«Εάν
η Βίβλος ήταν ένα έργο εμπνευσμένο από ένα Θεό,
δεν θα έπρεπε να είναι ορθό, σαφές, αληθινό, ευφυές, σωστό και όμορφο;
Και γιατί άραγε ξεχειλίζει από επιστημονικά παράλογα, λογικές αντιφάσεις,
ιστορικές πλάνες, ανθρώπινες ανοησίες, ηθικές διαστροφές και λογοτεχνικές ασχήμιες;»
δεν θα έπρεπε να είναι ορθό, σαφές, αληθινό, ευφυές, σωστό και όμορφο;
Και γιατί άραγε ξεχειλίζει από επιστημονικά παράλογα, λογικές αντιφάσεις,
ιστορικές πλάνες, ανθρώπινες ανοησίες, ηθικές διαστροφές και λογοτεχνικές ασχήμιες;»
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ίδιος όρος, κρετίνο προέρχεται
από το «χριστιανός» (μέσω του γαλλικού crétin, από το chrétien), με ήδη
πιστοποιημένη χρήση από την Εγκυκλοπαίδεια το 1754: σύμφωνα με τον Πιανιτζιάνι,
«επειδή τέτοιου είδους άτομα θεωρούνταν απλοϊκοί και αγαθοί άνθρωποι, με άλλα
λόγια επειδή, κουτοί και ανόητοι καθώς είναι, μοιάζουν σχεδόν απορροφημένοι από
το θαυμασμό τους για τα ουράνια πράγματα».
Η σύνδεση ανάμεσα στο Χριστιανισμό και στον κρετινισμό,
φαινομενικά αναιδής, στην πραγματικότητα ενισχύεται από την αυθεντική ερμηνεία
του ίδιου του Χριστού, που στην επί του Όρους Ομιλία άρχισε τον κατάλογο των
μακαρισμών ως εξής: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία
των ουρανών» χρησιμοποιώντας μια διατύπωση που τυπικά απαντά και στα εβραϊκά
(anawim ruach). Κατά βάθος, η κριτική στο Χριστιανισμό θα μπορούσε λοιπόν να
συνοψιστεί στο εξής:
...αφού κυριολεκτικά είναι μια θρησκεία για κρετίνους, δεν είναι κατάλληλη για εκείνους που, ίσως για κακή τους τύχη, έχουν καταδικαστεί να μην είναι κρετίνοι.
Μια τέτοια κριτική, παρεμπιπτόντως, θα εξηγούσε εν μέρει και
την τύχη του Χριστιανισμού: γιατί, όπως αναφέρει η στατιστική, ο μισός
παγκόσμιος πληθυσμός έχει ευφυϊα κατώτερη από τον μέσο όρο, και άρα λοιπόν είναι
κατάλληλα προδιατεθειμένος πνευματικά γι’ αυτόν και για άλλους μακαρισμούς.
Μολονότι είναι απολύτως ικανοποιητική ως προς τα συμπεράσματά
της, η ετυμολογική κριτική θα μπορούσε να αντικρουστεί εύκολα από όσους θα
έβρισκαν την επιχειρηματολογία της υπερβολικά αβαθή: Κατά βάθος, ως Ευρωπαίοι
(στα ελληνικά ευρύς+ωψ, ωπός, «ανοιχτομάτης, με μεγάλα μάτια»), μπορεί να μην
είμαστε κυριολεκτικά «ανοιχτομάτηδες», αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να
καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι έχουμε όλοι κρετίνικη έκφραση και άρα, λοιπόν, ως
Ευρωπαίοι δεν μπορούμε να μην λεγόμαστε Χριστιανοί (αν και κάποιοι το έκαναν με
όχι σαφέστερα επιχειρήματα).
Εάν θέλουμε να φτάσουμε με πειστικό τρόπο στα ίδια συμπεράσματα, δηλαδή ότι ο Χριστιανισμός είναι ανάξιος για τον ορθολογισμό και την ευφυϊα του ανθρώπου, θα πρέπει τότε να φορτωθούμε στους ώμους μας τη Βίβλο και να ανηφορίσουμε την οδό του μαρτυρίου προς τον Γολγοθά μιας ερμηνείας της: όχι μόνο των Ευαγγελίων (από την ελληνική λέξη ευαγγέλιον, «καλή είδηση» ή «καλή αγγελία»), αλλά όλων των γραφών από τις οποίες εμπνεύστηκαν οι συγγραφείς τους και που με τη σειρά τους ενέπνευσαν στη συνέχεια, από τη Γένεση μέχρι την Κατήχηση.
Συνεπώς, εάν θα θέλαμε να αποδείξουμε ότι ο Χριστιανισμός δεν
αποτέλεσε το εφαλτήριο ή τις ρίζες της ευρωπαϊκής δημοκρατικής και επιστημονικής
σκέψης, αλλά την τροχοπέδη ή τα
ζιζάνια που κατέπνιγαν μονίμως την ανάπτυξή της, θα έπρεπε να κλείσουμε τη
μύτη μας και να διατρέξουμε πάλι τη δύσοσμη ιστορία του αίματος των θυμάτων των
Σταυροφοριών και των καπνών από τα πυρά της Ιεράς Εξέτασης.
Προκειμένου μάλιστα να αποφύγουμε την υπερβολικά εύκολη
αγνόηση αυτής της ιστορίας με την αιτιολογία «δεν αφορά την εποχή μας», θα
πρέπει να θυμίσουμε ότι και η δική μας εποχή έχει τις σταυροφορίες της και τις
ιερές της εξετάσεις: Η κατάκτηση των πετρελαιοπηγών των Μουσουλμάνων ή η
διενέργεια δημοψηφίσματος ενάντια στις βιοτεχνολογίες δεν διαφέρουν και πολύ από
την απελευθέρωση του Παναγίου Τάφου από τους άπιστους ή από τη δίωξη του
ηλιοκεντρισμού.
Κυρίως όταν ο Θεός που «το θέλει» ή «είναι μαζί μας» είναι ο ίδιος που το όνομά του, εκτός από την επίκλησή του μέσα στις εκκλησίες, χαράσσεται πάνω στις ναζιστικές πόρπες και τυπώνεται πάνω στα αμερικανικά δολάρια.
Το ζήτημα δεν είναι, φυσικά, να τα βάλουμε όλα σε ένα καζάνι,
μολονότι η Καθολική Εκκλησία τα κατάφερε τον 20ό αιώνα να βγάζει από κάθε καζάνι
ένα κονκορδάτο, θα κάνουμε διάκριση μεταξύ των ποικίλων προσδιορισμών του
Χριστιανισμού, αλλά θα εστιάσουμε, φυσικά, στον Καθολικισμό, όχι ασφαλώς για τις
φανταστικές αξιώσεις του ότι αποτελεί την αυθεντική εκδοχή της χριστιανικής
θρησκευτικότητας, αλλά για τις πραγματικές του ικανότητες να κατευθύνει την
πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή των χωρών της Νότιας Ευρώπης και της
Νότιας Αμερικής (που, όχι τυχαία, είναι οι πιο καθυστερημένες των ηπείρων
τους).
Κατά βάθος, επειδή ακριβώς ο Χριστιανισμός γενικά, και ο
Καθολικισμός ειδικότερα, δεν είναι (μόνο) πνευματικά φαινόμενα και έχουν
βαρύνουσα παρέμβαση στην εξέλιξη της πολιτικής ζωής ολόκληρων εθνών, οι μη
πιστοί μπορούν πάντα να διεκδικούν το δικαίωμα, και μερικές φορές οφείλουν να
επιφορτίζονται με το καθήκον, να αναχαιτίζουν την επιρροή τους. Κυρίως όταν,
όπως σήμερα, ο αντικληρικισμός συνιστά περισσότερο υπεράσπιση της κοσμικότητας
του κράτους παρά επίθεση στη θρησκεία της εκκλησίας.
Σε κανονικές συνθήκες, μια τέτοια υπεράσπιση θα αποτελούσε
καθήκον των θεσμών και των αντιπροσώπων του λαού. Δυστυχώς όμως, τούτοι οι
καιροί είναι ανισόρροποι, αφού πρόεδροι, υπουργοί και κοινοβουλευτικοί
εκπρόσωποι συναγωνίζονται ποιος θα γονατίσει πρώτος μπροστά σε πάπες,
καρδινάλιους κι επισκόπους και δέχονται οποιαδήποτε βοήθεια από τους αποστάτες
όχι μονο του κομμουνισμού και του σοσιαλισμού, αλλά και του ίδιου του
Ρισορτζιμέντο, της ενότητας και της ανεξαρτησίας της Ιταλίας, οι θεμελιωτές της
οποίας είχαν δεόντως διαχωρίσει τα ζητήματα του κράτους από εκείνα της
εκκλησίας.
Ο κλήρος λοιπόν πέφτει στους απλούς πολίτες να αναλάβουν
την υπεράσπιση του λαϊκού κράτους, για να διορθώσουν τις ανεπάρκειες των
αντιπροσώπων τους. Και, στο υπό συζήτηση θέμα, ο κλήρος πέφτει σε ένα μαθηματικό
να αναλάβει το βάρος να φανερώσει αυτή τη φορά τις ανεπάρκειες των
φιλοσόφων.
Κυρίως εκείνων που στα λόγια υπερασπίζονται το κοσμικό
κράτος, αλλά στην πράξη καταλήγουν να είναι πιο παπιστές από τον πάπα. Μια
ολυμπιακού μεγέθους επιχείρηση, με δεδομένο ότι οι πάπες είναι σκληρά καρύδια.
Και φυσικά ένας μαθηματικός δεν θα μπορούσε να μην αποδώσει φόρο τιμής,
τουλάχιστον στον τίτλο, στον πιο διαπρεπή από τους προγενέστερους. Στον
Μπέρτραντ Ράσελ του "Γιατί δεν είμαι
χριστιανός" (1975), που ήταν ο αντίλογος στο "Γιατί δεν μπορούμε να μη
λεγόμαστε χριστιανοί" του Μπενεντέτο Κρότσε (1943). Δηλαδή, κάθε εποχή δεν
διαθέτει μόνο τους συνεργάτες φιλοσόφους της, αλλά και τους αντιστασιακούς
μαθηματικούς της.
Αντίθετα, η εναρμόνιση με το απόφθεγμα του Σέρεν Κίρκεγκορ,
"Δεν μπορούμε να είμαστε χριστιανοί" είναι απλή και καθαρή ταυτοφωνία. Πράγματι,
δεν δείχνει απλώς την υποτιθέμενη ανεπάρκεια του πιστού που θα τον εμπόδιζε να
πετύχει μια αυθεντική προσωπική σχέση με τον Χριστό, αλλά τον αποδεδειγμένο
παραλογισμό της ίδιας της χριστιανικής πίστης που αξιώνει να σερβίρει ακόμα στον
σύγχρονο άνθρωπο της Δύσης μπαγιάτικους μύθους της Μέσης Ανατολής και
παιδιάστικες μεσαιωνικές δεισιδαιμονίες.
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να ανακαλύψουμε μαζί αυτούς τους
μύθους και τις δεισιδαιμονίες, για να δείξουμε με παρρησία ότι δεν βαίνουν όλα
προς το καλύτερο στην (αυτοαποκαλούμενη) καλύτερη από όλες πίστεις.
Αν έπειτα οι αφελείς υπεραισιόδοξοι «πιστεύοντες» και
«θεούσοι» θα διατηρήσουν με αισιοδοξία το Πιστεύω τους και τον θεό τους, θα
είμαστε όλοι ευτυχείς. Κατά βάθος, και βάσει αρχών επίσης, ο αθεϊσμός δεν είναι
πίστη και δεν ασκεί αντι-προσηλυτισμό.
Διεκδικεί μόνο, χριστιανικά, να μπορεί να αποδώσει τα της Λογικής στη Λογική. Και δεν λησμονεί, μέσα στο πνεύμα του Βολταίρου, ότι χρειάζεται να καλλιεργεί κανείς και τον δικό του κήπο και όχι μόνο εκείνον της Εδέμ.
Απόσπασμα του Piergiorgio Odifreddi από το βιβλίο του «Γιατί
δεν μπορούμε να είμαστε χριστιανοί και πόσο μάλλον καθολικοί» Ο πρώτος σταθμός
της δικής μας via crucis, της δικής μας οδού του μαρτυρίου, είναι η αρχή όλων
των αρχών. Η εβραϊκή μυθολογία της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου,
εξιστορημένη σε δύο διαφορετικές και αντιφατικές εκδοχές στα κεφάλαια Α΄-ΙΑ΄ της
Γένεσης» Έτσι ξεκινάει αυτό το εξαίσιο ταξίδι του αυθάδη μαθηματικού
Πιερτζιόρτζιο Οντιφρέντι στις Γραφές αλλά και στην ιστορία της Εκκλησίας, μέχρι
τις ημέρες μας. Ως άνθρωπος της επιστήμης, θεωρεί τη διαβεβαίωση ότι ο Θεός της
Βίβλου είναι ο μοναδικός αληθινός Θεός βλασφημία προς Εκείνον που οι άνθρωποι
καλής πίστης, από τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα ως τον Σπινόζα, ανέκαθεν ταύτιζαν
με την Ευφυΐα-τη Νοημοσύνη του Σύμπαντος και την Αρμονία του Κόσμου.
Ως πολίτης δηλώνει ότι ο χριστιανισμός δεν αποτέλεσε το
εφαλτήριο της ευρωπαϊκής δημοκρατικής και επιστημονικής σκέψης, αλλά την
τροχοπέδη που κατέπνιξε σοβαρά την πολιτική και ηθική ανάπτυξη και υποστηρίζει
ότι σήμερα ο αντικληρικισμός αποτελεί περισσότερο μία άμυνα του κοσμικού κράτους
παρά μία επίθεση στη θρησκεία της Εκκλησίας.
Ως συγγραφέας, εν τέλει, διαβάζει την Παλαιά και την Καινή
Διαθήκη καθώς και τις διαδοχικές δογματικές επεξεργασίες-ερμηνείες της Εκκλησίας
για να αποκαλύψει σε αυτές, με τεκμηριωμένη όσο και συναρπαστική κριτική, όχι
μόνο τις λογικές ανακολουθίες αλλά και τα ιστορικά αβάσιμα, αποδίδοντας τα του
Λόγου στο Λόγο και αφήνοντας την Αλήθεια να ξεπροβάλει από τα κείμενα: δηλαδή,
λέει ο Οντιφρέντι, ότι «ο Μωυσής, ο Ιησούς και ο πάπας είναι γυμνοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου