Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Δεν είναι ότι δεν Θέλω, είναι που Φοβάμαι

Φανταστείτε ένα παιδί να τρέχει με λαχτάρα προς τη μητέρα του (*) καθώς εκείνη επιστρέφει από έναν αποχωρισμό. Της απλώνει τα χέρια να το πάρει αγκαλιά, αλλά μόλις βρεθεί στην αγκαλιά της, παλεύει θυμωμένα να το αφήσει κάτω. Μετά, πάει και στέκεται λίγο παράμερα κοιτάζοντάς την στενοχωρημένα [1].

Το παιδί αυτό μεγαλώνοντας θα υιοθετήσει ένα φοβικό στυλ στον τρόπο που σχετίζεται, δηλαδή ένα ακανόνιστο μείγμα έντονης ανάγκης να προσκολληθεί στους άλλους και εξίσου έντονης ανάγκης να τους αποφύγει την ίδια στιγμή [2].

Ακούγεται παράξενη συμπεριφορά αλλά στην πραγματικότητα είναι η μόνη λογική συμπεριφορά μπροστά σε μια αγκαλιά που γίνεται συγχρόνως αντιληπτή ως επιθυμητή και επικίνδυνη. Είναι η μόνη δυνατή απόκριση όταν η λύση στο φόβο είναι η επαφή με εκείνον που προκαλεί το φόβο.

Από τα τρία ανασφαλή στυλ δεσμού (**), το φοβικό είναι το πιο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί.
Τα διπλά μηνύματα που στέλνει ο «φοβικός» ξεγελούν και παραπλανούν: Είναι εύκολο να τον μπερδέψεις για «απορριπτικό» αν σου διαφύγει ο φόβος πίσω από την απομάκρυνσή του και είναι το ίδιο εύκολο να τον περάσεις για «υπερεμπλεκόμενο» αν δεν διακρίνεις το δισταγμό πίσω από το πλησίασμά του.

* Ή τον πατέρα του.
** Απορριπτικό, υπερεμπλεκόμενο και φοβικό στυλ δεσμού [3].

ΕΧΩ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ Ο «φοβικός» δεν έχει απάντηση στο αν η οικειότητα αποτελεί βιώσιμη επιλογή για κείνον και αυτό γίνεται φανερό στη συμπεριφορά του [4].

Δεν φαίνεται να κατανοεί πώς λειτουργούν οι σχέσεις, δεν έχει οργανωμένη στρατηγική προσέγγισης και δεν ξέρει πώς να συνδεθεί με τους άλλους.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν κατάφερε να λύσει το φοβερό δίλημμα που του τέθηκε κάποτε: «Να πάω προς εκείνον από τον οποίο εξαρτάται η ζωή μου ή να μείνω μακριά του προκειμένου να μην πονέσω;».

Κουβαλάω βαριά μπαγκάζια Μεγάλωσε με κακοποιητικούς, αποπροσανατολιστικούς και τρομακτικούς ανθρώπους [5], που σημαίνει ότι εκείνοι που υποτίθεται θα έπρεπε να τον αγαπούν και να τον προστατεύουν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που τον αναστάτωναν και τον πλήγωναν.

Έτσι έκανε τη σύνδεση μεταξύ επιθυμίας και φόβου και έτσι η σχέση καθιερώθηκε στο μυαλό του ως παράδεισος και κόλαση μαζί.

Στριμωγμένος μέσα σε αυτή τη συνθήκη και αδυνατώντας να αποφασίσει αν περισσότερο φοβάται ή αγαπά, ο «φοβικός» διάλεξε να αγνοήσει το δίλημμα και να μπλοκάρει από τη συνείδησή του τα αντιφατικά και συγκρουσιακά συναισθήματα.

Σήμερα ζει αποσυνδεδεμένος από το συναισθηματικό του κόσμο, αλλά ο αποδιοργανωμένος τρόπος με τον οποίο σχετίζεται δεν κρύβει τη βαθιά χαραγμένη κι ανθεκτική του πεποίθηση ότι αγάπη και σχέση θα πει φόβος και τρόμος.

Δεν εμπιστεύομαι κανέναν, ούτε καν τον εαυτό μου Με τέτοιο ιστορικό δεν είναι παράξενο που ο «φοβικός» ανέπτυξε αρνητική εικόνα για όλους και   για όλα [6].

Η αίσθηση που έχει για τον εαυτό του δεν είναι απλώς η αίσθηση ενός ανθρώπου που δεν έχει τίποτα καλό και δεν αξίζει να αγαπηθεί, αλλά ενός ανθρώπου ελαττωματικού ο οποίος μόνο απέχθεια και ντροπή μπορεί να προκαλέσει. Με παρόμοιο τρόπο, η γνώμη του για τους άλλους ανθρώπους είναι κάτι παραπάνω από αρνητική αφού τους θεωρεί όλους ανάξιους εμπιστοσύνης και εν δυνάμει εχθρικούς, επικίνδυνους και βλαπτικούς.

Προβάλλοντας τέτοια αρνητικά κίνητρα στους άλλους και περιμένοντας ότι, αργά ή γρήγορα θα του τη φέρουν, γίνεται συχνά επιθετικός και επικριτικός μαζί τους, ενώ από την άλλη, έχοντας πολύ εύθραυστη αυτοεικόνα, δεν αντέχει κανενός είδους κριτική ή ανατροφοδότηση από εκείνους.

Το αποτέλεσμα όλης αυτής της καχυποψίας, αμυντικότητας και ανασφάλειας είναι τα μόνιμα προβλήματα στις σχέσεις του [7], η απομόνωση και η εσωστρέφεια, η αναβλητικότητα και η αναποφασιστικότητα και φυσικά η μοναξιά.

Το προσωπείο του ατρόμητουΕίναι προφανές ότι ο «φοβικός» είναι δύσκολος άνθρωπος. Ούτε οι πιο «στενοί» του άνθρωποι δεν γνωρίζουν τις συγκρούσεις που διαδραματίζονται μέσα του.

Για την ακρίβεια σπανίως θυμίζει φοβικό. Τρέμοντας τον ίδιο του το φόβο, πασχίζει να καλύψει την αδυναμία και ευαλωτότητά του προβάλλοντας σε συνεχή βάση μια μονομερή αν και εξαιρετικά ευάλωτη εικόνα δύναμης, επιτυχίας και επάρκειας [8].

Έτσι, η εσωστρέφεια καλύπτεται από μια επίφαση εξωστρέφειας, η αίσθηση ανεπάρκειας από μια καταναγκαστική αναζήτηση αποδοτικότητας, η ανεκπλήρωτη ανάγκη για φροντίδα από μια επίφαση αυτάρκειας και το εσωτερικό κενό από μια επίφαση νορμάλ ζωής.

Το προσωπείο, που πρωτοφόρεσε ο «φοβικός» ως παιδί για να κερδίσει λίγα ψίχουλα αγάπης, έχει γίνει πλέον μόνιμο προσωπείο που προορίζεται για δημόσια κατανάλωση [9]. Λειτουργεί αποτελεσματικά ως ανάχωμα στους κινδύνους εισβολής αλλά για να μείνει στη θέση του επιβάλλει πειθαρχία και στεγνότητα.

Προστατεύει μεν, αλλά με τον όρο οι πραγματικές ανάγκες να μείνουν θαμμένες.

Όταν κάποιος πλησιάζει πολύ η μάσκα κινδυνεύει να πέσει Πουθενά αλλού δε κινδυνεύει περισσότερο να φύγει από τη θέση του το προσωπείο απ’ ό,τι εντός μιας στενής σχέσης.

Αν κάποιος διαπεράσει τις άμυνες και πλησιάσει αρκετά, υπάρχει ο κίνδυνος να καταλάβει πόσο «ελαττωματικός» και «κατεστραμμένος» είναι ο «φοβικός» και να τον χλευάσει, απορρίψει ή εγκαταλείψει.

Αυτή είναι η σύγκρουση με την οποία παλεύει:
Αποφεύγει την οικειότητα παρόλο που την επιθυμεί βαθιά, αφενός γιατί δεν πιστεύει ότι την αξίζει και αφετέρου γιατί είναι σίγουρος ότι οι άλλοι θα είναι αρνητικά διακείμενοι απέναντι του.

Δηλαδή, εξορίζει τον εαυτό του από την αγάπη όντας πεπεισμένος ότι ούτε ο ίδιος αλλά ούτε οι άλλοι αξίζουν να αγαπηθούν!

ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΟΥ ΚΥΚΛΟΥΣ ΚΑΝΟΥΝ Τις φορές που ο «φοβικός» αποφασίζει να βγει από τη σπηλιά του και να εμπλακεί σε μια σχέση, αυτό που ακολουθεί άνετα θα μπορούσε να θεωρηθεί κωμικό αν δεν ήταν πραγματικά τραγικό.

Η αρχή: Αυτή τη φορά ο φόβος δεν θα σταθεί εμπόδιο Καταρχάς η προσέγγιση του είναι αλλόκοτη.

Κανονικά δεν κάνει ποτέ το πρώτο βήμα, αλλά αν το κάνει θα το κάνει διστακτικά και υπό το φόβο της απόρριψης και μόνο αν είναι αρκετά βέβαιος ότι θα λάβει θετική απάντηση.

Έτσι προκύπτει μια προσέγγιση που δεν είναι προσέγγιση. Πλησιάζει μεν αλλά κάνει σαν να μην θέλει να πλησιάσει, ενώ το μήνυμά του είναι μπερδεμένο, χωρίς σαφές αίτημα: «Κάτι θέλω από σένα, αλλά δεν ξέρω τι. Μάλλον τίποτα».

Επίσης η προσέγγιση του μπορεί να είναι επιθετική, του ύφους «αν δεν με θέλεις μία, δεν σε θέλω δέκα», ώστε να εξασφαλίσει ότι δεν θα νιώσει μειωμένος σε περίπτωση αρνητικής απάντησης.

Φυλάει τα νώτα του και προϊδεάζει αρνητικά: «Δεν νομίζω ότι θα λειτουργήσει μεταξύ μας», «Δεν κάνω για σένα», «Δεν κάνεις για μένα», «Οι σχέσεις δεν είναι το φόρτε μου» (αυτό είναι αλήθεια!).

Πριν πει το τελικό ναι, υποβάλλει τον άλλο σε μια σειρά από δοκιμασίες παραβιάζοντας όρια και πατώντας ό,τι κουμπί μπορεί να βρει, μέχρι να πειστεί για το ενδιαφέρον του και να σιγουρευτεί ότι τον έχει με το μέρος του.

Βασικά δεν ποντάρει δυνατά και δεν κυνηγά ενεργητικά τη σχέση γιατί φοβάται ότι θα απορριφθεί αν το προσπαθήσει και επιπλέον δεν έχει καμία μα καμία ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλά.

Η μέση: Δεν θέλω να ξέρεις ότι νοιάζομαι παρόλο που νοιάζομαι Ενώ στην αρχή δείχνει κάποια διάθεση να είναι ανοιχτός, μόλις στενέψει ο κλοιός, δηλαδή η σχέση γίνει πιο στενή, αποκαλύπτει ελάχιστα πράγματα για τον εαυτό του.

Ποτέ δεν παραδέχεται ότι έχει ανάγκες και ποτέ δεν ζητά αλλά ούτε δίνει αγάπη, τρυφερότητα, φροντίδα και υποστήριξη.

Προσέχει να μην φανεί αδύναμος ή ευάλωτος ώστε να μη δώσει όπλα στον άλλο να τον πληγώσει, εκμεταλλευτεί ή κακομεταχειριστεί.

Επίσης δεν κάνει αγκαλιές και δεν λέει καλή κουβέντα. Αν υπάρξει άγγιγμα ή γλυκόλογο είναι αβέβαιο, αφύσικο και αδέξιο.

Κρύβει ή καταπιέζει τα συναισθήματά του, ενώ παράλληλα κρατά αποστάσεις από τον συναισθηματικό κόσμο του άλλου, με αποτέλεσμα η συναισθηματική επικοινωνία να είναι πολύ φτωχή ή ανύπαρκτη.

Η ανεσταλμένη συναισθηματική έκφραση τον ωθεί να αναλάβει έναν παθητικό και σχεδόν υποτακτικό ρόλο στη σχέση [10], όπου εκτός από τα θετικά αποσιωπούνται και τα (αναπόφευκτα) αρνητικά συναισθήματα.

Είναι παράξενο γιατί ενώ αντιστέκεται και του παίρνει πολύ χρόνο να μπει στη σχέση, άπαξ και μπει εξαρτάται πλήρως από τον άλλο. Προκειμένου να πάρει την αποδοχή που του είναι απαραίτητη λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης, απενεργοποιεί το ραντάρ εντοπισμού κινδύνου καταλήγοντας συχνά σε αυτό που περισσότερο φοβάται: να γίνει αποδέκτης άδικης ή αδιάφορης συμπεριφοράς σε μη ικανοποιητικές ή μη υποστηρικτικές σχέσεις.

Το τέλος: Αλλιώς, το χάος Ο «φοβικός» ανησυχώντας διαρκώς για την εγκατάλειψη και αμφιβάλλοντας για τα αισθήματα του άλλου, προσπαθεί με κάθε μέσο να διατηρήσει τον έλεγχο της σχέσης [11].

Δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα λάβει αγάπη αν απλώς αφεθεί και δεν κάνει τίποτα, οπότε αν αποτύχει να την πάρει με το καλό, δηλαδή όντας υποτακτικός και υποχωρητικός, θα προσπαθήσει να την πάρει με το άγριο, δηλαδή όντας τυραννικός και κυριαρχικός [12].

Στην παραμικρή (αληθινή ή φανταστική) ανωμαλία στη σύνδεση κατακλύζεται από καταστροφικά συναισθήματα και αντιδρά παρορμητικά, ακραία και αντιπαραγωγικά: επιτίθεται, το βάζει στα πόδια ή, στην περίπτωση που ο άλλος είναι αναστατωμένος, «παγώνει» και στέκεται απαθής.

Δεν μπορεί να δει τη συνολική εικόνα, δεν μπορεί να μπει στη θέση του άλλου και αδυνατεί να ρυθμίσει τα συναισθήματά του ή να καθησυχάσει τον εαυτό του. Είναι πεπεισμένος ότι δεν τον εκτιμούν και δεν τον αγαπούν και δεν υπάρχει τρόπος ούτε να του αλλάξεις γνώμη ούτε να τον παρηγορήσεις.

Όλη αυτή η υπερβολή προφανώς δηλώνει ότι ο «φοβικός» αναβιώνει το δικό του προσωπικό δράμα που ελάχιστη σχέση έχει με τη δεδομένη κατάσταση.

Στην πραγματικότητα φαίνεται να παλεύει δύο μάχες συγχρόνως: τη δυσφορία που προκύπτει στην «εδώ και τώρα» σχέση και τη δυσφορία της «εκεί και τότε» σχέσης που η τωρινή σχέση κινητοποιεί.

Δυστυχώς δεν καταφέρνει ποτέ να νιώσει πραγματικά ασφαλής ακόμα και όταν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, κι έτσι ο μόνος τρόπος να ηρεμήσει και η μόνη βιώσιμη επιλογή τελικά, είναι η αποδέσμευση και η έξοδος. Για ένα διάστημα τουλάχιστον.

Η αρχή ξανά: Το έχω ξαναδεί το έργο Αν οι σχέσεις του «φοβικού» είχαν σχήμα, αυτό θα ήταν κυκλικό.

Ένας άστατος και συγκρουσιακός κύκλος: διστακτική προσέγγιση αρχικά, ακολουθούμενη από αποφυγή της οικειότητας στη συνέχεια και μετά ξανά διστακτική προσέγγιση του ίδιου ή διαφορετικού προσώπου.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να συντονιστούν με τους κύκλους υπερδραστηριότητας και υποδραστηριότητας του «φοβικού». Όταν υπάρχει απόσταση ο «φοβικός» θέλει να τη μειώσει και όταν δεν υπάρχει απόσταση θέλει να την αυξήσει, δηλαδή είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που το «λάθος timing» είναι όντως αλήθεια! Επίσης είναι από τις περιπτώσεις για τις οποίες γράφτηκε το «Σε θέλω όταν δεν με θες, δεν σε θέλω όταν με θες».

Μετακινούμενος ανάμεσα στα δύο άκρα της αποφυγής και της ενασχόλησης με τη σχέση, ο «φοβικός» μπαίνει και βγαίνει από τις σχέσεις χωρίς ποτέ να κλείνει καμία πόρτα. Οι σχέσεις του δεν έχουν αρχή, μέση και τέλος αλλά αέναη κυκλική κίνηση γι’ αυτό μπορεί και επικοινωνεί με προηγούμενους συντρόφους μήνες ή χρόνια μετά, όχι φυσικά γιατί αποφάσισε να γυρίσει σε κάποια σχέση, αλλά απλώς για να επιδοθεί μαζί τους, εφόσον είναι διαθέσιμοι, σε ένα νέο πανομοιότυπο κύκλο.

Δέσμιος του φόβουΝομίζω ότι είναι ασφαλές να συμπεράνουμε ότι ο «φοβικός» είναι αυτοκαταστροφικός.

Είτε διαλέγοντας συντρόφους που τελικά αποδεικνύονται απορριπτικοί και κακοποιητικοί, είτε διαστρεβλώνοντας την κατάσταση που βιώνει, είτε προκαλώντας με τη συμπεριφορά του τους άλλους να φερθούν απορριπτικά, εξασφαλίζει ότι όλα τα αρνητικά που πιστεύει επιβεβαιώνονται.

Διασφαλίζοντας ότι είναι ανάξιος να αγαπηθεί, ότι οι άλλοι είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης και ότι οι σχέσεις είναι τραυματικές καταφέρνει να διατηρήσει την (εξαιρετικά εύθραυστη) συνεκτικότητα του εαυτού και του κόσμου του και να έχει το κεφάλι του ήσυχο.

Είναι κρίμα αλλά συχνά νιώθει την ψυχαναγκαστική ανάγκη να εγκαταλείψει ανθρώπους τους οποίους νοιάζεται και αγαπά και μάλιστα όταν τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλά, επειδή αυτό φαντάζει λιγότερο επώδυνο από το να αφήσει κάποιον να γίνει σημαντικός και να έχει τη μόνιμη ανησυχία ότι μπορεί να τον χάσει.

Τερματίζει όλες τις σχέσεις του ώστε να αποφύγει την τελική απογοήτευση, αλλά αποσυνδεδεμένος καθώς είναι από το φόβο με τον οποίο παλεύει στο βάθος, εκλογικεύει την έξοδό του επινοώντας δικαιολογίες, επικρίνοντας ή βρίσκοντας ελαττώματα στον άλλο (είχε καταντήσει ρουτίνα πια, δεν τον ήθελα πραγματικά, δεν ταιριάζαμε τελικά, είμαι πολύ απασχολημένος για να κάνω σχέση τώρα).

Φαίνεται να καταλήγει πάντοτε στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε, αλλά το ότι δεν σταματά να προσπαθεί, εμένα τουλάχιστον, με κάνει να πιστεύω ότι στ’ αλήθεια επιθυμεί να κάνει συνδέσεις με νόημα, αλλά κάθε φορά που ανοίγεται η προοπτική μιας γνήσια στενής σχέσης τρομοκρατείται και κάνει πίσω.

Η ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΕΛΠΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ ΝΑ ΦΟΒΑΜΑΙ Στην πράξη είναι δύσκολο, αλλά θεωρητικά ένας «φοβικός» θα μπορούσε να καταπολεμήσει τους φόβους του αν το επιθυμούσε.

Αν εντόπιζε και αντιμετώπιζε την απόρριψη ή το τραύμα που τον έκαναν να χάσει την εμπιστοσύνη του στον εαυτό του και στους ανθρώπους, θα μπορούσε ίσως να φοβάται λιγότερο.

Κι ακόμα θα μπορούσε να ελαττώσει τις φοβικές αντιδράσεις αν κατάφερνε να αμφισβητήσει τους παραμορφωτικούς φακούς μέσα από τους οποίους επεξεργάζεται τα σχεσιακά δεδομένα.

Από την άλλη, αν εμείς σχετιζόμαστε με έναν «φοβικό», θα πρέπει να ξέρουμε ότι η σχέση μαζί του είναι δύσκολο να γίνει «νορμάλ», με την έννοια να γίνει αμοιβαία ανταποδοτική. Ο «φοβικός» δεν πρόκειται ως δια μαγείας να γίνει εκδηλωτικός και να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας για φροντίδα ή τρυφερότητα. Όσοι μπορούν να ζήσουν με αυτό ας κοπιάσουν, οι υπόλοιποι μάλλον θα πρέπει να αφήσουν τον «φοβικό» στην ησυχία του.

Αν τώρα κάποιοι πιστέψαμε και αγαπήσαμε έναν «φοβικό» είναι λογικό να αισθανθήκαμε παραπλανημένοι και εξαπατημένοι όταν εκείνος έφυγε. Το πιθανότερο είναι ότι δεν μας άφησε περιθώρια να νιώσουμε διαφορετικά γιατί στην αρχή φάνηκε να πηγαίνει με τα σχέδια μας. Δυστυχώς δεν ξέρει πώς να μειώνει τις προσδοκίες και να είναι ευθύς με την αμφιθυμική φύση του ενδιαφέροντός του. Εμείς αισθανόμαστε ότι δικαιούμαστε να είμαστε απογοητευμένοι και θυμωμένοι κι εκείνος είναι πιθανό να απορεί με τη στάση μας όντας βέβαιος ότι δεν δεσμεύτηκε σε τίποτα.

Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει «σωστός» τρόπος να αγαπήσει κανείς τον «φοβικό». Ό, τι και να κάνουμε εμείς, εκείνος είναι σχεδόν αδύνατο να εμπιστευτεί ότι η αγάπη δεν θα τον πληγώσει και θα κάνει ό,τι μπορεί για να σαμποτάρει κάθε προσπάθεια. Πρέπει να τον αγαπάει κάποιος πάρα πολύ για να μπορέσει να τον καταλάβει, να δει τον κόσμο με τα μάτια του ή να συνεχίσει να τον αγαπά παρά τη συμπεριφορά του. Και πάλι δεν είναι σίγουρο.

Ανεξάρτητα από όλα αυτά, καλό είναι να ξέρουμε ότι είναι εντάξει να φοβόμαστε.

Είτε είμαστε «φοβικοί» είτε όχι, είναι πολύ ανθρώπινο και «μας επιτρέπεται» να ομολογήσουμε ότι δυσκολευόμαστε να αφεθούμε ή ότι ανησυχούμε μήπως πληγωθούμε.

Η εγγύτητα είναι στ’ αλήθεια επικίνδυνο πράγμα και το ότι εμπλεκόμαστε συναισθηματικά παρά τους φόβους μας, το ότι ακόμα και ο «φοβικός» δοκιμάζει να σχετιστεί παλεύοντας με τους δικούς του τρομερούς φόβους, αν μη τι άλλο, είναι μια υπενθύμιση του πόσα είμαστε διατεθειμένοι να ρισκάρουμε προκειμένου να συναντήσουμε ο ένας τον άλλο.

Πάντως να θυμάστε: Αν αποφασίσετε να στηρίξετε το φοβισμένο «παιδί» που αγαπάτε υπομένοντας την αλλοπρόσαλλη και απόμακρη συμπεριφορά του, βεβαιωθείτε πρώτα ότι κρατάει αποστάσεις επειδή όντως φοβάται την οικειότητα (FEARFUL avoidant attachment style) και όχι επειδή εντίμως και ειλικρινώς προτιμά να μείνει μόνος (DISMISSIVE avoidant attachment style)…

 * * * * *
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
Για την αποφυγή υπερφόρτωσης του κειμένου με συνεχή δηλωτικά του φύλου (ο/η, του/της, τον/την), επέλεξα να χρησιμοποίησω το αρσενικό γένος για να αναφερθώ και στα δύο φύλα.
[1] Cole, M. and Cole, S. R. (2002). Η Ανάπτυξη των Παιδιών. Αθήνα: τυπωθήτω.
[2, 4] Mikulincer, M and Shaver, P. R. (2007). Attachment in Adulthood: Structure, Dynamics, and Change. New York: The Guilford Press.
[3, 6, 7, 10] Bartholomew, K. & Horowitz, L. M. (1991). Attachment styles among young adults: a test of a four-category model. Journal of Personality and Social Psychology, 61(2): 226-244.
[5] Sieger, D. J. (1999). The Developing Mind: How Relationships and the Brain Interact to Shape who we Are. New York: The Guilford Press.
[8] Ettensohn, M. (2011). The relational roots of narcissism: Exploring relationships between attachment style, acceptance by parents and peers, and measures of grandiose and vulnerable narcissism. THE WRIGHT INSTITUTE, Publication number: 3515488.
[9] Miller, A. (2007). Οι Φυλακές της Παιδικής μας Ηλικίας. Αθήνα: Ροές.
[11] Hazan, C. & Shaver, P. (1987). Romantic love conceptualized as an attachment process. Journal of Personality and Social Psychology, 52(3): 511-524.
[12] Rholes, W. S., Simpson, J. A. and Stevens, J. G. (1997). Attachment orientation, social support, and conflict resolution in close relationships. In J. A. Simpson and W. S. Rholes (Eds.), Attachment Theory and Close Relationships (166-188). New York: Guilford Press.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου