Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Ηράκλειτος: Εντός των τειχών οι πολιτικοί βάρβαροι

Λήθη και πλάνη

§1
Διάχυτη είναι η αντίληψη πως η πολιτική παρακμή διάγει τον πιο βαρύ της χειμώνα. Η οξυμένη μορφή του παρόντος πολιτικού-κοινωνικού χειμώνα, έτσι όπως γνωρίζεται στον σύγχρονο κόσμο και πιο τραγελαφικά στον ελλαδικό χώρο, αποτελεί απλώς μια από τις τελευταίες φάσεις του ιστορικού χειμώνα της πολιτικής και του βιωμένου πολιτισμού της. Πρόκειται λοιπόν για την ιστορικότητα ενός πολιτικού ολέθρου, που είναι πανταχού παρών και για τον οποίο συνήθως πρώτοι κάνουν λιτανείες οι αποτυχημένοι πολιτικοί. Μια τέτοια ιστορικότητα ωστόσο  δεν προβάλλει ούτε οφείλει να προβάλλει εκάστοτε ως άλλοθι, προκειμένου να μην αισθάνεται κανείς, μέσα στο δικό του παρόν, την πνοή ενός Πολιτικού οικοδομήματος, κενού σε περιεχόμενο και μορφές. Έχει γίνει τόσο σύμφυτο με την τρέχουσα ζωή αυτό το κενό, ώστε οι λέξεις,πολιτική κρίση, σήψη, παρακμή και παρόμοιες εκφράσεις να έχουν καταντήσει αφηρημένα και ακίνδυνα συνθήματα χωρίς να αποκαλύπτουν τίποτα ή χωρίς να παραπέμπουν σε κάποιο αυθεντικό περιεχόμενο. Μάλιστα, οι ανίκανοι πολιτικοί, αυτοί οι καθ’ όλα υπεύθυνοι για την παρούσα καταστροφή, ενσωματώνουν μέσα στην πολιτική τους φλυαρία τέτοιες φράσεις και εκφράσεις για να επικαλύπτουν με το πέπλο της λήθης τις δικές τους εγκληματικές πολιτικές και να ανανεώνουν τον οδηγητικό τους ρόλο επί της αγελαίας μάζας. Πιο παραπλανητική γίνεται η συνθηματολογική φρασεολογία, όταν υπηρετεί εξουσιαστικές βλέψεις άκαπνων καθεστωτικών με «σοσιαλιστικό», «ριζοσπαστικό», «αριστερό» προσωπείο. Τον πιο  δίκαιο λόγο για όλο τούτο το γένος των καθεστωτικών, τον έχει διατυπώσει τελευταία ο Κοστάντσο Πρέβε: «ποτέ δεν έμαθαν να εφαρμόζουν τον μαρξισμό στον εαυτό τους και πίστεψαν ότι ο δικός τους μαρξισμός χρησίμευε μόνο για να ερμηνεύσει τους αστούς, τους καπιταλιστές, τους αιρετικούς κ.λπ.» (Κριτική ιστορία του μαρξισμού. Εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2010, σ. 16).

§2
Η μνημονευθείσα καθεστωτική λογική δείχνει περίτρανα ότι οι βάρβαροι της Πολιτείας, ήγουν της πολιτικής, δεν βρίσκονται έξω από την πόλη, αλλά είναι εγκατεστημένοι εντός των τειχών. Ίδιον αυτών των «βαρβάρων» είναι η δυσαρμονία ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Ως άρχοντες επικαλούνται το δημόσιο συμφέρον, για να υπηρετήσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα. Αποδεικνύονται έτσι ότι είναι ένα συνονθύλευμα σκληροτράχηλων συντεχνιών, συνωμοτικών φατριών, που ως νέο-βάρβαροι έχουν καταλάβει την Πόλη. Για να επιβιώσει όμως στην εξουσία μια τέτοια κάστα χρειάζεται να μεταποιήσει και τους αρχόμενους σε παρόμοιο συνονθύλευμα. Τότε συμβαίνει η πλήρης ιδιωτικοποίηση της Πολιτείας: καμιά ειλικρινής δημόσια φωνή δεν μπορεί να αντισταθεί στην κομματική, συνδικαλιστική, δημοσιογραφική, φιλαθλο-υστερική αποβαρβάρωση μεγάλου μέρους των μαζών. Εκείνος που εναντιώθηκε πρώτος σε μια τέτοια ιδιωτικοποίηση της Πόλης, μέσα στην ιστορία του φιλοσοφικού-πολιτικού  στοχασμού, είναι ο πολύς Ηράκλειτος. Στο απ. Β1, για παράδειγμα, ομιλεί για την ανεξάντλητη δυναμική του κοινού-δημόσιου λόγου που κυβερνά τον κόσμο, μηδέ εξαιρουμένου και αυτού του πολιτικού κόσμου: ενώ όμως αυτός ο κοινός λόγος είναι παρών και καθιστά και τον, κατά λόγο, κόσμο παρόντα, οι άνθρωποι δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε τούτη την κοινότητα λόγου και κόσμου· δηλαδήλησμονούν τον κοινό, δημόσιο λόγο και κόσμο, που είναι προσβάσιμος σε όλους, επειδή καθεύδουν. Τι εννοεί καθεύδουν; Ότι κινούνται από ελατήρια, από όνειρα, οπτασίες, οράματα ιδιωτικά και απατηλά. Μια τέτοια αποβαρβάρωση αρχόντων και αρχομένων δεν έχει αρχή και τέλος. Συντελεί στην καθίδρυση ενός «ανεστραμμένου κόσμου για τον κοινό νου» (Χέγκελ), που όμως περνάει για λογικός. Άρχουσα δύναμη είναι η ύβρις [(=αλαζονεία της εξουσίας) απ. Β43], η κοιλιοδουλεία  (απ. Β29), η συμπεριφορά «όνων που προτιμούν το άχυρο από το χρυσάφι» (απ.Β9), με μια λέξη: «οι βάρβαρες ψυχές» (απ. Β107).
                                        
Τα νεύματα του λόγου
 
 § 1
Κάθε λέξη, κάθε φράση, κάθε αποφθεγματική ρήση του Ηράκλειτου μας στέλνει  νεύματα του λόγου: όλα τελούν σε αεικίνητη μεταβολή και τίποτα δεν είναι δεδομένο, παγιωμένο και οριστικό. Γιατί; Επειδή τα πράγματα διέπονται από εσωτερικές, ως προς τον εαυτό τους, συγκρούσεις, σήμερα θα λέγαμε εσωτερικές αντιφάσεις, και αμοιβαίες μεταξύ τους συγκρούσεις: αντιθέσεις, εναντιότητες, αλληλεξαρτήσεις.Στο απ. Β 53 αποφαίνεται πολύ εκφραστικά αυτός ο βαθύνους στοχαστής:

«Ο πόλεμος είναι πατέρας και βασιλεύς όλων»

Προφανώς με την έννοια «πόλεμος» δεν εννοεί ο φιλόσοφος τον πόλεμο με τη συνήθη έννοια, ας πούμε, έναν επιθετικό, ιμπεριαλιστικό πόλεμο κ.λπ., αλλά κάτι πιο βαθύ: πέρα από την εκάστοτε υποκειμενική γνώμη και την παραδοχή ή μη αυτής της ρήσης από διάφορους «πολυμαθείς» της αμάθειας, ο συγκεκριμένος λόγος του αποσπάσματος απηχεί τη συνεκτική αλήθεια σχετικά με τη δομή και την ύπαρξη των όντων, ανεξαρτήτως χρόνου. Τα όντα, από τη μια πλευρά, ερείδονται σε ένα θεμελιακό υπόστρωμα καθορισμένης και εν πολλοίς δεδομένης-σταθερής υφής και, από την άλλη, εκ-τίθενται σε μια ακατάπαυστη μεταβλητότητα. Εάν το πρώτο χαρακτηριστικό των όντων συγκροτεί, για τον Ηράκλειτο, το Είναι, το δεύτερο παραπέμπει στο γίγνεσθαι.  Το Είναι μπορεί να υπάρχει μόνο ως εσωτερική ανα-τροπή του εαυτού σε γίγνεσθαι. Γι’ αυτό, χωρίς το γίγνεσθαι δεν θα υπήρχε ούτε φυσικός ούτε νοητός κόσμος.

 § 2
Όμως ποια άλλα, υπαρκτικής φύσης, γνωρίσματα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα νοήμονα όντα, κατά τον Ηράκλειτο, ώστε να διάγουν τον βίο τους εύρυθμα; Πρέπει να μην παραγνωρίζουν ότι «ο πόλεμος είναι κοινός και η δικαιοσύνη έριδα και πως όλα συμβαίνουν με βάση την έριδα και την αναγκαιότητα» (απ. Β 80), πως όλα δηλαδή τα πράγματα διέπονται από την έριδα και την αναγκαιότητα. Στη συνάφεια τούτη, τι σημαίνει η φράση: ο πόλεμος είναι κοινός (στ’ αρχαία: ξυνός); Ότι η νοητή γραμμή που συνέχει και ανατροφοδοτεί το γίγνεσθαι ως αναγκαιότητα, ως νομοτέλεια, είναι ο Λόγος. Και ο Λόγος δεν είναι ανέξοδα και ανερμάτιστα λόγια, σαν αυτά πολλών σημερινών καθεστωτικών διανοουμένων ή ανίκανων πολιτικών , αλλά  η πύρινη, έμπρακτα φωτεινή αρχή που καθιστά αμείλικτο τον αγώνα αντίρροπων δυνάμεων,  ανυποχώρητη την πάλη των αντιθέτων, ως το σημείο που αμφότερα τα αντίπαλα μέρη, μέσα από τη διαλεκτική τους αυτοαναίρεση, κατ’ αναγκαιότητα διεκδικούν τη συστατική τους αλήθεια στον εσωτερικό χώρο ενός νέου, ανώτερου ποιοτικά, ενιαίου νοηματικού όλου. Ας φανταστούμε, για παράδειγμα, σήμερα έναν παρόμοιο αγώνα, αντιμαχία, αντιπαράθεση, μεταξύ αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων. Η αυθεντικότητα του αγώνα δεν έγκειται στις λεκτικές επιθέσεις της μιας παράταξης ενάντια στην άλλη –τότε, τα πολιτικοσυνδικαλιστικά «αηδόνια» θα ήταν άγιοι και όχι μισθοφόροι- αλλά στο κατά πόσο η κάθε παράταξη, λόγω και έργω, αναιρεί διαλεκτικά τον εαυτό της ως παράταξη, ως τεμαχισμένο όλο δηλαδή, και συμβάλλει με έναν λαμπρό και τιτάνιο αγώνα στη χάραξη μιας αυτοδιευθυνόμενης προοπτικής του λαού. Στο εσωτερικό μιας τέτοιας  ολότητας έχουν θέση και οι παραταξιούχοι, στο βαθμό που παύουν πλέον να υπηρετούν τον διχαστικό λόγο της   κλειστής παράταξης, έχουν αποβάλλει το παλιό εξουσιαστικό τους δέρμα και δύνανται έτσι να ακροώνται τον κοινό Λόγο, να συνομιλούν μαζί του.

Ηράκλειτος: «ερεύνησα τον εαυτό μου»
  • Όταν κάποτε ρώτησαν τον Ηράκλειτο πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα τον εαυτό μου».
  • Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως ο φιλόσοφος μας παροτρύνει να  ερευνούμε τον εαυτό μας;
  • Κάτι παρόμοιο δείχνει να περικλείει και το θρυλικό «γνώθι σ’ αυτόν». Τι συμβαίνει εδώ;
  • Από τις απαρχές άραγε του φιλοσοφικού στοχασμού της ελληνικής αρχαιότητας μέχρι τις μεγάλες στιγμές της αττικής φιλοσοφίας και από εκεί ως τους καιρούς μας η έρευνα του εαυτού και η γνώση του προβάλλεται ως η θεραπεία της ανθρώπινης ύπαρξης;
  • Το «ερεύνησα τον εαυτό μου» ο φιλόσοφος το κατανοεί ως μια στροφή προς τα ένδον για να σκεφτεί την ανθρώπινη αλλαγή. Μέσα από τη στροφή αυτή μπορεί κανείς να διανοίγεται στο καθολικό και να μην χάνεται μέσα στο ιδιωτικό.
  • Την ανθρώπινη αλλαγή θέλει να πετύχει και προς τούτο βλέπει μία μόνο δυνατότητα: την απαλλαγή του λογισμού από τη δολιότητα και τη στεγνότητα του υπολογισμού.
  • Με σημερινούς όρους, η δολιότητα αυτή συναντάται στην υπολογιστική σκέψη ατόμων, ομάδων ή θεσμισμένων συνόλων που θεωρητικά επαγγέλλονται κοινωνικές αλλαγές, αλλά στην πράξη ορέγονται την εδραίωση της δικής τους εξουσίας: η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα.
  • Σε αντίθεση με αυτές τις φενακισμένες συνειδήσεις, ο Ηράκλειτος με το ερεύνησα τον εαυτό μου μας παρωθεί ή καλύτερα μας υποκινεί να ερευνάμε μέσα μας τη γνώση και το μέτρο.
  • Ενόσω παρακολουθούμε και ακολουθούμε αυτόν τον υποκινητή, μπορούμε να διεκδικούμε μορφές ζωής, που δεν θα παραπαίουν στα μετανεωτερικά απόβλητα αλλά πίσω από την απατηλή σχέση του Ηθικού και του Πολιτικού θα αναζητούν τις αρχές  μιας αυθεντικής σχέσης ήθους και πολιτικής. Ο Ηράκλειτος τις απεικονίζει ως εξής:
  • Προσωποποίηση του ήθους: ο άνθρωπος, ως εμ-πρόσωπο και αυτο-διερευνώμενο ον, φέρει ο ίδιος την ευθύνη των επιλογών του μέσα στον περίκοσμο της μαζικής συμπεριφοράς.
  • Εναρμόνιση ήθους και «ξυνού λόγου»: Ανάλογα με την ενόραση και μετοχή στον «ξυνόν λόγον», ο άνθρωπος αποκτά γνώση του κόσμου και του τρόπου λειτουργίας του τελευταίου. Αυτή η γνώση του επιτρέπει να καθορίζει ο ίδιος τη μοίρα του, τη δημόσια-πολιτική του στάση, την ευτυχία ή τη δυστυχία του.
  • Ο «ξυνός  λόγος [=κοινός λόγος]» ως μέτρο της Ηθικής και της Πολιτικής: όσα συνυφαίνονται με την θεωρία και την πράξη του ανθρώπου –κοινωνική τάξη, νόμοι της πολιτείας, κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά κ.λπ.– τελούν σε ομο-λογία με τα περιεχόμενα του Λόγου.
  • Ελευθερία της βούλησης και αυτονομία σκέψης: ηθικό χρέος και ανώτερη-ανεξάρτητη σκέψη  διέπουν την περι-ουσία των αρίστων σε σοφία και αρετή.
  • Η περι-ουσία των αρίστων ως οντολογική προσήλωση στο ποιόν: καταδίκη της υπεροψίας, γνώση και διάγνωση των ορίων του ανθρώπου, πνευματική εγρήγορση και κριτική σκέψη, κοινωνική δικαιοσύνη και ευαισθησία στη χρήση ή κατανομή του πλούτου, ισοπολιτεία και δυναμική συνύπαρξη των εναντίων, υπεύθυνος χειρισμός των δημοσίων πραγμάτων, καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας και της αμάθειας του λαού, προσανατολισμός του στο ορθό και αληθινό, υπεράσπιση των νόμων της πόλεως.
  • Η πολιτική ζωή ως χειραφέτηση: η ένταξη του ανθρώπου σε μια ζωή της δυνατότητας και της δύναμης.
  • Ζωή της δυνατότητας ως το αείζωον πυρ που καθιστά τη σκέψη πύρινη· και ζωή της δύναμης ως μεταστοιχείωση της σκέψης σε κατευθυντήρια δύναμη του κόσμου

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου