Πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν ότι ένα βασικό χαρακτηριστικό της αγάπης είναι η ανιδιοτέλεια. Τι είναι όμως η ανιδιοτέλεια; Μερικοί λένε ότι ανιδιοτελή είναι τα συναισθήματα και η συμπεριφορά που εκδηλώνονται χωρίς να απορρέουν από κάποια ανάγκη μας. Η ανάγκη όμως είναι μία από τις κυρίαρχες ιδιότητες της ανθρώπινης φύσης.
Στο σημείο αυτό καταφεύγω και πάλι στο ίδιο λεξικό και κοιτάζω τη λέξη ιδιοτέλεια. Βρίσκω να λέει: «Η προσήλωση προς το ίδιον συμφέρον». Μ’ άλλα λόγια, η συμπεριφορά που έχει σαν μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση των δικών μας και μόνον αναγκών.
Η ανιδιοτέλεια λοιπόν δεν σημαίνει την ολοκληρωτική απουσία κάποιας ανάγκης. Αν πιστέψουμε κάτι τέτοιο, μοιραία θα οδηγηθούμε και πάλι στην ουτοπία της εξιδανικευμένης αγάπης, μια και δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ανάγκες. Οπότε φτάνουμε και πάλι στο αφοριστικό συμπέρασμα: «Άνθρωπε, δεν είσαι σε θέση ν’ αγαπήσεις».
Κι εδώ ακριβώς είναι που χρειάζεται να γίνει η κρίσιμη διάκριση: Για να θεωρηθεί η συμπεριφορά μου σαν ανιδιοτελής, δεν χρειάζεται να μην έχω ανάγκες, αλλά να μην καθορίζεται η συμπεριφορά μου από κάποια ανάγκη μου.
Έτσι, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι είναι η ανιδιοτελής προσφορά ως βασικό γνώρισμα της αγάπης, χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της άρνησης των αναγκών μας, θα χρειαστεί να λάβουμε υπόψη μας έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα: Την εκλογή.
Ο Κρίσιμος Παράγοντας της Εκλογής
Κάθε άνθρωπος προσπαθεί να έχει τη δυνατότητα να διαλέγει ο ίδιος τη συμπεριφορά του και ν’ αποφασίζει για τον εαυτό του. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πάντοτε εφικτό. Υπάρχουν φορές που η συμπεριφορά μας είναι αποτέλεσμα της εκλογής μας. Άλλες πάλι είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας μας να δράσουμε διαφορετικά. Όταν λοιπόν η ένταση των αναγκών είναι τέτοια που μας αφαιρεί τη δυνατότητα εκλογής από τη συμπεριφορά μας, τότε γινόμαστε ευάλωτοι και κατά συνέπεια ιδιοτελείς.
Έτσι, όταν τη συμπεριφορά μου απέναντί σου την καθορίζει ένα αναμενόμενο κέρδος μου, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι ιδιοτελής και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν αγάπη. Αν πάρουμε υπόψη μας αυτό το στοιχείο, τότε καταλήγουμε σ’ έναν ρεαλιστικό ορισμό για την αγάπη που παίρνει υπόψη του την ανθρώπινη φύση μας:
Αγάπη είναι η συναισθηματική κατάσταση που μας οδηγεί να προσφέρουμε σαν αποτέλεσμα της ελεύθερης εκλογής μας και δεν καθορίζεται από τις ανάγκες μας.
Φαίνεται λοιπόν πως η βασική προϋπόθεση, ώστε να είμαστε σε θέση ν’ αγαπήσουμε, είναι μία: Να μην είμαστε συναισθηματικά ευάλωτοι. Μ’ άλλα λόγια η αγάπη μας προς τον άλλο να είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης εκλογής και όχι της αδυναμίας μας να δράσουμε διαφορετικά.
Για παράδειγμα, όλοι θέλουμε ένα σύντροφο στη ζωή μας. Άλλο όμως να δημιουργούμε μία σχέση επειδή το διαλέγουμε κι άλλο επειδή δεν μπορούμε να ισορροπήσουμε συναισθηματικά από μόνοι μας. Στη δεύτερη περίπτωση, η «αγάπη» που πιθανόν να νιώσουμε για κάποιον άνθρωπο δεν είναι αποτέλεσμα της εκλογής μας, αλλά απορρέει από την επιτακτική μας ανάγκη να ισορροπήσουμε συναισθηματικά. Στην περίπτωση αυτή είμαστε ευάλωτοι στη συναισθηματική εκμετάλλευση, είτε σε βάρος μας, είτε σε βάρος του άλλου.
Η ανιδιοτέλεια λοιπόν δεν σημαίνει την ολοκληρωτική απουσία κάποιας ανάγκης. Αν πιστέψουμε κάτι τέτοιο, μοιραία θα οδηγηθούμε και πάλι στην ουτοπία της εξιδανικευμένης αγάπης, μια και δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ανάγκες. Οπότε φτάνουμε και πάλι στο αφοριστικό συμπέρασμα: «Άνθρωπε, δεν είσαι σε θέση ν’ αγαπήσεις».
Κι εδώ ακριβώς είναι που χρειάζεται να γίνει η κρίσιμη διάκριση: Για να θεωρηθεί η συμπεριφορά μου σαν ανιδιοτελής, δεν χρειάζεται να μην έχω ανάγκες, αλλά να μην καθορίζεται η συμπεριφορά μου από κάποια ανάγκη μου.
Έτσι, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι είναι η ανιδιοτελής προσφορά ως βασικό γνώρισμα της αγάπης, χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της άρνησης των αναγκών μας, θα χρειαστεί να λάβουμε υπόψη μας έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα: Την εκλογή.
Ο Κρίσιμος Παράγοντας της Εκλογής
Κάθε άνθρωπος προσπαθεί να έχει τη δυνατότητα να διαλέγει ο ίδιος τη συμπεριφορά του και ν’ αποφασίζει για τον εαυτό του. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πάντοτε εφικτό. Υπάρχουν φορές που η συμπεριφορά μας είναι αποτέλεσμα της εκλογής μας. Άλλες πάλι είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας μας να δράσουμε διαφορετικά. Όταν λοιπόν η ένταση των αναγκών είναι τέτοια που μας αφαιρεί τη δυνατότητα εκλογής από τη συμπεριφορά μας, τότε γινόμαστε ευάλωτοι και κατά συνέπεια ιδιοτελείς.
Έτσι, όταν τη συμπεριφορά μου απέναντί σου την καθορίζει ένα αναμενόμενο κέρδος μου, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι ιδιοτελής και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν αγάπη. Αν πάρουμε υπόψη μας αυτό το στοιχείο, τότε καταλήγουμε σ’ έναν ρεαλιστικό ορισμό για την αγάπη που παίρνει υπόψη του την ανθρώπινη φύση μας:
Αγάπη είναι η συναισθηματική κατάσταση που μας οδηγεί να προσφέρουμε σαν αποτέλεσμα της ελεύθερης εκλογής μας και δεν καθορίζεται από τις ανάγκες μας.
Φαίνεται λοιπόν πως η βασική προϋπόθεση, ώστε να είμαστε σε θέση ν’ αγαπήσουμε, είναι μία: Να μην είμαστε συναισθηματικά ευάλωτοι. Μ’ άλλα λόγια η αγάπη μας προς τον άλλο να είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης εκλογής και όχι της αδυναμίας μας να δράσουμε διαφορετικά.
Για παράδειγμα, όλοι θέλουμε ένα σύντροφο στη ζωή μας. Άλλο όμως να δημιουργούμε μία σχέση επειδή το διαλέγουμε κι άλλο επειδή δεν μπορούμε να ισορροπήσουμε συναισθηματικά από μόνοι μας. Στη δεύτερη περίπτωση, η «αγάπη» που πιθανόν να νιώσουμε για κάποιον άνθρωπο δεν είναι αποτέλεσμα της εκλογής μας, αλλά απορρέει από την επιτακτική μας ανάγκη να ισορροπήσουμε συναισθηματικά. Στην περίπτωση αυτή είμαστε ευάλωτοι στη συναισθηματική εκμετάλλευση, είτε σε βάρος μας, είτε σε βάρος του άλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου