«Γιατί το κάνω αυτό; Γιατί επιμένω να ξημερώνω με έναν έρωτα που έρχεται κύριος μόλις σουρουπώσει και φεύγει κλέφτης την αυγή με τρόπαιο την ψυχή μου;».
Κάποτε είπαν πως οι μεγάλοι έρωτες δεν ξύπνησαν ποτέ στο ίδιο κρεβάτι. Παραμύθια. Αυτοί οι έρωτες στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλοι, παρά μόνο δειλοί.
Παρολίγον έρωτες δηλαδή, μιας και ποιός ή τί μπορεί να αντισταθεί μπροστά σε αυτό το ανυπέρβλητο συναίσθημα που σου τα παίρνει αλλά και σου τα δίνει όλα τόσο απροσδόκητα; Ποια δικαιολογία είναι ικανή να σε κρατήσει μακριά από την απόλυτη πληρότητα;
Ο μεγάλος έρωτας, ο αληθινός, σημαίνει δίνομαι, δεν κρατώ τίποτα για μένα. Αφήνομαι ψυχή και σώμα να με παρασύρει στο άγνωστο με την ελπίδα πως το ταξίδι δεν θα τελειώσει ποτέ, αν είναι το ταξίδι που μετράει.
Κι αν το ζήτημα είναι ο προορισμός, πορεύομαι χέρι με χέρι, χτύπο τον χτύπο, με πείσμα και τόλμη μέχρι να φτάσω εκεί όπου το τέλος γίνεται αρχή.
Μα εσύ ζεις εξαρχής ένα αδιάκοπο τέλος και τίποτα άλλο. Πίνεις κλεμμένες στιγμές, γλυκόπικρες, στυφές για να ξεγελάσεις τη δίψα σου και βαφτίζεις έρωτα την καταδίκη σου.
Δεν είναι έρωτες αυτοί που σε κρατούν αιώνια διψασμένο στο σκοτάδι, μπαλώματα είναι και μάλιστα κακοραμμένα.
Κοίτα τα ρούχα σου πως ξέφτισαν. Το γυμνό σου σώμα, ορφανό από χάδια και αγκαλιές στο φως της ημέρας, μοιάζει με παράδεισο που λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στην κόλαση της μοναξιάς.
Γιατί το κάνεις λοιπόν αυτό; Γιατί ξημεροβραδιάζεσαι με αυταπάτες, φρούδες ελπίδες, με ψευδαισθήσεις και δανεικά αισθήματα;
Γιατί τον παρεξήγησες τον έρωτα, τον πέρασες για κάποιον άλλο, κάποιον λίγο.
Το νιώθεις πως έχεις κάνει λάθος, πως αυτός που ζεις είναι ψέμα κι όμως επιμένεις να το συντηρείς γιατί τάχα δεν ξέρεις που να αναζητήσεις τον αληθινό.
Πάντως όχι σε αυτόν που αφήνει τα σεντόνια σου κρύα και την ψυχή σου άδεια κάθε που χαράζει.
Όχι, αυτό δεν είναι έρωτας. Τουλάχιστον σε αυτό μην επιμένεις.
Κάποτε είπαν πως οι μεγάλοι έρωτες δεν ξύπνησαν ποτέ στο ίδιο κρεβάτι. Παραμύθια. Αυτοί οι έρωτες στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλοι, παρά μόνο δειλοί.
Παρολίγον έρωτες δηλαδή, μιας και ποιός ή τί μπορεί να αντισταθεί μπροστά σε αυτό το ανυπέρβλητο συναίσθημα που σου τα παίρνει αλλά και σου τα δίνει όλα τόσο απροσδόκητα; Ποια δικαιολογία είναι ικανή να σε κρατήσει μακριά από την απόλυτη πληρότητα;
Ο μεγάλος έρωτας, ο αληθινός, σημαίνει δίνομαι, δεν κρατώ τίποτα για μένα. Αφήνομαι ψυχή και σώμα να με παρασύρει στο άγνωστο με την ελπίδα πως το ταξίδι δεν θα τελειώσει ποτέ, αν είναι το ταξίδι που μετράει.
Κι αν το ζήτημα είναι ο προορισμός, πορεύομαι χέρι με χέρι, χτύπο τον χτύπο, με πείσμα και τόλμη μέχρι να φτάσω εκεί όπου το τέλος γίνεται αρχή.
Μα εσύ ζεις εξαρχής ένα αδιάκοπο τέλος και τίποτα άλλο. Πίνεις κλεμμένες στιγμές, γλυκόπικρες, στυφές για να ξεγελάσεις τη δίψα σου και βαφτίζεις έρωτα την καταδίκη σου.
Δεν είναι έρωτες αυτοί που σε κρατούν αιώνια διψασμένο στο σκοτάδι, μπαλώματα είναι και μάλιστα κακοραμμένα.
Κοίτα τα ρούχα σου πως ξέφτισαν. Το γυμνό σου σώμα, ορφανό από χάδια και αγκαλιές στο φως της ημέρας, μοιάζει με παράδεισο που λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στην κόλαση της μοναξιάς.
Γιατί το κάνεις λοιπόν αυτό; Γιατί ξημεροβραδιάζεσαι με αυταπάτες, φρούδες ελπίδες, με ψευδαισθήσεις και δανεικά αισθήματα;
Γιατί τον παρεξήγησες τον έρωτα, τον πέρασες για κάποιον άλλο, κάποιον λίγο.
Το νιώθεις πως έχεις κάνει λάθος, πως αυτός που ζεις είναι ψέμα κι όμως επιμένεις να το συντηρείς γιατί τάχα δεν ξέρεις που να αναζητήσεις τον αληθινό.
Πάντως όχι σε αυτόν που αφήνει τα σεντόνια σου κρύα και την ψυχή σου άδεια κάθε που χαράζει.
Όχι, αυτό δεν είναι έρωτας. Τουλάχιστον σε αυτό μην επιμένεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου