καὶ ὑπερέχουσαν πρόνοιαν τῶν ὅλων.
 
[11] «το ιδιαίτερο έργο της δικαιοσύνης, και καμίας άλλης τέχνης, είναι να δημιουργεί φιλία μέσα στις πόλεις.»
—-Βλ. Πλάτων «Κλειτόφων, 409.d.4 – 6.» —-
     Clit 409.d.4 ` to     Clit 409.d.6 τὸ τῆς δικαιοσύνης ἴδιον ἔργον, ὃ τῶν ἄλλων οὐδεμιᾶς, φιλίαν ἐν ταῖς πόλεσιν ποιεῖν.
«η όντως φιλία δηλώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια με τη λέξη ομόνοια.»
—-Βλ. Πλάτων «Κλειτόφων, . 409.e.3 – 4» —-
     Clit 409.e.3 ` to     Clit 409.e.4 τὴν δὲ ὄντως καὶ ἀληθῶς φιλίαν εἶναι σαφέστατα ὁμόνοιαν.
 
[12] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.27 – 1.15.28» :
     in Ti 1.15.27 ` to     in Ti 1.15.28 τὴν φιλίαν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι σκοπὸν ἐτίθεντο πάσης τῆς ἑαυτῶν φιλοσοφίας καὶ τὴν ὁμονοητικὴν ζωήν·
 
[13] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.28 – 1.15.30» :
     in Ti 1.15.28 ` to     in Ti 1.15.30 ταύτην δὴ καὶ ὁ Σωκράτης πρὸ πάντων προβέβληται φίλον τὸν Τίμαιον ἀποκαλῶν.
 
[14] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 739.b.8 – 739.e.3» :
     Leg 739.b.8 ` to     Leg 739.e.3 Πρώτη μὲν τοίνυν πόλις τέ ἐστιν καὶ πολιτεία καὶ νόμοι ἄριστοι, ὅπου τὸ πάλαι λεγόμενον ἂν γίγνηται κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν ὅτι μάλιστα· λέγεται δὲ ὡς ὄντως ἐστὶ κοινὰ τὰ φίλων. τοῦτ᾽ οὖν εἴτε που νῦν ἔστιν εἴτ᾽ ἔσται ποτέ— κοινὰς μὲν γυναῖκας, κοινοὺς δὲ εἶναι παῖδας, κοινὰ δὲ χρή ματα σύμπαντα—καὶ πάσῃ μηχανῇ τὸ λεγόμενον ἴδιον πανταχόθεν ἐκ τοῦ βίου ἅπαν ἐξῄρηται, μεμηχάνηται δ᾽ εἰς τὸ δυνατὸν καὶ τὰ φύσει ἴδια κοινὰ ἁμῇ γέ πῃ γεγονέναι, οἷον ὄμματα καὶ ὦτα καὶ χεῖρας κοινὰ μὲν ὁρᾶν δοκεῖν καὶ ἀκούειν καὶ πράττειν, ἐπαινεῖν τ᾽ αὖ καὶ ψέγειν καθ᾽ ἓν ὅτι μάλιστα σύμπαντας ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς χαίροντας καὶ λυπου μένους, καὶ κατὰ δύναμιν οἵτινες νόμοι μίαν ὅτι μάλιστα πόλιν ἀπεργάζονται, τούτων ὑπερβολῇ πρὸς ἀρετὴν οὐδείς ποτε ὅρον ἄλλον θέμενος ὀρθότερον οὐδὲ βελτίω θήσεται. ἡ μὲν δὴ τοιαύτη πόλις, εἴτε που θεοὶ ἢ παῖδες θεῶν αὐτὴν οἰκοῦσι πλείους ἑνός, οὕτω διαζῶντες εὐφραινόμενοι κατοι κοῦσι· διὸ δὴ παράδειγμά γε πολιτείας οὐκ ἄλλῃ χρὴ σκοπεῖν, ἀλλ᾽ ἐχομένους ταύτης τὴν ὅτι μάλιστα τοιαύτην ζητεῖν κατὰ δύναμιν.
 
[15] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, τόμος Α’, 677.24 – 677.29» :
     in Prm 677.24 ` to in Prm 677.29 διὰ φιλίας καὶ κοινωνίας τῶν σπουδαίων ἠθῶν ἡ τελειότης προσγίγνεται ταῖς ψυχαῖς, περὶ ἣν οἱ Πυθαγόρειοι διαφερόντως ἐσπούδαζον, τέλος ποιούμενοι τῆς ἑαυτῶν ζωῆς τὴν καθαρωτάτην φιλίαν•
 
[16] Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.13 – 113.15 :
     in Alc 113.13 ` to     in Alc 113.15 ἡ ἀληθινὴ φιλία καὶ τῶν θεῶν ἐστὶν αὐτῶν καὶ τῶν κρειττόνων ἡμῶν γενῶν, ἥκει δὲ καὶ εἰς ψυχὰς τὰς ἀγαθάς·
 
[17] Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.17 – 113.21 :
     in Alc 113.17 ` to     in Alc 113.21 δέον δὲ γιγνώσκειν, ὅτι σεμνὸν μὲν καὶ τίμιον ἡ φιλία ἐστί, δεῖται δὲ ζωῆς θεοπρεποῦς καὶ νοερᾶς· ἐπεὶ καὶ τὴν πρώτην ἐν τοῖς θεοῖς ὑπέστη καὶ τῇ νοερᾷ ζωῇ καὶ τῷ κατὰ τὸν Ἐμπεδοκλέα νοητῷ θεῷ· «<σφαῖρον>» δὲ αὐτὸν ἐκεῖνος εἴωθεν ἀποκαλεῖν.
 
[18] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας υπόμνημα, (Β’[συνέχεια], 2.80.6 – 2.80.28) :
     in R 2.80.6 ` to     in R 2.80.28   ΜΕ. Τέλος ἐστὶν τῆς ἀρίστης πολιτείας ἡ ἕνωσις, ὥσπερ δὴ καὶ τοῦ κόσμου τῆς συστάσεως, καὶ πρὸ τοῦδε τοῦ κόσμου τὸ ἕν. καὶ γὰρ ἡ ὁμοιότης τῆς τοῦ ἑνός ἐστι συστοιχίας· διὸ καὶ πάντα τὰ προϊόντα δι᾽ ὁμοιότητος ἀπὸ τῶν οἰκείων αἰτίων παράγεται, καὶ πάντα τὰ ἐπιστρέφοντα πρὸς τὰς ἀρχὰς δι᾽ ὁμοιότητος ἐπιστρέφει πόθῳ τοῦ ἑνός· τὸ γὰρ ἐν τῷ ἑνὶ μεῖναι μὴ δυνηθὲν τὸ ὅμοιον ὡς συγγενὲς ἀσπάζεται πρὸς τὸ ἕν. καὶ ἡ ἁρμονία δὲ καὶ ὁ ῥυθμὸς δι᾽ ὁμοιότητος ἔχουσιν τὴν ὕπαρξιν, ὧν αἱ Μοῦσαι προεστᾶσιν· ὅθεν δὴ καὶ οὐ πάντες λόγοι ῥυθμοὺς ποιοῦσιν ἢ ἁρμονίας, ἀλλ᾽ οἱ τῆς ὁμοιότητος ὄντες ἐπιμόριοι καὶ πολλαπλάσιοι· τὸ δὲ πολυσχιδὲς τῶν ἄλλων λόγων καὶ πολυσύνθετόν ἐστι τῶν μουσικῶν λόγων ἀλλότριον. ἑπομένως ἄρα ταῖς ἑαυτῶν ἐνεργείαις αἱ Μοῦσαι καὶ τοῖς δώροις, οἷς δωροῦνται τὸν κόσμον, εἰς τὴν ἀνομοιότητα τὴν στάσιν ἀνήγαγον καὶ αὖ τὴν φιλίαν εἰς τὴν ὁμοιότητα τῆς ζωῆς· ἐπεὶ καὶ αὐτὸς ὁ τῶν Μουσῶν ἱερὸς ἀριθμὸς τῆς ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου φύσεώς ἐστιν, ἐκ τοῦ πρώτου περιττοῦ καὶ τελείου τετράγωνος ὤν, ἐν τρισὶ τριάσιν ἀφωρισμένος, καὶ οὐ μόνον τέλειος ὤν, ἀλλὰ κατὰ πάντα τέλειος, εἴς τε τὴν μονάδα συνελισσόμενος, ἀφ᾽ ἧς προῆλθεν, καὶ ἓν νέον εἶναι καὶ αὐτὸς ἐπειγόμενος. καὶ ἔστω καὶ ἡμῖν τοῦτο τέλος τῆς τοῦ λόγου τῶν Μουσῶν ἐπιβλέψεως ἐπὶ τὸ ἓν ἀναγαγοῦσι τὴν θεωρίαν.
 
[19] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.15.30 – 1.15.31» :
     in Ti 1.15.30 ` to     in Ti 1.15.31 τὰς ὁμολογίας ᾤοντο χρῆναι βεβαίας αὐτοῖς διαμένειν, ἃς πρὸς ἀλλήλους ἐποιοῦντο·
 
[20] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.1 – 1.16.3» :
     in Ti 1.16.1 ` to     in Ti 1.16.3 τὴν κοινωνίαν ἠσπάζοντο τὴν ἐν ταῖς εὑρέσεσι τῶν δογμάτων, καὶ τὰ ἑνὸς συγγράμματα κοινὰ πάντων ἦν·
 
[21] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.3 – 1.16.6» :
     in Ti 1.16.3 ` to     in Ti 1.16.6 τοῦτο καὶ ὁ Σωκράτης βεβαιοῖ τοὺς αὐτοὺς δαιτυμόνας καὶ ἑστιάτορας γίγνεσθαι παρακαλῶν, πληροῦντάς τε καὶ πληρουμένους, διδάσκοντας καὶ μανθά νοντας.
 
[22] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.16.8 – 1.16.19» :
     in Ti 1.16.8 ` to     in Ti 1.16.19 ὁ δὲ Πλάτων δι᾽ αὐτῆς τῆς μιμήσεως τῶν ἀρίστων ἀνδρῶν τοὺς τῶν καθηκόντων ἡμῖν ὑπογράφει τύπους, οἳ πολὺ τὸ δραστικώτερον ἔχουσι τῶν ἐν κανόσι ψιλοῖς ἀποκειμένων· διατίθησι γὰρ ἡ μίμησις τὰς τῶν ἀκουόντων ζωὰς κατὰ τὴν ἑαυτῆς ἰδιότητα. περὶ τίνα οὖν ὁ φιλόσοφος μάλιστα πλεονάσει, δηλοῖ διὰ τούτων· ὅτι περὶ τὴν τῶν λόγων ἀκρόασιν· καὶ τίνα ἡγήσεται θοίνην εἶναι ἀληθινήν· ὅτι οὐχ ἣν οἱ πολλοὶ ἥγηνται—ζωώδης γάρ—ἀλλὰ τὴν ἑστιῶσαν τὸν ἐν ἡμῖν ἄνθρωπον. διὸ καὶ πολὺ παρ᾽ αὐτῷ τὸ ἑστιᾶσθαι ἐπὶ τῶν λόγων· ἢ <δῆλον, ὅτι τῶν λόγων ὑμᾶς Λυσίας εἱστία> [Phaedr. 227.B]; καὶ <ὑμεῖς μόνω ἑστιάσεσθον, ἡμῖν δὲ οὐ μεταδίδοτον> [Lys. 211.D].
 
[23] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 716.c.1 – 718.b.5» :
     Leg 716.c.1 ` to     Leg 718.b.5 {ΑΘ.} «Τίς οὖν δὴ πρᾶξις φίλη καὶ ἀκόλουθος θεῷ; μία, καὶ ἕνα λόγον ἔχουσα ἀρχαῖον, ὅτι τῷ μὲν ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ὄντι μετρίῳ φίλον ἂν εἴη, τὰ δ᾽ ἄμετρα οὔτε ἀλλήλοις οὔτε τοῖς ἐμμέτροις. ὁ δὴ θεὸς ἡμῖν πάντων χρημάτων μέτρον ἂν εἴη μάλιστα, καὶ πολὺ μᾶλλον ἤ πού τις, ὥς φασιν, ἄνθρωπος· τὸν οὖν τῷ τοιούτῳ προσφιλῆ γενησόμενον, εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα καὶ αὐτὸν τοιοῦτον ἀναγκαῖον γίγνεσθαι, καὶ κατὰ τοῦτον δὴ τὸν λόγον ὁ μὲν σώφρων ἡμῶν θεῷ φίλος, ὅμοιος γάρ, ὁ δὲ μὴ σώφρων ἀνόμοιός τε καὶ διάφορος καὶ <ὁ> ἄδικος, καὶ τὰ ἄλλ᾽ οὕτως κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἔχει. νοήσωμεν δὴ τούτοις ἑπόμενον εἶναι τὸν τοιόνδε λόγον, πντων κλλιστον κα ληθστατον ομαι λγων, ς τ μν γαθ θειν κα προσομιλεν ε τος θεος εχας κα ναθμασιν κα συμπσ θεραπείᾳ θεν κλλιστον κα ριστον κα νυσιμτατον πρς τν εδαμονα βον κα δ κα διαφερντως πρπον, τῷ δὲ κακῷ τούτων τἀναντία πέφυκεν. ἀκάθαρτος γὰρ τὴν ψυχὴν ὅ γε κακός, καθαρὸς δὲ ὁ ἐναντίος, παρὰ δὲ μιαροῦ δῶρα οὔτε ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν οὔτε θεὸν ἔστιν ποτὲ τό γε ὀρθὸν δέχεσθαι· μάτην οὖν περὶ θεοὺς ὁ πολύς ἐστι πόνος τοῖς ἀνοσίοις, τοῖσιν δὲ ὁσίοις ἐγκαιρότατος ἅπασιν. σκοπὸς μὲν οὖν ἡμῖν οὗτος οὗ δεῖ στοχάζεσθαι· βέλη δὲ αὐτοῦ καὶ οἷον ἡ   τοῖς βέλεσιν ἔφεσις τὰ ποῖ᾽ ἂν λεγόμενα ὀρθότατα φέροιτ᾽ ἄν; πρῶτον μέν, φαμέν, τιμὰς τὰς μετ᾽ Ὀλυμπίους τε καὶ τοὺς τὴν πόλιν ἔχοντας θεοὺς τοῖς χθονίοις ἄν τις θεοῖς ἄρτια καὶ δεύτερα καὶ ἀριστερὰ νέμων ὀρθότατα τοῦ τῆς εὐσεβείας σκοποῦ τυγχάνοι, τὰ δὲ τούτων ἄνωθεν [τὰ περιττὰ] καὶ ἀντίφωνα, τοῖς ἔμπροσθεν ῥηθεῖσιν νυνδή. μετὰ θεοὺς δὲ τούσδε καὶ τοῖς δαίμοσιν ὅ γε ἔμφρων ὀργιάζοιτ᾽ ἄν, ἥρωσιν δὲ μετὰ τούτους. ἐπακολουθοῖ δ᾽ αὐτοῖς ἱδρύματα ἴδια πατρῴων θεῶν κατὰ νόμον ὀργιαζόμενα, γονέων δὲ μετὰ ταῦτα τιμαὶ ζώντων· γονέων δὲ μετὰ ταῦτα τιμαὶ ζώντων· ὡς θέμις ὀφείλοντα ἀποτίνειν τὰ πρῶτά τε καὶ μέγιστα ὀφειλήματα, χρεῶν πάντων πρεσβύτατα, νομίζειν δέ, ἃ κέκτηται καὶ ἔχει, πάντα εἶναι τῶν γεννησάντων καὶ θρεψαμένων πρὸς τὸ παρέχειν αὐτὰ εἰς ὑπηρεσίαν ἐκείνοις κατὰ δύναμιν πᾶσαν, ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς οὐσίας, δεύτερα τὰ τοῦ σώματος, τρίτα τὰ τῆς ψυχῆς, ἀπο τίνοντα δανείσματα ἐπιμελείας τε καὶ ὑπερπονούντων ὠδῖνας παλαιὰς ἐπὶ νέοις δανεισθείσας, ἀποδιδόντα δὲ παλαιοῖς ἐν τῷ γήρᾳ σφόδρα κεχρημένοις. παρὰ δὲ πάντα τὸν βίον ἔχειν τε καὶ ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῦ γονέας εὐφημίαν διαφερόντως, διότι κούφων καὶ πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία—πᾶσι γὰρ ἐπίσκοπος τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐτάχθη Δίκης Νέμεσις ἄγγελος—θυμουμένοις τε οὖν ὑπείκειν δεῖ καὶ ἀποπιμπλᾶσι τὸν θυμόν, ἐάντ᾽ ἐν λόγοις ἐάντ᾽ ἐν ἔργοις δρῶσιν τὸ τοιοῦτον, συγγιγνώσκοντα, ὡς εἰκότως μάλιστα πατὴρ ὑεῖ δοξάζων ἀδικεῖσθαι θυμοῖτ᾽ ἂν διαφερόντως. τελευτησάντων δὲ γονέων ταφὴ μὲν ἡ σωφρονεστάτη καλλίστη, μήτε ὑπεραίροντα τῶν εἰθισμένων ὄγκων μήτ᾽ ἐλλείποντα ὧν οἱ προπάτορες τοὺς ἑαυτῶν γεννητὰς ἐτίθεσαν, τάς τε αὖ κατ᾽ ἐνιαυτὸν τῶν ἤδη τέλος ἐχόντων ὡσαύτως ἐπιμελείας τὰς κόσμον φερούσας ἀποδιδόναι· τῷ δὲ μὴ παραλείπειν μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον, τούτῳ μάλιστ᾽ ἀεὶ πρεσβεύειν, δαπάνης τε τῆς διδομένης ὑπὸ τύχης τὸ μέτριον τοῖς κεκμηκόσιν νέμοντα. ταῦτ᾽ ἂν ποιοῦντες καὶ κατὰ ταῦτα ζῶντες ἑκάστοτε ἕκαστοι τὴν ἀξίαν ἂν παρὰ θεῶν καὶ ὅσοι κρείττονες ἡμῶν κομιζοίμεθα, ἐν ἐλπίσιν ἀγαθαῖς διάγοντες τὸ πλεῖστον τοῦ βίου.» ἃ δὲ πρὸς ἐκγόνους καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους καὶ πολίτας, ὅσα τε ξενικὰ πρὸς θεῶν θεραπεύματα καὶ ὁμιλίας συμπάντων τούτων ἀποτελοῦντα τὸν αὑτοῦ βίον φαιδρυνάμενον κατὰ νόμον κοσμεῖν δεῖ, τῶν νόμων αὐτῶν ἡ διέξοδος, τὰ μὲν πείθουσα, τὰ δὲ μὴ ὑπείκοντα πειθοῖ τῶν ἠθῶν βίᾳ καὶ δίκῃ κολάζουσα, τὴν πόλιν ἡμῖν συμβουληθέντων θεῶν μακαρίαν τε καὶ εὐδαίμονα ἀποτελεῖ·
 
[24] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 729.c.5 – 730.a.9» :
     Leg 729.c.5 ` to     Leg 730.a.9 συγγνειαν δ κα μογνων θεν κοινωναν πσαν τατο φσιν αματος χουσαν τιμν τις κα σεβμενος, ενους ν γενεθλους θεος ες παδων ατο σπορν σχοι κατ λγον. καὶ μὴν τό γε φίλων καὶ ἑταίρων πρὸς τὰς ἐν βίῳ ὁμιλίας εὐμενεῖς ἄν τις κτῷτο, μείζους μὲν καὶ σεμνοτέρας τὰς ἐκείνων ὑπηρεσίας εἰς αὑτὸν ἡγούμενος ἢ ᾽κεῖνοι, ἐλάττους δ᾽ αὖ τὰς αὑτοῦ διανοούμενος εἰς τοὺς φίλους χάριτας αὐτῶν τῶν φίλων τε καὶ ἑταίρων. εἰς μὴν πόλιν καὶ πολίτας μακρῷ ἄριστος ὅστις πρὸ τοῦ Ὀλυμπίασιν καὶ ἁπάντων ἀγώνων πολεμικῶν τε καὶ εἰρηνικῶν νικᾶν δέξαιτ᾽ ἂν δόξῃ ὑπηρεσίας τῶν οἴκοι νόμων, ὡς ὑπηρετηκὼς πάντων κάλλιστ᾽ ἀνθρώπων αὐτοῖς ἐν τῷ βίῳ. πρὸς δ᾽ αὖ τοὺς ξένους διανοητέον ὡς ἁγιώτατα συμβόλαια ὄντα· σχεδν γρ πντ στ τ τν ξνων κα ες τος ξνους μαρτματα παρ τ τν πολιτν ες θεν νηρτημνα τιμωρν μλλον. ρημος γρ ν ξνος ταρων τε κα συγγενν λεειντερος νθρποις κα θεος· δυνμενος ον τιμωρεν μλλον βοηθε προθυμτερον, δναται δ διαφερντως ξνιος κστων δαμων κα θες τ ξενίῳ συνεπμενοι Δι. πολλς ον ελαβεας, κα σμικρν προμηθεας νι, μηδν μρτημα περ ξνους μαρτντα ν τ βίῳ πρς τ τλος ατο πορευθναι. ξενικν δ α κα πιχωρων μαρτημτων τ περ τος κτας μγιστον γγνεται μρτημα κστοις· μεθ ο γρ κετεσας μρτυρος κτης θεο τυχεν μολογιν, φλαξ διαφρων οτος το παθντος γγνεται, στ οκ ν ποτε τιμρητος πθοι τυχν ν παθε.
 
[25] Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 953.e.2 – 953.e.4» :
     Leg 953.e.2 ` to     Leg 953.e.4 τιμῶντας ξένιον Δία, μὴ βρώμασι καὶ θύμασι τὰς ξενηλασίας ποιουμένους, καθάπερ ποιοῦσιν νῦν θρέμματα Νείλου, μηδὲ κηρύγμασιν ἀγρίοις.
 
[26] Βλ. Πλάτων «Γοργίας, 507.e.6 – 508.a.4» :
     Gorg 507.e.6 ` to     Gorg 508.a.4 φασὶ δ᾽ οἱ σοφοί, ὦ Καλλίκλεις, καὶ οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους τὴν κοινωνίαν συνέχειν καὶ φιλίαν καὶ κοσμιότητα καὶ σωφροσύνην καὶ δικαιότητα, καὶ τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν, ὦ ἑταῖρε, οὐκ ἀκοσμίαν οὐδὲ ἀκολασίαν.
 
[27] Βλ. Όμηρος «Ιλιάδα, Ι’, στ. 401 – 405» :
     Il 9.401 ` to     Il 9.405 οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον οὐδ᾽ ὅσα φασὶν
Ἴλιον ἐκτῆσθαι εὖ ναιόμενον πτολίεθρον  
τὸ πρὶν ἐπ᾽ εἰρήνης, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν,
οὐδ᾽ ὅσα λάϊνος οὐδὸς ἀφήτορος ἐντὸς ἐέργει
Φοίβου Ἀπόλλωνος Πυθοῖ ἔνι πετρηέσσῃ.
 
[28] Βλ. Πλάτων «Απολογία Σωκράτους. 42.a.2 – 42.a.5» :
     Apol 42.a.2 ` to     Apol 42.a.5 ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις· ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ τῷ θεῷ.  
 
[29] Βλ. Πλάτων «Νόμοι 726.a.2 – 727.e.3»:
     Leg 726.a.2 ` to     Leg 727.e.3 πάντων γὰρ τῶν αὑτοῦ κτημάτων μετὰ θεοὺς ψυχὴ θειότατον, οἰκειότατον ὄν. τὰ δ᾽ αὑτοῦ διττὰ πάντ᾽ ἐστὶ πᾶσιν. τὰ μὲν οὖν κρείττω καὶ ἀμείνω δεσπόζοντα, τὰ δὲ ἥττω καὶ χείρω δοῦλα· τῶν οὖν αὑτοῦ τὰ δεσπόζοντα ἀεὶ προτιμητέον τῶν δουλευόντων. οὕτω δὴ τὴν αὑτοῦ ψυχὴν μετὰ θεοὺς ὄντας δεσπότας καὶ τοὺς τούτοις ἑπομένους τιμᾶν δεῖν λέγων δευτέραν, ὀρθῶς παρακελεύομαι. τιμᾷ δ᾽ ὡς ἔπος εἰπεῖν ἡμῶν οὐδεὶς ὀρθῶς, δοκεῖ δέ· θεῖον γὰρ ἀγαθόν που τιμή, τῶν δὲ κακῶν οὐδὲν τίμιον, ὁ δ᾽ ἡγούμενος ἤ τισι λόγοις ἢ δώροις αὐτὴν αὔξειν ἤ τισιν ὑπείξεσιν, μηδὲν βελτίω δὲ ἐκ χείρονος αὐτὴν ἀπεργαζόμενος, τιμᾶν μὲν δοκεῖ, δρᾷ δὲ τοῦτο οὐδαμῶς. αὐτίκα παῖς εὐθὺς γενόμενος ἄνθρωπος πᾶς ἡγεῖται πάντα ἱκανὸς εἶναι γιγνώσκειν, καὶ τιμᾶν οἴεται ἐπαινῶν τὴν αὑτοῦ ψυχήν, καὶ προθυμούμενος ἐπιτρέπει πράττειν ὅτι ἂν ἐθέλῃ, τὸ δὲ νῦν λεγόμενόν ἐστιν ὡς δρῶν ταῦτα βλάπτει καὶ οὐ τιμᾷ· δεῖ δέ, ὥς φαμεν,   μετά γε θεοὺς δευτέραν. οὐδέ γε ὅταν ἄνθρωπος τῶν αὑτοῦ ἑκάστοτε ἁμαρτημάτων μὴ ἑαυτὸν αἴτιον ἡγῆται καὶ τῶν πλείστων κακῶν καὶ μεγίστων, ἀλλὰ ἄλλους, ἑαυτὸν δὲ ἀεὶ ἀναίτιον ἐξαιρῇ, τιμῶν τὴν αὑτοῦ ψυχήν, ὡς δὴ δοκεῖ, ὁ δὲ πολλοῦ δεῖ δρᾶν τοῦτο· βλάπτει γάρ. οὐδ᾽ ὁπόταν ἡδοναῖς παρὰ λόγον τὸν τοῦ νομοθέτου καὶ ἔπαινον χαρίζηται, τότε οὐδαμῶς τιμᾷ, ἀτιμάζει δὲ κακῶν καὶ μεταμελείας ἐμπιμπλὰς αὐτήν. οὐδέ γε ὁπόταν αὖ τἀναντία τοὺς ἐπαινουμένους πόνους καὶ φόβους καὶ ἀλγηδόνας καὶ λύπας μὴ διαπονῇ καρτερῶν ἀλλὰ ὑπείκῃ, τότε οὐ τιμᾷ ὑπείκων· ἄτιμον γὰρ αὐτὴν ἀπεργάζεται δρῶν τὰ τοιαῦτα σύμπαντα. οὐδ᾽ ὁπόταν ἡγῆται τὸ ζῆν πάντως ἀγαθὸν εἶναι, τιμᾷ, ἀτιμάζει δ᾽ αὐτὴν καὶ τότε· τὰ γὰρ ἐν Ἅιδου πράγματα πάντα κακὰ ἡγουμένης τῆς ψυχῆς εἶναι, ὑπείκει καὶ οὐκ ἀντιτείνει διδάσκων τε καὶ ἐλέγχων ὡς οὐκ οἶδεν οὐδ᾽ εἰ τἀναντία πέφυκεν μέγιστα εἶναι πάντων ἀγαθῶν ἡμῖν τὰ περὶ τοὺς θεοὺς τοὺς ἐκεῖ. οὐδὲ μὴν πρὸ ἀρετῆς ὁπόταν αὖ προτιμᾷ τις κάλλος, τοῦτ᾽ ἔστιν οὐχ ἕτερον ἢ ἡ τῆς ψυχῆς ὄντως καὶ πάντως ἀτιμία. ψυχῆς γὰρ σῶμα ἐντιμότερον οὗτος ὁ λόγος φησὶν εἶναι, ψευδόμενος· οὐδὲν γὰρ γηγενὲς Ὀλυμπίων ἐντιμότερον, ἀλλ᾽ ὁ περὶ ψυχῆς ἄλλως δοξάζων ἀγνοεῖ ὡς θαυμαστοῦ τούτου κτήματος ἀμελεῖ.
 
[30] Βλ. Πλάτων «Αξίοχος, 365.e.3 – 366.b.1» :
     Ax 365.e.3 ` to     Ax 366.b.1 τῆς συγκρίσεως ἅπαξ διαλυθείσης καὶ τῆς ψυχῆς εἰς τὸν οἰκεῖον ἱδρυθείσης τόπον, τὸ ὑπολειφθὲν σῶμα, γεῶδες ὂν καὶ ἄλογον, οὐκ ἔστιν ὁ ἄνθρωπος. ἡμεῖς μὲν γάρ ἐσμεν ψυχή, ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ· τὸ δὲ σκῆνος τουτὶ πρὸς κακοῦ περιήρμοσεν ἡ φύσις, ᾧ τὰ μὲν ἥδοντα ἀμυχιαῖα καὶ πτηνὰ καὶ εἰς πλείους ὀδύνας ἀνακεκραμένα, τὰ δὲ ἀλγεινὰ ἀκραιφνῆ καὶ πολυχρόνια καὶ τῶν ἡδόντων ἄμοιρα· νόσους δὲ καὶ φλεγμονὰς τῶν αἰσθητηρίων, ἔτι δὲ τὰς ἐντὸς κακότητας, οἷς ἀναγκαστῶς, ἅτε παρεσπαρμένη τοῖς πόροις, ἡ ψυχὴ συναλγοῦσα τὸν οὐράνιον ποθεῖ καὶ σύμφυλον αἰθέρα, καὶ διψᾷ, τῆς ἐκεῖσε διαίτης καὶ χορείας ὀριγνωμένη. ὥστε ἡ τοῦ ζῆν ἀπαλλαγὴ κακοῦ τινός ἐστιν εἰς ἀγαθὸν μεταβολή.
[31] Βλ. Πλάτων «Αξίοχος, 370.a.4 – 370.d.6» :
     Ax 370.a.4 ` to     Ax 370.d.6 ἀρχὴν γάρ, ὦ Ἀξίοχε, μὴ συνυποτιθέμενος ἁμῶς γέ πως μίαν αἴσθησιν, κατὰ τὸ ἀνεπιστῆμον, οὐκ ἄν ποτε πτυρείης τὸν θάνατον. νῦν δὲ περιτρέπεις σεαυτόν, δειματούμενος στερήσεσθαι τῆς ψυχῆς, τῇ δὲ στερήσει περιτιθεῖς ψυχήν, καὶ ταρβεῖς μὲν τὸ μὴ αἰσθήσεσθαι, καταλήψεσθαι δὲ οἴει τὴν οὐκ ἐσομένην αἴσθησιν αἰσθήσει· πρὸς τῷ πολλοὺς καὶ καλοὺς εἶναι λόγους περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις τοσόνδε ἂν ἤρατο μεγεθουργίας, ὥστε καταφρονῆσαι μὲν ὑπερβαλλόντων θηρίων βίας, διαπεραιώσασθαι δὲ πελάγη, δείμασθαι δὲ ἄστη, καταστήσασθαι δὲ πολιτείας, ἀναβλέψαι δὲ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδεῖν περιφορὰς ἄστρων καὶ δρόμους ἡλίου τε καὶ σελήνης, ἀνατολάς τε καὶ δύσεις, ἐκλείψεις τε καὶ ταχείας ἀποκαταστάσεις, ἰσημερίας τε καὶ τροπὰς διττάς, καὶ Πλειάδων χειμῶνας, καὶ θέρους ἀνέμους τε καὶ καταφορὰς ὄμβρων, καὶ πρηστήρων ἐξαισίους συρμούς, καὶ τὰ τοῦ κόσμου παθήματα παραπήξασθαι πρὸς τὸν αἰῶνα, εἰ μή τι θεῖον ὄντως ἐνῆν πνεῦμα τῇ ψυχῇ, δι᾽ οὗ τὴν τῶν τηλικῶνδε περίνοιαν καὶ γνῶσιν ἔσχεν. ὥστε οὐκ εἰς θάνατον ἀλλ᾽ εἰς ἀθανασίαν μεταβάλλεις, ὦ Ἀξίοχε, οὐδὲ ἀφαίρεσιν ἕξεις τῶν ἀγαθῶν ἀλλ᾽ εἰλικρινεστέραν τὴν ἀπόλαυσιν, οὐδὲ μεμειγμένας θνητῷ σώματι τὰς ἡδονὰς ἀλλ᾽ ἀκράτους ἁπασῶν ἀλγηδόνων. κεῖσε γὰρ ἀφίξῃ μονωθεὶς ἐκ τῆσδε τῆς εἱρκτῆς, ἔνθα ἄπονα πάντα καὶ ἀστένακτα καὶ ἀγήρατα, γαληνὸς δέ τις καὶ κακῶν ἄπονος βίος, ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος, καὶ περιαθρῶν τὴν φύσιν, φιλοσοφῶν οὐ πρὸς ὄχλον καὶ θέατρον ἀλλὰ πρὸς ἀμφιθαλῆ τὴν ἀλήθειαν.
 
[32] Βλ. Πλάτων «Αξίοχος, 371.a.1 – 372.a.8» :
     Ax 371.a.1 ` to     Ax 372.a.8 {ΣΩ.} Εἰ δὲ καὶ ἕτερον βούλει λόγον, ὃν ἐμοὶ ἤγγειλε Γωβρύης, ἀνὴρ μάγος· ἔφη κατὰ τὴν Ξέρξου διάβασιν τὸν πάππον αὑτοῦ καὶ ὁμώνυμον, πεμφθέντα εἰς Δῆλον, ὅπως τηρήσειε τὴν νῆσον ἄσυλον ἐν ᾗ οἱ δύο θεοὶ ἐγένοντο, ἔκ τινων χαλκέων δέλτων, ἃς ἐξ Ὑπερβορέων ἐκόμισαν Ὦπίς τε καὶ Ἑκαέργη, ἐκμεμαθηκέναι μετὰ τὴν τοῦ σώματος λύσιν τὴν ψυχὴν εἰς τὸν ἄδηλον χωρεῖν τόπον, κατὰ τὴν ὑπόγειον οἴκησιν, ἐν ᾗ βασίλεια Πλούτωνος οὐχ ἥττω τῆς τοῦ Διὸς αὐλῆς, ἅτε τῆς μὲν γῆς ἐχούσης τὰ μέσα τοῦ κόσμου, τοῦ δὲ πόλου ὄντος σφαιροειδοῦς, οὗ τὸ μὲν ἕτερον ἡμισφαίριον θεοὶ ἔλαχον οἱ οὐράνιοι, τὸ δὲ ἕτερον οἱ ὑπένερθεν, οἱ μὲν ἀδελφοὶ ὄντες, οἱ δὲ ἀδελφῶν παῖδες. τὰ δὲ πρόπυλα τῆς   εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ σιδηροῖς κλείθροις καὶ κλεισὶν ὠχύρωται. ταῦτα δὲ ἀνοίξαντα ποταμὸς Ἀχέρων ἐκδέχεται, μεθ᾽ ὃν Κωκυτός, οὓς χρὴ πορθμεύσαντας ἀχθῆναι ἐπὶ Μίνω καὶ Ῥαδάμανθυν, ὃ κλῄζεται πεδίον ἀληθείας. ἐνταυθοῖ καθέζονται δικασταὶ ἀνακρίνοντες τῶν ἀφικνουμένων ἕκαστον, τίνα βίον βεβίωκε καὶ τίσιν ἐπιτηδεύμασιν ἐνῳκίσθη τῷ σώματι. ψεύσασθαι μὲν οὖν ἀμήχανον. ὅσοις μὲν οὖν ἐν τῷ ζῆν δαίμων ἀγαθὸς ἐπέπνευσεν, εἰς τὸν τῶν εὐσεβῶν χῶρον οἰκίζονται, ἔνθα ἄφθονοι μὲν ὧραι παγκάρπου γονῆς βρύουσιν, πηγαὶ δὲ ὑδάτων καθαρῶν ῥέουσιν, παντοῖοι δὲ λειμῶνες ἄνθεσι ποικίλοις ἐαριζόμενοι, διατριβαὶ δὲ φιλοσόφων καὶ θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα, συμπόσιά τε εὐμελῆ καὶ εἰλαπίναι αὐτοχορήγητοι, καὶ ἀκήρατος ἀλυπία καὶ ἡδεῖα δίαιτα· οὔτε γὰρ χεῖμα σφοδρὸν οὔτε θάλπος ἐγγίγνεται, ἀλλ᾽ εὔκρατος ἀὴρ χεῖται ἁπαλαῖς ἡλίου ἀκτῖσιν ἀνακιρνάμενος. ἐνταῦθα τοῖς μεμυημένοις ἐστίν τις προεδρία· καὶ τὰς ὁσίους ἁγιστείας κἀκεῖσε συντελοῦσιν. πῶς οὖν οὐ σοὶ πρώτῳ μέτεστι τῆς τιμῆς, ὄντι γεννήτῃ τῶν θεῶν; καὶ τοὺς περὶ Ἡρακλέα τε καὶ Διόνυσον κατιόντας εἰς Ἅιδου πρότερον λόγος ἐνθάδε μυηθῆναι, καὶ τὸ θάρσος τῆς ἐκεῖσε πορείας παρὰ τῆς Ἐλευσινίας ἐναύσασθαι. ὅσοις δὲ τὸ ζῆν διὰ κακουργημάτων ἠλάθη, ἄγονται πρὸς Ἐρινύων ἐπ᾽ ἔρεβος καὶ χάος διὰ Ταρτάρου, ἔνθα χῶρος ἀσεβῶν καὶ Δαναΐδων ὑδρεῖαι ἀτελεῖς καὶ Ταντάλου δίψος καὶ Τιτυοῦ σπλάγχνα αἰωνίως ἐσθιόμενα καὶ γεννώμενα καὶ Σισύφου πέτρος ἀνήνυτος, οὗ τὰ τέρματα αὖθις ἄρχει πόνων. ἔνθα θηρσὶν περιλιχμώμενοι καὶ λαμπάσιν ἐπιμόνως πυρούμενοι Ποινῶν καὶ πᾶσαν αἰκίαν αἰκιζόμενοι ἀιδίοις τιμωρίαις τρύχονται. ταῦτα μὲν ἐγὼ ἤκουσα παρὰ Γωβρύου, σὺ δ᾽ ἂν ἐπικρίνειας, Ἀξίοχε. ἐγὼ γὰρ λόγῳ ἀνθελκόμενος τοῦτο μόνον ἐμπέδως οἶδα, ὅτι ψυχὴ ἅπασα ἀθάνατος, ἡ δὲ ἐκ τοῦδε τοῦ χωρίου μετασταθεῖσα καὶ ἄλυπος. ὥστε ἢ κάτω ἢ ἄνω εὐδαιμονεῖν σε δεῖ, Ἀξίοχε, βεβιωκότα εὐσεβῶς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου